Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΚΡΙΔΗ* Η πτώση της «κυβέρνησης» του νεοφιλελεύθερου (και «πνευματικού τέκνου» της διαβόητης Γιούλιας Τιμοσένκο) Αρσένι Γιατσενιούκ δεν έπεσε ακριβώς ως «κεραυνός εν αιθρία», για όσους παρακολουθούν κάπως πιο στενά τις εξελίξεις στην Ουκρανία, τουλάχιστον από τις μέρες του «Ευρω-Μαϊντάν» και μετά. Άλλωστε, αυτό το συνονθύλευμα νεοφιλελεύθερων και νεοναζί, με τις – φαινομενικά – ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις που το στήριζαν είχε εξαρχής, δηλαδή από την ημέρα (22 Φεβρουαρίου) που απομακρύνθηκε με πραξικοπηματικό τρόπου ο νόμιμα εκλεγμένος Πρόεδρος της χώρας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, περιορισμένο χρονικό ορίζοντα.
Ο μέχρι τώρα κυβερνητικός συνασπισμός αποτελείτο από δύο κόμματα της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, την «Μπατκιβσίνα» («Πατρίδα») της Γιούλιας Τιμοσένκο και το «UDAR» του γερμανόφιλου και γερμανοδίαιτου πρώην πυγμάχου Βιτάλι Κλιτσκό και από δύο ανοιχτά φασιστικά/ναζιστικά κόμματα, το«Ριζοσπαστικό Κόμμα» του «θορυβώδους», από πολλές απόψεις, Ολέγκ Λιασκό και την «Σβομπόντα» («Ελευθερία», πρώην «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα»), ενώ είχε ο νεοναζιστικός «ακτιβιστικός» «Δεξιός Τομέας» μπορεί να μην είχε και να μην έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ήταν όμως αυτός που στελέχωσε τις περισσότερες θέσεις που έχουν αναφορά στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Βασικότερο «επίτευγμα» του «Δεξιού Τομέα» και του –καταζητούμενου από την Ιντερπόλ για βαρύτατα εγκλήματα – αρχηγού τουΝτμιτρό Γιάρος ήταν η νομιμοποίηση των παραστρατιωτικών του ομάδωνμέσα από τη δημιουργία της λεγόμενης «Πολιτοφυλακής», η οποία στελεχώθηκε αποκλειστικά από μέλη της εν λόγω νεοναζιστικής οργάνωσης και η οποία διακρίνεται σε επεισόδια δολοφονιών ή.και άσκησης σωματικής και ψυχολογικής βίας έναντι δημοκρατικών πολιτών, με ιδιαίτερες «επιδόσεις» στον εμφύλιο πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη στις νοτιο-ανατολικές περιοχές της χώρας.
Τα βασικότερα ζητήματα που καλείτο να λύσει η συγκεκριμένη «κυβέρνηση», ήταν η γρηγορότερη δυνατή ιδιωτικοποίηση (βλέπε: εκποίηση) του μεγαλύτερου τμήματος του δημόσιου πλούτου της χώρας, είτε αυτό αφορούσε σε επιχειρήσεις, είτε σε πλουτοπαραγωγικές πηγές (ανθρακωρυχεία και μεταλλωρυχεία, πηγές υδρογονανθράκων κοκ), η πρόσδεση της χώρας στο «άρμα» της Δύσης με την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η θεμελίωση της οικονομικής της εξάρτησης, μέσα από μια σειρά από δανειακές συμβάσεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), οι οποίες δόθηκαν και θα δοθούν με αντίστοιχο αντάλλαγμα την εφαρμογή μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η οποία στα περισσότερα σημεία της θυμίζει απόλυτα την αντίστοιχη οικονομική πολιτική που ακολουθούν οι ελληνικές μνημονιακές κυβέρνησης από το 2010 και μετά. Μεγάλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, σχεδόν πλήρης κατάργηση των παροχών Κοινωνικής Πρόνοιας, μεγάλη αύξηση στα τιμολόγια των αντίστοιχων ΔΕΚΟ, που συμπαρασύρει και τις τιμές σε όλα τα υπόλοιπα προϊόντα (τρόφιμα και μη), «αναδιοργάνωση» της Δημόσιας Διοίκησης με ευρύ κύκλο απολύσεων (εκεί, αν μη τι άλλο, τα πάντα αναφέρονται με ωμή ειλικρίνεια και όχι με τον «φερεντζέ» της λεγόμενης «διαθεσιμότητας») και τοποθέτηση επιτρόπων του ΔΝΤ σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες, οι οποίοι ελέγχουν, δήθεν, την πορεία των «μεταρρυθμίσεων» και οι οποίοι, σημειωτέον, «ταΐζονται» μέσα από ειδικά δανειακά κονδύλια που χορηγεί το ΔΝΤ στο ουκρανικό κράτος, αποκλειστικά γι’ αυτόν το σκοπό. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις πτυχές του καθεστώτος εξάρτησης που χτίζεται μέρα με τη μέρα στην Ουκρανία από τους δυτικούς «πάτρωνες» της «κυβέρνησης» των πραξικοπηματιών και του πρόσφατα «εκλεγμένου Προέδρου» της χώρας, Πετρό Ποροσένκο.
Η θητεία, όμως, αυτής της ούτως ή άλλως κοντοπρόθεσμης «κυβέρνησης» «πληγώθηκε» από δύο «αγκάθια»: αφενός από την ανεξαρτητοποίηση, αρχικά, μέσω ενός απόλυτα δημοκρατικού δημοψηφίσματος και, στη συνέχειαπροσχώρηση στη σύνθεση της Ρωσίας της χερσονήσου της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης (η οποία έχει ειδικό καθεστώς αυτόνομης διοίκησης από την εποχή ακόμη της πρώην ΕΣΣΔ) και αφετέρου από την ανάπτυξη στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας και, ειδικότερα στην περιοχή του Ντονμπάς (που αποτελείται από τις διοικητικές Περιφέρειες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ) ενός λαϊκού κινήματος αντίστασης στη χούντα του Κιέβου, με βασικότερα αιτήματα την καθιέρωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα στο ουκρανικό κράτος,με εκχώρηση ευρείων αρμοδιοτήτων (έως και χωριστών, μέχρι ένα σημείο, προϋπολογισμών) στις Περιφέρειες, την αναγνώριση όλων των εθνικών μειονοτήτων, πολυπληθέστερη των οποίων είναι η ρωσική, η οποία αντιπροσωπεύει το περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού της Ουκρανίας και στις συγκεκριμένες περιοχές το ποσοστό της είναι γύρω στο 45 με 50% και την καθιέρωση – τουλάχιστον – της ρωσικής γλώσσας ως ισότιμης κρατικής γλώσσας της Ουκρανίας, μαζί με τα Ουκρανικά. Στο πρώτο από τα δύο ζητήματα η αντίδραση της σημερινής ουκρανικής «ηγεσίας» ήταν, ουσιαστικά, παθητική, αφού η βούληση του λαού της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης (97,2% των ψηφισάντων υπέρ της ανεξαρτητοποίησης), αλλά και η – έστω διακριτική και άοπλη – παρουσία των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά τη διαδικασία της ψηφοφορίας του Δημοψηφίσματος απέτρεψαν, ακόμη κι αν υπήρχαν, οποιεσδήποτε σκέψεις για «δυναμική» αντίδραση. Στην περίπτωση όμως των νοτιο-ανατολικών περιοχών της χώρας, η αντίδραση της «ηγεσίας» του Κιέβου ήταν όχι απλώς «δυναμική», αλλάισοπεδωτική, αφού οι ελεγχόμενες από αυτήν Ένοπλες Δυνάμεις, με την υποστήριξη (και κάτι παραπάνω) των παραστρατιωτικών ταγμάτων εφόδου του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα», του αναλόγων πεποιθήσεων ιδιωτικού στρατού του έτερου Ουκρανού μεγιστάνα (διορισμένου «κυβερνήτη» του Ντνιεπροπετρόβσκ) Ίγκορ Κολομόισκι και την «ενορχήστρωση» και την «υψηλή καθοδήγηση» των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εξόντωση του ντόπιου άμαχου πληθυσμού και καταστροφή όλων των υποδομών που προορίζονται για ειρηνική χρήση (σπίτια, σχολεία και παιδικούς σταθμούς, νοσοκομεία και γηροκομεία, υδραγωγεία και ηλεκτρικούς υποσταθμούς κοκ), με δικαιολογία την αντιμετώπιση του συσταθέντος στην περιοχή αυτοαποκαλούμενου «Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς». Η «εκλογή», μέσα από μία διαδικασία που σημαδεύτηκε από όργιο βίας, τρομοκρατίας και νοθείας, του Ουκρανού μεγιστάνα Πετρό Ποροσένκο στη θέση του «Προέδρου της Δημοκρατίας» και η σχεδόν ταυτόχρονη αυτοανακήρυξη των Περιφερειών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ σε «Λαϊκές Δημοκρατίες» και η ενοποίησή τους υπό το σχήμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Νεορωσίας» όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των «επίσημων» ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων εναντίον συμπατριωτών τους, τους οποίους η επίσημη προπαγάνδα του Κιέβου «βαφτίζει» με το ζόρι «τρομοκράτες» και «φιλορώσους αποσχιστές». Η ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, αφού σχεδόν 200 χιλιάδες κάτοικοι των δύο Περιφερειών έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και έχουν καταφύγει στη γειτονική Ρωσία, η οποία έφτιαξε σε χρόνο-ρεκόρ περίπου 300 καταυλισμούς υποδοχής προσφύγων, κυρίως στη – γειτονική με την ΝΑ Ουκρανία – Περιφέρεια του Ροστόβ, αλλά και στις Περιφέρειες του Κρασνοντάρ και της Σταυρούπολης, καθώς και στην πρόσφατα προσαρτηθείσα Κριμαία.
Στα δύο αυτά μεγάλα «αγκάθια» προστέθηκε πριν από μερικές μέρες και ένα τρίτο, μάλλον απροσδόκητο: η πτώση (που, κατά τα φαινόμενα, μάλλον πρόκειται για κατάρριψη) του μαλαισιανού Boeing 777 που εκτελούσε το δρομολόγιο Άμστερνταμ-Κουάλα Λουμπούρ και διέσχιζε τον ουκρανικό εναέριο χώρο σε περιοχή της ΝΑ Ουκρανίας, σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από τα ουκρανο-ρωσικά σύνορα. Τόσο οι «επίσημες» ουκρανικές Αρχές, όσο και οι «πάτρωνές» τους ΗΠΑ και ΕΕ βιάστηκαν να ρίξουν το «ανάθεμα» στη Ρωσία(η οποία εδώ και μερικούς μήνες «φταίει για όλα» και υπόκειται σε σειρά εντελώς άδικων, απρόκλητων και, επί της ουσίας, ατελέσφορων πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων από την – ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της – διεθνή κοινότητα) και στους δήθεν «ελεγχόμενους από αυτήν» μαχητές του «Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς». Η αλήθεια είναι, με βάση τα δεδομένα που έχουν μέχρι στιγμής δημοσιευτεί, ότι η μοναδική ένοπλη δύναμη που είχε στην κατοχή της οπλικά συστήματα ικανά να πλήξουν το μοιραίο αεροπλάνο σε τόσο μεγάλο ύψος (10,6 χιλιόμετρα) και βρισκόταν στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν το Πυροβολικό του «επίσημου» ουκρανικού Στρατού, το οποίο μάλιστα είχε μετακινήσει στην περιοχή αυτή 2 ταξιαρχίες οπλισμένες με το μεταφερόμενο σύστημα τηλεκατευθυνόμενων πυραύλων μέσου βεληνεκούς τύπου «BUK Μ1». Τόσο το Κίεβο, όσο και η Ουάσινγκτον φαίνεται πως θα εισπράξουν, τελικά, μιατεράστια επικοινωνιακή (και όχι μόνο) ήττα, όταν όλα τα στοιχεία γύρω από την πτώση του μοιραίου αεροσκάφους θα έχει ολοκληρωθεί και το περιεχόμενο των λεγόμενων «μαύρων κουτιών» θα έχει ολοκληρωθεί από τη βρετανική εταιρεία που ανέλαβε, με εξουσιοδότηση του μαλαισιανού κράτους, τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης για το δυστύχημα, που κόστισε τη ζωή σε 298 ανθρώπους (283 επιβάτες και 15 μέλη πληρώματος).
Αφήσαμε για το τέλος το ζήτημα της διεξαγωγής πρόωρων βουλευτικών εκλογών, που είναι ουσιαστικά παράγωγο της πτώσης της κυβέρνησης Γιατσενιούκ. Οι εκλογές αυτές θα γίνονταν φέτος το Δεκέμβρη, μαζί με τις προεδρικές. Όμως η βιαστική διεξαγωγή των τελευταίων στις 11 του περασμένου Ιούνη και η αμφιλεγόμενη «εκλογή» του Πετρό Ποροσένκο από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 54,2 %, μετά από μία διαδικασία που σημαδεύτηκε απόαποκλεισμούς υποψηφίων (μεταξύ αυτών και ο υποψήφιος του ΚΚ Ουκρανίας Πετρό Σιμονένκο), έως και πολλαπλές απόπειρες ανθρωποκτονίας εναντίον άλλων (περίπτωση Ολέγκ Τσαριόβ), επιτάχυνε και τη διαδικασία διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών για την Ανώτατη Ράντα (Βουλή). Η τελευταία πρόκειται να διαλυθεί επίσημα στις 24 Αυγούστου, ενώ οι εκλογές θα διεξαχθούν κατά πάσα πιθανότητα γύρω στα τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Ωστόσο και αυτή η διαδικασία αναμένεται να σημαδευτεί από ένα ακόμη όργιο βίας, νοθείας και αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών παραβιάσεων, που θα οδηγήσουν σε διαστρέβλωση της λαϊκής βούλησης. Την Πέμπτη 24 Ιούλη μεθοδεύτηκε από την – υπάρχουσα μέχρι τότε – κυβερνητική πλειοψηφία και υπογράφηκε με τη μορφή Νομοθετικού Διατάγματος από τον «Πρόεδρο» Ποροσένκο η ετσιθελική διάλυση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας και η σχεδιαζόμενη απαγόρευση όχι μόνο της καθόδου του στις βουλευτικές εκλογές, αλλά και οποιασδήποτε νόμιμης λειτουργίας του. Κάτι τέτοιο είχε επιχειρηθεί να γίνει αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία των πραξικοπηματιών, ωστόσο μπροστά στην άμεση και δυναμική αντίδραση των υποστηρικτών του ΚΚ Ουκρανίας αυτό αποτράπηκε προσωρινά. Ωστόσο οι παραστρατιωτικές ομάδες του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα», οι οποίες δρουν ανενόχλητα με την ανοχή (αν όχι με την παρότρυνση) των «επίσημων» ουκρανικών Αρχών, πρόλαβαν μέχρι τώρα να κάψουν δύο φορές μόνο στο Κίεβο τα κεντρικά γραφεία του κόμματος, το εξοχικό του γιου του Α’ Γραμματέα Πετρό Σιμονένκο, όπως επίσης και τα γραφεία του ειδησεογραφικού πόρταλ που διευθύνει η σύζυγος του επικεφαλής των Ουκρανών κομμουνιστών. Χώρια το κάψιμο των γραφείων του κόμματος σε όλη την ουκρανική επικράτεια, το πλιάτσικο στα περιουσιακά του στοιχεία (έχουν κλαπεί έως και χρηματοκιβώτια!) και τα επεισόδια βίας έναντίον στελεχών, μελών και απλών υποστηρικτών του κόμματος (φόνοι, ξυλοδαρμοί, ακόμη και βιασμοί). Όλες αυτές οι εγκληματικές ενέργειες μένουν συστηματικά ατιμώρητες, γεγονός που πιστοποιεί ότι οι δυνάμεις του νεοναζισμού είναι, ουσιαστικά, αυτές που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους και έχουν επιβάλει σε όλες τις λειτουργίες του κράτους τη δική τους μισάνθρωπη και μισαλλόδοξη ατζέντα. Η επικύρωση της εξόδου στην παρανομία μίας πολιτικής δύναμης που στις εκλογές του 2010 έλαβε 2.757.000 ψήφους και ποσοστό 13,2%, μένοντας οριακά στην 4η θέση πίσω από το νεοφιλελεύθερο «UDAR» του Βιτάλι Κλιτσκό και που είναι σημαντικά γειωμένη με το λαϊκό κίνημα της χώρας του είναι μια εξέλιξη που πρέπει να προκαλεί ανησυχία σε όλους τους δημοκρατικούς πολίτες, είτε αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί είτε όχι… Η παρουσία και, ουσιαστικά η άσκηση εξουσίας σε μια κυβέρνηση ευρωπαϊκού κράτους από δυνάμεις πιστές στο ναζισμό για πρώτη φορά μετά το 1945 και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας είναι μια άκρως αρνητική εξέλιξη, η οποία γίνεται ακόμη αρνητικότερη, εάν λάβουμε υπόψη πως την άνοδό τους στην εξουσία υποβοήθησε και χρηματοδότησε η – κατά τα λοιπά… «δημοκρατική» – «καθ’ ημάς» Δύση, ΗΠΑ και ΕΕ. Αυτό το τελευταίο είναι που θα πρέπει να προβληματίσει και τους δημοκρατικούς και αριστερούς πολίτες που μέχρι τώρα πίστευαν πως ένα υπερεθνικό πολιτικό και οικονομικό μόρφωμα όπως η ΕΕ (τουλάχιστον στη μορφή που τη γνωρίζουμε) μπορεί να λειτουργήσει έστω και υπό προϋποθέσεις ως «πυλώνας δημοκρατίας και υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων»… Η πράξη δείχνει πως συμβαίνει μάλλον το ακριβώς αντίθετοκαι αυτό είναι μία από τις πολυτιμότερες πληροφορίες που θα μπορούσε να λάβει ένας υγιώς σκεπτόμενος πολίτης από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών…
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ (Ρωσία) – νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.
Ο μέχρι τώρα κυβερνητικός συνασπισμός αποτελείτο από δύο κόμματα της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, την «Μπατκιβσίνα» («Πατρίδα») της Γιούλιας Τιμοσένκο και το «UDAR» του γερμανόφιλου και γερμανοδίαιτου πρώην πυγμάχου Βιτάλι Κλιτσκό και από δύο ανοιχτά φασιστικά/ναζιστικά κόμματα, το«Ριζοσπαστικό Κόμμα» του «θορυβώδους», από πολλές απόψεις, Ολέγκ Λιασκό και την «Σβομπόντα» («Ελευθερία», πρώην «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα»), ενώ είχε ο νεοναζιστικός «ακτιβιστικός» «Δεξιός Τομέας» μπορεί να μην είχε και να μην έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ήταν όμως αυτός που στελέχωσε τις περισσότερες θέσεις που έχουν αναφορά στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Βασικότερο «επίτευγμα» του «Δεξιού Τομέα» και του –καταζητούμενου από την Ιντερπόλ για βαρύτατα εγκλήματα – αρχηγού τουΝτμιτρό Γιάρος ήταν η νομιμοποίηση των παραστρατιωτικών του ομάδωνμέσα από τη δημιουργία της λεγόμενης «Πολιτοφυλακής», η οποία στελεχώθηκε αποκλειστικά από μέλη της εν λόγω νεοναζιστικής οργάνωσης και η οποία διακρίνεται σε επεισόδια δολοφονιών ή.και άσκησης σωματικής και ψυχολογικής βίας έναντι δημοκρατικών πολιτών, με ιδιαίτερες «επιδόσεις» στον εμφύλιο πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη στις νοτιο-ανατολικές περιοχές της χώρας.
Τα βασικότερα ζητήματα που καλείτο να λύσει η συγκεκριμένη «κυβέρνηση», ήταν η γρηγορότερη δυνατή ιδιωτικοποίηση (βλέπε: εκποίηση) του μεγαλύτερου τμήματος του δημόσιου πλούτου της χώρας, είτε αυτό αφορούσε σε επιχειρήσεις, είτε σε πλουτοπαραγωγικές πηγές (ανθρακωρυχεία και μεταλλωρυχεία, πηγές υδρογονανθράκων κοκ), η πρόσδεση της χώρας στο «άρμα» της Δύσης με την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η θεμελίωση της οικονομικής της εξάρτησης, μέσα από μια σειρά από δανειακές συμβάσεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), οι οποίες δόθηκαν και θα δοθούν με αντίστοιχο αντάλλαγμα την εφαρμογή μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η οποία στα περισσότερα σημεία της θυμίζει απόλυτα την αντίστοιχη οικονομική πολιτική που ακολουθούν οι ελληνικές μνημονιακές κυβέρνησης από το 2010 και μετά. Μεγάλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, σχεδόν πλήρης κατάργηση των παροχών Κοινωνικής Πρόνοιας, μεγάλη αύξηση στα τιμολόγια των αντίστοιχων ΔΕΚΟ, που συμπαρασύρει και τις τιμές σε όλα τα υπόλοιπα προϊόντα (τρόφιμα και μη), «αναδιοργάνωση» της Δημόσιας Διοίκησης με ευρύ κύκλο απολύσεων (εκεί, αν μη τι άλλο, τα πάντα αναφέρονται με ωμή ειλικρίνεια και όχι με τον «φερεντζέ» της λεγόμενης «διαθεσιμότητας») και τοποθέτηση επιτρόπων του ΔΝΤ σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες, οι οποίοι ελέγχουν, δήθεν, την πορεία των «μεταρρυθμίσεων» και οι οποίοι, σημειωτέον, «ταΐζονται» μέσα από ειδικά δανειακά κονδύλια που χορηγεί το ΔΝΤ στο ουκρανικό κράτος, αποκλειστικά γι’ αυτόν το σκοπό. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις πτυχές του καθεστώτος εξάρτησης που χτίζεται μέρα με τη μέρα στην Ουκρανία από τους δυτικούς «πάτρωνες» της «κυβέρνησης» των πραξικοπηματιών και του πρόσφατα «εκλεγμένου Προέδρου» της χώρας, Πετρό Ποροσένκο.
Η θητεία, όμως, αυτής της ούτως ή άλλως κοντοπρόθεσμης «κυβέρνησης» «πληγώθηκε» από δύο «αγκάθια»: αφενός από την ανεξαρτητοποίηση, αρχικά, μέσω ενός απόλυτα δημοκρατικού δημοψηφίσματος και, στη συνέχειαπροσχώρηση στη σύνθεση της Ρωσίας της χερσονήσου της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης (η οποία έχει ειδικό καθεστώς αυτόνομης διοίκησης από την εποχή ακόμη της πρώην ΕΣΣΔ) και αφετέρου από την ανάπτυξη στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας και, ειδικότερα στην περιοχή του Ντονμπάς (που αποτελείται από τις διοικητικές Περιφέρειες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ) ενός λαϊκού κινήματος αντίστασης στη χούντα του Κιέβου, με βασικότερα αιτήματα την καθιέρωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα στο ουκρανικό κράτος,με εκχώρηση ευρείων αρμοδιοτήτων (έως και χωριστών, μέχρι ένα σημείο, προϋπολογισμών) στις Περιφέρειες, την αναγνώριση όλων των εθνικών μειονοτήτων, πολυπληθέστερη των οποίων είναι η ρωσική, η οποία αντιπροσωπεύει το περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού της Ουκρανίας και στις συγκεκριμένες περιοχές το ποσοστό της είναι γύρω στο 45 με 50% και την καθιέρωση – τουλάχιστον – της ρωσικής γλώσσας ως ισότιμης κρατικής γλώσσας της Ουκρανίας, μαζί με τα Ουκρανικά. Στο πρώτο από τα δύο ζητήματα η αντίδραση της σημερινής ουκρανικής «ηγεσίας» ήταν, ουσιαστικά, παθητική, αφού η βούληση του λαού της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης (97,2% των ψηφισάντων υπέρ της ανεξαρτητοποίησης), αλλά και η – έστω διακριτική και άοπλη – παρουσία των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά τη διαδικασία της ψηφοφορίας του Δημοψηφίσματος απέτρεψαν, ακόμη κι αν υπήρχαν, οποιεσδήποτε σκέψεις για «δυναμική» αντίδραση. Στην περίπτωση όμως των νοτιο-ανατολικών περιοχών της χώρας, η αντίδραση της «ηγεσίας» του Κιέβου ήταν όχι απλώς «δυναμική», αλλάισοπεδωτική, αφού οι ελεγχόμενες από αυτήν Ένοπλες Δυνάμεις, με την υποστήριξη (και κάτι παραπάνω) των παραστρατιωτικών ταγμάτων εφόδου του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα», του αναλόγων πεποιθήσεων ιδιωτικού στρατού του έτερου Ουκρανού μεγιστάνα (διορισμένου «κυβερνήτη» του Ντνιεπροπετρόβσκ) Ίγκορ Κολομόισκι και την «ενορχήστρωση» και την «υψηλή καθοδήγηση» των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εξόντωση του ντόπιου άμαχου πληθυσμού και καταστροφή όλων των υποδομών που προορίζονται για ειρηνική χρήση (σπίτια, σχολεία και παιδικούς σταθμούς, νοσοκομεία και γηροκομεία, υδραγωγεία και ηλεκτρικούς υποσταθμούς κοκ), με δικαιολογία την αντιμετώπιση του συσταθέντος στην περιοχή αυτοαποκαλούμενου «Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς». Η «εκλογή», μέσα από μία διαδικασία που σημαδεύτηκε από όργιο βίας, τρομοκρατίας και νοθείας, του Ουκρανού μεγιστάνα Πετρό Ποροσένκο στη θέση του «Προέδρου της Δημοκρατίας» και η σχεδόν ταυτόχρονη αυτοανακήρυξη των Περιφερειών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ σε «Λαϊκές Δημοκρατίες» και η ενοποίησή τους υπό το σχήμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Νεορωσίας» όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των «επίσημων» ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων εναντίον συμπατριωτών τους, τους οποίους η επίσημη προπαγάνδα του Κιέβου «βαφτίζει» με το ζόρι «τρομοκράτες» και «φιλορώσους αποσχιστές». Η ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, αφού σχεδόν 200 χιλιάδες κάτοικοι των δύο Περιφερειών έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και έχουν καταφύγει στη γειτονική Ρωσία, η οποία έφτιαξε σε χρόνο-ρεκόρ περίπου 300 καταυλισμούς υποδοχής προσφύγων, κυρίως στη – γειτονική με την ΝΑ Ουκρανία – Περιφέρεια του Ροστόβ, αλλά και στις Περιφέρειες του Κρασνοντάρ και της Σταυρούπολης, καθώς και στην πρόσφατα προσαρτηθείσα Κριμαία.
Στα δύο αυτά μεγάλα «αγκάθια» προστέθηκε πριν από μερικές μέρες και ένα τρίτο, μάλλον απροσδόκητο: η πτώση (που, κατά τα φαινόμενα, μάλλον πρόκειται για κατάρριψη) του μαλαισιανού Boeing 777 που εκτελούσε το δρομολόγιο Άμστερνταμ-Κουάλα Λουμπούρ και διέσχιζε τον ουκρανικό εναέριο χώρο σε περιοχή της ΝΑ Ουκρανίας, σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από τα ουκρανο-ρωσικά σύνορα. Τόσο οι «επίσημες» ουκρανικές Αρχές, όσο και οι «πάτρωνές» τους ΗΠΑ και ΕΕ βιάστηκαν να ρίξουν το «ανάθεμα» στη Ρωσία(η οποία εδώ και μερικούς μήνες «φταίει για όλα» και υπόκειται σε σειρά εντελώς άδικων, απρόκλητων και, επί της ουσίας, ατελέσφορων πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων από την – ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της – διεθνή κοινότητα) και στους δήθεν «ελεγχόμενους από αυτήν» μαχητές του «Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς». Η αλήθεια είναι, με βάση τα δεδομένα που έχουν μέχρι στιγμής δημοσιευτεί, ότι η μοναδική ένοπλη δύναμη που είχε στην κατοχή της οπλικά συστήματα ικανά να πλήξουν το μοιραίο αεροπλάνο σε τόσο μεγάλο ύψος (10,6 χιλιόμετρα) και βρισκόταν στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν το Πυροβολικό του «επίσημου» ουκρανικού Στρατού, το οποίο μάλιστα είχε μετακινήσει στην περιοχή αυτή 2 ταξιαρχίες οπλισμένες με το μεταφερόμενο σύστημα τηλεκατευθυνόμενων πυραύλων μέσου βεληνεκούς τύπου «BUK Μ1». Τόσο το Κίεβο, όσο και η Ουάσινγκτον φαίνεται πως θα εισπράξουν, τελικά, μιατεράστια επικοινωνιακή (και όχι μόνο) ήττα, όταν όλα τα στοιχεία γύρω από την πτώση του μοιραίου αεροσκάφους θα έχει ολοκληρωθεί και το περιεχόμενο των λεγόμενων «μαύρων κουτιών» θα έχει ολοκληρωθεί από τη βρετανική εταιρεία που ανέλαβε, με εξουσιοδότηση του μαλαισιανού κράτους, τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης για το δυστύχημα, που κόστισε τη ζωή σε 298 ανθρώπους (283 επιβάτες και 15 μέλη πληρώματος).
Αφήσαμε για το τέλος το ζήτημα της διεξαγωγής πρόωρων βουλευτικών εκλογών, που είναι ουσιαστικά παράγωγο της πτώσης της κυβέρνησης Γιατσενιούκ. Οι εκλογές αυτές θα γίνονταν φέτος το Δεκέμβρη, μαζί με τις προεδρικές. Όμως η βιαστική διεξαγωγή των τελευταίων στις 11 του περασμένου Ιούνη και η αμφιλεγόμενη «εκλογή» του Πετρό Ποροσένκο από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 54,2 %, μετά από μία διαδικασία που σημαδεύτηκε απόαποκλεισμούς υποψηφίων (μεταξύ αυτών και ο υποψήφιος του ΚΚ Ουκρανίας Πετρό Σιμονένκο), έως και πολλαπλές απόπειρες ανθρωποκτονίας εναντίον άλλων (περίπτωση Ολέγκ Τσαριόβ), επιτάχυνε και τη διαδικασία διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών για την Ανώτατη Ράντα (Βουλή). Η τελευταία πρόκειται να διαλυθεί επίσημα στις 24 Αυγούστου, ενώ οι εκλογές θα διεξαχθούν κατά πάσα πιθανότητα γύρω στα τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Ωστόσο και αυτή η διαδικασία αναμένεται να σημαδευτεί από ένα ακόμη όργιο βίας, νοθείας και αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών παραβιάσεων, που θα οδηγήσουν σε διαστρέβλωση της λαϊκής βούλησης. Την Πέμπτη 24 Ιούλη μεθοδεύτηκε από την – υπάρχουσα μέχρι τότε – κυβερνητική πλειοψηφία και υπογράφηκε με τη μορφή Νομοθετικού Διατάγματος από τον «Πρόεδρο» Ποροσένκο η ετσιθελική διάλυση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας και η σχεδιαζόμενη απαγόρευση όχι μόνο της καθόδου του στις βουλευτικές εκλογές, αλλά και οποιασδήποτε νόμιμης λειτουργίας του. Κάτι τέτοιο είχε επιχειρηθεί να γίνει αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία των πραξικοπηματιών, ωστόσο μπροστά στην άμεση και δυναμική αντίδραση των υποστηρικτών του ΚΚ Ουκρανίας αυτό αποτράπηκε προσωρινά. Ωστόσο οι παραστρατιωτικές ομάδες του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα», οι οποίες δρουν ανενόχλητα με την ανοχή (αν όχι με την παρότρυνση) των «επίσημων» ουκρανικών Αρχών, πρόλαβαν μέχρι τώρα να κάψουν δύο φορές μόνο στο Κίεβο τα κεντρικά γραφεία του κόμματος, το εξοχικό του γιου του Α’ Γραμματέα Πετρό Σιμονένκο, όπως επίσης και τα γραφεία του ειδησεογραφικού πόρταλ που διευθύνει η σύζυγος του επικεφαλής των Ουκρανών κομμουνιστών. Χώρια το κάψιμο των γραφείων του κόμματος σε όλη την ουκρανική επικράτεια, το πλιάτσικο στα περιουσιακά του στοιχεία (έχουν κλαπεί έως και χρηματοκιβώτια!) και τα επεισόδια βίας έναντίον στελεχών, μελών και απλών υποστηρικτών του κόμματος (φόνοι, ξυλοδαρμοί, ακόμη και βιασμοί). Όλες αυτές οι εγκληματικές ενέργειες μένουν συστηματικά ατιμώρητες, γεγονός που πιστοποιεί ότι οι δυνάμεις του νεοναζισμού είναι, ουσιαστικά, αυτές που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους και έχουν επιβάλει σε όλες τις λειτουργίες του κράτους τη δική τους μισάνθρωπη και μισαλλόδοξη ατζέντα. Η επικύρωση της εξόδου στην παρανομία μίας πολιτικής δύναμης που στις εκλογές του 2010 έλαβε 2.757.000 ψήφους και ποσοστό 13,2%, μένοντας οριακά στην 4η θέση πίσω από το νεοφιλελεύθερο «UDAR» του Βιτάλι Κλιτσκό και που είναι σημαντικά γειωμένη με το λαϊκό κίνημα της χώρας του είναι μια εξέλιξη που πρέπει να προκαλεί ανησυχία σε όλους τους δημοκρατικούς πολίτες, είτε αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί είτε όχι… Η παρουσία και, ουσιαστικά η άσκηση εξουσίας σε μια κυβέρνηση ευρωπαϊκού κράτους από δυνάμεις πιστές στο ναζισμό για πρώτη φορά μετά το 1945 και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας είναι μια άκρως αρνητική εξέλιξη, η οποία γίνεται ακόμη αρνητικότερη, εάν λάβουμε υπόψη πως την άνοδό τους στην εξουσία υποβοήθησε και χρηματοδότησε η – κατά τα λοιπά… «δημοκρατική» – «καθ’ ημάς» Δύση, ΗΠΑ και ΕΕ. Αυτό το τελευταίο είναι που θα πρέπει να προβληματίσει και τους δημοκρατικούς και αριστερούς πολίτες που μέχρι τώρα πίστευαν πως ένα υπερεθνικό πολιτικό και οικονομικό μόρφωμα όπως η ΕΕ (τουλάχιστον στη μορφή που τη γνωρίζουμε) μπορεί να λειτουργήσει έστω και υπό προϋποθέσεις ως «πυλώνας δημοκρατίας και υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων»… Η πράξη δείχνει πως συμβαίνει μάλλον το ακριβώς αντίθετοκαι αυτό είναι μία από τις πολυτιμότερες πληροφορίες που θα μπορούσε να λάβει ένας υγιώς σκεπτόμενος πολίτης από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών…
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ (Ρωσία) – νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.