Μια αναδρομή στον άξονα του χρόνου, με αφορμή τον πρόσφατο πόλεμο της Γάζας
ΦΩΤΟ ο Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι σε αυστριακό εξώφυλλο, 1944. Επιθεωρεί Μουσουλμάνους εθελοντές στον γερμανικό στρατό στη Γιουγκοσλαβία. (Ευγενική προσφορά του Edwin Black).
Από την ΚΑΡΙΝΑ ΛΑΜΨΑ και τον ΙΑΚΩΒ ΣΙΜΠΗ
1. [Εισαγωγή] Τον Νοέμβριο του 1947, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υπερψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, στο όνομα των Αράβων της Παλαιστίνης, το καταψήφισε. Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι αραβικές χώρες κήρυξαν τον πόλεμο στο νεοσύστατο κράτος. Στα εξήντα επτά χρόνια που πέρασαν, διεξήχθηκαν πόλεμοι με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, και ατέρμονες διαπραγματεύσεις που δεν οδήγησαν σε βιώσιμη λύση. Ένα καίριο ερώτημα, ύστερα από την εμπειρία τόσων χρόνων, είναι κατά πόσον οι Παλαιστίνιοι έχουν τη βούληση να δεχθούν τις συνέπειες μιας επιλογής που τους οδήγησε, εξήντα επτά χρόνια πριν, σε ήττα;
Οι πρωτεργάτες της διαδικασίας του Όσλο, της πρώτης πραγματικής προσπάθειας προσέγγισης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, πίστευαν ότι η συμφωνία αυτή θα οδηγούσε σε έναν ιστορικό συμβιβασμό. Όπως έγινε όμως σαφές από τις δεκάδες συναντήσεις που ακολούθησαν, οι διαφορές μεταξύ των δυο πλευρών δεν αφορούν μόνο τα θέματα των συνόρων και της ασφάλειας, των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, την Ιερουσαλήμ και τους πρόσφυγες, αλλά αγγίζουν ένα βαθύτερο θέμα.
Εάν οι Ισραηλινοί θεωρούσαν, τότε τουλάχιστον, ότι πρόκειται για μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο εθνικά κινήματα και, επομένως, οι απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και ΟΑΠ μπορούσαν να οδηγήσουν σε λύση, για την αραβική-παλαιστινιακή πλευρά η αντιπαράθεση αφορά ένα εθνικό κίνημα (το παλαιστινιακό) και μια αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική οντότητα (το Ισραήλ) η οποία πρέπει να εξαφανιστεί.
Μέλη της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής με τον Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι.
Η ισραηλινή πλευρά αναφέρεται σε «δύο κράτη για δύο λαούς», ενώ η παλαιστινιακή πλευρά αναφέρεται μόνο σε «δύο κράτη». Στην παλαιστινιακή αφήγηση, οι Εβραίοι δεν είναι λαός ή έθνος, αλλά απλώς μια θρησκευτική αίρεση, και ως εκ τούτου δεν έχουν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Γι’ αυτό, η παλαιστινιακή πλευρά αρνείται να αναγνωρίσει το Ισραήλ ως «κράτος του εβραϊκού λαού».
Εδώ βρίσκεται η ρίζα της αντιπαράθεσης με τους μετριοπαθείς Παλαιστίνιους – δεν είναι τα σύνορα ούτε οι εποικισμοί, ούτε καν η Ιερουσαλήμ. Έτσι εξηγείται η παλαιστινιακή εμμονή στο δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων του 1948 και των απογόνων τους, η οποία θα αποτελούσε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο εξαφάνισης του Ισραήλ. Κι αυτή είναι η πραγματική αιτία που οι πολύχρονες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τους μετριοπαθείς Παλαιστίνιους –είτε υπό την αρχηγία του Γιάσερ Αραφάτ, είτε υπό την αρχηγία του Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν)– δεν έχουν καρποφορήσει.
2.
[Τεοντόρ Χερτσλ, σιωνισμός και αραβικός εθνικισμός] Η ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο των εθνικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων ο σιωνισμός και ο αραβικός εθνικισμός. Η επιστροφή στη Γη του Ισραήλ (Παλαιστίνη) αποτελούσε πάντα τον μεγάλο πόθο του εβραϊκού λαού. Ωστόσο, η συζήτηση για την πραγμάτωση αυτού του ονείρου άρχισε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο αντισημιτισμός στη Ρωσία και στα ευρωπαϊκά κράτη σημείωσε άνοδο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Παλαιστίνη κατοικούσαν κυρίως Άραβες Μουσουλμάνοι, φελάχοι και βεδουίνοι, κι ένας μικρός αριθμός Χριστιανών Αράβων, Δρούζων, Τσερκέσιων και Εβραίων. Οι περισσότεροι Εβραίοι ζούσαν τότε στη διασπορά, αλλά στην Ιερουσαλήμ αποτελούσαν, από το 1892, πλειοψηφία.[1]
Το 1897, ιδρύθηκε το σιωνιστικό (εθνικό εβραϊκό) κίνημα από τον Τεοντόρ Χερτσλ, ο οποίος άρχισε τις ενέργειες για να αποσπάσει τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων για την ίδρυση εβραϊκού κράτους, που θα έδινε στον εβραϊκό λαό δικαίωμα αυτοδιάθεσης και θα χρησίμευε ως καταφύγιο για τους Εβραίους όλου του κόσμου. Τα ιδρύματα του σιωνιστικού κινήματος ενθάρρυναν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και συγκέντρωναν χρήματα για την αγορά γαιών.
Οι ηγέτες των Αράβων της Παλαιστίνης δεν άργησαν να δουν την εξέλιξη αυτή ως απειλή. Σιγά σιγά η ένταση κλιμακώθηκε, με αποτέλεσμα οι οθωμανικές αρχές να θέσουν περιορισμούς στην εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και, το 1892, να απαγορεύσουν την πώληση γαιών σε ξένους. Το 1914, ο εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης αριθμούσε περίπου 70.000 ψυχές.
Η προοπτική κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε την πλειονότητα των Εβραίων και των Αράβων της Παλαιστίνης να υποστηρίξουν τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Το 1915, σε αντάλλαγμα της αραβικής εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία υποσχέθηκε την ίδρυση κυρίαρχου αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη[2]. Όπως όριζε η μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό (1916) μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, η Παλαιστίνη επρόκειτο να μοιραστεί σε περιοχές υπό βρετανική κυριαρχία, υπό γαλλική κυριαρχία και υπό διεθνή έλεγχο. Παράλληλα, το 1917, οι Εβραίοι έλαβαν από τη Βρετανία υπόσχεση για ίδρυση εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη (Διακήρυξη Μπάλφουρ). Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σιωνιστικού κινήματος.
Στο τέλος του 1918, η Βρετανία κατέλαβε την Παλαιστίνη, η οποία έμεινε υπό στρατιωτική διοίκηση ως τον Ιούλιο του 1920, που η εξουσία πέρασε στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, η Βρετανία έλαβε επισήμως από την Κοινωνία των Εθνών την Εντολή για την Παλαιστίνη.
Μεταξύ 1919 και 1926 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περισσότεροι από 90.000 Εβραίοι. Οι σχέσεις ανάμεσα στον εβραϊκό και τον αραβικό πληθυσμό επιδεινώθηκαν και η εχθρότητα μεταξύ των δυο κοινοτήτων μεγάλωσε.
3.
[Η περίοδος της Βρετανικής Εντολής (1920-1948)] Διαφωνώντας με την Εβραϊκή Εγκατάσταση και τη βρετανική πολιτική απέναντι στο σιωνιστικό κίνημα, οι Άραβες της Παλαιστίνης άρχισαν να ασκούν βία και τρομοκρατία σε βάρος του εβραϊκού πληθυσμού. Την περίοδο 1921-1948, ηγέτης του αραβικού παλαιστινιακού κινήματος ήταν ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι, ο οποίος χρησιμοποίησε τις ρητορικές του ικανότητες για να συνεπάρει τα πλήθη και να τα ωθήσει σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι Εβραίοι επεδίωκαν να κυριαρχήσουν στο Όρος του Ναού, για να κτίσουν τον Ναό του Σολομώντος, και διεκδίκησε την έκταση του δυτικού τείχους της Ιερουσαλήμ (Τείχος των Δακρύων) ως ιερό τόπο των Μουσουλμάνων.
Το 1921, ύστερα από αραβικό πογκρόμ κατά του εβραϊκού πληθυσμού, συγκροτήθηκε η Αγκανά, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Εβραϊκής Εγκατάστασης στην Παλαιστίνη. Στα μεγάλα πογκρόμ του 1929, δολοφονήθηκαν οι κάτοικοι της εβραϊκής συνοικίας της Χεβρώνας. Όσοι κατάφεραν να σωθούν διώχτηκαν από την πόλη, ενώ η βία εξαπλώθηκε στο Σαφέντ και την Ιερουσαλήμ. Το 1936, το Ανώτατο Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Παλαιστίνης, υπό την ηγεσία του ελ-Χουσέινι, υποκίνησε τον αραβικό πληθυσμό σε μια μεγάλη εξέγερση τριών ετών, κατά την οποία δολοφονήθηκαν πολλοί Εβραίοι σε διάφορες πόλεις.
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, η Βρετανία άρχισε να αναδιπλώνεται από την ιδέα μιας εθνικής εβραϊκής εστίας και να εξετάζει την ίδρυση ενός κράτους για δύο λαούς ή ενός αραβικού κράτους με εβραϊκή μειοψηφία. Προς την κατεύθυνση αυτή, συγκροτήθηκαν πολλές επιτροπές έρευνας –όπως η Επιτροπή Χέικραφτ[3] (1921) και η Επιτροπή Σω[4](1929)– με πιο γνωστή την Επιτροπή Πηλ[5] (1936-1939), η οποία έθεσε για πρώτη φορά θέμα διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη για δύο λαούς. Το εβραϊκό κράτος θα περιλάμβανε την παράκτια λωρίδα, την κοιλάδα των Ιζραελών, το Μπετ-Σεάν και την κάτω Γαλιλαία, ενώ το αραβικό κράτος την ανατολική Υπεριορδανία και τη δυτική Παλαιστίνη. Στην εβραϊκή πλευρά υπήρχε διχογνωμία, ενώ η αραβική πλευρά απέρριψε κάθε ιδέα διχοτόμησης της Παλαιστίνης.
Το 1939, σε μια περίοδο που πολλοί Εβραίοι επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να αποδράσουν από την Ευρώπη, η Βρετανία περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των Εβραίων μεταναστών, καθώς και την αγορά γαιών στην Παλαιστίνη. Η ηγεσία της Εβραϊκής Εγκατάστασης οργάνωσε τότε μια μεγάλη επιχείρηση παράνομης μετανάστευσης (Ααπαλά).
Στις 6 Νοεμβρίου 1941, ο Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι επισκέφθηκε το Βερολίνο, όπου συναντήθηκε με τον Χίτλερ, από τον οποίον ζήτησε να αντιταχθεί η ναζιστική Γερμανία στην ίδρυση εθνικής εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη. Περιγράφοντας τη συνάντηση, ο Μουφτής έκανε λόγο για «ταύτιση απόψεων». Στον ελ-Χουσέινι δόθηκε η υπόσχεση πως με την κατάκτηση της Μέσης Ανατολής, μοναδικός σκοπός της Γερμανίας θα ήταν η εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου.[6]Στη διάρκεια του πολέμου, ο Χουσέινι πήγε στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γιουγκοσλαβία και τους βοήθησε να στρατολογήσουν Μουσουλμάνους στα Waffen-SS.
Οι εξελίξεις αυτές επιδείνωσαν τις σχέσεις μεταξύ αραβικής ηγεσίας και Βρετανίας, η οποία στράφηκε προς την Εβραϊκή Εγκατάσταση για συνεργασία, σε μια περίοδο που είναι γνωστή ως «διακόσιες μέρες τρόμου».[7]
Μετά τον πόλεμο, οι εβραϊκές αντιστασιακές οργανώσεις συγκρότησαν το «εβραϊκό επαναστατικό κίνημα» (1945-1946), που συντόνιζε τις ένοπλες ενέργειες κατά των βρετανικών αρχών. Την ίδια εποχή, έφτασαν παράνομα στην Παλαιστίνη πάνω από 70.000 άτομα. Πολλά από τα πλοία εντοπίζονταν από τους Άγγλους και οι επιβάτες τους εξορίζονταν σε στρατόπεδα στην Κύπρο, τότε βρετανική αποικία. Το γεγονός αυτό, τη στιγμή που γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο η φρίκη του Ολοκαυτώματος, προκάλεσε αίσθηση στη διεθνή κοινή γνώμη και η Βρετανία αποφάσισε να επιστρέψει την Εντολή για την Παλαιστίνη στον ΟΗΕ.
Ο Χαΐμ Βάιζμαν και ο Άμπα Έμπαν ενώπιον της επιτροπής UNSCOP.
Ο ΟΗΕ συγκρότησε τότε μια Ειδική Επιτροπή για την Παλαιστίνη (Επιτροπή UNSCOP[8], η οποία πρότεινε τη διχοτόμηση της περιοχής σε ένα εβραϊκό κι ένα αραβικό κράτος, με την Ιερουσαλήμ υπό διεθνή έλεγχο. Κανένα από τα δυο κράτη δεν θα είχε εδαφική αλληλουχία. Ήταν μια πρόταση που δεν ικανοποιούσε καμιά από τις δυο πλευρές. Οι Εβραίοι δεν ήθελαν να χάσουν την Ιερουσαλήμ και φοβούνταν πως ένα κράτος χωρίς εδαφική συνέχεια δεν θα ήταν βιώσιμο. Παρ’ όλα αυτά, το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ασκούσε χρέη κυβέρνησης της Εβραϊκής Εγκατάστασης, αποδέχθηκε το σχέδιο, ενώ η αραβική ηγεσία το απέρριψε. Την περίοδο εκείνη, πάνω από 60% των κατοίκων της Παλαιστίνης ήταν μη Εβραίοι (1.200.000), ενώ περίπου 35% (610.000) ήταν Εβραίοι.
Το σχέδιο διχοτόμησης υπερψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (απόφαση 181), με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 10 αποχές. Η Ελλάδα ψήφισε κατά του σχεδίου, συντασσόμενη με την αραβική πλευρά. Το σχέδιο επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ τη νύχτα μεταξύ 14ης και 15ης Μαΐου, ημερομηνία κατά την οποία οι Βρετανοί θα παρέδιδαν την Εντολή. Η έγκριση του σχεδίου διχοτόμησης οδήγησε τους Άραβες της Παλαιστίνης, με τη βοήθεια εθελοντών από πολλά αραβικά κράτη, σε ένοπλο αγώνα κατά της Εβραϊκής Εγκατάστασης, ο οποίος αποτέλεσε την απαρχή αυτού που το Ισραήλ ονομάζει Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.
Στις 14 Μαΐου 1948, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Την ίδια μέρα, η Αίγυπτος, η Συρία, η Ιορδανία, ο Λίβανος και το Ιράκ κήρυξαν τον πόλεμο στο νεοσύστατο κράτος. Ο πόλεμος έληξε με νίκη του Ισραήλ, το οποίο προσάρτησε εδάφη που δεν ορίζονταν από το σχέδιο διχοτόμησης. Η κατάπαυση του πυρός που κήρυξε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (22 Οκτωβρίου 1948) δεν τηρήθηκε, καθώς το Ισραήλ προχώρησε στην εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού από το έδαφός του. Στις 16 Νοεμβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τις δυο πλευρές σε διαπραγματεύσεις, γνωστές ως «συμφωνίες της Ρόδου» (22 Ιανουαρίου-20 Ιουλίου 1949). Ορίστηκαν τότε τα σύνορα του Ισραήλ («πράσινη γραμμή» ή σύνορα έως το 1967). Εδάφη που το Ισραήλ δεν κατέλαβε, όπως η περιοχή της Δυτικής Όχθης και η Λωρίδα της Γάζας, πέρασαν στην κυριαρχία της Ιορδανίας και της Αιγύπτου, αντίστοιχα. Το Ισραήλ κατέλαβε την Δυτική Ιερουσαλήμ, ενώ η παλιά πόλη και συνοικίες της Ανατολικής Ιερουσαλήμ πέρασαν στην κυριαρχία της Ιορδανίας. Το 1950, η Ιορδανία προσάρτησε τα εδάφη που είχε κατακτήσει στον πόλεμο, όπως και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Δυτική Όχθη, ονομασία που φέρει μέχρι σήμερα.
4.
[Οι πρόσφυγες] Στη διάρκεια του πολέμου, ένα μεγάλο μέρος των Αράβων κατοίκων της ισραηλινής επικράτειας (500.000 έως 700.000 ψυχές) εγκατέλειψαν τα σπίτια τους κι έγιναν πρόσφυγες. Άλλοι έφυγαν πριν από τον πόλεμο κι άλλοι στη διάρκεια των μαχών, είτε από δική τους επιλογή, είτε από παρότρυνση και εκφοβισμό από την πλευρά της αραβικής ηγεσίας ή επειδή εκδιώχθηκαν από τον ισραηλινό στρατό. Αυτή η εξέλιξη ονομάστηκε από τους Άραβες Νάκμπα (καταστροφή).
Όταν ο ΟΗΕ συγκρότησε την UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες), οι αραβικές χώρες δεν δέχτηκαν να ενταχθούν οι Παλαιστίνιοι, όπως οι άλλοι πρόσφυγες, στις χώρες όπου είχαν καταφύγει και απαίτησαν τη δημιουργία ξεχωριστού οργανισμού, που θα ασχολούνταν μόνο με την πρόνοια. Πέντε μέρες μετά, ο ΟΗΕ ίδρυσε την UNRWA.[9]Ο ορισμός της UNRWA για τον Παλαιστίνιο πρόσφυγα διαφέρει από τον ορισμό του ΟΗΕ για τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είναι «οι άνθρωποι που η κανονική τους κατοικία από τον Ιούνιο 1946 μέχρι τον Μάιο 1948 ήταν η Παλαιστίνη και έχασαν το σπίτι τους και τις πηγές βιοπορισμού τους εξαιτίας της ισραηλινοαραβικής διένεξης του 1948». Επίσης: «Οι απόγονοι των Παλαιστινίων προσφύγων θεωρούνται κι αυτοί πρόσφυγες», κάτι που δεν ισχύει για τους άλλους πρόσφυγες. «Η κατοχή ιθαγένειας άλλης χώρας δεν πλήττει το καθεστώς του Παλαιστίνιου πρόσφυγα», κάτι που επίσης δεν έχει προηγούμενο. Το καθεστώς του Παλαιστίνιου πρόσφυγα είναι κληρονομικό και δεν ακυρώνεται ποτέ, ούτε εξαιρούνται από αυτό παραβάτες, εγκληματίες, τρομοκράτες κ.ά.
Από τότε, οι αραβικές και μουσουλμανικές χώρες, με την αυτόματη πλειοψηφία που διαθέτουν στον ΟΗΕ, διαιωνίζουν το πρόβλημα, προκειμένου να το χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό χαρτί στη διένεξη με το Ισραήλ. Κι ενώ το πρόβλημα των εκατομμυρίων προσφύγων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει λυθεί προ πολλού, ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων του 1948 αντί να μειωθεί, αυξάνεται. Έτσι, όταν οι Παλαιστίνιοι μιλούν για δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων, εννοούν 7,5-10 εκατομμύρια άτομα, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση του Ισραήλ.
5.
[Από την ίδρυση του κράτους στον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1949-1957)] Με την ίδρυση του κράτους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, πρόσφυγες και επιζώντες του Ολοκαυτώματος άρχισαν να καταφθάνουν στο Ισραήλ. Στη διάρκεια του πολέμου, 856.000 Εβραίοι είχαν διωχθεί ή αποδράσει από τα αραβικά κράτη και είχαν μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, αναγκάστηκαν να φύγουν όλοι σχεδόν οι Εβραίοι από τα αραβικά κράτη. Το Ισραήλ αποσιώπησε αυτή την εξέλιξη, που πολλοί ονόμασαν «εβραϊκή Νάκμπα» (καταστροφή), θέλοντας να δείξει ότι έλυσε μόνο του το θέμα των προσφύγων του. Στους Άραβες Παλαιστίνιους που έμειναν στο Ισραήλ δόθηκε ισραηλινή υπηκοότητα. Μέχρι το 1966, όμως, ζούσαν υπό στρατιωτικό καθεστώς και η σχέση τους με το κράτος χαρακτηριζόταν από αμοιβαία καχυποψία.
Σταδιακά, οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους κατά μήκος των ισραηλινών συνόρων αυξήθηκαν. Το 1964, ιδρύθηκε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Το καταστατικό της οργάνωσης πρέσβευε το αποκλειστικό δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού σε όλη την Παλαιστίνη (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ).
Από την τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο στο Μααλότ.
Το 1967, αιγυπτιακές δυνάμεις πέρασαν τη Διώρυγα του Σουέζ και εισέβαλαν στο Σινά, ενώ η Συρία και η Ιορδανία συγκέντρωσαν στρατό στα βόρεια και ανατολικά σύνορα. Το Ισραήλ αποφάσισε να χτυπήσει πρώτο. Ακολούθησε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών κατά της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, στη διάρκεια του οποίου το Ισραήλ κατέλαβε τη Λωρίδα της Γάζας (από την Αίγυπτο), τη Δυτική Όχθη (από την Ιορδανία) και τα υψώματα του Γκολάν (από τη Συρία).
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, το Ισραήλ κατείχε ολόκληρη την επικράτεια της άλλοτε Βρετανικής Εντολής. Η ισραηλινή κυβέρνηση βάσισε την επιχειρηματολογία της στο γεγονός ότι η Παλαιστίνη δεν υπήρξε ποτέ κυρίαρχο κράτος κι επομένως το Ισραήλ δεν παραβίασε το τέταρτο εδάφιο της Συνθήκης της Γενεύης.
6.
[Από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών στις Συμφωνίες του Όσλο (1967-1993)] Η ήττα των αραβικών κρατών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών ενίσχυσε τον παλαιστινιακό εθνικισμό και τις οργανώσεις «ένοπλης αντίστασης». Στις 3 Νοεμβρίου 1969, ο Γιασέρ Αραφάτ, αρχηγός της οργάνωσης Φατάχ, εξελέγη πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΟΑΠ. Από την ίδρυσή της, η ΟΑΠ χρησιμοποιούσε βία εναντίον των ισραηλινών στόχων. Στην αρχή, προσπάθησε να κυριαρχήσει στη Δυτική Όχθη, γρήγορα όμως διώχτηκε από τον ισραηλινό στρατό και κατέφυγε στην Ιορδανία. Μόνο το 1969 πραγματοποιήθηκαν 3.170 επιθέσεις από τα ιορδανικά σύνορα κατά του Ισραήλ. Επειδή η χασεμιτική δυναστεία εκπροσωπούσε μόνο το 20% του ιορδανικού πληθυσμού, η εγκατάσταση των παλαιστινιακών οργανώσεων στην Ιορδανία αποτελούσε πραγματική απειλή για τη σταθερότητα του καθεστώτος. Ο βασιλιάς Χουσεΐν προχώρησε σε συμφωνία με τις παλαιστινιακές οργανώσεις, η οποία παραβιάστηκε το 1970, ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Πολύ σύντομα, η αντιπαράθεση πήρε τη μορφή γενικευμένου πολέμου ανάμεσα στον ιορδανικό στρατό και τις ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις. Τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά ως «Μαύρος Σεπτέμβρης». Τελικά, ο βασιλιάς Χουσεΐν κατέστειλε την εξέγερση, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους. Η ένοπλη αντιπαράθεση συνεχίστηκε ως τον Ιούλιο του 1971, με την εκδίωξη της ΟΑΠ στον Λίβανο. Μετά τον Μαύρο Σεπτέμβρη, μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων μετακινήθηκε στον Λίβανο και εντάχθηκε στους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζούσαν εκεί.
Η μυστική «συμφωνία του Καΐρου», η οποία υπογράφηκε μεταξύ της ΟΑΠ και της κυβέρνησης του Λιβάνου και αναφερόταν σε παλαιστινιακή αυτονομία στον νοτιοανατολικό Λίβανο, έδωσε τη δυνατότητα στην ΟΑΠ να χρησιμοποιεί την περιοχή ως βάση για εκτόξευση ρουκετών και επιθέσεων εναντίον αμάχων στο Ισραήλ, όπως η σφαγή σε σχολείο στο χωριό Μααλότ, που δολοφονήθηκαν 22 μαθητές και τραυματίστηκαν 68 (1974), η τρομοκρατική ενέργεια στο ξενοδοχείο Σαβόι στο Τελ-Αβίβ (1975) και η επίθεση εναντίον σχολικού λεωφορείου στο χωριό Αβιβίμ, όπου σκοτώθηκαν 12 παιδιά (1978). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι παλαιστινιακές οργανώσεις διεύρυναν την τρομοκρατική δραστηριότητά τους με αεροπειρατείες και επιθέσεις σε εβραϊκούς στόχους στο εξωτερικό. Η παλαιστινιακή τρομοκρατία κορυφώθηκε το 1972, με τη σφαγή των Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου κ.ά.
Τον Οκτώβριο του 1983, ξέσπασε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Σε μια συντονισμένη επίθεση, οι δυνάμεις της Συρίας και της Αιγύπτου αιφνιδίασαν, μέρα γιορτής, το Ισραήλ. Σταδιακά, ο ισραηλινός στρατός πέρασε από την άμυνα στην αντεπίθεση. Τελικά κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός. Ο πόλεμος του 1973 άνοιξε τον δρόμο για τις συμφωνίες του Καμπ Ντέηβιντ (1978), που αποτέλεσαν προηγούμενο για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ομάδες του θρησκευτικού σιωνισμού επιχείρησαν να εγκατασταθούν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας – περιοχές που το Ισραήλ κρατούσε ως διαπραγματευτικό χαρτί. Στην αρχή, η ισραηλινή κυβέρνηση εκκένωνε τους παράνομους οικισμούς, καθώς όμως δεν φαινόταν στον ορίζοντα προοπτική διαπραγμάτευσης, άρχισαν σιγά-σιγά οι πρώτοι εποικισμοί. Το 1977, η άνοδος του δεξιού κόμματος Λικούντ στην εξουσία επιτάχυνε τη διαδικασία του εποικισμού. Την ίδια χρονιά, στο Καμπ Ντέηβιντ, η Αίγυπτος ήταν η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, το οποίο αποχώρησε από το Σινά. Ακολούθησε η Ιορδανία, το 1994.
Η τρομοκρατική δράση των Παλαιστινίων συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία του 1970, με εκατοντάδες ενέργειες εναντίον Ισραηλινών πολιτών. Η ισραηλινή κυβέρνηση εγκαινίασε μια στρατιωτική επιχείρηση στον Λίβανο, με στόχο την προστασία των κατοικιών στο βόρειο Ισραήλ, με αποτέλεσμα όμως ο ισραηλινός στρατός να φτάσει ως τη Βηρυτό. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, οι χριστιανικές πολιτοφυλακές του Λιβάνου διέπραξαν τη σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, κατά την οποία δολοφονήθηκαν εκατοντάδες κάτοικοι των δυο παλαιστινιακών προσφυγικών καταυλισμών. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η ηγεσία της ΟΑΠ μετέφερε την έδρα της στην Τύνιδα. Η σφαγή αυτή δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο Ισραήλ. Η επιτροπή έρευνας που συγκροτήθηκε συμπέρανε πως δεν βρέθηκαν αποδείξεις για άμεση εμπλοκή του ισραηλινού στρατού, αλλά πως ορισμένοι αξιωματικοί δεν επιχείρησαν να σταματήσουν τη σφαγή. Τα συμπεράσματα της επιτροπής οδήγησαν τον τότε υπουργό Άμυνας Αριέλ Σαρόν σε παραίτηση. Ο πόλεμος του Λιβάνου τελείωσε το 1985, με την οπισθοχώρηση του ισραηλινού στρατού σε μια στενή λωρίδα στον νότιο Λίβανο, έτσι ώστε να αποτελεί προστατευτική ασπίδα για τα χωριά, τα κιμπούτς και τις πόλεις του βόρειου Ισραήλ.
Από τις οδομαχίες κατά την πρώτη Ιντιφάντα.
Τον Δεκέμβριο του 1987, ξέσπασε στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας η πρώτη Ιντιφάντα, κατά την οποία νεαροί Παλαιστίνιοι πετροβολούσαν Ισραηλινούς στρατιώτες. Εκείνη την εποχή, ο Αχμέντ Γιασίν και ο Αβντ ελ-Αζίζ ε-Ραντίσι ίδρυσαν την οργάνωση Χαμάς.
Τον Νοέμβριο του 1988, η ΟΑΠ ανακήρυξε την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, το οποίο αναγνωρίστηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο. Ύστερα από αμερικανικές πιέσεις, η ΟΑΠ δήλωσε ότι αναγνωρίζει το Ισραήλ και τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα κράτη αναγνώρισαν την ΟΑΠ. Το διεθνές γόητρο της ΟΑΠ υπέστη μεγάλο πλήγμα όταν υποστήριξε τον Σαντάμ Χουσεΐν στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Η διπλωματική απομόνωση οδήγησε τον Αραφάτ να λάβει μέρος σε ειρηνευτικές πρωτοβουλίες κι αργότερα στη διαδικασία του Όσλο.
Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, οι ΗΠΑ θεώρησαν πως η νέα κατάσταση στη Μέση Ανατολή άνοιγε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την οργάνωση διεθνούς ειρηνευτικής διάσκεψης. Το 1991, στη διάσκεψη της Μαδρίτης οι Παλαιστίνιοι μετείχαν ως μέρος της ιορδανικής διπλωματικής αποστολής. Αυτό το διπλωματικό τέχνασμα έδινε τη δυνατότητα έμμεσης διαπραγμάτευσης μεταξύ Ισραήλ και ΟΑΠ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι είχαν «διαπραγματευθεί» μόνο μέσω των όπλων.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν στο Ισραήλ, το 1992, νικητής αναδείχθηκε το Εργατικό Κόμμα υπό τον Ιτσχάκ Ράμπιν, ο οποίος είχε δεσμευθεί προεκλογικά για επίτευξη ειρήνης με τους Παλαιστίνιους, σε ένα διάστημα έξι έως εννιά μηνών.
7.
[Από τις συμφωνίες του Όσλο στη δεύτερη Ιντιφάντα (1993-2000)] Στις 9 Σεπτεμβρίου 1993, ύστερα από μυστικές συνομιλίες των δύο αντιπροσωπιών, ο Γιάσερ Αραφάτ και ο Ιτσχάκ Ράμπιν αντάλλαξαν επιστολές αμοιβαίας αναγνώρισης. Οι βασικές αρχές της συμφωνίας υπογράφηκαν με πλήρη μυστικότητα στο Όσλο (20 Αυγούστου) και επισήμως στην Ουάσιγκτον (13 Σεπτεμβρίου).Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η αποχώρηση του Ισραήλ από τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Ύστερα από μια ενδιάμεση περίοδο, θα ακολουθούσε μόνιμη συμφωνία (βάσει των αποφάσεων 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας). Οι συζητήσεις για την επίτευξή της θα άρχιζαν το αργότερο σε τρία χρόνια μετά την ισραηλινή αναδίπλωση. Έναντι των ισραηλινών παραχωρήσεων , οι Παλαιστίνιοι δεσμεύονταν να προωθήσουν «ανεκτικότητα έναντι του Ισραήλ» στην παλαιστινιακή κοινωνία.
Η συμφωνία του Όσλο οδήγησε σε μια μακροχρόνια διαπραγμάτευση (διαδικασία του Όσλο), που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Οι δυο πλευρές δεσμεύτηκαν να καταλήξουν σε πολιτική διευθέτηση για μια λύση «δύο κρατών για δύο λαούς». Ένα καίριο ερώτημα είναι κατά πόσο η Παλαιστινιακή Αρχή τήρησε τις δεσμεύσεις της, καθώς υπήρξαν ενδείξεις ότι μετείχε ενεργά στην ενθάρρυνση και χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών κατά του Ισραήλ.[10]
Από τον Απρίλιο του 1994, η Χαμάς άρχισε τις επιθέσεις αυτοκτονίας σε κεντρικά σημεία ισραηλινών πόλεων. Τον Μάιο του 1994, το Ισραήλ απέσυρε τον στρατό του από το μεγαλύτερο μέρος της Λωρίδας της Γάζας και από την περιοχή της Ιεριχούς. Τα εδάφη αυτά, όπως και άλλα αργότερα, παραδόθηκαν στην Παλαιστινιακή Αρχή.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1995, ο Ράμπιν κι ο Αραφάτ υπέγραψαν τη συμφωνία Όσλο 2, που έδινε στους Παλαιστίνιους αυτονομία στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Ως αντάλλαγμα, η Παλαιστινιακή Αρχή δεσμεύτηκε να σταματήσει την τρομοκρατία. Ωστόσο, η Χαμάς και άλλες ομάδες συνέχισαν τις επιθέσεις αυτοκτονίας.
Στις 4 Νοεμβρίου 1995, ο Ιτσχάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό φοιτητή Γιγκάλ Αμίρ. Τον αντικατέστησε ο Σιμόν Πέρες, ο οποίος ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του. Στο μεταξύ, ο Αραφάτ έγινε πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Το 1996, πρωθυπουργός στο Ισραήλ έγινε ο ηγέτης του δεξιού κόμματος Λικούντ, Μπινιαμίν Νετανιάου, ο οποίος είχε εκφράσει τη διαφωνία του με τη διαδικασία του Όσλο, υποστηρίζοντας πως έπρεπε να εξελίσσεται σταδιακά και υπό τον όρο ότι η παλαιστινιακή πλευρά θα τηρούσε τις υποσχέσεις της. Τον Ιανουάριο του 1997, ο ισραηλινός στρατός μεταβίβασε περιοχές της Χεβρώνας στους Παλαιστίνιους.
Η συμφωνία Γουάι[11] (προσθήκη στις συμφωνίες του Όσλο), που υπογράφηκε στον Λευκό Οίκο, στις 23 Οκτωβρίου 1998, από τον Νετανιάου και τον Αραφάτ, περιείχε χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 (Όσλο 2). Η υλοποίησή της προσέκρουσε σε πολλά εμπόδια και δεν τηρήθηκε πλήρως.
Το 1999, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ συνέχισε την πολιτική Ράμπιν. Στις 24 Μαΐου 2000, ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη λωρίδα ασφαλείας του νοτίου Λιβάνου.
8.
[Η δεύτερη Ιντιφάντα (2000-2005)] Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, με την αιτιολογία ότι η επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν στο Όρος του Ναού απειλούσε τους ιερούς τόπους των Μουσουλμάνων. Η αποτυχία της διαδικασίας του Όσλο, η δεύτερη Ιντιφάντα και η αύξηση της παλαιστινιακής τρομοκρατίας έκαναν μεγάλο μέρος των Ισραηλινών και των πολιτικών ηγεσιών τους να χάσουν κάθε εμπιστοσύνη προς την Παλαιστινιακή Αρχή ως αξιόπιστο εταίρο για την ειρήνη. Εξαιτίας της αυξανόμενης τρομοκρατίας της Χαμάς, ο ισραηλινός στρατός άρχισε να κάνει επιδρομές, συλλήψεις και εστιασμένες εξοντώσεις αρχηγών της οργάνωσης. Η πολιτική αυτή προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις στο Ισραήλ και στη διεθνή κοινή γνώμη. Στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα έγιναν το 2001 στο Ισραήλ εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Αριέλ Σαρόν, ο οποίος συγκρότησε κυβέρνηση μαζί με το Εργατικό Κόμμα.
Στις 27 Μαρτίου 2002 έγινε το μεγάλο τρομοκρατικό χτύπημα στο ξενοδοχείο Παρκ, στη Νατάνια, όπου δολοφονήθηκαν 30 Ισραηλινοί, οι οποίοι γιόρταζαν την πρώτη μέρα του εβραϊκού Πάσχα. Ο Σαρόν έδωσε τότε εντολή για την επιχείρηση Αμυντικό Τείχος[12] (29 Μαρτίου – 10 Μαΐου 2002). Παράλληλα, το Ισραήλ άρχισε να κτίζει τον διαχωριστικό φράχτη, κατά μήκος των συνόρων της «πράσινης γραμμής» με τη Δυτική Όχθη, με αποτέλεσμα οι παλαιστινιακές επιθέσεις να μειωθούν κατά 90%.
Τον Μάρτιο του 2003, ο Αραφάτ διόρισε τον Μαχμούντ Αμπάς πρώτο πρωθυπουργό της Παλαιστινιακής Αρχής, αρνήθηκε όμως να του μεταβιβάσει τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας και ο Αμπάς παραιτήθηκε. Μετά τον θάνατο του Αραφάτ (Νοέμβριος 2004), ο Αμπάς έγινε πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Μια από τις βασικές καταγγελίες κατά της Παλαιστινιακής Αρχής, μετά τον θάνατο του Αραφάτ, ήταν ότι ο τελευταίος και άλλα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης είχαν βάλει στις τσέπες τους δισεκατομμύρια δολάρια από την οικονομική βοήθεια. Οι κατηγορίες αυτές ενίσχυσαν την υποστήριξη του παλαιστινιακού πληθυσμού στη Χαμάς, η οποία είχε αρχίσει να βομβαρδίζει με ρουκέτες όλα τα παραμεθόρια χωριά και κιμπούτς, καθώς και την πόλη Σντερότ.
Τον Αύγουστο του 2005, το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Λωρίδα της Γάζας. Τα περάσματα από το Ισραήλ στη Γάζα έμειναν στη δικαιοδοσία του Ισραήλ, όπως και ο εναέριος και θαλάσσιος χώρος. Η πόλη Σντερότ και τα παραμεθόρια χωριά και κιμπούτς βομβαρδίζονταν καθημερινά από τη Χαμάς.
9.
[Η ενδυνάμωση της Χαμάς (2005 έως σήμερα)] Μετά τη νίκη της Χαμάς, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2006, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές χώρες κάλεσαν την οργάνωση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, να εγκαταλείψει τη βία και να αποδεχθεί τις ειρηνευτικές συμφωνίες. Η Χαμάς αρνήθηκε.
Τον Ιανουάριο του 2006, μαχητές της οργάνωσης πέρασαν τα σύνορα, σκότωσαν δυο Ισραηλινούς στρατιώτες κι απήγαγαν έναν άλλον, τον Γκιλάντ Σαλίτ. Τη νίκη της Χαμάς στις εκλογές, ακολούθησε η ένοπλη αντιπαράθεσή της με τη Φατάχ στη Λωρίδα της Γάζας (Ιούνιος 2007), η οποία οδήγησε στη διχοτόμηση της Παλαιστινιακής Αρχής: η Λωρίδα της Γάζας πέρασε στην κυριαρχία της Χαμάς και η Δυτική Όχθη παρέμεινε στην κυριαρχία της Φατάχ.
Η συμφωνία για εξάμηνη κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς έληξε στις 19 Δεκεμβρίου 2008, χωρίς να υπάρξει ανανέωση. Νέοι βομβαρδισμοί ανάγκασαν το Ισραήλ να αρχίσει, τον Δεκέμβριο του 2008, την επιχείρηση Συμπαγές Μολύβι. Η δράση εστιάστηκε κατά των στρατιωτικών βάσεων της Χαμάς, έγιναν όμως και επιθέσεις σε τζαμιά, νοσοκομεία και σχολεία, που σύμφωνα με το Ισραήλ χρησίμευαν ως αποθήκες πυρομαχικών και ρουκετών, και βάσεις εξόρμησης τρομοκρατών. Η Χαμάς διεύρυνε τους βομβαρδισμούς μέχρι το Ασντότ και άλλες πόλεις, που δεν είχαν βομβαρδιστεί στο παρελθόν.
Στην κυβέρνηση Νετανιάου, που ανέλαβε καθήκοντα στις 31 Μαρτίου 2009, ασκήθηκε πίεση από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να παγώσει τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη. Στις 26 Νοεμβρίου άρχισε το πάγωμα τον εποικισμών για μια περίοδο 10 μηνών. Σε απευθείας διαπραγματεύσεις (Σεπτέμβριος 2010) οι Παλαιστίνιοι απαίτησαν να συνεχιστεί το πάγωμα των εποικισμών μετά την περίοδο των 10 μηνών. Το Ισραήλ απέρριψε το αίτημα και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.
Στις 14 Νοεμβρίου 2012, το Ισραήλ διεξήγαγε νέα επιχείρηση, στη διάρκεια της οποίας οι ρουκέτες της Χαμάς έφτασαν για πρώτη φορά στο Τελ-Αβίβ. Οι περισσότερες αναχαιτίστηκαν από το αντιαεροπορικό σύστημα Σιδερένιος Θόλος.
Τον Ιούνιο 2014, απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από την Χαμάς τρεις νεαροί Ισραηλινοί. Η δολοφονία ενός νεαρού Παλαιστίνιου από Εβραίους εξτρεμιστές, ως αντίποινα, αναζωπύρωσε τη βία. Η εκτόξευση ρουκετών εναντίον άμαχου πληθυσμού στο νότιο Ισραήλ κλιμακώθηκε κι έτσι ξεκίνησε μια νέα ισραηλινή επιχείρηση, που σκοπός της ήταν να σταματήσει την εκτόξευση ρουκετών και να καταστρέψει τις σήραγγες που είχε κτίσει η Χαμάς, για να προβαίνει σε τρομοκρατικές ενέργειες και απαγωγές Ισραηλινών πολιτών ή στρατιωτών. Η επιχείρηση αυτή εξελίχθηκε στον πόλεμο της Γάζας (Ιούλιος-Αύγουστος 2014).
Αυτός ο τελευταίος πόλεμος έφερε στην επιφάνεια ακόμα ένα πρόβλημα. Σε όλη σχεδόν τη Μέση Ανατολή, από το Ιράν μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη, διεξάγεται εδώ και δυο-τρία χρόνια ένας πόλεμος, ο οποίος στην αρχή εμφανίστηκε ως εξέγερση των προοδευτικών στοιχείων στις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής («Αραβική Άνοιξη»). Σήμερα ξέρουμε πως δεν πρόκειται για προοδευτική εξέγερση, αλλά για την αφύπνιση του ακραίου ισλαμικού κινήματος, του οποίου στόχος είναι να επικρατήσει, σε πρώτο στάδιο, στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, και στη συνέχεια σε όλο τον «κόσμο των απίστων».
Το Ισραήλ είναι το μοναδικό δυτικό κράτος που περιβάλλεται από αραβικά και μουσουλμανικά κράτη (και ακραίες οργανώσεις). Πρόκειται κατά την ισλαμική θρησκευτική διδασκαλία για «κράτος απίστων», Νταρ ελ Χάρεμπ (Οίκος του Πολέμου), Η γεωγραφική του θέση, καθώς βρίσκεται στον χώρο του Νταρ ελ-Ισλάμ (Οίκος του Ισλάμ), το καθιστά διπλό εχθρό. Οι Μουσουλμάνοι δεν είναι ελεύθεροι να ασκήσουν εκεί τη θρησκεία τους και επομένως πρέπει να καταστραφεί. Στην ουσία, η τριαδική αρχή –Νταρ ελ-Ισλάμ, Νταρ ελ-Χάρεμπ, Τζιχάντ– δεν ισχύει μόνο για το Ισραήλ, αλλά καθορίζει τις σχέσεις του Ισλάμ με τον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτή η αρχή εξηγεί, κατά κάποιο τρόπο, τον διαρκή πόλεμο του Ισλάμ, και κατ’ επέκταση της Χαμάς, κατά του Ισραήλ, κάτι που αναφέρεται σαφώς και στο καταστατικό της οργάνωσης. Έτσι, λοιπόν, η πραγματική αιτία της διαμάχης ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Γάζα δεν αφορά εδαφικές ή οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά την εξάπλωση του Ισλάμ. Κι ο τελευταίος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς (που αποτελεί πτέρυγα των Αδελφών Μουσουλμάνων) βρίσκεται σε συνάρτηση με την ισλαμική έξαρση που παρατηρείται σήμερα.
Ωστόσο, η μεγάλη ελπίδα που γέννησε αυτός ο πόλεμος και η οποία μπορεί να σημάνει την απαρχή μιας λύσης είναι ότι εμφανίστηκε ένας επικίνδυνος εχθρός, που δεν είναι μόνο εχθρός του Ισραήλ, αλλά και των μετριοπαθών αραβικών ισλαμικών κρατών, και όλου του μη ισλαμικού κόσμου. Εάν οι χώρες αυτές μπορέσουν να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση, ενδέχεται να φτάσουμε στη λύση ενός μεγάλου, μακροχρόνιου προβλήματος.
[1] Avraham Sela, The Continuum Political Encyclopedia of the Middle East, Bloomsbury Academic, Ιερουσαλήμ – Νέα Υόρκη 2002, σ. 491-498.
[2] Αλληλογραφία μεταξύ Βρετανού Ύπατου Αρμοστή σερ Χένρυ ΜακΜαόν και σεΐχη της Μέκκας Χουσεΐν.
[3] Haycraft Commission.
[4] Shaw Commission.
[5] Peel Commission.
[6] Αναφορά για τη συνάντηση Χίτλερ-Μουφτή στις 28.11.1941, όπως γράφτηκε στις 30.11.1941. Documents on German Foreign Policy, 1918-1945, Series D, Vol. XIII, Λονδίνο 1964, σ. 881ff, στο Walter Laqueur και Barry Rubin (επιμ.), The Israel-Arab Reader, Facts on File, Νέα Υόρκη 1984, σ. 79-84.
[7] Όταν το γερμανικό Afrika Korps υπό την αρχηγία του Ρόμελ προχωρούσε ανατολικά προς τη διώρυγα του Σουέζ και την Παλαιστίνη (άνοιξη-φθινόπωρο 1942).
[8] United Nations Special Committee on Palestine.
[9] United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near East.
[10] BBC News, “Palestinian Authority funds go to militants”, 7 Νοεμβρίου 2003. Βλ. http://goo.gl/B62yuJ (τελευταία πρόσβαση 25.9.2014).
[11] Wye River Memorandum.
[12] Operation Defensive Shield.
Οι πρωτεργάτες της διαδικασίας του Όσλο, της πρώτης πραγματικής προσπάθειας προσέγγισης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, πίστευαν ότι η συμφωνία αυτή θα οδηγούσε σε έναν ιστορικό συμβιβασμό. Όπως έγινε όμως σαφές από τις δεκάδες συναντήσεις που ακολούθησαν, οι διαφορές μεταξύ των δυο πλευρών δεν αφορούν μόνο τα θέματα των συνόρων και της ασφάλειας, των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, την Ιερουσαλήμ και τους πρόσφυγες, αλλά αγγίζουν ένα βαθύτερο θέμα.
Εάν οι Ισραηλινοί θεωρούσαν, τότε τουλάχιστον, ότι πρόκειται για μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο εθνικά κινήματα και, επομένως, οι απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και ΟΑΠ μπορούσαν να οδηγήσουν σε λύση, για την αραβική-παλαιστινιακή πλευρά η αντιπαράθεση αφορά ένα εθνικό κίνημα (το παλαιστινιακό) και μια αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική οντότητα (το Ισραήλ) η οποία πρέπει να εξαφανιστεί.
Μέλη της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής με τον Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι.
Η ισραηλινή πλευρά αναφέρεται σε «δύο κράτη για δύο λαούς», ενώ η παλαιστινιακή πλευρά αναφέρεται μόνο σε «δύο κράτη». Στην παλαιστινιακή αφήγηση, οι Εβραίοι δεν είναι λαός ή έθνος, αλλά απλώς μια θρησκευτική αίρεση, και ως εκ τούτου δεν έχουν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Γι’ αυτό, η παλαιστινιακή πλευρά αρνείται να αναγνωρίσει το Ισραήλ ως «κράτος του εβραϊκού λαού».
Εδώ βρίσκεται η ρίζα της αντιπαράθεσης με τους μετριοπαθείς Παλαιστίνιους – δεν είναι τα σύνορα ούτε οι εποικισμοί, ούτε καν η Ιερουσαλήμ. Έτσι εξηγείται η παλαιστινιακή εμμονή στο δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων του 1948 και των απογόνων τους, η οποία θα αποτελούσε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο εξαφάνισης του Ισραήλ. Κι αυτή είναι η πραγματική αιτία που οι πολύχρονες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τους μετριοπαθείς Παλαιστίνιους –είτε υπό την αρχηγία του Γιάσερ Αραφάτ, είτε υπό την αρχηγία του Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν)– δεν έχουν καρποφορήσει.
2.
[Τεοντόρ Χερτσλ, σιωνισμός και αραβικός εθνικισμός] Η ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο των εθνικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων ο σιωνισμός και ο αραβικός εθνικισμός. Η επιστροφή στη Γη του Ισραήλ (Παλαιστίνη) αποτελούσε πάντα τον μεγάλο πόθο του εβραϊκού λαού. Ωστόσο, η συζήτηση για την πραγμάτωση αυτού του ονείρου άρχισε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο αντισημιτισμός στη Ρωσία και στα ευρωπαϊκά κράτη σημείωσε άνοδο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Παλαιστίνη κατοικούσαν κυρίως Άραβες Μουσουλμάνοι, φελάχοι και βεδουίνοι, κι ένας μικρός αριθμός Χριστιανών Αράβων, Δρούζων, Τσερκέσιων και Εβραίων. Οι περισσότεροι Εβραίοι ζούσαν τότε στη διασπορά, αλλά στην Ιερουσαλήμ αποτελούσαν, από το 1892, πλειοψηφία.[1]
Το 1897, ιδρύθηκε το σιωνιστικό (εθνικό εβραϊκό) κίνημα από τον Τεοντόρ Χερτσλ, ο οποίος άρχισε τις ενέργειες για να αποσπάσει τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων για την ίδρυση εβραϊκού κράτους, που θα έδινε στον εβραϊκό λαό δικαίωμα αυτοδιάθεσης και θα χρησίμευε ως καταφύγιο για τους Εβραίους όλου του κόσμου. Τα ιδρύματα του σιωνιστικού κινήματος ενθάρρυναν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και συγκέντρωναν χρήματα για την αγορά γαιών.
Οι ηγέτες των Αράβων της Παλαιστίνης δεν άργησαν να δουν την εξέλιξη αυτή ως απειλή. Σιγά σιγά η ένταση κλιμακώθηκε, με αποτέλεσμα οι οθωμανικές αρχές να θέσουν περιορισμούς στην εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και, το 1892, να απαγορεύσουν την πώληση γαιών σε ξένους. Το 1914, ο εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης αριθμούσε περίπου 70.000 ψυχές.
Η προοπτική κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε την πλειονότητα των Εβραίων και των Αράβων της Παλαιστίνης να υποστηρίξουν τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Το 1915, σε αντάλλαγμα της αραβικής εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία υποσχέθηκε την ίδρυση κυρίαρχου αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη[2]. Όπως όριζε η μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό (1916) μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, η Παλαιστίνη επρόκειτο να μοιραστεί σε περιοχές υπό βρετανική κυριαρχία, υπό γαλλική κυριαρχία και υπό διεθνή έλεγχο. Παράλληλα, το 1917, οι Εβραίοι έλαβαν από τη Βρετανία υπόσχεση για ίδρυση εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη (Διακήρυξη Μπάλφουρ). Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σιωνιστικού κινήματος.
Στο τέλος του 1918, η Βρετανία κατέλαβε την Παλαιστίνη, η οποία έμεινε υπό στρατιωτική διοίκηση ως τον Ιούλιο του 1920, που η εξουσία πέρασε στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, η Βρετανία έλαβε επισήμως από την Κοινωνία των Εθνών την Εντολή για την Παλαιστίνη.
Μεταξύ 1919 και 1926 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περισσότεροι από 90.000 Εβραίοι. Οι σχέσεις ανάμεσα στον εβραϊκό και τον αραβικό πληθυσμό επιδεινώθηκαν και η εχθρότητα μεταξύ των δυο κοινοτήτων μεγάλωσε.
3.
[Η περίοδος της Βρετανικής Εντολής (1920-1948)] Διαφωνώντας με την Εβραϊκή Εγκατάσταση και τη βρετανική πολιτική απέναντι στο σιωνιστικό κίνημα, οι Άραβες της Παλαιστίνης άρχισαν να ασκούν βία και τρομοκρατία σε βάρος του εβραϊκού πληθυσμού. Την περίοδο 1921-1948, ηγέτης του αραβικού παλαιστινιακού κινήματος ήταν ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι, ο οποίος χρησιμοποίησε τις ρητορικές του ικανότητες για να συνεπάρει τα πλήθη και να τα ωθήσει σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι Εβραίοι επεδίωκαν να κυριαρχήσουν στο Όρος του Ναού, για να κτίσουν τον Ναό του Σολομώντος, και διεκδίκησε την έκταση του δυτικού τείχους της Ιερουσαλήμ (Τείχος των Δακρύων) ως ιερό τόπο των Μουσουλμάνων.
Το 1921, ύστερα από αραβικό πογκρόμ κατά του εβραϊκού πληθυσμού, συγκροτήθηκε η Αγκανά, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Εβραϊκής Εγκατάστασης στην Παλαιστίνη. Στα μεγάλα πογκρόμ του 1929, δολοφονήθηκαν οι κάτοικοι της εβραϊκής συνοικίας της Χεβρώνας. Όσοι κατάφεραν να σωθούν διώχτηκαν από την πόλη, ενώ η βία εξαπλώθηκε στο Σαφέντ και την Ιερουσαλήμ. Το 1936, το Ανώτατο Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Παλαιστίνης, υπό την ηγεσία του ελ-Χουσέινι, υποκίνησε τον αραβικό πληθυσμό σε μια μεγάλη εξέγερση τριών ετών, κατά την οποία δολοφονήθηκαν πολλοί Εβραίοι σε διάφορες πόλεις.
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, η Βρετανία άρχισε να αναδιπλώνεται από την ιδέα μιας εθνικής εβραϊκής εστίας και να εξετάζει την ίδρυση ενός κράτους για δύο λαούς ή ενός αραβικού κράτους με εβραϊκή μειοψηφία. Προς την κατεύθυνση αυτή, συγκροτήθηκαν πολλές επιτροπές έρευνας –όπως η Επιτροπή Χέικραφτ[3] (1921) και η Επιτροπή Σω[4](1929)– με πιο γνωστή την Επιτροπή Πηλ[5] (1936-1939), η οποία έθεσε για πρώτη φορά θέμα διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη για δύο λαούς. Το εβραϊκό κράτος θα περιλάμβανε την παράκτια λωρίδα, την κοιλάδα των Ιζραελών, το Μπετ-Σεάν και την κάτω Γαλιλαία, ενώ το αραβικό κράτος την ανατολική Υπεριορδανία και τη δυτική Παλαιστίνη. Στην εβραϊκή πλευρά υπήρχε διχογνωμία, ενώ η αραβική πλευρά απέρριψε κάθε ιδέα διχοτόμησης της Παλαιστίνης.
Το 1939, σε μια περίοδο που πολλοί Εβραίοι επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να αποδράσουν από την Ευρώπη, η Βρετανία περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των Εβραίων μεταναστών, καθώς και την αγορά γαιών στην Παλαιστίνη. Η ηγεσία της Εβραϊκής Εγκατάστασης οργάνωσε τότε μια μεγάλη επιχείρηση παράνομης μετανάστευσης (Ααπαλά).
Στις 6 Νοεμβρίου 1941, ο Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι επισκέφθηκε το Βερολίνο, όπου συναντήθηκε με τον Χίτλερ, από τον οποίον ζήτησε να αντιταχθεί η ναζιστική Γερμανία στην ίδρυση εθνικής εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη. Περιγράφοντας τη συνάντηση, ο Μουφτής έκανε λόγο για «ταύτιση απόψεων». Στον ελ-Χουσέινι δόθηκε η υπόσχεση πως με την κατάκτηση της Μέσης Ανατολής, μοναδικός σκοπός της Γερμανίας θα ήταν η εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου.[6]Στη διάρκεια του πολέμου, ο Χουσέινι πήγε στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γιουγκοσλαβία και τους βοήθησε να στρατολογήσουν Μουσουλμάνους στα Waffen-SS.
Οι εξελίξεις αυτές επιδείνωσαν τις σχέσεις μεταξύ αραβικής ηγεσίας και Βρετανίας, η οποία στράφηκε προς την Εβραϊκή Εγκατάσταση για συνεργασία, σε μια περίοδο που είναι γνωστή ως «διακόσιες μέρες τρόμου».[7]
Μετά τον πόλεμο, οι εβραϊκές αντιστασιακές οργανώσεις συγκρότησαν το «εβραϊκό επαναστατικό κίνημα» (1945-1946), που συντόνιζε τις ένοπλες ενέργειες κατά των βρετανικών αρχών. Την ίδια εποχή, έφτασαν παράνομα στην Παλαιστίνη πάνω από 70.000 άτομα. Πολλά από τα πλοία εντοπίζονταν από τους Άγγλους και οι επιβάτες τους εξορίζονταν σε στρατόπεδα στην Κύπρο, τότε βρετανική αποικία. Το γεγονός αυτό, τη στιγμή που γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο η φρίκη του Ολοκαυτώματος, προκάλεσε αίσθηση στη διεθνή κοινή γνώμη και η Βρετανία αποφάσισε να επιστρέψει την Εντολή για την Παλαιστίνη στον ΟΗΕ.
Ο Χαΐμ Βάιζμαν και ο Άμπα Έμπαν ενώπιον της επιτροπής UNSCOP.
Ο ΟΗΕ συγκρότησε τότε μια Ειδική Επιτροπή για την Παλαιστίνη (Επιτροπή UNSCOP[8], η οποία πρότεινε τη διχοτόμηση της περιοχής σε ένα εβραϊκό κι ένα αραβικό κράτος, με την Ιερουσαλήμ υπό διεθνή έλεγχο. Κανένα από τα δυο κράτη δεν θα είχε εδαφική αλληλουχία. Ήταν μια πρόταση που δεν ικανοποιούσε καμιά από τις δυο πλευρές. Οι Εβραίοι δεν ήθελαν να χάσουν την Ιερουσαλήμ και φοβούνταν πως ένα κράτος χωρίς εδαφική συνέχεια δεν θα ήταν βιώσιμο. Παρ’ όλα αυτά, το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ασκούσε χρέη κυβέρνησης της Εβραϊκής Εγκατάστασης, αποδέχθηκε το σχέδιο, ενώ η αραβική ηγεσία το απέρριψε. Την περίοδο εκείνη, πάνω από 60% των κατοίκων της Παλαιστίνης ήταν μη Εβραίοι (1.200.000), ενώ περίπου 35% (610.000) ήταν Εβραίοι.
Το σχέδιο διχοτόμησης υπερψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (απόφαση 181), με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 10 αποχές. Η Ελλάδα ψήφισε κατά του σχεδίου, συντασσόμενη με την αραβική πλευρά. Το σχέδιο επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ τη νύχτα μεταξύ 14ης και 15ης Μαΐου, ημερομηνία κατά την οποία οι Βρετανοί θα παρέδιδαν την Εντολή. Η έγκριση του σχεδίου διχοτόμησης οδήγησε τους Άραβες της Παλαιστίνης, με τη βοήθεια εθελοντών από πολλά αραβικά κράτη, σε ένοπλο αγώνα κατά της Εβραϊκής Εγκατάστασης, ο οποίος αποτέλεσε την απαρχή αυτού που το Ισραήλ ονομάζει Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.
Στις 14 Μαΐου 1948, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Την ίδια μέρα, η Αίγυπτος, η Συρία, η Ιορδανία, ο Λίβανος και το Ιράκ κήρυξαν τον πόλεμο στο νεοσύστατο κράτος. Ο πόλεμος έληξε με νίκη του Ισραήλ, το οποίο προσάρτησε εδάφη που δεν ορίζονταν από το σχέδιο διχοτόμησης. Η κατάπαυση του πυρός που κήρυξε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (22 Οκτωβρίου 1948) δεν τηρήθηκε, καθώς το Ισραήλ προχώρησε στην εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού από το έδαφός του. Στις 16 Νοεμβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τις δυο πλευρές σε διαπραγματεύσεις, γνωστές ως «συμφωνίες της Ρόδου» (22 Ιανουαρίου-20 Ιουλίου 1949). Ορίστηκαν τότε τα σύνορα του Ισραήλ («πράσινη γραμμή» ή σύνορα έως το 1967). Εδάφη που το Ισραήλ δεν κατέλαβε, όπως η περιοχή της Δυτικής Όχθης και η Λωρίδα της Γάζας, πέρασαν στην κυριαρχία της Ιορδανίας και της Αιγύπτου, αντίστοιχα. Το Ισραήλ κατέλαβε την Δυτική Ιερουσαλήμ, ενώ η παλιά πόλη και συνοικίες της Ανατολικής Ιερουσαλήμ πέρασαν στην κυριαρχία της Ιορδανίας. Το 1950, η Ιορδανία προσάρτησε τα εδάφη που είχε κατακτήσει στον πόλεμο, όπως και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Δυτική Όχθη, ονομασία που φέρει μέχρι σήμερα.
4.
[Οι πρόσφυγες] Στη διάρκεια του πολέμου, ένα μεγάλο μέρος των Αράβων κατοίκων της ισραηλινής επικράτειας (500.000 έως 700.000 ψυχές) εγκατέλειψαν τα σπίτια τους κι έγιναν πρόσφυγες. Άλλοι έφυγαν πριν από τον πόλεμο κι άλλοι στη διάρκεια των μαχών, είτε από δική τους επιλογή, είτε από παρότρυνση και εκφοβισμό από την πλευρά της αραβικής ηγεσίας ή επειδή εκδιώχθηκαν από τον ισραηλινό στρατό. Αυτή η εξέλιξη ονομάστηκε από τους Άραβες Νάκμπα (καταστροφή).
Όταν ο ΟΗΕ συγκρότησε την UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες), οι αραβικές χώρες δεν δέχτηκαν να ενταχθούν οι Παλαιστίνιοι, όπως οι άλλοι πρόσφυγες, στις χώρες όπου είχαν καταφύγει και απαίτησαν τη δημιουργία ξεχωριστού οργανισμού, που θα ασχολούνταν μόνο με την πρόνοια. Πέντε μέρες μετά, ο ΟΗΕ ίδρυσε την UNRWA.[9]Ο ορισμός της UNRWA για τον Παλαιστίνιο πρόσφυγα διαφέρει από τον ορισμό του ΟΗΕ για τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είναι «οι άνθρωποι που η κανονική τους κατοικία από τον Ιούνιο 1946 μέχρι τον Μάιο 1948 ήταν η Παλαιστίνη και έχασαν το σπίτι τους και τις πηγές βιοπορισμού τους εξαιτίας της ισραηλινοαραβικής διένεξης του 1948». Επίσης: «Οι απόγονοι των Παλαιστινίων προσφύγων θεωρούνται κι αυτοί πρόσφυγες», κάτι που δεν ισχύει για τους άλλους πρόσφυγες. «Η κατοχή ιθαγένειας άλλης χώρας δεν πλήττει το καθεστώς του Παλαιστίνιου πρόσφυγα», κάτι που επίσης δεν έχει προηγούμενο. Το καθεστώς του Παλαιστίνιου πρόσφυγα είναι κληρονομικό και δεν ακυρώνεται ποτέ, ούτε εξαιρούνται από αυτό παραβάτες, εγκληματίες, τρομοκράτες κ.ά.
Από τότε, οι αραβικές και μουσουλμανικές χώρες, με την αυτόματη πλειοψηφία που διαθέτουν στον ΟΗΕ, διαιωνίζουν το πρόβλημα, προκειμένου να το χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό χαρτί στη διένεξη με το Ισραήλ. Κι ενώ το πρόβλημα των εκατομμυρίων προσφύγων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει λυθεί προ πολλού, ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων του 1948 αντί να μειωθεί, αυξάνεται. Έτσι, όταν οι Παλαιστίνιοι μιλούν για δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων, εννοούν 7,5-10 εκατομμύρια άτομα, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση του Ισραήλ.
5.
[Από την ίδρυση του κράτους στον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1949-1957)] Με την ίδρυση του κράτους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, πρόσφυγες και επιζώντες του Ολοκαυτώματος άρχισαν να καταφθάνουν στο Ισραήλ. Στη διάρκεια του πολέμου, 856.000 Εβραίοι είχαν διωχθεί ή αποδράσει από τα αραβικά κράτη και είχαν μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, αναγκάστηκαν να φύγουν όλοι σχεδόν οι Εβραίοι από τα αραβικά κράτη. Το Ισραήλ αποσιώπησε αυτή την εξέλιξη, που πολλοί ονόμασαν «εβραϊκή Νάκμπα» (καταστροφή), θέλοντας να δείξει ότι έλυσε μόνο του το θέμα των προσφύγων του. Στους Άραβες Παλαιστίνιους που έμειναν στο Ισραήλ δόθηκε ισραηλινή υπηκοότητα. Μέχρι το 1966, όμως, ζούσαν υπό στρατιωτικό καθεστώς και η σχέση τους με το κράτος χαρακτηριζόταν από αμοιβαία καχυποψία.
Σταδιακά, οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους κατά μήκος των ισραηλινών συνόρων αυξήθηκαν. Το 1964, ιδρύθηκε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Το καταστατικό της οργάνωσης πρέσβευε το αποκλειστικό δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού σε όλη την Παλαιστίνη (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ).
Από την τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο στο Μααλότ.
Το 1967, αιγυπτιακές δυνάμεις πέρασαν τη Διώρυγα του Σουέζ και εισέβαλαν στο Σινά, ενώ η Συρία και η Ιορδανία συγκέντρωσαν στρατό στα βόρεια και ανατολικά σύνορα. Το Ισραήλ αποφάσισε να χτυπήσει πρώτο. Ακολούθησε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών κατά της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, στη διάρκεια του οποίου το Ισραήλ κατέλαβε τη Λωρίδα της Γάζας (από την Αίγυπτο), τη Δυτική Όχθη (από την Ιορδανία) και τα υψώματα του Γκολάν (από τη Συρία).
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, το Ισραήλ κατείχε ολόκληρη την επικράτεια της άλλοτε Βρετανικής Εντολής. Η ισραηλινή κυβέρνηση βάσισε την επιχειρηματολογία της στο γεγονός ότι η Παλαιστίνη δεν υπήρξε ποτέ κυρίαρχο κράτος κι επομένως το Ισραήλ δεν παραβίασε το τέταρτο εδάφιο της Συνθήκης της Γενεύης.
6.
[Από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών στις Συμφωνίες του Όσλο (1967-1993)] Η ήττα των αραβικών κρατών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών ενίσχυσε τον παλαιστινιακό εθνικισμό και τις οργανώσεις «ένοπλης αντίστασης». Στις 3 Νοεμβρίου 1969, ο Γιασέρ Αραφάτ, αρχηγός της οργάνωσης Φατάχ, εξελέγη πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΟΑΠ. Από την ίδρυσή της, η ΟΑΠ χρησιμοποιούσε βία εναντίον των ισραηλινών στόχων. Στην αρχή, προσπάθησε να κυριαρχήσει στη Δυτική Όχθη, γρήγορα όμως διώχτηκε από τον ισραηλινό στρατό και κατέφυγε στην Ιορδανία. Μόνο το 1969 πραγματοποιήθηκαν 3.170 επιθέσεις από τα ιορδανικά σύνορα κατά του Ισραήλ. Επειδή η χασεμιτική δυναστεία εκπροσωπούσε μόνο το 20% του ιορδανικού πληθυσμού, η εγκατάσταση των παλαιστινιακών οργανώσεων στην Ιορδανία αποτελούσε πραγματική απειλή για τη σταθερότητα του καθεστώτος. Ο βασιλιάς Χουσεΐν προχώρησε σε συμφωνία με τις παλαιστινιακές οργανώσεις, η οποία παραβιάστηκε το 1970, ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Πολύ σύντομα, η αντιπαράθεση πήρε τη μορφή γενικευμένου πολέμου ανάμεσα στον ιορδανικό στρατό και τις ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις. Τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά ως «Μαύρος Σεπτέμβρης». Τελικά, ο βασιλιάς Χουσεΐν κατέστειλε την εξέγερση, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους. Η ένοπλη αντιπαράθεση συνεχίστηκε ως τον Ιούλιο του 1971, με την εκδίωξη της ΟΑΠ στον Λίβανο. Μετά τον Μαύρο Σεπτέμβρη, μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων μετακινήθηκε στον Λίβανο και εντάχθηκε στους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζούσαν εκεί.
Η μυστική «συμφωνία του Καΐρου», η οποία υπογράφηκε μεταξύ της ΟΑΠ και της κυβέρνησης του Λιβάνου και αναφερόταν σε παλαιστινιακή αυτονομία στον νοτιοανατολικό Λίβανο, έδωσε τη δυνατότητα στην ΟΑΠ να χρησιμοποιεί την περιοχή ως βάση για εκτόξευση ρουκετών και επιθέσεων εναντίον αμάχων στο Ισραήλ, όπως η σφαγή σε σχολείο στο χωριό Μααλότ, που δολοφονήθηκαν 22 μαθητές και τραυματίστηκαν 68 (1974), η τρομοκρατική ενέργεια στο ξενοδοχείο Σαβόι στο Τελ-Αβίβ (1975) και η επίθεση εναντίον σχολικού λεωφορείου στο χωριό Αβιβίμ, όπου σκοτώθηκαν 12 παιδιά (1978). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι παλαιστινιακές οργανώσεις διεύρυναν την τρομοκρατική δραστηριότητά τους με αεροπειρατείες και επιθέσεις σε εβραϊκούς στόχους στο εξωτερικό. Η παλαιστινιακή τρομοκρατία κορυφώθηκε το 1972, με τη σφαγή των Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου κ.ά.
Τον Οκτώβριο του 1983, ξέσπασε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Σε μια συντονισμένη επίθεση, οι δυνάμεις της Συρίας και της Αιγύπτου αιφνιδίασαν, μέρα γιορτής, το Ισραήλ. Σταδιακά, ο ισραηλινός στρατός πέρασε από την άμυνα στην αντεπίθεση. Τελικά κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός. Ο πόλεμος του 1973 άνοιξε τον δρόμο για τις συμφωνίες του Καμπ Ντέηβιντ (1978), που αποτέλεσαν προηγούμενο για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ομάδες του θρησκευτικού σιωνισμού επιχείρησαν να εγκατασταθούν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας – περιοχές που το Ισραήλ κρατούσε ως διαπραγματευτικό χαρτί. Στην αρχή, η ισραηλινή κυβέρνηση εκκένωνε τους παράνομους οικισμούς, καθώς όμως δεν φαινόταν στον ορίζοντα προοπτική διαπραγμάτευσης, άρχισαν σιγά-σιγά οι πρώτοι εποικισμοί. Το 1977, η άνοδος του δεξιού κόμματος Λικούντ στην εξουσία επιτάχυνε τη διαδικασία του εποικισμού. Την ίδια χρονιά, στο Καμπ Ντέηβιντ, η Αίγυπτος ήταν η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, το οποίο αποχώρησε από το Σινά. Ακολούθησε η Ιορδανία, το 1994.
Η τρομοκρατική δράση των Παλαιστινίων συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία του 1970, με εκατοντάδες ενέργειες εναντίον Ισραηλινών πολιτών. Η ισραηλινή κυβέρνηση εγκαινίασε μια στρατιωτική επιχείρηση στον Λίβανο, με στόχο την προστασία των κατοικιών στο βόρειο Ισραήλ, με αποτέλεσμα όμως ο ισραηλινός στρατός να φτάσει ως τη Βηρυτό. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, οι χριστιανικές πολιτοφυλακές του Λιβάνου διέπραξαν τη σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, κατά την οποία δολοφονήθηκαν εκατοντάδες κάτοικοι των δυο παλαιστινιακών προσφυγικών καταυλισμών. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η ηγεσία της ΟΑΠ μετέφερε την έδρα της στην Τύνιδα. Η σφαγή αυτή δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο Ισραήλ. Η επιτροπή έρευνας που συγκροτήθηκε συμπέρανε πως δεν βρέθηκαν αποδείξεις για άμεση εμπλοκή του ισραηλινού στρατού, αλλά πως ορισμένοι αξιωματικοί δεν επιχείρησαν να σταματήσουν τη σφαγή. Τα συμπεράσματα της επιτροπής οδήγησαν τον τότε υπουργό Άμυνας Αριέλ Σαρόν σε παραίτηση. Ο πόλεμος του Λιβάνου τελείωσε το 1985, με την οπισθοχώρηση του ισραηλινού στρατού σε μια στενή λωρίδα στον νότιο Λίβανο, έτσι ώστε να αποτελεί προστατευτική ασπίδα για τα χωριά, τα κιμπούτς και τις πόλεις του βόρειου Ισραήλ.
Από τις οδομαχίες κατά την πρώτη Ιντιφάντα.
Τον Δεκέμβριο του 1987, ξέσπασε στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας η πρώτη Ιντιφάντα, κατά την οποία νεαροί Παλαιστίνιοι πετροβολούσαν Ισραηλινούς στρατιώτες. Εκείνη την εποχή, ο Αχμέντ Γιασίν και ο Αβντ ελ-Αζίζ ε-Ραντίσι ίδρυσαν την οργάνωση Χαμάς.
Τον Νοέμβριο του 1988, η ΟΑΠ ανακήρυξε την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, το οποίο αναγνωρίστηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο. Ύστερα από αμερικανικές πιέσεις, η ΟΑΠ δήλωσε ότι αναγνωρίζει το Ισραήλ και τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα κράτη αναγνώρισαν την ΟΑΠ. Το διεθνές γόητρο της ΟΑΠ υπέστη μεγάλο πλήγμα όταν υποστήριξε τον Σαντάμ Χουσεΐν στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Η διπλωματική απομόνωση οδήγησε τον Αραφάτ να λάβει μέρος σε ειρηνευτικές πρωτοβουλίες κι αργότερα στη διαδικασία του Όσλο.
Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, οι ΗΠΑ θεώρησαν πως η νέα κατάσταση στη Μέση Ανατολή άνοιγε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την οργάνωση διεθνούς ειρηνευτικής διάσκεψης. Το 1991, στη διάσκεψη της Μαδρίτης οι Παλαιστίνιοι μετείχαν ως μέρος της ιορδανικής διπλωματικής αποστολής. Αυτό το διπλωματικό τέχνασμα έδινε τη δυνατότητα έμμεσης διαπραγμάτευσης μεταξύ Ισραήλ και ΟΑΠ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι είχαν «διαπραγματευθεί» μόνο μέσω των όπλων.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν στο Ισραήλ, το 1992, νικητής αναδείχθηκε το Εργατικό Κόμμα υπό τον Ιτσχάκ Ράμπιν, ο οποίος είχε δεσμευθεί προεκλογικά για επίτευξη ειρήνης με τους Παλαιστίνιους, σε ένα διάστημα έξι έως εννιά μηνών.
7.
[Από τις συμφωνίες του Όσλο στη δεύτερη Ιντιφάντα (1993-2000)] Στις 9 Σεπτεμβρίου 1993, ύστερα από μυστικές συνομιλίες των δύο αντιπροσωπιών, ο Γιάσερ Αραφάτ και ο Ιτσχάκ Ράμπιν αντάλλαξαν επιστολές αμοιβαίας αναγνώρισης. Οι βασικές αρχές της συμφωνίας υπογράφηκαν με πλήρη μυστικότητα στο Όσλο (20 Αυγούστου) και επισήμως στην Ουάσιγκτον (13 Σεπτεμβρίου).Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η αποχώρηση του Ισραήλ από τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Ύστερα από μια ενδιάμεση περίοδο, θα ακολουθούσε μόνιμη συμφωνία (βάσει των αποφάσεων 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας). Οι συζητήσεις για την επίτευξή της θα άρχιζαν το αργότερο σε τρία χρόνια μετά την ισραηλινή αναδίπλωση. Έναντι των ισραηλινών παραχωρήσεων , οι Παλαιστίνιοι δεσμεύονταν να προωθήσουν «ανεκτικότητα έναντι του Ισραήλ» στην παλαιστινιακή κοινωνία.
Η συμφωνία του Όσλο οδήγησε σε μια μακροχρόνια διαπραγμάτευση (διαδικασία του Όσλο), που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Οι δυο πλευρές δεσμεύτηκαν να καταλήξουν σε πολιτική διευθέτηση για μια λύση «δύο κρατών για δύο λαούς». Ένα καίριο ερώτημα είναι κατά πόσο η Παλαιστινιακή Αρχή τήρησε τις δεσμεύσεις της, καθώς υπήρξαν ενδείξεις ότι μετείχε ενεργά στην ενθάρρυνση και χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών κατά του Ισραήλ.[10]
Από τον Απρίλιο του 1994, η Χαμάς άρχισε τις επιθέσεις αυτοκτονίας σε κεντρικά σημεία ισραηλινών πόλεων. Τον Μάιο του 1994, το Ισραήλ απέσυρε τον στρατό του από το μεγαλύτερο μέρος της Λωρίδας της Γάζας και από την περιοχή της Ιεριχούς. Τα εδάφη αυτά, όπως και άλλα αργότερα, παραδόθηκαν στην Παλαιστινιακή Αρχή.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1995, ο Ράμπιν κι ο Αραφάτ υπέγραψαν τη συμφωνία Όσλο 2, που έδινε στους Παλαιστίνιους αυτονομία στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Ως αντάλλαγμα, η Παλαιστινιακή Αρχή δεσμεύτηκε να σταματήσει την τρομοκρατία. Ωστόσο, η Χαμάς και άλλες ομάδες συνέχισαν τις επιθέσεις αυτοκτονίας.
Στις 4 Νοεμβρίου 1995, ο Ιτσχάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό φοιτητή Γιγκάλ Αμίρ. Τον αντικατέστησε ο Σιμόν Πέρες, ο οποίος ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του. Στο μεταξύ, ο Αραφάτ έγινε πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Το 1996, πρωθυπουργός στο Ισραήλ έγινε ο ηγέτης του δεξιού κόμματος Λικούντ, Μπινιαμίν Νετανιάου, ο οποίος είχε εκφράσει τη διαφωνία του με τη διαδικασία του Όσλο, υποστηρίζοντας πως έπρεπε να εξελίσσεται σταδιακά και υπό τον όρο ότι η παλαιστινιακή πλευρά θα τηρούσε τις υποσχέσεις της. Τον Ιανουάριο του 1997, ο ισραηλινός στρατός μεταβίβασε περιοχές της Χεβρώνας στους Παλαιστίνιους.
Η συμφωνία Γουάι[11] (προσθήκη στις συμφωνίες του Όσλο), που υπογράφηκε στον Λευκό Οίκο, στις 23 Οκτωβρίου 1998, από τον Νετανιάου και τον Αραφάτ, περιείχε χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 (Όσλο 2). Η υλοποίησή της προσέκρουσε σε πολλά εμπόδια και δεν τηρήθηκε πλήρως.
Το 1999, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ συνέχισε την πολιτική Ράμπιν. Στις 24 Μαΐου 2000, ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη λωρίδα ασφαλείας του νοτίου Λιβάνου.
8.
[Η δεύτερη Ιντιφάντα (2000-2005)] Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, με την αιτιολογία ότι η επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν στο Όρος του Ναού απειλούσε τους ιερούς τόπους των Μουσουλμάνων. Η αποτυχία της διαδικασίας του Όσλο, η δεύτερη Ιντιφάντα και η αύξηση της παλαιστινιακής τρομοκρατίας έκαναν μεγάλο μέρος των Ισραηλινών και των πολιτικών ηγεσιών τους να χάσουν κάθε εμπιστοσύνη προς την Παλαιστινιακή Αρχή ως αξιόπιστο εταίρο για την ειρήνη. Εξαιτίας της αυξανόμενης τρομοκρατίας της Χαμάς, ο ισραηλινός στρατός άρχισε να κάνει επιδρομές, συλλήψεις και εστιασμένες εξοντώσεις αρχηγών της οργάνωσης. Η πολιτική αυτή προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις στο Ισραήλ και στη διεθνή κοινή γνώμη. Στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα έγιναν το 2001 στο Ισραήλ εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Αριέλ Σαρόν, ο οποίος συγκρότησε κυβέρνηση μαζί με το Εργατικό Κόμμα.
Στις 27 Μαρτίου 2002 έγινε το μεγάλο τρομοκρατικό χτύπημα στο ξενοδοχείο Παρκ, στη Νατάνια, όπου δολοφονήθηκαν 30 Ισραηλινοί, οι οποίοι γιόρταζαν την πρώτη μέρα του εβραϊκού Πάσχα. Ο Σαρόν έδωσε τότε εντολή για την επιχείρηση Αμυντικό Τείχος[12] (29 Μαρτίου – 10 Μαΐου 2002). Παράλληλα, το Ισραήλ άρχισε να κτίζει τον διαχωριστικό φράχτη, κατά μήκος των συνόρων της «πράσινης γραμμής» με τη Δυτική Όχθη, με αποτέλεσμα οι παλαιστινιακές επιθέσεις να μειωθούν κατά 90%.
Τον Μάρτιο του 2003, ο Αραφάτ διόρισε τον Μαχμούντ Αμπάς πρώτο πρωθυπουργό της Παλαιστινιακής Αρχής, αρνήθηκε όμως να του μεταβιβάσει τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας και ο Αμπάς παραιτήθηκε. Μετά τον θάνατο του Αραφάτ (Νοέμβριος 2004), ο Αμπάς έγινε πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Μια από τις βασικές καταγγελίες κατά της Παλαιστινιακής Αρχής, μετά τον θάνατο του Αραφάτ, ήταν ότι ο τελευταίος και άλλα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης είχαν βάλει στις τσέπες τους δισεκατομμύρια δολάρια από την οικονομική βοήθεια. Οι κατηγορίες αυτές ενίσχυσαν την υποστήριξη του παλαιστινιακού πληθυσμού στη Χαμάς, η οποία είχε αρχίσει να βομβαρδίζει με ρουκέτες όλα τα παραμεθόρια χωριά και κιμπούτς, καθώς και την πόλη Σντερότ.
Τον Αύγουστο του 2005, το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Λωρίδα της Γάζας. Τα περάσματα από το Ισραήλ στη Γάζα έμειναν στη δικαιοδοσία του Ισραήλ, όπως και ο εναέριος και θαλάσσιος χώρος. Η πόλη Σντερότ και τα παραμεθόρια χωριά και κιμπούτς βομβαρδίζονταν καθημερινά από τη Χαμάς.
9.
[Η ενδυνάμωση της Χαμάς (2005 έως σήμερα)] Μετά τη νίκη της Χαμάς, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2006, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές χώρες κάλεσαν την οργάνωση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, να εγκαταλείψει τη βία και να αποδεχθεί τις ειρηνευτικές συμφωνίες. Η Χαμάς αρνήθηκε.
Τον Ιανουάριο του 2006, μαχητές της οργάνωσης πέρασαν τα σύνορα, σκότωσαν δυο Ισραηλινούς στρατιώτες κι απήγαγαν έναν άλλον, τον Γκιλάντ Σαλίτ. Τη νίκη της Χαμάς στις εκλογές, ακολούθησε η ένοπλη αντιπαράθεσή της με τη Φατάχ στη Λωρίδα της Γάζας (Ιούνιος 2007), η οποία οδήγησε στη διχοτόμηση της Παλαιστινιακής Αρχής: η Λωρίδα της Γάζας πέρασε στην κυριαρχία της Χαμάς και η Δυτική Όχθη παρέμεινε στην κυριαρχία της Φατάχ.
Η συμφωνία για εξάμηνη κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς έληξε στις 19 Δεκεμβρίου 2008, χωρίς να υπάρξει ανανέωση. Νέοι βομβαρδισμοί ανάγκασαν το Ισραήλ να αρχίσει, τον Δεκέμβριο του 2008, την επιχείρηση Συμπαγές Μολύβι. Η δράση εστιάστηκε κατά των στρατιωτικών βάσεων της Χαμάς, έγιναν όμως και επιθέσεις σε τζαμιά, νοσοκομεία και σχολεία, που σύμφωνα με το Ισραήλ χρησίμευαν ως αποθήκες πυρομαχικών και ρουκετών, και βάσεις εξόρμησης τρομοκρατών. Η Χαμάς διεύρυνε τους βομβαρδισμούς μέχρι το Ασντότ και άλλες πόλεις, που δεν είχαν βομβαρδιστεί στο παρελθόν.
Στην κυβέρνηση Νετανιάου, που ανέλαβε καθήκοντα στις 31 Μαρτίου 2009, ασκήθηκε πίεση από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να παγώσει τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη. Στις 26 Νοεμβρίου άρχισε το πάγωμα τον εποικισμών για μια περίοδο 10 μηνών. Σε απευθείας διαπραγματεύσεις (Σεπτέμβριος 2010) οι Παλαιστίνιοι απαίτησαν να συνεχιστεί το πάγωμα των εποικισμών μετά την περίοδο των 10 μηνών. Το Ισραήλ απέρριψε το αίτημα και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.
Στις 14 Νοεμβρίου 2012, το Ισραήλ διεξήγαγε νέα επιχείρηση, στη διάρκεια της οποίας οι ρουκέτες της Χαμάς έφτασαν για πρώτη φορά στο Τελ-Αβίβ. Οι περισσότερες αναχαιτίστηκαν από το αντιαεροπορικό σύστημα Σιδερένιος Θόλος.
Τον Ιούνιο 2014, απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από την Χαμάς τρεις νεαροί Ισραηλινοί. Η δολοφονία ενός νεαρού Παλαιστίνιου από Εβραίους εξτρεμιστές, ως αντίποινα, αναζωπύρωσε τη βία. Η εκτόξευση ρουκετών εναντίον άμαχου πληθυσμού στο νότιο Ισραήλ κλιμακώθηκε κι έτσι ξεκίνησε μια νέα ισραηλινή επιχείρηση, που σκοπός της ήταν να σταματήσει την εκτόξευση ρουκετών και να καταστρέψει τις σήραγγες που είχε κτίσει η Χαμάς, για να προβαίνει σε τρομοκρατικές ενέργειες και απαγωγές Ισραηλινών πολιτών ή στρατιωτών. Η επιχείρηση αυτή εξελίχθηκε στον πόλεμο της Γάζας (Ιούλιος-Αύγουστος 2014).
Αυτός ο τελευταίος πόλεμος έφερε στην επιφάνεια ακόμα ένα πρόβλημα. Σε όλη σχεδόν τη Μέση Ανατολή, από το Ιράν μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη, διεξάγεται εδώ και δυο-τρία χρόνια ένας πόλεμος, ο οποίος στην αρχή εμφανίστηκε ως εξέγερση των προοδευτικών στοιχείων στις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής («Αραβική Άνοιξη»). Σήμερα ξέρουμε πως δεν πρόκειται για προοδευτική εξέγερση, αλλά για την αφύπνιση του ακραίου ισλαμικού κινήματος, του οποίου στόχος είναι να επικρατήσει, σε πρώτο στάδιο, στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, και στη συνέχεια σε όλο τον «κόσμο των απίστων».
Το Ισραήλ είναι το μοναδικό δυτικό κράτος που περιβάλλεται από αραβικά και μουσουλμανικά κράτη (και ακραίες οργανώσεις). Πρόκειται κατά την ισλαμική θρησκευτική διδασκαλία για «κράτος απίστων», Νταρ ελ Χάρεμπ (Οίκος του Πολέμου), Η γεωγραφική του θέση, καθώς βρίσκεται στον χώρο του Νταρ ελ-Ισλάμ (Οίκος του Ισλάμ), το καθιστά διπλό εχθρό. Οι Μουσουλμάνοι δεν είναι ελεύθεροι να ασκήσουν εκεί τη θρησκεία τους και επομένως πρέπει να καταστραφεί. Στην ουσία, η τριαδική αρχή –Νταρ ελ-Ισλάμ, Νταρ ελ-Χάρεμπ, Τζιχάντ– δεν ισχύει μόνο για το Ισραήλ, αλλά καθορίζει τις σχέσεις του Ισλάμ με τον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτή η αρχή εξηγεί, κατά κάποιο τρόπο, τον διαρκή πόλεμο του Ισλάμ, και κατ’ επέκταση της Χαμάς, κατά του Ισραήλ, κάτι που αναφέρεται σαφώς και στο καταστατικό της οργάνωσης. Έτσι, λοιπόν, η πραγματική αιτία της διαμάχης ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Γάζα δεν αφορά εδαφικές ή οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά την εξάπλωση του Ισλάμ. Κι ο τελευταίος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς (που αποτελεί πτέρυγα των Αδελφών Μουσουλμάνων) βρίσκεται σε συνάρτηση με την ισλαμική έξαρση που παρατηρείται σήμερα.
Ωστόσο, η μεγάλη ελπίδα που γέννησε αυτός ο πόλεμος και η οποία μπορεί να σημάνει την απαρχή μιας λύσης είναι ότι εμφανίστηκε ένας επικίνδυνος εχθρός, που δεν είναι μόνο εχθρός του Ισραήλ, αλλά και των μετριοπαθών αραβικών ισλαμικών κρατών, και όλου του μη ισλαμικού κόσμου. Εάν οι χώρες αυτές μπορέσουν να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση, ενδέχεται να φτάσουμε στη λύση ενός μεγάλου, μακροχρόνιου προβλήματος.
[1] Avraham Sela, The Continuum Political Encyclopedia of the Middle East, Bloomsbury Academic, Ιερουσαλήμ – Νέα Υόρκη 2002, σ. 491-498.
[2] Αλληλογραφία μεταξύ Βρετανού Ύπατου Αρμοστή σερ Χένρυ ΜακΜαόν και σεΐχη της Μέκκας Χουσεΐν.
[3] Haycraft Commission.
[4] Shaw Commission.
[5] Peel Commission.
[6] Αναφορά για τη συνάντηση Χίτλερ-Μουφτή στις 28.11.1941, όπως γράφτηκε στις 30.11.1941. Documents on German Foreign Policy, 1918-1945, Series D, Vol. XIII, Λονδίνο 1964, σ. 881ff, στο Walter Laqueur και Barry Rubin (επιμ.), The Israel-Arab Reader, Facts on File, Νέα Υόρκη 1984, σ. 79-84.
[7] Όταν το γερμανικό Afrika Korps υπό την αρχηγία του Ρόμελ προχωρούσε ανατολικά προς τη διώρυγα του Σουέζ και την Παλαιστίνη (άνοιξη-φθινόπωρο 1942).
[8] United Nations Special Committee on Palestine.
[9] United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near East.
[10] BBC News, “Palestinian Authority funds go to militants”, 7 Νοεμβρίου 2003. Βλ. http://goo.gl/B62yuJ (τελευταία πρόσβαση 25.9.2014).
[11] Wye River Memorandum.
[12] Operation Defensive Shield.