Γεννήθηκε στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα. Εργάστηκε έπειτα ως καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Συνεργάστηκε με τους Γλέζο και Δελμούζο στον αγώνα για την καθιέρωση της δημοτικής. Ασπάζεται τη μαρξιστική ιδεολογία και απολύεται από την θέση που κατείχε. Τα έτη 1924 - 1928 ζει στο Παρίσι όπου γράφει την συλλογή "Σκλάβοι Πολιορκημένοι" . Η ποίησή του περνά δύο φάσεις οι οποίες ορίζονται από τα μεγάλα γεγονότα του 1914 - 1922 (α'Παγκόσμιος, Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, Μικρασιατική καταστροφή) Η Πρώτη περίοδος χαραχτηρίζεται από λυρισμό με ποιήματα κυρίως αρχαιολατρικά και φυσιολατρικά. Στη δεύτερη περίοδο ο ποιητικός του λόγος συστρατεύεται τον κομμουνισμό, αγωνίζεται για τα δίκαια της εργατικής προλεταριακής τάξης. Τα προπαγανδιστικά μηνύματα, η σάτιρα, ο σαρκασμός έκαναν ορισμένους κριτικούς να υποτιμήσουν την ποιητική του δημιουργία : "αγοραία, αστεία και άφθονη χυδαιολογία" (Γ. Θεοτοκάς), "ρητορικές εκτοξεύσεις συνθημάτων κομμουνιστικού συλλαλητηρίου" (Α Καραντώνης)
Ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης γράφει για τον εαυτό του στα φιλολογικά του απομνημονεύματα: " ...ο κοινωνικός επαναστάτης που προσπάθησε με τη ζωή και το έργο του να ξεριζώσει τις σάπιες, νεκρές, άγονες και ψεύτικες αξίες (θρησκευτικές, κοινωνικές πολιτικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές) που αποχαυνώνουν τις μάζες, εκμεταλλεύονται το λαό και κατασκευάζουν πολέμους με σκοπό την αρπαγή, τη λεία και την υποδούλωση σε ξένους λαούς..."
Μάλλον δε χρειάζονται περισσότερες συστάσεις για την ποίηση του Βάρναλη. Αυτό το δικτυακό άρθρο που γράφω εδώ δεν αποσκοπεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη αλλά μάλλον σε απόπειρα διάδοσης του ποιητή και του λόγου του. Έγραψε ποίηση με κοινωνικό προσανατολισμό, κύρια χαραχτηριστικά της οποίας είναι η σατιρική διάθεση και ο σαρκασμός. επίκεντρο της ποίησής του είναι ο άνθρωπος και κυρίως ο άνθρωπος που πονάει, που είναι υποδουλωμένος, φυλακισμένος σε αντίξοες κοινωνικές συνθήκες. Χαραχτηριστική είναι η συλλογή του "Σκλάβοι Πολιορκημένοι"ο τίτλος της οποίας αναφέρεται στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που ζουν σε κατάσταση μόνιμης αθλιότητας και σε συνθήκες ήττας. Ο τίτλος αυτός σίγουρα θυμίζει σε πολλούς το γνωστό ποίημα του Σολωμού : "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι".
Ο Βάρναλης εσκεμμένα έδωσε αυτόν τον τίτλο. Παίρνοντας έναν τίτλο ο οποίος είχε γίνει εδώ και πολλές δεκαετίες σύμβολο του Αγώνα για την ανεξαρτησία και αντικαθιστώντας την πρώτη λέξη (ελεύθεροι) με την ακριβώς αντίθετή της έννοια, δηλώνει την άμεση ρήξη και αντίθεσή του με τα ιδανικά και τις ιδέες που "κουβαλά"σαν αποσκευές αυτός ο τίτλος. Αντιτίθεται στον εθνικιστικό οίστρο που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στα πεδία των μαχών για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα διαφορετικά από τα δικά τους. Περαιτέρω, η λέξη σκλάβοι περιγράφει ξεκάθαρα την εικόνα του Βάρναλη για τα κατώτερα στρώματα: φυλακισμένα στη φτώχεια τους, εξαρτημένα από τα ανώτερα στρώματα με δεσμούς οικονομικούς.
Ο ίδιος γράφει για τη συλλογή "Σκλάβοι πολιορκημένοι" : "Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι όπως κι ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και το πρώτο σχεδίασμα της αληθινής απολογίας του Σωκράτη γραφτήκανε στη Γαλλία, ύστερ'απ'το πρώτο παγκόσμιο μακελειό. Ο θάνατος κι η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερεις ανέμους τα ψεύτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών. Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι είναι στην ουσία τους έργο αντιπολεμικό και αντιιδεαλιστικό."
Από αυτή τη συλλογή προέρχεται το ακόλουθο άτιτλο ποίημα. Σε αυτό παρατηρούμε το σαρκασμό και τη σατιρική διάθεση του Βάρναλη που χαραχτηρίζουν όλην την ποίησή του. Επικρατεί η εικόνα του περιθώριου ( αλκοολισμός, ανεργία, καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ) ενώ από την άποψη της τεχνικής το ποίημα ξεχωρίζει για την μετρική του τελειότητα.
Πάλι μεθυσμένος είσαι δυόμιση ώρα της νυχτός
κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρός στο κάθε τραπεζάκι - "Γεια σου Κωσταντή βαρβάτε"!
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου δινεν ποτήρι κι άλλος σου δινεν ελιά
έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Τριβέλας!
έκανες, πως δεν άκουγες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, που 'σαι, νιότη, που'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Σχετικά με το παραπάνω ποίημα ο κριτικός Α. Καραντώνης γράφει: "Το πορτραίτο του Κωσταντή του βαρβάτου είναι σα να βγαίνει και να ξεκόβει, ονομασμένος και συγκεκριμένος πια, ολόσωμος και ολόψυχος, μέσα από την ανώνυμη και σκοτεινή συντροφιά των Μοιραίων." (βλέπε το επόμενο ποίημα) Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται στο ποίημα "Οι μοιραίοι". Αν η Ιθάκη είναι το πιο φημισμένο ποίημα του Καβάφη, ανάλογη θέση έχει στην ποίηση του Βάρναλη το συγκεκριμένο ποίημα.
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
ολ'η παρέα πίναμ'εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο ο νους κι αν τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ'άσωτ'ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ'άλλου κοντοήμερ'η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι(1) ο γιός του Μάζη
κι κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.(2)
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρωτ'απ'όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα!
(1) Παλαμήδι : πρόκειται για τις φυλακές του Παλαμηδιού
(2) Το Γκάζι τότε ήταν κακόφημη περιοχή όπου έκαναν πιάτσα πόρνες. Με αυτό το στίχο ολοκληρώνεται η εικόνα της μιζέριας των κατώτερων στρωμάτων: εγκληματικότητα, πορνεία, κακές συνθήκες διαβίωσης, αρρώστιες και θνησιμότητα. Παρακάτω ο Βάρναλης επαναφέρει και το πρόβλημα του αλκοολισμού (φταίει πρωτ'απ'όλα το κρασί) που θίγει και στο προηγούμενο ποίημά του.
Παλιολαός
Σαν πρωτόβγα στη ζωή,
τίποτα δε βρήκα.
Ενας δρόμος. Κι΄ ουδέ νους
ουδέ μάτια κι΄ ακοή.
Στο κοπάδι μπήκα
και με δέσαν μ΄ ολουνούς.
Θάλασσα, στεριά και φως
τίποτα δικό μας.
Τίποτ΄ έξω μας κι΄ εντός.
Μόν΄ ο Χάρος αδεργός
και μοναδικό μας
φως και τέρμα του παντός.
- Πού παγαίνουμε, αδεργοί;
φάναζα. Κανένας
δε γυρνούσε. Ήταν, οϊμέ
όλοι τους όμοια κουφοί
και τυφλοί της γέννας
και δεμένοι σαν κι΄ εμέ.
Σκουντουφλούσαμε γερτοί
λάσπη φορτωμένοι.
- Προχωράτε ζωντανά!
Να και τούτη, να κι΄ αυτή
σ΄ όποιον αποσταίνει
να μη σηκωθεί ξανά.
Προχωράμε ολοζωίς
κι΄ είμαστε όλο πίσου.
Ενας κλαίει, άλλος γελά,
όταν σκάβουμε τη γης,
ξέχειλοι του μίσου,
το δικό μας τάφο... Αλλά
να! μπροστά μας άλλοι, οχτροί,
όμοι΄ αλυσωδεμένοι!
- Ίσ΄ απάνω τους!.. Καρδιά!..
Θα σας πάρουν την ιερή
την πατρίδα οι ξένοι,
τις γυναίκες, τα παιδιά!
Μνέσκαμ΄ από τη σφαγή
ένας κάθε δέκα
και σακάτηδες! Ξανά
εδικιά μας όλ, η γη,
τέκνα μας, γυναίκα
και δεμένοι πιο στενά!
Χάιντε πάλι απ΄ την αρχή
(κατά θέλημα Θεού!)
δίχως σώμα και ψυχή
προπατορική ιστορία
του παλιολαού!
Ξαφνικά σεισμός, βουλκάνοι
με φωτιά κατεβατή,
Στοπ! Δεν έχει άλλη πορεία!
Τρέχει ο δήμιος, δεν προκάνει,
σ΄ εκκλησιά πελεκητή
να γυρέψει σωτηρία.
Τ'είναι τούτ; οργή Λαού
παρά θέλημα Θεού!
Θα σ΄αγναντεύω θάλασσα
Να σ΄ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ΄ το βουνό ψηλά,
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ΄ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να΄ ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας,
μετ΄ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ΄ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ΄ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά, κάποτ΄ ένα καράβι
τ΄ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξαναντωμένα απ΄ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα το νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αυτά μες τ΄ όνειρό τους
να τραγουδάνα, αξύπνητα καιρό.
Ετσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να΄ ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά
μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαριόλα ου,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ΄ τη μαύρη τούτη
κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους.
(Το φως που καίει)
Τσιγγάνικο
Βάρα γερά τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσέ ζουρνά σου!
Φλουρί κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιά κι ο κόρφος σου πετάει
τα μπρούνζινα γιορτάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
Παίζει το μαύρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
και φέρνει ο λάγνο σου χορός την πεθυμιά της νύχτας!..
Kρασί ας μη παύσουν τ'άταχτα μουστάκια μας να στάζουν!..
Ε συ, πατέρα! Η κόρη σου 'πόψε το παθαμύθι
θα μου είπει το τσιγγάνικο πα'στο προσκεφαλό μου!
Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ'άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν'ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ'ύστερα απ'το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι
Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ'αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ'ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν'αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Θυσία
Τ ο μυτερό σου το σκουφί,
Μίδ'απ'την άτριχη κορφή
πέτα κάτω
και φέρε απ'το χλωρό τ'αχούρι
το διχρονίτικο γαϊδούρι
το βαρβάτο!
Που λάμπ'η πέτσα του γιαλί
και κανείς δεν το καβαλλεί
και τη νιότη
την απερνάει στα πισινά του
ολόρθο, κ'είναι τ'αχαμνά του
όλο αξιότη!
Φέρτο στη μέση τ'αλωνιού
και στο ριζό του πλατανιού
ρίχτο χάμου,
είνα'η σειρά του να δοξάσει
τους γόνιμους θεούς, να πιάσ'η
προσφορά του!
'Πόψε παντρεύομαι, γι'αυτό
σου άξιζε τέτιο ένα σφαχτό
κοτσονάτο,
εσένα, Πρίαπε, ασκημομούρη,
πούσαι κι'εσύ σαν το γαϊδούρι,
το βαρβάτο!
Ζούγκλα
Μουσελίνα τέζα
σ'ορθοβύζι ντούρο
προσωπάκι σκούρο-
λάγνα χαβανέζα!
Kορακοφρυδάτη,
μυγδαλοματούσα,
μελισσοχνουδάτη.
Ε, και να πατούσα
τ'ατσαλένιο νύχι,
δόντι σιδερό,
στο κουστό σου σνίχι
το μαυριδερό,
Οπως στη λαγκάδα
την ερημική
τίγρη τη ζαρκάδα
την καταξεσκεί
κι'άγρι'αντιβογκά
γύρω στα λογκά
η χαρά του ενού
Χάρος τ'αλλουνού.
Η Μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ'αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ'αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ'έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ'αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ'"όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ'αφέντη το φαΐ.
Kαι γι'αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ'εμένα σε μια σφήνα
μ'έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ'έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ'η Xώρα κ'οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K'έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ'εγώ,
του θεού τ'αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν'η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ'άσπρα, τ'αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ'την αδικιά τ'αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ'αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ'οι ραγιάδες απ'τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ'αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ'έχ'η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ'άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)
Ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης γράφει για τον εαυτό του στα φιλολογικά του απομνημονεύματα: " ...ο κοινωνικός επαναστάτης που προσπάθησε με τη ζωή και το έργο του να ξεριζώσει τις σάπιες, νεκρές, άγονες και ψεύτικες αξίες (θρησκευτικές, κοινωνικές πολιτικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές) που αποχαυνώνουν τις μάζες, εκμεταλλεύονται το λαό και κατασκευάζουν πολέμους με σκοπό την αρπαγή, τη λεία και την υποδούλωση σε ξένους λαούς..."
Μάλλον δε χρειάζονται περισσότερες συστάσεις για την ποίηση του Βάρναλη. Αυτό το δικτυακό άρθρο που γράφω εδώ δεν αποσκοπεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη αλλά μάλλον σε απόπειρα διάδοσης του ποιητή και του λόγου του. Έγραψε ποίηση με κοινωνικό προσανατολισμό, κύρια χαραχτηριστικά της οποίας είναι η σατιρική διάθεση και ο σαρκασμός. επίκεντρο της ποίησής του είναι ο άνθρωπος και κυρίως ο άνθρωπος που πονάει, που είναι υποδουλωμένος, φυλακισμένος σε αντίξοες κοινωνικές συνθήκες. Χαραχτηριστική είναι η συλλογή του "Σκλάβοι Πολιορκημένοι"ο τίτλος της οποίας αναφέρεται στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που ζουν σε κατάσταση μόνιμης αθλιότητας και σε συνθήκες ήττας. Ο τίτλος αυτός σίγουρα θυμίζει σε πολλούς το γνωστό ποίημα του Σολωμού : "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι".
Ο Βάρναλης εσκεμμένα έδωσε αυτόν τον τίτλο. Παίρνοντας έναν τίτλο ο οποίος είχε γίνει εδώ και πολλές δεκαετίες σύμβολο του Αγώνα για την ανεξαρτησία και αντικαθιστώντας την πρώτη λέξη (ελεύθεροι) με την ακριβώς αντίθετή της έννοια, δηλώνει την άμεση ρήξη και αντίθεσή του με τα ιδανικά και τις ιδέες που "κουβαλά"σαν αποσκευές αυτός ο τίτλος. Αντιτίθεται στον εθνικιστικό οίστρο που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στα πεδία των μαχών για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα διαφορετικά από τα δικά τους. Περαιτέρω, η λέξη σκλάβοι περιγράφει ξεκάθαρα την εικόνα του Βάρναλη για τα κατώτερα στρώματα: φυλακισμένα στη φτώχεια τους, εξαρτημένα από τα ανώτερα στρώματα με δεσμούς οικονομικούς.
Ο ίδιος γράφει για τη συλλογή "Σκλάβοι πολιορκημένοι" : "Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι όπως κι ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και το πρώτο σχεδίασμα της αληθινής απολογίας του Σωκράτη γραφτήκανε στη Γαλλία, ύστερ'απ'το πρώτο παγκόσμιο μακελειό. Ο θάνατος κι η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερεις ανέμους τα ψεύτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών. Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι είναι στην ουσία τους έργο αντιπολεμικό και αντιιδεαλιστικό."
Από αυτή τη συλλογή προέρχεται το ακόλουθο άτιτλο ποίημα. Σε αυτό παρατηρούμε το σαρκασμό και τη σατιρική διάθεση του Βάρναλη που χαραχτηρίζουν όλην την ποίησή του. Επικρατεί η εικόνα του περιθώριου ( αλκοολισμός, ανεργία, καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ) ενώ από την άποψη της τεχνικής το ποίημα ξεχωρίζει για την μετρική του τελειότητα.
Πάλι μεθυσμένος είσαι δυόμιση ώρα της νυχτός
κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρός στο κάθε τραπεζάκι - "Γεια σου Κωσταντή βαρβάτε"!
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου δινεν ποτήρι κι άλλος σου δινεν ελιά
έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Τριβέλας!
έκανες, πως δεν άκουγες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, που 'σαι, νιότη, που'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Σχετικά με το παραπάνω ποίημα ο κριτικός Α. Καραντώνης γράφει: "Το πορτραίτο του Κωσταντή του βαρβάτου είναι σα να βγαίνει και να ξεκόβει, ονομασμένος και συγκεκριμένος πια, ολόσωμος και ολόψυχος, μέσα από την ανώνυμη και σκοτεινή συντροφιά των Μοιραίων." (βλέπε το επόμενο ποίημα) Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται στο ποίημα "Οι μοιραίοι". Αν η Ιθάκη είναι το πιο φημισμένο ποίημα του Καβάφη, ανάλογη θέση έχει στην ποίηση του Βάρναλη το συγκεκριμένο ποίημα.
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
ολ'η παρέα πίναμ'εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο ο νους κι αν τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ'άσωτ'ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ'άλλου κοντοήμερ'η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι(1) ο γιός του Μάζη
κι κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.(2)
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρωτ'απ'όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα!
(1) Παλαμήδι : πρόκειται για τις φυλακές του Παλαμηδιού
(2) Το Γκάζι τότε ήταν κακόφημη περιοχή όπου έκαναν πιάτσα πόρνες. Με αυτό το στίχο ολοκληρώνεται η εικόνα της μιζέριας των κατώτερων στρωμάτων: εγκληματικότητα, πορνεία, κακές συνθήκες διαβίωσης, αρρώστιες και θνησιμότητα. Παρακάτω ο Βάρναλης επαναφέρει και το πρόβλημα του αλκοολισμού (φταίει πρωτ'απ'όλα το κρασί) που θίγει και στο προηγούμενο ποίημά του.
Παλιολαός
Σαν πρωτόβγα στη ζωή,
τίποτα δε βρήκα.
Ενας δρόμος. Κι΄ ουδέ νους
ουδέ μάτια κι΄ ακοή.
Στο κοπάδι μπήκα
και με δέσαν μ΄ ολουνούς.
Θάλασσα, στεριά και φως
τίποτα δικό μας.
Τίποτ΄ έξω μας κι΄ εντός.
Μόν΄ ο Χάρος αδεργός
και μοναδικό μας
φως και τέρμα του παντός.
- Πού παγαίνουμε, αδεργοί;
φάναζα. Κανένας
δε γυρνούσε. Ήταν, οϊμέ
όλοι τους όμοια κουφοί
και τυφλοί της γέννας
και δεμένοι σαν κι΄ εμέ.
Σκουντουφλούσαμε γερτοί
λάσπη φορτωμένοι.
- Προχωράτε ζωντανά!
Να και τούτη, να κι΄ αυτή
σ΄ όποιον αποσταίνει
να μη σηκωθεί ξανά.
Προχωράμε ολοζωίς
κι΄ είμαστε όλο πίσου.
Ενας κλαίει, άλλος γελά,
όταν σκάβουμε τη γης,
ξέχειλοι του μίσου,
το δικό μας τάφο... Αλλά
να! μπροστά μας άλλοι, οχτροί,
όμοι΄ αλυσωδεμένοι!
- Ίσ΄ απάνω τους!.. Καρδιά!..
Θα σας πάρουν την ιερή
την πατρίδα οι ξένοι,
τις γυναίκες, τα παιδιά!
Μνέσκαμ΄ από τη σφαγή
ένας κάθε δέκα
και σακάτηδες! Ξανά
εδικιά μας όλ, η γη,
τέκνα μας, γυναίκα
και δεμένοι πιο στενά!
Χάιντε πάλι απ΄ την αρχή
(κατά θέλημα Θεού!)
δίχως σώμα και ψυχή
προπατορική ιστορία
του παλιολαού!
Ξαφνικά σεισμός, βουλκάνοι
με φωτιά κατεβατή,
Στοπ! Δεν έχει άλλη πορεία!
Τρέχει ο δήμιος, δεν προκάνει,
σ΄ εκκλησιά πελεκητή
να γυρέψει σωτηρία.
Τ'είναι τούτ; οργή Λαού
παρά θέλημα Θεού!
Θα σ΄αγναντεύω θάλασσα
Να σ΄ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ΄ το βουνό ψηλά,
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ΄ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να΄ ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας,
μετ΄ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ΄ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ΄ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά, κάποτ΄ ένα καράβι
τ΄ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξαναντωμένα απ΄ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα το νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αυτά μες τ΄ όνειρό τους
να τραγουδάνα, αξύπνητα καιρό.
Ετσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να΄ ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά
μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαριόλα ου,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ΄ τη μαύρη τούτη
κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους.
(Το φως που καίει)
Τσιγγάνικο
Βάρα γερά τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσέ ζουρνά σου!
Φλουρί κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιά κι ο κόρφος σου πετάει
τα μπρούνζινα γιορτάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
Παίζει το μαύρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
και φέρνει ο λάγνο σου χορός την πεθυμιά της νύχτας!..
Kρασί ας μη παύσουν τ'άταχτα μουστάκια μας να στάζουν!..
Ε συ, πατέρα! Η κόρη σου 'πόψε το παθαμύθι
θα μου είπει το τσιγγάνικο πα'στο προσκεφαλό μου!
Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ'άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν'ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ'ύστερα απ'το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι
Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ'αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ'ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν'αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Θυσία
Τ ο μυτερό σου το σκουφί,
Μίδ'απ'την άτριχη κορφή
πέτα κάτω
και φέρε απ'το χλωρό τ'αχούρι
το διχρονίτικο γαϊδούρι
το βαρβάτο!
Που λάμπ'η πέτσα του γιαλί
και κανείς δεν το καβαλλεί
και τη νιότη
την απερνάει στα πισινά του
ολόρθο, κ'είναι τ'αχαμνά του
όλο αξιότη!
Φέρτο στη μέση τ'αλωνιού
και στο ριζό του πλατανιού
ρίχτο χάμου,
είνα'η σειρά του να δοξάσει
τους γόνιμους θεούς, να πιάσ'η
προσφορά του!
'Πόψε παντρεύομαι, γι'αυτό
σου άξιζε τέτιο ένα σφαχτό
κοτσονάτο,
εσένα, Πρίαπε, ασκημομούρη,
πούσαι κι'εσύ σαν το γαϊδούρι,
το βαρβάτο!
Ζούγκλα
Μουσελίνα τέζα
σ'ορθοβύζι ντούρο
προσωπάκι σκούρο-
λάγνα χαβανέζα!
Kορακοφρυδάτη,
μυγδαλοματούσα,
μελισσοχνουδάτη.
Ε, και να πατούσα
τ'ατσαλένιο νύχι,
δόντι σιδερό,
στο κουστό σου σνίχι
το μαυριδερό,
Οπως στη λαγκάδα
την ερημική
τίγρη τη ζαρκάδα
την καταξεσκεί
κι'άγρι'αντιβογκά
γύρω στα λογκά
η χαρά του ενού
Χάρος τ'αλλουνού.
Η Μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ'αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ'αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ'έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ'αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ'"όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ'αφέντη το φαΐ.
Kαι γι'αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ'εμένα σε μια σφήνα
μ'έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ'έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ'η Xώρα κ'οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K'έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ'εγώ,
του θεού τ'αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν'η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ'άσπρα, τ'αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ'την αδικιά τ'αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ'αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ'οι ραγιάδες απ'τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ'αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ'έχ'η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ'άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)