Φιόντορ Λουκιάνοφ, αρχισυντάκτης του περιοδικού Russia in Global Affairs Η ουκρανική κρίση οδήγησε σε μετωπική σύγκρουση Ρωσία και Δύση. Υπάρχει, όμως, η γραμμή εκείνη, η οποία αν ξεπεραστεί, μπορεί να κάνει τους αντιπάλους να εγκαταλείψουν τον πόλεμο των κυρώσεων, και να περάσουν σε ανοικτό πόλεμο;
(Γελοιογραφία του Κωνσταντίν Μάλερ)
Η όξυνση της κατάστασης στην Ανατολική Ουκρανία προκάλεσε νέο μπαράζ σκληρών δηλώσεων με αποδέκτη τη Ρωσία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι ταυτόσημες δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, και του προέδρου της Ουκρανίας, Πιότρ Ποροσένκο, οι οποίοι θεωρούν ότι η κατάσταση πλησιάζει στο σημείο χωρίς επιστροφή.
Οι δηλώσεις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και αντανακλούν τη συνολική πολιτική αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στη Δύση. Ολα ξεκίνησαν πριν 25 χρόνια, και στηρίχτηκαν στον ισχυρισμό ότι έφτασε το «τέλος της ιστορίας». Βέβαια, από αυτή την τολμηρή φράση έχει παραιτηθεί ακόμη και ο δημιουργός της, ο αμερικανός πολιτικός επιστήμων Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος αναγνώρισε το λάθος εκείνης της άποψης. Στην ουσία όμως, αυτή ακριβώς η αντίληψη καθόριζε για πολύ καιρό την πολιτική των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών χωρών του Δυτικού κόσμου μετά το τέλος της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού μπλοκ. Σε πρακτικό επίπεδο αυτό σήμαινε ότι η διπλωματία στη συνήθη μορφή της -δηλαδή η αναζήτηση μια λύσης αποδεκτής από όλους- δεν είναι πλέον απαραίτητη. Κι'αυτό διότι θεωρείτο μη διαπραγματεύσιμη και «ορθή» κάθε λύση που βασίζεται στις αξίες και τις αντιλήψεις της Δύσης, η οποία στην αντιπαράθεσή της με τη Σοβιετική Ένωση, επέβαλε το πολιτικό, ιστορικό, ηθικό, οικονομικό και άλλο «δίκαιό» της.
Σημείο καμπής η ουκρανική κρίση
Μια τέτοια προσέγγιση ασφαλώς δεν έγινε αποδεκτή από πολλούς και για την εφαρμογή της χρειάστηκε η χρήση ισχύος. Όχι πάντοτε στρατιωτικής (αν και συνέβη και αυτό), αλλά σταθερά πολιτικής και οικονομικής, καθώς και επικοινωνιακής. Το αποτέλεσμα κάθε φορά ήταν όλο και λιγότερο πειστικό, αλλά αυτό δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου αυτή την προσέγγιση.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία οδήγησε σε μια μετωπική σύγκρουση της Ρωσίας και της Δύσης. Οι αντιφάσεις αυξάνονταν εδώ και πολύ καιρό. Αρκεί να θυμηθούμε τη διαφωνία για τη Συρία. Ωστόσο, οι θέσεις δεν απόκλιναν σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η πολιτική πρακτική, η οποία δεν θέλει σοβαρές συνομιλίες, αλλά βασίζεται στο ότι αυτοί πρέπει να δέχονται τους Δυτικούς όρους επίλυσης κάθε προβλήματος, δεν λειτουργεί. Ειδικά όταν στην αντίπερα όχθη υπάρχει μια δύναμη του διαμετρήματος της Ρωσίας, η οποία δεν υποκύπτει στις πιέσεις, και είναι ικανή να δώσει ισχυρή απάντηση στις κυρώσεις που της επιβάλλονται.
Ως «σημείο χωρίς επιστροφή» μάλλον εννοείται η στιγμή εκείνη, μετά την οποία διακόπτονται οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις και ταυτίσεις συμφερόντων, και φτάνει η ώρα της τιμωρίας. Ωστόσο, στο θέμα της Ουκρανίας δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία σοβαρή συνομιλία, αν θεωρηθεί ως κάτι τέτοιο η επιθυμία να εξευρεθεί μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων πλευρών, και όχι η εν λευκώ αποδοχή εκ μέρους της μιας πλευράς των όρων της άλλης.
Όσον αφορά την τιμωρία, εδώ εμφανίζεται ένα ακόμη παράδοξο της πολιτικής μετά τον Ψυχρό πόλεμο. Δηλαδή, ότι τα λόγια και οι έννοιες που εκφέρονται, χάνουν την αξία τους. Η περσινή ιστορία με την «κόκκινη γραμμή» που έθεσε ο Μπαράκ Ομπάμα στον Μπασάρ Άσαντ, είναι συμβολική. Επέδιδαν τελεσίγραφα στη Δαμασκό, χωρίς να θέλουν να τα εφαρμόσουν. Και, όταν τα λόγια έπρεπε να γίνουν πράξη, αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει ούτε η βούληση ούτε η επιθυμία, επειδή η χρήση βίας ήταν φανερό πως στερείτο νοήματος.
Ένα ακόμη πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το ΝΑΤΟ. Η συμμαχία δέχτηκε νέα μέλη και τους έδωσε εγγυήσεις ασφαλείας, πιστεύοντας ειλικρινά ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να τις εκπληρώσει. Το παράδοξο του ΝΑΤΟ μετά το 1991 είναι ότι η ίδια η διατήρηση και διεύρυνσή του προκαλούσε αυξανόμενους φόβους στους αντιπάλους του (όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στην Κίνα), την ώρα που η ίδια η συμμαχία ψυχολογικά απομακρυνόταν από τη «λογική» της εμπλοκής σε μια μεγάλη αντιπαράθεση. Τις διαβεβαιώσεις του ΝΑΤΟ ότι πλέον δεν θα δώσει βαρύτητα στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεών του, δεν τις πίστεψαν εκείνοι προς τους οποίους απευθύνονταν. Τις πίστεψαν, όμως, οι ίδιες οι χώρες-μέλη, οι οποίες τώρα είναι δύσκολο να αναπροσαρμοστούν. Αυτό που δημιουργεί επιπρόσθετη εσωτερική αναταραχή, είναι ότι η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη απλά δεν εμπιστεύεται τους συμμάχους, φοβούμενη πως στην κρίσιμη στιγμή αυτοί θα δεν θα εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.
Ούτε «τέλος της ιστορίας», ούτε «σημείο χωρίς επιστροφή»
Ποιο μπορεί, λοιπόν, να είναι το «σημείο χωρίς επιστροφή» που εκστόμισε ο κ.Μπαρόζο; Η διακοπή των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία; Κάτι τέτοιο είναι αντικειμενικά αδύνατο, ενώ κανείς δεν είναι έτοιμος να το δοκιμάσει. Βέβαια, οι κυρώσεις υποσκάπτουν τις σχέσεις των δύο πλευρών. Πόσο μάλλον, αφού προκαλεί αυτόματα τις ρωσικές αντι-κυρώσεις. Η λογική της αντεκδίκησης περιορίζει σταδιακά οποιεσδήποτε ορθολογικές κινήσεις, οικονομικές και πολιτικές. Ωστόσο, «μη επιστροφή» δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει και «τέλος της ιστορίας».
Όλοι συμφωνούν ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία δεν έχει στρατιωτική λύση. Δυστυχώς όμως, σε αντιπαραθέσεις αυτού του τύπου το στρατιωτικό στοιχείο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι, προκειμένου τελικά -έχοντας εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες για στρατιωτική νίκη- να οδηγηθούν τελικώς οι εμπλεκόμενες πλευρές στο τραπέζι των σοβαρών διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, η διεθνής πολιτική δεν είναι μια παρτίδα σκάκι όπου μπορείς να παίξεις και να νικήσεις, αλλά μια ατέλειωτη διαδικασία αναζήτησης ισορροπίας, η οποία πάντα εκτρέπεται, αλλά η επιδίωξή της και μόνο είναι ικανή να φέρει την ειρήνη έστω και προσωρινά.
Οι δηλώσεις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και αντανακλούν τη συνολική πολιτική αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στη Δύση. Ολα ξεκίνησαν πριν 25 χρόνια, και στηρίχτηκαν στον ισχυρισμό ότι έφτασε το «τέλος της ιστορίας». Βέβαια, από αυτή την τολμηρή φράση έχει παραιτηθεί ακόμη και ο δημιουργός της, ο αμερικανός πολιτικός επιστήμων Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος αναγνώρισε το λάθος εκείνης της άποψης. Στην ουσία όμως, αυτή ακριβώς η αντίληψη καθόριζε για πολύ καιρό την πολιτική των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών χωρών του Δυτικού κόσμου μετά το τέλος της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού μπλοκ. Σε πρακτικό επίπεδο αυτό σήμαινε ότι η διπλωματία στη συνήθη μορφή της -δηλαδή η αναζήτηση μια λύσης αποδεκτής από όλους- δεν είναι πλέον απαραίτητη. Κι'αυτό διότι θεωρείτο μη διαπραγματεύσιμη και «ορθή» κάθε λύση που βασίζεται στις αξίες και τις αντιλήψεις της Δύσης, η οποία στην αντιπαράθεσή της με τη Σοβιετική Ένωση, επέβαλε το πολιτικό, ιστορικό, ηθικό, οικονομικό και άλλο «δίκαιό» της.
Σημείο καμπής η ουκρανική κρίση
Μια τέτοια προσέγγιση ασφαλώς δεν έγινε αποδεκτή από πολλούς και για την εφαρμογή της χρειάστηκε η χρήση ισχύος. Όχι πάντοτε στρατιωτικής (αν και συνέβη και αυτό), αλλά σταθερά πολιτικής και οικονομικής, καθώς και επικοινωνιακής. Το αποτέλεσμα κάθε φορά ήταν όλο και λιγότερο πειστικό, αλλά αυτό δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου αυτή την προσέγγιση.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία οδήγησε σε μια μετωπική σύγκρουση της Ρωσίας και της Δύσης. Οι αντιφάσεις αυξάνονταν εδώ και πολύ καιρό. Αρκεί να θυμηθούμε τη διαφωνία για τη Συρία. Ωστόσο, οι θέσεις δεν απόκλιναν σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η πολιτική πρακτική, η οποία δεν θέλει σοβαρές συνομιλίες, αλλά βασίζεται στο ότι αυτοί πρέπει να δέχονται τους Δυτικούς όρους επίλυσης κάθε προβλήματος, δεν λειτουργεί. Ειδικά όταν στην αντίπερα όχθη υπάρχει μια δύναμη του διαμετρήματος της Ρωσίας, η οποία δεν υποκύπτει στις πιέσεις, και είναι ικανή να δώσει ισχυρή απάντηση στις κυρώσεις που της επιβάλλονται.
Ως «σημείο χωρίς επιστροφή» μάλλον εννοείται η στιγμή εκείνη, μετά την οποία διακόπτονται οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις και ταυτίσεις συμφερόντων, και φτάνει η ώρα της τιμωρίας. Ωστόσο, στο θέμα της Ουκρανίας δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία σοβαρή συνομιλία, αν θεωρηθεί ως κάτι τέτοιο η επιθυμία να εξευρεθεί μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων πλευρών, και όχι η εν λευκώ αποδοχή εκ μέρους της μιας πλευράς των όρων της άλλης.
Όσον αφορά την τιμωρία, εδώ εμφανίζεται ένα ακόμη παράδοξο της πολιτικής μετά τον Ψυχρό πόλεμο. Δηλαδή, ότι τα λόγια και οι έννοιες που εκφέρονται, χάνουν την αξία τους. Η περσινή ιστορία με την «κόκκινη γραμμή» που έθεσε ο Μπαράκ Ομπάμα στον Μπασάρ Άσαντ, είναι συμβολική. Επέδιδαν τελεσίγραφα στη Δαμασκό, χωρίς να θέλουν να τα εφαρμόσουν. Και, όταν τα λόγια έπρεπε να γίνουν πράξη, αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει ούτε η βούληση ούτε η επιθυμία, επειδή η χρήση βίας ήταν φανερό πως στερείτο νοήματος.
Ένα ακόμη πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το ΝΑΤΟ. Η συμμαχία δέχτηκε νέα μέλη και τους έδωσε εγγυήσεις ασφαλείας, πιστεύοντας ειλικρινά ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να τις εκπληρώσει. Το παράδοξο του ΝΑΤΟ μετά το 1991 είναι ότι η ίδια η διατήρηση και διεύρυνσή του προκαλούσε αυξανόμενους φόβους στους αντιπάλους του (όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στην Κίνα), την ώρα που η ίδια η συμμαχία ψυχολογικά απομακρυνόταν από τη «λογική» της εμπλοκής σε μια μεγάλη αντιπαράθεση. Τις διαβεβαιώσεις του ΝΑΤΟ ότι πλέον δεν θα δώσει βαρύτητα στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεών του, δεν τις πίστεψαν εκείνοι προς τους οποίους απευθύνονταν. Τις πίστεψαν, όμως, οι ίδιες οι χώρες-μέλη, οι οποίες τώρα είναι δύσκολο να αναπροσαρμοστούν. Αυτό που δημιουργεί επιπρόσθετη εσωτερική αναταραχή, είναι ότι η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη απλά δεν εμπιστεύεται τους συμμάχους, φοβούμενη πως στην κρίσιμη στιγμή αυτοί θα δεν θα εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.
Ούτε «τέλος της ιστορίας», ούτε «σημείο χωρίς επιστροφή»
Ποιο μπορεί, λοιπόν, να είναι το «σημείο χωρίς επιστροφή» που εκστόμισε ο κ.Μπαρόζο; Η διακοπή των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία; Κάτι τέτοιο είναι αντικειμενικά αδύνατο, ενώ κανείς δεν είναι έτοιμος να το δοκιμάσει. Βέβαια, οι κυρώσεις υποσκάπτουν τις σχέσεις των δύο πλευρών. Πόσο μάλλον, αφού προκαλεί αυτόματα τις ρωσικές αντι-κυρώσεις. Η λογική της αντεκδίκησης περιορίζει σταδιακά οποιεσδήποτε ορθολογικές κινήσεις, οικονομικές και πολιτικές. Ωστόσο, «μη επιστροφή» δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει και «τέλος της ιστορίας».
Όλοι συμφωνούν ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία δεν έχει στρατιωτική λύση. Δυστυχώς όμως, σε αντιπαραθέσεις αυτού του τύπου το στρατιωτικό στοιχείο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι, προκειμένου τελικά -έχοντας εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες για στρατιωτική νίκη- να οδηγηθούν τελικώς οι εμπλεκόμενες πλευρές στο τραπέζι των σοβαρών διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, η διεθνής πολιτική δεν είναι μια παρτίδα σκάκι όπου μπορείς να παίξεις και να νικήσεις, αλλά μια ατέλειωτη διαδικασία αναζήτησης ισορροπίας, η οποία πάντα εκτρέπεται, αλλά η επιδίωξή της και μόνο είναι ικανή να φέρει την ειρήνη έστω και προσωρινά.