Ζητείται αριστερή αντιπολίτευση του Πέτρου Κοσμά Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο δείχνουν ξεκάθαρα τη σημερινή επιβλητική νίκη στο δεύτερο γύρο ενός προσώπου που αντιπροσωπεύει τους πλέον αντιδραστικούς κύκλους, τόσο του ντόπιου όσο και του ξένου κεφαλαίου. Πρόκειται για τον πρόεδρο του δεξιού ΔΗΣΥ Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος στον πρώτο γύρο απέσπασε το επιβλητικό ποσοστό του 45,46%, με την υποστήριξη όλου του ξένου παράγοντα που έχει επενδύσει πάνω του. Τα γερμανικά ΜΜΕ έγραφαν μεσοβδόμαδα ότι ο Αναστασιάδης έχει υποσχεθεί «ταχεία συμφωνία με την ΕΕ και το ΔΝΤ –το αργότερο μέχρι τα τέλη του Μαρτίου– για ένα πλήρες Μνημόνιο, με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις». Ως κύριος εκφραστής της ακραίας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλισμού στην Κύπρο, έχει αναλάβει και τις απαραίτητες δεσμεύσεις απέναντι στους ομοϊδεάτες του στη Δύση. Γι’ αυτό και θα υποστηρίξει και τις νέες προτάσεις δήθεν επίλυσης του Κυπριακού, που θα πέσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Άλλωστε, η πολιτική που ακολουθεί διαχρονικά ο ΔΗΣΥ και ο Αναστασιάδης στο θέμα του Κυπριακού είναι εντελώς αντιφατική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη θερμή του υποστήριξη στο Σχέδιο Ανάν. Με μόνη διαφορά ότι μία νέα πρόταση λύσης πλέον θα έχει φόντο το φυσικό αέριο της Κύπρου και την πελατεία των κυπριακών τραπεζών.
Ενδεικτική είναι η αναφορά των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς όπου συστήνεται «στους Ευρωπαίους να χρησιμοποιήσουν την οικονομική βοήθεια προς την Κύπρο ως μοχλό πίεσης επί της Λευκωσίας για πρόοδο στο διπλωματικό πεδίο αναφορικά με το Κυπριακό». Ως γνωστόν, ο ίδιος ο Αναστασιάδης και το επιτελείο του ήταν αυτό που πίεζε την υπαγωγή της Κύπρου σε καθεστώς Μνημονίου, προκειμένου φυσικά οι αιχμές του ιμπεριαλιστικού τόξου –που εκφράζονται μέσω του ΔΝΤ και της ΕΕ– να έχουν τον πρώτο λόγο στις εθνικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κύπρου και φυσικά στο τραπεζικό της σύστημα. Σίγουρα η εξάρτηση δεν θα είναι μονομερής, καθότι υπάρχουν και συμφέροντα του ρωσικού κεφαλαίου τόσο στην Κύπρο όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Γεγονός που περιπλέκει την κατάσταση είναι η πρόθεση του Ανασταστασιάδη και του ΔΗΣΥ να εντάξει την Κύπρο στο ΝΑΤΟ.
Δεύτερος τερμάτισε ο «κεντρώος» υποψήφιος του ΑΚΕΛ, Σταύρος Μαλάς, με ποσοστό 26,91%. Είχε διατελέσει υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Χριστόφια και ήταν αυτός που πέρασε και το πρώτο άτυπα «μνημονιακό νομοσχέδιο» στο χώρο της υγείας. Οπότε και η πολιτική που θα ακολουθούσε αν εκλεγόταν, θα ήταν συνέχεια της κυβέρνησης Χριστόφια. Ήδη η Κύπρος με την υπερψήφιση –και από όλους τους βουλευτές του ΑΚΕΛ– του μνημονιακού προϋπολογισμού διανύει άτυπα εποχή πρώτου Μνημονίου.
Στο τελευταίο συνέδριο του ΑΚΕΛ, η υποψηφιότητα Μαλά υποστηρίχθηκε με ποσοστό 92,3%. Τόσο δεν πήρε ούτε ο απερχόμενος πρόεδρος, Δ. Χριστόφιας. Στόχος ήταν η συγκρότηση πολιτικών συμμαχιών πέραν της εκλογικής βάσης του ΑΚΕΛ. Συμμαχιών στη λογική μιας αναβίωσης ενός ξεπερασμένου προοδευτικού μετώπου που να κάλυπτε το «μακαριακό» πολιτικό κέντρο, δηλαδή τη βάση του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Η μεταλλαγμένη αυτή σοσιαλδημοκρατική συνταγή ενάντια στην υποψηφιότητα του Αναστασιάδη δεν απέδωσε, αφού απέσπασε το 24,93% των ψήφων, όταν το ΑΚΕΛ είναι κόμμα που εκπροσωοπεί άνω του 30% του λαού. Με μια σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή από τα αριστερά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Μετά κόπων και βασάνων ο Μαλάς κατάφερε να ξεπεράσει τον Γιώργο Λιλλήκα, ο οποίος υποστηρίχθηκε μόνο από την ΕΔΕΚ του 10%, αποσπώντας το 24,93% των ψήφων. Αυτό σημαίνει ότι ο Λιλλήκας ψηφίστηκε κυρίως από μερίδα της βάσης του ΑΚΕΛ και του ΔΗΚΟ αλλά και της παραδοσιακής Δεξιάς. Το ΔΗΚΟ είναι όμως αυτό που βγαίνει διασπασμένο από την εκλογική αναμέτρηση, καθώς η ηγεσία του υποστήριξε τον Αναστασιάδη. Όπως έδειξαν όμως τα αποτελέσματα, μεγάλη μερίδα της βάσης του ψήφισε τον Λιλλήκα για τον λόγο ότι αυτός υιοθέτησε τη γραμμή του Τάσσου Παπαδόπουλου στο Κυπριακό αλλά και γιατί τάχθηκε με τη χαλαρή αντιμνημονιακή ρητορική του, ασχέτως αν ήταν σε επίπεδο τακτικισμού. Αυτό απορρόφησε και ψηφοφόρους του ΑΚΕΛ. Αξίζει να σημειωθεί το ΔΗΚΟ είναι το κόμμα των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό το κομμάτι έχει ήδη πληγεί από τις μνημονιακές πολιτικές και γι’ αυτό στήριξε με ψήφο διαμαρτυρίας τον Λιλλήκα, απορρίπτοντας τον ακραίο νεοφιλελεύθερο δεξιό Αναστασιάδη και την υποταγμένη ηγεσία του ΔΗΚΟ. Για άλλη μια φορά η ιστορία έδειξε ότι οι διαφορές στο εθνικό ζήτημα μεταξύ ηγεσιών υπερνικούνται όταν τα ταξικά συμφέροντα είναι κοινά.
Συμπερασματικά, οι εκλογές έδειξαν τη διατήρηση της δυναμικής του κεντρώου χώρου, η οποία είναι αντανάκλαση της κοινωνικής ειρήνης και της εργασιακής συναίνεσης. Εξ ου και το 0,8% που απέσπασε ο εκπρόσωπος του νεοναζιστικού ΕΛΑΜ, παρόλο που «ψέλλιζε» μια μη αποδοχή του Μνημονίου, εν τη απουσία μιας ανατρεπτικής Αριστεράς της νέας εποχής που θα είναι ενάντια σε μνημόνια που φέρνουν φτώχεια και εξαθλίωση. Αλλά και για να μη στραφεί ένα σεβαστό μέρος του λαϊκού παράγοντα στη φασιστική Δεξιά. Υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα στην ιστορία του τόπου και διεθνώς.
Ενδεικτική είναι η αναφορά των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς όπου συστήνεται «στους Ευρωπαίους να χρησιμοποιήσουν την οικονομική βοήθεια προς την Κύπρο ως μοχλό πίεσης επί της Λευκωσίας για πρόοδο στο διπλωματικό πεδίο αναφορικά με το Κυπριακό». Ως γνωστόν, ο ίδιος ο Αναστασιάδης και το επιτελείο του ήταν αυτό που πίεζε την υπαγωγή της Κύπρου σε καθεστώς Μνημονίου, προκειμένου φυσικά οι αιχμές του ιμπεριαλιστικού τόξου –που εκφράζονται μέσω του ΔΝΤ και της ΕΕ– να έχουν τον πρώτο λόγο στις εθνικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κύπρου και φυσικά στο τραπεζικό της σύστημα. Σίγουρα η εξάρτηση δεν θα είναι μονομερής, καθότι υπάρχουν και συμφέροντα του ρωσικού κεφαλαίου τόσο στην Κύπρο όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Γεγονός που περιπλέκει την κατάσταση είναι η πρόθεση του Ανασταστασιάδη και του ΔΗΣΥ να εντάξει την Κύπρο στο ΝΑΤΟ.
Δεύτερος τερμάτισε ο «κεντρώος» υποψήφιος του ΑΚΕΛ, Σταύρος Μαλάς, με ποσοστό 26,91%. Είχε διατελέσει υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Χριστόφια και ήταν αυτός που πέρασε και το πρώτο άτυπα «μνημονιακό νομοσχέδιο» στο χώρο της υγείας. Οπότε και η πολιτική που θα ακολουθούσε αν εκλεγόταν, θα ήταν συνέχεια της κυβέρνησης Χριστόφια. Ήδη η Κύπρος με την υπερψήφιση –και από όλους τους βουλευτές του ΑΚΕΛ– του μνημονιακού προϋπολογισμού διανύει άτυπα εποχή πρώτου Μνημονίου.
Στο τελευταίο συνέδριο του ΑΚΕΛ, η υποψηφιότητα Μαλά υποστηρίχθηκε με ποσοστό 92,3%. Τόσο δεν πήρε ούτε ο απερχόμενος πρόεδρος, Δ. Χριστόφιας. Στόχος ήταν η συγκρότηση πολιτικών συμμαχιών πέραν της εκλογικής βάσης του ΑΚΕΛ. Συμμαχιών στη λογική μιας αναβίωσης ενός ξεπερασμένου προοδευτικού μετώπου που να κάλυπτε το «μακαριακό» πολιτικό κέντρο, δηλαδή τη βάση του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Η μεταλλαγμένη αυτή σοσιαλδημοκρατική συνταγή ενάντια στην υποψηφιότητα του Αναστασιάδη δεν απέδωσε, αφού απέσπασε το 24,93% των ψήφων, όταν το ΑΚΕΛ είναι κόμμα που εκπροσωοπεί άνω του 30% του λαού. Με μια σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή από τα αριστερά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Μετά κόπων και βασάνων ο Μαλάς κατάφερε να ξεπεράσει τον Γιώργο Λιλλήκα, ο οποίος υποστηρίχθηκε μόνο από την ΕΔΕΚ του 10%, αποσπώντας το 24,93% των ψήφων. Αυτό σημαίνει ότι ο Λιλλήκας ψηφίστηκε κυρίως από μερίδα της βάσης του ΑΚΕΛ και του ΔΗΚΟ αλλά και της παραδοσιακής Δεξιάς. Το ΔΗΚΟ είναι όμως αυτό που βγαίνει διασπασμένο από την εκλογική αναμέτρηση, καθώς η ηγεσία του υποστήριξε τον Αναστασιάδη. Όπως έδειξαν όμως τα αποτελέσματα, μεγάλη μερίδα της βάσης του ψήφισε τον Λιλλήκα για τον λόγο ότι αυτός υιοθέτησε τη γραμμή του Τάσσου Παπαδόπουλου στο Κυπριακό αλλά και γιατί τάχθηκε με τη χαλαρή αντιμνημονιακή ρητορική του, ασχέτως αν ήταν σε επίπεδο τακτικισμού. Αυτό απορρόφησε και ψηφοφόρους του ΑΚΕΛ. Αξίζει να σημειωθεί το ΔΗΚΟ είναι το κόμμα των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό το κομμάτι έχει ήδη πληγεί από τις μνημονιακές πολιτικές και γι’ αυτό στήριξε με ψήφο διαμαρτυρίας τον Λιλλήκα, απορρίπτοντας τον ακραίο νεοφιλελεύθερο δεξιό Αναστασιάδη και την υποταγμένη ηγεσία του ΔΗΚΟ. Για άλλη μια φορά η ιστορία έδειξε ότι οι διαφορές στο εθνικό ζήτημα μεταξύ ηγεσιών υπερνικούνται όταν τα ταξικά συμφέροντα είναι κοινά.
Συμπερασματικά, οι εκλογές έδειξαν τη διατήρηση της δυναμικής του κεντρώου χώρου, η οποία είναι αντανάκλαση της κοινωνικής ειρήνης και της εργασιακής συναίνεσης. Εξ ου και το 0,8% που απέσπασε ο εκπρόσωπος του νεοναζιστικού ΕΛΑΜ, παρόλο που «ψέλλιζε» μια μη αποδοχή του Μνημονίου, εν τη απουσία μιας ανατρεπτικής Αριστεράς της νέας εποχής που θα είναι ενάντια σε μνημόνια που φέρνουν φτώχεια και εξαθλίωση. Αλλά και για να μη στραφεί ένα σεβαστό μέρος του λαϊκού παράγοντα στη φασιστική Δεξιά. Υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα στην ιστορία του τόπου και διεθνώς.