Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Πώς έζησε η Ρωσία τους επτά ειρηνικούς μήνες από την αρχή του 1914 και μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου; Σε αυτό αναφέρεται ο ιστορικός Λεβ Λουριέ. Tο 1914 ξεκίνησε ήσυχα. Η προσοχή του ευρωπαϊκού κοινού δεν ήταν στραμμένη στην πολιτική, αλλά στον αθλητισμό. Στο Βερολίνο διεξαγόταν το παγκόσμιο πρωτάθλημα παγοδρομίας ταχύτητας (μεταξύ των νικητών ήταν και ο γνωστός στη Ρωσία αθλητής, Βασίλι Ιπολίτοφ). Η ανδρική ρωσική ομάδα καλλιτεχνικού πατινάζ διαγωνιζόταν στο Χέλσινκφορς (σημερινό Ελσίνκι), ενώ η γυναικεία στο Σαιντ Μόριτς. Η Εθνική ποδοσφαίρου της Ρωσίας έδινε φιλικούς αγώνες στη Νορβηγία και τη Σουηδία. Στη Ρωσία το κράτος λειτουργούσε σε πλήρη αρμονία, η οικονομία αναπτυσσόταν με πρωτοφανείς ρυθμούς, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξανόταν περίπου κατά 10-20% το χρόνο, δηλαδή περισσότερο απ’ ότι σήμερα στην Κίνα. Ο Αγγλος δημοσιογράφος, Μόρις Μπέρινγκ, έγραφε: «Μάλλον δεν υπήρξε ποτέ εποχή ανάλογη με τη σημερινή, κατά την οποία η Ρωσία να ευημερούσε οικονομικά περισσότερο από ό,τι τώρα, ή που η τεράστια πλειοψηφία του λαού να είχε -φαινομενικά τουλάχιστον- λιγότερους λόγους δυσαρέσκειας».
Ηρεμία πριν τη θύελλα
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ταξική δομή περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες για κοινωνικές ευκαιρίες. Οι εργάτες ήταν «κλειδωμένοι» σε ένα κοινωνικό γκέτο, από το οποίο δεν υπήρχε τρόπος να αναρριχηθούν. Το προλεταριάτο αισθανόταν καταπιεσμένο. Ο αγρότης ήθελε τη γη των τσιφλικάδων. Οποιαδήποτε αφορμή οδηγούσε σε εξέγερση.
Για τον αυτοκράτορα -κρίνοντας από το ημερολόγιό του- το 1914 άρχισε φυσιολογικά. Τίποτε δεν προκαλούσε ανησυχία. Πολλές φορές ο τσάρος «είχε τη χαρά» να δει τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν. Την ημέρα των γενεθλίων του Κάιζερ της Γερμανίας, Βίλχελμ, έπαιρνε πρωινό με το γερμανό πρέσβη.
Ξεκίνησε τη χρονιά του ο Νικόλαος Β΄ στο Τσάρσκογε Σιλό, και στη συνέχεια πήγε στην Κριμαία. «Παρακάμψαμε -έγραφε- πολλά κοπάδια από αιγοπρόβατα ράτσας, αγέλες αλόγων και στο μεσοδιάστημα είδα βόδια, βίσωνες, καθώς και ζέβρες. Είχα ζαλιστεί από τις τόσες εντυπώσεις και την εκπληκτική ποικιλία των ζώων». Από την Κριμαία η τσαρική οικογένεια κατευθύνθηκε στη Ρουμανία, επέστρεψε στο Πέτερχοφ και με τη θαλαμηγό «Σταντάρτ» έπλευσε στις βραχονησίδες και τα φιόρδ της Φιλανδίας. Ο αυτοκράτορας εργαζόταν πολύ και κατόπιν ευχαριστιόταν τις διακοπές. «Ασχολούμασταν με διάφορα περίπλοκα παζλ από κομματάκια ξύλου -σημείωνε στο ημερολόγιό του- παίζαμε ντόμινο και ζάρια. Το χειμώνα φτιάχναμε με το διάδοχο έναν πύργο από χιόνι στη λίμνη του Τσάρσκογε Σιλό, ενώ το καλοκαίρι στην ίδια λίμνη μαζί με το γιό μου κάναμε μπάνιο τον ελέφαντα. Έκανα καγιάκ, κολυμπούσα, έπαιζα τένις». Κατέγραφε λεπτομερώς το κυνήγι: «Τριάντα τρείς φασιανοί, 22 πέρδικες και κουνέλια, σύνολο 56». Τα βράδια παρακολουθούσε οικογενειακώς «εύθυμο και ενδιαφέροντα κινηματογράφο».
Στην αγορά της Αγίας Πετρούπολης ήταν στη μόδα οι κοκορομαχίες. Να πώς τις περιγράφει: «Οι κόκορες, μόλις συναντιόνταν ρίχνονται ο ένας στον άλλο, ραμφίζονται με μανία και παλεύουν με τα πόδια και φτερά μέχρι ο ένας απ’ τους δυο να πέσει ματωμένος, ή να τρέξει ντροπιασμένος να σωθεί. Το αφεντικό του νικητή κερδίζει εκείνη τη μέρα μέχρι 10-15 ρούβλια».
Μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια που πέρασαν από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου η χώρα, η οποία δεν διέθετε ζωγραφική, λογοτεχνία, θέατρο, συμφωνική μουσική και μπαλέτο, έφτασε και ξεπέρασε την Ευρώπη. Τον καιρό του Αλεξάνδρου Β΄ η Δύση αναγνώρισε τη ρωσική μουσική και την πρόζα. Με την εμφάνιση του Στανισλάβσκι οι Δυτικοί σκηνοθέτες άρχισαν να κοιτούν με φθόνο προς τη Μόσχα. Ο Ντιάγκιλεφ έκανε γνωστό στον κόσμο το ρωσικό μπαλέτο. Το 1914, ήταν το αποκορύφωμα αυτής της πολιτιστικής απογείωσης. Στην πρώτη γραμμή τώρα, ήταν οι χορευτές, οι ποιητές και οι ζωγράφοι.
Το Ζεϊτελνίκ είναι το συμμαχικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Βαλκανικού Μετώπου στη Θεσσαλονίκη. Τόπος προσκυνήματος και μνήμης των Ρώσων που έπεσαν στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο, μαχόμενοι στα Βαλκάνια, μια «ανάσα» από το κέντρο της συμπρωτεύουσας της Ελλάδας.
«Το σερβικό νεκροταφείο εδώ το γνωρίζουν οι πάντες. Οι Σέρβοι που έρχονται στη Θεσσαλονίκη, θα περάσουν σίγουρα από εδώ, μερικοί αμέσως μετά την άφιξή τους στην πόλη, προτού καν αφήσουν τα πράγματα τους στο δωμάτιο. Οι Σέρβοι είναι πολύ πατριώτες», λέει ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, σημειώνοντας στον οδικό χάρτη τη διαδρομή για το «Ζεϊτελνίκ», το μεγαλύτερο στρατιωτικό νεκροταφείο στην Ελλάδα. Τη νεκρόπολη που έχουν ταφεί περισσότεροι από 20 χιλιάδες στρατιώτες της Αντάντ. Νέοι άνδρες που άφησαν την τελευταία τους πνοή μαχόμενοι στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η απόσταση του νεκροταφείου από το κέντρο της πόλης είναι μόλις ενάμιση χιλιόμετρο μακριά. Μια διαδρομή, που μπορεί άνετα να γίνει με τα πόδια. Τα περήφανα πανύψηλα κυπαρίσσια του Ζεϊτελνίκ που δώρισε η αγιορείτικη Μονή Χιλανδαρίου, φαίνονται από μακριά και δεν σε αφήνουν να λοξοδρομήσεις… Έτσι και αλλιώς, το δρόμο για το «σερβικό νεκροταφείο» του «Μεγάλου Πολέμου» μπορεί να σας τον δείξει κάθε περαστικός Θεσσαλονικιός. Αλλά το ότι δίπλα στους Σέρβους, Γάλλους, Ιταλούς και Αγγλους πεσόντες, κείτονται περισσότεροι από τετρακόσιοι ρώσοι στρατιώτες, δεν το ξέρει σχεδόν κανείς.
Ηρεμία πριν τη θύελλα
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ταξική δομή περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες για κοινωνικές ευκαιρίες. Οι εργάτες ήταν «κλειδωμένοι» σε ένα κοινωνικό γκέτο, από το οποίο δεν υπήρχε τρόπος να αναρριχηθούν. Το προλεταριάτο αισθανόταν καταπιεσμένο. Ο αγρότης ήθελε τη γη των τσιφλικάδων. Οποιαδήποτε αφορμή οδηγούσε σε εξέγερση.
Για τον αυτοκράτορα -κρίνοντας από το ημερολόγιό του- το 1914 άρχισε φυσιολογικά. Τίποτε δεν προκαλούσε ανησυχία. Πολλές φορές ο τσάρος «είχε τη χαρά» να δει τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν. Την ημέρα των γενεθλίων του Κάιζερ της Γερμανίας, Βίλχελμ, έπαιρνε πρωινό με το γερμανό πρέσβη.
Ξεκίνησε τη χρονιά του ο Νικόλαος Β΄ στο Τσάρσκογε Σιλό, και στη συνέχεια πήγε στην Κριμαία. «Παρακάμψαμε -έγραφε- πολλά κοπάδια από αιγοπρόβατα ράτσας, αγέλες αλόγων και στο μεσοδιάστημα είδα βόδια, βίσωνες, καθώς και ζέβρες. Είχα ζαλιστεί από τις τόσες εντυπώσεις και την εκπληκτική ποικιλία των ζώων». Από την Κριμαία η τσαρική οικογένεια κατευθύνθηκε στη Ρουμανία, επέστρεψε στο Πέτερχοφ και με τη θαλαμηγό «Σταντάρτ» έπλευσε στις βραχονησίδες και τα φιόρδ της Φιλανδίας. Ο αυτοκράτορας εργαζόταν πολύ και κατόπιν ευχαριστιόταν τις διακοπές. «Ασχολούμασταν με διάφορα περίπλοκα παζλ από κομματάκια ξύλου -σημείωνε στο ημερολόγιό του- παίζαμε ντόμινο και ζάρια. Το χειμώνα φτιάχναμε με το διάδοχο έναν πύργο από χιόνι στη λίμνη του Τσάρσκογε Σιλό, ενώ το καλοκαίρι στην ίδια λίμνη μαζί με το γιό μου κάναμε μπάνιο τον ελέφαντα. Έκανα καγιάκ, κολυμπούσα, έπαιζα τένις». Κατέγραφε λεπτομερώς το κυνήγι: «Τριάντα τρείς φασιανοί, 22 πέρδικες και κουνέλια, σύνολο 56». Τα βράδια παρακολουθούσε οικογενειακώς «εύθυμο και ενδιαφέροντα κινηματογράφο».
Στην αγορά της Αγίας Πετρούπολης ήταν στη μόδα οι κοκορομαχίες. Να πώς τις περιγράφει: «Οι κόκορες, μόλις συναντιόνταν ρίχνονται ο ένας στον άλλο, ραμφίζονται με μανία και παλεύουν με τα πόδια και φτερά μέχρι ο ένας απ’ τους δυο να πέσει ματωμένος, ή να τρέξει ντροπιασμένος να σωθεί. Το αφεντικό του νικητή κερδίζει εκείνη τη μέρα μέχρι 10-15 ρούβλια».
Μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια που πέρασαν από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου η χώρα, η οποία δεν διέθετε ζωγραφική, λογοτεχνία, θέατρο, συμφωνική μουσική και μπαλέτο, έφτασε και ξεπέρασε την Ευρώπη. Τον καιρό του Αλεξάνδρου Β΄ η Δύση αναγνώρισε τη ρωσική μουσική και την πρόζα. Με την εμφάνιση του Στανισλάβσκι οι Δυτικοί σκηνοθέτες άρχισαν να κοιτούν με φθόνο προς τη Μόσχα. Ο Ντιάγκιλεφ έκανε γνωστό στον κόσμο το ρωσικό μπαλέτο. Το 1914, ήταν το αποκορύφωμα αυτής της πολιτιστικής απογείωσης. Στην πρώτη γραμμή τώρα, ήταν οι χορευτές, οι ποιητές και οι ζωγράφοι.
Οι φουτουριστές βρίσκονταν στον κολοφώνα της δόξας τους, κάτι σαν τις σημερινές Pussy Riot. Κάθε ποιητική βραδιά τελείωνε με ένα σκάνδαλο: «Και αν σήμερα εγώ ένας άξεστος Ούννος δεν θελήσω να σας καλοκαρδίσω, και ευθύς γελάσω και σας φτύσω, κατάφατσα σας φτύσω. Είμαι ο κομιστής των ανεκτίμητων λέξεων, εγώ ο άσωτος και ο ακόλαστος», είχε γράψει ο Μαγιακόφσκι.
Η λάβα κόχλαζε
Μετά το 1917 πολλοί έψαχναν και έβρισκαν προάγγελους της φοβερής καταστροφής που τους βρήκε. Αρκεί να υπενθυμιστεί η κατάσταση που επικρατούσε στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης τον Ιούλιο του 1914, όταν πίσω από την έξωθεν εντύπωση της τάξης, κόχλαζε ήδη η λάβα.
Ο σοφός πρώην υπουργός Εσωτερικών, Πιοτρ Ντουρνοβό, προειδοποιούσε τον αυτοκράτορα: «Ο αγρότης ονειρεύεται να του χαρίσουν ξένη γη, ο εργάτης να του παραδώσουν όλο το κεφάλαιο και τα έσοδα του εργοστασιάρχη, αυτή είναι λαχτάρα τους. Αρκεί μόνο να διαδοθούν ευρέως αυτά τα συνθήματα στο λαό, αρκεί μόνο η κυβερνητική εξουσία να αφήσει ανεξέλεγκτη την προπαγάνδα προς αυτή την κατεύθυνση, και η Ρωσία θα βυθιστεί στην αναρχία».
Στις επτά Ιουλίου του 1914 κατέβηκαν σε απεργία 10 χιλιάδες άτομα, στις δέκα είχαν γίνει ήδη 135 χιλιάδες. Το κύριο αίτημα ήταν, «Κάτω η απολυταρχία!». Η απεργία της δεκάτης Ιουλίου κορυφώθηκε με αναταραχές και μαζική βία. Οι «ταραξίες» κατά το καθεστώς, η «εργατική τάξη» για τον Λένιν, διέκοψαν στην πόλη την κυκλοφορία του τραμ. Στη Λίγκοβκα -κεντρικό τομέα της Αγ. Πετρούπολης- λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου ο ελεγκτής του τραμ. Τέθηκαν εκτός λειτουργίας 200 από τα 600 βαγόνια. Το τραμ ήταν το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσο στην Πετρούπολη που είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οι εργάτες. Τα εργοστάσια σταμάτησαν εντελώς να λειτουργούν, ενώ ήταν αδύνατο να φτάσει κανείς σε αυτά έτσι κι αλλιώς.
Η αστυνομία δεν προκαλούσε πια φόβο, και οι διαδηλωτές συμπλέκονταν ανοικτά, με κάθε ευκαιρία, με τους αστυνομικούς. Ιστορικοί πιστεύουν ότι, αν οι βουλευτές της Δούμας υποστήριζαν τους απεργούς, τότε ίσως οι πολιτικές αλλαγές στη Ρωσία να μην ήταν τόσο αιματηρές και να μην είχαν τέτοιες συνέπειες, όπως συνέβη το 1917. Επίσης, μπορεί η Ρωσία να μην είχε εμπλακεί στον πόλεμο.
Στις 25 Ιουλίου ο Νικόλαος Β΄ έγραψε στο ημερολόγιό του: «Την Πέμπτη το βράδυ η Αυστρία επέδωσε τελεσίγραφο στη Σερβία, στο οποίο οι οκτώ απαιτήσεις κρίνονται ως μη αποδεκτές για ένα κυρίαρχο κράτος. Η προθεσμία του έληξε σήμερα στις 6 το πρωί. Σε εμάς, όλοι γι’ αυτό το θέμα συζητούν». Ύστερα από κάποιο δισταγμό, πήρε τελικά την απόφαση. Η Ρωσία -ιστορική σύμμαχος της Σερβίας- επέδωσε τελεσίγραφο στην Αυστρία. Το Βερολίνο υποστήριξε τη Βιέννη. Ύστερα από μία εβδομάδα η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, και 10 ημέρες μετά, ο πόλεμος έγινε παγκόσμιος. Ρωσικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη.
Το φθινόπωρο του 1915 αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο αγγλογαλλικό εκστρατευτικό σώμα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του μετώπου της Θεσσαλονίκης, στο οποίο τα γεγονότα διήρκησαν μέχρι το 1918 και όπως υποστηρίζουν οι ιστορικοί, αυτό είχε σημαντική συμβολή στη νίκη της Αντάντ.
Τον συμμαχικό στρατό στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν κυρίως αγγλικές, γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις. Οι 18 χιλ. από αυτούς ήταν ρωσικές ταξιαρχίες οι οποίες ετάχθησαν μέσα στο 1916 με τον συμμαχικό στρατό ύστερα από παράκληση των Γάλλων. Με τη συγκατάθεση του Νικολάου Β΄ ενώθηκε με τον στρατό των συμμάχων η 2η Ρωσική Ειδική ταξιαρχία Πεζικού υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Ντίτεριχς και η 4η Ρωσική Ειδική ταξιαρχία με επικεφαλής τον υποστράτηγο Λεόντιεφ.
Το σημείο όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη ναυτική απόβαση των συμμάχων στη Θεσσαλονίκη, σώζεται μέχρι τώρα. Ωστόσο, σήμερα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τίποτα σχεδόν δεν θυμίζει ότι κάποτε εδώ αφίχθησαν ρώσοι στρατιωτικοί, οι οποίοι στέλνονταν μέσω του Αρχάνγκελσκ στη Μπρεστ και μετά διασχίζοντας ολόκληρη τη Γαλλία έφταναν στη Μασσαλία, από όπου και αναχωρούσαν για τις ελληνικές ακτές. Στις μέρες μας, όλα τα παλιά κτίρια του λιμανιού, τα οποία υπήρχαν όταν εμφανίστηκαν στην πόλη οι στρατιώτες του Ρωσικού εκπαιδευτικού σώματος, έχουν πλέον κατεδαφιστεί ή ανακατασκευαστεί, ενώ μάλιστα κάποια από αυτά, αντί λιμενικών εγκαταστάσεων, αποτελούν εκθεσιακούς χώρους. Ανέγγιχτος από τις αρχές του περασμένου αιώνα έχει παραμείνει μόνο ο σιδηρόδρομος, από τον οποίο αμέσως μετά την έξοδο από τα πλοία οι στρατιώτες -μεταξύ των αυτών και οι ρώσοι- ξεκινούσαν την πορεία τους προς την ενδοχώρα.
Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εδώ αποβιβάζονταν οι στρατιώτες για να πάνε στη συνέχεια στην ενδοχώρα. Πηγή: Αικατερίνα Τούρισεβα
Την πρώτη μάχη τους τα ρωσικά τμήματα την έδωσαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1916. Τότε, έχοντας στη διάθεσή του μόνο ένα σύνταγμα, ο Ντίτεριχς πήρε μέρος στη μάχη μαζί με τον γαλλικό στρατό. Η ταξιαρχία του Ντίτεριχς βρέθηκε να πολεμά στην «αιχμή» της συμμαχικής επίθεσης αλλά παρά το δύσκολο ορεινό περιβάλλον και τις ελλείψεις σε πυρομαχικά, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Ακολούθησαν μετά από αυτή και άλλες επιτυχημένες μάχες για τους συμμάχους, οι οποίες καταγράφηκαν και καθιερώθηκαν στα εγχειρίδια πολεμικής ιστορίας.
Υποστήριξη στα μετόπισθεν
Όμως οι μεγάλες νίκες των ρωσικών όπλων είχαν σημαντικό τίμημα. Οι τραυματίες και άρρωστοι ήταν τόσοι πολλοί, ώστε η εκκένωσή τους από τη γραμμή του πυρός στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης γινόταν με πολλή δυσκολία. Όπως φανερώνουν τα γράμματα του τελευταίου γενικού προξένου της Ρωσικής αυτοκρατορίας στη Θεσσαλονίκη, Β.Φ. Καλ, μερικοί στρατιώτες μέχρι να μεταφερθούν στο νοσοκομείο κείτονταν επί μέρες στη γη, συχνά χωρίς επιδέσμους, ακόμη και χωρίς φαγητό.
«Οι αξιωματικοί και στρατιώτες που εκκενώνονταν από το μέτωπο καταμερίζονταν στα οκτώ γαλλικά νοσοκομεία που βρίσκονταν τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στα προάστιά της, και πολλοί, ιδιαίτερα οι απλοί στρατιώτες, αντιμετώπιζαν πολύ δύσκολες συνθήκες», έγραφε ο Καλ. Σύμφωνα με τον ίδιο, την κατάσταση δυσχέραινε το γεγονός ότι τα πρόχειρα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από ασθενείς που έπασχαν από ελονοσία, η οποία είχε εξελιχθεί σε μεγάλη επιδημία εκείνη την εποχή στην ελληνική Μακεδονία, βγάζοντας εκτός μάχης δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Επίσης, ο πρόξενος είχε ακούσει φήμες ότι ορισμένοι γάλλοι γιατροί περιφρονούσαν τους ρώσους ασθενείς.
Όλα αυτά ώθησαν τον Καλ να ζητήσει από τον υπεύθυνο του γαλλικού υγειονομικού τμήματος να μεταφερθούν όλοι οι Ρώσοι στο νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης. Αυτό είχε ανεγερθεί με χρήματα της ρωσικής κοινότητας, καθώς και με την προσωπική οικονομική συνδρομή του Νικολάου Β΄, ο οποίος συγκεκριμένα, είχε φροντίσει για τον πλήρη εξοπλισμό του χειρουργικού τμήματος. Μια συλλογή από φωτογραφίες του φυλάσσεται στο Γενικό προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη.
Η απόβαση του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το ρωσικό νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Οι φωτογραφίες χορηγήθηκαν από το Γενικό προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη και από τον Βλάση Βλασίδη, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος βαλκανικών και ανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Το προσωπικό του στρατιωτικού νοσοκομείου αποτελούταν κυρίως από ρώσους υπηκόους και τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου λειτούργησε ιδιαίτερα δραστήρια, παρά τις ελλείψεις σε φάρμακα, τις οποίες οι γιατροί και νοσοκόμοι αντιμετώπιζαν συχνά με προσωπικές τους ενέργειες. Για παράδειγμα, ο αρχίατρος του ρωσικού νοσοκομείου, Σοβοτέροφ, ο οποίος ήταν μια πάρα πολύ σεβαστή προσωπικότητα για τους Σέρβους ως ένας από τους καλύτερους χειρούργους στη διάρκεια των δυο Βαλκανικών πολέμων, εξασφάλιζε από τους Σέρβους θερμόμετρα, επιδέσμους και ηλεκτρικά καλώδια για τους ρώσους ασθενείς.
Σήμερα το ρωσικό νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, το οποίο για την εποχή του διέθετε πολύ σύγχρονο εξοπλισμό, έχει περάσει στο ελληνικό κράτος. Παλαιότερα ήταν νοσοκομείο, μετά έγινε γυμνάσιο, ενώ τώρα είναι αρχείο
Η λάβα κόχλαζε
Μετά το 1917 πολλοί έψαχναν και έβρισκαν προάγγελους της φοβερής καταστροφής που τους βρήκε. Αρκεί να υπενθυμιστεί η κατάσταση που επικρατούσε στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης τον Ιούλιο του 1914, όταν πίσω από την έξωθεν εντύπωση της τάξης, κόχλαζε ήδη η λάβα.
Ο σοφός πρώην υπουργός Εσωτερικών, Πιοτρ Ντουρνοβό, προειδοποιούσε τον αυτοκράτορα: «Ο αγρότης ονειρεύεται να του χαρίσουν ξένη γη, ο εργάτης να του παραδώσουν όλο το κεφάλαιο και τα έσοδα του εργοστασιάρχη, αυτή είναι λαχτάρα τους. Αρκεί μόνο να διαδοθούν ευρέως αυτά τα συνθήματα στο λαό, αρκεί μόνο η κυβερνητική εξουσία να αφήσει ανεξέλεγκτη την προπαγάνδα προς αυτή την κατεύθυνση, και η Ρωσία θα βυθιστεί στην αναρχία».
Στις επτά Ιουλίου του 1914 κατέβηκαν σε απεργία 10 χιλιάδες άτομα, στις δέκα είχαν γίνει ήδη 135 χιλιάδες. Το κύριο αίτημα ήταν, «Κάτω η απολυταρχία!». Η απεργία της δεκάτης Ιουλίου κορυφώθηκε με αναταραχές και μαζική βία. Οι «ταραξίες» κατά το καθεστώς, η «εργατική τάξη» για τον Λένιν, διέκοψαν στην πόλη την κυκλοφορία του τραμ. Στη Λίγκοβκα -κεντρικό τομέα της Αγ. Πετρούπολης- λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου ο ελεγκτής του τραμ. Τέθηκαν εκτός λειτουργίας 200 από τα 600 βαγόνια. Το τραμ ήταν το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσο στην Πετρούπολη που είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οι εργάτες. Τα εργοστάσια σταμάτησαν εντελώς να λειτουργούν, ενώ ήταν αδύνατο να φτάσει κανείς σε αυτά έτσι κι αλλιώς.
Η αστυνομία δεν προκαλούσε πια φόβο, και οι διαδηλωτές συμπλέκονταν ανοικτά, με κάθε ευκαιρία, με τους αστυνομικούς. Ιστορικοί πιστεύουν ότι, αν οι βουλευτές της Δούμας υποστήριζαν τους απεργούς, τότε ίσως οι πολιτικές αλλαγές στη Ρωσία να μην ήταν τόσο αιματηρές και να μην είχαν τέτοιες συνέπειες, όπως συνέβη το 1917. Επίσης, μπορεί η Ρωσία να μην είχε εμπλακεί στον πόλεμο.
Στις 25 Ιουλίου ο Νικόλαος Β΄ έγραψε στο ημερολόγιό του: «Την Πέμπτη το βράδυ η Αυστρία επέδωσε τελεσίγραφο στη Σερβία, στο οποίο οι οκτώ απαιτήσεις κρίνονται ως μη αποδεκτές για ένα κυρίαρχο κράτος. Η προθεσμία του έληξε σήμερα στις 6 το πρωί. Σε εμάς, όλοι γι’ αυτό το θέμα συζητούν». Ύστερα από κάποιο δισταγμό, πήρε τελικά την απόφαση. Η Ρωσία -ιστορική σύμμαχος της Σερβίας- επέδωσε τελεσίγραφο στην Αυστρία. Το Βερολίνο υποστήριξε τη Βιέννη. Ύστερα από μία εβδομάδα η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, και 10 ημέρες μετά, ο πόλεμος έγινε παγκόσμιος. Ρωσικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη.
Το φθινόπωρο του 1915 αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο αγγλογαλλικό εκστρατευτικό σώμα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του μετώπου της Θεσσαλονίκης, στο οποίο τα γεγονότα διήρκησαν μέχρι το 1918 και όπως υποστηρίζουν οι ιστορικοί, αυτό είχε σημαντική συμβολή στη νίκη της Αντάντ.
Τον συμμαχικό στρατό στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν κυρίως αγγλικές, γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις. Οι 18 χιλ. από αυτούς ήταν ρωσικές ταξιαρχίες οι οποίες ετάχθησαν μέσα στο 1916 με τον συμμαχικό στρατό ύστερα από παράκληση των Γάλλων. Με τη συγκατάθεση του Νικολάου Β΄ ενώθηκε με τον στρατό των συμμάχων η 2η Ρωσική Ειδική ταξιαρχία Πεζικού υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Ντίτεριχς και η 4η Ρωσική Ειδική ταξιαρχία με επικεφαλής τον υποστράτηγο Λεόντιεφ.
Το σημείο όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη ναυτική απόβαση των συμμάχων στη Θεσσαλονίκη, σώζεται μέχρι τώρα. Ωστόσο, σήμερα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τίποτα σχεδόν δεν θυμίζει ότι κάποτε εδώ αφίχθησαν ρώσοι στρατιωτικοί, οι οποίοι στέλνονταν μέσω του Αρχάνγκελσκ στη Μπρεστ και μετά διασχίζοντας ολόκληρη τη Γαλλία έφταναν στη Μασσαλία, από όπου και αναχωρούσαν για τις ελληνικές ακτές. Στις μέρες μας, όλα τα παλιά κτίρια του λιμανιού, τα οποία υπήρχαν όταν εμφανίστηκαν στην πόλη οι στρατιώτες του Ρωσικού εκπαιδευτικού σώματος, έχουν πλέον κατεδαφιστεί ή ανακατασκευαστεί, ενώ μάλιστα κάποια από αυτά, αντί λιμενικών εγκαταστάσεων, αποτελούν εκθεσιακούς χώρους. Ανέγγιχτος από τις αρχές του περασμένου αιώνα έχει παραμείνει μόνο ο σιδηρόδρομος, από τον οποίο αμέσως μετά την έξοδο από τα πλοία οι στρατιώτες -μεταξύ των αυτών και οι ρώσοι- ξεκινούσαν την πορεία τους προς την ενδοχώρα.
Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εδώ αποβιβάζονταν οι στρατιώτες για να πάνε στη συνέχεια στην ενδοχώρα. Πηγή: Αικατερίνα Τούρισεβα
Την πρώτη μάχη τους τα ρωσικά τμήματα την έδωσαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1916. Τότε, έχοντας στη διάθεσή του μόνο ένα σύνταγμα, ο Ντίτεριχς πήρε μέρος στη μάχη μαζί με τον γαλλικό στρατό. Η ταξιαρχία του Ντίτεριχς βρέθηκε να πολεμά στην «αιχμή» της συμμαχικής επίθεσης αλλά παρά το δύσκολο ορεινό περιβάλλον και τις ελλείψεις σε πυρομαχικά, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Ακολούθησαν μετά από αυτή και άλλες επιτυχημένες μάχες για τους συμμάχους, οι οποίες καταγράφηκαν και καθιερώθηκαν στα εγχειρίδια πολεμικής ιστορίας.
Υποστήριξη στα μετόπισθεν
Όμως οι μεγάλες νίκες των ρωσικών όπλων είχαν σημαντικό τίμημα. Οι τραυματίες και άρρωστοι ήταν τόσοι πολλοί, ώστε η εκκένωσή τους από τη γραμμή του πυρός στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης γινόταν με πολλή δυσκολία. Όπως φανερώνουν τα γράμματα του τελευταίου γενικού προξένου της Ρωσικής αυτοκρατορίας στη Θεσσαλονίκη, Β.Φ. Καλ, μερικοί στρατιώτες μέχρι να μεταφερθούν στο νοσοκομείο κείτονταν επί μέρες στη γη, συχνά χωρίς επιδέσμους, ακόμη και χωρίς φαγητό.
«Οι αξιωματικοί και στρατιώτες που εκκενώνονταν από το μέτωπο καταμερίζονταν στα οκτώ γαλλικά νοσοκομεία που βρίσκονταν τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στα προάστιά της, και πολλοί, ιδιαίτερα οι απλοί στρατιώτες, αντιμετώπιζαν πολύ δύσκολες συνθήκες», έγραφε ο Καλ. Σύμφωνα με τον ίδιο, την κατάσταση δυσχέραινε το γεγονός ότι τα πρόχειρα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από ασθενείς που έπασχαν από ελονοσία, η οποία είχε εξελιχθεί σε μεγάλη επιδημία εκείνη την εποχή στην ελληνική Μακεδονία, βγάζοντας εκτός μάχης δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Επίσης, ο πρόξενος είχε ακούσει φήμες ότι ορισμένοι γάλλοι γιατροί περιφρονούσαν τους ρώσους ασθενείς.
Όλα αυτά ώθησαν τον Καλ να ζητήσει από τον υπεύθυνο του γαλλικού υγειονομικού τμήματος να μεταφερθούν όλοι οι Ρώσοι στο νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης. Αυτό είχε ανεγερθεί με χρήματα της ρωσικής κοινότητας, καθώς και με την προσωπική οικονομική συνδρομή του Νικολάου Β΄, ο οποίος συγκεκριμένα, είχε φροντίσει για τον πλήρη εξοπλισμό του χειρουργικού τμήματος. Μια συλλογή από φωτογραφίες του φυλάσσεται στο Γενικό προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη.
Η απόβαση του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το ρωσικό νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Οι φωτογραφίες χορηγήθηκαν από το Γενικό προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη και από τον Βλάση Βλασίδη, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος βαλκανικών και ανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Το προσωπικό του στρατιωτικού νοσοκομείου αποτελούταν κυρίως από ρώσους υπηκόους και τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου λειτούργησε ιδιαίτερα δραστήρια, παρά τις ελλείψεις σε φάρμακα, τις οποίες οι γιατροί και νοσοκόμοι αντιμετώπιζαν συχνά με προσωπικές τους ενέργειες. Για παράδειγμα, ο αρχίατρος του ρωσικού νοσοκομείου, Σοβοτέροφ, ο οποίος ήταν μια πάρα πολύ σεβαστή προσωπικότητα για τους Σέρβους ως ένας από τους καλύτερους χειρούργους στη διάρκεια των δυο Βαλκανικών πολέμων, εξασφάλιζε από τους Σέρβους θερμόμετρα, επιδέσμους και ηλεκτρικά καλώδια για τους ρώσους ασθενείς.
Σήμερα το ρωσικό νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, το οποίο για την εποχή του διέθετε πολύ σύγχρονο εξοπλισμό, έχει περάσει στο ελληνικό κράτος. Παλαιότερα ήταν νοσοκομείο, μετά έγινε γυμνάσιο, ενώ τώρα είναι αρχείο
Το Ζεϊτελνίκ είναι το συμμαχικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Βαλκανικού Μετώπου στη Θεσσαλονίκη. Τόπος προσκυνήματος και μνήμης των Ρώσων που έπεσαν στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο, μαχόμενοι στα Βαλκάνια, μια «ανάσα» από το κέντρο της συμπρωτεύουσας της Ελλάδας.
«Το σερβικό νεκροταφείο εδώ το γνωρίζουν οι πάντες. Οι Σέρβοι που έρχονται στη Θεσσαλονίκη, θα περάσουν σίγουρα από εδώ, μερικοί αμέσως μετά την άφιξή τους στην πόλη, προτού καν αφήσουν τα πράγματα τους στο δωμάτιο. Οι Σέρβοι είναι πολύ πατριώτες», λέει ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, σημειώνοντας στον οδικό χάρτη τη διαδρομή για το «Ζεϊτελνίκ», το μεγαλύτερο στρατιωτικό νεκροταφείο στην Ελλάδα. Τη νεκρόπολη που έχουν ταφεί περισσότεροι από 20 χιλιάδες στρατιώτες της Αντάντ. Νέοι άνδρες που άφησαν την τελευταία τους πνοή μαχόμενοι στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η απόσταση του νεκροταφείου από το κέντρο της πόλης είναι μόλις ενάμιση χιλιόμετρο μακριά. Μια διαδρομή, που μπορεί άνετα να γίνει με τα πόδια. Τα περήφανα πανύψηλα κυπαρίσσια του Ζεϊτελνίκ που δώρισε η αγιορείτικη Μονή Χιλανδαρίου, φαίνονται από μακριά και δεν σε αφήνουν να λοξοδρομήσεις… Έτσι και αλλιώς, το δρόμο για το «σερβικό νεκροταφείο» του «Μεγάλου Πολέμου» μπορεί να σας τον δείξει κάθε περαστικός Θεσσαλονικιός. Αλλά το ότι δίπλα στους Σέρβους, Γάλλους, Ιταλούς και Αγγλους πεσόντες, κείτονται περισσότεροι από τετρακόσιοι ρώσοι στρατιώτες, δεν το ξέρει σχεδόν κανείς.