Αλέξ. Κανελλόπουλος *
H βασική διαδικασία οικονομικών συναλλαγών είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, χωρίς την παρεμβολή χρήματος. Η λειτουργία του χρήματος δεν είναι ουδέτερη και μολονότι αρχικά ενδιαφερόμαστε για την πραγματική οικονομική διαδικασία και όχι για το χρηματικό της ένδυμα, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η παρεμβολή του χρήματος στην λειτουργία του οικονομικού συστήματος είναι κρίσιμης σημασίας. Το χρήμα είναι ένα εμπόρευμα το οποίο λόγω της διαιρετότητας, της αντοχής, της επαρκούς αλλά όχι απεριόριστης διαθεσιμότητας και της διαρκούς αποδοχής του κατέχει ένα ενδιάμεσο ρόλο στην ανταλλαγή. Το ασήμι, ο χρυσός, ο χαλκός, ο σίδηρος, τα θαλασσινά κοχύλια, τα καπνά, τα βοοειδή και το ουίσκι, έχουν παίξει μαζί με τα χαρτονομίσματα και τις τραπεζικές καταθέσεις, ρόλο χρήματος. Από μόνη της η χρησιμοποίηση ενός εμπορεύματος ως χρήματος του δίνει μια συγκεκριμένη προσωπικότητα, μια μαγεία και μια σπανιότητα, με αποτέλεσμα η τιμή του να αποτελεί ένα ειδικό πρόβλημα. Και απλά το γεγονός ότι το εμπόρευμα δίνει τη θέση του σε αμιγώς αντιπροσωπευτικές μορφές – χαρτονομίσματα ή τραπεζικές καταθέσεις- είναι εκείνο που συμβάλλει στο να δημιουργηθεί ένα πυκνό μυστήριο σχετικά με το τι είναι αυτό που καθορίζει την αξία του χρήματος ή διαφορετικά το γενικό επίπεδο των τιμών όπως ορίζεται από την αξία του χρήματος.
Η χρησιμοποίηση μεταλλικών κερμάτων στην Ελλάδα είχε καθιερωθεί πολύ πριν από τον 4ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που έζησε ο Αριστοτέλης.
Ο Ηρόδοτος (Κλειώ Β.1) αναφέρει: « Τα ήθη και τα έθιμα των Λυδίων δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα της Ελλάδας, εκτός από… το φαινόμενο της εκπόρνευσης των νεαρών γυναικών. Αυτός είναι ο πρώτος λαός στην Ιστορία που κυκλοφόρησε χρυσά και αργυρά κέρματα για χρήμα».
Όμως είναι μάλλον πιο πιθανό τα χρήματα υπό μορφή κερμάτων να χρησιμοποιήθηκαν νωρίτερα στην Πεδιάδα του Ινδού, ενώ διατυπώνεται μια πιο τολμηρή υπόθεση ότι προηγήθηκαν οι Κινέζοι.
Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Β.1) περιγράφει τις καταβολές του χρήματος με αξιοθαύμαστη σαφήνεια και λακωνικότητα:
«Τα διάφορα απαραίτητα της ζωής δεν μπορούν να μεταφερθούν εύκολα και γι’ αυτό οι άνθρωποι συμφώνησαν να καθιερώσουν στις συναλλαγές τους κάτι το οποίο είχε εσωτερική αξία και μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί στους σκοπούς της ζωής, για παράδειγμα ο σίδηρος, ο άργυρος, και τα όμοιά τους. Η αξία αυτού του μέσου αρχικά μετριόταν με το μέγεθος και το βάρος, αλλά στην πορεία του χρόνου έβαλαν πάνω του μια σφραγίδα, για να γλυτώσουν την ταλαιπωρία της ζύγισης και για να υπάρχει σημειωμένη η αξία».
‘Όταν πλέον εντόπισε ο Αριστοτέλης την φύση του χρήματος και της χρήσης κερμάτων, ασχολήθηκε με το θέμα της απόκτησης χρήματος, το οποίο στην αμιγή του μορφή θεωρεί απεχθές. (Πολιτικά Β.1) « Ορισμένοι άνθρωποι μετατρέπουν κάθε προσόν ή δεξιοτεχνία τους σε μέσο απόκτησης χρήματος. Αυτό είναι ο σκοπός και για την προώθησή του πρέπει να συμβάλλουν όλα τα πράγματα».
Όσον αφορά την θέση του σχετικά με την τοκογλυφία, αυτή η παρατήρηση του Αριστοτέλη έχει διατηρήσει την ακρίβειά της ανά τους αιώνες.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα των ισχυρισμών του είναι χωρίς αμφιβολία ο νεαρός χρηματιστής, ο οποίος αφιερώνει όλη την προσωπική του προσπάθεια και την συνείδησή του στα χρηματικά οφέλη και μετράει όλα τα προσωπικά του επιτεύγματα με βάση το χρηματικό αποτέλεσμά της.
Αλλά στην Γουόλ Στρίτ δεν διαβάζουν Αριστοτέλη.
Η ξεχωριστή όμως ταυτότητα του χρήματος, η προσωπικότητά του ανακαλύφθηκε με την ίδρυση των τραπεζών. Οι ρίζες της ανακάλυψης αυτής βρίσκονται στην Ιταλία στο διάστημα από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα, πρώτα στην Βενετία και μετά στις πόλεις της κοιλάδας Πο. Ωστόσο ο πρωτοποριακός ρόλος στην λειτουργία των τραπεζών ανήκει στην Τράπεζα του Άμστερνταμ, η οποία στην αρχή (1609) δεχόταν να αποθηκεύσει για λογαριασμό του πελάτη της τα νομίσματα-κέρματα του ζυγίζοντας το βάρος του μετάλλου.
Όταν ο καταθέτης ζητούσε την μεταβίβαση της κατάθεσής του σε κάποιον πιστωτή (χρησιμοποιούμενη σαν μέσο πληρωμής), το κέρμα μεταφερόταν στον χώρο αποθήκευσης που ανήκε στον πιστωτή. Έτσι το σύνολο των χρημάτων που ήταν διαθέσιμα για μεταβίβαση και πληρωμή δεν υπερέβαινε το ποσό της αρχικής κατάθεσης.
Αυτό όμως δεν ίσχυσε για πολύ. Στην τράπεζα δεν πήγαιναν μόνο αυτοί που ήθελαν να καταθέσουν χρήματα, αλλά και κάποιοι για να δανειστούν. Ο δανειζόμενος, αντί να πάρει την αντίστοιχη ποσότητα κερμάτων, έπαιρνε το δάνειο υπό την μορφή τραπεζογραμματίου, το οποίο διαβεβαίωνε ότι είχε κατατεθειμένο το μέταλλο, οπότε ο λήπτης μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να το ζητήσει, αλλά –το πιθανότερο- μπορούσε να μεταβιβάσει το τραπεζογραμμάτιο αυτό σε κάποιον άλλο προμηθευτή ή πιστωτή. Εν τω μεταξύ το αρχικό μέταλλο παρέμεινε στα θησαυροφυλάκια της τράπεζας και μπορούσε να δοθεί πάλι για δανεισμό. Έτσι δημιουργείτο νέο χρήμα.
Οι δανειζόμενοι κατέθεταν αργότερα τα κέρδη τους στην τράπεζα και με βάση αυτές τις καταθέσεις η τράπεζα εξέδιδε νέα τραπεζογραμμάτια, τα οποία με την σειρά τους δημιουργούσαν κι’ άλλο νέο χρήμα.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι καταθέσεις και τα τραπεζογραμμάτια υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία του μετάλλου στο οποίο βασίζονταν.
Αυτό ήταν μια ασφαλής και αποδεκτή κατάσταση , με την προϋπόθεση ότι όλοι – οι αρχικοί καταθέτες, οι δανειζόμενοι, οι κάτοχοι τραπεζογραμματίων – δεν θα εμφανίζονταν ταυτόχρονα για να πάρουν το σκληρό (πραγματικό) χρήμα. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί, παρά μόνο αν υπήρχε φόβος, πανικός, διαδίδονταν φήμες ή υπήρχε ανησυχία σχετικά με την ικανότητα και την φερεγγυότητα της τράπεζας, ενδεχόμενα διόλου απίθανα.
Και ερχόμαστε στην Αμερική, όπου πολύ πριν την Επανάσταση άρχισε η χρησιμοποίηση χάρτινου χρήματος ως υποκατάστατου των φόρων. Χάρτινο χρήμα το οποίο εξέδιδαν όλες σχεδόν οι αποικίες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, για να πληρώνουν λογαριασμούς, χωρίς κανένα αντίκρισμα. Μια πρακτική, που ενώ τα καθιερωμένα κέντρα εμπορίου και βιομηχανίας πολέμησαν σθεναρά, αποδείχτηκε ότι βοήθησε την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Το χρήμα που δημιούργησαν οι τράπεζες των αποικιών (Greenbacks), αγόρασε κτήματα, ζώα και γεωργικό και μηχανολογικό εξοπλισμό, διευκόλυνε την αποπληρωμή δανείων και γενικότερα κάλυψε τις ανάγκες σε κεφάλαιο. Δόθηκαν νέα δάνεια με αποτέλεσμα οι ίδιες οι τράπεζες να δημιουργήσουν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Κάθε περιοχή που διέθετε μια εκκλησία, μια ταβέρνα κι ένα σιδηρουργείο θεωρείτο κατάλληλη για να ανοίξει και μια τράπεζα.
Για την οικονομική σκέψη της εποχής αυτό ήταν απαράδεκτο. Το χρήμα έπρεπε να παραμένει σε σπάνι και να είναι πολύτιμο. (Στην ιστορία της οικονομικής εκείνο που είχε πάντα σχεδόν καθολική αποδοχή ήταν η συντηρητική άποψη).
Τώρα έγινε προφανές ότι τα δύο μέρη ήρθαν σε σφοδρή σύγκρουση. (Ακόμα και σήμερα ακούγονται αυτοί που προειδοποιούν να μην χρηματοδοτείται το δημόσιο έλλειμμα με την εκτύπωση χρήματος).
Το επίκεντρο της σύγκρουσης μεταφέρθηκε σύντομα στα δύο ιδρύματα που ονομάζονταν Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, η πρώτη υφίστατο από το 1791 έως το 1811 και η δεύτερη από το 1816 έως το 1836 και ήταν προνομιούχοι ανταγωνιστές των πρόχειρα ιδρυθεισών τραπεζών. Ήταν επίσης οικονομικοί εκπρόσωποι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και εκπρόσωποι του ανατολικού οικονομικού κατεστημένου. Σαν τέτοιοι ήταν ιδιαίτερα ανεπιθύμητοι τηρητές της πειθαρχίας των υπόλοιπων τραπεζών. Αποδέχονταν τα τραπεζογραμμάτια εκείνων μόνο των τραπεζών που αντάλλασαν με κέρματα. Το πρόβλημα αυτό αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό ζήτημα της εποχής.
Σιγά σιγά τα Greenbacks αποσύρονταν, καθώς η έκδοση τραπεζογραμματίων επιτρεπόταν μόνο αφού καλυπτόταν με κυβερνητικές ομολογίες κατατεθειμένες ασφαλώς στο Κρατικό Θησαυροφυλάκιο. Ακολούθησε μείωση των τιμών, ιδιαίτερα των αγροτικών προϊόντων. Από 162 που ήταν ο δείκτης το 1864 μειώθηκε σε 128 το 1869 και μόλις σε 72 το 1879. Προκλήθηκε έτσι μια φορτισμένη συζήτηση σχετική με τον ρόλο του χρήματος στην αύξηση ή την μείωση του επιπέδου των τιμών.
Η Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος έφτασε στα Αμερικανικά λιβάδια και στις πεδιάδες όχι επειδή την υιοθέτησαν οι οικονομολόγοι ούτε επειδή την δίδασκαν στο σχολείο, αλλά σαν αποτέλεσμα του πρακτικού ένστικτου.
Το 1878 το κόμμα των Greenbacks το οποίο ήταν αντίθετο στην απόσυρση των τραπεζογραμματίων, πρότεινε να εκτυπωθούν ακόμα περισσότερα και συγκέντρωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους σε δεκαέξι Πολιτείες εκλέγοντας δεκατέσσερις εκπροσώπους στο Κογκρέσο. Ποτέ άλλοτε η νομισματική πολιτική δεν είχε δημιουργήσει τέτοια πολιτική δύναμη.
Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο μονεταρισμός είχε δημιουργήσει ένα πολιτικό κόμμα.
Το 1898 διορίστηκε στην θέση του καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Γέιλ ο ηλικίας τριάντα ενός ετών Ίρβινγκ Φίσερ, ο οποίος εκτός από οικονομολόγος ήταν και μαθηματικός και ως άριστος οικονομέτρης είχε εφεύρει τους αριθμοδείκτες . Ως τέτοιος λοιπόν υπήρξε μεγάλος κερδοσκόπος και λέγεται ότι έχασε στο χρηματιστήριο γύρω στα 10 εκατομμύρια δολλάρια. Το 1911 στο βιβλίο με τίτλο «Η αγοραστική δύναμη του χρήματος», δημοσίευσε την αθάνατη συνεισφορά του στην οικονομική σκέψη, την εξίσωση των συναλλαγών που φέρει το όνομά του. Ο Φίσερ υποστήριξε ότι οι τιμές θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία, με την δέουσα πρόνοια για την ταχύτητα κυκλοφορίας του και τον αριθμό των συναλλαγών τις οποίες εξυπηρετεί.
Αυτή ήταν η ιδέα στην οποία συνηγόρησε και στην οποία αργότερα στηρίχτηκε μια ολόκληρη οικονομική σχολή υπό τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν.
…………………………………………………………………………………..
Μια ύφεση, είναι περισσότερο από προφανές, είναι μια περίοδος όπου τα αγαθά συσσωρεύονται και περιμένουν τους αγοραστές.
Καθώς αυξάνονται η παραγωγή, η απασχόληση, και το εισόδημα, η κατανάλωση από τις πρόσθετες αυξήσεις του εισοδήματος μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνονται οι αποταμιεύσεις. Δεν υπάρχει καμία διαβεβαίωση ότι λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων οι αποταμιεύσεις αυτές θα επενδυθούν , δηλαδή θα δαπανηθούν. Τότε ο αντίκτυπος θα είναι να μειωθεί η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και ταυτόχρονα η παραγωγή και η απασχόληση. Και η μείωση θα συνεχιστεί ώσπου να μειωθούν οι αποταμιεύσεις. Στην συνέχεια οι μειωμένες αποταμιεύσεις απορροφώνται από το ύψος των δαπανών επένδυσης, που μειώνεται με πιο αργό ρυθμό.
Η θύελλα του 1929 στις ΗΠΑ και η γρήγορη μετάδοσή της στην Βρετανία, αντιμετωπίστηκαν στην αρχή με βάση τους κλασσικούς της οικονομίας χωρίς αποτέλεσμα.
Λίγο νωρίτερα και για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των βρετανικών εξαγόμενων προϊόντων, με οδυνηρό τρόπο και ύστερα από μια μακράς διάρκειας και ταραχώδη απεργία στα ανθρακωρυχεία και τη Μεγάλη Απεργία του Μαϊου του1926 επιτεύχθηκε μείωση των ημερομισθίων.
Ήδη η Βρετανία είχε επανέλθει στον χρυσό κανόνα από το 1925, μια επάνοδος που ακόμη και σήμερα ξεχωρίζει ως η πιο λαθεμένη απόφαση στην μακρά και εντυπωσιακή ιστορία των οικονομικών λαθών.
Ο Κέινς τότε τήρησε σκληρά αντίθετη στάση εις βάρος του τότε υπουργού οικονομικών Ουίνστον Τσόρτσιλ. (Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο Τσόρτσιλ διατηρούσε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο ήταν συνετή αυτή η ενέργεια). Ο Κέινς ρώτησε: Γιατί έκανε (ο Τσόρτσιλ) ένα τόσο ανόητο πράγμα; Και μετά απάντησε ο ίδιος: Δεν διέθετε την ενστικτώδη κρίση που να τον εμποδίζει να διαπράττει τέτοια λάθη.. Τον είχαν κουφάνει οι δυνατές φωνές της συμβατικής Οικονομικής και τον είχαν παραπλανήσει οι εμπειρογνώμονες σύμβουλοί του.
Το 1930 ο Κέινς στο δίτομο έργο του Πραγματεία περί χρήματος περιγράφοντας μια συναρπαστική ιστορία του χρήματος, αναφέρει την σκέψη πως το γεγονός ότι ο χρυσός ξεχώριζε οφειλόταν σε μια φροϊδική απήχηση και στην εκτίμηση ότι η ποσότητα χρυσού που υπάρχει στον κόσμο μπορούσε να μεταφερθεί από την μια άκρη του Ατλαντικού στην άλλη μόνο μ’ ένα πλοίο.
Η θεραπεία λοιπόν που πρότεινε ο Κέινς, συνίστατο στην κρατική παρέμβαση. Την λύση δεν μπορούσαν να δώσουν οι αυτοδιορθωτικές δυνάμεις της αγοράς. Κανείς δεν έπρεπε να υπολογίζει ότι τα χαμηλά επιτόκια θα αύξαναν τις επενδύσεις και τις επενδυτικές δαπάνες, αφού τα ήδη πολύ χαμηλά επιτόκια που επικρατούσαν τότε δεν τις τόνωσαν μπροστά στην έλλειψη μιας εύλογης απόδοσης.
Απέμενε μόνο μία πορεία. Αυτή ήταν η κυβερνητική παρέμβαση προκειμένου να αυξηθεί το ύψος των επενδυτικών δαπανών: Ο δανεισμός και οι δαπάνες για δημόσιους σκοπούς. Ένα σκόπιμο έλλειμμα. Αυτό μόνο θα ανέτρεπε την ισορροπία –με υποαπασχόληση- μέσω της εκούσιας δαπάνης των μη δαπανημένων αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Επρόκειτο για αυτό που ονομάστηκε Κεινσιανή Επανάσταση.
………………………………………………………………………………………..
Η αναβίωση της ιδεολογίας της ελεύθερης πρωτοβουλίας και της πίστης στην ελεύθερη αγορά (που εκφράστηκε «επιστημονικά» το 1944 στο βιβλίο του Φ.Α. φον Χάγιεκ «Ο δρόμος προς την δουλεία») συνοδεύεται με μια έντρομη καταγγελία του σοσιαλισμού και του κράτους ταυτίζοντάς τα απόλυτα με την σκλαβιά. Οι αντιλήψεις αυτές πρώτα κέρδισαν την υποστήριξη πολλών επιστημόνων χάρη στις ενέργειες ανθρώπων του πανεπιστήμιου του Σικάγου με κύριο εκφραστή τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν που αναφέρθηκε παραπάνω.
Αργότερα ξεπέρασαν τα όρια της ακαδημαϊκής κοινότητας καθώς τις ασπάστηκαν οι διευθυντές οικονομικών εντύπων και ορισμένοι αρθρογράφοι που βρήκαν μια εξαιρετική μέθοδο να ικανοποιούν με «επιστημονικά» επιχειρήματα τους εργοδότες τους, αποσπώντας πλουσιοπάροχες αμοιβές. Έπειτα ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς επεκτάθηκε στον δημοσιογραφικό κόσμο και αμέσως στους πολιτικούς όπου η αγάπη για την ακριβολογία σπανίζει.
Η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς υπογραμμίζει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας μιας μη κατευθυνόμενης αγοράς. Οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι μπορούν έτσι να κατανεμηθούν σε διάφορες χρήσεις με τελικό κριτή τον καταναλωτή. Η εξωτερική παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ζημιώνει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής. Και αφού ο πιο επικίνδυνος παράγοντας παρέμβασης είναι το κράτος, κριτήριο της πίστης μας στην αγορά είναι η αποφασιστικότητα με την οποία θα περιορίσουμε τον ρόλο του.
Συντάσσονται και όσοι δυσπιστούν στα κίνητρα της κρατικής εξουσίας.
Λοιπόν πρέπει να είναι ολοκληρωτική η απαγόρευση των κρατικών παρεμβάσεων, όχι μόνο για τον καθορισμό των κατώτατων ημερομισθίων, των στεγαστικών προγραμμάτων, την πολιτική υποστήριξης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αλλά και για τις επιχορηγήσεις σε δημοσίου συμφέροντος επιχειρήσεις και για την δασμολογική πολιτική. Θεμελιώδης επιδίωξη είναι η υπεράσπιση του μηχανισμού της αγοράς και το χτύπημα κάθε μορφής κρατικής παρέμβασης πχ των κοινωνικών υπηρεσιών ή του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο πλούσιος ή έστω ευκατάστατος και όποιος σκέφτεται τον εαυτό του, θα θεωρήσει σωστό το κάθε δόγμα που χαρακτηρίζει σαν οικονομικά ασύμφορες, πολιτικά οπισθοδρομικές και ίσως ανήθικες τις κοινωνικές υπηρεσίες και επομένως και την επιβολή φόρων.
Έστω και αν δεν χρειάζονται αποδείξεις πάνω σε τέτοια θέματα, μια θεωρητική θεμελίωση μας είναι ευπρόσδεκτη και γι αυτό υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τους προφήτες της ελεύθερης αγοράς.
……………………………………………………………………………..
Όταν το κραχ της Γουόλ Στρίτ στις ΗΠΑ το 1929 είχε σαν αποτέλεσμα την κρίση ρευστότητας και τον επαναπατρισμό των αμερικάνικων κεφαλαίων, πολλές χώρες αντιμετώπισαν δυσκολίες στο ισοζύγιο πληρωμών και αναγκάστηκαν να επιλέξουν μεταξύ των δρακόντειων αποπληθωριστικών μέτρων και της εγκατάλειψης του κανόνα χρυσού.
Πρώτες εγκατέλειψαν τον κανόνα χρυσού κάποιες λατινοαμερικάνικες χώρες οι οποίες ήταν αμεσότερα συνδεδεμένες με τον δανεισμό από τις ΗΠΑ.
Αντίθετα όσες χώρες παρέμειναν σ’ αυτόν εφάρμοσαν αποπληθωριστική πολιτική που μείωσε την ρευστότητα, έπληξε τις πωλήσεις των επιχειρήσεων και αύξησε τις χρεωκοπίες. Μειώθηκαν τα εισοδήματα των παραγωγών και αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους το βάρος του χρέους. Η μείωση της εμπιστοσύνης εξασθένησε ακόμη περισσότερο τα τραπεζικά συστήματα.
Το επόμενο στάδιο της κρίσης εκτυλίχθηκε στις κεντροευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες ανέκαθεν έρεπαν προς τον αποπληθωρισμό. Σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη οι εμπορικές τράπεζες είχαν τοποθετήσει σημαντικά κεφάλαια στην τοπική βιομηχανία και καθώς τα κέρδη και οι τιμές των χρεογράφων έπεφταν, υποχρεώθηκαν να διαγράψουν πολλά τραπεζικά δάνεια. Ίδια προβλήματα δημιουργήθηκαν από τον δανεισμό προς την αγροτική παραγωγή.
Αρχικά οι μικρές τράπεζες απορροφήθηκαν από άλλες μεγαλύτερες αλλά τον Ιούνιο του 1931 αποκαλύφθηκε πως βρισκόταν σε άσχημη θέση η Κρεντίτ – Άνσταλτ μια από τις μεγαλύτερες Αυστριακές τράπεζες, η οποία είχε αναλάβει τις ζημιές μικρότερων τραπεζών. Έτσι η απώλεια εμπιστοσύνης του κοινού στις τράπεζες και στις χρηματιστηριακές αγορές οδήγησε σε μαζικές αναλήψεις καταθέσεων και προκάλεσε την παύση πληρωμών που κήρυξε ο Χούβερ για όλα τα διακρατικά χρέη.
Οι πιέσεις στην στερλίνα οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης των εργατικών στην Μ. Βρεττανία και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η στερλίνα εγκατέλειψε τον κανόνα χρυσού.
Είκοσι πέντε χώρες ακολούθησαν το Βρετανικό παράδειγμα. Η υποτίμηση συνοδευόταν από μέτρα για την διατήρηση των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος και την μείωση των εισαγωγών. (Συναλλαγματικοί έλεγχοι, ποσοστώσεις στις εισαγωγές, αυξήσεις δασμών).
Οι κυβερνήσεις έστρεψαν την προσοχή τους στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, η οποία άλλωστε ενθαρρυνόταν από τους νέους συσχετισμούς μεταξύ των τιμών που συνεπαγόταν η εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού.
Παραμένει αναμφισβήτητο πως η κρίση του 1929 – 1932 σήμανε το τέλος της απόπειρας επιστροφής στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων η οποία χαρακτηριζόταν από την προσκόλληση στον κανόνα χρυσού και στο ανοιχτό εμπορικό περιβάλλον.
Η ανάλυση για την διαδικασία ανάκαμψης (στην περιφέρεια) ξεκινάει από το ζήτημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτό το ζήτημα, μαζί με την υπάρχουσα κατανομή των εγχώριων πόρων, αποτέλεσαν τους καθοριστικούς παράγοντες για τα αποτελέσματα που επέδειξαν οι διάφορες οικονομίες μετά την ύφεση.
Οι άμεσες επιπτώσεις της ύφεσης στο ισοζύγιο πληρωμών, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν είτε με τον άκρως περιοριστικό αποπληθωρισμό, είτε με την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού. Δεν αμφιβάλλει κανείς πως η υποτίμηση διευκόλυνε την πρώιμη ανάκαμψη. (Η υποτίμηση του Ελληνικού νομίσματος ήταν η πιο ακραία και αυτό συνδέθηκε με την ταχύτατη ανάκαμψη της χώρας).
Γενικά η υποτίμηση ήταν μια πολιτική την οποία υποχρεώθηκαν μάλλον να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις, αντί να την υιοθετήσουν συνειδητά, επειδή θεωρούσαν την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού ως ένδειξη κακής οικονομικής διαχείρισης.
Ωστόσο η κίνηση αυτή τόνωσε τις εγχώριες οικονομίες:
Α. Η υποτίμηση επηρέασε τις σχετικές τιμές στα πλαίσια της εγχώριας οικονομίας. Οι τιμές των εισαγόμενων αγαθών αυξήθηκαν . Στην Ελλάδα αυτό προώθησε την υποκατάσταση των γεωργικών εισαγωγών καθώς και την ντόπια βιομηχανία. Το ίδιο συνέβη και στην λατινική Αμερική αλλά και στα Βαλκανικά κράτη: Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αυξήθηκαν σημαντικά στις αρχές της δεκαετίας του 30 σε σχέση με τα τέλη της δεκαετίας του 20. (Αντίθετα στην Βρετανία και στις ΗΠΑ μειώθηκαν). Παρομοίως η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα μεταξύ 1932-1935 αυξήθηκε κατά 35%.
Β. Οι εγχώριες τιμές αυξήθηκαν, αλλά τα θετικά αποτελέσματα βάραιναν περισσότερο από τα αρνητικά. Η αξία των εσωτερικών χρεών μειωνόταν σε πραγματικούς όρους πράγμα που ανακούφιζε τους χρεωμένους πολίτες όσο και την ζήτηση των υπόλοιπων προϊόντων.
Γ. Η κάθε χώρα με την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού μπόρεσε να καθορίσει την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας ανεξάρτητα από τις μεταβολές των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Η αυξημένη ονομαστική παροχή χρήματος που παρατηρήθηκε μόνο στις χώρες που υποτίμησαν το νόμισμά τους, έδειξε πως ήταν δυνατή μια νομισματική πολιτική η οποία λάμβανε υπ’ όψη της τις απαιτήσεις της εγχώριας οικονομίας.
Δ. Από την στιγμή που υποτιμήθηκε το νόμισμα, συνήθως η στάση πληρωμών δεν ήταν μακριά. Αυτή είχε δύο πλεονεκτήματα: Πρώτο, χαλάρωνε τις πιέσεις που ασκούνταν στο ισοζύγιο πληρωμών αφού μείωνε τις ανάγκες σε ξένο συνάλλαγμα. Πρακτικά αποτέλεσε μια μορφή μονομερούς αντίδρασης στην αντιστροφή της διεθνούς ροής κεφαλαίων μεταξύ του «κέντρου» και της «περιφέρειας» που παρατηρήθηκε μετά το 1928. Δεύτερο βελτίωσε την θέση των δημόσιων οικονομικών του κράτους οφειλέτη και απελευθέρωσε πόρους που επαναδιοχετεύθηκαν στην εγχώρια οικονομία αντί να μεταφέρονται στο εξωτερικό. Το χρονικό των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους πιστωτές της έδειξε πόσο ανίσχυροι ήταν οι τελευταίοι.
………………………………………………………………………………………..
Τον Οκτώβριο του 1922 ο νεαρός τότε Έρνεστ Χέμινγουαιη, ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Daily Star, παρακολούθησε την έξοδο των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη στην Μακεδονία: « είκοσι μίλια κάρα το ένα πίσω από το άλλο, που τα έσερναν αγελάδες, βόδια και καταλασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ αποκαμωμένοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, παραπατώντας, με κουβέρτες πάνω στο κεφάλι, βάδιζαν στα τυφλά κάτω απ’ την βροχή πλάι στα επίγεια αγαθά τους».
Ήταν ίσως το θλιβερότερο βάρος που κληροδότησε μια δεκαετία πολέμων στην χώρα που τους υποδέχτηκε. Σφράγισαν την κατάληξη των αλυτρωτικών ονείρων της Ελλάδας και την απαρχή μιας νέας εποχής προκλήσεων και εσωτερικών μετασχηματισμών.
Από το 1910 κυριαρχούσε στην ελληνική πολιτική η μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη στις εντυπωσιακές διπλωματικές επιτυχίες του.
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας ακολουθούσε αβέβαιη πορεία ακόμα και προτού ξεσπάσει ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος το 1912. Τις παραμονές του, υπήρχαν μόνο 150 αυτοκίνητα στην χώρα και 500 μίλια αμαξιτού δρόμου.
Στην διαδικασία της ανοικοδόμησης μιας αστικής τάξης πραγμάτων, στην δεκαετία του 1920, ο Βενιζέλος, προχώρησε πρώτα στην αγροτική μεταρρύθμιση: Απαλλοτρίωσε αγροτικές εκτάσεις, το κόστος των οποίων επωμίστηκαν οι μέχρι τότε ιδιοκτήτες της γής , καθώς αποζημιώθηκαν με βάση την αξία των περιουσιών τους σε προπολεμικές δραχμές.
Στην βιομηχανία είχαμε μεταξύ των ετών 1921 – 1929 έναν ρυθμό ανάπτυξης 6,8% ετησίως. Αυτός ήταν αρκετά μεγαλύτερος από εκείνον της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας και ελαφρά μικρότερος της Βουλγαρίας, η οποία ξεκινούσε από χαμηλότερη βάση. Ωστόσο οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνοδεύονταν από ενδείξεις εκσυγχρονισμού. Ακόμα αυτή η ανάπτυξη λίγους οπαδούς βρήκε μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών. « Ο Ελληνικός εθνικισμός είχε διαποτιστεί βαθιά από αντιβιομηχανικό πνεύμα».
Βέβαια εκείνη η ανάπτυξη είχε στηριχθεί στο φράγμα των υψηλών δασμών και την εύνοια του δημοσιονομικού καθεστώτος. Το 1926 η συμβολή των ΑΕ και ΕΠΕ στα άμεσα φορολογικά έσοδα ήταν 5,3%. Το 1928 ο δασμός επί της τιμής εισαγωγής ήταν π.χ. στο σαπούνι 215%, στα κεραμίδια 100%, στο τσιμέντο 65%, στα χρώματα 50%. Να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον του κράτους για τους δασμούς πήγαζε από δημοσιονομικά κίνητρα μάλλον παρά για το ενδιαφέρον του να προαγάγει την βιομηχανία.
Το 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος σαν αποτέλεσμα του όρου των διαπραγματεύσεων με την Κοινωνία των Εθνών για την σύναψη ενός νέου δανείου, ύψους 9 εκατομμυρίων στερλινών, τις οποίες διεξήγε μια επιτροπή ειδικών στα χρηματοοικονομικά ζητήματα με επικεφαλής τον Γάλλο οικονομολόγο Αβενόλ. Η Ελλάδα τότε επέστρεψε στον χρυσό κανόνα και κάλυψε τα συσσωρευμένα ελλείμματα των προηγουμένων ετών.
Το επόμενο έτος 1928 η κυβέρνηση Βενιζέλου σύνηψε νέα μεγάλα δάνεια για την χρηματοδότηση «παραγωγικών έργων», στο εξωτερικό και άλλα μικρότερα στο εσωτερικό. Το 1929 δημιουργήθηκε μια σχολή για την εκπαίδευση των υπαλλήλων στα οικονομικά υπουργεία και έστειλε αξιωματούχους στην Αγγλία για να μελετήσουν την δημοσιονομική οργάνωση και χρηματοπιστωτική διαχείριση. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για την χρηματοδότηση του γεωργικού τομέα. Φάνηκε λοιπόν πως υπήρχε μια διάθεση αποφασιστικής παρέμβασης.
Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς.
Ο Βενιζέλος αγνόησε τις προτάσεις του τμήματος εργασίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την καθιέρωση του οκταώρου, για την εισαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους εργάτες, για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ήταν αποφασισμένος να κρατήσει τους μισθούς χαμηλά για να ελκύσει το ξένο κεφάλαιο στην ελληνική βιομηχανία. Προτίμησε την νομισματική σταθερότητα μέσω του περιορισμού των δαπανών. Έτσι τα έσοδα του κράτους δεν αυξάνονταν και έγινε δυσχερής η εξυπηρέτηση των δανείων του.
«Υπάρχει οικονομική κρίση στην Ελλάδα;» ρωτούσε το Bulletin Economique et Financier της Τράπεζας Αθηνών τον Σεπτέμβριο του 1929. Η απάντηση από το ίδιο έντυπο ήταν κατηγορηματική: Δεν υπήρχε κανενός είδους κρίση, το κύμα των χρεωκοπιών δεν ήταν τίποτα περισσότερο από επιστροφή στην κανονική τάξη πραγμάτων.
Όμως αυτά ηχούσαν κούφια μέσα στα αναμφίβολα σημάδια της ύφεσης.
Η προσχώρηση στον κανόνα χρυσού το 1927 είχε προβληθεί ως η επανενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική τάξη.
Οι δονήσεις όμως της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής πανωλεθρίας του 1931 αντήχησαν σ’ όλα τα Βαλκάνια.
Τον Οκτώβριο του 1928, λίγους μήνες από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤΕ), οι κυριότερες ελληνικές τράπεζες ίδρυσαν την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, η οποία κύριο σκοπό είχε να αντιτάξει κοινό μέτωπο στην κεντρική τράπεζα.
Ενώ η ΤΕ επικαλούμενη τις απόψεις που είχε δημοσιεύσει λίγο νωρίτερα ο Κέινς στην Πραγματεία περί χρήματος , πρότεινε να υποχρεωθούν οι εμπορικές τράπεζες να διατηρούν ένα ποσοστό ρευστότητας ίσο τουλάχιστον με το 15% των καταθέσεων, από το οποίο θα έπρεπε να κατατίθεται στην Τράπεζα Ελλάδος το 7%, ο νόμος που ψηφίστηκε τελικά τον Ιούνιο του 1931 προέβλεπε ως ελάχιστο ποσοστό ρευστότητας το 12% των καταθέσεων, που δεν ήταν κιόλας υποχρεωμένες να παραδίδουν στην κεντρική τράπεζα.
Το 1930 η Κοινωνία των Εθνών είχε διορίσει σύμβουλο στην Τ Ε τον Φίνλαιησον. Αυτός προειδοποίησε τον Βενιζέλο σε μια συνάντησή τους πως η Τράπεζα της Ελλάδος, αντίθετα με όλες τις άλλες κεντρικές Ευρωπαϊκές τράπεζες παίζει απλώς παθητικό ρόλο. Ο ίδιος έστειλε στα τέλη Ιουνίου 1931 μια αναφορά σχετικά με το προηγούμενο εννεάμηνο, συνοδεύοντάς την με την προειδοποίηση ότι «δεν χωρεί η ελάχιστη αμφιβολία ότι στην Ελλάδα εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρή έλλειψη οικονομικής ισορροπίας και πως αν δεν ληφθούν επανορθωτικά μέτρα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια όντως σοβαρή κατάσταση».
Λίγες μέρες μετά άρχισε η πτώση στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ). Των μετοχών ήταν μεγάλη, ενώ των ομολόγων του δημοσίου μικρότερη αλλά πιο σημαντική αφού οι εμπορικές τράπεζες είχαν αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις τους σ’ αυτά. Τα επιτόκια αυξήθηκαν από 8% σε 11% αλλά οι συνολικές καταθέσεις μειώνονταν. Η κυβέρνηση ζήτησε βοήθεια 1.000.000 στερλίνες από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) η οποία ασχολείτο με διασώσεις αυτού του τύπου, λαμβάνοντας αρνητική απάντηση με την αιτιολογία ότι η ΤΔΔ δεν μπορούσε να ελέγξει τις δραστηριότητες των ελληνικών εμπορικών τραπεζών.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους η στερλίνα εγκατέλειψε τον κανόνα χρυσού. Στις επόμενες ημέρες ο Βενιζέλος κάλεσε διάφορες συσκέψεις στις οποίες συμμετείχαν τραπεζίτες και κρατικοί αξιωματούχοι, όπου ασκήθηκαν έντονες πιέσεις κυρίως από το μέρος των τραπεζιτών για την προσκόλληση της χώρας στον χρυσό κανόνα για την αποφυγή της υποτίμησης της δραχμής. Η απόφαση αυτή επικρίθηκε από πολλούς, κυριότερος επικριτής ήταν ο γερμανικής παιδείας πανεπιστημιακός καθηγητής και σύμβουλος της ΤΕ Κυριάκος Βαρβαρέσος.
Στις 22 Σεπτεμβρίου μετά τον πανικό στις πωλήσεις μετοχών, το ΧΑ έκλεισε. Τώρα όλοι ορμούσαν στα συναλλαγματικά αποθέματα της ΤΕ και μέσα σε μια εβδομάδα οι συνολικές απώλειες ανήλθαν σε 3,6 εκατομμύρια δολλάρια.
Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος επιμένοντας εκφώνησε ένα λόγο επαναλαμβάνοντας ότι η νομισματική σταθερότητα ήταν προυπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Δήλωσε δε πως ήταν έτοιμος να δει το επιτόκιο να φτάνει στο 20% ή ακόμα και στο 50% αν κινδύνευε η ασφάλεια της δραχμής. Στην πραγματικότητα ο πρωθυπουργός είχε κλονιστεί. Σε μια προσπάθεια να βρεί ένα αποδιοπομπαίο τράγο για την κακή διαχείριση της κρίσης, ο φιλελεύθερος Βενιζέλος μηχανεύτηκε την παραίτηση του πιστού υποστηρικτή του Αλέξανδρου Διομήδη διοικητή της ΤΕ, κατηγορώντας τον πως απέτυχε να επιβάλει αρκετά αυστηρούς συναλλαγματικούς περιορισμούς.
Τον Ιανουάριο του 1932 ο Βενιζέλος ξεκίνησε το ταξίδι του στο εξωτερικό Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο. Το αίτημά του ήταν να ανασταλεί επί μια πενταετία η καταβολή χρεολυσίων και ζητούσε νέο δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Προειδοποίησε δε πως αν η Ελλάδα δεν εξασφάλιζε βοήθεια θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα και θα βυθιζόταν στον πληθωρισμό και την κοινωνική αναταραχή.
Προτιμήθηκε ο δρόμος της Δημοσιονομικής Επιτροπής (ΔΕΚΕ) της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ). Η Ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να υποβάλει στην ΚΤΕ ένα αίτημα για αποστολή εμπειρογνώμονα πρώτα. Έτσι και έγινε και τον Φεβρουάριο έφτασε στην Αθήνα ο Νημάγερ, ο οποίος έμεινε εδώ δύο εβδομάδες, συγκεντρώνοντας στοιχεία για την έκθεση που θα συνέτασε.
Εν τω μεταξύ στην χώρα οι συνθήκες χειροτέρευαν εμφανώς, έως ότου τον Μάρτιο του 1932 προκλήθηκε στάση εμπορίου, εργοστάσια έκλεισαν, στην Νάουσα οι εργάτες οργάνωσαν συλλαλητήριο ζητώντας ψωμί, οι άνεργοι έσπασαν την πρόσοψη φούρνου στην Ξάνθη και στην Νιγρίτα οι χωροφύλακες άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους, όταν μια διαδήλωση έκλεισε τον δρόμο σε φορτηγά που έφευγαν φορτωμένα με καπνό από την πόλη. Ο φιλελεύθερος υπουργός εσωτερικών επέρριψε την ευθύνη στους κομμουνιστάς.
Τα πυρά στράφηκαν κατά των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν ήταν πλέον σε θέση να προσφέρουν νέα δάνεια. Έκλεισε δε η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου.
Στην σύνοδο της ΔΕΚΕ της 10 Μαρτίου για την συζήτηση παροχής βοήθειας προς την Ελλάδα, δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Στην Αθήνα ο Βενιζέλος ήθελε να παραιτηθεί ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια οικουμενική κυβέρνηση η οποία θα έπαιρνε μέτρα που ο ίδιος είχε δεσμευτεί να μην πάρει, αλλά ο Τσαλδάρης αρνήθηκε.
Οι εισηγήσεις πλέον των ξένων συμβούλων προς τον πρωθυπουργό πίεζαν να αποδεχτεί την ήττα του στην μάχη της δραχμής. Στις 8 Απριλίου ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, εξέχων βιομήχανος, κάλεσε την Ελλάδα να εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα.
Αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα, όταν στην Βουλή ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ο οποίος είχε μόλις οριστεί Υπουργός Οικονομικών, παρουσίασε νόμο με τον οποίο η δραχμή εγκατέλειπε επισήμως τον κανόνα χρυσού. Η ΤΕ απαλλάχτηκε στο εξής από την υποχρέωση να ανταλλάσει με χρυσό τα χαρτονομίσματα που εξέδιδε και αφηνόταν στην εξουσία της ο καθορισμός των ισοτιμιών της δραχμής.
Επειδή ο Βενιζέλος είχε ακολουθήσει πολιτική ανοικοδόμησης στηριγμένη στον εξωτερικό δανεισμό, η χώρα είχε αποδεχτεί σημαντικούς περιορισμούς της εθνικής της κυριαρχίας, εφ’ όσον οργανισμοί όπως η ΔΕΚΕ απέκτησαν δικαιώματα παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, για να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ξένων πιστωτών.
Από την μια μέρα στην άλλη όμως όταν φάνηκε πως το ξένο συνάλλαγμα είχε πλέον εξαντληθεί, η ισορροπία μετατοπίστηκε από τον πιστωτή προς τον οφειλέτη. Άρχισαν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις στις οποίες η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα συνονθύλευμα ιδιωτικών εταιρειών, ομολογιούχων και ξένων κυβερνήσεων.
Ο κανόνας χρυσού υποτίθεται πως συνέδεε την συναλλαγματική ισοτιμία και την πιστωτική πολιτική. Ανέκυψε τώρα το ερώτημα ποιο νομισματικό καθεστώς έπρεπε να τον αντικαταστήσει.
Επελέγη η λύση της ελεύθερης διακύμανσης της δραχμής μαζί με την επιβολή σημαντικών περιορισμών στην διασυνοριακή κίνηση συναλλάγματος, στις αγοραπωλησίες συναλλάγματος από τις εμπορικές τράπεζες και τον περιορισμό του κρατικού δανεισμού.
Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία, υποχωρώντας έναντι της στερλίνας από 305 δρχ στις 31 Μαρτίου του 1932 στις 552 στις 31 Μαίου του ίδιου χρόνου. Αυτό ήταν το ναδίρ, δεδομένου ότι τα αποθέματα της ΤΕ την ημέρα εκείνη σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα ήταν 783,5 εκατομμύρια δραχμές αλλά στο τέλος Ιουλίου είχαν ανέλθει σε 1.866,1 εκατομμύρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν επαληθεύτηκαν οι προγνώσεις πως θα υπήρχαν μαζικές αναλήψεις. Οι συνολικές καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών παρέμειναν σταθερές μέχρι τα τέλη του 1932 και αυξάνονταν σταθερά σε ονομαστικούς όρους την επόμενη δεκαετία.
Αργότερα και κατά τον Ιανουάριο του 1933, όσο γινόταν αισθητή στην αγορά η υπερβολική πτώση της δραχμής, παρατηρήθηκε μεγάλη προσφορά συναλλάγματος. Ένα μέρος από αυτά, αποτελείτο από κεφάλαια που είχαν αποσυρθεί στο εξωτερικό κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης και ανήρχοντο σε 6 εκατομμύρια στερλίνες. Η ΤΕ τότε ανακοίνωσε ότι θα προστατεύσει πλέον την δραχμή, ελπίζοντας στην προσέλκυση και νέου συναλλάγματος. Ευνοήθηκε κιόλας από την υποτίμηση του δολαρίου τον Απρίλιο που ενθάρρυνε τον επαναπατρισμό μεγάλων ποσών από τις ΗΠΑ και αναζωογόνησε την ροή μεταναστευτικών εμβασμάτων που είχαν στερέψει το 1932. Η ΤΕ μετέτρεψε αμέσως το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων της σε χρυσό, μια κίνηση για την προστασία από την υποτίμηση και άλλων νομισμάτων.
Η επιτυχημένη διαχείριση της υπόθεσης από την ΤΕ είχε ως αποτέλεσμα την σταθεροποίηση της δραχμής για τα επόμενα τριάμισι χρόνια.
Όταν στις διαπραγματεύσεις για τον διακανονισμό του εξωτερικού χρέους μπήκε το ζήτημα της διακοπής των πληρωμών, οι πιστωτές και κυρίως οι Βρετανοί κατάλαβαν πως οι διαμαρτυρίες δεν πρόκειται να βοηθήσουν. Ο Έλληνας εκπρόσωπος την ΚΤΕ δήλωσε στο συμβούλιο στην συνεδρίαση του Μαίου βέβαια ότι η στάση πληρωμών είναι ένα προσωρινό μέτρο και οι ελληνικές αρχές επιθυμούσαν ως προοίμιο συμβιβασμού, να γίνει μια αμερόληπτη εκτίμηση της ικανότητας της χώρας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Μετά από κάμποσες διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των πιστωτών, όπου κανείς δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανένα, επήλθε μια τελική συμφωνία και πληρώθηκε μόνο το 27,5% των τόκων και ούτε δραχμή για χρεωλύσια.
Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής Δανείων της ΚΤΕ που συντάχτηκε το 1938 «μετά την στάση πληρωμών τα μεγέθη του προυπολογισμού δείχνουν υγιείς οικονομικές συνθήκες και αυξανόμενη ευημερία… αλλά μόνο μικρό μερίδιο των αυξανόμενων εσόδων αναλώθηκε για το εξωτερικό χρέος»
Αυτό δεν εκπλήσσει: η στάση πληρωμών αποτελούσε τυπικό παράδειγμα του μηχανισμού ανάκαμψης ο οποίος συνεισέφερε στην πρώιμη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας.
Τον Απρίλιο του 1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου εισήγαγε νέα νομοθεσία η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων την πώληση συναλλάγματος μόνο για εμπορικούς σκοπούς, επέβαλε σαρωτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές, ενίσχυσε τις προσπάθειες να αυξηθεί το εμπόριο μέσω κλίρινγκ. Οι ποσοστώσεις στις εισαγωγές ήταν αλλού μεγαλύτεροι και αλλού μικρότεροι. Τα αντικείμενα πολυτελείας, τα ζώντα ζώα και ορισμένοι τύπο βιομηχανικών και αγροτικών μηχανημάτων αντιμετώπισαν περικοπές μέχρι 75% του επιπέδου εισαγωγών του 1931. Από την άλλη μεριά οριακές μόνο μειώσεις έγιναν στα καύσιμα και στις πρώτες ύλες. Τις ποσοστώσεις συνόδευσαν αυξήσεις ονομαστικής δασμολογικής προστασίας.
Έτσι κατά την διάρκεια του 1932 το εμπορικό έλλειμμα της έπεσε από τα 4,5 στα 2,4 δις δραχμές.
Ακολούθησε μια σειρά διοικητικών μέτρων ( το 1934 από την κυβέρνηση Τσαλδάρη), όπως η παρά την μάταιη διαμαρτυρία των τραπεζών άρση της κατάσχεσης των υποθηκευμένων περιουσιών και η απόλυση δια νόμου από τις φυλακές όλων όσων είχαν κηρύξει πτώχευση την προηγούμενη τριετία.,
Από την μεριά των εξαγωγών, συνέπεσε το ευτυχές γεγονός της αξιοσημείωτης αύξησης των πωλήσεων καπνού στην Γερμανία, όπου το πρώτο τρίμηνο του 1934 πουλήθηκαν περισσότερα καπνά από ότι όλο το 1933 και μάλιστα με τους όρους του ελληνογερμανικού κλίρινγκ, το οποίο έδειξε τότε πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας.
Η ταχύτητα της ανάκαμψης ήταν εντυπωσιακή. Μόνο η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία ξεπέρασαν τους ρυθμούς της βιομηχανικής μεγέθυνσης που σημείωσε η Ελλάδα μετά το 1932. Και στην γεωργία επίσης η κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου έστρεψε την αγορά στην εγχώρια παραγωγή. (Τα δάνεια της Αγροτικής Τράπεζας προς την γωργία αυξήθηκαν από 1,1 εκατομ. Δραχμές το 1932 σε 4,32 εκατομ. Δραχμές το 1939).
Η συνολική εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές μειώθηκε κατακόρυφα: Συγκρίνοντας το διάστημα 1928-1932 με το 1933-1937, βρίσκουμε πως το μερίδιο των εισαγωγών στην εγχώρια κατανάλωση υποχώρησε από 38% στο 25% στα βιομηχανικά αγαθά, από 67% σε 32% στα είδη διατροφής και το 64% σε 27% στο σιτάρι.
Η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα και των σταθερών ισοτιμιών του εθνικού νομίσματος υπήρξε λοιπόν σωτήρια για την ελληνική οικονομία.
Όμως η ωφέλεια που εισέπραξε η εγχώρια βιομηχανία δεν άγγιξαν τους εργάτες, δεν οδήγησε σε τεχνολογική βελτίωση, ούτε στην αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αλλά μάλλον ενίσχυσε τα ολιγοπωλιακά γνωρίσματα της ελληνικής βιομηχανίας. Οι κατεστημένες επιχειρήσεις ευνοήθηκαν από την πολιτική της κυβέρνησης των Λαικών. Κέρδισαν από την απροθυμία της να επιβάλλει την εργατική νομοθεσία. Η κυβέρνηση στηρίχτηκε στην χρήση του Ιδιώνυμου, στην αστυνομία και τους χωροφύλακες για να διατηρήσει την τάξη.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία της εποχής καθόρισε με τις πράξεις της ποιος θα απολάμβανε τα ευεργετήματα της ανάπτυξης και έστρωσε έτσι το χαλί στο δρόμο για την δικτατορία Μεταξά.
Τελειώνοντας θα ανατρέξω στην εισαγωγική μου πρόταση και να επισημάνω ότι η λειτουργία του νομίσματος σε μια οικονομία δεν είναι ουδέτερη (Greenbacks - χρυσός κανόνας- euro), αλλά δεν είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει σε ευημερία τους λαούς.
Και ακόμα θα αναρωτηθώ πώς η ιστορία δεν διδάσκει αυτούς που έχουν στα χέρια τους τις τύχες του Ελληνικού λαού και επιμένουν σε πολιτικές που επανειλημμένα έχουν αποδειχτεί καταστροφικές.
*Αλέξ. Κανελλόπουλος
Η χρησιμοποίηση μεταλλικών κερμάτων στην Ελλάδα είχε καθιερωθεί πολύ πριν από τον 4ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που έζησε ο Αριστοτέλης.
Ο Ηρόδοτος (Κλειώ Β.1) αναφέρει: « Τα ήθη και τα έθιμα των Λυδίων δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα της Ελλάδας, εκτός από… το φαινόμενο της εκπόρνευσης των νεαρών γυναικών. Αυτός είναι ο πρώτος λαός στην Ιστορία που κυκλοφόρησε χρυσά και αργυρά κέρματα για χρήμα».
Όμως είναι μάλλον πιο πιθανό τα χρήματα υπό μορφή κερμάτων να χρησιμοποιήθηκαν νωρίτερα στην Πεδιάδα του Ινδού, ενώ διατυπώνεται μια πιο τολμηρή υπόθεση ότι προηγήθηκαν οι Κινέζοι.
Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Β.1) περιγράφει τις καταβολές του χρήματος με αξιοθαύμαστη σαφήνεια και λακωνικότητα:
«Τα διάφορα απαραίτητα της ζωής δεν μπορούν να μεταφερθούν εύκολα και γι’ αυτό οι άνθρωποι συμφώνησαν να καθιερώσουν στις συναλλαγές τους κάτι το οποίο είχε εσωτερική αξία και μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί στους σκοπούς της ζωής, για παράδειγμα ο σίδηρος, ο άργυρος, και τα όμοιά τους. Η αξία αυτού του μέσου αρχικά μετριόταν με το μέγεθος και το βάρος, αλλά στην πορεία του χρόνου έβαλαν πάνω του μια σφραγίδα, για να γλυτώσουν την ταλαιπωρία της ζύγισης και για να υπάρχει σημειωμένη η αξία».
‘Όταν πλέον εντόπισε ο Αριστοτέλης την φύση του χρήματος και της χρήσης κερμάτων, ασχολήθηκε με το θέμα της απόκτησης χρήματος, το οποίο στην αμιγή του μορφή θεωρεί απεχθές. (Πολιτικά Β.1) « Ορισμένοι άνθρωποι μετατρέπουν κάθε προσόν ή δεξιοτεχνία τους σε μέσο απόκτησης χρήματος. Αυτό είναι ο σκοπός και για την προώθησή του πρέπει να συμβάλλουν όλα τα πράγματα».
Όσον αφορά την θέση του σχετικά με την τοκογλυφία, αυτή η παρατήρηση του Αριστοτέλη έχει διατηρήσει την ακρίβειά της ανά τους αιώνες.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα των ισχυρισμών του είναι χωρίς αμφιβολία ο νεαρός χρηματιστής, ο οποίος αφιερώνει όλη την προσωπική του προσπάθεια και την συνείδησή του στα χρηματικά οφέλη και μετράει όλα τα προσωπικά του επιτεύγματα με βάση το χρηματικό αποτέλεσμά της.
Αλλά στην Γουόλ Στρίτ δεν διαβάζουν Αριστοτέλη.
Η ξεχωριστή όμως ταυτότητα του χρήματος, η προσωπικότητά του ανακαλύφθηκε με την ίδρυση των τραπεζών. Οι ρίζες της ανακάλυψης αυτής βρίσκονται στην Ιταλία στο διάστημα από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα, πρώτα στην Βενετία και μετά στις πόλεις της κοιλάδας Πο. Ωστόσο ο πρωτοποριακός ρόλος στην λειτουργία των τραπεζών ανήκει στην Τράπεζα του Άμστερνταμ, η οποία στην αρχή (1609) δεχόταν να αποθηκεύσει για λογαριασμό του πελάτη της τα νομίσματα-κέρματα του ζυγίζοντας το βάρος του μετάλλου.
Όταν ο καταθέτης ζητούσε την μεταβίβαση της κατάθεσής του σε κάποιον πιστωτή (χρησιμοποιούμενη σαν μέσο πληρωμής), το κέρμα μεταφερόταν στον χώρο αποθήκευσης που ανήκε στον πιστωτή. Έτσι το σύνολο των χρημάτων που ήταν διαθέσιμα για μεταβίβαση και πληρωμή δεν υπερέβαινε το ποσό της αρχικής κατάθεσης.
Αυτό όμως δεν ίσχυσε για πολύ. Στην τράπεζα δεν πήγαιναν μόνο αυτοί που ήθελαν να καταθέσουν χρήματα, αλλά και κάποιοι για να δανειστούν. Ο δανειζόμενος, αντί να πάρει την αντίστοιχη ποσότητα κερμάτων, έπαιρνε το δάνειο υπό την μορφή τραπεζογραμματίου, το οποίο διαβεβαίωνε ότι είχε κατατεθειμένο το μέταλλο, οπότε ο λήπτης μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να το ζητήσει, αλλά –το πιθανότερο- μπορούσε να μεταβιβάσει το τραπεζογραμμάτιο αυτό σε κάποιον άλλο προμηθευτή ή πιστωτή. Εν τω μεταξύ το αρχικό μέταλλο παρέμεινε στα θησαυροφυλάκια της τράπεζας και μπορούσε να δοθεί πάλι για δανεισμό. Έτσι δημιουργείτο νέο χρήμα.
Οι δανειζόμενοι κατέθεταν αργότερα τα κέρδη τους στην τράπεζα και με βάση αυτές τις καταθέσεις η τράπεζα εξέδιδε νέα τραπεζογραμμάτια, τα οποία με την σειρά τους δημιουργούσαν κι’ άλλο νέο χρήμα.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι καταθέσεις και τα τραπεζογραμμάτια υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία του μετάλλου στο οποίο βασίζονταν.
Αυτό ήταν μια ασφαλής και αποδεκτή κατάσταση , με την προϋπόθεση ότι όλοι – οι αρχικοί καταθέτες, οι δανειζόμενοι, οι κάτοχοι τραπεζογραμματίων – δεν θα εμφανίζονταν ταυτόχρονα για να πάρουν το σκληρό (πραγματικό) χρήμα. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί, παρά μόνο αν υπήρχε φόβος, πανικός, διαδίδονταν φήμες ή υπήρχε ανησυχία σχετικά με την ικανότητα και την φερεγγυότητα της τράπεζας, ενδεχόμενα διόλου απίθανα.
Και ερχόμαστε στην Αμερική, όπου πολύ πριν την Επανάσταση άρχισε η χρησιμοποίηση χάρτινου χρήματος ως υποκατάστατου των φόρων. Χάρτινο χρήμα το οποίο εξέδιδαν όλες σχεδόν οι αποικίες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, για να πληρώνουν λογαριασμούς, χωρίς κανένα αντίκρισμα. Μια πρακτική, που ενώ τα καθιερωμένα κέντρα εμπορίου και βιομηχανίας πολέμησαν σθεναρά, αποδείχτηκε ότι βοήθησε την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Το χρήμα που δημιούργησαν οι τράπεζες των αποικιών (Greenbacks), αγόρασε κτήματα, ζώα και γεωργικό και μηχανολογικό εξοπλισμό, διευκόλυνε την αποπληρωμή δανείων και γενικότερα κάλυψε τις ανάγκες σε κεφάλαιο. Δόθηκαν νέα δάνεια με αποτέλεσμα οι ίδιες οι τράπεζες να δημιουργήσουν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Κάθε περιοχή που διέθετε μια εκκλησία, μια ταβέρνα κι ένα σιδηρουργείο θεωρείτο κατάλληλη για να ανοίξει και μια τράπεζα.
Για την οικονομική σκέψη της εποχής αυτό ήταν απαράδεκτο. Το χρήμα έπρεπε να παραμένει σε σπάνι και να είναι πολύτιμο. (Στην ιστορία της οικονομικής εκείνο που είχε πάντα σχεδόν καθολική αποδοχή ήταν η συντηρητική άποψη).
Τώρα έγινε προφανές ότι τα δύο μέρη ήρθαν σε σφοδρή σύγκρουση. (Ακόμα και σήμερα ακούγονται αυτοί που προειδοποιούν να μην χρηματοδοτείται το δημόσιο έλλειμμα με την εκτύπωση χρήματος).
Το επίκεντρο της σύγκρουσης μεταφέρθηκε σύντομα στα δύο ιδρύματα που ονομάζονταν Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, η πρώτη υφίστατο από το 1791 έως το 1811 και η δεύτερη από το 1816 έως το 1836 και ήταν προνομιούχοι ανταγωνιστές των πρόχειρα ιδρυθεισών τραπεζών. Ήταν επίσης οικονομικοί εκπρόσωποι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και εκπρόσωποι του ανατολικού οικονομικού κατεστημένου. Σαν τέτοιοι ήταν ιδιαίτερα ανεπιθύμητοι τηρητές της πειθαρχίας των υπόλοιπων τραπεζών. Αποδέχονταν τα τραπεζογραμμάτια εκείνων μόνο των τραπεζών που αντάλλασαν με κέρματα. Το πρόβλημα αυτό αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό ζήτημα της εποχής.
Σιγά σιγά τα Greenbacks αποσύρονταν, καθώς η έκδοση τραπεζογραμματίων επιτρεπόταν μόνο αφού καλυπτόταν με κυβερνητικές ομολογίες κατατεθειμένες ασφαλώς στο Κρατικό Θησαυροφυλάκιο. Ακολούθησε μείωση των τιμών, ιδιαίτερα των αγροτικών προϊόντων. Από 162 που ήταν ο δείκτης το 1864 μειώθηκε σε 128 το 1869 και μόλις σε 72 το 1879. Προκλήθηκε έτσι μια φορτισμένη συζήτηση σχετική με τον ρόλο του χρήματος στην αύξηση ή την μείωση του επιπέδου των τιμών.
Η Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος έφτασε στα Αμερικανικά λιβάδια και στις πεδιάδες όχι επειδή την υιοθέτησαν οι οικονομολόγοι ούτε επειδή την δίδασκαν στο σχολείο, αλλά σαν αποτέλεσμα του πρακτικού ένστικτου.
Το 1878 το κόμμα των Greenbacks το οποίο ήταν αντίθετο στην απόσυρση των τραπεζογραμματίων, πρότεινε να εκτυπωθούν ακόμα περισσότερα και συγκέντρωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους σε δεκαέξι Πολιτείες εκλέγοντας δεκατέσσερις εκπροσώπους στο Κογκρέσο. Ποτέ άλλοτε η νομισματική πολιτική δεν είχε δημιουργήσει τέτοια πολιτική δύναμη.
Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο μονεταρισμός είχε δημιουργήσει ένα πολιτικό κόμμα.
Το 1898 διορίστηκε στην θέση του καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Γέιλ ο ηλικίας τριάντα ενός ετών Ίρβινγκ Φίσερ, ο οποίος εκτός από οικονομολόγος ήταν και μαθηματικός και ως άριστος οικονομέτρης είχε εφεύρει τους αριθμοδείκτες . Ως τέτοιος λοιπόν υπήρξε μεγάλος κερδοσκόπος και λέγεται ότι έχασε στο χρηματιστήριο γύρω στα 10 εκατομμύρια δολλάρια. Το 1911 στο βιβλίο με τίτλο «Η αγοραστική δύναμη του χρήματος», δημοσίευσε την αθάνατη συνεισφορά του στην οικονομική σκέψη, την εξίσωση των συναλλαγών που φέρει το όνομά του. Ο Φίσερ υποστήριξε ότι οι τιμές θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία, με την δέουσα πρόνοια για την ταχύτητα κυκλοφορίας του και τον αριθμό των συναλλαγών τις οποίες εξυπηρετεί.
Αυτή ήταν η ιδέα στην οποία συνηγόρησε και στην οποία αργότερα στηρίχτηκε μια ολόκληρη οικονομική σχολή υπό τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν.
…………………………………………………………………………………..
Μια ύφεση, είναι περισσότερο από προφανές, είναι μια περίοδος όπου τα αγαθά συσσωρεύονται και περιμένουν τους αγοραστές.
Καθώς αυξάνονται η παραγωγή, η απασχόληση, και το εισόδημα, η κατανάλωση από τις πρόσθετες αυξήσεις του εισοδήματος μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνονται οι αποταμιεύσεις. Δεν υπάρχει καμία διαβεβαίωση ότι λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων οι αποταμιεύσεις αυτές θα επενδυθούν , δηλαδή θα δαπανηθούν. Τότε ο αντίκτυπος θα είναι να μειωθεί η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και ταυτόχρονα η παραγωγή και η απασχόληση. Και η μείωση θα συνεχιστεί ώσπου να μειωθούν οι αποταμιεύσεις. Στην συνέχεια οι μειωμένες αποταμιεύσεις απορροφώνται από το ύψος των δαπανών επένδυσης, που μειώνεται με πιο αργό ρυθμό.
Η θύελλα του 1929 στις ΗΠΑ και η γρήγορη μετάδοσή της στην Βρετανία, αντιμετωπίστηκαν στην αρχή με βάση τους κλασσικούς της οικονομίας χωρίς αποτέλεσμα.
Λίγο νωρίτερα και για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των βρετανικών εξαγόμενων προϊόντων, με οδυνηρό τρόπο και ύστερα από μια μακράς διάρκειας και ταραχώδη απεργία στα ανθρακωρυχεία και τη Μεγάλη Απεργία του Μαϊου του1926 επιτεύχθηκε μείωση των ημερομισθίων.
Ήδη η Βρετανία είχε επανέλθει στον χρυσό κανόνα από το 1925, μια επάνοδος που ακόμη και σήμερα ξεχωρίζει ως η πιο λαθεμένη απόφαση στην μακρά και εντυπωσιακή ιστορία των οικονομικών λαθών.
Ο Κέινς τότε τήρησε σκληρά αντίθετη στάση εις βάρος του τότε υπουργού οικονομικών Ουίνστον Τσόρτσιλ. (Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο Τσόρτσιλ διατηρούσε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο ήταν συνετή αυτή η ενέργεια). Ο Κέινς ρώτησε: Γιατί έκανε (ο Τσόρτσιλ) ένα τόσο ανόητο πράγμα; Και μετά απάντησε ο ίδιος: Δεν διέθετε την ενστικτώδη κρίση που να τον εμποδίζει να διαπράττει τέτοια λάθη.. Τον είχαν κουφάνει οι δυνατές φωνές της συμβατικής Οικονομικής και τον είχαν παραπλανήσει οι εμπειρογνώμονες σύμβουλοί του.
Το 1930 ο Κέινς στο δίτομο έργο του Πραγματεία περί χρήματος περιγράφοντας μια συναρπαστική ιστορία του χρήματος, αναφέρει την σκέψη πως το γεγονός ότι ο χρυσός ξεχώριζε οφειλόταν σε μια φροϊδική απήχηση και στην εκτίμηση ότι η ποσότητα χρυσού που υπάρχει στον κόσμο μπορούσε να μεταφερθεί από την μια άκρη του Ατλαντικού στην άλλη μόνο μ’ ένα πλοίο.
Η θεραπεία λοιπόν που πρότεινε ο Κέινς, συνίστατο στην κρατική παρέμβαση. Την λύση δεν μπορούσαν να δώσουν οι αυτοδιορθωτικές δυνάμεις της αγοράς. Κανείς δεν έπρεπε να υπολογίζει ότι τα χαμηλά επιτόκια θα αύξαναν τις επενδύσεις και τις επενδυτικές δαπάνες, αφού τα ήδη πολύ χαμηλά επιτόκια που επικρατούσαν τότε δεν τις τόνωσαν μπροστά στην έλλειψη μιας εύλογης απόδοσης.
Απέμενε μόνο μία πορεία. Αυτή ήταν η κυβερνητική παρέμβαση προκειμένου να αυξηθεί το ύψος των επενδυτικών δαπανών: Ο δανεισμός και οι δαπάνες για δημόσιους σκοπούς. Ένα σκόπιμο έλλειμμα. Αυτό μόνο θα ανέτρεπε την ισορροπία –με υποαπασχόληση- μέσω της εκούσιας δαπάνης των μη δαπανημένων αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Επρόκειτο για αυτό που ονομάστηκε Κεινσιανή Επανάσταση.
………………………………………………………………………………………..
Η αναβίωση της ιδεολογίας της ελεύθερης πρωτοβουλίας και της πίστης στην ελεύθερη αγορά (που εκφράστηκε «επιστημονικά» το 1944 στο βιβλίο του Φ.Α. φον Χάγιεκ «Ο δρόμος προς την δουλεία») συνοδεύεται με μια έντρομη καταγγελία του σοσιαλισμού και του κράτους ταυτίζοντάς τα απόλυτα με την σκλαβιά. Οι αντιλήψεις αυτές πρώτα κέρδισαν την υποστήριξη πολλών επιστημόνων χάρη στις ενέργειες ανθρώπων του πανεπιστήμιου του Σικάγου με κύριο εκφραστή τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν που αναφέρθηκε παραπάνω.
Αργότερα ξεπέρασαν τα όρια της ακαδημαϊκής κοινότητας καθώς τις ασπάστηκαν οι διευθυντές οικονομικών εντύπων και ορισμένοι αρθρογράφοι που βρήκαν μια εξαιρετική μέθοδο να ικανοποιούν με «επιστημονικά» επιχειρήματα τους εργοδότες τους, αποσπώντας πλουσιοπάροχες αμοιβές. Έπειτα ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς επεκτάθηκε στον δημοσιογραφικό κόσμο και αμέσως στους πολιτικούς όπου η αγάπη για την ακριβολογία σπανίζει.
Η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς υπογραμμίζει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας μιας μη κατευθυνόμενης αγοράς. Οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι μπορούν έτσι να κατανεμηθούν σε διάφορες χρήσεις με τελικό κριτή τον καταναλωτή. Η εξωτερική παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ζημιώνει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής. Και αφού ο πιο επικίνδυνος παράγοντας παρέμβασης είναι το κράτος, κριτήριο της πίστης μας στην αγορά είναι η αποφασιστικότητα με την οποία θα περιορίσουμε τον ρόλο του.
Συντάσσονται και όσοι δυσπιστούν στα κίνητρα της κρατικής εξουσίας.
Λοιπόν πρέπει να είναι ολοκληρωτική η απαγόρευση των κρατικών παρεμβάσεων, όχι μόνο για τον καθορισμό των κατώτατων ημερομισθίων, των στεγαστικών προγραμμάτων, την πολιτική υποστήριξης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αλλά και για τις επιχορηγήσεις σε δημοσίου συμφέροντος επιχειρήσεις και για την δασμολογική πολιτική. Θεμελιώδης επιδίωξη είναι η υπεράσπιση του μηχανισμού της αγοράς και το χτύπημα κάθε μορφής κρατικής παρέμβασης πχ των κοινωνικών υπηρεσιών ή του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο πλούσιος ή έστω ευκατάστατος και όποιος σκέφτεται τον εαυτό του, θα θεωρήσει σωστό το κάθε δόγμα που χαρακτηρίζει σαν οικονομικά ασύμφορες, πολιτικά οπισθοδρομικές και ίσως ανήθικες τις κοινωνικές υπηρεσίες και επομένως και την επιβολή φόρων.
Έστω και αν δεν χρειάζονται αποδείξεις πάνω σε τέτοια θέματα, μια θεωρητική θεμελίωση μας είναι ευπρόσδεκτη και γι αυτό υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τους προφήτες της ελεύθερης αγοράς.
……………………………………………………………………………..
Όταν το κραχ της Γουόλ Στρίτ στις ΗΠΑ το 1929 είχε σαν αποτέλεσμα την κρίση ρευστότητας και τον επαναπατρισμό των αμερικάνικων κεφαλαίων, πολλές χώρες αντιμετώπισαν δυσκολίες στο ισοζύγιο πληρωμών και αναγκάστηκαν να επιλέξουν μεταξύ των δρακόντειων αποπληθωριστικών μέτρων και της εγκατάλειψης του κανόνα χρυσού.
Πρώτες εγκατέλειψαν τον κανόνα χρυσού κάποιες λατινοαμερικάνικες χώρες οι οποίες ήταν αμεσότερα συνδεδεμένες με τον δανεισμό από τις ΗΠΑ.
Αντίθετα όσες χώρες παρέμειναν σ’ αυτόν εφάρμοσαν αποπληθωριστική πολιτική που μείωσε την ρευστότητα, έπληξε τις πωλήσεις των επιχειρήσεων και αύξησε τις χρεωκοπίες. Μειώθηκαν τα εισοδήματα των παραγωγών και αυξήθηκε σε πραγματικούς όρους το βάρος του χρέους. Η μείωση της εμπιστοσύνης εξασθένησε ακόμη περισσότερο τα τραπεζικά συστήματα.
Το επόμενο στάδιο της κρίσης εκτυλίχθηκε στις κεντροευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες ανέκαθεν έρεπαν προς τον αποπληθωρισμό. Σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη οι εμπορικές τράπεζες είχαν τοποθετήσει σημαντικά κεφάλαια στην τοπική βιομηχανία και καθώς τα κέρδη και οι τιμές των χρεογράφων έπεφταν, υποχρεώθηκαν να διαγράψουν πολλά τραπεζικά δάνεια. Ίδια προβλήματα δημιουργήθηκαν από τον δανεισμό προς την αγροτική παραγωγή.
Αρχικά οι μικρές τράπεζες απορροφήθηκαν από άλλες μεγαλύτερες αλλά τον Ιούνιο του 1931 αποκαλύφθηκε πως βρισκόταν σε άσχημη θέση η Κρεντίτ – Άνσταλτ μια από τις μεγαλύτερες Αυστριακές τράπεζες, η οποία είχε αναλάβει τις ζημιές μικρότερων τραπεζών. Έτσι η απώλεια εμπιστοσύνης του κοινού στις τράπεζες και στις χρηματιστηριακές αγορές οδήγησε σε μαζικές αναλήψεις καταθέσεων και προκάλεσε την παύση πληρωμών που κήρυξε ο Χούβερ για όλα τα διακρατικά χρέη.
Οι πιέσεις στην στερλίνα οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης των εργατικών στην Μ. Βρεττανία και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η στερλίνα εγκατέλειψε τον κανόνα χρυσού.
Είκοσι πέντε χώρες ακολούθησαν το Βρετανικό παράδειγμα. Η υποτίμηση συνοδευόταν από μέτρα για την διατήρηση των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος και την μείωση των εισαγωγών. (Συναλλαγματικοί έλεγχοι, ποσοστώσεις στις εισαγωγές, αυξήσεις δασμών).
Οι κυβερνήσεις έστρεψαν την προσοχή τους στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, η οποία άλλωστε ενθαρρυνόταν από τους νέους συσχετισμούς μεταξύ των τιμών που συνεπαγόταν η εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού.
Παραμένει αναμφισβήτητο πως η κρίση του 1929 – 1932 σήμανε το τέλος της απόπειρας επιστροφής στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων η οποία χαρακτηριζόταν από την προσκόλληση στον κανόνα χρυσού και στο ανοιχτό εμπορικό περιβάλλον.
Η ανάλυση για την διαδικασία ανάκαμψης (στην περιφέρεια) ξεκινάει από το ζήτημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτό το ζήτημα, μαζί με την υπάρχουσα κατανομή των εγχώριων πόρων, αποτέλεσαν τους καθοριστικούς παράγοντες για τα αποτελέσματα που επέδειξαν οι διάφορες οικονομίες μετά την ύφεση.
Οι άμεσες επιπτώσεις της ύφεσης στο ισοζύγιο πληρωμών, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν είτε με τον άκρως περιοριστικό αποπληθωρισμό, είτε με την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού. Δεν αμφιβάλλει κανείς πως η υποτίμηση διευκόλυνε την πρώιμη ανάκαμψη. (Η υποτίμηση του Ελληνικού νομίσματος ήταν η πιο ακραία και αυτό συνδέθηκε με την ταχύτατη ανάκαμψη της χώρας).
Γενικά η υποτίμηση ήταν μια πολιτική την οποία υποχρεώθηκαν μάλλον να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις, αντί να την υιοθετήσουν συνειδητά, επειδή θεωρούσαν την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού ως ένδειξη κακής οικονομικής διαχείρισης.
Ωστόσο η κίνηση αυτή τόνωσε τις εγχώριες οικονομίες:
Α. Η υποτίμηση επηρέασε τις σχετικές τιμές στα πλαίσια της εγχώριας οικονομίας. Οι τιμές των εισαγόμενων αγαθών αυξήθηκαν . Στην Ελλάδα αυτό προώθησε την υποκατάσταση των γεωργικών εισαγωγών καθώς και την ντόπια βιομηχανία. Το ίδιο συνέβη και στην λατινική Αμερική αλλά και στα Βαλκανικά κράτη: Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αυξήθηκαν σημαντικά στις αρχές της δεκαετίας του 30 σε σχέση με τα τέλη της δεκαετίας του 20. (Αντίθετα στην Βρετανία και στις ΗΠΑ μειώθηκαν). Παρομοίως η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα μεταξύ 1932-1935 αυξήθηκε κατά 35%.
Β. Οι εγχώριες τιμές αυξήθηκαν, αλλά τα θετικά αποτελέσματα βάραιναν περισσότερο από τα αρνητικά. Η αξία των εσωτερικών χρεών μειωνόταν σε πραγματικούς όρους πράγμα που ανακούφιζε τους χρεωμένους πολίτες όσο και την ζήτηση των υπόλοιπων προϊόντων.
Γ. Η κάθε χώρα με την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού μπόρεσε να καθορίσει την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας ανεξάρτητα από τις μεταβολές των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Η αυξημένη ονομαστική παροχή χρήματος που παρατηρήθηκε μόνο στις χώρες που υποτίμησαν το νόμισμά τους, έδειξε πως ήταν δυνατή μια νομισματική πολιτική η οποία λάμβανε υπ’ όψη της τις απαιτήσεις της εγχώριας οικονομίας.
Δ. Από την στιγμή που υποτιμήθηκε το νόμισμα, συνήθως η στάση πληρωμών δεν ήταν μακριά. Αυτή είχε δύο πλεονεκτήματα: Πρώτο, χαλάρωνε τις πιέσεις που ασκούνταν στο ισοζύγιο πληρωμών αφού μείωνε τις ανάγκες σε ξένο συνάλλαγμα. Πρακτικά αποτέλεσε μια μορφή μονομερούς αντίδρασης στην αντιστροφή της διεθνούς ροής κεφαλαίων μεταξύ του «κέντρου» και της «περιφέρειας» που παρατηρήθηκε μετά το 1928. Δεύτερο βελτίωσε την θέση των δημόσιων οικονομικών του κράτους οφειλέτη και απελευθέρωσε πόρους που επαναδιοχετεύθηκαν στην εγχώρια οικονομία αντί να μεταφέρονται στο εξωτερικό. Το χρονικό των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους πιστωτές της έδειξε πόσο ανίσχυροι ήταν οι τελευταίοι.
………………………………………………………………………………………..
Τον Οκτώβριο του 1922 ο νεαρός τότε Έρνεστ Χέμινγουαιη, ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Daily Star, παρακολούθησε την έξοδο των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη στην Μακεδονία: « είκοσι μίλια κάρα το ένα πίσω από το άλλο, που τα έσερναν αγελάδες, βόδια και καταλασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ αποκαμωμένοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, παραπατώντας, με κουβέρτες πάνω στο κεφάλι, βάδιζαν στα τυφλά κάτω απ’ την βροχή πλάι στα επίγεια αγαθά τους».
Ήταν ίσως το θλιβερότερο βάρος που κληροδότησε μια δεκαετία πολέμων στην χώρα που τους υποδέχτηκε. Σφράγισαν την κατάληξη των αλυτρωτικών ονείρων της Ελλάδας και την απαρχή μιας νέας εποχής προκλήσεων και εσωτερικών μετασχηματισμών.
Από το 1910 κυριαρχούσε στην ελληνική πολιτική η μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη στις εντυπωσιακές διπλωματικές επιτυχίες του.
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας ακολουθούσε αβέβαιη πορεία ακόμα και προτού ξεσπάσει ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος το 1912. Τις παραμονές του, υπήρχαν μόνο 150 αυτοκίνητα στην χώρα και 500 μίλια αμαξιτού δρόμου.
Στην διαδικασία της ανοικοδόμησης μιας αστικής τάξης πραγμάτων, στην δεκαετία του 1920, ο Βενιζέλος, προχώρησε πρώτα στην αγροτική μεταρρύθμιση: Απαλλοτρίωσε αγροτικές εκτάσεις, το κόστος των οποίων επωμίστηκαν οι μέχρι τότε ιδιοκτήτες της γής , καθώς αποζημιώθηκαν με βάση την αξία των περιουσιών τους σε προπολεμικές δραχμές.
Στην βιομηχανία είχαμε μεταξύ των ετών 1921 – 1929 έναν ρυθμό ανάπτυξης 6,8% ετησίως. Αυτός ήταν αρκετά μεγαλύτερος από εκείνον της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας και ελαφρά μικρότερος της Βουλγαρίας, η οποία ξεκινούσε από χαμηλότερη βάση. Ωστόσο οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνοδεύονταν από ενδείξεις εκσυγχρονισμού. Ακόμα αυτή η ανάπτυξη λίγους οπαδούς βρήκε μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών. « Ο Ελληνικός εθνικισμός είχε διαποτιστεί βαθιά από αντιβιομηχανικό πνεύμα».
Βέβαια εκείνη η ανάπτυξη είχε στηριχθεί στο φράγμα των υψηλών δασμών και την εύνοια του δημοσιονομικού καθεστώτος. Το 1926 η συμβολή των ΑΕ και ΕΠΕ στα άμεσα φορολογικά έσοδα ήταν 5,3%. Το 1928 ο δασμός επί της τιμής εισαγωγής ήταν π.χ. στο σαπούνι 215%, στα κεραμίδια 100%, στο τσιμέντο 65%, στα χρώματα 50%. Να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον του κράτους για τους δασμούς πήγαζε από δημοσιονομικά κίνητρα μάλλον παρά για το ενδιαφέρον του να προαγάγει την βιομηχανία.
Το 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος σαν αποτέλεσμα του όρου των διαπραγματεύσεων με την Κοινωνία των Εθνών για την σύναψη ενός νέου δανείου, ύψους 9 εκατομμυρίων στερλινών, τις οποίες διεξήγε μια επιτροπή ειδικών στα χρηματοοικονομικά ζητήματα με επικεφαλής τον Γάλλο οικονομολόγο Αβενόλ. Η Ελλάδα τότε επέστρεψε στον χρυσό κανόνα και κάλυψε τα συσσωρευμένα ελλείμματα των προηγουμένων ετών.
Το επόμενο έτος 1928 η κυβέρνηση Βενιζέλου σύνηψε νέα μεγάλα δάνεια για την χρηματοδότηση «παραγωγικών έργων», στο εξωτερικό και άλλα μικρότερα στο εσωτερικό. Το 1929 δημιουργήθηκε μια σχολή για την εκπαίδευση των υπαλλήλων στα οικονομικά υπουργεία και έστειλε αξιωματούχους στην Αγγλία για να μελετήσουν την δημοσιονομική οργάνωση και χρηματοπιστωτική διαχείριση. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για την χρηματοδότηση του γεωργικού τομέα. Φάνηκε λοιπόν πως υπήρχε μια διάθεση αποφασιστικής παρέμβασης.
Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς.
Ο Βενιζέλος αγνόησε τις προτάσεις του τμήματος εργασίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την καθιέρωση του οκταώρου, για την εισαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους εργάτες, για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ήταν αποφασισμένος να κρατήσει τους μισθούς χαμηλά για να ελκύσει το ξένο κεφάλαιο στην ελληνική βιομηχανία. Προτίμησε την νομισματική σταθερότητα μέσω του περιορισμού των δαπανών. Έτσι τα έσοδα του κράτους δεν αυξάνονταν και έγινε δυσχερής η εξυπηρέτηση των δανείων του.
«Υπάρχει οικονομική κρίση στην Ελλάδα;» ρωτούσε το Bulletin Economique et Financier της Τράπεζας Αθηνών τον Σεπτέμβριο του 1929. Η απάντηση από το ίδιο έντυπο ήταν κατηγορηματική: Δεν υπήρχε κανενός είδους κρίση, το κύμα των χρεωκοπιών δεν ήταν τίποτα περισσότερο από επιστροφή στην κανονική τάξη πραγμάτων.
Όμως αυτά ηχούσαν κούφια μέσα στα αναμφίβολα σημάδια της ύφεσης.
Η προσχώρηση στον κανόνα χρυσού το 1927 είχε προβληθεί ως η επανενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική τάξη.
Οι δονήσεις όμως της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής πανωλεθρίας του 1931 αντήχησαν σ’ όλα τα Βαλκάνια.
Τον Οκτώβριο του 1928, λίγους μήνες από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤΕ), οι κυριότερες ελληνικές τράπεζες ίδρυσαν την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, η οποία κύριο σκοπό είχε να αντιτάξει κοινό μέτωπο στην κεντρική τράπεζα.
Ενώ η ΤΕ επικαλούμενη τις απόψεις που είχε δημοσιεύσει λίγο νωρίτερα ο Κέινς στην Πραγματεία περί χρήματος , πρότεινε να υποχρεωθούν οι εμπορικές τράπεζες να διατηρούν ένα ποσοστό ρευστότητας ίσο τουλάχιστον με το 15% των καταθέσεων, από το οποίο θα έπρεπε να κατατίθεται στην Τράπεζα Ελλάδος το 7%, ο νόμος που ψηφίστηκε τελικά τον Ιούνιο του 1931 προέβλεπε ως ελάχιστο ποσοστό ρευστότητας το 12% των καταθέσεων, που δεν ήταν κιόλας υποχρεωμένες να παραδίδουν στην κεντρική τράπεζα.
Το 1930 η Κοινωνία των Εθνών είχε διορίσει σύμβουλο στην Τ Ε τον Φίνλαιησον. Αυτός προειδοποίησε τον Βενιζέλο σε μια συνάντησή τους πως η Τράπεζα της Ελλάδος, αντίθετα με όλες τις άλλες κεντρικές Ευρωπαϊκές τράπεζες παίζει απλώς παθητικό ρόλο. Ο ίδιος έστειλε στα τέλη Ιουνίου 1931 μια αναφορά σχετικά με το προηγούμενο εννεάμηνο, συνοδεύοντάς την με την προειδοποίηση ότι «δεν χωρεί η ελάχιστη αμφιβολία ότι στην Ελλάδα εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρή έλλειψη οικονομικής ισορροπίας και πως αν δεν ληφθούν επανορθωτικά μέτρα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια όντως σοβαρή κατάσταση».
Λίγες μέρες μετά άρχισε η πτώση στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ). Των μετοχών ήταν μεγάλη, ενώ των ομολόγων του δημοσίου μικρότερη αλλά πιο σημαντική αφού οι εμπορικές τράπεζες είχαν αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις τους σ’ αυτά. Τα επιτόκια αυξήθηκαν από 8% σε 11% αλλά οι συνολικές καταθέσεις μειώνονταν. Η κυβέρνηση ζήτησε βοήθεια 1.000.000 στερλίνες από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) η οποία ασχολείτο με διασώσεις αυτού του τύπου, λαμβάνοντας αρνητική απάντηση με την αιτιολογία ότι η ΤΔΔ δεν μπορούσε να ελέγξει τις δραστηριότητες των ελληνικών εμπορικών τραπεζών.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους η στερλίνα εγκατέλειψε τον κανόνα χρυσού. Στις επόμενες ημέρες ο Βενιζέλος κάλεσε διάφορες συσκέψεις στις οποίες συμμετείχαν τραπεζίτες και κρατικοί αξιωματούχοι, όπου ασκήθηκαν έντονες πιέσεις κυρίως από το μέρος των τραπεζιτών για την προσκόλληση της χώρας στον χρυσό κανόνα για την αποφυγή της υποτίμησης της δραχμής. Η απόφαση αυτή επικρίθηκε από πολλούς, κυριότερος επικριτής ήταν ο γερμανικής παιδείας πανεπιστημιακός καθηγητής και σύμβουλος της ΤΕ Κυριάκος Βαρβαρέσος.
Στις 22 Σεπτεμβρίου μετά τον πανικό στις πωλήσεις μετοχών, το ΧΑ έκλεισε. Τώρα όλοι ορμούσαν στα συναλλαγματικά αποθέματα της ΤΕ και μέσα σε μια εβδομάδα οι συνολικές απώλειες ανήλθαν σε 3,6 εκατομμύρια δολλάρια.
Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος επιμένοντας εκφώνησε ένα λόγο επαναλαμβάνοντας ότι η νομισματική σταθερότητα ήταν προυπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Δήλωσε δε πως ήταν έτοιμος να δει το επιτόκιο να φτάνει στο 20% ή ακόμα και στο 50% αν κινδύνευε η ασφάλεια της δραχμής. Στην πραγματικότητα ο πρωθυπουργός είχε κλονιστεί. Σε μια προσπάθεια να βρεί ένα αποδιοπομπαίο τράγο για την κακή διαχείριση της κρίσης, ο φιλελεύθερος Βενιζέλος μηχανεύτηκε την παραίτηση του πιστού υποστηρικτή του Αλέξανδρου Διομήδη διοικητή της ΤΕ, κατηγορώντας τον πως απέτυχε να επιβάλει αρκετά αυστηρούς συναλλαγματικούς περιορισμούς.
Τον Ιανουάριο του 1932 ο Βενιζέλος ξεκίνησε το ταξίδι του στο εξωτερικό Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο. Το αίτημά του ήταν να ανασταλεί επί μια πενταετία η καταβολή χρεολυσίων και ζητούσε νέο δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Προειδοποίησε δε πως αν η Ελλάδα δεν εξασφάλιζε βοήθεια θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα και θα βυθιζόταν στον πληθωρισμό και την κοινωνική αναταραχή.
Προτιμήθηκε ο δρόμος της Δημοσιονομικής Επιτροπής (ΔΕΚΕ) της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ). Η Ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να υποβάλει στην ΚΤΕ ένα αίτημα για αποστολή εμπειρογνώμονα πρώτα. Έτσι και έγινε και τον Φεβρουάριο έφτασε στην Αθήνα ο Νημάγερ, ο οποίος έμεινε εδώ δύο εβδομάδες, συγκεντρώνοντας στοιχεία για την έκθεση που θα συνέτασε.
Εν τω μεταξύ στην χώρα οι συνθήκες χειροτέρευαν εμφανώς, έως ότου τον Μάρτιο του 1932 προκλήθηκε στάση εμπορίου, εργοστάσια έκλεισαν, στην Νάουσα οι εργάτες οργάνωσαν συλλαλητήριο ζητώντας ψωμί, οι άνεργοι έσπασαν την πρόσοψη φούρνου στην Ξάνθη και στην Νιγρίτα οι χωροφύλακες άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους, όταν μια διαδήλωση έκλεισε τον δρόμο σε φορτηγά που έφευγαν φορτωμένα με καπνό από την πόλη. Ο φιλελεύθερος υπουργός εσωτερικών επέρριψε την ευθύνη στους κομμουνιστάς.
Τα πυρά στράφηκαν κατά των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν ήταν πλέον σε θέση να προσφέρουν νέα δάνεια. Έκλεισε δε η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου.
Στην σύνοδο της ΔΕΚΕ της 10 Μαρτίου για την συζήτηση παροχής βοήθειας προς την Ελλάδα, δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Στην Αθήνα ο Βενιζέλος ήθελε να παραιτηθεί ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια οικουμενική κυβέρνηση η οποία θα έπαιρνε μέτρα που ο ίδιος είχε δεσμευτεί να μην πάρει, αλλά ο Τσαλδάρης αρνήθηκε.
Οι εισηγήσεις πλέον των ξένων συμβούλων προς τον πρωθυπουργό πίεζαν να αποδεχτεί την ήττα του στην μάχη της δραχμής. Στις 8 Απριλίου ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, εξέχων βιομήχανος, κάλεσε την Ελλάδα να εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα.
Αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα, όταν στην Βουλή ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ο οποίος είχε μόλις οριστεί Υπουργός Οικονομικών, παρουσίασε νόμο με τον οποίο η δραχμή εγκατέλειπε επισήμως τον κανόνα χρυσού. Η ΤΕ απαλλάχτηκε στο εξής από την υποχρέωση να ανταλλάσει με χρυσό τα χαρτονομίσματα που εξέδιδε και αφηνόταν στην εξουσία της ο καθορισμός των ισοτιμιών της δραχμής.
Επειδή ο Βενιζέλος είχε ακολουθήσει πολιτική ανοικοδόμησης στηριγμένη στον εξωτερικό δανεισμό, η χώρα είχε αποδεχτεί σημαντικούς περιορισμούς της εθνικής της κυριαρχίας, εφ’ όσον οργανισμοί όπως η ΔΕΚΕ απέκτησαν δικαιώματα παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, για να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ξένων πιστωτών.
Από την μια μέρα στην άλλη όμως όταν φάνηκε πως το ξένο συνάλλαγμα είχε πλέον εξαντληθεί, η ισορροπία μετατοπίστηκε από τον πιστωτή προς τον οφειλέτη. Άρχισαν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις στις οποίες η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα συνονθύλευμα ιδιωτικών εταιρειών, ομολογιούχων και ξένων κυβερνήσεων.
Ο κανόνας χρυσού υποτίθεται πως συνέδεε την συναλλαγματική ισοτιμία και την πιστωτική πολιτική. Ανέκυψε τώρα το ερώτημα ποιο νομισματικό καθεστώς έπρεπε να τον αντικαταστήσει.
Επελέγη η λύση της ελεύθερης διακύμανσης της δραχμής μαζί με την επιβολή σημαντικών περιορισμών στην διασυνοριακή κίνηση συναλλάγματος, στις αγοραπωλησίες συναλλάγματος από τις εμπορικές τράπεζες και τον περιορισμό του κρατικού δανεισμού.
Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία, υποχωρώντας έναντι της στερλίνας από 305 δρχ στις 31 Μαρτίου του 1932 στις 552 στις 31 Μαίου του ίδιου χρόνου. Αυτό ήταν το ναδίρ, δεδομένου ότι τα αποθέματα της ΤΕ την ημέρα εκείνη σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα ήταν 783,5 εκατομμύρια δραχμές αλλά στο τέλος Ιουλίου είχαν ανέλθει σε 1.866,1 εκατομμύρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν επαληθεύτηκαν οι προγνώσεις πως θα υπήρχαν μαζικές αναλήψεις. Οι συνολικές καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών παρέμειναν σταθερές μέχρι τα τέλη του 1932 και αυξάνονταν σταθερά σε ονομαστικούς όρους την επόμενη δεκαετία.
Αργότερα και κατά τον Ιανουάριο του 1933, όσο γινόταν αισθητή στην αγορά η υπερβολική πτώση της δραχμής, παρατηρήθηκε μεγάλη προσφορά συναλλάγματος. Ένα μέρος από αυτά, αποτελείτο από κεφάλαια που είχαν αποσυρθεί στο εξωτερικό κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης και ανήρχοντο σε 6 εκατομμύρια στερλίνες. Η ΤΕ τότε ανακοίνωσε ότι θα προστατεύσει πλέον την δραχμή, ελπίζοντας στην προσέλκυση και νέου συναλλάγματος. Ευνοήθηκε κιόλας από την υποτίμηση του δολαρίου τον Απρίλιο που ενθάρρυνε τον επαναπατρισμό μεγάλων ποσών από τις ΗΠΑ και αναζωογόνησε την ροή μεταναστευτικών εμβασμάτων που είχαν στερέψει το 1932. Η ΤΕ μετέτρεψε αμέσως το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων της σε χρυσό, μια κίνηση για την προστασία από την υποτίμηση και άλλων νομισμάτων.
Η επιτυχημένη διαχείριση της υπόθεσης από την ΤΕ είχε ως αποτέλεσμα την σταθεροποίηση της δραχμής για τα επόμενα τριάμισι χρόνια.
Όταν στις διαπραγματεύσεις για τον διακανονισμό του εξωτερικού χρέους μπήκε το ζήτημα της διακοπής των πληρωμών, οι πιστωτές και κυρίως οι Βρετανοί κατάλαβαν πως οι διαμαρτυρίες δεν πρόκειται να βοηθήσουν. Ο Έλληνας εκπρόσωπος την ΚΤΕ δήλωσε στο συμβούλιο στην συνεδρίαση του Μαίου βέβαια ότι η στάση πληρωμών είναι ένα προσωρινό μέτρο και οι ελληνικές αρχές επιθυμούσαν ως προοίμιο συμβιβασμού, να γίνει μια αμερόληπτη εκτίμηση της ικανότητας της χώρας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Μετά από κάμποσες διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των πιστωτών, όπου κανείς δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανένα, επήλθε μια τελική συμφωνία και πληρώθηκε μόνο το 27,5% των τόκων και ούτε δραχμή για χρεωλύσια.
Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής Δανείων της ΚΤΕ που συντάχτηκε το 1938 «μετά την στάση πληρωμών τα μεγέθη του προυπολογισμού δείχνουν υγιείς οικονομικές συνθήκες και αυξανόμενη ευημερία… αλλά μόνο μικρό μερίδιο των αυξανόμενων εσόδων αναλώθηκε για το εξωτερικό χρέος»
Αυτό δεν εκπλήσσει: η στάση πληρωμών αποτελούσε τυπικό παράδειγμα του μηχανισμού ανάκαμψης ο οποίος συνεισέφερε στην πρώιμη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας.
Τον Απρίλιο του 1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου εισήγαγε νέα νομοθεσία η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων την πώληση συναλλάγματος μόνο για εμπορικούς σκοπούς, επέβαλε σαρωτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές, ενίσχυσε τις προσπάθειες να αυξηθεί το εμπόριο μέσω κλίρινγκ. Οι ποσοστώσεις στις εισαγωγές ήταν αλλού μεγαλύτεροι και αλλού μικρότεροι. Τα αντικείμενα πολυτελείας, τα ζώντα ζώα και ορισμένοι τύπο βιομηχανικών και αγροτικών μηχανημάτων αντιμετώπισαν περικοπές μέχρι 75% του επιπέδου εισαγωγών του 1931. Από την άλλη μεριά οριακές μόνο μειώσεις έγιναν στα καύσιμα και στις πρώτες ύλες. Τις ποσοστώσεις συνόδευσαν αυξήσεις ονομαστικής δασμολογικής προστασίας.
Έτσι κατά την διάρκεια του 1932 το εμπορικό έλλειμμα της έπεσε από τα 4,5 στα 2,4 δις δραχμές.
Ακολούθησε μια σειρά διοικητικών μέτρων ( το 1934 από την κυβέρνηση Τσαλδάρη), όπως η παρά την μάταιη διαμαρτυρία των τραπεζών άρση της κατάσχεσης των υποθηκευμένων περιουσιών και η απόλυση δια νόμου από τις φυλακές όλων όσων είχαν κηρύξει πτώχευση την προηγούμενη τριετία.,
Από την μεριά των εξαγωγών, συνέπεσε το ευτυχές γεγονός της αξιοσημείωτης αύξησης των πωλήσεων καπνού στην Γερμανία, όπου το πρώτο τρίμηνο του 1934 πουλήθηκαν περισσότερα καπνά από ότι όλο το 1933 και μάλιστα με τους όρους του ελληνογερμανικού κλίρινγκ, το οποίο έδειξε τότε πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας.
Η ταχύτητα της ανάκαμψης ήταν εντυπωσιακή. Μόνο η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία ξεπέρασαν τους ρυθμούς της βιομηχανικής μεγέθυνσης που σημείωσε η Ελλάδα μετά το 1932. Και στην γεωργία επίσης η κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου έστρεψε την αγορά στην εγχώρια παραγωγή. (Τα δάνεια της Αγροτικής Τράπεζας προς την γωργία αυξήθηκαν από 1,1 εκατομ. Δραχμές το 1932 σε 4,32 εκατομ. Δραχμές το 1939).
Η συνολική εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές μειώθηκε κατακόρυφα: Συγκρίνοντας το διάστημα 1928-1932 με το 1933-1937, βρίσκουμε πως το μερίδιο των εισαγωγών στην εγχώρια κατανάλωση υποχώρησε από 38% στο 25% στα βιομηχανικά αγαθά, από 67% σε 32% στα είδη διατροφής και το 64% σε 27% στο σιτάρι.
Η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα και των σταθερών ισοτιμιών του εθνικού νομίσματος υπήρξε λοιπόν σωτήρια για την ελληνική οικονομία.
Όμως η ωφέλεια που εισέπραξε η εγχώρια βιομηχανία δεν άγγιξαν τους εργάτες, δεν οδήγησε σε τεχνολογική βελτίωση, ούτε στην αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αλλά μάλλον ενίσχυσε τα ολιγοπωλιακά γνωρίσματα της ελληνικής βιομηχανίας. Οι κατεστημένες επιχειρήσεις ευνοήθηκαν από την πολιτική της κυβέρνησης των Λαικών. Κέρδισαν από την απροθυμία της να επιβάλλει την εργατική νομοθεσία. Η κυβέρνηση στηρίχτηκε στην χρήση του Ιδιώνυμου, στην αστυνομία και τους χωροφύλακες για να διατηρήσει την τάξη.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία της εποχής καθόρισε με τις πράξεις της ποιος θα απολάμβανε τα ευεργετήματα της ανάπτυξης και έστρωσε έτσι το χαλί στο δρόμο για την δικτατορία Μεταξά.
Τελειώνοντας θα ανατρέξω στην εισαγωγική μου πρόταση και να επισημάνω ότι η λειτουργία του νομίσματος σε μια οικονομία δεν είναι ουδέτερη (Greenbacks - χρυσός κανόνας- euro), αλλά δεν είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει σε ευημερία τους λαούς.
Και ακόμα θα αναρωτηθώ πώς η ιστορία δεν διδάσκει αυτούς που έχουν στα χέρια τους τις τύχες του Ελληνικού λαού και επιμένουν σε πολιτικές που επανειλημμένα έχουν αποδειχτεί καταστροφικές.
*Αλέξ. Κανελλόπουλος
Δερβένι 16/5/2014
Υποψήφιος Ευρωβουλευτής
ΣΧΕΔΙΟ Β
ΣΧΕΔΙΟ Β