Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Πάμπλο Νερούδα, ο ποιητής των καταπιεσμένων και των ερωτευμένων

$
0
0
Μόνο ότι τον συγκινούσε είχε θέση στη σκέψη και στα ποιήματά του. Και ξεκάθαρα τον συγκινούσε ο έρωτας. «Υπήκοος θα είμαι πιστός των θελγήτρων σου», απευθύνεται στο γυναικείο σώμα, στο έργο του «Είκοσι ερωτικά ποιήματα». Τον συγκινούσε και η καταπίεση των αδυνάτων, η ταξική πάλη, ο μαρξισμός. Ο αγώνας των πολλών ενάντια στους λίγους, για έναν κόσμο με αξίες χωρίς αδικία. «Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο…». Δεν είναι λίγα τα ποιήματα του που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολιτικό μανιφέστο.

Σαν σήμερα, πριν 41 χρόνια (σ.σ. 23 Σεπτεμβρίου 1973) απεβίωσε ο Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο, που θα μείνει γνωστός στην ιστορία ως Πάμπλο Νερούδα. Το 3pointmagazine ανατρέχει στη ζωή και το έργο του σπουδαίου ποιητή.



«Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις,
πάρε μου τον αέρα, αλλά
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.» («Το Γέλιο σου»)

Ήταν 23 Σεπτέμβρη του 1973 όταν ο Χιλιανός ποιητής και νομπελίστας, Πάμπλο Νερούδα, άφηνε την τελευταία του πνοή στην κλινική «Σάντα Μαρία» του Σαντιάγο στη Χιλή. Αντλούσε την έμπνευσή του από τον έρωτα, τον οποίο ένιωσε τρεις φορές, μια για κάθε γυναίκα που παντρεύτηκε και μοιράστηκε τη ζωή του. Έντονα πολιτικοποιημένος, με λυρικότητα και σουρεαλιστικό πνεύμα, άφησε την ποίησή του να στρατευτεί στην πολιτική καταγγελία και στον αγώνα των καταπιεσμένων και των κατατρεγμένων.

Ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του το 1946 με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούντα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιάν Νερούντα.

Οι ματωμένοι δρόμοι της Μαδρίτης την εποχή του ισπανικού εμφυλίου τον έπεισαν πως η ποίηση εκπορεύεται από το λαό και τους αγώνες του, αφήνοντας στην άκρη τις αναρχικές ιδέες των νεαρών του χρόνων. Βιώνει το θάνατο του φίλου του, Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, και επιλέγει μέσα από τα ποιήματά του τη σύγκρουση με τον εχθρό.

Στα 23 μόλις χρόνια του, αρχίζει την διπλωματική του καριέρα, η οποία τον φέρνει σε επαφή με χώρες όπως η Σρι Λάνκα, η Βιρμανία, η Σιγκαπούρη, η Αργεντινή και τέλος η Ισπανία. Στο Μπουένος Άιρες γνωρίζει τον Λόρκα, στη Βαρκελώνη τον Ραφαέλ Αλμπέρτι.



«Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση:» (Η Θάλασσα»)

Στρατεύεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής το 1943. Τρία χρόνια όμως αργότερα ο Γκονζάλες Βιντέλα το κηρύσσει εκτός νόμου, ενώ εκδίδει ένταλμα σύλληψης για τον ποιητή. Ο Νερούδα κρύβεται για καιρό σε σπίτια συγγενών και φίλων, ενώ περνά έφιππος τις Άνδεις και διαφεύγει στην Αργεντινή και από ΄κει, με τη βοήθεια πάλι φίλων, μεταξύ των οποίων και του Πικάσο, καταφέρνει το 1949 να περάσει στην Ευρώπη και το Παρίσι.

Μακριά από την πατρίδα του, συνεχίζει να καταπιάνεται με τα πολιτικά ζητήματα που τον απασχολούν, ενώ ταξιδεύει όλο τον κόσμο, στην Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Πολωνία, Ουγγαρία, Μεξικό, Ρουμανία, Ινδία, Ιταλία, Γαλλία, Ανατολική Γερμανία, Γουατεμάλα. Στην εξορία γνώρισε και τη «μούσα» του, Ματίλντε Ουρρούτια, που αποτέλεσε την τρίτη σύζυγό του, μετά την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ και την -κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του- Αργεντίνα Δέλια ντελ Καρρίλ.



«Μα περίμενέ με,
φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,
Θα σου δώσω, ακόμη,
ένα τριαντάφυλλο.» («Απουσία»)

Το 1950 εκδίδεται το περίφημο «Canto General» («Γενικό Άσμα»), ένα έργο επικών διαστάσεων, αποτελούμενο από 231 ποιήματα και περισσότερους από 15.000 στίχους. Εκδόθηκε στο Μεξικό, κυκλοφόρησε παράνομα στη Χιλή και μέσα σε λίγες εβδομάδες μεταφράστηκε σε 10 γλώσσες. Περιγράφει ολόκληρη την ιστορία, τη φύση και την εξέλιξη ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, σε ένα αξέχαστο έργο. Αργότερα, μελοποιείται από το Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο ο Νερούδα γνωρίζεται προσωπικά.

Το 1952 επιστρέφει στη Χιλή και γίνεται δεκτός εν μέσω αποθέωσης. Την επόμενη χρονιά (1953) του απονέμεται το βραβείο Στάλιν για την Ειρήνη των Λαών και το 1965 η Οξφόρδη τον ανακηρύσσει τιμής ένεκεν διδάκτορα του Πανεπιστημίου της. Το 1969 το Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής τον προτείνει για τη θέση του Προέδρου, αλλά ο ίδιος παραχωρεί το χρίσμα στον φίλο του, Σαλβαδόρ Αλιέντε, έτσι ώστε η «Λαϊκή Ενότητα» να κατέβει με έναν και μόνο υποψήφιο στις εκλογές. Μετά τη νίκη του, ο Αλιέντε τον διορίζει πρέσβη στο Παρίσι, όπου και θα παραμείνει μέχρι το 1972.





«Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.» («Αργοπεθαίνει»)

Από το 1971 είναι διαγεγνωσμένος ο καρκίνος του προστάτη, από τον οποίο πάσχει. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει στην Στοκχόλμη για να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Μια μάλλον ανέλπιστη διάκριση, καθώς η Ακαδημία δεν συνήθιζε να βραβεύει κομμουνιστές.



Στις 5 Δεκεμβρίου του 1972 πραγματοποιεί την τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο, όπου αποθεώνεται από 70.000 κόσμο που δίνει το παρών για να τον τιμήσει. Έχοντας καταβληθεί από τον καρκίνο, παραιτείται από το διπλωματικό του αξίωμα τον Φεβρουάριο του 1973 και αποσύρεται στο σπίτι του, στην Ίσλα Νέγρα. Εκεί τον βρίσκει το πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη του 1973, όπου πληροφορείται το θάνατο του Αλιέντε και τα εγκλήματα του Πινοσέτ. Λίγα 24ωρα αργότερα, αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο του Σαντιάγο.

Η κηδεία του γίνεται στο Γενικό Κοιμητήριο της πρωτεύουσας της Χιλής. Παρά την προειδοποίηση του Πινοσέτ να μη μετατραπεί σε δημόσιο γεγονός, χιλιάδες απλών ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους πολλοί κομμουνιστές και αριστεροί, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, αποχαιρετούν τον εκφραστή της σκέψης και των συναισθημάτων τους. Το νεκροταφείο μάλιστα είναι κυκλωμένο από οπλισμένους στρατιώτες, ελεύθερους σκοπευτές και χαφιέδες. Οι παρευρισκόμενοι τραγουδούν το «Canción del poder popular» (τον ύμνο της «Unidad Popular») και τη Διεθνή, αποθεώνοντας τους Νερούδα και Αλιέντε και φωνάζοντας συνθήματα κατά του Πινοσέτ. Η κηδεία του έχει μετατραπεί στην πρώτη εκκωφαντική μαζική λαϊκή αντίδραση στη δικτατορία του Πινοσέτ. Στο τέλος της κηδείας, η αστυνομία συλλαμβάνει πλήθος από αυτούς, των οποίων τα ίχνη αγνοούνται έως και σήμερα.

Το 1992 οι σωροί του Πάμπλο και της Ματίλντε μεταφέρονται και ενταφιάζονται, σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή, στην Ίσλα Νέγρα. Το 2011, γίνεται γνωστό από τον οδηγό του Νερούδα, Μανουέλ Αράγια, ότι ο ποιητής δολοφονήθηκε από το καθεστώς του Πινοσέτ με μια θανατηφόρα ένεση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής ζητάει να υποβληθεί σε κλινικούς ελέγχους το λείψανο ώστε να διαπιστωθούν τα πραγματικά αίτια του θανάτου. Το Ίδρυμα «Πάμπλο Νερούδα» αρχικά αντιτίθεται, αλλά τελικά δίνει τη συγκατάθεσή του και τον Απρίλιο του 2013 πραγματοποιείται η εκταφή, με τις εξετάσεις να βρίσκονται ως σήμερα σε εξέλιξη.

Αντί επιλόγου, ό, τι ο ίδιος συνήθιζε να λέει για το έργο του: «Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ό,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι΄ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ΄ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές «Ποιητικές Πραμάτειες» που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Trending Articles