Η μελέτη που έχουμε την χαρά να πρωτοδημοσιεύουμε σήμερα είναι του οικονομολόγου κ. Αλέκου Κανελλόπουλου και ξετυλίγει με σαφήνεια το πολύπλοκο κουβάρι των οικονομικών συστημάτων και των οικονομικών κρίσεων της ανθρώπινης ιστορίας. Απολαύστε το.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια ακραία τοποθέτηση, στο ερώτημα αν είναι ορθή η αξίωση της Οικονομικής να θεωρείται επιστήμη και αν ναι, τις είδους επιστήμη, είναι αυτή του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς (Ν. Υόρκη 1965) στο έργο του με τίτλο Η θεωρία της Πολιτικής Οικονομίας : « Η Οικονομική αν θέλει να θεωρείται
επιστήμη, πρέπει να είναι μια επιστήμη που χρησιμοποιεί μόνο μαθηματικά. Είναι προφανές ότι οι ηθικές αξίες δεν έχουν σχέση με τα μαθηματικά».Παραλλαγές αυτής της άποψης έχουν βολέψει μέχρι τις μέρες μας πάμπολλους «οικονομολόγους», «τεχνοκράτες» και κάθε λογής έμμισθους προπαγανδιστές, οι οποίοι πρόσφατα ιδίως, με μια καθωσπρέπει «αντικειμενικότητα» και προσήλωση στην λεγόμενη επιστημονική εγκυρότητα προσπαθούν να πείσουν για το ορθό της πρότασης.
Ένας ενδιαφέρων ορισμός της Οικονομικής, δόθηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ Alfred Marshall: «Οικονομική είναι μια μελέτη της ανθρωπότητας, που ασχολείται με την συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα που λέγεται ζωή».
Τέλος κάποιοι την ονόμασαν «μελαγχολική επιστήμη» και κόλλησαν στονΡικάρντο και τον Μάλθους την ετικέτα «των αξιοσέβαστων καθηγητών της» και ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε απόλυτα αδικαιολόγητη.
Η Οικονομική, παρότι χρησιμοποιεί και μαθηματικά, ανήκει στις Κοινωνικές επιστήμες. Είναι η επιστήμη της εξέλιξης των οικονομικών σχέσεων των ανθρώπων και εξηγεί τους νόμους που διέπουν την παραγωγή και διανομή των υλικών αγαθών στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Σε διάκριση από τις φυσικές επιστήμες, δεν μπορεί να χρησιμοποιεί κατά την μελέτη του οικονομικού καθεστώτος της κοινωνίας τα πειράματα και τις δοκιμές που γίνονται στο εργαστήριο. Ο Καρλ Μαρξστο «Κεφάλαιο» τονίζει: «Στην ανάλυση των οικονομικών μορφών, δεν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν ούτε το μικροσκόπιο, ούτε τα χημικά αντιδραστήρια. Και τα δύο πρέπει να τα αντικαταστήσει η δύναμη της αφαίρεσης».
Στην παρούσα εργασία, απέφυγα να χρησιμοποιήσω μαθηματικούς τύπους γιατί στόχος μου είναι να μπορέσει να γίνει κατανοητή κυρίως η ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής, όπου η δικαιολόγηση των επί μέρους θεωριών με τα μαθηματικά δεν είναι αναγκαία.
Η Οικονομική, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την μελέτη της ιστορικής της εξέλιξης. Ξεκινώντας από την οικοκυρική οικονομία των αρχαίων Ελλήνων και μέσω της «βιβλικής» σκέψης θα φτάσουμε στον φεουδαλικό κόσμο του Θωμά Ακινάτη, στους Γάλλους προεπαναστατικούς φιλόσοφους – υπερασπιστές της γεωργίας και από τους μερκαντιλιστές καπιταλιστές στην πρώτη περίοδο του μοντέρνου καπιταλισμού, αλλά και στον σοσιαλισμό.
Παράλληλα πρέπει να τοποθετήσουμε την εξέλιξη αυτή στο πολιτικό πλαίσιο κάθε εποχής. Δηλαδή, πως συνδυάζονταν πχ οι οικονομικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων με την οικονομική και κοινωνική ζωή των Ελληνικών πόλεων. Στην συνέχεια πως η ελάχιστη αγοραία οικονομική δραστηριότητα, ο χριστιανικός δογματισμός και η άκαμπτη κοινωνική ιεραρχία της φεουδαρχικής κοινωνίας είχαν σαν αποτέλεσμα την ανυπαρξία οικονομικών ιδεών στον μεσαίωνα. Πως η έξοδος από αυτή την απλοϊκή οικονομική δομή σηματοδότησε την άνοδο του μερκαντιλισμού. Και πως τελικά η βιομηχανική επανάσταση και οι ραγδαία μεταβαλλόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες αποτέλεσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας αναπτύσσεται ως επιστήμη.
Οι οικονομικές ιδέες είναι πάντα προϊόν του δικού τους χρόνου και τόπου. Δεν μπορούμε να τις δούμε ξεχωριστά από τον κόσμο που ερμηνεύουν. Και με δεδομένο ότι ο κόσμος αυτός συνεχώς αλλάζει, οι οικονομικές ιδέες για να διατηρήσουν την σχέση τους αλλάζουν κι’ αυτές. Και επειδή ο κόσμος αλλάζει με απροθυμία γιατί αντιτίθενται πάντα όσοι έχουν επωφεληθεί από το προηγούμενο status quo, έτσι και οι οικονομικές αντιλήψεις αλλάζουν με την ανάλογη απροθυμία.
Δεδομένου ότι η Οικονομική εφαρμόζεται στην πράξη, έχει συνεχή και έντονη σχέση με το άμεσο αλλά και το απώτερο μέλλον. Έτσι σοφοί οικονομολόγοι κάθε τόσο, διατυπώνουν τις απόψεις και τις προβλέψεις τους σχετικά με την οικονομική προοπτική αλλά και τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Ο συνετός αναγνώστης ή ακροατής όμως, πρέπει να αντιμετωπίζει αυτές τις προβλέψεις με δυσπιστία, γιατί το σύνηθες προσόν αυτού που κάνει προβλέψεις δεν έγκειται στο ότι γνωρίζει, αλλά στο ότι αγνοεί αυτά που δεν γνωρίζει. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτού που προβλέπει, είναι ότι όλες οι προβλέψεις, σωστές ή λανθασμένες ξεχνιούνται εύκολα.
Αν πράγματι η οικονομική γνώση ήταν απόλυτη, το οικονομικό σύστημα όπως είναι σήμερα δεν θα επιζούσε, γιατί αν ήταν δυνατό να ξέρει κάποιος με ακρίβεια και βεβαιότητα τι πρόκειται να συμβεί στις τιμές, στα επιτόκια, στα ημερομίσθια, στις επιδόσεις διάφορων επιχειρήσεων και κλάδων και στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων, αυτός ο ευλογημένος δεν θα πωλούσε τις γνώσεις του στους άλλους, αλλά αντίθετα θα τις χρησιμοποιούσε ο ίδιος και σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είχε στην κατοχή του όλον τον πλούτο.
Άρα το σύγχρονο οικονομικό σύστημα επιβιώνει όχι επειδή κάνουν καλή δουλειά αυτοί που προβλέπουν το μέλλον του, αλλά επειδή ακριβώς κάνουν λάθη.
Όμως υπάρχει μια δυνατότητα ως αντιστάθμισμα: Μπορούμε να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε το παρόν, αφού το μέλλον θα διαθέτει πολλά χαρακτηριστικά αυτού που υπάρχει σήμερα. Και το παρόν με την σειρά του είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα του παρελθόντος. Στο παρόν υπάρχουν επιβιώσεις του παρελθόντος και έμβρυα του μέλλοντος, όπως λέει ο Μαρξ. Και μόνο καθώς βλέπουμε το παρελθόν μέσα από την απασχόληση και την ανεργία, την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, τις τιμές και την παραγωγή, τις αποταμιεύσεις, τις τραπεζικές συναλλαγές και τις επενδύσεις,, τον χαρακτήρα τελικά του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, μπορεί το παρόν και το μέλλον να γίνουν κατανοητά με ένα αξιόλογο τρόπο.
Κεντρική θέση σε όλες τις οικονομικές αναλύσεις κατέχει το ερώτημα: Τι καθορίζει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που απολαμβάνει κάποιος , με ποιόν τρόπο κατανέμονται τα έσοδα από την οικονομική δραστηριότητα και τι καθορίζει το μερίδιο που καταλήγει στα ημερομίσθια, στα επιτόκια, στα κέρδη και σε άλλα αμετάβλητα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή και ταυτόχρονα πόσο ισότιμη ή ανισότιμη είναι η διανομή.
Στις ερμηνείες της προφανούς ανισότιμης διανομής που δόθηκαν στους αιώνες, οφείλουν την ύπαρξή τους μερικοί εκ των πλέον ευφυών και ταλαντούχων οικονομολόγων, οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση όχι μόνο γιατί είναι έτσι αλλά, αλίμονο, γιατί πρέπει να είναι έτσι.
Στην συνέχεια η οικονομική ασχολείται με αυτό που οδηγεί σε καλύτερη ή χειρότερη οικονομική επίδοση σε συνολικό επίπεδο. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος των τραπεζών και του χρήματος σε όλες τις μορφές του καθώς και ειδικά προβλήματα του διεθνούς εμπορίου, ο σημαντικότατος ρόλος των κυβερνήσεων και των πολιτικών που υπόκεινται ελάχιστα σε κάποια περιοριστική διανοητική διαδικασία και τέλος ο ρόλος του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται η οικονομική ζωή.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι μύθοι
Το έργο εκείνο που πρώτο περιγράφει την κοινωνία της εποχής του είναι ηΠαλαιά Διαθήκη. Αναφερόμενοι συνοπτικά σ’ αυτήν, θα αναγνωρίσουμε χωρίς αμφιβολία, ατομική ιδιοκτησία, καταμερισμό έργων, συναλλαγές, αγορά, χρήμα. Είναι τόσο έντονα, που και στην ίδια την θρησκευτική διδασκαλία δεν γίνεται προσπάθεια αφαίρεσης όσων αφορούν στην ευημερία στον επίγειο βίο.
Η χαρακτηριστική διάκριση μεταξύ πλούσιων και φτωχών, η πολυτέλεια της Αυλής, η βαθμιαία ανάπτυξη της δουλείας, οι δαπάνες του βασιλικού οίκου, των πολέμων και των πολυτελών δημόσιων κτηρίων που καλύπτονταν από την αναγκαστική εργασία και τους φόρους, η εξαθλίωση των μαζών, αντικατοπτρίζονται στις διαμαρτυρίες, στις οπτασίες και την ψυχική εξέγερση των προφητών.
Αλλά και πριν από την Παλαιά Διαθήκη έχουμε μαρτυρίες των δουλοκτητικών κοινωνιών. Μια τέτοια είναι ο κώδικας του βασιλιά της Βαβυλώνας Χαμμουραμπί (18ος πΧ αι.), με τον οποίο προστατεύονται η ιδιοκτησία και τας προσωπικά δικαιώματα των πλουσίων και αριστοκρατών. Σύμφωνα με τον κώδικα, όποιος κρύβει φυγάδα δούλο τιμωρείται με θάνατο. Στην αρχαία ινδική συλλογή «Νόμοι του Μανούμια », καθαγιάζεται η δουλεία, αλλά και ο βουδισμός κηρύττοντας τον συμβιβασμό με την πραγματικότητα, την μη αντίσταση στην βία και την υποταγή στις κυρίαρχες τάξεις, αποτελούσε μια βολική θρησκεία για την δουλοκτητική αριστοκρατία.
Ελλάδα
Κάτι ανάλογο συνέβαινε στην Ελλάδα του 8ου αιώνα. Από τους διασωθέντες μύθους γνωρίζουμε ότι στην περίοδο εκείνη υπήρχε ήδη η ατομική ιδιοκτησία στην γη, υπήρχε το εμπόριο, ιδίως η ναυτιλία αλλά και η χρήση νομίσματος. Την ταξική κοινωνία εκείνης της εποχής, κυβερνούσε μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων σε αντίθεση όμως με τις ανάγκες του αυξανόμενου εμπορίου. Αυτή η κοινωνική οργάνωση, οδήγησε στην ίδια εξαθλίωση και βαθμιαία υποδούλωση των ελεύθερων αγροτών, με εκείνη που εξήγειρε τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Και βεβαίως η δουλεία ήταν απαραίτητο στάδιο στον δρόμο της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Ο Φ. Έννγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ» αναφέρει: « Μόνο η δουλεία έκανε δυνατό τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στην γεωργία και την βιοτεχνία σε μεγαλύτερη κλίμακα και δημιούργησε έτσι τους όρους για την άνθηση του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου – για τον ελληνικό πολιτισμό. Χωρίς την δουλεία δεν θα υπήρχαν τα ελληνικά κράτη, η ελληνική τέχνη και επιστήμη. Χωρίς την δουλεία δεν θα υπήρχε ούτε το ρωμαϊκό κράτος. Και χωρίς τα θεμέλια που έβαλαν η Ελλάδα και η Ρώμη δεν θα υπήρχε ούτε η σύγχρονη Ευρώπη».
Το δουλοκτητικό καθεστώς όμως έκρυβε μέσα του ανυπέρβλητες αντιφάσεις οι οποίες οδηγούσαν στην εξέγερση και την σύγκρουση. Το πολίτευμα του Σόλωνος (6ος αι.), είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής. Ο Σόλωνπροσπάθησε να αποτρέψει τα θλιβερά αποτελέσματα της παλαιάς οικονομίας και να εφαρμόσει νέους πολιτικούς θεσμούς. Η υποδούλωση του οφειλέτη απαγορεύτηκε, οι δούλοι ελευθερώθηκαν και μολονότι δεν απαγορεύτηκε ο τόκος, ούτε θεσπίστηκε ανώτερο όριο επιτοκίου όμως τα χρέη ελαττώθηκαν ή διαγράφηκαν. Οι ελεύθεροι πολίτες πλέον διαιρέθηκαν σε 4 τάξεις, αναλόγως της περιουσίας τους και είχαν όλοι δικαίωμα ψήφου στην εκκλησία του δήμου. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές οι οποίες απέτυχαν τελικά, απέβλεπαν στον συνδυασμό του αριστοκρατικού με το δημοκρατικό πολίτευμα. Απέτυχαν επειδή ο αγώνας μεταξύ των αριστοκρατών και της εμπορικής τάξης που υποστηριζόταν από τους φτωχούς αγρότες, συνεχιζόταν αμείωτος .
Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και η ίδια η πτώση του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή στον συνεχή ανταγωνισμό της αριστοκρατίας με τις διευρυνόμενες εμπορικές τάξεις των ελληνικών κρατών και της ύπαρξης πλήθους δούλων που προέρχονταν από τους αγρότες και τεχνίτες που πτώχευαν.
Η ανάπτυξη του δημοκρατικού πολιτεύματος του Κλεισθένη στην Αθήνα το 509 πΧ, επέφερε και την ανάπτυξη του εμπορίου της πόλης-κράτους, το οποίο σε συνδυασμό με την απειλή των Περσών, ανέδειξε την Αθηναϊκή Δημοκρατία του Θεμιστοκλή, σε πρωταγωνιστή του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Όμως ο ιμπεριαλισμός αυτός που στηρίχτηκε στην οικονομική δύναμη των εμπόρων δεν κατόρθωσε να επιζήσει στην διαμάχη με την αριστοκρατική Σπάρτη. Η αναβίωση εκατό χρόνια αργότερα των δημοκρατικών θεσμών και των ιδεών της εθνικής ένωσης των Ελλήνων στην Αθήνα, δεν είχε συνέχεια γιατί ολόκληρη η Ελλάδα πλέον καταχτήθηκε το 338πΧ από τους Μακεδόνες βασιλείς.
Κατά την τελευταία περίοδο αυτών των βίαιων συγκρούσεων, η Ελληνική φιλοσοφία έδωσε την μεγαλύτερή της συμβολή στην κοινωνική σκέψη. Ο Πλάτωνας είναι ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει τις αρχές στις οποίες βασίζεται η κοινωνία, την καταγωγή της πόλης-κράτους και παρουσίασε ένα σχέδιο ιδεώδους κοινωνικής συγκρότησης. Τα θεμέλια της περαιτέρω οικονομικής σκέψης, έβαλε ο μαθητής του Αριστοτέλης.
Ο Πλάτωναςείναι ο πρώτος που επισημαίνει ότι η πόλη οφείλει την καταγωγή της στον καταμερισμό των έργων, ο οποίος λόγω της απώλειας της αυτάρκειας που επιφέρει, έχει σαν αποτέλεσμα και την συναλλακτική οργάνωση.
Στο ιδεώδες κράτος του Πλάτωνα, υπάρχουν δύο τάξεις: κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Η πρώτη περιλαμβάνει τους φύλακες και τους βοηθούς, η δεύτερη τους τεχνίτες. Όσοι ανήκουν στην δεύτερη τάξη είναι αφοσιωμένοι στις βάναυσες εργασίες της παραγωγής και ανταλλαγής πλούτου και δεν μπορούν να κυβερνούν. Τα μέλη της κυβερνώσας τάξης εκπαιδεύονται από παιδιά στην τέχνη της φιλοσοφίας αλλά και του πολέμου, διότι έχουν να υπερασπίσουν το κράτος τους έναντι των ξένων επιβουλών.
Τάσσεται λοιπόν υπέρ μιας κυβέρνησης ελίτ, υπέρ ενός κομμουνισμού Σπαρτιατικής αυστηρότητας. Απαλλαγμένοι οι κυβερνήτες από την επιδίωξη πλούτου που εξευτελίζει τους ανθρώπους, θα είναι ικανοί να κυβερνήσουν με κανόνα τον ορθό λόγο.
Και ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με την συγκρότηση ενός ιδεώδους κράτους, στο οποίο επίσης υπάρχουν οι δύο τάξεις, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Στην πρώτη ανήκουν οι στρατιωτικοί, οι πολιτικοί και οι ιερείς: στρατιώτες όταν είναι νέοι και ρωμαλέοι, πολιτικοί στην ανδρική ηλικία και ιερείς στα γηρατειά τους. Κυβερνώμενοι είναι οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι εργάτες. Το εμπόριο το θεωρεί σαν μη φυσική απασχόληση, αλλά το δέχεται στο κράτος του σε περιορισμένη έκταση. Βάση της πόλης παραμένει η δουλεία, γιατί οι δούλοι είναι δούλοι από την φύση τους, υπό την προϋπόθεση όμως να μην είναι Έλληνες. «Το κατώτερο είδος είναι από την φύση του δούλος και είναι καλύτερα γι’ αυτόν, όπως και για όλους τους κατώτερους, να βρίσκεται στην δικαιοδοσία ενός κυρίου… Και πραγματικά, η χρησιμοποίηση των δούλων και των εξημερωμένων ζώων δεν διαφέρει πολύ…. Είναι φανερό επομένως, ότι ορισμένοι άνδρες είναι από την φύση τους ελεύθεροι και άλλοι είναι δούλοι. Γι’ αυτούς τους δεύτερους η δουλεία είναι σκόπιμη και σωστή» Ο Αριστοτέλης, ήταν σίγουρος και για τις γυναίκες: «Επίσης ο άνδρας είναι από τη φύση του ανώτερος και η γυναίκα κατώτερη. Ο ένας διοικεί και η άλλη διοικείται. Αυτή η αρχή, της αναγκαιότητας, επεκτείνεται προς όλους τους ανθρώπους».
Όμως η συμβολή του Αριστοτέλη είναι πιο σημαντική στην οικονομική σκέψη: Πρώτον στον ορισμό του αντικειμένου της οικονομικής, δεύτερον στην ανάλυση της ανταλλαγής και τρίτον στην θεωρία του χρήματος.
Διακρίνει την οικονομία σε ιδιωτική οικονομία, επιστήμη διαχειρίσεως του οίκου, και κτητική οικονομία, δηλαδή κτητική τέχνη. Συζητώντας την επιστήμη της κτήσεως, μπαίνει στην ανάλυση της ανταλλαγής, μέσω της οποίας αντιμετωπίζονται οι ανάγκες του οίκου. Διακρίνει φυσική και μη φυσική μορφή ανταλλαγής. Η πρώτη είναι επέκταση της οικονομίας του οίκου για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών του ανθρώπου και προκύπτει από την ύπαρξη διαφόρων αποθεμάτων αγαθών και της επέκτασης της συνεργασίας των ανθρώπων πέρα από τα όρια του οίκου. Από την απλή αυτή μορφή ανταλλαγών γεννιέται μια πιο πολύπλοκη και μη φυσική δράση. «Εκάστου γαρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν, αμφότεραι μεν καθ’ αυτό, αλλ’ ουχί ομοίως καθ’ αυτό, αλλ’ η μεν οικεία του πράγματος, οίον υποδήματος, ή τε υπόδησις και η μεταβλητική. Αμφότεραι γαρ υποδήματος χρήσεις». Έτσι ο Αριστοτέλης βάζει τα θεμέλια της διάκρισης μεταξύ αξίας χρήσεως και ανταλλακτικής αξίας, μια διάκριση που αποτελεί μέρος της οικονομικής σκέψης μέχρι σήμερα.
Περαιτέρω, ορίζει και το χρήμα ως μέσο διευκόλυνσης της ανταλλαγής: Οι άνθρωποι συμφωνούν να χρησιμοποιούν ένα αγαθό πχ τον σίδηρο ή τον άργυρο ως τέτοιο. Όμως η χειρότερη μορφή απόκτησης χρήματος είναι η χρησιμοποίησή του ως μέσο συσσώρευσης, δηλαδή η λήψη τόκου.
Αλλά και ο Ξενοφώνστο έργο του Κύρου Παιδεία κάνει λόγο για το πλεονέκτημα της μεγάλης έναντι της μικρής πόλης, λόγω των ευκαιριών εξειδίκευσης μέσω του εμπορίου. Στο έργο του δε Περί των μέσων βελτίωσης των εσόδων του κράτους των Αθηνώνεξετάζει τις πηγές της σχετικής ευημερίας της πόλης και τα μέσα επαύξησής της.
Ρώμη
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε με μικρές αγροτικές κοινότητες, χωρίς εμπόριο και με αυστηρή διαίρεση σε τάξεις. Οι πόλεμοι και οι κατακτήσεις της αυτοκρατορίας και η εξ’ αυτών επέκτασή της (ιδίως μετά τους Καρχηδονιακούς πολέμους), οδήγησε στην δημιουργία μεγάλων γαιοκτησιών δηλ. των λατιφούντιων που επέζησαν για αιώνες. Ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε φτάσει στην ανώτερη ανάπτυξή του. Όμως οι εξεγέρσεις των δούλων, υπόσκαψαν το μεγαλείο της Ρώμης. Από τις πολυάριθμες αυτές εξεγέρσεις, εξαιρετικά σημαντική ήταν εκείνη που έγινε με την καθοδήγηση τουΣπάρτακου το 74 πΧ.
Η Ρώμη, παρότι άφησε μια φτωχή κληρονομιά σχετικά με την οικονομική σκέψη (και η οποία συνίσταται κυρίως στο έργο του Πλίνιου για τις ιδιότητες του χρυσού και στα ζητήματα της δουλικής εργασίας) είχε μια σημαντική συμβολή, εκτός των συμβατικών ορίων της Οικονομικής: την ρωμαϊκή νομοθεσία και τον ρόλο της ιδιωτικής περιουσίας.
Όπως είδαμε ο θεσμός της ιδιωτικής περιουσίας υπήρχε και πριν την εποχή της καταγεγραμμένης ιστορίας. Όμως η ρωμαϊκή νομοθεσία ήταν αυτή που έδωσε στην περιουσία την επίσημη ταυτότητά της και στον κάτοχό της τα σφαιρικά δικαιώματα σ’ αυτήν, δηλαδή τα δικαιώματα της απόλαυσης της χρήσης αλλά και της κακής χρήσης και της κατάχρησης.
Χριστιανισμός
Αυτή η ρωμαϊκή προσήλωση στην ιερότητα της ατομικής περιουσίας, αποτέλεσε μια τρομερή κληρονομιά στην οικονομική και πολιτική ζωή. Θα γινόταν η πηγή αμέτρητων εξεγέρσεων στους επόμενους αιώνες, αρχής γινόμενης από τονΙησούπου έδειξε ότι οι προνομιούχοι δεν είχαν θείο δικαίωμα, αμφισβητώντας έτσι το κατεστημένο και την δύναμη της Ρώμης. Έτσι ο Ιησούς, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ αυτήν που πολλοί συντηρητικοί χριστιανοί επιθυμούν να πιστεύουν, νομιμοποίησε την εξέγερση κατά της καταπιεστικής οικονομικής δύναμης.
Η κύρια κοινωνική στάση που διαιωνίστηκε από τον χριστιανισμό υποστήριζε την ισότητα όλων των ανθρώπων: Αφού όλοι ήταν παιδιά του Θεού, ήταν όλοι ίσοι στην κοινωνία.
Συνδεδεμένη με αυτήν την διδασκαλία ήταν μια αναπόφευκτη υπόνοια ότι ο πλούτος ήταν κάτι που διαφοροποιεί τα αδέρφια, μια πηγή στην οποία οφείλονταν μερικώς η άνιση δύναμη και το κύρος όσων τον κατείχαν, εν αντιθέσει με τους φτωχούς αδερφούς οι οποίοι κατείχαν την ανώτερη αρετή. Για τις επόμενες χιλιετίες, οι πρώτοι θα χρειάζονταν μια ειδική θεολογική υποστήριξη, συχνά κάποιου μικρού κόστους, για να έχουν καλή τύχη στην επόμενη ζωή τους, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών τους. Επειδή οι εκκλησιαστικές θέσεις είχαν κάποιο τίμημα, η άφεση των αμαρτιών, με μεθοδικό τρόπο έγινε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης: η δυσκολία να μπει κανείς στον Παράδεισο ξεπερνιόταν και εξαγοραζόταν με το καθαρτήριο, ένα επινόημα το οποίο θα πρέπει να είχε προκαλέσει σοβαρό συνωστισμό των ενάρετων φτωχών σ’ αυτό το αφιλόξενο μέρος.
Μεσαίωνας
Οι φιλότιμες προσπάθειες των ιστορικών στην αναζήτηση οικονομικών ιδεών μέσα στην φιλοσοφική και ιερατική σκέψη των χιλίων χρόνων που ακολούθησαν την διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, απέφερε ελάχιστους καρπούς. Η αιτία δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: Η βασική οικονομική ζωή του μεσαίωνα, ελάχιστα έμοιαζε με την σημερινή και συνεπώς ήταν ελάχιστα όσα θα έπρεπε να περιγραφούν μέσω της Οικονομικής.
Η αγορά, μολονότι με την πάροδο των αιώνων αποκτούσε κάποια σπουδαιότητα, ήταν ένας δευτερεύων τομέας της ζωής. Μετά τον 6ο μΧ αιώνα, σ’ όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, οι πόλεις μίκρυναν και αυξήθηκαν οι αγροτικές μάζες, οι οποίες κατασκεύαζαν αυτά που φορούσαν ή σκότωναν εκείνα που έτρωγαν και παρέδιδαν ένα μέρος απ’ αυτά σε μια ιεραρχία κυρίων ή αφεντικών. Όπως οι εργάτες στους αγρούς έτσι και οι χωρικοί, μπορούσαν να είναι δούλοι, δουλοπάροικοι, ιδιοκτήτες, κολλήγοι ή ενοικιαστές. Μπορούσαν να έχουν κυρίους τους την Εκκλησία, τον βασιλιά, σημαντικούς ευγενείς, μέλη της αριστοκρατίας, ή πλούσιους αγρότες που παραχωρούσαν τους αγρούς τους προς ενοικίαση, αλλά όποια κι αν ήταν η σχέση, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες παραχωρούνταν, αλλά δεν πωλούνταν.
Ωστόσο, υπήρχαν πόλεις, έστω και μικρές, αλλά και οι ανώτερες φεουδαρχίες είχαν ποικίλες ανάγκες και επιθυμίες , τις οποίες εξυπηρετούσαν οι έμποροι από κοντινές ή μακρινές περιοχές ή ικανοποιούσαν με την αγορά των συντεχνιών της περιοχής από τους χειροτέχνες.
Συνέβαιναν λοιπόν αγορές και πωλήσεις, έστω σε μια αγορά που δεν ήταν η πρακτική των καθημερινών σχέσεων, που προσείλκυσαν την προσοχή ενός σημαντικού θρησκευτικού φιλόσοφου της εποχής, του Θωμά Ακινάτη. Και το χρήμα (το πιο ελκυστικό θέμα της Οικονομικής) , την προσοχή ενός άλλου θεολόγου, του Νικόλ Ορέσμε.
Ο Θωμάς Ακινάτης ασχολήθηκε με το δίκαιο των τιμών: Η δίκαιη τιμή ήταν μια επιβεβλημένη θρησκευτική υποχρέωση, η μη τήρησή της επέφερε όχι μόνο την ηθική καταδίκη αλλά και τις ανάλογες θρησκευτικές κυρώσεις. Όμως ο ίδιος παρέπεμψε στον Θεό το πρόβλημα του πως καθορίζεται τελικά αυτή η «δίκαιη τιμή». Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη διαλεκτική της οικονομικής ζωής, αυτή ανάμεσα στην ηθικότητα και την αγορά. Η επίκληση της δεύτερης ήταν πιο συχνή στους αιώνες μετά τον Ακινάτη: « Ας το αναλάβει η αγορά».
Τον Ν. Ορέσμε χώριζαν από τον Ακινάτη εκατό χρόνια. Κεντρικό ρόλο στην σκέψη του παίζει το εμπόριο. Άρα, το χρήμα και η σωστή διαχείρισή του. Η ευθύνη για την κοπή του και την περιεκτικότητά του σε καθαρό μέταλλο ανήκει στον πρίγκιπα. Κατά την γνώμη του οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να αποκτήσει κέρδος από τα χρήματα, είναι τρείς: Ο πρώτος είναι η τέχνη της ανταλλαγής, η φύλαξη του χρήματος ή η διακίνησή του. Ο δεύτερος είναι η τοκογλυφία και ο τρίτος είναι η αλλοίωση του χρήματος. Ο πρώτος είναι πρόστυχος, ο δεύτερος είναι κακός και ο τρίτος είναι ακόμα χειρότερος.
Αναγέννηση – Εμπορικός καπιταλισμός (Μερκαντιλισμός).Για να τον κατανοήσουμε τον κόσμο που προέκυψε από τον μεσαίωνα , δηλαδή τον κόσμο του 1500 έως το 1800 πρέπει να αφομοιώσουμε το θεμελιώδες γεγονός ότι ο κόσμος αυτός συνέχιζε να είναι κατ’ εξοχήν αγροτικός. Στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια , στην Ρωσία , στην Σκανδιναβία ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε το 90% έως 97% του συνόλου. Ακόμη και σε περιοχές με ισχυρή (αν και φθίνουσα) αστική παράδοση το αγροτικό ποσοστό ήταν εξαιρετικά υψηλό, 85% στην Λομβαρδία, 75% στην Βενετία, πάνω από 90% στην Καλαβρία. Η λέξη «αστικός» είναι ασφαλώς αμφίσημη. Καλύπτει τις δύο ευρωπαϊκές πόλεις που το 1789 μπορούσαν να θεωρηθούν μεγάλες με τα σημερινά μέτρα, το Λονδίνο με ένα εκατομμύριο και το Παρίσι με 500.000 και καμιά εικοσαριά άλλες με πληθυσμό μεγαλύτερο από 100.000.
Το αγροτικό πρόβλημα ήταν συνεπώς το πιο βασικό για τον κόσμο εκείνο. Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί η πρώτη σχολή οικονομολόγων της Ευρώπης, οι Γάλλοι φυσιοκράτες θεωρούσαν αυτονόητο ότι η γη και οι πρόσοδοι της γης αποτελούσαν την μόνη πηγή καθαρού εισοδήματος. Ο πυρήνας του αγροτικού προβλήματος ήταν η σχέση ανάμεσα σε όσους καλλιεργούσαν την γη και στους ιδιοκτήτες της , ανάμεσα στους παραγωγούς του πλούτου της και σε όσους συσσώρευαν τον πλούτο αυτόν.
Ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη , είναι περιοχή δουλοπαροικίας. Αυτό ήταν λιγότερο εμφανές στα Βαλκάνια που ήταν υπό άμεση τουρκική διοίκηση. Οι Βαλκανικές χώρες βγήκαν από την τουρκική κυριαρχία ως χώρες μικροαγροτών, εξαιρετικά φτωχές και όχι ως χώρες με μεγάλη συγκέντρωση γης.
Ο δουλοπάροικος της Ρωσίας ήταν τόσο ανελεύθερος , ώστε η έλλειψη ελευθερίας να μην διακρίνεται από την πραγματική δουλεία. (Διαβάστε μια αγγελία στην Gazette de Moscou το 1801:«Πωλούνται τρείς αμαξάδες, καλά εκπαιδευμένοι και πολύ εμφανίσιμοι, επίσης δύο κορίτσια 18 και 15 ετών με καλή εμφάνιση και ειδικευμένα σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες. Από το ίδιο σπίτι πωλούνται δύο κομμωτές: ο ένας , 21 ετών, ξέρει ανάγνωση και γραφή, παίζει μουσικό όργανο και εκτελεί χρέη αμαξηλάτη, ενώ ο άλλος είναι κατάλληλος για κομμωτής γυναικών και αντρών. Πωλούνται επίσης πιάνα και εκκλησιαστικά όργανα»).
Ο χαρακτηριστικός άρχοντας στις περιοχές όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία ήταν συνεπώς ο ευγενής γαιοκτήμονας και καλλιεργητής ή εκμεταλλευτής μεγάλων αγροκτημάτων. Η έκταση των αγροκτημάτων αυτών ξεπερνά κάθε φαντασία: ηΜεγάλη Αικατερίνη έδωσε σαράντα ως πενήντα χιλιάδες δουλοπάροικους σε κατά καιρούς ευνοουμένους της. Οι Radziwillτης Πολωνίας είχαν αγροκτήματα όσο η μισή Ελλάδα, ο Potocki ήταν ιδιοκτήτης δώδεκα εκατομμυρίων στρεμμάτων στην Ουκρανία, οι Ούγγροι Esterhazy (οι πάτρωνες του Haydn) είχαν μια εποχή περί τα εικοσιοκτώ εκατομμύρια στρέμματα.
Από τεχνολογική άποψη , η ευρωπαϊκή γεωργία, με μικρές εξαιρέσεις, ήταν ακόμη παραδοσιακή και αναποτελεσματική. Τα προϊόντα της παρέμεναν ακόμα τα παραδοσιακά: Σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, βόδια, πρόβατα, αίγες και τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα, χοίροι και πουλερικά, κάποιες ποσότητες οπωροκηπευτικών, κρασί, και κάποιες βιομηχανικές πρώτες ύλες όπως μαλλί, λινάρι, καννάβι για τα σχοινιά, κριθάρι για την μπύρα, μεταξοσκώληκες κα. Ολόκληρη η Ευρώπη εξακολουθούσε να τρέφεται με είδη που παρήγε η ίδια. Τα προϊόντα άλλων τόπων σπάνιζαν και προσέγγιζαν τα όρια της πολυτέλειας, με εξαίρεση ίσως την ζάχαρη. Στην Αγγλία η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ζάχαρης ήταν το 1790 περίπου 7 κιλά, ενώ η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση τσαγιού ήταν μόλις δύο ουγγιές τον μήνα. Τα νέα προϊόντα που είχαν εισαχθεί από την Αμερική ή από μέρη της τροπικής ζώνης , είχαν κάποια ανάπτυξη. Στα Βαλκάνια είχαμε κάπως ανεπτυγμένη την καλλιέργεια αραβοσίτου, ενώ πρόοδο είχε σημειώσει η παραγωγή ρυζιού στην Βόρεια Ιταλία. Το κυριότερο από τα νέα προϊόντα, η πατάτα, μόλις άρχισε να διαδίδεται, όπως και ο καπνός.
Όπως είναι φυσικό, η παραγωγικότητα μιας οικονομίας που βασιζόταν στην γεωργία και στην βιοτεχνία, ήταν από την φύση της περιορισμένη. Επιπροσθέτως, πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα εθνικά κράτη, το πλεόνασμα που μια οποιαδήποτε περιοχή της γης μπορούσε τυχόν να αποκτήσει, κινδύνευε πάντα από τις επιθέσεις ενόπλων επιδρομέων μιας άλλης.
Είδαμε ότι από τα βάθη του μεσαίωνα υπήρχε μια ακανόνιστη (έστω μικρή στην αρχή) επέκταση του εμπορίου στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσα σ’ αυτές και της χώρες της ανατολικής Μεσογείου.
Με τον καιρό το εμπόριο άρχισε να διεξάγεται και σε μεγαλύτερες αποστάσεις και με αυξανόμενο ρυθμό. Πλοία έφερναν προϊόντα και από πιο απομακρυσμένες χώρες. Εμφανίστηκαν τράπεζες, πρώτα στην Ιταλία και μετά στην Βόρεια Ευρώπη. Τα ανταλλακτήρια χρήματος όπου ζυγίζονταν κέρματα διαφόρων χωρών, έγιναν ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό της εμπορικής ζωής. Ο έμπορος αναδύθηκε σταδιακά από τις σκιές της φεουδαρχίας για να γίνει μια ξεχωριστή προσωπικότητα και σε περίπτωση που ήταν πλούσιος και ανέπτυσσε σημαντική δραστηριότητα, εξασφάλιζε αποδοχή και κοινωνικό γόητρο. Έτσι οι παλιές εμπορικές πόλεις , Βενετία, Φλωρεντία κλπ , έδιναν την θέση τους στις νέες: Άμστερνταμ, Λονδίνο κα, όπου οι εμπορικές κοινωνίες διακρίνονταν. Εκεί που όλοι ασχολούνταν με το εμπόριο, ο έμπορος δεν ήταν στιγματισμένος. Προσθέτουμε ότι αυτές ήταν κοινωνίες με ανώτερα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά επιτεύγματα απ’ ότι οι κοινωνίες των γαιοκτημόνων. Μέχρι σήμερα η πιο θαυμαστή αρχιτεκτονική για σπίτια ανήκει στους εμπόρους. Έτσι δημιουργήθηκε ένας εμπορικός καπιταλισμός, ο μερκαντιλισμός.
Οι έμποροι όχι μόνο διέθεταν δύναμη επιρροής στις κυβερνήσεις, αλλά συμμετείχαν οι ίδιοι στις κυβερνήσεις. Και σε ολόκληρη την Ευρώπη από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη επιρροής στα νέα εθνικά κράτη.
Παράλληλα σημειώθηκαν και μερικές εξελίξεις που αντικατοπτρίστηκαν στις οικονομικές στάσεις και πολιτικές της εποχής.
Η πρώτη ήταν τα ταξίδια των ανακαλύψεων του Κολόμβου προς την Αμερική και του Βάσκο ντε Γκάμα στην Ινδία, με αποτέλεσμα την ροή νέων εξωτικών προϊόντων προς την Ευρώπη και το σημαντικότερο μια μαζική εισροή αργύρου και χρυσού από τα ορυχεία του Νέου Κόσμου, που προερχόταν από την κοπιαστική εργασία δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων Ινδιάνων, οι οποίοι ζούσαν μια βασανισμένη και σύντομη ζωή στο Γκουαναχουάτο του Μεξικού και σε αντίστοιχα μέρη της Νέας Ισπανίας.
Έτσι προέκυψε η δεύτερη μεγάλη εξέλιξη της περιόδου εκείνης και η οποία είναι η μεγάλη ανοδική κίνηση των τιμών. Οι θησαυροί που συνέρρεαν στην Ισπανία μετατρέπονταν σε νόμισμα το οποίο στην συνέχεια πήγαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη για να πληρωθούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ισπανίας και να πληρωθούν οι Ισπανικές εισαγωγές. Ο Μαξ Βέμπερ, εκτίμησε ότι το 70% των δημοσίων εσόδων της Ισπανίας διατέθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό.
Το αποτέλεσμα που δημιουργήθηκε από την μεγάλη εισροή νέου νομίσματος, ήταν η γενική άνοδος των τιμών, μια πρώιμη εκδήλωση της Ποσοτικής Θεωρίας του Χρήματος. Αυτό είναι το ιστορικό θεώρημα σύμφωνα με το οποίο οι τιμές, όταν ο όγκος του εμπορίου είναι δεδομένος, θα ποικίλουν ανάλογα με την προσφορά χρήματος. Αυτό βοήθησε στο να επικεντρωθεί η προσοχή των εμπόρων και των κυβερνήσεων σε εκείνες τις πολιτικές που θα αύξαναν και θα έλεγχαν την κατοχή του νομίσματος.
Η Τρίτη και πιο σημαντική εξέλιξη της περιόδου ήταν η εμφάνιση και παγίωση της αστικής εξουσίας και της παρακμής της φεουδαρχίας και της καταπιεστικής βαρονοκρατίας. Το εθνικό κράτος ήταν ο προτελευταίος κρίκος σε μια μεγάλη αλυσίδα γεγονότων. Με την άνοδό του επήλθε η στενή, έως πολύ στενή σχέση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τους εμπόρους.
Ο μερκαντιλισμός, προκάλεσε ένα σημαντικό ρήγμα στις ηθικές στάσεις και διδασκαλίες., η επιδίωξη του πλούτου έπαψε να προκαλεί αμφιλεγόμενους συνειρμούς, το ίδιο και η είσπραξη τόκου, με τις ευλογίες κιόλας της Καθολικής και Προτεσταντικής εκκλησίας. Η έννοια της δίκαιης τιμής υποχώρησε κι’ αυτή , τα δε ημερομίσθια καμία συμμετοχή δεν είχαν στην μερκαντιλιστική σκέψη: οι εργάτες που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές, είτε δούλοι ήταν, είτε ελεύθεροι, δεν χρειάζονταν να ληφθούν υπ’ όψη.
Στα χρόνια του εμπορικού καπιταλισμού επίσης, έχει τις ρίζες του, αυτό που έγινε στις μέρες μας ένας κυρίαρχος οικονομικός θεσμός: Η μεγάλη σύγχρονη εταιρεία.
Στην αρχή η εταιρεία ήταν απλά μια προσωρινή συνεργασία ανθρώπων που ένωναν τις προσπάθειές τους και τα κεφάλαιά τους προκειμένου να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος, πχ να γίνει ένα ταξίδι ή να εξασφαλιστεί μια μη ανταγωνιστική τιμή κλπ. Οι ρίζες τέτοιων εταιρειών έφταναν στις συντεχνίες του μεσαίωνα. Κατά τον 15ο αιώνα υπήρξε η εταιρεία Περιπετειώδεις Έμποροι, έμποροι που πωλούσαν υφάσματα από την Αγγλία στην Ευρώπη. Άλλα παραδείγματα είναι η εταιρεία Μάσκοβι του 1555, η Ολλανδική Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίαςτου 1602, αλλά και η Βρετανική Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίας του 1600, οι Περιπετειώδεις Κύριοι Εμπορευόμενοι στον Κόλπο του Χάντσον του 1670.
Το φαινόμενο έγινε πιο θεαματικό στις αρχές του 18ου αιώνα με τις οργιώδεις και απερίσκεπτες ιδρύσεις χρηματιστηρίων στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Στο Παρίσι παρατηρήθηκε μια τεράστια αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας Mississippi Company, η οποία δημιουργήθηκε για να εκμεταλλευτεί τα φερόμενα ως πλούσια , αλλά δυστυχώς τελείως φανταστικά χρυσωρυχεία της Λουιζιάνα, στο δε Λονδίνο δημιουργήθηκε η South Sea Company για να εκμεταλλευτεί τον τροχό της αέναης κίνησης, αλλά κι’ άλλη μία πολύ διάσημη στην ιστορία της κερδοσκοπίας, που αποσκοπούσε στην «συνέχιση μιας πολύ επικερδούς δραστηριότητας, η οποία δεν μπορεί να ανακοινωθεί».
Γαλλία – διαφωτισμός – Φυσιοκράτες.
Καθώς η περίοδος που αναφερθήκαμε οδηγείτο προς το τέλος της, ένας συνδυασμός οικονομικών, πολιτικών και φιλοσοφικών δυνάμεων στην Γαλλία συνέβαλαν ώστε η πολυπληθής, πλούσια και γοητευτική χώρα να ξεχωρίζει ιδεολογικά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο καπιταλισμός των εμπόρων, εμφανίστηκε και στην Γαλλία, η οποία όμως σε μεγαλύτερη έκταση από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης, είχε αποκτήσει ένα έντονο γεωργικό ενδιαφέρον και η γεωργία της ήταν κάτι περισσότερο από μια ασχολία. Ήταν αυτό που τώρα με την σωστή επισημότητα θα αποκαλούσαμε τρόπο ζωής. Αλλά ήταν και μια μορφή τέχνης. Τα γαλλικά τυριά και φυσικά τα κρασιά είχαν μια αποδεκτή δική τους προσωπικότητα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια ακραία τοποθέτηση, στο ερώτημα αν είναι ορθή η αξίωση της Οικονομικής να θεωρείται επιστήμη και αν ναι, τις είδους επιστήμη, είναι αυτή του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς (Ν. Υόρκη 1965) στο έργο του με τίτλο Η θεωρία της Πολιτικής Οικονομίας : « Η Οικονομική αν θέλει να θεωρείται
επιστήμη, πρέπει να είναι μια επιστήμη που χρησιμοποιεί μόνο μαθηματικά. Είναι προφανές ότι οι ηθικές αξίες δεν έχουν σχέση με τα μαθηματικά».Παραλλαγές αυτής της άποψης έχουν βολέψει μέχρι τις μέρες μας πάμπολλους «οικονομολόγους», «τεχνοκράτες» και κάθε λογής έμμισθους προπαγανδιστές, οι οποίοι πρόσφατα ιδίως, με μια καθωσπρέπει «αντικειμενικότητα» και προσήλωση στην λεγόμενη επιστημονική εγκυρότητα προσπαθούν να πείσουν για το ορθό της πρότασης.
Ένας ενδιαφέρων ορισμός της Οικονομικής, δόθηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ Alfred Marshall: «Οικονομική είναι μια μελέτη της ανθρωπότητας, που ασχολείται με την συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα που λέγεται ζωή».
Τέλος κάποιοι την ονόμασαν «μελαγχολική επιστήμη» και κόλλησαν στονΡικάρντο και τον Μάλθους την ετικέτα «των αξιοσέβαστων καθηγητών της» και ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε απόλυτα αδικαιολόγητη.
Η Οικονομική, παρότι χρησιμοποιεί και μαθηματικά, ανήκει στις Κοινωνικές επιστήμες. Είναι η επιστήμη της εξέλιξης των οικονομικών σχέσεων των ανθρώπων και εξηγεί τους νόμους που διέπουν την παραγωγή και διανομή των υλικών αγαθών στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Σε διάκριση από τις φυσικές επιστήμες, δεν μπορεί να χρησιμοποιεί κατά την μελέτη του οικονομικού καθεστώτος της κοινωνίας τα πειράματα και τις δοκιμές που γίνονται στο εργαστήριο. Ο Καρλ Μαρξστο «Κεφάλαιο» τονίζει: «Στην ανάλυση των οικονομικών μορφών, δεν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν ούτε το μικροσκόπιο, ούτε τα χημικά αντιδραστήρια. Και τα δύο πρέπει να τα αντικαταστήσει η δύναμη της αφαίρεσης».
Στην παρούσα εργασία, απέφυγα να χρησιμοποιήσω μαθηματικούς τύπους γιατί στόχος μου είναι να μπορέσει να γίνει κατανοητή κυρίως η ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής, όπου η δικαιολόγηση των επί μέρους θεωριών με τα μαθηματικά δεν είναι αναγκαία.
Η Οικονομική, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την μελέτη της ιστορικής της εξέλιξης. Ξεκινώντας από την οικοκυρική οικονομία των αρχαίων Ελλήνων και μέσω της «βιβλικής» σκέψης θα φτάσουμε στον φεουδαλικό κόσμο του Θωμά Ακινάτη, στους Γάλλους προεπαναστατικούς φιλόσοφους – υπερασπιστές της γεωργίας και από τους μερκαντιλιστές καπιταλιστές στην πρώτη περίοδο του μοντέρνου καπιταλισμού, αλλά και στον σοσιαλισμό.
Παράλληλα πρέπει να τοποθετήσουμε την εξέλιξη αυτή στο πολιτικό πλαίσιο κάθε εποχής. Δηλαδή, πως συνδυάζονταν πχ οι οικονομικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων με την οικονομική και κοινωνική ζωή των Ελληνικών πόλεων. Στην συνέχεια πως η ελάχιστη αγοραία οικονομική δραστηριότητα, ο χριστιανικός δογματισμός και η άκαμπτη κοινωνική ιεραρχία της φεουδαρχικής κοινωνίας είχαν σαν αποτέλεσμα την ανυπαρξία οικονομικών ιδεών στον μεσαίωνα. Πως η έξοδος από αυτή την απλοϊκή οικονομική δομή σηματοδότησε την άνοδο του μερκαντιλισμού. Και πως τελικά η βιομηχανική επανάσταση και οι ραγδαία μεταβαλλόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες αποτέλεσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας αναπτύσσεται ως επιστήμη.
Οι οικονομικές ιδέες είναι πάντα προϊόν του δικού τους χρόνου και τόπου. Δεν μπορούμε να τις δούμε ξεχωριστά από τον κόσμο που ερμηνεύουν. Και με δεδομένο ότι ο κόσμος αυτός συνεχώς αλλάζει, οι οικονομικές ιδέες για να διατηρήσουν την σχέση τους αλλάζουν κι’ αυτές. Και επειδή ο κόσμος αλλάζει με απροθυμία γιατί αντιτίθενται πάντα όσοι έχουν επωφεληθεί από το προηγούμενο status quo, έτσι και οι οικονομικές αντιλήψεις αλλάζουν με την ανάλογη απροθυμία.
Δεδομένου ότι η Οικονομική εφαρμόζεται στην πράξη, έχει συνεχή και έντονη σχέση με το άμεσο αλλά και το απώτερο μέλλον. Έτσι σοφοί οικονομολόγοι κάθε τόσο, διατυπώνουν τις απόψεις και τις προβλέψεις τους σχετικά με την οικονομική προοπτική αλλά και τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Ο συνετός αναγνώστης ή ακροατής όμως, πρέπει να αντιμετωπίζει αυτές τις προβλέψεις με δυσπιστία, γιατί το σύνηθες προσόν αυτού που κάνει προβλέψεις δεν έγκειται στο ότι γνωρίζει, αλλά στο ότι αγνοεί αυτά που δεν γνωρίζει. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτού που προβλέπει, είναι ότι όλες οι προβλέψεις, σωστές ή λανθασμένες ξεχνιούνται εύκολα.
Αν πράγματι η οικονομική γνώση ήταν απόλυτη, το οικονομικό σύστημα όπως είναι σήμερα δεν θα επιζούσε, γιατί αν ήταν δυνατό να ξέρει κάποιος με ακρίβεια και βεβαιότητα τι πρόκειται να συμβεί στις τιμές, στα επιτόκια, στα ημερομίσθια, στις επιδόσεις διάφορων επιχειρήσεων και κλάδων και στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων, αυτός ο ευλογημένος δεν θα πωλούσε τις γνώσεις του στους άλλους, αλλά αντίθετα θα τις χρησιμοποιούσε ο ίδιος και σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είχε στην κατοχή του όλον τον πλούτο.
Άρα το σύγχρονο οικονομικό σύστημα επιβιώνει όχι επειδή κάνουν καλή δουλειά αυτοί που προβλέπουν το μέλλον του, αλλά επειδή ακριβώς κάνουν λάθη.
Όμως υπάρχει μια δυνατότητα ως αντιστάθμισμα: Μπορούμε να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε το παρόν, αφού το μέλλον θα διαθέτει πολλά χαρακτηριστικά αυτού που υπάρχει σήμερα. Και το παρόν με την σειρά του είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα του παρελθόντος. Στο παρόν υπάρχουν επιβιώσεις του παρελθόντος και έμβρυα του μέλλοντος, όπως λέει ο Μαρξ. Και μόνο καθώς βλέπουμε το παρελθόν μέσα από την απασχόληση και την ανεργία, την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, τις τιμές και την παραγωγή, τις αποταμιεύσεις, τις τραπεζικές συναλλαγές και τις επενδύσεις,, τον χαρακτήρα τελικά του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, μπορεί το παρόν και το μέλλον να γίνουν κατανοητά με ένα αξιόλογο τρόπο.
Κεντρική θέση σε όλες τις οικονομικές αναλύσεις κατέχει το ερώτημα: Τι καθορίζει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που απολαμβάνει κάποιος , με ποιόν τρόπο κατανέμονται τα έσοδα από την οικονομική δραστηριότητα και τι καθορίζει το μερίδιο που καταλήγει στα ημερομίσθια, στα επιτόκια, στα κέρδη και σε άλλα αμετάβλητα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή και ταυτόχρονα πόσο ισότιμη ή ανισότιμη είναι η διανομή.
Στις ερμηνείες της προφανούς ανισότιμης διανομής που δόθηκαν στους αιώνες, οφείλουν την ύπαρξή τους μερικοί εκ των πλέον ευφυών και ταλαντούχων οικονομολόγων, οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση όχι μόνο γιατί είναι έτσι αλλά, αλίμονο, γιατί πρέπει να είναι έτσι.
Στην συνέχεια η οικονομική ασχολείται με αυτό που οδηγεί σε καλύτερη ή χειρότερη οικονομική επίδοση σε συνολικό επίπεδο. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος των τραπεζών και του χρήματος σε όλες τις μορφές του καθώς και ειδικά προβλήματα του διεθνούς εμπορίου, ο σημαντικότατος ρόλος των κυβερνήσεων και των πολιτικών που υπόκεινται ελάχιστα σε κάποια περιοριστική διανοητική διαδικασία και τέλος ο ρόλος του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται η οικονομική ζωή.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι μύθοι
Το έργο εκείνο που πρώτο περιγράφει την κοινωνία της εποχής του είναι ηΠαλαιά Διαθήκη. Αναφερόμενοι συνοπτικά σ’ αυτήν, θα αναγνωρίσουμε χωρίς αμφιβολία, ατομική ιδιοκτησία, καταμερισμό έργων, συναλλαγές, αγορά, χρήμα. Είναι τόσο έντονα, που και στην ίδια την θρησκευτική διδασκαλία δεν γίνεται προσπάθεια αφαίρεσης όσων αφορούν στην ευημερία στον επίγειο βίο.
Η χαρακτηριστική διάκριση μεταξύ πλούσιων και φτωχών, η πολυτέλεια της Αυλής, η βαθμιαία ανάπτυξη της δουλείας, οι δαπάνες του βασιλικού οίκου, των πολέμων και των πολυτελών δημόσιων κτηρίων που καλύπτονταν από την αναγκαστική εργασία και τους φόρους, η εξαθλίωση των μαζών, αντικατοπτρίζονται στις διαμαρτυρίες, στις οπτασίες και την ψυχική εξέγερση των προφητών.
Αλλά και πριν από την Παλαιά Διαθήκη έχουμε μαρτυρίες των δουλοκτητικών κοινωνιών. Μια τέτοια είναι ο κώδικας του βασιλιά της Βαβυλώνας Χαμμουραμπί (18ος πΧ αι.), με τον οποίο προστατεύονται η ιδιοκτησία και τας προσωπικά δικαιώματα των πλουσίων και αριστοκρατών. Σύμφωνα με τον κώδικα, όποιος κρύβει φυγάδα δούλο τιμωρείται με θάνατο. Στην αρχαία ινδική συλλογή «Νόμοι του Μανούμια », καθαγιάζεται η δουλεία, αλλά και ο βουδισμός κηρύττοντας τον συμβιβασμό με την πραγματικότητα, την μη αντίσταση στην βία και την υποταγή στις κυρίαρχες τάξεις, αποτελούσε μια βολική θρησκεία για την δουλοκτητική αριστοκρατία.
Ελλάδα
Κάτι ανάλογο συνέβαινε στην Ελλάδα του 8ου αιώνα. Από τους διασωθέντες μύθους γνωρίζουμε ότι στην περίοδο εκείνη υπήρχε ήδη η ατομική ιδιοκτησία στην γη, υπήρχε το εμπόριο, ιδίως η ναυτιλία αλλά και η χρήση νομίσματος. Την ταξική κοινωνία εκείνης της εποχής, κυβερνούσε μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων σε αντίθεση όμως με τις ανάγκες του αυξανόμενου εμπορίου. Αυτή η κοινωνική οργάνωση, οδήγησε στην ίδια εξαθλίωση και βαθμιαία υποδούλωση των ελεύθερων αγροτών, με εκείνη που εξήγειρε τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Και βεβαίως η δουλεία ήταν απαραίτητο στάδιο στον δρόμο της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Ο Φ. Έννγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ» αναφέρει: « Μόνο η δουλεία έκανε δυνατό τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στην γεωργία και την βιοτεχνία σε μεγαλύτερη κλίμακα και δημιούργησε έτσι τους όρους για την άνθηση του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου – για τον ελληνικό πολιτισμό. Χωρίς την δουλεία δεν θα υπήρχαν τα ελληνικά κράτη, η ελληνική τέχνη και επιστήμη. Χωρίς την δουλεία δεν θα υπήρχε ούτε το ρωμαϊκό κράτος. Και χωρίς τα θεμέλια που έβαλαν η Ελλάδα και η Ρώμη δεν θα υπήρχε ούτε η σύγχρονη Ευρώπη».
Το δουλοκτητικό καθεστώς όμως έκρυβε μέσα του ανυπέρβλητες αντιφάσεις οι οποίες οδηγούσαν στην εξέγερση και την σύγκρουση. Το πολίτευμα του Σόλωνος (6ος αι.), είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής. Ο Σόλωνπροσπάθησε να αποτρέψει τα θλιβερά αποτελέσματα της παλαιάς οικονομίας και να εφαρμόσει νέους πολιτικούς θεσμούς. Η υποδούλωση του οφειλέτη απαγορεύτηκε, οι δούλοι ελευθερώθηκαν και μολονότι δεν απαγορεύτηκε ο τόκος, ούτε θεσπίστηκε ανώτερο όριο επιτοκίου όμως τα χρέη ελαττώθηκαν ή διαγράφηκαν. Οι ελεύθεροι πολίτες πλέον διαιρέθηκαν σε 4 τάξεις, αναλόγως της περιουσίας τους και είχαν όλοι δικαίωμα ψήφου στην εκκλησία του δήμου. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές οι οποίες απέτυχαν τελικά, απέβλεπαν στον συνδυασμό του αριστοκρατικού με το δημοκρατικό πολίτευμα. Απέτυχαν επειδή ο αγώνας μεταξύ των αριστοκρατών και της εμπορικής τάξης που υποστηριζόταν από τους φτωχούς αγρότες, συνεχιζόταν αμείωτος .
Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και η ίδια η πτώση του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή στον συνεχή ανταγωνισμό της αριστοκρατίας με τις διευρυνόμενες εμπορικές τάξεις των ελληνικών κρατών και της ύπαρξης πλήθους δούλων που προέρχονταν από τους αγρότες και τεχνίτες που πτώχευαν.
Η ανάπτυξη του δημοκρατικού πολιτεύματος του Κλεισθένη στην Αθήνα το 509 πΧ, επέφερε και την ανάπτυξη του εμπορίου της πόλης-κράτους, το οποίο σε συνδυασμό με την απειλή των Περσών, ανέδειξε την Αθηναϊκή Δημοκρατία του Θεμιστοκλή, σε πρωταγωνιστή του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Όμως ο ιμπεριαλισμός αυτός που στηρίχτηκε στην οικονομική δύναμη των εμπόρων δεν κατόρθωσε να επιζήσει στην διαμάχη με την αριστοκρατική Σπάρτη. Η αναβίωση εκατό χρόνια αργότερα των δημοκρατικών θεσμών και των ιδεών της εθνικής ένωσης των Ελλήνων στην Αθήνα, δεν είχε συνέχεια γιατί ολόκληρη η Ελλάδα πλέον καταχτήθηκε το 338πΧ από τους Μακεδόνες βασιλείς.
Κατά την τελευταία περίοδο αυτών των βίαιων συγκρούσεων, η Ελληνική φιλοσοφία έδωσε την μεγαλύτερή της συμβολή στην κοινωνική σκέψη. Ο Πλάτωνας είναι ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει τις αρχές στις οποίες βασίζεται η κοινωνία, την καταγωγή της πόλης-κράτους και παρουσίασε ένα σχέδιο ιδεώδους κοινωνικής συγκρότησης. Τα θεμέλια της περαιτέρω οικονομικής σκέψης, έβαλε ο μαθητής του Αριστοτέλης.
Ο Πλάτωναςείναι ο πρώτος που επισημαίνει ότι η πόλη οφείλει την καταγωγή της στον καταμερισμό των έργων, ο οποίος λόγω της απώλειας της αυτάρκειας που επιφέρει, έχει σαν αποτέλεσμα και την συναλλακτική οργάνωση.
Στο ιδεώδες κράτος του Πλάτωνα, υπάρχουν δύο τάξεις: κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Η πρώτη περιλαμβάνει τους φύλακες και τους βοηθούς, η δεύτερη τους τεχνίτες. Όσοι ανήκουν στην δεύτερη τάξη είναι αφοσιωμένοι στις βάναυσες εργασίες της παραγωγής και ανταλλαγής πλούτου και δεν μπορούν να κυβερνούν. Τα μέλη της κυβερνώσας τάξης εκπαιδεύονται από παιδιά στην τέχνη της φιλοσοφίας αλλά και του πολέμου, διότι έχουν να υπερασπίσουν το κράτος τους έναντι των ξένων επιβουλών.
Τάσσεται λοιπόν υπέρ μιας κυβέρνησης ελίτ, υπέρ ενός κομμουνισμού Σπαρτιατικής αυστηρότητας. Απαλλαγμένοι οι κυβερνήτες από την επιδίωξη πλούτου που εξευτελίζει τους ανθρώπους, θα είναι ικανοί να κυβερνήσουν με κανόνα τον ορθό λόγο.
Και ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με την συγκρότηση ενός ιδεώδους κράτους, στο οποίο επίσης υπάρχουν οι δύο τάξεις, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Στην πρώτη ανήκουν οι στρατιωτικοί, οι πολιτικοί και οι ιερείς: στρατιώτες όταν είναι νέοι και ρωμαλέοι, πολιτικοί στην ανδρική ηλικία και ιερείς στα γηρατειά τους. Κυβερνώμενοι είναι οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι εργάτες. Το εμπόριο το θεωρεί σαν μη φυσική απασχόληση, αλλά το δέχεται στο κράτος του σε περιορισμένη έκταση. Βάση της πόλης παραμένει η δουλεία, γιατί οι δούλοι είναι δούλοι από την φύση τους, υπό την προϋπόθεση όμως να μην είναι Έλληνες. «Το κατώτερο είδος είναι από την φύση του δούλος και είναι καλύτερα γι’ αυτόν, όπως και για όλους τους κατώτερους, να βρίσκεται στην δικαιοδοσία ενός κυρίου… Και πραγματικά, η χρησιμοποίηση των δούλων και των εξημερωμένων ζώων δεν διαφέρει πολύ…. Είναι φανερό επομένως, ότι ορισμένοι άνδρες είναι από την φύση τους ελεύθεροι και άλλοι είναι δούλοι. Γι’ αυτούς τους δεύτερους η δουλεία είναι σκόπιμη και σωστή» Ο Αριστοτέλης, ήταν σίγουρος και για τις γυναίκες: «Επίσης ο άνδρας είναι από τη φύση του ανώτερος και η γυναίκα κατώτερη. Ο ένας διοικεί και η άλλη διοικείται. Αυτή η αρχή, της αναγκαιότητας, επεκτείνεται προς όλους τους ανθρώπους».
Όμως η συμβολή του Αριστοτέλη είναι πιο σημαντική στην οικονομική σκέψη: Πρώτον στον ορισμό του αντικειμένου της οικονομικής, δεύτερον στην ανάλυση της ανταλλαγής και τρίτον στην θεωρία του χρήματος.
Διακρίνει την οικονομία σε ιδιωτική οικονομία, επιστήμη διαχειρίσεως του οίκου, και κτητική οικονομία, δηλαδή κτητική τέχνη. Συζητώντας την επιστήμη της κτήσεως, μπαίνει στην ανάλυση της ανταλλαγής, μέσω της οποίας αντιμετωπίζονται οι ανάγκες του οίκου. Διακρίνει φυσική και μη φυσική μορφή ανταλλαγής. Η πρώτη είναι επέκταση της οικονομίας του οίκου για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών του ανθρώπου και προκύπτει από την ύπαρξη διαφόρων αποθεμάτων αγαθών και της επέκτασης της συνεργασίας των ανθρώπων πέρα από τα όρια του οίκου. Από την απλή αυτή μορφή ανταλλαγών γεννιέται μια πιο πολύπλοκη και μη φυσική δράση. «Εκάστου γαρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν, αμφότεραι μεν καθ’ αυτό, αλλ’ ουχί ομοίως καθ’ αυτό, αλλ’ η μεν οικεία του πράγματος, οίον υποδήματος, ή τε υπόδησις και η μεταβλητική. Αμφότεραι γαρ υποδήματος χρήσεις». Έτσι ο Αριστοτέλης βάζει τα θεμέλια της διάκρισης μεταξύ αξίας χρήσεως και ανταλλακτικής αξίας, μια διάκριση που αποτελεί μέρος της οικονομικής σκέψης μέχρι σήμερα.
Περαιτέρω, ορίζει και το χρήμα ως μέσο διευκόλυνσης της ανταλλαγής: Οι άνθρωποι συμφωνούν να χρησιμοποιούν ένα αγαθό πχ τον σίδηρο ή τον άργυρο ως τέτοιο. Όμως η χειρότερη μορφή απόκτησης χρήματος είναι η χρησιμοποίησή του ως μέσο συσσώρευσης, δηλαδή η λήψη τόκου.
Αλλά και ο Ξενοφώνστο έργο του Κύρου Παιδεία κάνει λόγο για το πλεονέκτημα της μεγάλης έναντι της μικρής πόλης, λόγω των ευκαιριών εξειδίκευσης μέσω του εμπορίου. Στο έργο του δε Περί των μέσων βελτίωσης των εσόδων του κράτους των Αθηνώνεξετάζει τις πηγές της σχετικής ευημερίας της πόλης και τα μέσα επαύξησής της.
Ρώμη
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε με μικρές αγροτικές κοινότητες, χωρίς εμπόριο και με αυστηρή διαίρεση σε τάξεις. Οι πόλεμοι και οι κατακτήσεις της αυτοκρατορίας και η εξ’ αυτών επέκτασή της (ιδίως μετά τους Καρχηδονιακούς πολέμους), οδήγησε στην δημιουργία μεγάλων γαιοκτησιών δηλ. των λατιφούντιων που επέζησαν για αιώνες. Ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε φτάσει στην ανώτερη ανάπτυξή του. Όμως οι εξεγέρσεις των δούλων, υπόσκαψαν το μεγαλείο της Ρώμης. Από τις πολυάριθμες αυτές εξεγέρσεις, εξαιρετικά σημαντική ήταν εκείνη που έγινε με την καθοδήγηση τουΣπάρτακου το 74 πΧ.
Η Ρώμη, παρότι άφησε μια φτωχή κληρονομιά σχετικά με την οικονομική σκέψη (και η οποία συνίσταται κυρίως στο έργο του Πλίνιου για τις ιδιότητες του χρυσού και στα ζητήματα της δουλικής εργασίας) είχε μια σημαντική συμβολή, εκτός των συμβατικών ορίων της Οικονομικής: την ρωμαϊκή νομοθεσία και τον ρόλο της ιδιωτικής περιουσίας.
Όπως είδαμε ο θεσμός της ιδιωτικής περιουσίας υπήρχε και πριν την εποχή της καταγεγραμμένης ιστορίας. Όμως η ρωμαϊκή νομοθεσία ήταν αυτή που έδωσε στην περιουσία την επίσημη ταυτότητά της και στον κάτοχό της τα σφαιρικά δικαιώματα σ’ αυτήν, δηλαδή τα δικαιώματα της απόλαυσης της χρήσης αλλά και της κακής χρήσης και της κατάχρησης.
Χριστιανισμός
Αυτή η ρωμαϊκή προσήλωση στην ιερότητα της ατομικής περιουσίας, αποτέλεσε μια τρομερή κληρονομιά στην οικονομική και πολιτική ζωή. Θα γινόταν η πηγή αμέτρητων εξεγέρσεων στους επόμενους αιώνες, αρχής γινόμενης από τονΙησούπου έδειξε ότι οι προνομιούχοι δεν είχαν θείο δικαίωμα, αμφισβητώντας έτσι το κατεστημένο και την δύναμη της Ρώμης. Έτσι ο Ιησούς, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ αυτήν που πολλοί συντηρητικοί χριστιανοί επιθυμούν να πιστεύουν, νομιμοποίησε την εξέγερση κατά της καταπιεστικής οικονομικής δύναμης.
Η κύρια κοινωνική στάση που διαιωνίστηκε από τον χριστιανισμό υποστήριζε την ισότητα όλων των ανθρώπων: Αφού όλοι ήταν παιδιά του Θεού, ήταν όλοι ίσοι στην κοινωνία.
Συνδεδεμένη με αυτήν την διδασκαλία ήταν μια αναπόφευκτη υπόνοια ότι ο πλούτος ήταν κάτι που διαφοροποιεί τα αδέρφια, μια πηγή στην οποία οφείλονταν μερικώς η άνιση δύναμη και το κύρος όσων τον κατείχαν, εν αντιθέσει με τους φτωχούς αδερφούς οι οποίοι κατείχαν την ανώτερη αρετή. Για τις επόμενες χιλιετίες, οι πρώτοι θα χρειάζονταν μια ειδική θεολογική υποστήριξη, συχνά κάποιου μικρού κόστους, για να έχουν καλή τύχη στην επόμενη ζωή τους, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών τους. Επειδή οι εκκλησιαστικές θέσεις είχαν κάποιο τίμημα, η άφεση των αμαρτιών, με μεθοδικό τρόπο έγινε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης: η δυσκολία να μπει κανείς στον Παράδεισο ξεπερνιόταν και εξαγοραζόταν με το καθαρτήριο, ένα επινόημα το οποίο θα πρέπει να είχε προκαλέσει σοβαρό συνωστισμό των ενάρετων φτωχών σ’ αυτό το αφιλόξενο μέρος.
Μεσαίωνας
Οι φιλότιμες προσπάθειες των ιστορικών στην αναζήτηση οικονομικών ιδεών μέσα στην φιλοσοφική και ιερατική σκέψη των χιλίων χρόνων που ακολούθησαν την διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, απέφερε ελάχιστους καρπούς. Η αιτία δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: Η βασική οικονομική ζωή του μεσαίωνα, ελάχιστα έμοιαζε με την σημερινή και συνεπώς ήταν ελάχιστα όσα θα έπρεπε να περιγραφούν μέσω της Οικονομικής.
Η αγορά, μολονότι με την πάροδο των αιώνων αποκτούσε κάποια σπουδαιότητα, ήταν ένας δευτερεύων τομέας της ζωής. Μετά τον 6ο μΧ αιώνα, σ’ όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, οι πόλεις μίκρυναν και αυξήθηκαν οι αγροτικές μάζες, οι οποίες κατασκεύαζαν αυτά που φορούσαν ή σκότωναν εκείνα που έτρωγαν και παρέδιδαν ένα μέρος απ’ αυτά σε μια ιεραρχία κυρίων ή αφεντικών. Όπως οι εργάτες στους αγρούς έτσι και οι χωρικοί, μπορούσαν να είναι δούλοι, δουλοπάροικοι, ιδιοκτήτες, κολλήγοι ή ενοικιαστές. Μπορούσαν να έχουν κυρίους τους την Εκκλησία, τον βασιλιά, σημαντικούς ευγενείς, μέλη της αριστοκρατίας, ή πλούσιους αγρότες που παραχωρούσαν τους αγρούς τους προς ενοικίαση, αλλά όποια κι αν ήταν η σχέση, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες παραχωρούνταν, αλλά δεν πωλούνταν.
Ωστόσο, υπήρχαν πόλεις, έστω και μικρές, αλλά και οι ανώτερες φεουδαρχίες είχαν ποικίλες ανάγκες και επιθυμίες , τις οποίες εξυπηρετούσαν οι έμποροι από κοντινές ή μακρινές περιοχές ή ικανοποιούσαν με την αγορά των συντεχνιών της περιοχής από τους χειροτέχνες.
Συνέβαιναν λοιπόν αγορές και πωλήσεις, έστω σε μια αγορά που δεν ήταν η πρακτική των καθημερινών σχέσεων, που προσείλκυσαν την προσοχή ενός σημαντικού θρησκευτικού φιλόσοφου της εποχής, του Θωμά Ακινάτη. Και το χρήμα (το πιο ελκυστικό θέμα της Οικονομικής) , την προσοχή ενός άλλου θεολόγου, του Νικόλ Ορέσμε.
Ο Θωμάς Ακινάτης ασχολήθηκε με το δίκαιο των τιμών: Η δίκαιη τιμή ήταν μια επιβεβλημένη θρησκευτική υποχρέωση, η μη τήρησή της επέφερε όχι μόνο την ηθική καταδίκη αλλά και τις ανάλογες θρησκευτικές κυρώσεις. Όμως ο ίδιος παρέπεμψε στον Θεό το πρόβλημα του πως καθορίζεται τελικά αυτή η «δίκαιη τιμή». Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη διαλεκτική της οικονομικής ζωής, αυτή ανάμεσα στην ηθικότητα και την αγορά. Η επίκληση της δεύτερης ήταν πιο συχνή στους αιώνες μετά τον Ακινάτη: « Ας το αναλάβει η αγορά».
Τον Ν. Ορέσμε χώριζαν από τον Ακινάτη εκατό χρόνια. Κεντρικό ρόλο στην σκέψη του παίζει το εμπόριο. Άρα, το χρήμα και η σωστή διαχείρισή του. Η ευθύνη για την κοπή του και την περιεκτικότητά του σε καθαρό μέταλλο ανήκει στον πρίγκιπα. Κατά την γνώμη του οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να αποκτήσει κέρδος από τα χρήματα, είναι τρείς: Ο πρώτος είναι η τέχνη της ανταλλαγής, η φύλαξη του χρήματος ή η διακίνησή του. Ο δεύτερος είναι η τοκογλυφία και ο τρίτος είναι η αλλοίωση του χρήματος. Ο πρώτος είναι πρόστυχος, ο δεύτερος είναι κακός και ο τρίτος είναι ακόμα χειρότερος.
Αναγέννηση – Εμπορικός καπιταλισμός (Μερκαντιλισμός).Για να τον κατανοήσουμε τον κόσμο που προέκυψε από τον μεσαίωνα , δηλαδή τον κόσμο του 1500 έως το 1800 πρέπει να αφομοιώσουμε το θεμελιώδες γεγονός ότι ο κόσμος αυτός συνέχιζε να είναι κατ’ εξοχήν αγροτικός. Στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια , στην Ρωσία , στην Σκανδιναβία ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε το 90% έως 97% του συνόλου. Ακόμη και σε περιοχές με ισχυρή (αν και φθίνουσα) αστική παράδοση το αγροτικό ποσοστό ήταν εξαιρετικά υψηλό, 85% στην Λομβαρδία, 75% στην Βενετία, πάνω από 90% στην Καλαβρία. Η λέξη «αστικός» είναι ασφαλώς αμφίσημη. Καλύπτει τις δύο ευρωπαϊκές πόλεις που το 1789 μπορούσαν να θεωρηθούν μεγάλες με τα σημερινά μέτρα, το Λονδίνο με ένα εκατομμύριο και το Παρίσι με 500.000 και καμιά εικοσαριά άλλες με πληθυσμό μεγαλύτερο από 100.000.
Το αγροτικό πρόβλημα ήταν συνεπώς το πιο βασικό για τον κόσμο εκείνο. Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί η πρώτη σχολή οικονομολόγων της Ευρώπης, οι Γάλλοι φυσιοκράτες θεωρούσαν αυτονόητο ότι η γη και οι πρόσοδοι της γης αποτελούσαν την μόνη πηγή καθαρού εισοδήματος. Ο πυρήνας του αγροτικού προβλήματος ήταν η σχέση ανάμεσα σε όσους καλλιεργούσαν την γη και στους ιδιοκτήτες της , ανάμεσα στους παραγωγούς του πλούτου της και σε όσους συσσώρευαν τον πλούτο αυτόν.
Ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη , είναι περιοχή δουλοπαροικίας. Αυτό ήταν λιγότερο εμφανές στα Βαλκάνια που ήταν υπό άμεση τουρκική διοίκηση. Οι Βαλκανικές χώρες βγήκαν από την τουρκική κυριαρχία ως χώρες μικροαγροτών, εξαιρετικά φτωχές και όχι ως χώρες με μεγάλη συγκέντρωση γης.
Ο δουλοπάροικος της Ρωσίας ήταν τόσο ανελεύθερος , ώστε η έλλειψη ελευθερίας να μην διακρίνεται από την πραγματική δουλεία. (Διαβάστε μια αγγελία στην Gazette de Moscou το 1801:«Πωλούνται τρείς αμαξάδες, καλά εκπαιδευμένοι και πολύ εμφανίσιμοι, επίσης δύο κορίτσια 18 και 15 ετών με καλή εμφάνιση και ειδικευμένα σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες. Από το ίδιο σπίτι πωλούνται δύο κομμωτές: ο ένας , 21 ετών, ξέρει ανάγνωση και γραφή, παίζει μουσικό όργανο και εκτελεί χρέη αμαξηλάτη, ενώ ο άλλος είναι κατάλληλος για κομμωτής γυναικών και αντρών. Πωλούνται επίσης πιάνα και εκκλησιαστικά όργανα»).
Ο χαρακτηριστικός άρχοντας στις περιοχές όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία ήταν συνεπώς ο ευγενής γαιοκτήμονας και καλλιεργητής ή εκμεταλλευτής μεγάλων αγροκτημάτων. Η έκταση των αγροκτημάτων αυτών ξεπερνά κάθε φαντασία: ηΜεγάλη Αικατερίνη έδωσε σαράντα ως πενήντα χιλιάδες δουλοπάροικους σε κατά καιρούς ευνοουμένους της. Οι Radziwillτης Πολωνίας είχαν αγροκτήματα όσο η μισή Ελλάδα, ο Potocki ήταν ιδιοκτήτης δώδεκα εκατομμυρίων στρεμμάτων στην Ουκρανία, οι Ούγγροι Esterhazy (οι πάτρωνες του Haydn) είχαν μια εποχή περί τα εικοσιοκτώ εκατομμύρια στρέμματα.
Από τεχνολογική άποψη , η ευρωπαϊκή γεωργία, με μικρές εξαιρέσεις, ήταν ακόμη παραδοσιακή και αναποτελεσματική. Τα προϊόντα της παρέμεναν ακόμα τα παραδοσιακά: Σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, βόδια, πρόβατα, αίγες και τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα, χοίροι και πουλερικά, κάποιες ποσότητες οπωροκηπευτικών, κρασί, και κάποιες βιομηχανικές πρώτες ύλες όπως μαλλί, λινάρι, καννάβι για τα σχοινιά, κριθάρι για την μπύρα, μεταξοσκώληκες κα. Ολόκληρη η Ευρώπη εξακολουθούσε να τρέφεται με είδη που παρήγε η ίδια. Τα προϊόντα άλλων τόπων σπάνιζαν και προσέγγιζαν τα όρια της πολυτέλειας, με εξαίρεση ίσως την ζάχαρη. Στην Αγγλία η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ζάχαρης ήταν το 1790 περίπου 7 κιλά, ενώ η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση τσαγιού ήταν μόλις δύο ουγγιές τον μήνα. Τα νέα προϊόντα που είχαν εισαχθεί από την Αμερική ή από μέρη της τροπικής ζώνης , είχαν κάποια ανάπτυξη. Στα Βαλκάνια είχαμε κάπως ανεπτυγμένη την καλλιέργεια αραβοσίτου, ενώ πρόοδο είχε σημειώσει η παραγωγή ρυζιού στην Βόρεια Ιταλία. Το κυριότερο από τα νέα προϊόντα, η πατάτα, μόλις άρχισε να διαδίδεται, όπως και ο καπνός.
Όπως είναι φυσικό, η παραγωγικότητα μιας οικονομίας που βασιζόταν στην γεωργία και στην βιοτεχνία, ήταν από την φύση της περιορισμένη. Επιπροσθέτως, πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα εθνικά κράτη, το πλεόνασμα που μια οποιαδήποτε περιοχή της γης μπορούσε τυχόν να αποκτήσει, κινδύνευε πάντα από τις επιθέσεις ενόπλων επιδρομέων μιας άλλης.
Είδαμε ότι από τα βάθη του μεσαίωνα υπήρχε μια ακανόνιστη (έστω μικρή στην αρχή) επέκταση του εμπορίου στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσα σ’ αυτές και της χώρες της ανατολικής Μεσογείου.
Με τον καιρό το εμπόριο άρχισε να διεξάγεται και σε μεγαλύτερες αποστάσεις και με αυξανόμενο ρυθμό. Πλοία έφερναν προϊόντα και από πιο απομακρυσμένες χώρες. Εμφανίστηκαν τράπεζες, πρώτα στην Ιταλία και μετά στην Βόρεια Ευρώπη. Τα ανταλλακτήρια χρήματος όπου ζυγίζονταν κέρματα διαφόρων χωρών, έγιναν ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό της εμπορικής ζωής. Ο έμπορος αναδύθηκε σταδιακά από τις σκιές της φεουδαρχίας για να γίνει μια ξεχωριστή προσωπικότητα και σε περίπτωση που ήταν πλούσιος και ανέπτυσσε σημαντική δραστηριότητα, εξασφάλιζε αποδοχή και κοινωνικό γόητρο. Έτσι οι παλιές εμπορικές πόλεις , Βενετία, Φλωρεντία κλπ , έδιναν την θέση τους στις νέες: Άμστερνταμ, Λονδίνο κα, όπου οι εμπορικές κοινωνίες διακρίνονταν. Εκεί που όλοι ασχολούνταν με το εμπόριο, ο έμπορος δεν ήταν στιγματισμένος. Προσθέτουμε ότι αυτές ήταν κοινωνίες με ανώτερα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά επιτεύγματα απ’ ότι οι κοινωνίες των γαιοκτημόνων. Μέχρι σήμερα η πιο θαυμαστή αρχιτεκτονική για σπίτια ανήκει στους εμπόρους. Έτσι δημιουργήθηκε ένας εμπορικός καπιταλισμός, ο μερκαντιλισμός.
Οι έμποροι όχι μόνο διέθεταν δύναμη επιρροής στις κυβερνήσεις, αλλά συμμετείχαν οι ίδιοι στις κυβερνήσεις. Και σε ολόκληρη την Ευρώπη από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη επιρροής στα νέα εθνικά κράτη.
Παράλληλα σημειώθηκαν και μερικές εξελίξεις που αντικατοπτρίστηκαν στις οικονομικές στάσεις και πολιτικές της εποχής.
Η πρώτη ήταν τα ταξίδια των ανακαλύψεων του Κολόμβου προς την Αμερική και του Βάσκο ντε Γκάμα στην Ινδία, με αποτέλεσμα την ροή νέων εξωτικών προϊόντων προς την Ευρώπη και το σημαντικότερο μια μαζική εισροή αργύρου και χρυσού από τα ορυχεία του Νέου Κόσμου, που προερχόταν από την κοπιαστική εργασία δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων Ινδιάνων, οι οποίοι ζούσαν μια βασανισμένη και σύντομη ζωή στο Γκουαναχουάτο του Μεξικού και σε αντίστοιχα μέρη της Νέας Ισπανίας.
Έτσι προέκυψε η δεύτερη μεγάλη εξέλιξη της περιόδου εκείνης και η οποία είναι η μεγάλη ανοδική κίνηση των τιμών. Οι θησαυροί που συνέρρεαν στην Ισπανία μετατρέπονταν σε νόμισμα το οποίο στην συνέχεια πήγαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη για να πληρωθούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ισπανίας και να πληρωθούν οι Ισπανικές εισαγωγές. Ο Μαξ Βέμπερ, εκτίμησε ότι το 70% των δημοσίων εσόδων της Ισπανίας διατέθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό.
Το αποτέλεσμα που δημιουργήθηκε από την μεγάλη εισροή νέου νομίσματος, ήταν η γενική άνοδος των τιμών, μια πρώιμη εκδήλωση της Ποσοτικής Θεωρίας του Χρήματος. Αυτό είναι το ιστορικό θεώρημα σύμφωνα με το οποίο οι τιμές, όταν ο όγκος του εμπορίου είναι δεδομένος, θα ποικίλουν ανάλογα με την προσφορά χρήματος. Αυτό βοήθησε στο να επικεντρωθεί η προσοχή των εμπόρων και των κυβερνήσεων σε εκείνες τις πολιτικές που θα αύξαναν και θα έλεγχαν την κατοχή του νομίσματος.
Η Τρίτη και πιο σημαντική εξέλιξη της περιόδου ήταν η εμφάνιση και παγίωση της αστικής εξουσίας και της παρακμής της φεουδαρχίας και της καταπιεστικής βαρονοκρατίας. Το εθνικό κράτος ήταν ο προτελευταίος κρίκος σε μια μεγάλη αλυσίδα γεγονότων. Με την άνοδό του επήλθε η στενή, έως πολύ στενή σχέση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τους εμπόρους.
Ο μερκαντιλισμός, προκάλεσε ένα σημαντικό ρήγμα στις ηθικές στάσεις και διδασκαλίες., η επιδίωξη του πλούτου έπαψε να προκαλεί αμφιλεγόμενους συνειρμούς, το ίδιο και η είσπραξη τόκου, με τις ευλογίες κιόλας της Καθολικής και Προτεσταντικής εκκλησίας. Η έννοια της δίκαιης τιμής υποχώρησε κι’ αυτή , τα δε ημερομίσθια καμία συμμετοχή δεν είχαν στην μερκαντιλιστική σκέψη: οι εργάτες που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές, είτε δούλοι ήταν, είτε ελεύθεροι, δεν χρειάζονταν να ληφθούν υπ’ όψη.
Στα χρόνια του εμπορικού καπιταλισμού επίσης, έχει τις ρίζες του, αυτό που έγινε στις μέρες μας ένας κυρίαρχος οικονομικός θεσμός: Η μεγάλη σύγχρονη εταιρεία.
Στην αρχή η εταιρεία ήταν απλά μια προσωρινή συνεργασία ανθρώπων που ένωναν τις προσπάθειές τους και τα κεφάλαιά τους προκειμένου να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος, πχ να γίνει ένα ταξίδι ή να εξασφαλιστεί μια μη ανταγωνιστική τιμή κλπ. Οι ρίζες τέτοιων εταιρειών έφταναν στις συντεχνίες του μεσαίωνα. Κατά τον 15ο αιώνα υπήρξε η εταιρεία Περιπετειώδεις Έμποροι, έμποροι που πωλούσαν υφάσματα από την Αγγλία στην Ευρώπη. Άλλα παραδείγματα είναι η εταιρεία Μάσκοβι του 1555, η Ολλανδική Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίαςτου 1602, αλλά και η Βρετανική Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίας του 1600, οι Περιπετειώδεις Κύριοι Εμπορευόμενοι στον Κόλπο του Χάντσον του 1670.
Το φαινόμενο έγινε πιο θεαματικό στις αρχές του 18ου αιώνα με τις οργιώδεις και απερίσκεπτες ιδρύσεις χρηματιστηρίων στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Στο Παρίσι παρατηρήθηκε μια τεράστια αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας Mississippi Company, η οποία δημιουργήθηκε για να εκμεταλλευτεί τα φερόμενα ως πλούσια , αλλά δυστυχώς τελείως φανταστικά χρυσωρυχεία της Λουιζιάνα, στο δε Λονδίνο δημιουργήθηκε η South Sea Company για να εκμεταλλευτεί τον τροχό της αέναης κίνησης, αλλά κι’ άλλη μία πολύ διάσημη στην ιστορία της κερδοσκοπίας, που αποσκοπούσε στην «συνέχιση μιας πολύ επικερδούς δραστηριότητας, η οποία δεν μπορεί να ανακοινωθεί».
Γαλλία – διαφωτισμός – Φυσιοκράτες.
Καθώς η περίοδος που αναφερθήκαμε οδηγείτο προς το τέλος της, ένας συνδυασμός οικονομικών, πολιτικών και φιλοσοφικών δυνάμεων στην Γαλλία συνέβαλαν ώστε η πολυπληθής, πλούσια και γοητευτική χώρα να ξεχωρίζει ιδεολογικά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο καπιταλισμός των εμπόρων, εμφανίστηκε και στην Γαλλία, η οποία όμως σε μεγαλύτερη έκταση από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης, είχε αποκτήσει ένα έντονο γεωργικό ενδιαφέρον και η γεωργία της ήταν κάτι περισσότερο από μια ασχολία. Ήταν αυτό που τώρα με την σωστή επισημότητα θα αποκαλούσαμε τρόπο ζωής. Αλλά ήταν και μια μορφή τέχνης. Τα γαλλικά τυριά και φυσικά τα κρασιά είχαν μια αποδεκτή δική τους προσωπικότητα.
Το πνεύμα του Διαφωτισμού που αποτέλεσε μια ιδιαίτερα καινοτόμο συνεισφορά στην οικονομική σκέψη, το πνεύμα της εξερευνητικής διάθεσης και των γραπτών του Βολταίρου, του Ντιντερό, του Κοντορσέ και του Ρουσώείχαν μέσα τους το όραμα για αλλαγή, ελπίδα και μεταρρύθμιση και αντικατόπτριζε με αλάνθαστο και έντονο τρόπο τους κυριότερους προβληματισμούς της καθημερινής ζωής. Κεντρικό ρόλο έπαιζε η γεωργία ως πηγή όλου του πλούτου, οι έμποροι κατείχαν την κατάλληλη βοηθητική τους θέση. Η γεωργία λοιπόν η σπουδαιότητα της οποίας είχε επιβεβαιωθεί από την αρχαιότητα, εμφανίστηκε κυρίαρχη και θριαμβεύτρια, η επιβεβαίωση δε των παραδοσιακών αξιών της γης σε συνδυασμό με την πολιτική ισχύ που οφείλεται στην γη και η ταυτόχρονη αναγνώριση των σοβαρών δημόσιων αδυναμιών της τρέχουσας πολιτικής δομής στην χώρα, οδηγούσαν σε ένα σύστημα μεταρρυθμίσεων, στοιχειώδες για την επιβίωση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος.
Τα μέλη αυτής της σχολής σκέψης ονομάστηκαν από μόνοι τους «Οι Οικονομολόγοι». Οι ιστορικοί της οικονομικής σκέψης τους έδωσαν τον χαρακτηρισμό «Φυσιοκράτες». Τρείς από αυτούς ξεχώρισαν: Ο πρώτος και πιο ενδιαφέρων αλλά και πιο σημαντικός ήταν ο Φρανσουά Κενέ, ο οποίος ασχολήθηκε με την Οικονομική σε ηλικία εξήντα δύο ετών. Μέχρι τότε ήταν από τους διάσημους γιατρούς της εποχής του και είχε γράψει κείμενα σχετικά με την αιμορραγία , την γάγγραινα, και τις μορφές του πυρετού, είχε δε γίνει από το 1749 προσωπικός γιατρός της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ και το 1755 ανέλαβε καθήκοντα γιατρού του Λουδοβίκου του 15ου. Οι άλλοι δύο ήταν ο Αν Ρομπέρ Ζακ Τιργκόκαι ο Πιέρ Σαμουέλ Ντιπόν ντε Νεμούρ.
Η πρώτη και κεντρική δέσμευση των Φυσιοκρατών είναι η έννοια του φυσικού νόμου, ο οποίος υπαγορεύει σε τελική ανάλυση την οικονομική συμπεριφορά. Ο νόμος των βασιλιάδων και νομοθετών είναι ανεκτός μόνο αν δεν έρχεται σε αντίθεση προς τον φυσικό νόμο. Η ύπαρξη και η προστασία της περιουσίας συμβαδίζουν με τον φυσικό νόμο, όπως και η ελευθερία να πουλάς και να αγοράζεις. Ο κανόνας που δίνει τις κατευθύνσεις στην νομοθεσία και στην διακυβέρνηση γενικότερα πρέπει να είναι το laissez faire.
Αυτό αποτελεί την σημαντικότερη κληρονομιά των Φυσιοκρατών. Σε μεταγενέστερες εποχές το θεολογικό πλέον laissez faire ταυτιζόταν με τα επιτεύγματα της ελεύθερης αγοράς και αποτέλεσε την αντίθεση στην κρατική παρέμβαση.
Οι Φυσιοκράτες επιδίωξαν να μεταρρυθμίσουν το παλιό σύστημα και ταυτόχρονα να το υπερασπιστούν, όμως η Γαλλική Επανάσταση σάρωσε τον κόσμο που αυτοί προσπάθησαν να σώσουν. Αυτό που απέμεινε ήταν η ιδέα ενός οικονομικού συστήματος με μια μορφή αλληλοεξαρτώμενης δομής και μιας φωτεινής σειράς εννοιών, όπως ο φυσικός νόμος που διέπει την οικονομική συμπεριφορά, η έμφυτη υπεροχή της γεωργίας, το laissez faire. Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με την περιγραφή του Άνταμ Σμιθ: « Το σύστημα αυτό… με όλες τις ατέλειές του είναι ίσως η πλησιέστερη προσέγγιση προς την αλήθεια, που δημοσιεύτηκε μέχρι στιγμής σχετικά με το θέμα της Πολιτικής Οικονομίας».
Βιομηχανική Επανάσταση
Στο δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα, το εργοστάσιο άρχισε να παίρνει με γρήγορο ρυθμό,(αρχικά στην Βρετανία) την θέση της οικιακής μονάδας σαν το επίκεντρο της παραγωγικής δραστηριότητας. Αυτή δεν περιοριζόταν πλέον από την απλή τεχνολογία και την έλλειψη κεφαλαίων, ούτε στηριζόταν στον άνθρωπο και στο ζώο η κινητήρια δύναμή της. Τα νεοπαγή εθνικά κράτη, άρχισαν να εγγυώνται την διασφάλιση της εσωτερικής τάξης. Οι στρατοί βέβαια δεν έπαψαν να διαβαίνουν τα εθνικά σύνορα, αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις των καταστροφών που προκαλούσαν υπήρξαν μικρότερες σε σύγκριση με εκείνες που προκάλεσαν μερικούς αιώνες νωρίτερα τα στρατεύματα των φεουδαρχών, των σταυροφόρων κλπ.
Στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι καρποί της αυξημένης αποδοτικότητας μοιράζονταν με πολύ άνισο τρόπο. Οι ιδιοκτήτες των καινούργιων εργοστασίων, καθώς και των ορυχείων , των σιδηροδρόμων και των τραπεζών, ζούσαν σε μέγαρα που έβαλαν την σφραγίδα τους στον δέκατο ένατο αιώνα, την ώρα που οι εργάτες τους ζούσαν σε σκοτεινές τρώγλες πάνω σε βρώμικους και άστρωτους δρόμους. Στα εργοστάσια , γέροι και παιδιά δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί. Μόνο μετά από τα μέσα του 18ου αιώνα, άρχισαν να ανεβαίνουν τα πραγματικά ημερομίσθια, αλλά η βελτίωση αυτή ήταν πολύ πιο μικρή και εμφανής από την αύξηση του πλούτου των βιομηχάνων και των εμπόρων.
Έχουν εδώ και πολλά χρόνια πολλές συζητήσεις σχετικά με τα αίτια που προκάλεσαν την Βιομηχανική Επανάσταση. Πάντως τον κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν η εμπνευσμένη επιχειρηματικότητα στηριγμένη στην δύναμη των εφευρέσεων, η ευφυΐα της καινοτομίας με την εμφάνιση της ατμομηχανής του Βατ και των μηχανημάτων κυρίως εκείνων που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή υφαντουργικών προϊόντων. Όποια όμως και να είναι αυτά τα αίτια, η Βιομηχανική Επανάσταση διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη της Οικονομικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αναδύθηκαν δύο από τις πιο διάσημες προσωπικότητες στον τομέα αυτόν, ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ.
ΟΆνταμ Σμιθ (1723-1790), στο έργο του «Μια έρευνα στη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών», πρότεινε μια συνταγή για την οικονομική πρόοδο. Επρόκειτο για την φιλελεύθερη οικονομία, στην οποία καθήκοντα ρυθμιστή αναλαμβάνουν ο ανταγωνισμός και η αγορά και όχι το κράτος, και που ο κάθε άνθρωπος, όντας υποχρεωμένος να στηρίζεται στις δικές του δυνατότητες, εργάζεται αποτελεσματικά για την αύξηση του πλούτου της κοινωνίας.
Αναφερόταν βεβαίως στον ολικό πλούτο της κοινωνίας για τον οποίο πίστευε πως δεν μπορούσε να μοιραστεί ανάμεσα σε εμπόρους, βιομήχανους και γαιοκτήμονες από την μια μεριά και τους εργαζόμενους από την άλλη, έτσι που να βελτιώσει την θέση των τελευταίων. Συγκεκριμένα παρατηρεί: «Δεν υπάρχουν νόμοι σ’ εμάς που να απαγορεύουν την μείωση της τιμής της εργασίας, μα είναι πολλοί οι νόμοι που απαγορεύουν μια ένωση εργατών για την ύψωση της τιμής της». Και ακόμα: «Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αποζεί από την εργασία του και το μεροκάματό του πρέπει να επαρκεί τουλάχιστον για την συντήρησή του. Θα πρέπει μάλιστα πολλές φορές το μεροκάματο να είναι κάπως μεγαλύτερο, γιατί διαφορετικά ο εργάτης δεν θα μπορεί να αναθρέψει την οικογένειά του, και το γένος των εργατών δεν θα μπορέσει τότε να επιζήσει πέρα από την πρώτη γενιά του».
Το παραπάνω ήταν η έκφραση της αντίληψης ότι το εισόδημα των ανθρώπων που εργάζονταν βιοποριστικά, δεν μπορεί να ξεπεράσει για πολύ χρόνο και σε σοβαρό ρυθμό το αναγκαίο ελάχιστο όριο για την φυσική τους επιβίωση.
Αυτός είναι ο περίφημος σιδερένιος νόμος των μεροκάματων που ο Ρικάρντο τον διατύπωσε πιο σκληρά ακόμα, και ο Μαρξ τον ξαναδιατύπωσε, και που τελικά εξελίχτηκε στο κύριο όπλο της ιδεολογικής επίθεσης εναντίον του καπιταλισμού.
Τρία είναι τα βασικά σημεία της σκέψης του Άνταμ Σμιθ.
Το πρώτο είναι μια άποψη των δυνάμεων εκείνων που παρακινούν την οικονομική ζωή και προσπάθεια, το δεύτερο είναι ο τρόπος με τον οποίο καθορίζονται οι τιμές και πως κατανέμεται το εισόδημα που προκύπτει σε ημερομίσθια, κέρδος και ενοίκιο και το τρίτο είναι οι πολιτικές με τις οποίες το κράτος υποστηρίζει και προωθεί την οικονομική πρόοδο και ευημερία.
Για την οικονομική παρώθηση ο Σμιθ επικεντρώνεται στον ρόλο του προσωπικού συμφέροντος. Η ιδιωτική και ανταγωνιστική επιδίωξη είναι η πηγή του μεγαλύτερου δημόσιου αγαθού. Η θέση αυτή ήταν ένα τεράστιο άλμα: μέχρι την εποχή του Σμιθ το άτομο που ενδιαφερόταν για τον προσωπικό πλουτισμό ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης, υποψίας και δυσπιστίας, αισθήματα που ανάγονται στον Μεσαίωνα, την βιβλική εποχή και την ίδια την Αγία Γραφή. Τώρα, λόγω του προσωπικού του συμφέροντος είχε γίνει δημόσιος ευεργέτης.
Όσον αφορά στο δεύτερο σημείο, και ειδικότερα στον καθορισμό των τιμών ο Σμιθ ασχολήθηκε με τις έννοιες της αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής: Το νερό το οποίο έβρισκε κανείς πολύ φτηνά ή δωρεάν είναι πολύ χρήσιμο, σε αντίθεση με τα διαμάντια που δεν είχαν καμιά χρήση αλλά ήταν πανάκριβα. Έλυσε το πρόβλημα με το να αγνοήσει την αξία χρήσης και να υποστηρίξει ότι υπάρχει μία αξία ανταλλαγής, η οποία μετριέται τελικώς από την ποσότητα εργασίας με την οποία μπορεί ένα αγαθό να ανταλλαγεί. Συνεπώς η εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας όλων των εμπορευμάτων. Είναι μια εκδοχή της Θεωρίας της Αξίας της Εργασίας. Σε αυτήν την θεωρία ο Σμιθ στήριξε και την άποψή του στο θέμα της απόδοσης κεφαλαίου, η οποία είναι η αξίωση του καπιταλιστή από την δίκαιη απαίτηση του εργάτη, με του οποίου τον μόχθο προσδιορίζεται η τιμή και προς τον οποίο προφανώς οφείλεται η απόδοση από την πώληση του προϊόντος. Δηλαδή είναι η είσπραξη μιας πλεονάζουσας αξίας που δημιουργεί ο εργάτης πέραν του μισθού που του δίδεται.
Αυτήν την αθώα υπονομευτική άποψη θα αναπτύξει και θα τελειοποιήσει έναν αιώνα αργότερα ο Ρικάρντο και αυτή θα γίνει η βασική αιτία για την επαναστατική αγανάκτηση του Καρλ Μαρξ.
Τέλος ο Άνταμ Σμιθ άφησε την σφραγίδα του σ’ αυτό που τώρα ονομάζεται δημόσια οικονομική πολιτική, δηλαδή τι είναι αυτό που υποκινεί την οικονομική ανάπτυξη. Η πιο ισχυρή σύστασή του αφορά στην ελευθερία του εσωτερικού και διεθνούς εμπορίου. Επεκτείνεται έως και την άμεση επίθεση κατά της μερκαντιλιστικής άποψης ότι ο χρυσός και ο άργυρος είναι τα θεμέλια του εθνικού πλούτου. Γι’ αυτόν, τον πλούτο τον αυξάνει « η δεξιότητα, η δεξιοτεχνία και η κρίση με την οποία χρησιμοποιεί την εργασία του το έθνος, και δεύτερον η αναλογία ανάμεσα στον αριθμό εκείνων που ασχολούνται σε μια χρήσιμη εργασία και εκείνων που δεν ασχολούνται σε μια χρήσιμη εργασία».
Οι δύο μεγάλοι διάδοχοι του Σμιθ υπήρξαν ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823) και ο Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1834). Οι τρείς τους απάρτισαν την μεγάλη τριανδρία των ιδρυτών της οικονομικής επιστήμης, τους ανήκει δε το πρωτείο, ότι κατέστησαν την οικονομική ανάπτυξη το κύριο αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας.
Ο Μάλθους θα μείνει για πάντα γνωστός για το βιβλίο του «Δοκίμιο για τον πληθυσμό», κεντρική ιδέα του οποίου είναι ότι ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν να ζήσουν στον κόσμο μας καθορίζεται περιοριστικά από τις δυνατότητες διατροφής που υπάρχουν. Δεν ασχολήθηκε με την φτώχεια, άλλωστε την θεωρούσε φυσιολογική. Κάποτε σύστησε να περιληφθεί στην τέλεση του μυστηρίου του γάμου μια προειδοποίηση ότι την ευθύνη συντήρησης των παιδιών που θα γεννηθούν θα φέρει ο πατέρας τους και όχι το κράτος, έτσι σε περίπτωση παραγωγής μεγάλου αριθμού παιδιών, η αναπόφευκτη ένδεια θα αποτελούσε την δίκαιη τιμωρία των γονέων για την απρονοησία τους.
Ο Ντέιβιντ Ρικάρντοόπως πιστεύουν πολλοί, είναι η πιο αινιγματική και η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην ιστορία της επιστήμης του, επειδή όπως λένε προσέφερε θαυμάσιες υπηρεσίες σε λάθος άτομα, όπως ο Καρλ Μαρξ. Ανεπιφύλακτα, ήταν ο πρώτος που έδωσε στην οικονομική επιστήμη την μοντέρνα της διάρθρωση, που εξέτασε δηλαδή τους συντελεστές των τιμών, της έγγειας προσόδου, των ημερομισθίων και του κέρδους. Μπορεί να θεωρηθεί ως ο πατέρας της επιστήμης. Μαρξιστές και μη μαρξιστές έχουν αναγνωρίσει το έργο του.
Το πρωταρχικό πρόβλημα για τον Ρικάρντο ήταν οι νόμοι που καθορίζουν την κατανομή του εθνικού προϊόντος ανάμεσα στους γαιοκτήμονες, τους επιχειρηματίες και τους εργάτες, που όλοι τους διεκδικούν ένα μέρος του. Όπως τους διατύπωσε ο ίδιος, αυτοί οι νόμοι λειτουργούν πάνω στην βάση μιας σκληρής ανισότητας. Η εργασία και το κεφάλαιο κατά την αντίληψή του, τελούν σε απόλυτη αντίθεση. Αφού τίποτα άλλο δεν αλλάζει, η αύξηση των κερδών συνεπάγεται μείωση των μισθών και αντιστρόφως την αύξηση στα μεροκάματα πρέπει υποχρεωτικά να χρηματοδοτήσει το κέρδος και: «η κάθε αύξηση στα κέρδη ευνοεί την συσσώρευση του κεφαλαίου».
Είναι σαφείς οι επιπτώσεις αυτών των συσχετισμών: Για να μεγαλώσουν η παραγωγή και το κεφάλαιο μιας χώρας, επιβάλλεται να είναι καλά τα κέρδη, δηλαδή επιβάλλεται να ευδοκιμούν οι καπιταλιστές προκειμένου να υπάρχει πρόοδος και το κόστος της κακότυχης αυτής τροπής των πραγμάτων θα καταβάλλει αναπότρεπτα ο λαός.
Την πρακτική αυτή ο Ρικάρντο συνόψισε σ’ ένα απόσπασμά του, που του δόθηκε πιο πολλή δημοσιότητα από κάθε άλλη δήλωση οικονομολόγου: «Όπως όλα τα άλλα πράγματα που αγοράζονται και που πουλιούνται, και που οι ποσότητές τους μπορούν να αυξηθούν ή να λιγοστέψουν, έτσι και η εργασία έχει την φυσική της τιμή και την τιμή αγοράς της. Φυσική τιμή της εργασίας, είναι εκείνη που απαιτείται για να μπορέσουν οι εργάτες, σαν σύνολο, να συντηρηθούν και να διαιωνίσουν το γένος τους δίχως τούτο να αυξηθεί ή να λιγοστέψει». Και συνεχίζει στην ανάλυσή του: «Αυτές λοιπόν είναι οι αρχές με βάση τις οποίες καθορίζονται τα μεροκάματα και που διέπουν την ευτυχία του πιο μεγάλου μέρους της ανθρώπινης κοινωνίας. Όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες συμβάσεις, έτσι και τον καθορισμό των μεροκάματων πρέπει να εμπιστευτούμε στον ελεύθερο και δίκαιο συναγωνισμό της αγοράς και δεν πρέπει ποτέ να επιχειρηθεί ο προσδιορισμός τους με επεμβάσεις του νομοθετικού σώματος».
Αυτός ήταν η ακριβέστερη διατύπωση του σιδερένιου νόμου των μισθών. Αυτή την βασική τοποθέτηση μας κληροδότησε ο Ρικάρντο. Όλα κατέληγαν στο ότι η λύση του προβλήματος της ανισότητας δεν ήταν δυνατή, γιατί η κατάσταση αυτή έχει τις ρίζες της όχι στους μεταβλητούς θεσμούς της κοινωνίας αλλά στις βιολογικές πραγματικότητες.
Από τους παράγοντες που καθορίζουν την αξία ή την τιμή ενός προϊόντος ο Ρικάρντο πιστεύει ότι το πρώτο είναι η χρησιμότητα: « Αν κάποιο εμπόρευμα δεν ήταν με κάποιο τρόπο χρήσιμο, δεν θα είχε αξία ανταλλαγής». Εμφανίζεται δηλαδή μια πρώιμη μορφή μιας διαφορετικής άποψης διαμόρφωσης της τιμής, δηλ. η αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης. Στην συνέχεια διακρίνει ότι η αξία προσδιορίζεται επίσης, είτε από την σπανιότητα είτε από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την απόκτηση ενός προϊόντος.
Για τον Ρικάρντο, το κέρδος είναι καθυστερούμενη πληρωμή για παρελθούσες εργασίες. Κάποιοι έχουν μοχθήσει στο παρελθόν για να κατασκευάσουν το εργοστάσιο, και τον μηχανολογικό εξοπλισμό που αποτελούν την επένδυση παγίου κεφαλαίου, καθώς και για να αποκτήσουν τα αγαθά που προκύπτουν στην πορεία και τα οποία συνιστούν το κυκλοφορούν κεφάλαιο ή κεφάλαιο εργασίας.
Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα σχετικά με αυτήν την εξήγηση: Αν τα κέρδη αντικατοπτρίζουν την απόδοση της εργασίας που ασχολήθηκε στο παρελθόν για την παραγωγή κεφαλαίου, τότε κάθε εισόδημα που προκύπτει για τον καπιταλιστή είναι μια άκομψη μορφή κλοπής. Ο καπιταλιστής δεν το δικαιούται, αλλά οικειοποιείται κάτι που κανονικά ανήκει στον εργάτη. Ή σε κάθε περίπτωση, έτσι μπορεί κάποιος να φροντίσει να φαίνεται. Και φρόντισε γι’ αυτό ο Καρλ Μαρξ με μια προσπάθεια που είχε ιστορικό αντίκτυπο. Είναι βέβαια προφανές πως ο Ρικάρντο δεν γνώριζε ούτε καν φανταζόταν πως με αυτές του τις θέσεις, μηχανευόταν την διαφωνία και την επανάσταση.
Για τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Ρικάρντο, η ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης, συνεχίστηκε πάνω στην τροχιά που είχε χαραχτεί. Δευτερεύοντες μελετητές, εκλέπτυναν, ανάπτυξαν και οργάνωσαν τις οικονομικές ιδέες. Η σκέψη τους εξακολουθούσε να έχει σαν επίκεντρο την φιλελεύθερη οικονομική κοινωνία, δηλαδή εκείνη που την οικονομική ζωή ρυθμίζει η αγορά και όχι το κράτος.
Αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα οι οικονομικές ιδέες που είχε διατυπώσει ο Ρικάρντο έφτασαν σ’ ένα μεγάλο σταυροδρόμι.
Νεότεροι χρόνοι
Το κεντρικό ρεύμα των οικονομικών ιδεών που αναπτύχθηκαν από τον Άνταμ Σμιθ και τον Ρικάρντο, ήταν το αποδεκτό όραμα της οικονομικής ζωής. Όμως σε όλες τις βιομηχανικές χώρες άρχισαν να διατυπώνονται επικρίσεις για το βιομηχανικό σύστημα, όπως εμφανιζόταν στο παρατηρητικό μάτι. Ένα μέρος αυτών των επικρίσεων προερχόταν από τους σοσιαλιστές, από αυτούς δηλαδή που αμφισβητούσαν την εξουσία και την ιδιωτική κατοχή περιουσίας και την επιδίωξη του πλούτου. Στην Γαλλία επικεφαλής ήταν ο Κλωντ Ανρί Σεν-Σιμόν, ο Σαρλ Φουριέ, ο Λουί Μπλαν και ο Πιέρ Προυντόν. Λίγο αργότερα στην Γερμανία ο Φερδινάνδος Λασάλ και ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ.
Όμως ήταν η μοίρα όλων αυτών να μπουν στο περιθώριο εξαιτίας μιας επιβλητικής προσωπικότητας, του Καρλ Μαρξ (1818-1883).
Ο Σμιθ, ο Ρικάρντο , ο Μάλθους, διαμόρφωσαν την Ιστορία της Οικονομικής , αλλά ο Καρλ Μαρξ διαμόρφωσε την ιστορία του κόσμου. Δεν υπάρχει αναφορά σε οπαδούς του Σμιθ ή του Ρικάρντο. Ο όρος «κευνσιανός» είναι ένας απλός περιγραφικός όρος.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του Μαρξ, δεν υπήρξε καμιά ένδειξη για τον μετέπειτα φλογερό επαναστάτη. Οι διαφωνίες του αρχικά καλλιεργήθηκαν την εποχή που φοιτούσε στο κολλέγιο, στο Βερολίνο, όπου επηρεάστηκε από τον Φρίντριχ Χέγκελ.
Από τον τρομακτικό καταιγισμό της σκέψης του Χέγκελ προέκυψε μια ιδέα ύψιστης σπουδαιότητας: Πρόκειται για την πεποίθηση ότι η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτική ζωή βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς μετασχηματισμού. Μόλις μια κοινωνική δομή ή θεσμός αποκτά εξουσία ή υπεροχή, κάποια άλλη εμφανίζεται για να την αμφισβητήσει. Και από την αμφισβήτηση και την σύγκρουση προκύπτει μια νέα σύνθεση και μια νέα δύναμη, που και αυτές στην συνέχεια θα τεθούν υπό αμφισβήτηση. Έτσι οι καπιταλιστές βιομήχανοι αμφισβήτησαν τις παλιές άρχουσες τάξεις των γαιοκτημόνων και φεουδαρχών. Η νέα μπουρζουαζία έχοντας μειώσει την δύναμη της παλιάς αριστοκρατίας, θα τίθετο με την σειρά της υπό αμφισβήτηση από τους εργάτες που την υπηρετούσαν.
Η κλασική παράδοση της οικονομίας έθετε σαν στόχο την ισορροπία, οπότε κατέληξε να ονομαστεί Οικονομική της Ισορροπίας. Η βασική σχέση ανάμεσα σε εργοδότη και εργάτη, ανάμεσα στο έδαφος, το κεφάλαιο και την εργασία, ποτέ δεν άλλαζε. Μπορούσε να υπάρξει μεταβολή στην προσφορά εργασίας και κεφαλαίου, αλλά αυτή η μεταβολή το μόνο που θα επέφερε ήταν μια νέα ισορροπία.
Για τον Μαρξ όμως η ισορροπία αυτή ήταν ένα περιστατικό σε μια μεγαλύτερη μεταβολή, η οποία άλλαζε όλη την σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Εδώ είναι η βάση για την πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της κλασικής καπιταλιστικής και της μαρξιστικής οικονομικής και κοινωνικής σκέψης. Για τους κλασικούς οικονομολόγους υπάρχει μια σταθερή μη μεταβαλλόμενη νόρμα, προς την οποία έχει την τάση να επιστρέφει η οικονομική ζωή, όποιες κι αν είναι οι ενδιάμεσες διαταραχές και παρεμβάσεις. Αντίθετη είναι η πεποίθηση της συνεχούς μεταβολής του Μαρξ: Οι οικονομικοί θεσμοί – εργατικά σωματεία, δημόσιες εταιρείες, οικονομικές εκδηλώσεις και πολιτικές του κράτους, η πάλη των τάξεων- βρίσκονται όλοι σε κίνηση ή είναι μια πηγή κίνησης.
Ο Μαρξ, όταν είχε καταφύγει στο Λονδίνο, κυνηγημένος από τις αστυνομίες της Ευρώπης, είχε ήδη γράψει μαζί με τον Φρίντριχ Ένγκελςτο πλέον μνημειώδες και το πιο έντονα αποκηρυγμένο πολιτικό φυλλάδιο όλων των εποχών: Αυτό ήταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Εκεί δεν αμφισβητεί τα επιτεύγματα του συστήματος. « Στην διάρκεια της εκατοντάχρονης κυριαρχίας του [το σύστημα] δημιούργησε πιο μαζικές και κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις απ’ όσες έχουν δημιουργήσει όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί». Ως δευτερεύον επίτευγμα το σύστημα «δημιούργησε τεράστιες πόλεις, αύξησε σε σημαντικό βαθμό τον αστικό πληθυσμό σε σύγκριση με τον αγροτικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο διέσωσε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής […] Οι φτηνές τιμές των προϊόντων του είναι το βαρύ πυροβολικό με το οποίο γκρεμίζει όλα τα κινεζικά τείχη». Τα ευάλωτα σημεία του καπιταλισμού ήταν πρώτον η κατανομή της δύναμης, την οποία είχαν αγνοήσει οι κλασικοί οικονομολόγοι, δεύτερον ήταν η άκρως άνιση κατανομή του εισοδήματος, τρίτον ήταν η τρωτότητα του οικονομικού συστήματος απέναντι στις κρίσεις και την ανεργία και τέλος ήταν το μονοπώλιο, μια ατέλεια την οποία ομολόγησε η κλασική παράδοση, αλλά για τον Μαρξ αντικατόπτριζε μια βασική τάση αποφασιστική για την τύχη του καπιταλισμού.
Η δύναμη προερχόταν από την κατοχή περιουσίας, την ίδια στιγμή που εργάτης πηγαίνει στο εργοστάσιο μη έχοντας τίποτα άλλο να πουλήσει εκτός από την σωματική του προσπάθεια και χωρίς καμιά εναλλακτική λύση εκτός από το να πάει εκεί.
Με την άνιση κατανομή της δύναμης συμβαδίζει η άνιση κατανομή του εισοδήματος. Την σκέψη αυτή ο Μαρξ την πήρε από τον Ρικάρντο, αλλά την τελειοποίησε και με αυτήν μάγεψε τους οπαδούς και τους μαγεύει μέχρι σήμερα. Ο εργάτης πληρώνεται με οριακό ημερομίσθιο που αντικατοπτρίζει την συνεισφορά του στα συνολικά έσοδα της επιχείρησης. Η συνεισφορά αυτή, με βάση την λειτουργία του νόμου των φθινουσών αποδόσεων, περιλαμβάνει όλο και περισσότερο μια πλεονάζουσα αξία (δηλ. η υπεραξία), η οποία ενώ ανήκει στον εργάτη την καρπούται ο καπιταλιστής.
Για την κρίση, ο Μαρξ την ανέδειξε σαν έμφυτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: Η παραγωγική δύναμη του καπιταλισμού ωθεί αδιάκοπα τα αγαθά του στις αγορές και καθώς η προσφορά εργασίας θα απορροφούταν πλήρως, τα ημερομίσθια αναπόφευκτα θα ανέβαιναν, με αποτέλεσμα ένα μειούμενο ρυθμό κερδών. Η ισορροπία αποκαθίσταται πρακτικά μόνο με μειωμένη παραγωγή, ανεργία και μειούμενα ημερομίσθια, τα οποία δίνουν την δυνατότητα στην παραγωγή να γίνει πάλι επικερδής. Δηλαδή το σύστημα είναι σταθερό μόνο όταν τα ημερομίσθια κρατούνται χαμηλά. Η πλήρης απασχόληση είναι μια πιθανή αλλά ασταθής κατάσταση.
Το μονοπώλιο για τον Μαρξ σήμαινε ότι η αυξανόμενη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στα χέρια όλο και λιγότερων καπιταλιστών ήταν μια οργανική τάση του καπιταλισμού, η οποία θα συνέβαλε στην μόνιμη κατάρρευση του συστήματος.
Στην συνέχεια ακολουθεί η λύση διατυπωμένη με τα λόγια του Μαρξ: «…Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας, σε τελική ανάλυση φτάνουν σ’ ένα σημείο που δεν συμβιβάζονται με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Το καπιταλιστικό αυτό περίβλημα σχίζεται. Η πένθιμη καμπάνα της καπιταλιστικής ιδιωτικής περιουσίας ηχεί. Αυτοί που απαλλοτρίωναν, τώρα υφίστανται και οι ίδιοι την απαλλοτρίωση».
Γι’ αυτό σύμφωνα με τον Μαρξ, ο καπιταλισμός θα οδηγείτο σ’ ένα τέλος, τέλος που θα το επέφεραν τα χαρακτηριστικά του, από τα οποία τα πιο σημαντικά είχαν ήδη εντοπίσει ο Ρικάρντο και οι ίδιοι οι κλασσικοί οικονομολόγοι.
Αξίζει να αναφερθούν δυο λόγια για τους αναθεωρητές της μαρξιστικής θεωρίας (ρεβιζιονιστές), οι οποίοι εμφανίστηκαν στην σκηνή την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, κυριότερος εκπρόσωπος των οποίων είναι ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Ε. Μπέρνσταϊν. Αυτοί κριτικάρισαν την μαρξιστική θεωρία σχετικά με το αναπόφευκτο της επαναστατικής κατάρρευσης του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Πρότειναν να συνδυαστεί η εργασιακή θεωρία του Μαρξ για την αξία με την θεωρία της οριακής ωφελιμότητας και ερμήνευαν την υπεραξία με την έννοια της ηθικής καταδίκης της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης. ΟΚ. Κάουτσκιυποστήριξε την θεωρία του υπεριμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία στον ιμπεριαλισμό μπορούν ύστερα από συμφωνία μεταξύ των καπιταλιστών των διαφόρων χωρών να αποφευχθούν οι πόλεμοι και να δημιουργηθεί μια οργανωμένη παγκόσμια οικονομία.
Σ’ αυτούς έχει τις ρίζες της η μετέπειτα Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Οι νέες εξελίξεις – Ο Μονεταρισμός
Ας δούμε τώρα ένα ζήτημα, το οποίο μερικοί θέτουν ως κυρίαρχο της σύγχρονης οικονομικής πολιτικής, δηλαδή τον ρόλο του χρήματος καθώς και της διαχείρισής του, αυτού που είναι σήμερα γνωστό με τον όρο «μονεταρισμός».
Στην αρχή, το χρήμα ήταν ένα εμπόρευμα όπως όλα τα’ άλλα, με την διαφορά ότι τα υλικά του χαρακτηριστικά επέτρεπαν την διαίρεσή του σε μέρη και ότι έκρυβε μέσα του αρκετά μεγάλη αξία σε μικρό όγκο, έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρεται εύκολα και να είναι εύχρηστος τρόπος συγκράτησης πλούτου. Η ξεχωριστή όμως ταυτότητα του χρήματος, η προσωπικότητά του ανακαλύφθηκε με την ίδρυση των τραπεζών. Οι ρίζες της ανακάλυψης αυτής βρίσκονται στην Ιταλία στο διάστημα από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα, πρώτα στην Βενετία και μετά στις πόλεις της κοιλάδας Πο. Ωστόσο ο πρωτοποριακός ρόλος στην λειτουργία των τραπεζών ανήκει στην Τράπεζα του Άμστερνταμ, η οποία στην αρχή (1609) δεχόταν να αποθηκεύσει για λογαριασμό του πελάτη της τα νομίσματα-κέρματα του ζυγίζοντας το βάρος του μετάλλου. Όταν ο καταθέτης ζητούσε την μεταβίβαση της κατάθεσής του σε κάποιον πιστωτή (χρησιμοποιούμενη σαν μέσο πληρωμής), το κέρμα μεταφερόταν στον χώρο αποθήκευσης που ανήκε στον πιστωτή. Έτσι το σύνολο των χρημάτων που ήταν διαθέσιμα για μεταβίβαση και πληρωμή δεν υπερέβαινε το ποσό της αρχικής κατάθεσης. Αυτό όμως δεν ίσχυσε για πολύ. Στην τράπεζα δεν πήγαιναν μόνο αυτοί που ήθελαν να καταθέσουν χρήματα, αλλά και κάποιοι για να δανειστούν. Ο δανειζόμενος, αντί να πάρει την αντίστοιχη ποσότητα κερμάτων, έπαιρνε το δάνειο υπό την μορφή τραπεζογραμματίου, το οποίο διαβεβαίωνε ότι είχε κατατεθειμένο το μέταλλο, οπότε ο λήπτης μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να το ζητήσει, αλλά –το πιθανότερο- μπορούσε να μεταβιβάσει το τραπεζογραμμάτιο αυτό σε κάποιον άλλο προμηθευτή ή πιστωτή. Εν τω μεταξύ το αρχικό μέταλλο παρέμεινε στα θησαυροφυλάκια της τράπεζας και μπορούσε να δοθεί πάλι για δανεισμό. Έτσι δημιουργείτο νέο χρήμα. Οι δανειζόμενοι κατέθεταν αργότερα τα κέρδη τους στην τράπεζα και με βάση αυτές τις καταθέσεις η τράπεζα εξέδιδε νέα τραπεζογραμμάτια, τα οποία με την σειρά τους δημιουργούσαν κι’ άλλο νέο χρήμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι καταθέσεις και τα τραπεζογραμμάτια υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία του μετάλλου στο οποίο βασίζονταν. Αυτό ήταν μια ασφαλής και αποδεκτή κατάσταση , με την προϋπόθεση ότι όλοι – οι αρχικοί καταθέτες, οι δανειζόμενοι, οι κάτοχοι τραπεζογραμματίων – δεν θα εμφανίζονταν ταυτόχρονα για να πάρουν το σκληρό (πραγματικό) χρήμα. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί, παρά μόνο αν υπήρχε φόβος, πανικός, διαδίδονταν φήμες ή υπήρχε ανησυχία σχετικά με την ικανότητα και την φερεγγυότητα της τράπεζας, ενδεχόμενα διόλου απίθανα.
Το τελευταίο μεγάλο βήμα στην διαδικασία που θα προσέδιδε στο χρήμα την ξεχωριστή προσωπικότητά του, ήταν το γεγονός ότι οι βασιλείς, οι πρίγκιπες και τα κοινοβούλια συνειδητοποίησαν κάποτε ότι η δημιουργία χρήματος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο για φόρους, ή ως εναλλακτική λύση για τον δανεισμό από δύστροπους τραπεζίτες και χρηματιστές. Υπήρχε πανταχού παρών ο πειρασμός να πληρώνονται οι κρατικές ανάγκες με χαρτονόμισμα αντί της επώδυνης λύσης της αύξησης των φόρων.
Με τέτοια έκδοση χαρτονομίσματος χρηματοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Αγγλίας ο πόλεμος εναντίον του Λουδοβίκου του 14ου στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Τέτοιο χαρτονόμισμα βοήθησε να χρηματοδοτηθεί η Γαλλική Επανάσταση, τα greenbacks χρησιμοποιήθηκαν στον Αμερικανικό εμφύλιο.
Και όταν τα χρέη δεν μπορούσαν πλέον να καλυφθούν, προστέθηκε μια νέα φράση στο λεξικό των οικονομικών όρων: «Έχουν ξεφύγει από τον κανόνα χρυσού».
Το 1911 στο βιβλίο με τίτλο «Η αγοραστική δύναμη του χρήματος», ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Γέιλ, Ίρβινγκ Φίσερ, υποστήριξε ότι οι τιμές θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία, σε σχέση με την ταχύτητα κυκλοφορίας του και τον αριθμό των συναλλαγών τις οποίες εξυπηρετεί. Δηλαδή γεννήθηκε η ιδέα πως η αυξομείωση της προσφοράς χρήματος, όταν οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, μπορεί να προκαλέσει αύξηση ή να μείωση στο επίπεδο των τιμών. Άρα το κράτος ή κάποια εντεταλμένη εξουσία, πρέπει σκοπίμως να αναλάβει την ευθύνη της διαχείρισης της προσφοράς χρήματος, (ανάλογα με την πολιτική που θα εξυπηρετήσει).
Αυτή ήταν η ιδέα στην οποία συνηγόρησε και στην οποία αργότερα στηρίχτηκε μια ολόκληρη οικονομική σχολή υπό τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν θα παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα όσον αφορά στο τι πραγματικά είναι το χρήμα στον σύγχρονο κόσμο της τραπεζικής δραστηριότητας, με την αγοραστική δύναμη που κρύβεται πίσω από τις πιστωτικές κάρτες, το χρήμα που κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και τις καταθέσεις όψεως. Και θα δημιουργείτο ένα πιο σοβαρό ερώτημα σχετικά με το αν αυτό που οριζόταν σαν χρήμα μπορούσε πράγματι να ελεγχθεί και για το αν η μείωση της προσφοράς χρήματος, θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση στον όγκο των συναλλαγών και έτσι εντονότερη αρνητική επίπτωση στην βιομηχανική παραγωγή και στην απασχόληση.
ΗΠΑ
Όπως ήρθαν κατά τον 18ο αιώνα στις ΗΠΑ οι κλασικές ιδέες, έτσι και με πιο θεαματικό τρόπο, ήρθε και μια πρωτοφανής θεωρία για υποστήριξή τους. Αυτή ήταν η θεωρία του «Κοινωνικού Δαρβινισμού» του Χέμπερτ Σπένσερ.
Οι πλούσιοι ήταν τα φυσικά επιλεγμένα προϊόντα της δαρβινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις προθέσεις του Θεού οι μεγάλοι έπρεπε να είναι μεγάλοι και οι μικροί να είναι μικροί. Οι αρετές της αποταμίευσης, της σκληρής δουλειάς και της υγιούς οικογενειακής ζωής της μεσαίας τάξης έπρεπε να προστατευτούν και να ανταμειφθούν. Αυτοί που επιδεικνύουν εργατικότητα και αποκομίζουν οφέλη δεν χρωστούν τίποτα στους φυλετικά ή διανοητικά κακώς προσαρμοσμένους, τους οποίους η κοινωνία κάνει ενέργειες να εμποδίσει και να αποβάλει.
Στην Ευρώπη η διαίρεση ανάμεσα στον πλούτο και την φτώχεια γινόταν με βάση τις τάξεις. Στις ΗΠΑ γινόταν με βάση τα άτομα.
Παρότι με τον καιρό η θεωρία του «Κοινωνικού Δαρβινισμού» ατόνησε και κατέληξε έως και απεχθής, όμως το επακόλουθο επιχείρημά της κατά του κράτους πρόνοιας επιβιώνει μέχρι σήμερα. Και η πιο γενική ανάγκη να βρεθούν φόρμουλες για να πάψουν οι φτωχοί να βαρύνουν την συνείδηση των πλουσίων, παραμένει μια από τις σταθερές στην αμερικάνικη κοινωνική και οικονομική ιστορία.
Μια ξεχωριστή προσωπικότητα, στον χώρο της Οικονομικής στις ΗΠΑ, που αξίζει να αναφερθεί είναι ο Θορστέιν Βεμπλέν (1857-1929). Σπούδασε στο Γέιλ, όπου έγραψε την διδακτορική του διατριβή με θέμα τον Ιμάνουελ Καντ, την οποία υπέβαλλε στο τμήμα Φιλοσοφίας και αργότερα κατέλαβε πανεπιστημιακές θέσεις σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Ο Βεμπλέν καθιερώθηκε ως κριτικός του κλασσικού συστήματος. Στα κείμενά του υποστήριξε ότι το κλασσικό σύστημα δεν αντανακλά κάποια αναζήτηση της αλήθειας και της πραγματικότητας, αλλά μάλλον είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα.
Η θεωρία των κλασσικών για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο μιας υποθετικής οικονομίας, (που λειτουργεί εκτός τόπου και χρόνου), με την παραδοχή ενός αυτόματου μηχανισμού και ενός πλήρους ανταγωνισμού, όπου η συμπεριφορά ενός ιδανικού ατόμου το οποίο επιδιώκει και πετυχαίνει την μέγιστη ωφέλεια, θεωρείται ότι εκφράζει την συμπεριφορά της κοινωνίας με μέγιστη ωφέλεια και του συνόλου, δεν είναι για τον Βεμπλέν αποδεκτή.
Μια περαιτέρω συμβολή του, είναι εκείνη που εντοπίζει μια πανίσχυρη σύγκρουση στον σύγχρονο επιχειρηματικό οργανισμό ανάμεσα στους μηχανικούς και επιστήμονες και στους επιχειρηματίες που είναι προσανατολισμένοι μόνο στο κέρδος. Από την άποψη αυτή συνάγεται ένα προφανές συμπέρασμα: αν αυτοί που είναι ικανοί από τεχνικής απόψεως και από άποψη εφευρετικότητας απαλλαγούν από τους περιορισμούς που επιβάλλει το σύστημα των επιχειρήσεων, θα υπάρξει για την οικονομία μια άνευ προηγουμένου παραγωγικότητα και πλούτος.
Τέλος, στο βιβλίο του The Theory of Leisure Class αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο στους πλούσιους Αμερικανούς, όπου τους χαρακτηρίζει σαν την «τάξη των αργόσχολων». Οι πλούσιοι είναι ένα ανθρωπολογικό φαινόμενο, όντας ίδιοι με τις αρχέγνες φυλές και πρέπει να μελετούνται σαν κι’ αυτές. «Ο θεσμός της τάξης των αργόσχολων εντοπίζεται στην άριστη ανάπτυξή του, στις ανώτερες φάσεις του βαρβαρικού πολιτισμού». Τα αρχέγονα φυλετικά έθιμα, έχουν τα αντίστοιχά τους στα δείπνα, στους χορούς και στις άλλες μεθόδους διασκέδασης στα μεγάλα σπίτια της Νέας Υόρκης και του Νιούπορτ. Και στην Παπούα και στην 5η Λεωφόρο αυτές οι εκδηλώσεις έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Ο ηγέτης της φυλής και στην Παπούα και στην Νέα Υόρκη κερδίζει σε εκτίμηση από το πώς στολίζει τις γυναίκες του. Και ακόμα: « η σύζυγος, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης ενός αρχαϊκού θεσμού, που στην αρχή ήταν σκλάβα και η κινητή περιουσία του άνδρα και παραγωγός των αγαθών που θα κατανάλωνε εκείνος, έχει γίνει με πανηγυρικό τρόπο τώρα η καταναλώτρια των αγαθών που εκείνος παράγει».
Η Επανάσταση
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι κλασσικές απόψεις φαίνονταν ακόμα ασφαλείς. Όμως από ένα απόμακρο ακόμα πρόσωπο, θα ξεκινούσαν κάποιες ανησυχητικές ιδέες. Δεν ήταν άλλος από τον Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνωφ (1870-1924), γνωστό ως Λένιν.
Παρότι η οικονομική του ιμπεριαλισμούδεν έπαιζε τότε κεντρικό ρόλο στην οικονομική σκέψη, ο Λένιν υποστήριξε ότι οι μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις της Ευρώπης, όφειλαν την όποια οικονομική τους ευημερία στις αυτοκρατορικές επικράτειες που είχαν καταλάβει στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό. Ο ίδιος επίσης υποστήριξε την άποψη ότι η εργατική τάξη των βιομηχανικών χωρών δεν γνώριζε γενέτειρα, το κράτος είναι όργανο της καπιταλιστικής τάξης. Ανακάλυψε τον νόμο της ανισομετρίας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών στην περίοδο του ιμπεριαλισμού και έτσι προχώρησε στην δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Επεξεργάστηκε την θεωρία του ιμπεριαλισμού και της γενικής κρίσης του καπιταλισμού σε αδιάλλακτη στάση με τους αστούς οικονομολόγους αλλά και αυτούς της 2ης Διεθνούς (Κάουτσκι).
Η Επανάσταση του 1917 διαφέρει απ’ όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις.
Από το πέρασμα από το δουλοκτητικό στο φεουδαρχικό καθεστώς και από εκεί στο κεφαλαιοκρατικό η μορφή της ιδιοκτησίας παραμένει η ίδια: Η ατομική. Ενώ η επανάσταση των προλετάριων θέτει σαν σκοπό της την αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας από την κοινωνική.
Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται μια ιδιαίτερη μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή κρατική καθοδήγηση της κοινωνίας, που την ασκεί η εργατική τάξη.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, πρώτα απ’ όλα κατήργησε τον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό. Στις 8 Νοεμβρίου 1917, εκδόθηκε το διάταγμα της απαλλοτρίωσης χωρίς αποζημίωση, της γης της τσαρικής οικογένειας, των τσιφλικάδων, των εκκλησιών και των μοναστηριών, η οποία έγινε κρατική ιδιοκτησία. Ακολούθησε σαν μεταβατικό μέτρο ο εργατικός έλεγχος των επιχειρήσεων και τον Δεκέμβριο του 1917 έγινε η εθνικοποίηση των τραπεζών. Ακυρώθηκαν όλα τα δάνεια που είχε πάρει η τσαρική κυβέρνηση, το εξωτερικό εμπόριο ανακηρύχθηκε κρατικό μονοπώλιο και κρατικοποιήθηκαν οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες και ο θαλάσσιος και ποτάμιος στόλος. Τον Ιούνιο του 1918,, άρχισε η εθνικοποίηση των βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Όπως τόνιζε ο Λένιν, στην πρώτη μεταβατική περίοδο συνυπήρχαν στην ΕΣΣΔ η πατριαρχική αγροτική οικονομία, η μικροεμπορευματική παραγωγή, η ατομική κεφαλαιοκρατική οικονομία, ο κρατικός καπιταλισμός και το σοσιαλιστικό σύστημα.
Το σοβιετικό κράτος στηρίχτηκε στην οικονομική του πολιτική στον νόμο σχεδιασμένης ανάπτυξης της οικονομίας. Το σχέδιο περιείχε την ιδέα της δημιουργίας ισχυρής βιομηχανίας με πρωταρχικό στόχο τον εξηλεκτρισμό της Ρωσίας.
Ένας σπουδαιότατος όρος για επιτυχία του σχεδίου της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του βιομηχανικού και του αγροτικού τομέα της οικονομίας και από τον χαρακτήρα του μικρού νοικοκυριού του αγρότη, η σύνδεση με την πόλη δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά με την χρησιμοποίηση της αγοράς, του εμπορίου και της χρηματικής οικονομίας. Αυτή ήταν η ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), που εφαρμόστηκε από την άνοιξη του 1921. Αν και στα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ συντελέστηκε μια αναζωογόνηση και ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, σύντομα άρχισε η μείωση του ρόλου τους στην οικονομία. Στα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ το ποσοστό του ιδιωτικού τομέα στην βιομηχανική παραγωγή ήταν περίπου 25%, το 1929 έπεσε στο 10%.
Το σχέδιο για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας είχε τεράστια επιτυχία. Στην περίοδο 1929-1937 οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ ήταν γύρω στα 20%. Έτσι ενώ το 1928 ο αριθμός των εργαζομένων στην βιομηχανία ήταν 3,8 εκατομμύρια, το 1937 έφτασε τα 10,1 εκατομμύρια. Δημιουργήθηκαν δεκάδες νέοι κλάδοι βιομηχανίας: βιομηχανία αυτοκινήτων και τρακτέρ, βιομηχανία κατασκευής εργαλειομηχανών, πολλοί χημικοί κλάδοι, βιομηχανία αεροπλάνων, κινητήρων και πολλές άλλες που δεν υπήρχαν προεπαναστατικά.
Αυτή η εκβιομηχάνιση, επέφερε την εξάλειψη της ανεργίας στο τέλος του πρώτου πενταετούς πλάνου, και στο τέλος του δεύτερου την εξάλειψη του ιδιωτικού τομέα της βιομηχανίας. Στο δεύτερο εξάμηνο του 1929 άρχισε η ριζική μετατροπή της αγροτικής οικονομίας προς τα κολχόζ, η οποία έληξε προς το τέλος του πρώτου πενταετούς πλάνου. Το 1932 τα κολχόζ είχαν ενώσει πάνω από το 60% των αγροτικών νοικοκυριών και συγκέντρωναν πάνω από το 75% της αγροτικής παραγωγής. Το καθεστώς αυτό εξασφάλισε σημαντική αύξηση της αγροτικής παραγωγής, με σπουδαία σημασία στον εφοδιασμό της χώρας με τρόφιμα και πρώτες ύλες.
Το τραπεζιτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ περιλάμβανε την Κρατική Τράπεζα της ΕΣΣΔ, η οποία ρύθμιζε την νομισματική κυκλοφορία και οι ειδικές κρατικές τράπεζες μακροπροθέσμων επενδύσεων, οι οποίες ήταν: Η ΠΡΟΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των επενδύσεων των κρατικών επιχειρήσεων και οικοδομικών οργανισμών, της βιομηχανίας, των μεταφορών και των επικοινωνιών, η ΣΕΧΟΛΖΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των επενδύσεων των κρατικών επιχειρήσεων και των οργανισμών της αγροτικής και δασικής οικονομίας και χορήγησης μακροπρόθεσμων πιστώσεων στα κολχόζ και στους αγρότες, η ΤΟΡΓΚΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των επενδύσεων εμπορίου και των συνεταιρισμών και η ΤΣΕΚΟΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των δήμων και της κατασκευής κατοικιών.
Με τα δύο πενταετή πλάνα, ξεπεράστηκε ο σκοπός της ΝΕΠ. Το 1936 το μερίδιο των νέων σοσιαλιστικών μορφών οικονομίας έφτασε στο 98,7% του συνόλου. Οι εργάτες και οι υπάλληλοι αποτελούσαν το 34,7% του πληθυσμού, οι συνεταιρισμένοι βιοτέχνες και η αγροτιά των κολχόζ το 55,5% και οι σπουδαστές, οι συνταξιούχοι και ο στρατός το 4,2%. Οι μη συνεταιρισμένοι βιοτέχνες και αγρότες αποτελούσαν το 5,5%.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, άσκησε τεράστια επιρροή στην ιστορία της Οικονομικής. Μετά από αυτήν, υπήρχε μια εναλλακτική λύση στο κλασσικό σύστημα: ο σοσιαλισμός. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν ήταν μνημειώδεις, η ιδιωτική περιουσία για παραγωγικούς σκοπούς αλλά και ένα κομμάτι της προσωπικής περιουσίας, έπαψε να υπάρχει στην Ρωσία. Η αλυσίδα που έφτανε έως την Ρώμη και την ρωμαϊκή νομοθεσία είχε κοπεί. Η αγορά δεν αποφάσιζε πλέον τι θα παραγόταν και οι εργάτες δεν θα εργάζονταν με την προοπτική της ευτελούς ανταμοιβής και της κοινότοπης ελπίδας του προσωπικού πλουτισμού.
Η Επανάσταση του 1917 θα είχε ακόμα μια άλλη μεγάλη επίπτωση στην οικονομική πολιτική των καπιταλιστικών χωρών. Η πτώση της Αυτοκρατορικής Ρωσίας ήταν η προειδοποίηση ότι η επανάσταση μπορούσε να συμβεί παντού. Στο εξής μέσα στον καθιερωμένο οικονομικό κόσμο, θα σημειωνόταν, ως εκ τούτου, μια απότομη, ζοφερή και εξοργισμένη διάσταση. Μερικοί θα έβλεπαν τροποποιήσεις και μεταρρυθμίσεις του κλασσικού συστήματος την διόρθωση των εμφανών ατελειών του, τον μετριασμό των βαναυσοτήτων του, σαν ένα βήμα απομάκρυνσης από την επανάσταση. Θα ήταν καλύτερα να δοθούν συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, καθιέρωση ελάχιστου ημερομίσθιου, παροχές παιδείας και υγείας και άλλα πολλά. Αντίθετοι ήταν όσοι έβλεπαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις σαν ένα βήμα προς την σοβιετική πραγματικότητα.
Οι κρίσεις
Ο λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ποτέ δεν είναι ομαλές. Από τον δέκατο ένατο αιώνα, οι επιχειρηματίες ήταν εξοικειωμένοι με τον λεγόμενο «εμπορικό κύκλο» έξαρσης και πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του, με διάφορες παραλλαγές κάθε επτά με έντεκα χρόνια.
Στις αρχές του 1920 ένας ρώσος οικονομολόγος, ο N. D. Kondratiev, διαπίστωσε ότι η οικονομική ανάπτυξη μετά τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, ακολουθούσε ένα πρότυπο διαδρομής με μια σειρά «μεγάλων κυμάτων» που διαρκούσαν πενήντα με εξήντα χρόνια, μολονότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος ήταν σε θέση να εξηγήσουν αυτές τις κινήσεις. Από τότε οι κινήσεις αυτές στον χώρο της φιλολογίας της οικονομίας φέρουν το όνομά του.
Οι επιχειρηματίες και οι θεωρητικοί οικονομολόγοι του καπιταλισμού, αντιμετώπιζαν τις κινήσεις αυτές, σαν να επρόκειτο για τις μεταβολές του καιρού στην γη που οφείλονται στις ηλιακές κηλίδες. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτές.
Ο Καρλ Μαρξ και οι σοσιαλιστές αντίθετα πίστευαν ότι οι κύκλοι αυτοί αποτελούσαν μέρος μιας διαδικασίας με την οποία ο καπιταλισμός παρήγαγε ανυπέρβλητες εσωτερικές αντιφάσεις, οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την ύπαρξη του ίδιου του οικονομικού συστήματος.
Η παγκόσμια οικονομία, μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, παρ’ ότι αναμενόταν το αντίθετο, δεν σημείωσε καμία πρόοδο. Είτε έμεινε στάσιμη, είτε υποχώρησε. Επιχειρήσεις και κυβερνήσεις περίμεναν ότι μετά τις διαταράξεις που επέφερε ο πρώτος πόλεμος, η παγκόσμια οικονομία θα επανερχόταν κατά κάποιο τρόπο στις ευτυχισμένες ημέρες πριν το 1914. Όμως οι τιμές και η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας κατέρρευσαν το 1920.
Παρά το ότι οι κυβερνήσεις των δυτικών χωρών και της Ιαπωνίας έκαναν ότι μπορούσαν για να αναθερμάνουν την οικονομία τους, να την θέσουν δηλαδή πάνω σε στέρεες αρχές σταθερών νομισμάτων, εγγύηση για την οποία αποτελούσε η υγιής χρηματοδότηση και ο κανόνας χρυσού, σημειώθηκε θεαματική κατάρρευση του νομισματικού συστήματος.
Στην Γερμανία το 1923, η νομισματική μονάδα μειώθηκε στο εκατομμυριοστό του εκατομμυριοστού της αξίας που είχε το 1913. Οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις εξαφανίστηκαν εντελώς, δημιουργώντας έτσι ένα πλήρες κενό κεφαλαίων κίνησης για τις επιχειρήσεις, πράγμα που εξηγεί το ότι η γερμανική οικονομία στηρίχτηκε σε μαζική κλίμακα σε ξένα δάνεια τα επόμενα χρόνια (κυρίως από τις ΗΠΑ). Και αυτό την έκανε τραγικά ευάλωτη όταν ήρθε η ύφεση.
Η ανεργία στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ήταν σε υψηλά επίπεδα: 12% σε Βρετανία, Γερμανία και Σουηδία και 18% σε Δανία και Νορβηγία. Μόνο στις ΗΠΑ με ανεργία κατά μέσο όρο 4%, η οικονομία ήταν σε κίνηση.
Με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης στις 29 Οκτωβρίου του 1929, κατέρρευσε και η παγκόσμια οικονομία. Η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ και την Γερμανία μειώθηκε κατά 1/3, αλλά αυτό είναι ένας ισοπεδωτικός μέσος όρος. (Στις ΗΠΑ οι πωλήσεις της Westinghouse έπεσαν κατά 2/3, ενώ το καθαρό της εισόδημα μειώθηκε κατά 76% μέσα σε δύο χρόνια).
Κέυνς
Μια από τις πιο σημαντικές αντιδράσεις προς την μεγάλη ύφεση, ήταν η δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Οι νοηματικές και φιλοσοφικές ρίζες αυτής της αλλαγής οφείλονται στην Γερμανία του κόμηΌτο φον Μπίσμαρκ (1815-1898). Στην δεκαετία του 1880 η κοινωνική δράση στην Γερμανία δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα από τους κλασσικούς περιορισμούς και εκείνο που θεωρείτο κίνδυνος ήταν η ενεργός ευφυΐα της γρήγορα αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης και η ανοιχτή στάση της απέναντι στις επαναστατικές ιδέες και ειδικότερα εκείνες που προέρχονταν από τον πρόσφατα αποβιώσαντα συμπατριώτη τους Καρλ Μαρξ. Έτσι από το 1884 είχε ψηφιστεί νόμος στο γερμανικό κοινοβούλιο περί ασφάλειας ατυχήματος, ασθένειας, γήρατος και αναπηρίας. Αυτοί που σήμερα κατηγορούν το κράτος πρόνοιας, είναι εκείνοι που ακολουθούν μια μεγάλη ιστορική παράδοση.
Μια παρόμοια διαδικασία συνέβη και στην Βρετανία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όχι όμως από τον φόβο της επανάστασης. Το 1920 ο καθηγητής στο Κέμπριτζ Άρθουρ Πιγκού (1877-1959) δημοσίευσε το βιβλίο του «Η Οικονομική της Ευημερίας», στο οποίο περιλαμβανόταν μια ανατροπή του κλασσικού συστήματος σ’ ένα λεπτό αλλά βασικό σημείο, σ’ αυτό της οριακής χρησιμότητας του χρήματος, η οποία μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: Η δυστυχία του πλούσιου όταν του αφαιρεθεί ένα μικρό κομμάτι του πλούτου του, είναι μικρότερη από την μεγάλη ευτυχία του φτωχού που θα το απολαύσει, ή έστω η φτωχή οικογένεια απολαμβάνει μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ ότι η πλούσια από μια αύξηση του εισοδήματός της. Βλέπουμε πως και η Οικονομική, αρχίζει να ασχολείται με συναισθήματα.
Οι απόψεις αυτές παρείχαν σημαντική υποστήριξη στην αναδιανομή του εισοδήματος, στις πολιτικές που μετρημένα εφαρμόστηκαν στην Βρετανία σαν αντίδραση στην ύφεση την δεκαετία του 30.
Στις ΗΠΑ, η πρώτη εμφάνιση του κράτους πρόνοιας ανάγεται στο λεγόμενο Σχέδιο Γουισκόνσιντο οποίο στα τέλη του 1932 περιλάμβανε έναν πολιτειακό νόμο περί δημόσιας υπηρεσίας, για την ρύθμιση των τιμολογίων των οργανισμών κοινής ωφέλειας, ένα όριο στο ύψος του επιτοκίου, έναν πολιτειακό φόρο εισοδήματος και τέλος ένα πολιτειακό σύστημα επιδομάτων ανεργίας. Τρία χρόνια μετά, κάποια από αυτά άρχισαν να περιλαμβάνονται στους ομοσπονδιακούς νόμους.
Περιττό να αναφερθεί το μέγεθος της αντίδρασης του επιχειρηματικού κόσμου. Αυτή ήταν όμως που σηματοδότησε την αρχή μιας αλλαγής στην σχέση οικονομολόγων και επιχειρηματιών. Στο εξής θα υπήρχε μια ένταση. Οι οικονομολόγοι δεν θα ήταν πλέον η πηγή καλοκάγαθης κλασικής υλοποίησης των οικονομικών γεγονότων, αλλά η πηγή αντίθετων ιδεών και δράσης. Αυτό θα γινόταν σύντομα φανερό με τον πιο χειροπιαστό τρόπο, με την παρουσία του Τζον Μέυναρτ Κέυνς.
Ανακύπτει ένα ερώτημα: Γιατί τα επιχειρηματικά συμφέροντα αντιδρούν στα οικονομικά μέτρα που σχεδιάζονται τόσο φανερά για να προστατεύσουν το υπάρχον οικονομικό σύστημα;
Κατά παράδοση αυτή η αντίσταση έχει αποδοθεί στην πνευματική μυωπία – που οι λιγότερο ευγενικοί την ονομάζουν κοινωνική έλλειψη ευφυΐας – των επιχειρηματιών και των κάθε λογής εκπροσώπων τους. Αυτή είναι μια περιορισμένη άποψη με την έννοια ότι ακόμα και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις πρέπει να παίζουν κάποιο ρόλο. Το τοτέμ αποτελεί μια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης, επομένως πρέπει κάποιος να το σέβεται και να το προστατεύει και οι επιχειρηματίες, τα στελέχη, οι καπιταλιστές και οι προπαγανδιστές τους πρέπει να υπερασπίζονται αυτήν την πίστη.
Λόγω της πίεσης των γεγονότων και λόγω της μεγάλης ύφεσης, η δεκαετία του 1930 ήταν η πιο καινοτόμος δεκαετία. Παρ’ όλες τις προσπάθειες το σύστημα ως σύνολο είχε αποτύχει. Το 1936, στις ΗΠΑ , η ανεργία ανερχόταν στο 17% και το πραγματικό ΑΕΠ ήταν μόλις το 95% του επιπέδου του 1929. Η κλασσική ορθοδοξία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην κατάσταση.
Πράγματι, παρότι τα επιτόκια είχαν πέσει σε μηδενικά περίπου επίπεδα, οι επενδύσεις μέσω του δανεισμού ήταν επίσης μηδενικές και η ελλιπής ζήτηση και η υποκατανάλωση, είχαν σαν αποτέλεσμα την γενική αποτελμάτωση.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκε με τεράστιο αντίκτυπο η εργασία του Τζον Μέυναρτ Κέυνς (1883-1946).
Τα βασικά στοιχεία των ισχυρισμών του ήταν απλά και ξεκάθαρα, σχεδιασμένα για να αποδεσμεύουν την πολιτική για την αντι-ύφεση από τους κλασσικούς περιορισμούς.
Υπήρχαν κεϊνσιανοί και πριν τον Κέυνς. Ένας ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος μη έχοντας καμία οικονομική θεωρία που να τον περιορίζει, δρομολόγησε ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων, με πλέον ορατό παράδειγμα τις εθνικές οδούς αλλά και τις δαπάνες για εξοπλισμούς. Οι ναζί αδιαφορούσαν για τους φορολογικούς περιορισμούς, η χρηματοδότηση του ελλείμματος θεωρείτο δεδομένη και έτσι η γερμανική οικονομία ανέκαμψε. Έως το 1936, η ανεργία είχε εξαλειφθεί. Ο οικονομικός κόσμος όμως δεν ενθουσιάστηκε. Ο Χίτλερ κι οι εθνικοσοσιαλιστές δεν ήταν κάποιο παράδειγμα προς μίμηση.
Πιο πολιτισμένη και πιο συνδεδεμένη με την ελεύθερη οικονομική σκέψη ήταν η περίπτωση της Σουηδίας.
Μια ομάδα οικονομολόγων (Κνουτ Βίκσελ, Γκούναρ Μίρνταλ, Έρικ Λίνταλ κλπ), ασχολήθηκαν με τα πρακτικά προβλήματα της σουηδικής οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής διοίκησης, εμπνεόμενοι από έντονη αντίθεση προς την κλασσική ορθοδοξία.
Καθώς εντεινόταν η ύφεση, η προσοχή τους στράφηκε ειδικότερα προς τον αντιπληθωρισμό τιμών, την μείωση της παραγωγής, την ανεργία και την δυσχερή θέση του αγροτικού τομέα. Βρίσκονταν σε στενή και καθημερινή επαφή με τους πολιτικούς ή έπαιζαν οι ίδιοι αυτόν τον ρόλο και έτσι προέκυψε ένα σχέδιο για την ελαχιστοποίηση των κακουχιών και την βελτίωση της συνολικής λειτουργίας της οικονομίας, στο οποίο συμπεριελήφθη ένα ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, η υποστήριξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Τέλος προέκυψε ένα πολύ καλά δομημένο σύστημα αγροτικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών.
Όμως την μεγαλύτερη σπουδαιότητα, είχε η χρησιμοποίηση του κυβερνητικού προϋπολογισμού για την διατήρηση της ζήτησης και της απασχόλησης. Οι οικονομολόγοι της Στοκχόλμης αντιλήφθησαν γρήγορα ότι η μείωση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα ήταν ανώφελη για τις επενδύσεις και την ζήτηση και επέλεξαν σκόπιμα να μην ισοσκελίζουν τους προϋπολογισμούς, έτσι ώστε το πλεόνασμα της δαπάνης έναντι του εισοδήματος να μπορεί να διατηρήσει την ζήτηση και την απασχόληση.
Έτσι δεν θα έπρεπε να μιλάμε σήμερα για κευνσιανή αλλά για σουηδική επανάσταση.
Αλλά και στις ΗΠΑ υπήρχαν κάποιες πολύ πρακτικές εφαρμογές τέτοιων κευνσιανών λύσεων από το 1933 κιόλας, μέσω της εφαρμογής του Νιού Ντιλ. Το έλλειμμα αυξήθηκε από τις δαπάνες για άμεση ανακούφιση, δημόσια έργα και δημόσια απασχόληση και το 1936 οι ομοσπονδιακές εισπράξεις ανέρχονταν μόλις στο 59% των δαπανών.
Ο Κέυνς φοίτησε στο Ίτον και μετά στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ και το 1905 πτυχιούχος πλέον, πήρε μέρος στις εξετάσεις των υποψηφίων για πρόσληψη στο Δημόσιο, αλλά οι επιδόσεις του στην Οικονομική ήταν άσχημες. Τελικά εργάστηκε στο υπουργείο Οικονομικών στην Βρετανία από το 1914, όπου απέκτησε σημαντική φήμη για την ικανότητά του να διαχειρίζεται τα κέρδη της χώρας από ξένο συνάλλαγμα, τα έσοδα από δάνεια και τις εισπράξεις από το εξωτερικό. Βοήθησε δε Γάλους και Ρώσους πάνω στα ίδια θέματα.
Μετά το τέλος του πρώτου πολέμου επελέγη σαν μέλος της βρετανικής αντιπροσωπείας στην Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων του 1919, όπου συνεργαζόμενος με ονόματα που προκαλούσαν δέος, τον Λόιντ Τζωρτζ, τον Ζορζ Κλεμανσό, τον Γουίντροου Γουίλσον, αποχώρησε απ’ αυτήν, περιφρονώντας την διαδικασία γιατί διαφώνησε με τους όρους περί αποζημιώσεων από την Γερμανία, υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να πληρώσει. Οι όροι ειρήνευσης ήταν πράγματι καρχηδονιακοί με αποτέλεσμα η Γερμανία έπαψε να θεωρείται ο επιτιθέμενος που τιμωρήθηκε και άρχισε να θεωρείται θύμα.
Το 1925 το ζήτημα του κανόνα χρυσού τον έφερε σε πολεμική διαμάχη με τον τότε υπουργό Οικονομικών Ουίνστον Τσόρτσιλ. Η στερλίνα στην επιλεχθείσα ισοτιμία με τον χρυσό, καθόριζε την τιμή των βρετανικών εξαγωγικών προϊόντων και ειδικότερα του άνθρακα σε ποσοστό περίπου 10% πάνω από την παγκόσμια αγορά, με επιπτώσεις στις εισαγωγές και εξαγωγές ακριβώς αντίθετο της πολιτικής υποτίμησης του χρυσού του Ρούσβελτ.
Η κεντρική ιδέα της άποψης του Κέυνς είναι ότι το κρίσιμο πρόβλημα της Οικονομικής δεν είναι πως προσδιορίζεται η τιμή των αγαθών ούτε πως κατανέμεται το εισόδημα που προκύπτει, αλλά το σημαντικό ζήτημα είναι πως προσδιορίζεται το ύψος της παραγωγής και της απασχόλησης. Ούτε είναι σωστό να παραλληλίζουμε τα οικονομικά της οικογένειας με τα οικονομικά του κράτους.
Δεν είναι της παρούσας η ανάλυση του παραπάνω, ανάλυση που απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικών.
Η θεραπεία συνίσταται στην κυβερνητική παρέμβαση προκειμένου να αυξηθεί το ύψος των επενδυτικών δαπανών: ο δανεισμός και οι δαπάνες για δημόσιους σκοπούς. Ένα σκόπιμο έλλειμμα.
Όμως η θεωρία του Κέυνς βρήκε έναν απρόσμενο συμπαραστάτη: Τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνεισφορά του οποίου ήταν ότι έδειξε τι μπορούσε να πετύχει η οικονομική μέσω του κράτους. Από το 1939 έως το 1940 το ΑΕΠ των ΗΠΑ σε σταθερές τιμές δολαρίου (1972) αυξήθηκε από 320 σε 569 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ανεργία από 17,2% το 1939, έπεσε στο 1,2% το 1944. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της ανοδικής πίεσης της δημόσιας ζήτησης, αφού οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών της κυβέρνησης των ΗΠΑ αυξήθηκαν από 22,8 δις. Δολάρια το 1939 σε 269,7 δις δολάρια το 1944. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, είχε βοηθήσει τον Κέυνς όσο δεν περίμενε κανείς. Οι φόροι στις ΗΠΑ ήταν ασήμαντοι μέχρι το 1941. Το 1945 υπερέβαιναν τα 44 δισεκατομμύρια (σε τιμές 1972), ο ανώτερος συντελεστής Φόρου Εισοδήματος την εποχή του Συμβολαίου με τον Λαό (Νιου Ντηλ) το 1945 ανερχόταν σε 94%.
Με τον πόλεμο για να δικαιολογηθούν αυτοί οι φόροι προέκυψε η έννοια της ισότητας της θυσίας: Οι φτωχοί θα πλήρωναν με την στρατιωτική τους θητεία και την ζωή τους και οι μη υπηρετούντες πλούσιοι με τους φόρους. Μια πρόταση του Ρούσβελτ το 1942, ότι για όσο διάστημα διαρκούσε ο πόλεμος τα προσωπικά εισοδήματα θα επέκειντο σε ένα ανώτατο όριο 25.000 δολαρίων θεωρήθηκε ακραία και δεν υιοθετήθηκε.
Ο Κέυνς λοιπόν απομάκρυνε τον εφιάλτη της ύφεσης και της ανεργίας από τους ώμους του καπιταλισμού ή τουλάχιστον αυτός ήταν ο σκοπός του. Έτσι η κευνσιανή επανάσταση όταν την βλέπει κανείς με αυτό το πρίσμα δεν είναι απλά κάτι περιορισμένο, αλλά και πάρα πολύ συντηρητικό.
Ο Κέυνς λοιπόν απομάκρυνε τον εφιάλτη της ύφεσης και της ανεργίας από τους ώμους του καπιταλισμού ή τουλάχιστον αυτός ήταν ο σκοπός του. Έτσι η κευνσιανή επανάσταση όταν την βλέπει κανείς με αυτό το πρίσμα δεν είναι απλά κάτι περιορισμένο, αλλά και πάρα πολύ συντηρητικό.
Η καμπάνα του αδιεξόδου
Ο Δίας ρίχνει κάτω τους Τιτάνες, όχι όταν ξεκινούν να χτίσουν το βουνό, αλλά όταν με την τοποθέτηση ενός ακόμα βράχου πρόκειται να ολοκληρώσουν το έργο τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60, ο Δίας περίμενε τους οικονομολόγους που οδηγούνταν προς την ολοκλήρωση του Κευνσιανού οικοδομήματός τους. Η περίοδος των 25-30 τελευταίων καλών χρόνων τερματίστηκε και εμφανίστηκε μια έντονα ανασταλτική κατάσταση για την Κευνσιανή Οικονομική. Ήταν η μεγάλη πολιτική της ασυμμετρία, δηλαδή αυτό που ήταν πολιτικά εφικτό για τον αντιπληθωρισμό και την ύφεση, δεν ήταν πολιτικώς εφικτό κατά του πληθωρισμού.
Ο αντιπληθωρισμός και η ανεργία απαιτούν υψηλότερες δημόσιες δαπάνες, ενώ ο πληθωρισμός χαμηλότερες.
Το 1970 ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ανήλθε σε 6%, το 1973 σε 8% και το 1975 στο διψήφιο 14% με αντίστοιχα πάνω – κάτω ποσοστά και στην Ευρώπη και Ιαπωνία. Ταυτόχρονα το 1973 σημειώθηκε μια μεγάλη αύξηση στις τιμές του πετρελαίου από το καρτέλ του ΟΠΕΚ. Για το πρόβλημα η Κευνσιανή Οικονομική δεν είχε καμία λύση.
Η κληρονομιά του Ίρβινγκ Φίσερ όμως δεν είχε χαθεί. Στις αρχές της δεκαετίας ου 70 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του ΣικάγουΜίλτον Φρίντμαν επρόκειτο να καλύψει το μετα-κευνσιανό κενό, κυρίως στις ΗΠΑ και την Βρετανία, επιμένοντας στην εφαρμογή μιας σκληρής νομισματικής πολιτικής. Οι τιμές σύμφωνα με τον Φρίντμαν θα αντικατοπτρίζουν πάντα τις κινήσεις στην προσφορά χρήματος και αν κάποιος την ελέγξει θα κρατήσει και τις τιμές σταθερές.
Παρόλα αυτά στις ΗΠΑ κυρίως, οι κευνσιανές ιδέες δεν είχαν ξεχαστεί εντελώς. Παράδειγμα στην άκρως φιλελεύθερη οικονομία της δεκαετίας του 80 οι δασμοί σε αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα.
Στην Ευρώπη και κυρίως στην Νότια, ο μονεταρισμός ή ακριβέστερα ο περιορισμός της καταναλωτικής δαπάνης και των επιχειρηματικών επενδύσεων, μετα το Μάαστριχτ, απέδωσε την οικονομική κάμψη, δηλαδή ήταν μια θεραπεία όχι λιγότερο οδυνηρή από την θεραπευόμενη κατάσταση. Η προκαλούμενη ανεργία μείωσε τα ημερομίσθια, αλλά δύσκολα επερχόταν η κλασική πλήρης απασχόληση.
Σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας, οι πωλήσεις μειώθηκαν, με αποτέλεσμα την εκτεταμένη αδράνεια των εργοστασιακών εγκαταστάσεων, την απειλούμενη χρεωκοπία , την παύση των λειτουργιών τους και την επακόλουθη κάθετη πτώση του εμπορίου. Οι διαφορές της ευημερίας των πλούσιων βόρειων με τους φτωχούς νότιους, είναι αυξανόμενες και ανατριχιαστικές.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η εξουσία έχει υποταχτεί στην αγορά και στην μεγάλη επιχείρηση. Η σύγχρονη μεγάλη επιχείρηση είναι ένα εργαλείο για την άσκηση εξουσίας. Μιας εξουσίας πάνω στους εργάτες και τα ημερομίσθιά τους, στις τιμές της και προς τους καταναλωτές αλλά και προς τους προμηθευτές της, και μέσω της διαφήμισης πάνω στην αντίδραση στην αγορά των καταναλωτών.
Σήμερα
Ότι είναι καλό για τους λίγους, δεν είναι καλό για τους πολλούς. Σε μια από τις τελευταίες εκδόσεις του ΔΝΤ για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές, αφού γίνεται λόγος για τα καταστροφικά αποτελέσματα του αντιπληθωρισμού, υπάρχει μια επιχειρηματολογία υπέρ του να αυξηθούν οι στόχοι του πληθωρισμού πάνω από το 2%. Όμως το ΔΝΤ δεν διατυπώνει ευθέως αυτό που υπονοεί η ανάλυσή του. Τι είναι εκείνο που καθιστά μη διατυπώσιμο το προφανές;
Στους «σοβαρούς» ανθρώπους αρέσει να αποδεικνύουν την σοβαρότητά τους, ζητώντας επίπονες επιλογές και θυσίες. Απεχθάνονται να ακούν προτάσεις που δεν περιλαμβάνουν περισσότερο πόνο.
Πίσω από αυτήν την στάση κρύβονται ταξικές διακρίσεις. Ποιος δεν προτιμά έναν μέτριο πληθωρισμό αλλά την μαζική ανεργία; Γνωρίζετε καλά ποιος: το 0,1% που αντιπροσωπεύει το 30% του συνολικού πλούτου. Ένας μέτριος πληθωρισμός, ας πούμε 4 – 5% θα ήταν καλός για την μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, αλλά κακός για την υπερελίτ.
Όσο εξοργιστική είναι η επιμονή της Γερμανίας στην διατήρηση ενός τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών, άλλο τόσο είναι και η απουσία αντίδρασης από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που έχουν ελλείμματα.
Γιατί η Γερμανία μοιράζεται ένα κοινό νόμισμα με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, κάτι που ωφελεί σημαντικά τους Γερμανούς εξαγωγείς, οι οποίοι τιμολογούν τα προϊόντα τους σε ένα αδύναμο γι’ αυτούς νόμισμα, σε σχέση με ένα γερμανικό μάρκο το οποίο (χωρίς το ευρώ) θα είχε γίνει πανάκριβο με βάση αυτά τα πλεονάσματα.
Η προφανής λύση πάλι δεν είναι διατυπώσιμη. Είτε η Γερμανία πρέπει να δαπανήσει το πλεόνασμά της αγοράζοντας προϊόντα και υπηρεσίες του ευρωπαϊκού νότου, μηδενίζοντας έτσι τα ελλείμματά τους, είτε οι Νότιοι, να αποκτήσουν το δικό τους νόμισμα.
Η λύση μέσω της «συμβουλής» των Γερμανών, δηλαδή να ακολουθήσουν και οι άλλοι το παράδειγμά τους, θα έχει σαν αποτέλεσμα το παράδοξο: να αποκτήσουν όλοι ταυτόχρονα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Το άβολο αυτό γεγονός, είτε δεν περνά από το μυαλό τους, είτε έχουμε να κάνουμε με αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω: το τοτέμ.
Αλλά τα πάντα είναι μπλοκαρισμένα. Ή η Γερμανία λοιπόν θα εγκαταλείψει τις ηγεμονικές επιδιώξεις της, ή ζώνη του ευρώ εν καιρώ θα καταρρεύσει. Η ζημιές στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είναι τότε ασύλληπτες. Ένα τεράστιο κομμάτι του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου απλά δεν θα υπάρχει την άλλη μέρα.
Υπάρχει ένας ισχυρός περιορισμός, η δέσμευση προς την καθιερωμένη πίστη. Ελάχιστοι και όχι μόνο οικονομολόγοι, μπορούν να απορρίψουν αυτό που αποδέχτηκαν και πίστεψαν σαν φοιτητές, στην συνέχεια το υπερασπίστηκαν, έγραφαν κείμενα και έκαναν φιλοσοφικές συζητήσεις. Όταν εγκαταλείπεις αυτά που έχεις μάθει, είναι σαν να παραδέχεσαι ότι πριν έκανες κάποιο λάθος. Σ’ αυτό όλοι αντιδρούμε και η λύση της προσαρμογής είναι οδυνηρή.
Η κατάρρευση του οικοδομήματος στο άλλο μέρος της Ευρώπης, την Ανατολική και στην Σοβιετική Ένωση, είναι ένα τεράστιο ζήτημα που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας εργασίας.
Για να μην αφήσω εντελώς ασχολίαστο το θέμα, θα χρησιμοποιήσω αυτολεξεί κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Ευτύχη Μπιτσάκη «Ένα φάντασμα γεννιέται» (1992)
Πολωνία
Τον Δεκέμβριο του 1970, ξέσπασαν όπως είναι γνωστό, ταραχές στις μεγάλες πόλεις της Βαλτικής, στο Γντάνσκ, στο Στετίνο κλπ. εξ αιτίας της αύξησης των τιμών που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση. Οι εργάτες κατέλαβαν και έκαψαν τα γραφεία του κόμματος και της αστυνομίας. Η κυβέρνηση απέδωσε τα γεγονότα, κατά το κλασικό τροπάριο, στις «αντισοσιαλιστικές δυνάμεις», αλλά σαρώθηκε από την γενική απεργία που ακολούθησε. Ο νέος γραμματέας του κόμματος, πρώην μεταλλωρύχος Γκιέρεκ, έκανε μια συντριπτική αλλά επιφανειακή κριτική (εκ μέρους του κόμματος), απολογούμενος μπροστά στους απεργούς του Στετίνου που ζητούσαν πραγματικό σοσιαλισμό και όχι επιστροφή στο παρελθόν. Στην συγκλονιστική αυτή συνάντηση, οι εργάτες εξέθεσαν την άθλια κατάσταση της εργατικής τάξης και απαίτησαν την κατάργηση των προνομίων, των ανισοτήτων, της γραφειοκρατίας και της αστυνομοκρατίας.
Ομιλία εργατικού αντιπροσώπου στην συνάντηση με τον Γκιέρεκ.
«Για να ζήσουμε, πρέπει να δουλέψουμε. Επειδή δεν έχουμε την τύχη αυτών που δεν εργάζονται και ζουν καλά. Δεν είμαστε άνθρωποι αυτού του είδους. Η τύχη δεν μας ευνόησε. Πρέπει να δουλέψουμε για να ζήσουμε. Αλλά στα τμήματά μας, η δουλειά δεν είναι σωστά και δημοκρατικά κατανεμημένη. Εγώ πχ, προέρχομαι από το τμήμα Κ5 –συντήρηση- όπου οι επιστάτες δίνουν σε μερικούς μια ελαφρότερη εργασία και αυτοί κερδίζουν 10 με 12 χιλιάδες ζλοτ, ενώ άλλοι κερδίζουν 1200 ζλοτ, ζώντας συνεχώς μέσα στην σκόνη. Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή; Επίσης, στο τμήμα μας υπάρχει ένας τρομερός αριθμός γραφείων. Καθένας μας δουλεύει για έξι επτά και δέκα ανθρώπους. Σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι άνθρωποι; Καμιά φορά περνάει ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να κάνουν τίποτα»
Άνοιξη της Πράγας
Απόσπασμα από το Πρόγραμμαπου εγκρίθηκε από την ολομέλεια της ΚΕ του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, τον Απρίλιο του 68 (Άνοιξη της Πράγας).
Εκεί τονιζόταν μεταξύ των άλλων: «Η ανάγκη για αλλαγή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος κατά τρόπο ώστε να επιτραπεί η δυναμική ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων […] Ο σοσιαλισμός πρέπει να προσφέρει πολύ περισσότερα από όσα κάθε είδος αστικής δημοκρατίας […] Ουσιαστική αλλαγή της λειτουργίας της σοσιαλιστικής οικονομίας. Εκδημοκρατισμός που θα συνδέει άμεσα τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με την πολιτική εξέλιξη […] Η οικονομική μεταρρύθμιση θα φέρνει όλο και περισσότερο τις ομάδες εργαζομένων (κολεκτίβες) των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων αντιμέτωπες με τα άμεσα αποτελέσματα της καλής ή κακής διαχείρισης της επιχείρησής τους […] Οι διευθυντές θα εκλέγονται από τους εργαζομένους […] Εναποθέτουμε ένα μέρος της ελπίδας μας στην αναγέννηση της αγοράς, που η λειτουργία της θα έχει θετικά αποτελέσματα. Πρόκειται πιο αναλυτικά για ένα μηχανισμό απαραίτητο για την λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας[…] Δεν αναφερόμαστε στην αγορά κατά το καπιταλιστικό πρότυπο, αλλά στην σοσιαλιστική.[…] Ο σοσιαλισμός γεννιέται, διατηρείται και θριαμβεύει με την ενοποίηση του εργατικού κινήματος και της επιστήμης […] Αποκλείουμε τις διοικητικές και γραφειοκρατικές μεθόδους στην εκπολιτιστική πολιτική του κόμματος και θα τις καταπολεμήσουμε. Δεν επιτρέπεται λογοκρισία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. […] Επιδιώκουμε την δημιουργία υποδειγματικής σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ανταποκρίνεται στις ειδικές τσεχοσλοβακικές συνθήκες […] Τέλος διατυπώνεται ρητά η παραμονή της Τσεχοσλοβακίας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και η ενεργός συμμετοχή της στην κοινή δραστηριότητα της Οικονομικής Επιτροπής Αλληλοβοήθειας και του Συμφώνου της Βαρσοβίας»Για την γραφειοκρατία της Μόσχας επρόκειτο για «λύκους με προβιά αρνιού»
Γκράμσι
«Η γραφειοκρατία είναι η πιο επικίνδυνη ρουτινιέρικη και συντηρητική δύναμη. Αν καταλήξει να συγκροτήσει ένα ενιαίο και χωριστό σώμα και αν αισθάνεται ανεξάρτητη από την μάζα, το κόμμα καταλήγει να γίνει αναχρονιστικό και σε στιγμές οξείας κρίσης καταλήγει να κενωθεί από το κοινωνικό του περιεχόμενο και να παραμείνει σαν κάτι που φτιάχτηκε στο κενό» Γκράμσι 1975.
Γράμμα Ρουμάνων μεταλλωρύχων προς τον Ήρωα των Ηρώων (και Δούναβη της Σκέψης)
Σεβαστότατε και αγαπημένε σύντροφε Νικολάε Τσαουσέσκου, μέσα στην ατμόσφαιρα της δυνατής πνευματικής έξαρσης που οι εργάτες και ο λαός προσμένουν το μεγάλο φόρουμ των Ρουμάνων κομμουνιστών, επιτρέψτε μας, σεβαστότατε σύντροφε και γενικέ γραμματέα Νικολάε Τσαουσέσκου ήρωα των ηρώων, επίτιμε μεταλλωρύχε, να σας αναγγείλουμε πως οι 110 μεταλλωρύχοι της μπριγκάντας του τέταρτου τομέα του ορυχείου της Πετρίλα […] έχουν εκτελέσει και ξεπεράσει το πεντάχρονο πλάνο.
Αυτοκριτική του Γκορμπατσόφ:
«Απαράδεκτα φαινόμενα δυσλειτουργίας της οικονομίας […] Η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Είναι απαράδεκτο το γεγονός να διατίθεται στην μη παραγωγική σφαίρα μόνο το 18% όλων των κεφαλαίων. Μας κυρίευσε η γιγαντομανία των μεγάλων έργων, αυτών που ονομάσαμε αν δεν κάνω λάθος –έργα του κομμουνισμού-. Και τι πετύχαμε; Αφήσαμε σε τελευταία θέση τα συμφέροντα των εργαζομένων, τις άμεσες ανάγκες τους».
Ριζοσπάστης 18.9.88.
Νέα της Μόσχας 1990:
Το εγχειρίδιο «Κομματική Οικοδόμηση», δίνει τον εξής ορισμό: «Νομενκλατούρα είναι το σύνολο των κυριότερων θέσεων, για τις οποίες οι υποψήφιοι εξετάζονται προκαταρκτικά, συνιστώνται και επικυρώνονται από την αντίστοιχη κομματική επιτροπή (διαμερίσματος, πόλης, περιοχής κλπ). Τα άτομα που ανήκουν στην νομενκλατούρα μιας κομματικής επιτροπής απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους μόνο με την συγκατάθεση της αντίστοιχης κομματικής επιτροπής».
Συστάσεις Γκαλμπρέιθ προς τους Ανατολικούς.
Ο Αμερικανός οικονομολόγοςΤζον Κένεθ Γκαλμπρέιθκάλεσε χθες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες να μην βιαστούν στην πορεία τους προς την οικονομία της αγοράς και τις προειδοποίησε να μην επιτρέψουν σε ξένους επενδυτές να αναλάβουν την βιομηχανία τους.
Ο συνταξιούχος καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ επέκρινε έντονα την «πρωτόγονη ιδεολογία» Δυτικών καπιταλιστών που υποστηρίζουν την ανεργία, τον πληθωρισμό και την μείωση του επιπέδου διαβίωσης ως αποφασιστική θεραπεία για τις πάσχουσες ανατολικοευρωπαϊκές, πρώην κομμουνιστικές οικονομίες.
«Αυτό – και διαλέγω προσεκτικά τα λόγια μου- είναι παραφροσύνη», δήλωσε ο Γκαλμπρέιθ. Καλώντας για «προσεκτική οικονομική δράση… ως το απαραίτητο μέσο για να μειωθεί η ανθρώπινη δυστυχία και απελπισία» ο Γκαλμπρέιθ επεσήμανε ότι η Δυτική Ευρώπη χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να ανορθώσει την βιομηχανία της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα έργο που όπως είπε, ήταν λιγότερο πολύπλοκο από την πρόκληση που αντιμετωπίζουν τώρα η Ανατολική Ευρώπη και η Σοβιετική Ένωση.
Τα Νέα, 6/7/1990.
Σεμινάριο για Χρήμα στην Μόσχα
Άρχισε χθες στην Μόσχα, αμερικανικό χρηματιστηριακό σεμινάριο, με κύριο θέμα την αγορά ομολόγων και ομολογιών, στο οποίο συμμετέχουν περίπου 400 αξιωματούχοι και επιχειρηματίες από την Σοβιετική Ένωση, που θα διδαχτούν από στελέχη του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, πως το χρηματιστήριο διευκολύνει το «πέρασμα» μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας σε μια οικονομία της αγοράς.
Το Έθνος, 9/10/1990
Το πρώτο Σοβιετικό ΧρηματιστήριοΆρχισε τις εργασίες του στην Μόσχα το πρώτο Σοβιετικό Χρηματιστήριο και ξένες εταιρείες και τράπεζες κλήθηκαν να συμμετάσχουν. Όπως μετέδωσε το πρακτορείο ΤΑΣΣ «δημιουργήθηκε το Χρηματιστήριο της Μόσχας. Η Βουλή και η Κυβέρνηση προτίθενται να επιτρέψουν στα μέλη να αγοράζουν και να πωλούν μετοχές και να συναλλάσσονται με ξένες εταιρείες και τράπεζες».
Η αγοραπωλησία μετοχών απαγορεύτηκε μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Η τσαρική Ρωσία διέθετε περισσότερα από 100 Χρηματιστήρια. Δεν είναι σαφές ποιες θα είναι οι διαφορές του σοβιετικού Χρηματιστήριου από τα δυτικά.
Το Χρηματιστήριο της Μόσχας δημιουργήθηκε από 187 σοβιετικές επιχειρήσεις και τράπεζες και στο μέλλον ποσοστό μέχρι και 25% των μετοχών θα κατέχουν μετοχικές εταιρείες και τράπεζες σ’ όλη την χώρα. Κάθε μετοχή στο Χρηματιστήριο της Μόσχας θα κοστίζει 500.000 ρούβλια (890.000 δολάρια με την επίσημη ισοτιμία). Οι μέτοχοι μετέδωσε το ΤΑΣΣ, θα μπορούν να ανοίγουν και χρηματομεσιτικά γραφεία.
Τα Νέα, 14/11/1990
Τελικά…
Πρόσφατα 22 σοβιετικοί οικονομολόγοι, με επιστολή τους στην εφημερίδα Νέα της Μόσχας, προειδοποιούν ότι «υπό την σημαία της ιδιωτικοποίησης, ο κομματικός μηχανισμός ιδιοποιείται την περιουσία του λαού, την στιγμή που ο κόσμος περιμένει ακριβώς το αντίθετο. «Μετατρέπουν την πολιτική εξουσία σε οικονομική εξουσία» λέει ο Βλαντιμίρ Λεπέκιν, πρώην γραμματέας της Κομσομόλ, την στιγμή που τα μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος έχουν μειωθεί κατά 60%.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Πολωνία: 1500 εταιρείες που δημιουργήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 1989, είχαν ως ανώτατα στελέχη 700 διευθυντές και υποδιευθυντές κρατικών επιχειρήσεων, 9 νομάρχες και 57 δημάρχους.
Newsweek, Τα Νέα, 10/12/1990
Η οικονομική ανάπτυξη στον ελληνικό χώρο, άρχισε να εμφανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα.
Όσο αναπτυσσόταν το ευρωπαϊκό εμπόριο, ξεκίνησε και η εγκατάσταση εμπόρων και ευρωπαϊκών προξενικών αρχών στον ελληνικό χώρο, οι οποίες εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα και μια συγκροτημένη εξωτερική πολιτική.
Οι Ευρωπαίοι αγόραζαν τρόφιμα και πρώτες βιομηχανικές ύλες που χρειάζονταν και θα πωλούσαν βιομηχανικά προϊόντα της χώρας τους και προϊόντα των αποικιών τους. Αγόραζαν δημητριακά και τυρί, και μισοεπεξεργασμένα προϊόντα όπως δέρματα, νήματα , λάδι, μαλλί, βαμβάκι, μετάξι και βαφικές ύλες. Η σταφίδα που στο τέλος του αιώνα και τις αρχές του επόμενου έγινε περιζήτητη, διέθετε και τις δύο ιδιότητες, και του τροφίμου και της πρώτης ύλης. Οι εισαγωγές αποτελούνταν κυρίως από τσόχινα υφάσματα, μπαχαρικά, καφέ και ζάχαρη.
Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα ήταν ότι συσσωρεύτηκε επιτόπου ένας μεγάλος πλούτος που δεν ήταν φεουδαλικός, αλλά προερχόταν από την λειτουργία της αγοράς, ήταν εμπορικό κέρδος δηλαδή, που στις περιπτώσεις που επανεπενδυόταν, αναπαραγόταν και αύξανε: Ήταν κεφάλαιο.
Ακριβώς εδώ ανάγεται η ιδιομορφία της αστικής τάξης που προέκυψε, γιατί η επένδυση αυτού του πλούτου, που ήταν συγκεντρωμένος στα χέρια των υπόδουλων Ελλήνων, δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια και να παρακάμψει τις πραγματικότητες που διαμόρφωναν από την μια μεριά η οθωμανική κατάκτηση και από την άλλη οι οικονομικές σχέσεις της εμπορικής ανταλλαγής. Βιομηχανική επανάσταση δεν μπορούσε να γίνει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Απέμενε η επένδυση σε εμπορικού τύπου οικονομικές δραστηριότητες.
Βιομηχανία αναπτύχθηκε (εκτός της ναυπηγικής) με παραδοσιακά εργαλεία και με την λογική του εμπορικού κεφαλαίου, όχι του βιομηχανικού.
Ως αποτέλεσμα των συνθηκών του Κάρλοβιτς και του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το ελληνικό εμπόριο απέκτησε γερά θεμέλια και πήρε μεγάλη εξάπλωση, ώστε όταν το βρετανικό ναυτικό έδιωξε τους Γάλλους από την ανατολική Μεσόγειο στους πολέμους μετά την γαλλική επανάσταση, οι Έλληνες κατέλαβαν την πρώτη θέση ως έμποροι στον χώρο της Δύσης. Το 1813 διέθεταν τουλάχιστον 615 πλοία, μερικά από τα οποία ήταν κατασκευασμένα σύμφωνα με τα καλύτερα αμερικανικά πρότυπα, με συνολικό εκτόπισμα 153.580 τόνους και έδιναν δουλειά σε 17.500 ναύτες περίπου.
Το ελληνικό καράβι έως την επανάσταση δεν λειτούργησε σχεδόν καθόλου ως απλό μεταφορικό μέσο. Δεν λειτούργησε δηλαδή ως μεταφορέας εμπορευμάτων έναντι ναύλου για λογαριασμό άλλων, αλλά μετέφερε εμπορεύματα που ανήκαν στο ίδιο. Η πρώτη σκέψη για την κατασκευή του υπάκουε στις λογικές του εμπορίου. Ταξίδευε αδιάκοπα με μόνο σκοπό να αγοράζει και να πουλάει εμπορεύματα, δεν είχε εφοπλιστικό χαρακτήρα.
Η πλοιοκτησία ήταν εταιρική και έτσι δεν υπήρχαν ημερομίσθια, αλλά οι αμοιβές είχαν άμεση σχέση με το κέρδος που προέκυπτε κάθε φορά. Αυτή ήταν μια επενδυτική στρατηγική και επιχειρηματική πρακτική διάχυσης κεφαλαίων σε μερίδια ( και όσο το δυνατό περισσότερων καραβιών), αφ’ ενός για περιορισμό των κινδύνων και αφ’ ετέρου πολλαπλασιασμού των κερδών.
Στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας οι αναπτυγμένοι κλάδοι ήταν η ναυπηγική και η νηματουργία. Η δεύτερη συνδυασμένη πολλές φορές με την βαφική. Ακολούθησε η σαπωνοποιία. Επισημαίνεται και εδώ ότι η παραγωγή ήταν οργανωμένη σε εταιρείες που λειτουργούσαν με την λογική του εμπορίου, όχι με την λογική παραγωγής και αναπαραγωγής βιομηχανικού κεφαλαίου. Βιομηχανία με εμπορικό κεφάλαιο , όχι με βιομηχανικό.
Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε μια χαλαρή και ετερογενής, ιδιόμορφη «αστική τάξη», η οποία δεν κατάφερε να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή αστικό πολιτισμό, αλλά υιοθέτησε, επιπόλαια, διάφορα επιμέρους στοιχεία του ευρωπαϊκού.
Με τον χρόνο, διευρύνθηκε ώστε στο τέλος να σημαίνει τους «εύπορους πολίτες», τους «πλουτοκράτες», τους «νοικοκυραίους», με την διαφορά ότι αυτοί δεν προήρχοντο από αστικές κοινωνικές ομάδες, που σημαίνει δεν είχαν εσωτερικεύσει την αστική αξιολογία και κοσμοθεωρία.
Έτσι σπάνια ήταν φανερή η διαφορά του αστού από την μια και του τσιφλικά, του «νοικοκύρη» ή του αετονύχη επιχειρηματία και εργολάβου από την άλλη.
Επιπροσθέτως, ο όρος «αστική τάξη» ήρθε στην Ελλάδα όντας ήδη βεβαρημένος, όταν δηλαδή η αστική τάξη είχε θεωρηθεί ο μεγάλος αντίπαλος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, ενώ αντίθετα στην Ευρώπη ο αστός, προτού έρθει αντιμέτωπος με τον εργάτη, ήταν για μακρό χρονικό διάστημα ο κύριος κοινωνικός αντίπαλος της αριστοκρατίας και κληρικοκρατίας, ο φορέας μιας νέας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής και μιας νέας κοσμοθεωρίας.
Για αστική τάξη, πολύ λίγο μίλησαν οι δεξιοί και συντηρητικοί. Αυτοί έτειναν πάντα να παραβλέπουν τις ταξικές διακρίσεις. Αλλά και οι αριστεροί και οι φιλελεύθεροι που ασχολήθηκαν, περισσότερο προσπάθησαν να αποδείξουν ότι πράγματι υπήρχε αστική τάξη παρά να εξιχνιάσουν την σύνθεση και την υφή της, ούτως ώστε να παρουσιάσουν την νοοτροπία, την ιδεολογία, τον πολιτισμό της κλπ.
Όπως είδαμε νωρίτερα, για αστική τάξη και αστικές σχέσεις, γίνεται λόγος όπου διαπιστώνεται παραγωγή ή και εμπορία αγαθών έξω από το οικονομικό κύκλωμα της γεωργίας. Όμως οι δραστηριότητες των καραβοκυραίων και των βιοτεχνών αποτελούν φαινόμενα που ευδοκιμούν στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Το αν αυτά τα φαινόμενα πρέπει να χαρακτηριστούν ως αστικά η όχι, αποφασίζεται με κριτήριο το αν συνιστούν εστίες πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίων που αργότερα θα τροφοδοτήσουν την εκμηχάνιση και την εκβιομηχάνιση. Αν διασπούν τις πατριαρχικές σχέσεις και την πατριαρχική νοοτροπία. Αν η διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων είναι απρόσωπη με πρόθεση την συσσώρευση με την καπιταλιστική έννοια.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην Ελλάδα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν και μετά την επανάσταση. Η σημαντική επέκταση των εμποροβιοτεχνικών εργασιών, ήταν μια μετεξέλιξη προκαπιταλιστικών μορφών οικονομίας, σύμφωνα με τις ανάγκες ένταξής τους στην διευρυνόμενη καπιταλιστική αγορά της Ευρώπης, αλλά ποτέ δεν αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας αυτενεργής καπιταλιστικής οικονομίας με στόχο και την εσωτερική αγορά.
Απεναντίας, η εξάρτηση της εμποροβιοτεχνικής δραστηριότητας από την καπιταλιστική Ευρώπη, βοήθησε την επιβίωση των πατριαρχικών εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό. Ο τρόπος ζωής , η νοοτροπία και η κοσμοθεώρηση των φορέων της τότε οικονομικής δραστηριότητας, δείχνει ότι πολιτισμικά και ιδεολογικά κινούνταν πιο κοντά στον χώρο της βαλκανικής.
Η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών αναπτύχθηκε πολύ λιγότερο και για ένα ακόμα σημαντικό λόγο: γιατί έλειπε μια ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: η διάσταση η προμηθεϊκή, η οποία συνδεόταν με την μορφή του καινοτόμου βιομηχάνου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου και της ρήξης με την παραδοσιοκρατία του αγροτικού πατριαρχισμού.
Η ένταξη της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα σήμαινε και την παράλληλη ένταξή της στο διεθνές πολιτικό σύστημα.
Ο εθνικισμός και ο φιλελευθερισμός, σαν ιδέες της Γαλλικής επανάστασης, και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες, που είχαν ριζώσει στους κόλπους της κοσμοπολίτικης ελληνικής διασποράς, αποδείχτηκαν αρκετά για να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία της χώρας. Έτσι η Ελλάδα έγινε θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών, φιλελευθέρων και Ευρωπαίων αριστερών της εποχής.
Όμως ο συνδυασμός «αστικής» ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης, κοτσαμπάσικης νοοτροπίας και επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων γέννησε μια καρικατούρα του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους.
Η εισαγωγή του βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού στην χώρα, οδήγησε σε ένα κρατικό μηχανισμό που είναι υπεύθυνος μέχρι και την σημερινή λειτουργία του κράτους.
Αυτός ο μηχανισμός ήταν το τερατογενετικό και ιλαροτραγικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης προηγμένων πολιτικών θεσμών, (κοινοβουλευτισμός και καθολική ψηφοφορία), με μια κοινωνία διεπόμενη από πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις, νοοτροπίες και αξίες. Η αυτόματη διόγκωσή του, παράλληλα ενίσχυσε τον καθοδηγητικό ρόλου του κράτους, ενίσχυση που ευνοούσε την ικανοποίηση συμφερόντων μερικών εις βάρος των γενικών.
Η διόγκωση ήταν αναπόφευκτη: γιατί εκείνο που είχαν να προσφέρουν τα κόμματα ήταν οι κρατικές θέσεις, οι οποίες ήταν τόσο περιζήτητες όσο η καχεξία της οικονομίας έκανε τις υπόλοιπες επαγγελματικές διεξόδους λιγοστές και αβέβαιες.
Εφ’ όσον το κράτος παρέμενε ο πιο σίγουρος εργοδότης, πρώτο μέλημα του κόμματος ήταν η κατάκτηση και νομή του κράτους, ειδάλλως θα έχανε την πίστη των οπαδών του στην ικανότητά του να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους.
Όταν η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική, τότε μεταβάλλεται στην λεγόμενη πελατειακή σχέση, το θεμελιώδες της γνώρισμα της οποίας είναι η αναγκαία συνάφεια υπακοής και προστασίας. Ο κομματικός ηγέτης, ο τοπικός κομματάρχης, απαιτεί από τους «ανθρώπους του» υπακοή και ταυτόχρονα αναλαμβάνει «να ενεργήσει για τις υποθέσεις τους», δηλαδή τους βοηθά να «τακτοποιηθούν» και τους εξασφαλίζει με την επιρροή του πλεονεκτήματα στον συναγωνισμό με τους οπαδούς άλλων κομμάτων.
Έτσι ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα έπαιξε ρόλο ανάλογο με εκείνον που έπαιξαν τα βιομηχανικά αστικά κέντρα στην Δύση, δηλαδή απορρόφησε μάζες αγροτικής προέλευσης, αλλά τις διοχέτευσε και τις χρησιμοποίησε με πολύ διαφορετικό τρόπο και προπάντων λιγότερο παραγωγικό.
Η διαμόρφωση αυτή του κράτους ούτε υποκινήθηκε από την αστική τάξη αλλά ούτε την ωφέλησε. Αντίθετα μάλιστα, αποτέλεσε τροχοπέδη για την διοχέτευση πόρων και ενεργειών σύμφωνα με τις ανάγκες μιας αμιγούς καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις που συνόδευσαν τα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου και του εξαμβλωματικού εκσυγχρονισμού των τελευταίων δεκαετιών, σήμαναν την μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το καθεστώς του πατριαρχισμού και του νόθου και επίπλαστου αστισμού, στο καθεστώς μιας εξ ίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας με πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα από πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε το παρελθόν.
Επηρεάστηκαν όλα τα κοινωνικά στρώματα: πρώτα απ’ όλα άλλαξε σημαντικά η σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε σήμερα αυτό να αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, στη βάση εργολαβικών και μεταπρατικών δραστηριοτήτων Αλλά και οι υπόλοιποι «επιχειρηματίες», με ελάχιστες εξαιρέσεις, ελάχιστα διαφέρουν από τους νεόπλουτους ως προς το πολιτισμικό τους επίπεδο και τον πνευματικό τους ορίζοντα. Έτσι σε γενικές γραμμές εξέλειπε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός.
Επιπροσθέτως, ο τουρισμός και το ευρύτατο μεταναστευτικό ρεύμα των δεκαετιών 50 και 60 συντέλεσαν εξ ίσου στην νεοελληνική ένταξη στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας και κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική της διάρθρωση, καθώς δημιούργησαν ένα όλο και μεγαλύτερο μεσαίο στρώμα, χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της νεοαπόκτητης ημιμάθειας.
Αυτή όμως η ευημερία συντελέστηκε στη βάση νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό, για το οποίο άλλωστε σχεδόν κανένα κρατικό ενδιαφέρον δεν υπήρξε.Το πελατειακό σύστημα έτσι άλλαξε μορφή, εντάθηκε και εν μέρει αντιστράφηκε: Ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του προσδοκώντας από το κόμμα ότι θα του εξασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο ή και θα του το ανέβαζε, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα. Έτσι μεγάλωνε σιγά σιγά η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους. Τα κόμματα υποχρεώθηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και στην προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων από οπουδήποτε και αν προέρχονταν.
Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος η οποία ούτως ή άλλως ήταν εξ’ αρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αντίθετα, έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα την δική της διαιώνιση, δηλαδή την δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου.
Τα παραπάνω αποτελούν μια προσπάθεια σύντομης περιγραφής των ιστορικών, οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών του νεοελληνικού κράτους.
Η σημερινή κρίση δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι η κομματική εκποίηση του κρατικού μηχανισμού, μολονότι πέρασε στο στάδιο της διαρκούς εκποίησης της χώρας, ξεπέρασε πια τα όρια της οικονομικής αντοχής, ότι δηλαδή η πελατειακή πολιτική προχώρησε στην αυτοκαταστροφή της και είναι υποχρεωμένη να βάλει η ίδια όρια στον εαυτό της, αλλά αγκαλιάζει και τα θεμελιώδη ιδεολογήματα πάνω στα οποία στήριξε το έθνος την αυτοσυνειδησία του: Η ελληνοχριστιανική εκδοχή του ελληνοκεντρισμού χρησιμοποιήθηκε ως το ιδεολογικό όπλο του αντικομουνιστικού στρατοπέδου στην εποχή του εμφύλιου πόλεμου, αλλά και κατόπιν όταν η χώρα ζούσε κάτω από τις συνέπειες του εμφύλιου, μια από τις οποίες ήταν σε τελική ανάλυση η δικτατορία.
Ήταν ακριβώς οι πολιτικές που αφαίρεσαν την κοινωνική συνείδηση και προσθέσανε την διάδοση του καταναλωτισμού και των συναφών ηδονιστικών ιδεολογημάτων, τα οποία ανακατεύτηκαν με τις παμπάλαιες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας.
Ο φόβος είναι, ότι η εκποίηση του κράτους με την υλική έννοια, θα συνοδευτεί και με την πνευματική στειρότητα του λαού μας, δεδομένου ότι τα ποσοστά των γελωτοποιών στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και στο ίδιο το κοινοβούλιο, είναι ιδιαιτέρως υψηλά.
Η Ελλάδα εντάσσεται πλέον σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας.
Οποιαδήποτε στάση κι αν κρατήσει ο καθένας, γεγονός είναι ότι η νεοελληνική ιστορία, παρ’ ότι φαίνεται πως τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν έληξαν ακόμα, κλείνει τον κύκλο της.
Βιβλιογραφία
Αθ. Π. Κανελλόπουλου: Η Οικονομική της Αναπτύξεως
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Πολιτική Οικονομία.
Βασ. Κρεμμυδά: Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα.
E. J. Hobsbawm: Η Εποχή των Επαναστάσεων.
Eric Roll: Ιστορία της Οικονομικής Σκέψεως.
Ευτ. Μπιτσάκη: Ένα φάντασμα πλανιέται
J. K. Galbraith: Η Κοινωνία της Αφθονίας.
J. K. Galbraith: Μια σφαιρική άποψη για την οικονομία.
Παν. Κονδύλη: Η παρακμή του αστικού πολιτισμού.
Επίσης πάρθηκαν υπ’ όψη διάφορα άρθρα του Paul Krugmanστις εφημερίδες.
Τα μέλη αυτής της σχολής σκέψης ονομάστηκαν από μόνοι τους «Οι Οικονομολόγοι». Οι ιστορικοί της οικονομικής σκέψης τους έδωσαν τον χαρακτηρισμό «Φυσιοκράτες». Τρείς από αυτούς ξεχώρισαν: Ο πρώτος και πιο ενδιαφέρων αλλά και πιο σημαντικός ήταν ο Φρανσουά Κενέ, ο οποίος ασχολήθηκε με την Οικονομική σε ηλικία εξήντα δύο ετών. Μέχρι τότε ήταν από τους διάσημους γιατρούς της εποχής του και είχε γράψει κείμενα σχετικά με την αιμορραγία , την γάγγραινα, και τις μορφές του πυρετού, είχε δε γίνει από το 1749 προσωπικός γιατρός της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ και το 1755 ανέλαβε καθήκοντα γιατρού του Λουδοβίκου του 15ου. Οι άλλοι δύο ήταν ο Αν Ρομπέρ Ζακ Τιργκόκαι ο Πιέρ Σαμουέλ Ντιπόν ντε Νεμούρ.
Η πρώτη και κεντρική δέσμευση των Φυσιοκρατών είναι η έννοια του φυσικού νόμου, ο οποίος υπαγορεύει σε τελική ανάλυση την οικονομική συμπεριφορά. Ο νόμος των βασιλιάδων και νομοθετών είναι ανεκτός μόνο αν δεν έρχεται σε αντίθεση προς τον φυσικό νόμο. Η ύπαρξη και η προστασία της περιουσίας συμβαδίζουν με τον φυσικό νόμο, όπως και η ελευθερία να πουλάς και να αγοράζεις. Ο κανόνας που δίνει τις κατευθύνσεις στην νομοθεσία και στην διακυβέρνηση γενικότερα πρέπει να είναι το laissez faire.
Αυτό αποτελεί την σημαντικότερη κληρονομιά των Φυσιοκρατών. Σε μεταγενέστερες εποχές το θεολογικό πλέον laissez faire ταυτιζόταν με τα επιτεύγματα της ελεύθερης αγοράς και αποτέλεσε την αντίθεση στην κρατική παρέμβαση.
Οι Φυσιοκράτες επιδίωξαν να μεταρρυθμίσουν το παλιό σύστημα και ταυτόχρονα να το υπερασπιστούν, όμως η Γαλλική Επανάσταση σάρωσε τον κόσμο που αυτοί προσπάθησαν να σώσουν. Αυτό που απέμεινε ήταν η ιδέα ενός οικονομικού συστήματος με μια μορφή αλληλοεξαρτώμενης δομής και μιας φωτεινής σειράς εννοιών, όπως ο φυσικός νόμος που διέπει την οικονομική συμπεριφορά, η έμφυτη υπεροχή της γεωργίας, το laissez faire. Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με την περιγραφή του Άνταμ Σμιθ: « Το σύστημα αυτό… με όλες τις ατέλειές του είναι ίσως η πλησιέστερη προσέγγιση προς την αλήθεια, που δημοσιεύτηκε μέχρι στιγμής σχετικά με το θέμα της Πολιτικής Οικονομίας».
Βιομηχανική Επανάσταση
Στο δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα, το εργοστάσιο άρχισε να παίρνει με γρήγορο ρυθμό,(αρχικά στην Βρετανία) την θέση της οικιακής μονάδας σαν το επίκεντρο της παραγωγικής δραστηριότητας. Αυτή δεν περιοριζόταν πλέον από την απλή τεχνολογία και την έλλειψη κεφαλαίων, ούτε στηριζόταν στον άνθρωπο και στο ζώο η κινητήρια δύναμή της. Τα νεοπαγή εθνικά κράτη, άρχισαν να εγγυώνται την διασφάλιση της εσωτερικής τάξης. Οι στρατοί βέβαια δεν έπαψαν να διαβαίνουν τα εθνικά σύνορα, αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις των καταστροφών που προκαλούσαν υπήρξαν μικρότερες σε σύγκριση με εκείνες που προκάλεσαν μερικούς αιώνες νωρίτερα τα στρατεύματα των φεουδαρχών, των σταυροφόρων κλπ.
Στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι καρποί της αυξημένης αποδοτικότητας μοιράζονταν με πολύ άνισο τρόπο. Οι ιδιοκτήτες των καινούργιων εργοστασίων, καθώς και των ορυχείων , των σιδηροδρόμων και των τραπεζών, ζούσαν σε μέγαρα που έβαλαν την σφραγίδα τους στον δέκατο ένατο αιώνα, την ώρα που οι εργάτες τους ζούσαν σε σκοτεινές τρώγλες πάνω σε βρώμικους και άστρωτους δρόμους. Στα εργοστάσια , γέροι και παιδιά δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί. Μόνο μετά από τα μέσα του 18ου αιώνα, άρχισαν να ανεβαίνουν τα πραγματικά ημερομίσθια, αλλά η βελτίωση αυτή ήταν πολύ πιο μικρή και εμφανής από την αύξηση του πλούτου των βιομηχάνων και των εμπόρων.
Έχουν εδώ και πολλά χρόνια πολλές συζητήσεις σχετικά με τα αίτια που προκάλεσαν την Βιομηχανική Επανάσταση. Πάντως τον κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν η εμπνευσμένη επιχειρηματικότητα στηριγμένη στην δύναμη των εφευρέσεων, η ευφυΐα της καινοτομίας με την εμφάνιση της ατμομηχανής του Βατ και των μηχανημάτων κυρίως εκείνων που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή υφαντουργικών προϊόντων. Όποια όμως και να είναι αυτά τα αίτια, η Βιομηχανική Επανάσταση διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη της Οικονομικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αναδύθηκαν δύο από τις πιο διάσημες προσωπικότητες στον τομέα αυτόν, ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ.
ΟΆνταμ Σμιθ (1723-1790), στο έργο του «Μια έρευνα στη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών», πρότεινε μια συνταγή για την οικονομική πρόοδο. Επρόκειτο για την φιλελεύθερη οικονομία, στην οποία καθήκοντα ρυθμιστή αναλαμβάνουν ο ανταγωνισμός και η αγορά και όχι το κράτος, και που ο κάθε άνθρωπος, όντας υποχρεωμένος να στηρίζεται στις δικές του δυνατότητες, εργάζεται αποτελεσματικά για την αύξηση του πλούτου της κοινωνίας.
Αναφερόταν βεβαίως στον ολικό πλούτο της κοινωνίας για τον οποίο πίστευε πως δεν μπορούσε να μοιραστεί ανάμεσα σε εμπόρους, βιομήχανους και γαιοκτήμονες από την μια μεριά και τους εργαζόμενους από την άλλη, έτσι που να βελτιώσει την θέση των τελευταίων. Συγκεκριμένα παρατηρεί: «Δεν υπάρχουν νόμοι σ’ εμάς που να απαγορεύουν την μείωση της τιμής της εργασίας, μα είναι πολλοί οι νόμοι που απαγορεύουν μια ένωση εργατών για την ύψωση της τιμής της». Και ακόμα: «Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αποζεί από την εργασία του και το μεροκάματό του πρέπει να επαρκεί τουλάχιστον για την συντήρησή του. Θα πρέπει μάλιστα πολλές φορές το μεροκάματο να είναι κάπως μεγαλύτερο, γιατί διαφορετικά ο εργάτης δεν θα μπορεί να αναθρέψει την οικογένειά του, και το γένος των εργατών δεν θα μπορέσει τότε να επιζήσει πέρα από την πρώτη γενιά του».
Το παραπάνω ήταν η έκφραση της αντίληψης ότι το εισόδημα των ανθρώπων που εργάζονταν βιοποριστικά, δεν μπορεί να ξεπεράσει για πολύ χρόνο και σε σοβαρό ρυθμό το αναγκαίο ελάχιστο όριο για την φυσική τους επιβίωση.
Αυτός είναι ο περίφημος σιδερένιος νόμος των μεροκάματων που ο Ρικάρντο τον διατύπωσε πιο σκληρά ακόμα, και ο Μαρξ τον ξαναδιατύπωσε, και που τελικά εξελίχτηκε στο κύριο όπλο της ιδεολογικής επίθεσης εναντίον του καπιταλισμού.
Τρία είναι τα βασικά σημεία της σκέψης του Άνταμ Σμιθ.
Το πρώτο είναι μια άποψη των δυνάμεων εκείνων που παρακινούν την οικονομική ζωή και προσπάθεια, το δεύτερο είναι ο τρόπος με τον οποίο καθορίζονται οι τιμές και πως κατανέμεται το εισόδημα που προκύπτει σε ημερομίσθια, κέρδος και ενοίκιο και το τρίτο είναι οι πολιτικές με τις οποίες το κράτος υποστηρίζει και προωθεί την οικονομική πρόοδο και ευημερία.
Για την οικονομική παρώθηση ο Σμιθ επικεντρώνεται στον ρόλο του προσωπικού συμφέροντος. Η ιδιωτική και ανταγωνιστική επιδίωξη είναι η πηγή του μεγαλύτερου δημόσιου αγαθού. Η θέση αυτή ήταν ένα τεράστιο άλμα: μέχρι την εποχή του Σμιθ το άτομο που ενδιαφερόταν για τον προσωπικό πλουτισμό ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης, υποψίας και δυσπιστίας, αισθήματα που ανάγονται στον Μεσαίωνα, την βιβλική εποχή και την ίδια την Αγία Γραφή. Τώρα, λόγω του προσωπικού του συμφέροντος είχε γίνει δημόσιος ευεργέτης.
Όσον αφορά στο δεύτερο σημείο, και ειδικότερα στον καθορισμό των τιμών ο Σμιθ ασχολήθηκε με τις έννοιες της αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής: Το νερό το οποίο έβρισκε κανείς πολύ φτηνά ή δωρεάν είναι πολύ χρήσιμο, σε αντίθεση με τα διαμάντια που δεν είχαν καμιά χρήση αλλά ήταν πανάκριβα. Έλυσε το πρόβλημα με το να αγνοήσει την αξία χρήσης και να υποστηρίξει ότι υπάρχει μία αξία ανταλλαγής, η οποία μετριέται τελικώς από την ποσότητα εργασίας με την οποία μπορεί ένα αγαθό να ανταλλαγεί. Συνεπώς η εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας όλων των εμπορευμάτων. Είναι μια εκδοχή της Θεωρίας της Αξίας της Εργασίας. Σε αυτήν την θεωρία ο Σμιθ στήριξε και την άποψή του στο θέμα της απόδοσης κεφαλαίου, η οποία είναι η αξίωση του καπιταλιστή από την δίκαιη απαίτηση του εργάτη, με του οποίου τον μόχθο προσδιορίζεται η τιμή και προς τον οποίο προφανώς οφείλεται η απόδοση από την πώληση του προϊόντος. Δηλαδή είναι η είσπραξη μιας πλεονάζουσας αξίας που δημιουργεί ο εργάτης πέραν του μισθού που του δίδεται.
Αυτήν την αθώα υπονομευτική άποψη θα αναπτύξει και θα τελειοποιήσει έναν αιώνα αργότερα ο Ρικάρντο και αυτή θα γίνει η βασική αιτία για την επαναστατική αγανάκτηση του Καρλ Μαρξ.
Τέλος ο Άνταμ Σμιθ άφησε την σφραγίδα του σ’ αυτό που τώρα ονομάζεται δημόσια οικονομική πολιτική, δηλαδή τι είναι αυτό που υποκινεί την οικονομική ανάπτυξη. Η πιο ισχυρή σύστασή του αφορά στην ελευθερία του εσωτερικού και διεθνούς εμπορίου. Επεκτείνεται έως και την άμεση επίθεση κατά της μερκαντιλιστικής άποψης ότι ο χρυσός και ο άργυρος είναι τα θεμέλια του εθνικού πλούτου. Γι’ αυτόν, τον πλούτο τον αυξάνει « η δεξιότητα, η δεξιοτεχνία και η κρίση με την οποία χρησιμοποιεί την εργασία του το έθνος, και δεύτερον η αναλογία ανάμεσα στον αριθμό εκείνων που ασχολούνται σε μια χρήσιμη εργασία και εκείνων που δεν ασχολούνται σε μια χρήσιμη εργασία».
Οι δύο μεγάλοι διάδοχοι του Σμιθ υπήρξαν ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823) και ο Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1834). Οι τρείς τους απάρτισαν την μεγάλη τριανδρία των ιδρυτών της οικονομικής επιστήμης, τους ανήκει δε το πρωτείο, ότι κατέστησαν την οικονομική ανάπτυξη το κύριο αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας.
Ο Μάλθους θα μείνει για πάντα γνωστός για το βιβλίο του «Δοκίμιο για τον πληθυσμό», κεντρική ιδέα του οποίου είναι ότι ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν να ζήσουν στον κόσμο μας καθορίζεται περιοριστικά από τις δυνατότητες διατροφής που υπάρχουν. Δεν ασχολήθηκε με την φτώχεια, άλλωστε την θεωρούσε φυσιολογική. Κάποτε σύστησε να περιληφθεί στην τέλεση του μυστηρίου του γάμου μια προειδοποίηση ότι την ευθύνη συντήρησης των παιδιών που θα γεννηθούν θα φέρει ο πατέρας τους και όχι το κράτος, έτσι σε περίπτωση παραγωγής μεγάλου αριθμού παιδιών, η αναπόφευκτη ένδεια θα αποτελούσε την δίκαιη τιμωρία των γονέων για την απρονοησία τους.
Ο Ντέιβιντ Ρικάρντοόπως πιστεύουν πολλοί, είναι η πιο αινιγματική και η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην ιστορία της επιστήμης του, επειδή όπως λένε προσέφερε θαυμάσιες υπηρεσίες σε λάθος άτομα, όπως ο Καρλ Μαρξ. Ανεπιφύλακτα, ήταν ο πρώτος που έδωσε στην οικονομική επιστήμη την μοντέρνα της διάρθρωση, που εξέτασε δηλαδή τους συντελεστές των τιμών, της έγγειας προσόδου, των ημερομισθίων και του κέρδους. Μπορεί να θεωρηθεί ως ο πατέρας της επιστήμης. Μαρξιστές και μη μαρξιστές έχουν αναγνωρίσει το έργο του.
Το πρωταρχικό πρόβλημα για τον Ρικάρντο ήταν οι νόμοι που καθορίζουν την κατανομή του εθνικού προϊόντος ανάμεσα στους γαιοκτήμονες, τους επιχειρηματίες και τους εργάτες, που όλοι τους διεκδικούν ένα μέρος του. Όπως τους διατύπωσε ο ίδιος, αυτοί οι νόμοι λειτουργούν πάνω στην βάση μιας σκληρής ανισότητας. Η εργασία και το κεφάλαιο κατά την αντίληψή του, τελούν σε απόλυτη αντίθεση. Αφού τίποτα άλλο δεν αλλάζει, η αύξηση των κερδών συνεπάγεται μείωση των μισθών και αντιστρόφως την αύξηση στα μεροκάματα πρέπει υποχρεωτικά να χρηματοδοτήσει το κέρδος και: «η κάθε αύξηση στα κέρδη ευνοεί την συσσώρευση του κεφαλαίου».
Είναι σαφείς οι επιπτώσεις αυτών των συσχετισμών: Για να μεγαλώσουν η παραγωγή και το κεφάλαιο μιας χώρας, επιβάλλεται να είναι καλά τα κέρδη, δηλαδή επιβάλλεται να ευδοκιμούν οι καπιταλιστές προκειμένου να υπάρχει πρόοδος και το κόστος της κακότυχης αυτής τροπής των πραγμάτων θα καταβάλλει αναπότρεπτα ο λαός.
Την πρακτική αυτή ο Ρικάρντο συνόψισε σ’ ένα απόσπασμά του, που του δόθηκε πιο πολλή δημοσιότητα από κάθε άλλη δήλωση οικονομολόγου: «Όπως όλα τα άλλα πράγματα που αγοράζονται και που πουλιούνται, και που οι ποσότητές τους μπορούν να αυξηθούν ή να λιγοστέψουν, έτσι και η εργασία έχει την φυσική της τιμή και την τιμή αγοράς της. Φυσική τιμή της εργασίας, είναι εκείνη που απαιτείται για να μπορέσουν οι εργάτες, σαν σύνολο, να συντηρηθούν και να διαιωνίσουν το γένος τους δίχως τούτο να αυξηθεί ή να λιγοστέψει». Και συνεχίζει στην ανάλυσή του: «Αυτές λοιπόν είναι οι αρχές με βάση τις οποίες καθορίζονται τα μεροκάματα και που διέπουν την ευτυχία του πιο μεγάλου μέρους της ανθρώπινης κοινωνίας. Όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες συμβάσεις, έτσι και τον καθορισμό των μεροκάματων πρέπει να εμπιστευτούμε στον ελεύθερο και δίκαιο συναγωνισμό της αγοράς και δεν πρέπει ποτέ να επιχειρηθεί ο προσδιορισμός τους με επεμβάσεις του νομοθετικού σώματος».
Αυτός ήταν η ακριβέστερη διατύπωση του σιδερένιου νόμου των μισθών. Αυτή την βασική τοποθέτηση μας κληροδότησε ο Ρικάρντο. Όλα κατέληγαν στο ότι η λύση του προβλήματος της ανισότητας δεν ήταν δυνατή, γιατί η κατάσταση αυτή έχει τις ρίζες της όχι στους μεταβλητούς θεσμούς της κοινωνίας αλλά στις βιολογικές πραγματικότητες.
Από τους παράγοντες που καθορίζουν την αξία ή την τιμή ενός προϊόντος ο Ρικάρντο πιστεύει ότι το πρώτο είναι η χρησιμότητα: « Αν κάποιο εμπόρευμα δεν ήταν με κάποιο τρόπο χρήσιμο, δεν θα είχε αξία ανταλλαγής». Εμφανίζεται δηλαδή μια πρώιμη μορφή μιας διαφορετικής άποψης διαμόρφωσης της τιμής, δηλ. η αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης. Στην συνέχεια διακρίνει ότι η αξία προσδιορίζεται επίσης, είτε από την σπανιότητα είτε από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την απόκτηση ενός προϊόντος.
Για τον Ρικάρντο, το κέρδος είναι καθυστερούμενη πληρωμή για παρελθούσες εργασίες. Κάποιοι έχουν μοχθήσει στο παρελθόν για να κατασκευάσουν το εργοστάσιο, και τον μηχανολογικό εξοπλισμό που αποτελούν την επένδυση παγίου κεφαλαίου, καθώς και για να αποκτήσουν τα αγαθά που προκύπτουν στην πορεία και τα οποία συνιστούν το κυκλοφορούν κεφάλαιο ή κεφάλαιο εργασίας.
Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα σχετικά με αυτήν την εξήγηση: Αν τα κέρδη αντικατοπτρίζουν την απόδοση της εργασίας που ασχολήθηκε στο παρελθόν για την παραγωγή κεφαλαίου, τότε κάθε εισόδημα που προκύπτει για τον καπιταλιστή είναι μια άκομψη μορφή κλοπής. Ο καπιταλιστής δεν το δικαιούται, αλλά οικειοποιείται κάτι που κανονικά ανήκει στον εργάτη. Ή σε κάθε περίπτωση, έτσι μπορεί κάποιος να φροντίσει να φαίνεται. Και φρόντισε γι’ αυτό ο Καρλ Μαρξ με μια προσπάθεια που είχε ιστορικό αντίκτυπο. Είναι βέβαια προφανές πως ο Ρικάρντο δεν γνώριζε ούτε καν φανταζόταν πως με αυτές του τις θέσεις, μηχανευόταν την διαφωνία και την επανάσταση.
Για τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Ρικάρντο, η ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης, συνεχίστηκε πάνω στην τροχιά που είχε χαραχτεί. Δευτερεύοντες μελετητές, εκλέπτυναν, ανάπτυξαν και οργάνωσαν τις οικονομικές ιδέες. Η σκέψη τους εξακολουθούσε να έχει σαν επίκεντρο την φιλελεύθερη οικονομική κοινωνία, δηλαδή εκείνη που την οικονομική ζωή ρυθμίζει η αγορά και όχι το κράτος.
Αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα οι οικονομικές ιδέες που είχε διατυπώσει ο Ρικάρντο έφτασαν σ’ ένα μεγάλο σταυροδρόμι.
Νεότεροι χρόνοι
Το κεντρικό ρεύμα των οικονομικών ιδεών που αναπτύχθηκαν από τον Άνταμ Σμιθ και τον Ρικάρντο, ήταν το αποδεκτό όραμα της οικονομικής ζωής. Όμως σε όλες τις βιομηχανικές χώρες άρχισαν να διατυπώνονται επικρίσεις για το βιομηχανικό σύστημα, όπως εμφανιζόταν στο παρατηρητικό μάτι. Ένα μέρος αυτών των επικρίσεων προερχόταν από τους σοσιαλιστές, από αυτούς δηλαδή που αμφισβητούσαν την εξουσία και την ιδιωτική κατοχή περιουσίας και την επιδίωξη του πλούτου. Στην Γαλλία επικεφαλής ήταν ο Κλωντ Ανρί Σεν-Σιμόν, ο Σαρλ Φουριέ, ο Λουί Μπλαν και ο Πιέρ Προυντόν. Λίγο αργότερα στην Γερμανία ο Φερδινάνδος Λασάλ και ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ.
Όμως ήταν η μοίρα όλων αυτών να μπουν στο περιθώριο εξαιτίας μιας επιβλητικής προσωπικότητας, του Καρλ Μαρξ (1818-1883).
Ο Σμιθ, ο Ρικάρντο , ο Μάλθους, διαμόρφωσαν την Ιστορία της Οικονομικής , αλλά ο Καρλ Μαρξ διαμόρφωσε την ιστορία του κόσμου. Δεν υπάρχει αναφορά σε οπαδούς του Σμιθ ή του Ρικάρντο. Ο όρος «κευνσιανός» είναι ένας απλός περιγραφικός όρος.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του Μαρξ, δεν υπήρξε καμιά ένδειξη για τον μετέπειτα φλογερό επαναστάτη. Οι διαφωνίες του αρχικά καλλιεργήθηκαν την εποχή που φοιτούσε στο κολλέγιο, στο Βερολίνο, όπου επηρεάστηκε από τον Φρίντριχ Χέγκελ.
Από τον τρομακτικό καταιγισμό της σκέψης του Χέγκελ προέκυψε μια ιδέα ύψιστης σπουδαιότητας: Πρόκειται για την πεποίθηση ότι η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτική ζωή βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς μετασχηματισμού. Μόλις μια κοινωνική δομή ή θεσμός αποκτά εξουσία ή υπεροχή, κάποια άλλη εμφανίζεται για να την αμφισβητήσει. Και από την αμφισβήτηση και την σύγκρουση προκύπτει μια νέα σύνθεση και μια νέα δύναμη, που και αυτές στην συνέχεια θα τεθούν υπό αμφισβήτηση. Έτσι οι καπιταλιστές βιομήχανοι αμφισβήτησαν τις παλιές άρχουσες τάξεις των γαιοκτημόνων και φεουδαρχών. Η νέα μπουρζουαζία έχοντας μειώσει την δύναμη της παλιάς αριστοκρατίας, θα τίθετο με την σειρά της υπό αμφισβήτηση από τους εργάτες που την υπηρετούσαν.
Η κλασική παράδοση της οικονομίας έθετε σαν στόχο την ισορροπία, οπότε κατέληξε να ονομαστεί Οικονομική της Ισορροπίας. Η βασική σχέση ανάμεσα σε εργοδότη και εργάτη, ανάμεσα στο έδαφος, το κεφάλαιο και την εργασία, ποτέ δεν άλλαζε. Μπορούσε να υπάρξει μεταβολή στην προσφορά εργασίας και κεφαλαίου, αλλά αυτή η μεταβολή το μόνο που θα επέφερε ήταν μια νέα ισορροπία.
Για τον Μαρξ όμως η ισορροπία αυτή ήταν ένα περιστατικό σε μια μεγαλύτερη μεταβολή, η οποία άλλαζε όλη την σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Εδώ είναι η βάση για την πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της κλασικής καπιταλιστικής και της μαρξιστικής οικονομικής και κοινωνικής σκέψης. Για τους κλασικούς οικονομολόγους υπάρχει μια σταθερή μη μεταβαλλόμενη νόρμα, προς την οποία έχει την τάση να επιστρέφει η οικονομική ζωή, όποιες κι αν είναι οι ενδιάμεσες διαταραχές και παρεμβάσεις. Αντίθετη είναι η πεποίθηση της συνεχούς μεταβολής του Μαρξ: Οι οικονομικοί θεσμοί – εργατικά σωματεία, δημόσιες εταιρείες, οικονομικές εκδηλώσεις και πολιτικές του κράτους, η πάλη των τάξεων- βρίσκονται όλοι σε κίνηση ή είναι μια πηγή κίνησης.
Ο Μαρξ, όταν είχε καταφύγει στο Λονδίνο, κυνηγημένος από τις αστυνομίες της Ευρώπης, είχε ήδη γράψει μαζί με τον Φρίντριχ Ένγκελςτο πλέον μνημειώδες και το πιο έντονα αποκηρυγμένο πολιτικό φυλλάδιο όλων των εποχών: Αυτό ήταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Εκεί δεν αμφισβητεί τα επιτεύγματα του συστήματος. « Στην διάρκεια της εκατοντάχρονης κυριαρχίας του [το σύστημα] δημιούργησε πιο μαζικές και κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις απ’ όσες έχουν δημιουργήσει όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί». Ως δευτερεύον επίτευγμα το σύστημα «δημιούργησε τεράστιες πόλεις, αύξησε σε σημαντικό βαθμό τον αστικό πληθυσμό σε σύγκριση με τον αγροτικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο διέσωσε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής […] Οι φτηνές τιμές των προϊόντων του είναι το βαρύ πυροβολικό με το οποίο γκρεμίζει όλα τα κινεζικά τείχη». Τα ευάλωτα σημεία του καπιταλισμού ήταν πρώτον η κατανομή της δύναμης, την οποία είχαν αγνοήσει οι κλασικοί οικονομολόγοι, δεύτερον ήταν η άκρως άνιση κατανομή του εισοδήματος, τρίτον ήταν η τρωτότητα του οικονομικού συστήματος απέναντι στις κρίσεις και την ανεργία και τέλος ήταν το μονοπώλιο, μια ατέλεια την οποία ομολόγησε η κλασική παράδοση, αλλά για τον Μαρξ αντικατόπτριζε μια βασική τάση αποφασιστική για την τύχη του καπιταλισμού.
Η δύναμη προερχόταν από την κατοχή περιουσίας, την ίδια στιγμή που εργάτης πηγαίνει στο εργοστάσιο μη έχοντας τίποτα άλλο να πουλήσει εκτός από την σωματική του προσπάθεια και χωρίς καμιά εναλλακτική λύση εκτός από το να πάει εκεί.
Με την άνιση κατανομή της δύναμης συμβαδίζει η άνιση κατανομή του εισοδήματος. Την σκέψη αυτή ο Μαρξ την πήρε από τον Ρικάρντο, αλλά την τελειοποίησε και με αυτήν μάγεψε τους οπαδούς και τους μαγεύει μέχρι σήμερα. Ο εργάτης πληρώνεται με οριακό ημερομίσθιο που αντικατοπτρίζει την συνεισφορά του στα συνολικά έσοδα της επιχείρησης. Η συνεισφορά αυτή, με βάση την λειτουργία του νόμου των φθινουσών αποδόσεων, περιλαμβάνει όλο και περισσότερο μια πλεονάζουσα αξία (δηλ. η υπεραξία), η οποία ενώ ανήκει στον εργάτη την καρπούται ο καπιταλιστής.
Για την κρίση, ο Μαρξ την ανέδειξε σαν έμφυτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: Η παραγωγική δύναμη του καπιταλισμού ωθεί αδιάκοπα τα αγαθά του στις αγορές και καθώς η προσφορά εργασίας θα απορροφούταν πλήρως, τα ημερομίσθια αναπόφευκτα θα ανέβαιναν, με αποτέλεσμα ένα μειούμενο ρυθμό κερδών. Η ισορροπία αποκαθίσταται πρακτικά μόνο με μειωμένη παραγωγή, ανεργία και μειούμενα ημερομίσθια, τα οποία δίνουν την δυνατότητα στην παραγωγή να γίνει πάλι επικερδής. Δηλαδή το σύστημα είναι σταθερό μόνο όταν τα ημερομίσθια κρατούνται χαμηλά. Η πλήρης απασχόληση είναι μια πιθανή αλλά ασταθής κατάσταση.
Το μονοπώλιο για τον Μαρξ σήμαινε ότι η αυξανόμενη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στα χέρια όλο και λιγότερων καπιταλιστών ήταν μια οργανική τάση του καπιταλισμού, η οποία θα συνέβαλε στην μόνιμη κατάρρευση του συστήματος.
Στην συνέχεια ακολουθεί η λύση διατυπωμένη με τα λόγια του Μαρξ: «…Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας, σε τελική ανάλυση φτάνουν σ’ ένα σημείο που δεν συμβιβάζονται με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Το καπιταλιστικό αυτό περίβλημα σχίζεται. Η πένθιμη καμπάνα της καπιταλιστικής ιδιωτικής περιουσίας ηχεί. Αυτοί που απαλλοτρίωναν, τώρα υφίστανται και οι ίδιοι την απαλλοτρίωση».
Γι’ αυτό σύμφωνα με τον Μαρξ, ο καπιταλισμός θα οδηγείτο σ’ ένα τέλος, τέλος που θα το επέφεραν τα χαρακτηριστικά του, από τα οποία τα πιο σημαντικά είχαν ήδη εντοπίσει ο Ρικάρντο και οι ίδιοι οι κλασσικοί οικονομολόγοι.
Αξίζει να αναφερθούν δυο λόγια για τους αναθεωρητές της μαρξιστικής θεωρίας (ρεβιζιονιστές), οι οποίοι εμφανίστηκαν στην σκηνή την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, κυριότερος εκπρόσωπος των οποίων είναι ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Ε. Μπέρνσταϊν. Αυτοί κριτικάρισαν την μαρξιστική θεωρία σχετικά με το αναπόφευκτο της επαναστατικής κατάρρευσης του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Πρότειναν να συνδυαστεί η εργασιακή θεωρία του Μαρξ για την αξία με την θεωρία της οριακής ωφελιμότητας και ερμήνευαν την υπεραξία με την έννοια της ηθικής καταδίκης της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης. ΟΚ. Κάουτσκιυποστήριξε την θεωρία του υπεριμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία στον ιμπεριαλισμό μπορούν ύστερα από συμφωνία μεταξύ των καπιταλιστών των διαφόρων χωρών να αποφευχθούν οι πόλεμοι και να δημιουργηθεί μια οργανωμένη παγκόσμια οικονομία.
Σ’ αυτούς έχει τις ρίζες της η μετέπειτα Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Οι νέες εξελίξεις – Ο Μονεταρισμός
Ας δούμε τώρα ένα ζήτημα, το οποίο μερικοί θέτουν ως κυρίαρχο της σύγχρονης οικονομικής πολιτικής, δηλαδή τον ρόλο του χρήματος καθώς και της διαχείρισής του, αυτού που είναι σήμερα γνωστό με τον όρο «μονεταρισμός».
Στην αρχή, το χρήμα ήταν ένα εμπόρευμα όπως όλα τα’ άλλα, με την διαφορά ότι τα υλικά του χαρακτηριστικά επέτρεπαν την διαίρεσή του σε μέρη και ότι έκρυβε μέσα του αρκετά μεγάλη αξία σε μικρό όγκο, έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρεται εύκολα και να είναι εύχρηστος τρόπος συγκράτησης πλούτου. Η ξεχωριστή όμως ταυτότητα του χρήματος, η προσωπικότητά του ανακαλύφθηκε με την ίδρυση των τραπεζών. Οι ρίζες της ανακάλυψης αυτής βρίσκονται στην Ιταλία στο διάστημα από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα, πρώτα στην Βενετία και μετά στις πόλεις της κοιλάδας Πο. Ωστόσο ο πρωτοποριακός ρόλος στην λειτουργία των τραπεζών ανήκει στην Τράπεζα του Άμστερνταμ, η οποία στην αρχή (1609) δεχόταν να αποθηκεύσει για λογαριασμό του πελάτη της τα νομίσματα-κέρματα του ζυγίζοντας το βάρος του μετάλλου. Όταν ο καταθέτης ζητούσε την μεταβίβαση της κατάθεσής του σε κάποιον πιστωτή (χρησιμοποιούμενη σαν μέσο πληρωμής), το κέρμα μεταφερόταν στον χώρο αποθήκευσης που ανήκε στον πιστωτή. Έτσι το σύνολο των χρημάτων που ήταν διαθέσιμα για μεταβίβαση και πληρωμή δεν υπερέβαινε το ποσό της αρχικής κατάθεσης. Αυτό όμως δεν ίσχυσε για πολύ. Στην τράπεζα δεν πήγαιναν μόνο αυτοί που ήθελαν να καταθέσουν χρήματα, αλλά και κάποιοι για να δανειστούν. Ο δανειζόμενος, αντί να πάρει την αντίστοιχη ποσότητα κερμάτων, έπαιρνε το δάνειο υπό την μορφή τραπεζογραμματίου, το οποίο διαβεβαίωνε ότι είχε κατατεθειμένο το μέταλλο, οπότε ο λήπτης μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να το ζητήσει, αλλά –το πιθανότερο- μπορούσε να μεταβιβάσει το τραπεζογραμμάτιο αυτό σε κάποιον άλλο προμηθευτή ή πιστωτή. Εν τω μεταξύ το αρχικό μέταλλο παρέμεινε στα θησαυροφυλάκια της τράπεζας και μπορούσε να δοθεί πάλι για δανεισμό. Έτσι δημιουργείτο νέο χρήμα. Οι δανειζόμενοι κατέθεταν αργότερα τα κέρδη τους στην τράπεζα και με βάση αυτές τις καταθέσεις η τράπεζα εξέδιδε νέα τραπεζογραμμάτια, τα οποία με την σειρά τους δημιουργούσαν κι’ άλλο νέο χρήμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι καταθέσεις και τα τραπεζογραμμάτια υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία του μετάλλου στο οποίο βασίζονταν. Αυτό ήταν μια ασφαλής και αποδεκτή κατάσταση , με την προϋπόθεση ότι όλοι – οι αρχικοί καταθέτες, οι δανειζόμενοι, οι κάτοχοι τραπεζογραμματίων – δεν θα εμφανίζονταν ταυτόχρονα για να πάρουν το σκληρό (πραγματικό) χρήμα. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί, παρά μόνο αν υπήρχε φόβος, πανικός, διαδίδονταν φήμες ή υπήρχε ανησυχία σχετικά με την ικανότητα και την φερεγγυότητα της τράπεζας, ενδεχόμενα διόλου απίθανα.
Το τελευταίο μεγάλο βήμα στην διαδικασία που θα προσέδιδε στο χρήμα την ξεχωριστή προσωπικότητά του, ήταν το γεγονός ότι οι βασιλείς, οι πρίγκιπες και τα κοινοβούλια συνειδητοποίησαν κάποτε ότι η δημιουργία χρήματος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο για φόρους, ή ως εναλλακτική λύση για τον δανεισμό από δύστροπους τραπεζίτες και χρηματιστές. Υπήρχε πανταχού παρών ο πειρασμός να πληρώνονται οι κρατικές ανάγκες με χαρτονόμισμα αντί της επώδυνης λύσης της αύξησης των φόρων.
Με τέτοια έκδοση χαρτονομίσματος χρηματοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Αγγλίας ο πόλεμος εναντίον του Λουδοβίκου του 14ου στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Τέτοιο χαρτονόμισμα βοήθησε να χρηματοδοτηθεί η Γαλλική Επανάσταση, τα greenbacks χρησιμοποιήθηκαν στον Αμερικανικό εμφύλιο.
Και όταν τα χρέη δεν μπορούσαν πλέον να καλυφθούν, προστέθηκε μια νέα φράση στο λεξικό των οικονομικών όρων: «Έχουν ξεφύγει από τον κανόνα χρυσού».
Το 1911 στο βιβλίο με τίτλο «Η αγοραστική δύναμη του χρήματος», ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Γέιλ, Ίρβινγκ Φίσερ, υποστήριξε ότι οι τιμές θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία, σε σχέση με την ταχύτητα κυκλοφορίας του και τον αριθμό των συναλλαγών τις οποίες εξυπηρετεί. Δηλαδή γεννήθηκε η ιδέα πως η αυξομείωση της προσφοράς χρήματος, όταν οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, μπορεί να προκαλέσει αύξηση ή να μείωση στο επίπεδο των τιμών. Άρα το κράτος ή κάποια εντεταλμένη εξουσία, πρέπει σκοπίμως να αναλάβει την ευθύνη της διαχείρισης της προσφοράς χρήματος, (ανάλογα με την πολιτική που θα εξυπηρετήσει).
Αυτή ήταν η ιδέα στην οποία συνηγόρησε και στην οποία αργότερα στηρίχτηκε μια ολόκληρη οικονομική σχολή υπό τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν θα παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα όσον αφορά στο τι πραγματικά είναι το χρήμα στον σύγχρονο κόσμο της τραπεζικής δραστηριότητας, με την αγοραστική δύναμη που κρύβεται πίσω από τις πιστωτικές κάρτες, το χρήμα που κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και τις καταθέσεις όψεως. Και θα δημιουργείτο ένα πιο σοβαρό ερώτημα σχετικά με το αν αυτό που οριζόταν σαν χρήμα μπορούσε πράγματι να ελεγχθεί και για το αν η μείωση της προσφοράς χρήματος, θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση στον όγκο των συναλλαγών και έτσι εντονότερη αρνητική επίπτωση στην βιομηχανική παραγωγή και στην απασχόληση.
ΗΠΑ
Όπως ήρθαν κατά τον 18ο αιώνα στις ΗΠΑ οι κλασικές ιδέες, έτσι και με πιο θεαματικό τρόπο, ήρθε και μια πρωτοφανής θεωρία για υποστήριξή τους. Αυτή ήταν η θεωρία του «Κοινωνικού Δαρβινισμού» του Χέμπερτ Σπένσερ.
Οι πλούσιοι ήταν τα φυσικά επιλεγμένα προϊόντα της δαρβινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις προθέσεις του Θεού οι μεγάλοι έπρεπε να είναι μεγάλοι και οι μικροί να είναι μικροί. Οι αρετές της αποταμίευσης, της σκληρής δουλειάς και της υγιούς οικογενειακής ζωής της μεσαίας τάξης έπρεπε να προστατευτούν και να ανταμειφθούν. Αυτοί που επιδεικνύουν εργατικότητα και αποκομίζουν οφέλη δεν χρωστούν τίποτα στους φυλετικά ή διανοητικά κακώς προσαρμοσμένους, τους οποίους η κοινωνία κάνει ενέργειες να εμποδίσει και να αποβάλει.
Στην Ευρώπη η διαίρεση ανάμεσα στον πλούτο και την φτώχεια γινόταν με βάση τις τάξεις. Στις ΗΠΑ γινόταν με βάση τα άτομα.
Παρότι με τον καιρό η θεωρία του «Κοινωνικού Δαρβινισμού» ατόνησε και κατέληξε έως και απεχθής, όμως το επακόλουθο επιχείρημά της κατά του κράτους πρόνοιας επιβιώνει μέχρι σήμερα. Και η πιο γενική ανάγκη να βρεθούν φόρμουλες για να πάψουν οι φτωχοί να βαρύνουν την συνείδηση των πλουσίων, παραμένει μια από τις σταθερές στην αμερικάνικη κοινωνική και οικονομική ιστορία.
Μια ξεχωριστή προσωπικότητα, στον χώρο της Οικονομικής στις ΗΠΑ, που αξίζει να αναφερθεί είναι ο Θορστέιν Βεμπλέν (1857-1929). Σπούδασε στο Γέιλ, όπου έγραψε την διδακτορική του διατριβή με θέμα τον Ιμάνουελ Καντ, την οποία υπέβαλλε στο τμήμα Φιλοσοφίας και αργότερα κατέλαβε πανεπιστημιακές θέσεις σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Ο Βεμπλέν καθιερώθηκε ως κριτικός του κλασσικού συστήματος. Στα κείμενά του υποστήριξε ότι το κλασσικό σύστημα δεν αντανακλά κάποια αναζήτηση της αλήθειας και της πραγματικότητας, αλλά μάλλον είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα.
Η θεωρία των κλασσικών για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο μιας υποθετικής οικονομίας, (που λειτουργεί εκτός τόπου και χρόνου), με την παραδοχή ενός αυτόματου μηχανισμού και ενός πλήρους ανταγωνισμού, όπου η συμπεριφορά ενός ιδανικού ατόμου το οποίο επιδιώκει και πετυχαίνει την μέγιστη ωφέλεια, θεωρείται ότι εκφράζει την συμπεριφορά της κοινωνίας με μέγιστη ωφέλεια και του συνόλου, δεν είναι για τον Βεμπλέν αποδεκτή.
Μια περαιτέρω συμβολή του, είναι εκείνη που εντοπίζει μια πανίσχυρη σύγκρουση στον σύγχρονο επιχειρηματικό οργανισμό ανάμεσα στους μηχανικούς και επιστήμονες και στους επιχειρηματίες που είναι προσανατολισμένοι μόνο στο κέρδος. Από την άποψη αυτή συνάγεται ένα προφανές συμπέρασμα: αν αυτοί που είναι ικανοί από τεχνικής απόψεως και από άποψη εφευρετικότητας απαλλαγούν από τους περιορισμούς που επιβάλλει το σύστημα των επιχειρήσεων, θα υπάρξει για την οικονομία μια άνευ προηγουμένου παραγωγικότητα και πλούτος.
Τέλος, στο βιβλίο του The Theory of Leisure Class αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο στους πλούσιους Αμερικανούς, όπου τους χαρακτηρίζει σαν την «τάξη των αργόσχολων». Οι πλούσιοι είναι ένα ανθρωπολογικό φαινόμενο, όντας ίδιοι με τις αρχέγνες φυλές και πρέπει να μελετούνται σαν κι’ αυτές. «Ο θεσμός της τάξης των αργόσχολων εντοπίζεται στην άριστη ανάπτυξή του, στις ανώτερες φάσεις του βαρβαρικού πολιτισμού». Τα αρχέγονα φυλετικά έθιμα, έχουν τα αντίστοιχά τους στα δείπνα, στους χορούς και στις άλλες μεθόδους διασκέδασης στα μεγάλα σπίτια της Νέας Υόρκης και του Νιούπορτ. Και στην Παπούα και στην 5η Λεωφόρο αυτές οι εκδηλώσεις έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Ο ηγέτης της φυλής και στην Παπούα και στην Νέα Υόρκη κερδίζει σε εκτίμηση από το πώς στολίζει τις γυναίκες του. Και ακόμα: « η σύζυγος, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης ενός αρχαϊκού θεσμού, που στην αρχή ήταν σκλάβα και η κινητή περιουσία του άνδρα και παραγωγός των αγαθών που θα κατανάλωνε εκείνος, έχει γίνει με πανηγυρικό τρόπο τώρα η καταναλώτρια των αγαθών που εκείνος παράγει».
Η Επανάσταση
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι κλασσικές απόψεις φαίνονταν ακόμα ασφαλείς. Όμως από ένα απόμακρο ακόμα πρόσωπο, θα ξεκινούσαν κάποιες ανησυχητικές ιδέες. Δεν ήταν άλλος από τον Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνωφ (1870-1924), γνωστό ως Λένιν.
Παρότι η οικονομική του ιμπεριαλισμούδεν έπαιζε τότε κεντρικό ρόλο στην οικονομική σκέψη, ο Λένιν υποστήριξε ότι οι μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις της Ευρώπης, όφειλαν την όποια οικονομική τους ευημερία στις αυτοκρατορικές επικράτειες που είχαν καταλάβει στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό. Ο ίδιος επίσης υποστήριξε την άποψη ότι η εργατική τάξη των βιομηχανικών χωρών δεν γνώριζε γενέτειρα, το κράτος είναι όργανο της καπιταλιστικής τάξης. Ανακάλυψε τον νόμο της ανισομετρίας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών στην περίοδο του ιμπεριαλισμού και έτσι προχώρησε στην δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Επεξεργάστηκε την θεωρία του ιμπεριαλισμού και της γενικής κρίσης του καπιταλισμού σε αδιάλλακτη στάση με τους αστούς οικονομολόγους αλλά και αυτούς της 2ης Διεθνούς (Κάουτσκι).
Η Επανάσταση του 1917 διαφέρει απ’ όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις.
Από το πέρασμα από το δουλοκτητικό στο φεουδαρχικό καθεστώς και από εκεί στο κεφαλαιοκρατικό η μορφή της ιδιοκτησίας παραμένει η ίδια: Η ατομική. Ενώ η επανάσταση των προλετάριων θέτει σαν σκοπό της την αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας από την κοινωνική.
Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται μια ιδιαίτερη μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή κρατική καθοδήγηση της κοινωνίας, που την ασκεί η εργατική τάξη.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, πρώτα απ’ όλα κατήργησε τον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό. Στις 8 Νοεμβρίου 1917, εκδόθηκε το διάταγμα της απαλλοτρίωσης χωρίς αποζημίωση, της γης της τσαρικής οικογένειας, των τσιφλικάδων, των εκκλησιών και των μοναστηριών, η οποία έγινε κρατική ιδιοκτησία. Ακολούθησε σαν μεταβατικό μέτρο ο εργατικός έλεγχος των επιχειρήσεων και τον Δεκέμβριο του 1917 έγινε η εθνικοποίηση των τραπεζών. Ακυρώθηκαν όλα τα δάνεια που είχε πάρει η τσαρική κυβέρνηση, το εξωτερικό εμπόριο ανακηρύχθηκε κρατικό μονοπώλιο και κρατικοποιήθηκαν οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες και ο θαλάσσιος και ποτάμιος στόλος. Τον Ιούνιο του 1918,, άρχισε η εθνικοποίηση των βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Όπως τόνιζε ο Λένιν, στην πρώτη μεταβατική περίοδο συνυπήρχαν στην ΕΣΣΔ η πατριαρχική αγροτική οικονομία, η μικροεμπορευματική παραγωγή, η ατομική κεφαλαιοκρατική οικονομία, ο κρατικός καπιταλισμός και το σοσιαλιστικό σύστημα.
Το σοβιετικό κράτος στηρίχτηκε στην οικονομική του πολιτική στον νόμο σχεδιασμένης ανάπτυξης της οικονομίας. Το σχέδιο περιείχε την ιδέα της δημιουργίας ισχυρής βιομηχανίας με πρωταρχικό στόχο τον εξηλεκτρισμό της Ρωσίας.
Ένας σπουδαιότατος όρος για επιτυχία του σχεδίου της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του βιομηχανικού και του αγροτικού τομέα της οικονομίας και από τον χαρακτήρα του μικρού νοικοκυριού του αγρότη, η σύνδεση με την πόλη δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά με την χρησιμοποίηση της αγοράς, του εμπορίου και της χρηματικής οικονομίας. Αυτή ήταν η ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), που εφαρμόστηκε από την άνοιξη του 1921. Αν και στα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ συντελέστηκε μια αναζωογόνηση και ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, σύντομα άρχισε η μείωση του ρόλου τους στην οικονομία. Στα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ το ποσοστό του ιδιωτικού τομέα στην βιομηχανική παραγωγή ήταν περίπου 25%, το 1929 έπεσε στο 10%.
Το σχέδιο για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας είχε τεράστια επιτυχία. Στην περίοδο 1929-1937 οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ ήταν γύρω στα 20%. Έτσι ενώ το 1928 ο αριθμός των εργαζομένων στην βιομηχανία ήταν 3,8 εκατομμύρια, το 1937 έφτασε τα 10,1 εκατομμύρια. Δημιουργήθηκαν δεκάδες νέοι κλάδοι βιομηχανίας: βιομηχανία αυτοκινήτων και τρακτέρ, βιομηχανία κατασκευής εργαλειομηχανών, πολλοί χημικοί κλάδοι, βιομηχανία αεροπλάνων, κινητήρων και πολλές άλλες που δεν υπήρχαν προεπαναστατικά.
Αυτή η εκβιομηχάνιση, επέφερε την εξάλειψη της ανεργίας στο τέλος του πρώτου πενταετούς πλάνου, και στο τέλος του δεύτερου την εξάλειψη του ιδιωτικού τομέα της βιομηχανίας. Στο δεύτερο εξάμηνο του 1929 άρχισε η ριζική μετατροπή της αγροτικής οικονομίας προς τα κολχόζ, η οποία έληξε προς το τέλος του πρώτου πενταετούς πλάνου. Το 1932 τα κολχόζ είχαν ενώσει πάνω από το 60% των αγροτικών νοικοκυριών και συγκέντρωναν πάνω από το 75% της αγροτικής παραγωγής. Το καθεστώς αυτό εξασφάλισε σημαντική αύξηση της αγροτικής παραγωγής, με σπουδαία σημασία στον εφοδιασμό της χώρας με τρόφιμα και πρώτες ύλες.
Το τραπεζιτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ περιλάμβανε την Κρατική Τράπεζα της ΕΣΣΔ, η οποία ρύθμιζε την νομισματική κυκλοφορία και οι ειδικές κρατικές τράπεζες μακροπροθέσμων επενδύσεων, οι οποίες ήταν: Η ΠΡΟΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των επενδύσεων των κρατικών επιχειρήσεων και οικοδομικών οργανισμών, της βιομηχανίας, των μεταφορών και των επικοινωνιών, η ΣΕΧΟΛΖΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των επενδύσεων των κρατικών επιχειρήσεων και των οργανισμών της αγροτικής και δασικής οικονομίας και χορήγησης μακροπρόθεσμων πιστώσεων στα κολχόζ και στους αγρότες, η ΤΟΡΓΚΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των επενδύσεων εμπορίου και των συνεταιρισμών και η ΤΣΕΚΟΜΠΑΝΚ τράπεζα χρηματοδότησης των δήμων και της κατασκευής κατοικιών.
Με τα δύο πενταετή πλάνα, ξεπεράστηκε ο σκοπός της ΝΕΠ. Το 1936 το μερίδιο των νέων σοσιαλιστικών μορφών οικονομίας έφτασε στο 98,7% του συνόλου. Οι εργάτες και οι υπάλληλοι αποτελούσαν το 34,7% του πληθυσμού, οι συνεταιρισμένοι βιοτέχνες και η αγροτιά των κολχόζ το 55,5% και οι σπουδαστές, οι συνταξιούχοι και ο στρατός το 4,2%. Οι μη συνεταιρισμένοι βιοτέχνες και αγρότες αποτελούσαν το 5,5%.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, άσκησε τεράστια επιρροή στην ιστορία της Οικονομικής. Μετά από αυτήν, υπήρχε μια εναλλακτική λύση στο κλασσικό σύστημα: ο σοσιαλισμός. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν ήταν μνημειώδεις, η ιδιωτική περιουσία για παραγωγικούς σκοπούς αλλά και ένα κομμάτι της προσωπικής περιουσίας, έπαψε να υπάρχει στην Ρωσία. Η αλυσίδα που έφτανε έως την Ρώμη και την ρωμαϊκή νομοθεσία είχε κοπεί. Η αγορά δεν αποφάσιζε πλέον τι θα παραγόταν και οι εργάτες δεν θα εργάζονταν με την προοπτική της ευτελούς ανταμοιβής και της κοινότοπης ελπίδας του προσωπικού πλουτισμού.
Η Επανάσταση του 1917 θα είχε ακόμα μια άλλη μεγάλη επίπτωση στην οικονομική πολιτική των καπιταλιστικών χωρών. Η πτώση της Αυτοκρατορικής Ρωσίας ήταν η προειδοποίηση ότι η επανάσταση μπορούσε να συμβεί παντού. Στο εξής μέσα στον καθιερωμένο οικονομικό κόσμο, θα σημειωνόταν, ως εκ τούτου, μια απότομη, ζοφερή και εξοργισμένη διάσταση. Μερικοί θα έβλεπαν τροποποιήσεις και μεταρρυθμίσεις του κλασσικού συστήματος την διόρθωση των εμφανών ατελειών του, τον μετριασμό των βαναυσοτήτων του, σαν ένα βήμα απομάκρυνσης από την επανάσταση. Θα ήταν καλύτερα να δοθούν συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, καθιέρωση ελάχιστου ημερομίσθιου, παροχές παιδείας και υγείας και άλλα πολλά. Αντίθετοι ήταν όσοι έβλεπαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις σαν ένα βήμα προς την σοβιετική πραγματικότητα.
Οι κρίσεις
Ο λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ποτέ δεν είναι ομαλές. Από τον δέκατο ένατο αιώνα, οι επιχειρηματίες ήταν εξοικειωμένοι με τον λεγόμενο «εμπορικό κύκλο» έξαρσης και πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του, με διάφορες παραλλαγές κάθε επτά με έντεκα χρόνια.
Στις αρχές του 1920 ένας ρώσος οικονομολόγος, ο N. D. Kondratiev, διαπίστωσε ότι η οικονομική ανάπτυξη μετά τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, ακολουθούσε ένα πρότυπο διαδρομής με μια σειρά «μεγάλων κυμάτων» που διαρκούσαν πενήντα με εξήντα χρόνια, μολονότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος ήταν σε θέση να εξηγήσουν αυτές τις κινήσεις. Από τότε οι κινήσεις αυτές στον χώρο της φιλολογίας της οικονομίας φέρουν το όνομά του.
Οι επιχειρηματίες και οι θεωρητικοί οικονομολόγοι του καπιταλισμού, αντιμετώπιζαν τις κινήσεις αυτές, σαν να επρόκειτο για τις μεταβολές του καιρού στην γη που οφείλονται στις ηλιακές κηλίδες. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτές.
Ο Καρλ Μαρξ και οι σοσιαλιστές αντίθετα πίστευαν ότι οι κύκλοι αυτοί αποτελούσαν μέρος μιας διαδικασίας με την οποία ο καπιταλισμός παρήγαγε ανυπέρβλητες εσωτερικές αντιφάσεις, οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την ύπαρξη του ίδιου του οικονομικού συστήματος.
Η παγκόσμια οικονομία, μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, παρ’ ότι αναμενόταν το αντίθετο, δεν σημείωσε καμία πρόοδο. Είτε έμεινε στάσιμη, είτε υποχώρησε. Επιχειρήσεις και κυβερνήσεις περίμεναν ότι μετά τις διαταράξεις που επέφερε ο πρώτος πόλεμος, η παγκόσμια οικονομία θα επανερχόταν κατά κάποιο τρόπο στις ευτυχισμένες ημέρες πριν το 1914. Όμως οι τιμές και η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας κατέρρευσαν το 1920.
Παρά το ότι οι κυβερνήσεις των δυτικών χωρών και της Ιαπωνίας έκαναν ότι μπορούσαν για να αναθερμάνουν την οικονομία τους, να την θέσουν δηλαδή πάνω σε στέρεες αρχές σταθερών νομισμάτων, εγγύηση για την οποία αποτελούσε η υγιής χρηματοδότηση και ο κανόνας χρυσού, σημειώθηκε θεαματική κατάρρευση του νομισματικού συστήματος.
Στην Γερμανία το 1923, η νομισματική μονάδα μειώθηκε στο εκατομμυριοστό του εκατομμυριοστού της αξίας που είχε το 1913. Οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις εξαφανίστηκαν εντελώς, δημιουργώντας έτσι ένα πλήρες κενό κεφαλαίων κίνησης για τις επιχειρήσεις, πράγμα που εξηγεί το ότι η γερμανική οικονομία στηρίχτηκε σε μαζική κλίμακα σε ξένα δάνεια τα επόμενα χρόνια (κυρίως από τις ΗΠΑ). Και αυτό την έκανε τραγικά ευάλωτη όταν ήρθε η ύφεση.
Η ανεργία στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ήταν σε υψηλά επίπεδα: 12% σε Βρετανία, Γερμανία και Σουηδία και 18% σε Δανία και Νορβηγία. Μόνο στις ΗΠΑ με ανεργία κατά μέσο όρο 4%, η οικονομία ήταν σε κίνηση.
Με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης στις 29 Οκτωβρίου του 1929, κατέρρευσε και η παγκόσμια οικονομία. Η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ και την Γερμανία μειώθηκε κατά 1/3, αλλά αυτό είναι ένας ισοπεδωτικός μέσος όρος. (Στις ΗΠΑ οι πωλήσεις της Westinghouse έπεσαν κατά 2/3, ενώ το καθαρό της εισόδημα μειώθηκε κατά 76% μέσα σε δύο χρόνια).
Κέυνς
Μια από τις πιο σημαντικές αντιδράσεις προς την μεγάλη ύφεση, ήταν η δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Οι νοηματικές και φιλοσοφικές ρίζες αυτής της αλλαγής οφείλονται στην Γερμανία του κόμηΌτο φον Μπίσμαρκ (1815-1898). Στην δεκαετία του 1880 η κοινωνική δράση στην Γερμανία δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα από τους κλασσικούς περιορισμούς και εκείνο που θεωρείτο κίνδυνος ήταν η ενεργός ευφυΐα της γρήγορα αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης και η ανοιχτή στάση της απέναντι στις επαναστατικές ιδέες και ειδικότερα εκείνες που προέρχονταν από τον πρόσφατα αποβιώσαντα συμπατριώτη τους Καρλ Μαρξ. Έτσι από το 1884 είχε ψηφιστεί νόμος στο γερμανικό κοινοβούλιο περί ασφάλειας ατυχήματος, ασθένειας, γήρατος και αναπηρίας. Αυτοί που σήμερα κατηγορούν το κράτος πρόνοιας, είναι εκείνοι που ακολουθούν μια μεγάλη ιστορική παράδοση.
Μια παρόμοια διαδικασία συνέβη και στην Βρετανία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όχι όμως από τον φόβο της επανάστασης. Το 1920 ο καθηγητής στο Κέμπριτζ Άρθουρ Πιγκού (1877-1959) δημοσίευσε το βιβλίο του «Η Οικονομική της Ευημερίας», στο οποίο περιλαμβανόταν μια ανατροπή του κλασσικού συστήματος σ’ ένα λεπτό αλλά βασικό σημείο, σ’ αυτό της οριακής χρησιμότητας του χρήματος, η οποία μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: Η δυστυχία του πλούσιου όταν του αφαιρεθεί ένα μικρό κομμάτι του πλούτου του, είναι μικρότερη από την μεγάλη ευτυχία του φτωχού που θα το απολαύσει, ή έστω η φτωχή οικογένεια απολαμβάνει μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ ότι η πλούσια από μια αύξηση του εισοδήματός της. Βλέπουμε πως και η Οικονομική, αρχίζει να ασχολείται με συναισθήματα.
Οι απόψεις αυτές παρείχαν σημαντική υποστήριξη στην αναδιανομή του εισοδήματος, στις πολιτικές που μετρημένα εφαρμόστηκαν στην Βρετανία σαν αντίδραση στην ύφεση την δεκαετία του 30.
Στις ΗΠΑ, η πρώτη εμφάνιση του κράτους πρόνοιας ανάγεται στο λεγόμενο Σχέδιο Γουισκόνσιντο οποίο στα τέλη του 1932 περιλάμβανε έναν πολιτειακό νόμο περί δημόσιας υπηρεσίας, για την ρύθμιση των τιμολογίων των οργανισμών κοινής ωφέλειας, ένα όριο στο ύψος του επιτοκίου, έναν πολιτειακό φόρο εισοδήματος και τέλος ένα πολιτειακό σύστημα επιδομάτων ανεργίας. Τρία χρόνια μετά, κάποια από αυτά άρχισαν να περιλαμβάνονται στους ομοσπονδιακούς νόμους.
Περιττό να αναφερθεί το μέγεθος της αντίδρασης του επιχειρηματικού κόσμου. Αυτή ήταν όμως που σηματοδότησε την αρχή μιας αλλαγής στην σχέση οικονομολόγων και επιχειρηματιών. Στο εξής θα υπήρχε μια ένταση. Οι οικονομολόγοι δεν θα ήταν πλέον η πηγή καλοκάγαθης κλασικής υλοποίησης των οικονομικών γεγονότων, αλλά η πηγή αντίθετων ιδεών και δράσης. Αυτό θα γινόταν σύντομα φανερό με τον πιο χειροπιαστό τρόπο, με την παρουσία του Τζον Μέυναρτ Κέυνς.
Ανακύπτει ένα ερώτημα: Γιατί τα επιχειρηματικά συμφέροντα αντιδρούν στα οικονομικά μέτρα που σχεδιάζονται τόσο φανερά για να προστατεύσουν το υπάρχον οικονομικό σύστημα;
Κατά παράδοση αυτή η αντίσταση έχει αποδοθεί στην πνευματική μυωπία – που οι λιγότερο ευγενικοί την ονομάζουν κοινωνική έλλειψη ευφυΐας – των επιχειρηματιών και των κάθε λογής εκπροσώπων τους. Αυτή είναι μια περιορισμένη άποψη με την έννοια ότι ακόμα και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις πρέπει να παίζουν κάποιο ρόλο. Το τοτέμ αποτελεί μια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης, επομένως πρέπει κάποιος να το σέβεται και να το προστατεύει και οι επιχειρηματίες, τα στελέχη, οι καπιταλιστές και οι προπαγανδιστές τους πρέπει να υπερασπίζονται αυτήν την πίστη.
Λόγω της πίεσης των γεγονότων και λόγω της μεγάλης ύφεσης, η δεκαετία του 1930 ήταν η πιο καινοτόμος δεκαετία. Παρ’ όλες τις προσπάθειες το σύστημα ως σύνολο είχε αποτύχει. Το 1936, στις ΗΠΑ , η ανεργία ανερχόταν στο 17% και το πραγματικό ΑΕΠ ήταν μόλις το 95% του επιπέδου του 1929. Η κλασσική ορθοδοξία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην κατάσταση.
Πράγματι, παρότι τα επιτόκια είχαν πέσει σε μηδενικά περίπου επίπεδα, οι επενδύσεις μέσω του δανεισμού ήταν επίσης μηδενικές και η ελλιπής ζήτηση και η υποκατανάλωση, είχαν σαν αποτέλεσμα την γενική αποτελμάτωση.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκε με τεράστιο αντίκτυπο η εργασία του Τζον Μέυναρτ Κέυνς (1883-1946).
Τα βασικά στοιχεία των ισχυρισμών του ήταν απλά και ξεκάθαρα, σχεδιασμένα για να αποδεσμεύουν την πολιτική για την αντι-ύφεση από τους κλασσικούς περιορισμούς.
Υπήρχαν κεϊνσιανοί και πριν τον Κέυνς. Ένας ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος μη έχοντας καμία οικονομική θεωρία που να τον περιορίζει, δρομολόγησε ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων, με πλέον ορατό παράδειγμα τις εθνικές οδούς αλλά και τις δαπάνες για εξοπλισμούς. Οι ναζί αδιαφορούσαν για τους φορολογικούς περιορισμούς, η χρηματοδότηση του ελλείμματος θεωρείτο δεδομένη και έτσι η γερμανική οικονομία ανέκαμψε. Έως το 1936, η ανεργία είχε εξαλειφθεί. Ο οικονομικός κόσμος όμως δεν ενθουσιάστηκε. Ο Χίτλερ κι οι εθνικοσοσιαλιστές δεν ήταν κάποιο παράδειγμα προς μίμηση.
Πιο πολιτισμένη και πιο συνδεδεμένη με την ελεύθερη οικονομική σκέψη ήταν η περίπτωση της Σουηδίας.
Μια ομάδα οικονομολόγων (Κνουτ Βίκσελ, Γκούναρ Μίρνταλ, Έρικ Λίνταλ κλπ), ασχολήθηκαν με τα πρακτικά προβλήματα της σουηδικής οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής διοίκησης, εμπνεόμενοι από έντονη αντίθεση προς την κλασσική ορθοδοξία.
Καθώς εντεινόταν η ύφεση, η προσοχή τους στράφηκε ειδικότερα προς τον αντιπληθωρισμό τιμών, την μείωση της παραγωγής, την ανεργία και την δυσχερή θέση του αγροτικού τομέα. Βρίσκονταν σε στενή και καθημερινή επαφή με τους πολιτικούς ή έπαιζαν οι ίδιοι αυτόν τον ρόλο και έτσι προέκυψε ένα σχέδιο για την ελαχιστοποίηση των κακουχιών και την βελτίωση της συνολικής λειτουργίας της οικονομίας, στο οποίο συμπεριελήφθη ένα ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, η υποστήριξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Τέλος προέκυψε ένα πολύ καλά δομημένο σύστημα αγροτικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών.
Όμως την μεγαλύτερη σπουδαιότητα, είχε η χρησιμοποίηση του κυβερνητικού προϋπολογισμού για την διατήρηση της ζήτησης και της απασχόλησης. Οι οικονομολόγοι της Στοκχόλμης αντιλήφθησαν γρήγορα ότι η μείωση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα ήταν ανώφελη για τις επενδύσεις και την ζήτηση και επέλεξαν σκόπιμα να μην ισοσκελίζουν τους προϋπολογισμούς, έτσι ώστε το πλεόνασμα της δαπάνης έναντι του εισοδήματος να μπορεί να διατηρήσει την ζήτηση και την απασχόληση.
Έτσι δεν θα έπρεπε να μιλάμε σήμερα για κευνσιανή αλλά για σουηδική επανάσταση.
Αλλά και στις ΗΠΑ υπήρχαν κάποιες πολύ πρακτικές εφαρμογές τέτοιων κευνσιανών λύσεων από το 1933 κιόλας, μέσω της εφαρμογής του Νιού Ντιλ. Το έλλειμμα αυξήθηκε από τις δαπάνες για άμεση ανακούφιση, δημόσια έργα και δημόσια απασχόληση και το 1936 οι ομοσπονδιακές εισπράξεις ανέρχονταν μόλις στο 59% των δαπανών.
Ο Κέυνς φοίτησε στο Ίτον και μετά στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ και το 1905 πτυχιούχος πλέον, πήρε μέρος στις εξετάσεις των υποψηφίων για πρόσληψη στο Δημόσιο, αλλά οι επιδόσεις του στην Οικονομική ήταν άσχημες. Τελικά εργάστηκε στο υπουργείο Οικονομικών στην Βρετανία από το 1914, όπου απέκτησε σημαντική φήμη για την ικανότητά του να διαχειρίζεται τα κέρδη της χώρας από ξένο συνάλλαγμα, τα έσοδα από δάνεια και τις εισπράξεις από το εξωτερικό. Βοήθησε δε Γάλους και Ρώσους πάνω στα ίδια θέματα.
Μετά το τέλος του πρώτου πολέμου επελέγη σαν μέλος της βρετανικής αντιπροσωπείας στην Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων του 1919, όπου συνεργαζόμενος με ονόματα που προκαλούσαν δέος, τον Λόιντ Τζωρτζ, τον Ζορζ Κλεμανσό, τον Γουίντροου Γουίλσον, αποχώρησε απ’ αυτήν, περιφρονώντας την διαδικασία γιατί διαφώνησε με τους όρους περί αποζημιώσεων από την Γερμανία, υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να πληρώσει. Οι όροι ειρήνευσης ήταν πράγματι καρχηδονιακοί με αποτέλεσμα η Γερμανία έπαψε να θεωρείται ο επιτιθέμενος που τιμωρήθηκε και άρχισε να θεωρείται θύμα.
Το 1925 το ζήτημα του κανόνα χρυσού τον έφερε σε πολεμική διαμάχη με τον τότε υπουργό Οικονομικών Ουίνστον Τσόρτσιλ. Η στερλίνα στην επιλεχθείσα ισοτιμία με τον χρυσό, καθόριζε την τιμή των βρετανικών εξαγωγικών προϊόντων και ειδικότερα του άνθρακα σε ποσοστό περίπου 10% πάνω από την παγκόσμια αγορά, με επιπτώσεις στις εισαγωγές και εξαγωγές ακριβώς αντίθετο της πολιτικής υποτίμησης του χρυσού του Ρούσβελτ.
Η κεντρική ιδέα της άποψης του Κέυνς είναι ότι το κρίσιμο πρόβλημα της Οικονομικής δεν είναι πως προσδιορίζεται η τιμή των αγαθών ούτε πως κατανέμεται το εισόδημα που προκύπτει, αλλά το σημαντικό ζήτημα είναι πως προσδιορίζεται το ύψος της παραγωγής και της απασχόλησης. Ούτε είναι σωστό να παραλληλίζουμε τα οικονομικά της οικογένειας με τα οικονομικά του κράτους.
Δεν είναι της παρούσας η ανάλυση του παραπάνω, ανάλυση που απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικών.
Η θεραπεία συνίσταται στην κυβερνητική παρέμβαση προκειμένου να αυξηθεί το ύψος των επενδυτικών δαπανών: ο δανεισμός και οι δαπάνες για δημόσιους σκοπούς. Ένα σκόπιμο έλλειμμα.
Όμως η θεωρία του Κέυνς βρήκε έναν απρόσμενο συμπαραστάτη: Τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνεισφορά του οποίου ήταν ότι έδειξε τι μπορούσε να πετύχει η οικονομική μέσω του κράτους. Από το 1939 έως το 1940 το ΑΕΠ των ΗΠΑ σε σταθερές τιμές δολαρίου (1972) αυξήθηκε από 320 σε 569 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ανεργία από 17,2% το 1939, έπεσε στο 1,2% το 1944. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της ανοδικής πίεσης της δημόσιας ζήτησης, αφού οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών της κυβέρνησης των ΗΠΑ αυξήθηκαν από 22,8 δις. Δολάρια το 1939 σε 269,7 δις δολάρια το 1944. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, είχε βοηθήσει τον Κέυνς όσο δεν περίμενε κανείς. Οι φόροι στις ΗΠΑ ήταν ασήμαντοι μέχρι το 1941. Το 1945 υπερέβαιναν τα 44 δισεκατομμύρια (σε τιμές 1972), ο ανώτερος συντελεστής Φόρου Εισοδήματος την εποχή του Συμβολαίου με τον Λαό (Νιου Ντηλ) το 1945 ανερχόταν σε 94%.
Με τον πόλεμο για να δικαιολογηθούν αυτοί οι φόροι προέκυψε η έννοια της ισότητας της θυσίας: Οι φτωχοί θα πλήρωναν με την στρατιωτική τους θητεία και την ζωή τους και οι μη υπηρετούντες πλούσιοι με τους φόρους. Μια πρόταση του Ρούσβελτ το 1942, ότι για όσο διάστημα διαρκούσε ο πόλεμος τα προσωπικά εισοδήματα θα επέκειντο σε ένα ανώτατο όριο 25.000 δολαρίων θεωρήθηκε ακραία και δεν υιοθετήθηκε.
Ο Κέυνς λοιπόν απομάκρυνε τον εφιάλτη της ύφεσης και της ανεργίας από τους ώμους του καπιταλισμού ή τουλάχιστον αυτός ήταν ο σκοπός του. Έτσι η κευνσιανή επανάσταση όταν την βλέπει κανείς με αυτό το πρίσμα δεν είναι απλά κάτι περιορισμένο, αλλά και πάρα πολύ συντηρητικό.
Ο Κέυνς λοιπόν απομάκρυνε τον εφιάλτη της ύφεσης και της ανεργίας από τους ώμους του καπιταλισμού ή τουλάχιστον αυτός ήταν ο σκοπός του. Έτσι η κευνσιανή επανάσταση όταν την βλέπει κανείς με αυτό το πρίσμα δεν είναι απλά κάτι περιορισμένο, αλλά και πάρα πολύ συντηρητικό.
Η καμπάνα του αδιεξόδου
Ο Δίας ρίχνει κάτω τους Τιτάνες, όχι όταν ξεκινούν να χτίσουν το βουνό, αλλά όταν με την τοποθέτηση ενός ακόμα βράχου πρόκειται να ολοκληρώσουν το έργο τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60, ο Δίας περίμενε τους οικονομολόγους που οδηγούνταν προς την ολοκλήρωση του Κευνσιανού οικοδομήματός τους. Η περίοδος των 25-30 τελευταίων καλών χρόνων τερματίστηκε και εμφανίστηκε μια έντονα ανασταλτική κατάσταση για την Κευνσιανή Οικονομική. Ήταν η μεγάλη πολιτική της ασυμμετρία, δηλαδή αυτό που ήταν πολιτικά εφικτό για τον αντιπληθωρισμό και την ύφεση, δεν ήταν πολιτικώς εφικτό κατά του πληθωρισμού.
Ο αντιπληθωρισμός και η ανεργία απαιτούν υψηλότερες δημόσιες δαπάνες, ενώ ο πληθωρισμός χαμηλότερες.
Το 1970 ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ανήλθε σε 6%, το 1973 σε 8% και το 1975 στο διψήφιο 14% με αντίστοιχα πάνω – κάτω ποσοστά και στην Ευρώπη και Ιαπωνία. Ταυτόχρονα το 1973 σημειώθηκε μια μεγάλη αύξηση στις τιμές του πετρελαίου από το καρτέλ του ΟΠΕΚ. Για το πρόβλημα η Κευνσιανή Οικονομική δεν είχε καμία λύση.
Η κληρονομιά του Ίρβινγκ Φίσερ όμως δεν είχε χαθεί. Στις αρχές της δεκαετίας ου 70 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του ΣικάγουΜίλτον Φρίντμαν επρόκειτο να καλύψει το μετα-κευνσιανό κενό, κυρίως στις ΗΠΑ και την Βρετανία, επιμένοντας στην εφαρμογή μιας σκληρής νομισματικής πολιτικής. Οι τιμές σύμφωνα με τον Φρίντμαν θα αντικατοπτρίζουν πάντα τις κινήσεις στην προσφορά χρήματος και αν κάποιος την ελέγξει θα κρατήσει και τις τιμές σταθερές.
Παρόλα αυτά στις ΗΠΑ κυρίως, οι κευνσιανές ιδέες δεν είχαν ξεχαστεί εντελώς. Παράδειγμα στην άκρως φιλελεύθερη οικονομία της δεκαετίας του 80 οι δασμοί σε αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα.
Στην Ευρώπη και κυρίως στην Νότια, ο μονεταρισμός ή ακριβέστερα ο περιορισμός της καταναλωτικής δαπάνης και των επιχειρηματικών επενδύσεων, μετα το Μάαστριχτ, απέδωσε την οικονομική κάμψη, δηλαδή ήταν μια θεραπεία όχι λιγότερο οδυνηρή από την θεραπευόμενη κατάσταση. Η προκαλούμενη ανεργία μείωσε τα ημερομίσθια, αλλά δύσκολα επερχόταν η κλασική πλήρης απασχόληση.
Σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας, οι πωλήσεις μειώθηκαν, με αποτέλεσμα την εκτεταμένη αδράνεια των εργοστασιακών εγκαταστάσεων, την απειλούμενη χρεωκοπία , την παύση των λειτουργιών τους και την επακόλουθη κάθετη πτώση του εμπορίου. Οι διαφορές της ευημερίας των πλούσιων βόρειων με τους φτωχούς νότιους, είναι αυξανόμενες και ανατριχιαστικές.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η εξουσία έχει υποταχτεί στην αγορά και στην μεγάλη επιχείρηση. Η σύγχρονη μεγάλη επιχείρηση είναι ένα εργαλείο για την άσκηση εξουσίας. Μιας εξουσίας πάνω στους εργάτες και τα ημερομίσθιά τους, στις τιμές της και προς τους καταναλωτές αλλά και προς τους προμηθευτές της, και μέσω της διαφήμισης πάνω στην αντίδραση στην αγορά των καταναλωτών.
Σήμερα
Ότι είναι καλό για τους λίγους, δεν είναι καλό για τους πολλούς. Σε μια από τις τελευταίες εκδόσεις του ΔΝΤ για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές, αφού γίνεται λόγος για τα καταστροφικά αποτελέσματα του αντιπληθωρισμού, υπάρχει μια επιχειρηματολογία υπέρ του να αυξηθούν οι στόχοι του πληθωρισμού πάνω από το 2%. Όμως το ΔΝΤ δεν διατυπώνει ευθέως αυτό που υπονοεί η ανάλυσή του. Τι είναι εκείνο που καθιστά μη διατυπώσιμο το προφανές;
Στους «σοβαρούς» ανθρώπους αρέσει να αποδεικνύουν την σοβαρότητά τους, ζητώντας επίπονες επιλογές και θυσίες. Απεχθάνονται να ακούν προτάσεις που δεν περιλαμβάνουν περισσότερο πόνο.
Πίσω από αυτήν την στάση κρύβονται ταξικές διακρίσεις. Ποιος δεν προτιμά έναν μέτριο πληθωρισμό αλλά την μαζική ανεργία; Γνωρίζετε καλά ποιος: το 0,1% που αντιπροσωπεύει το 30% του συνολικού πλούτου. Ένας μέτριος πληθωρισμός, ας πούμε 4 – 5% θα ήταν καλός για την μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, αλλά κακός για την υπερελίτ.
Όσο εξοργιστική είναι η επιμονή της Γερμανίας στην διατήρηση ενός τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών, άλλο τόσο είναι και η απουσία αντίδρασης από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που έχουν ελλείμματα.
Γιατί η Γερμανία μοιράζεται ένα κοινό νόμισμα με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, κάτι που ωφελεί σημαντικά τους Γερμανούς εξαγωγείς, οι οποίοι τιμολογούν τα προϊόντα τους σε ένα αδύναμο γι’ αυτούς νόμισμα, σε σχέση με ένα γερμανικό μάρκο το οποίο (χωρίς το ευρώ) θα είχε γίνει πανάκριβο με βάση αυτά τα πλεονάσματα.
Η προφανής λύση πάλι δεν είναι διατυπώσιμη. Είτε η Γερμανία πρέπει να δαπανήσει το πλεόνασμά της αγοράζοντας προϊόντα και υπηρεσίες του ευρωπαϊκού νότου, μηδενίζοντας έτσι τα ελλείμματά τους, είτε οι Νότιοι, να αποκτήσουν το δικό τους νόμισμα.
Η λύση μέσω της «συμβουλής» των Γερμανών, δηλαδή να ακολουθήσουν και οι άλλοι το παράδειγμά τους, θα έχει σαν αποτέλεσμα το παράδοξο: να αποκτήσουν όλοι ταυτόχρονα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Το άβολο αυτό γεγονός, είτε δεν περνά από το μυαλό τους, είτε έχουμε να κάνουμε με αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω: το τοτέμ.
Αλλά τα πάντα είναι μπλοκαρισμένα. Ή η Γερμανία λοιπόν θα εγκαταλείψει τις ηγεμονικές επιδιώξεις της, ή ζώνη του ευρώ εν καιρώ θα καταρρεύσει. Η ζημιές στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είναι τότε ασύλληπτες. Ένα τεράστιο κομμάτι του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου απλά δεν θα υπάρχει την άλλη μέρα.
Υπάρχει ένας ισχυρός περιορισμός, η δέσμευση προς την καθιερωμένη πίστη. Ελάχιστοι και όχι μόνο οικονομολόγοι, μπορούν να απορρίψουν αυτό που αποδέχτηκαν και πίστεψαν σαν φοιτητές, στην συνέχεια το υπερασπίστηκαν, έγραφαν κείμενα και έκαναν φιλοσοφικές συζητήσεις. Όταν εγκαταλείπεις αυτά που έχεις μάθει, είναι σαν να παραδέχεσαι ότι πριν έκανες κάποιο λάθος. Σ’ αυτό όλοι αντιδρούμε και η λύση της προσαρμογής είναι οδυνηρή.
Η κατάρρευση του οικοδομήματος στο άλλο μέρος της Ευρώπης, την Ανατολική και στην Σοβιετική Ένωση, είναι ένα τεράστιο ζήτημα που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας εργασίας.
Για να μην αφήσω εντελώς ασχολίαστο το θέμα, θα χρησιμοποιήσω αυτολεξεί κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Ευτύχη Μπιτσάκη «Ένα φάντασμα γεννιέται» (1992)
Πολωνία
Τον Δεκέμβριο του 1970, ξέσπασαν όπως είναι γνωστό, ταραχές στις μεγάλες πόλεις της Βαλτικής, στο Γντάνσκ, στο Στετίνο κλπ. εξ αιτίας της αύξησης των τιμών που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση. Οι εργάτες κατέλαβαν και έκαψαν τα γραφεία του κόμματος και της αστυνομίας. Η κυβέρνηση απέδωσε τα γεγονότα, κατά το κλασικό τροπάριο, στις «αντισοσιαλιστικές δυνάμεις», αλλά σαρώθηκε από την γενική απεργία που ακολούθησε. Ο νέος γραμματέας του κόμματος, πρώην μεταλλωρύχος Γκιέρεκ, έκανε μια συντριπτική αλλά επιφανειακή κριτική (εκ μέρους του κόμματος), απολογούμενος μπροστά στους απεργούς του Στετίνου που ζητούσαν πραγματικό σοσιαλισμό και όχι επιστροφή στο παρελθόν. Στην συγκλονιστική αυτή συνάντηση, οι εργάτες εξέθεσαν την άθλια κατάσταση της εργατικής τάξης και απαίτησαν την κατάργηση των προνομίων, των ανισοτήτων, της γραφειοκρατίας και της αστυνομοκρατίας.
Ομιλία εργατικού αντιπροσώπου στην συνάντηση με τον Γκιέρεκ.
«Για να ζήσουμε, πρέπει να δουλέψουμε. Επειδή δεν έχουμε την τύχη αυτών που δεν εργάζονται και ζουν καλά. Δεν είμαστε άνθρωποι αυτού του είδους. Η τύχη δεν μας ευνόησε. Πρέπει να δουλέψουμε για να ζήσουμε. Αλλά στα τμήματά μας, η δουλειά δεν είναι σωστά και δημοκρατικά κατανεμημένη. Εγώ πχ, προέρχομαι από το τμήμα Κ5 –συντήρηση- όπου οι επιστάτες δίνουν σε μερικούς μια ελαφρότερη εργασία και αυτοί κερδίζουν 10 με 12 χιλιάδες ζλοτ, ενώ άλλοι κερδίζουν 1200 ζλοτ, ζώντας συνεχώς μέσα στην σκόνη. Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή; Επίσης, στο τμήμα μας υπάρχει ένας τρομερός αριθμός γραφείων. Καθένας μας δουλεύει για έξι επτά και δέκα ανθρώπους. Σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι άνθρωποι; Καμιά φορά περνάει ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να κάνουν τίποτα»
Άνοιξη της Πράγας
Απόσπασμα από το Πρόγραμμαπου εγκρίθηκε από την ολομέλεια της ΚΕ του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, τον Απρίλιο του 68 (Άνοιξη της Πράγας).
Εκεί τονιζόταν μεταξύ των άλλων: «Η ανάγκη για αλλαγή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος κατά τρόπο ώστε να επιτραπεί η δυναμική ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων […] Ο σοσιαλισμός πρέπει να προσφέρει πολύ περισσότερα από όσα κάθε είδος αστικής δημοκρατίας […] Ουσιαστική αλλαγή της λειτουργίας της σοσιαλιστικής οικονομίας. Εκδημοκρατισμός που θα συνδέει άμεσα τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με την πολιτική εξέλιξη […] Η οικονομική μεταρρύθμιση θα φέρνει όλο και περισσότερο τις ομάδες εργαζομένων (κολεκτίβες) των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων αντιμέτωπες με τα άμεσα αποτελέσματα της καλής ή κακής διαχείρισης της επιχείρησής τους […] Οι διευθυντές θα εκλέγονται από τους εργαζομένους […] Εναποθέτουμε ένα μέρος της ελπίδας μας στην αναγέννηση της αγοράς, που η λειτουργία της θα έχει θετικά αποτελέσματα. Πρόκειται πιο αναλυτικά για ένα μηχανισμό απαραίτητο για την λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας[…] Δεν αναφερόμαστε στην αγορά κατά το καπιταλιστικό πρότυπο, αλλά στην σοσιαλιστική.[…] Ο σοσιαλισμός γεννιέται, διατηρείται και θριαμβεύει με την ενοποίηση του εργατικού κινήματος και της επιστήμης […] Αποκλείουμε τις διοικητικές και γραφειοκρατικές μεθόδους στην εκπολιτιστική πολιτική του κόμματος και θα τις καταπολεμήσουμε. Δεν επιτρέπεται λογοκρισία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. […] Επιδιώκουμε την δημιουργία υποδειγματικής σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ανταποκρίνεται στις ειδικές τσεχοσλοβακικές συνθήκες […] Τέλος διατυπώνεται ρητά η παραμονή της Τσεχοσλοβακίας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και η ενεργός συμμετοχή της στην κοινή δραστηριότητα της Οικονομικής Επιτροπής Αλληλοβοήθειας και του Συμφώνου της Βαρσοβίας»Για την γραφειοκρατία της Μόσχας επρόκειτο για «λύκους με προβιά αρνιού»
Γκράμσι
«Η γραφειοκρατία είναι η πιο επικίνδυνη ρουτινιέρικη και συντηρητική δύναμη. Αν καταλήξει να συγκροτήσει ένα ενιαίο και χωριστό σώμα και αν αισθάνεται ανεξάρτητη από την μάζα, το κόμμα καταλήγει να γίνει αναχρονιστικό και σε στιγμές οξείας κρίσης καταλήγει να κενωθεί από το κοινωνικό του περιεχόμενο και να παραμείνει σαν κάτι που φτιάχτηκε στο κενό» Γκράμσι 1975.
Γράμμα Ρουμάνων μεταλλωρύχων προς τον Ήρωα των Ηρώων (και Δούναβη της Σκέψης)
Σεβαστότατε και αγαπημένε σύντροφε Νικολάε Τσαουσέσκου, μέσα στην ατμόσφαιρα της δυνατής πνευματικής έξαρσης που οι εργάτες και ο λαός προσμένουν το μεγάλο φόρουμ των Ρουμάνων κομμουνιστών, επιτρέψτε μας, σεβαστότατε σύντροφε και γενικέ γραμματέα Νικολάε Τσαουσέσκου ήρωα των ηρώων, επίτιμε μεταλλωρύχε, να σας αναγγείλουμε πως οι 110 μεταλλωρύχοι της μπριγκάντας του τέταρτου τομέα του ορυχείου της Πετρίλα […] έχουν εκτελέσει και ξεπεράσει το πεντάχρονο πλάνο.
Αυτοκριτική του Γκορμπατσόφ:
«Απαράδεκτα φαινόμενα δυσλειτουργίας της οικονομίας […] Η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Είναι απαράδεκτο το γεγονός να διατίθεται στην μη παραγωγική σφαίρα μόνο το 18% όλων των κεφαλαίων. Μας κυρίευσε η γιγαντομανία των μεγάλων έργων, αυτών που ονομάσαμε αν δεν κάνω λάθος –έργα του κομμουνισμού-. Και τι πετύχαμε; Αφήσαμε σε τελευταία θέση τα συμφέροντα των εργαζομένων, τις άμεσες ανάγκες τους».
Ριζοσπάστης 18.9.88.
Νέα της Μόσχας 1990:
Το εγχειρίδιο «Κομματική Οικοδόμηση», δίνει τον εξής ορισμό: «Νομενκλατούρα είναι το σύνολο των κυριότερων θέσεων, για τις οποίες οι υποψήφιοι εξετάζονται προκαταρκτικά, συνιστώνται και επικυρώνονται από την αντίστοιχη κομματική επιτροπή (διαμερίσματος, πόλης, περιοχής κλπ). Τα άτομα που ανήκουν στην νομενκλατούρα μιας κομματικής επιτροπής απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους μόνο με την συγκατάθεση της αντίστοιχης κομματικής επιτροπής».
Συστάσεις Γκαλμπρέιθ προς τους Ανατολικούς.
Ο Αμερικανός οικονομολόγοςΤζον Κένεθ Γκαλμπρέιθκάλεσε χθες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες να μην βιαστούν στην πορεία τους προς την οικονομία της αγοράς και τις προειδοποίησε να μην επιτρέψουν σε ξένους επενδυτές να αναλάβουν την βιομηχανία τους.
Ο συνταξιούχος καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ επέκρινε έντονα την «πρωτόγονη ιδεολογία» Δυτικών καπιταλιστών που υποστηρίζουν την ανεργία, τον πληθωρισμό και την μείωση του επιπέδου διαβίωσης ως αποφασιστική θεραπεία για τις πάσχουσες ανατολικοευρωπαϊκές, πρώην κομμουνιστικές οικονομίες.
«Αυτό – και διαλέγω προσεκτικά τα λόγια μου- είναι παραφροσύνη», δήλωσε ο Γκαλμπρέιθ. Καλώντας για «προσεκτική οικονομική δράση… ως το απαραίτητο μέσο για να μειωθεί η ανθρώπινη δυστυχία και απελπισία» ο Γκαλμπρέιθ επεσήμανε ότι η Δυτική Ευρώπη χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να ανορθώσει την βιομηχανία της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα έργο που όπως είπε, ήταν λιγότερο πολύπλοκο από την πρόκληση που αντιμετωπίζουν τώρα η Ανατολική Ευρώπη και η Σοβιετική Ένωση.
Τα Νέα, 6/7/1990.
Σεμινάριο για Χρήμα στην Μόσχα
Άρχισε χθες στην Μόσχα, αμερικανικό χρηματιστηριακό σεμινάριο, με κύριο θέμα την αγορά ομολόγων και ομολογιών, στο οποίο συμμετέχουν περίπου 400 αξιωματούχοι και επιχειρηματίες από την Σοβιετική Ένωση, που θα διδαχτούν από στελέχη του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, πως το χρηματιστήριο διευκολύνει το «πέρασμα» μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας σε μια οικονομία της αγοράς.
Το Έθνος, 9/10/1990
Το πρώτο Σοβιετικό ΧρηματιστήριοΆρχισε τις εργασίες του στην Μόσχα το πρώτο Σοβιετικό Χρηματιστήριο και ξένες εταιρείες και τράπεζες κλήθηκαν να συμμετάσχουν. Όπως μετέδωσε το πρακτορείο ΤΑΣΣ «δημιουργήθηκε το Χρηματιστήριο της Μόσχας. Η Βουλή και η Κυβέρνηση προτίθενται να επιτρέψουν στα μέλη να αγοράζουν και να πωλούν μετοχές και να συναλλάσσονται με ξένες εταιρείες και τράπεζες».
Η αγοραπωλησία μετοχών απαγορεύτηκε μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Η τσαρική Ρωσία διέθετε περισσότερα από 100 Χρηματιστήρια. Δεν είναι σαφές ποιες θα είναι οι διαφορές του σοβιετικού Χρηματιστήριου από τα δυτικά.
Το Χρηματιστήριο της Μόσχας δημιουργήθηκε από 187 σοβιετικές επιχειρήσεις και τράπεζες και στο μέλλον ποσοστό μέχρι και 25% των μετοχών θα κατέχουν μετοχικές εταιρείες και τράπεζες σ’ όλη την χώρα. Κάθε μετοχή στο Χρηματιστήριο της Μόσχας θα κοστίζει 500.000 ρούβλια (890.000 δολάρια με την επίσημη ισοτιμία). Οι μέτοχοι μετέδωσε το ΤΑΣΣ, θα μπορούν να ανοίγουν και χρηματομεσιτικά γραφεία.
Τα Νέα, 14/11/1990
Τελικά…
Πρόσφατα 22 σοβιετικοί οικονομολόγοι, με επιστολή τους στην εφημερίδα Νέα της Μόσχας, προειδοποιούν ότι «υπό την σημαία της ιδιωτικοποίησης, ο κομματικός μηχανισμός ιδιοποιείται την περιουσία του λαού, την στιγμή που ο κόσμος περιμένει ακριβώς το αντίθετο. «Μετατρέπουν την πολιτική εξουσία σε οικονομική εξουσία» λέει ο Βλαντιμίρ Λεπέκιν, πρώην γραμματέας της Κομσομόλ, την στιγμή που τα μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος έχουν μειωθεί κατά 60%.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Πολωνία: 1500 εταιρείες που δημιουργήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 1989, είχαν ως ανώτατα στελέχη 700 διευθυντές και υποδιευθυντές κρατικών επιχειρήσεων, 9 νομάρχες και 57 δημάρχους.
Newsweek, Τα Νέα, 10/12/1990
ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η οικονομική ανάπτυξη στον ελληνικό χώρο, άρχισε να εμφανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα.
Όσο αναπτυσσόταν το ευρωπαϊκό εμπόριο, ξεκίνησε και η εγκατάσταση εμπόρων και ευρωπαϊκών προξενικών αρχών στον ελληνικό χώρο, οι οποίες εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα και μια συγκροτημένη εξωτερική πολιτική.
Οι Ευρωπαίοι αγόραζαν τρόφιμα και πρώτες βιομηχανικές ύλες που χρειάζονταν και θα πωλούσαν βιομηχανικά προϊόντα της χώρας τους και προϊόντα των αποικιών τους. Αγόραζαν δημητριακά και τυρί, και μισοεπεξεργασμένα προϊόντα όπως δέρματα, νήματα , λάδι, μαλλί, βαμβάκι, μετάξι και βαφικές ύλες. Η σταφίδα που στο τέλος του αιώνα και τις αρχές του επόμενου έγινε περιζήτητη, διέθετε και τις δύο ιδιότητες, και του τροφίμου και της πρώτης ύλης. Οι εισαγωγές αποτελούνταν κυρίως από τσόχινα υφάσματα, μπαχαρικά, καφέ και ζάχαρη.
Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα ήταν ότι συσσωρεύτηκε επιτόπου ένας μεγάλος πλούτος που δεν ήταν φεουδαλικός, αλλά προερχόταν από την λειτουργία της αγοράς, ήταν εμπορικό κέρδος δηλαδή, που στις περιπτώσεις που επανεπενδυόταν, αναπαραγόταν και αύξανε: Ήταν κεφάλαιο.
Ακριβώς εδώ ανάγεται η ιδιομορφία της αστικής τάξης που προέκυψε, γιατί η επένδυση αυτού του πλούτου, που ήταν συγκεντρωμένος στα χέρια των υπόδουλων Ελλήνων, δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια και να παρακάμψει τις πραγματικότητες που διαμόρφωναν από την μια μεριά η οθωμανική κατάκτηση και από την άλλη οι οικονομικές σχέσεις της εμπορικής ανταλλαγής. Βιομηχανική επανάσταση δεν μπορούσε να γίνει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Απέμενε η επένδυση σε εμπορικού τύπου οικονομικές δραστηριότητες.
Βιομηχανία αναπτύχθηκε (εκτός της ναυπηγικής) με παραδοσιακά εργαλεία και με την λογική του εμπορικού κεφαλαίου, όχι του βιομηχανικού.
Ως αποτέλεσμα των συνθηκών του Κάρλοβιτς και του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το ελληνικό εμπόριο απέκτησε γερά θεμέλια και πήρε μεγάλη εξάπλωση, ώστε όταν το βρετανικό ναυτικό έδιωξε τους Γάλλους από την ανατολική Μεσόγειο στους πολέμους μετά την γαλλική επανάσταση, οι Έλληνες κατέλαβαν την πρώτη θέση ως έμποροι στον χώρο της Δύσης. Το 1813 διέθεταν τουλάχιστον 615 πλοία, μερικά από τα οποία ήταν κατασκευασμένα σύμφωνα με τα καλύτερα αμερικανικά πρότυπα, με συνολικό εκτόπισμα 153.580 τόνους και έδιναν δουλειά σε 17.500 ναύτες περίπου.
Το ελληνικό καράβι έως την επανάσταση δεν λειτούργησε σχεδόν καθόλου ως απλό μεταφορικό μέσο. Δεν λειτούργησε δηλαδή ως μεταφορέας εμπορευμάτων έναντι ναύλου για λογαριασμό άλλων, αλλά μετέφερε εμπορεύματα που ανήκαν στο ίδιο. Η πρώτη σκέψη για την κατασκευή του υπάκουε στις λογικές του εμπορίου. Ταξίδευε αδιάκοπα με μόνο σκοπό να αγοράζει και να πουλάει εμπορεύματα, δεν είχε εφοπλιστικό χαρακτήρα.
Η πλοιοκτησία ήταν εταιρική και έτσι δεν υπήρχαν ημερομίσθια, αλλά οι αμοιβές είχαν άμεση σχέση με το κέρδος που προέκυπτε κάθε φορά. Αυτή ήταν μια επενδυτική στρατηγική και επιχειρηματική πρακτική διάχυσης κεφαλαίων σε μερίδια ( και όσο το δυνατό περισσότερων καραβιών), αφ’ ενός για περιορισμό των κινδύνων και αφ’ ετέρου πολλαπλασιασμού των κερδών.
Στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας οι αναπτυγμένοι κλάδοι ήταν η ναυπηγική και η νηματουργία. Η δεύτερη συνδυασμένη πολλές φορές με την βαφική. Ακολούθησε η σαπωνοποιία. Επισημαίνεται και εδώ ότι η παραγωγή ήταν οργανωμένη σε εταιρείες που λειτουργούσαν με την λογική του εμπορίου, όχι με την λογική παραγωγής και αναπαραγωγής βιομηχανικού κεφαλαίου. Βιομηχανία με εμπορικό κεφάλαιο , όχι με βιομηχανικό.
Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε μια χαλαρή και ετερογενής, ιδιόμορφη «αστική τάξη», η οποία δεν κατάφερε να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή αστικό πολιτισμό, αλλά υιοθέτησε, επιπόλαια, διάφορα επιμέρους στοιχεία του ευρωπαϊκού.
Με τον χρόνο, διευρύνθηκε ώστε στο τέλος να σημαίνει τους «εύπορους πολίτες», τους «πλουτοκράτες», τους «νοικοκυραίους», με την διαφορά ότι αυτοί δεν προήρχοντο από αστικές κοινωνικές ομάδες, που σημαίνει δεν είχαν εσωτερικεύσει την αστική αξιολογία και κοσμοθεωρία.
Έτσι σπάνια ήταν φανερή η διαφορά του αστού από την μια και του τσιφλικά, του «νοικοκύρη» ή του αετονύχη επιχειρηματία και εργολάβου από την άλλη.
Επιπροσθέτως, ο όρος «αστική τάξη» ήρθε στην Ελλάδα όντας ήδη βεβαρημένος, όταν δηλαδή η αστική τάξη είχε θεωρηθεί ο μεγάλος αντίπαλος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, ενώ αντίθετα στην Ευρώπη ο αστός, προτού έρθει αντιμέτωπος με τον εργάτη, ήταν για μακρό χρονικό διάστημα ο κύριος κοινωνικός αντίπαλος της αριστοκρατίας και κληρικοκρατίας, ο φορέας μιας νέας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής και μιας νέας κοσμοθεωρίας.
Για αστική τάξη, πολύ λίγο μίλησαν οι δεξιοί και συντηρητικοί. Αυτοί έτειναν πάντα να παραβλέπουν τις ταξικές διακρίσεις. Αλλά και οι αριστεροί και οι φιλελεύθεροι που ασχολήθηκαν, περισσότερο προσπάθησαν να αποδείξουν ότι πράγματι υπήρχε αστική τάξη παρά να εξιχνιάσουν την σύνθεση και την υφή της, ούτως ώστε να παρουσιάσουν την νοοτροπία, την ιδεολογία, τον πολιτισμό της κλπ.
Όπως είδαμε νωρίτερα, για αστική τάξη και αστικές σχέσεις, γίνεται λόγος όπου διαπιστώνεται παραγωγή ή και εμπορία αγαθών έξω από το οικονομικό κύκλωμα της γεωργίας. Όμως οι δραστηριότητες των καραβοκυραίων και των βιοτεχνών αποτελούν φαινόμενα που ευδοκιμούν στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Το αν αυτά τα φαινόμενα πρέπει να χαρακτηριστούν ως αστικά η όχι, αποφασίζεται με κριτήριο το αν συνιστούν εστίες πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίων που αργότερα θα τροφοδοτήσουν την εκμηχάνιση και την εκβιομηχάνιση. Αν διασπούν τις πατριαρχικές σχέσεις και την πατριαρχική νοοτροπία. Αν η διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων είναι απρόσωπη με πρόθεση την συσσώρευση με την καπιταλιστική έννοια.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην Ελλάδα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν και μετά την επανάσταση. Η σημαντική επέκταση των εμποροβιοτεχνικών εργασιών, ήταν μια μετεξέλιξη προκαπιταλιστικών μορφών οικονομίας, σύμφωνα με τις ανάγκες ένταξής τους στην διευρυνόμενη καπιταλιστική αγορά της Ευρώπης, αλλά ποτέ δεν αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας αυτενεργής καπιταλιστικής οικονομίας με στόχο και την εσωτερική αγορά.
Απεναντίας, η εξάρτηση της εμποροβιοτεχνικής δραστηριότητας από την καπιταλιστική Ευρώπη, βοήθησε την επιβίωση των πατριαρχικών εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό. Ο τρόπος ζωής , η νοοτροπία και η κοσμοθεώρηση των φορέων της τότε οικονομικής δραστηριότητας, δείχνει ότι πολιτισμικά και ιδεολογικά κινούνταν πιο κοντά στον χώρο της βαλκανικής.
Η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών αναπτύχθηκε πολύ λιγότερο και για ένα ακόμα σημαντικό λόγο: γιατί έλειπε μια ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: η διάσταση η προμηθεϊκή, η οποία συνδεόταν με την μορφή του καινοτόμου βιομηχάνου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου και της ρήξης με την παραδοσιοκρατία του αγροτικού πατριαρχισμού.
Η ένταξη της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα σήμαινε και την παράλληλη ένταξή της στο διεθνές πολιτικό σύστημα.
Ο εθνικισμός και ο φιλελευθερισμός, σαν ιδέες της Γαλλικής επανάστασης, και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες, που είχαν ριζώσει στους κόλπους της κοσμοπολίτικης ελληνικής διασποράς, αποδείχτηκαν αρκετά για να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία της χώρας. Έτσι η Ελλάδα έγινε θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών, φιλελευθέρων και Ευρωπαίων αριστερών της εποχής.
Όμως ο συνδυασμός «αστικής» ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης, κοτσαμπάσικης νοοτροπίας και επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων γέννησε μια καρικατούρα του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους.
Η εισαγωγή του βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού στην χώρα, οδήγησε σε ένα κρατικό μηχανισμό που είναι υπεύθυνος μέχρι και την σημερινή λειτουργία του κράτους.
Αυτός ο μηχανισμός ήταν το τερατογενετικό και ιλαροτραγικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης προηγμένων πολιτικών θεσμών, (κοινοβουλευτισμός και καθολική ψηφοφορία), με μια κοινωνία διεπόμενη από πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις, νοοτροπίες και αξίες. Η αυτόματη διόγκωσή του, παράλληλα ενίσχυσε τον καθοδηγητικό ρόλου του κράτους, ενίσχυση που ευνοούσε την ικανοποίηση συμφερόντων μερικών εις βάρος των γενικών.
Η διόγκωση ήταν αναπόφευκτη: γιατί εκείνο που είχαν να προσφέρουν τα κόμματα ήταν οι κρατικές θέσεις, οι οποίες ήταν τόσο περιζήτητες όσο η καχεξία της οικονομίας έκανε τις υπόλοιπες επαγγελματικές διεξόδους λιγοστές και αβέβαιες.
Εφ’ όσον το κράτος παρέμενε ο πιο σίγουρος εργοδότης, πρώτο μέλημα του κόμματος ήταν η κατάκτηση και νομή του κράτους, ειδάλλως θα έχανε την πίστη των οπαδών του στην ικανότητά του να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους.
Όταν η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική, τότε μεταβάλλεται στην λεγόμενη πελατειακή σχέση, το θεμελιώδες της γνώρισμα της οποίας είναι η αναγκαία συνάφεια υπακοής και προστασίας. Ο κομματικός ηγέτης, ο τοπικός κομματάρχης, απαιτεί από τους «ανθρώπους του» υπακοή και ταυτόχρονα αναλαμβάνει «να ενεργήσει για τις υποθέσεις τους», δηλαδή τους βοηθά να «τακτοποιηθούν» και τους εξασφαλίζει με την επιρροή του πλεονεκτήματα στον συναγωνισμό με τους οπαδούς άλλων κομμάτων.
Έτσι ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα έπαιξε ρόλο ανάλογο με εκείνον που έπαιξαν τα βιομηχανικά αστικά κέντρα στην Δύση, δηλαδή απορρόφησε μάζες αγροτικής προέλευσης, αλλά τις διοχέτευσε και τις χρησιμοποίησε με πολύ διαφορετικό τρόπο και προπάντων λιγότερο παραγωγικό.
Η διαμόρφωση αυτή του κράτους ούτε υποκινήθηκε από την αστική τάξη αλλά ούτε την ωφέλησε. Αντίθετα μάλιστα, αποτέλεσε τροχοπέδη για την διοχέτευση πόρων και ενεργειών σύμφωνα με τις ανάγκες μιας αμιγούς καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις που συνόδευσαν τα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου και του εξαμβλωματικού εκσυγχρονισμού των τελευταίων δεκαετιών, σήμαναν την μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το καθεστώς του πατριαρχισμού και του νόθου και επίπλαστου αστισμού, στο καθεστώς μιας εξ ίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας με πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα από πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε το παρελθόν.
Επηρεάστηκαν όλα τα κοινωνικά στρώματα: πρώτα απ’ όλα άλλαξε σημαντικά η σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε σήμερα αυτό να αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, στη βάση εργολαβικών και μεταπρατικών δραστηριοτήτων Αλλά και οι υπόλοιποι «επιχειρηματίες», με ελάχιστες εξαιρέσεις, ελάχιστα διαφέρουν από τους νεόπλουτους ως προς το πολιτισμικό τους επίπεδο και τον πνευματικό τους ορίζοντα. Έτσι σε γενικές γραμμές εξέλειπε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός.
Επιπροσθέτως, ο τουρισμός και το ευρύτατο μεταναστευτικό ρεύμα των δεκαετιών 50 και 60 συντέλεσαν εξ ίσου στην νεοελληνική ένταξη στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας και κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική της διάρθρωση, καθώς δημιούργησαν ένα όλο και μεγαλύτερο μεσαίο στρώμα, χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της νεοαπόκτητης ημιμάθειας.
Αυτή όμως η ευημερία συντελέστηκε στη βάση νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό, για το οποίο άλλωστε σχεδόν κανένα κρατικό ενδιαφέρον δεν υπήρξε.Το πελατειακό σύστημα έτσι άλλαξε μορφή, εντάθηκε και εν μέρει αντιστράφηκε: Ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του προσδοκώντας από το κόμμα ότι θα του εξασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο ή και θα του το ανέβαζε, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα. Έτσι μεγάλωνε σιγά σιγά η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους. Τα κόμματα υποχρεώθηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και στην προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων από οπουδήποτε και αν προέρχονταν.
Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος η οποία ούτως ή άλλως ήταν εξ’ αρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αντίθετα, έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα την δική της διαιώνιση, δηλαδή την δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου.
Τα παραπάνω αποτελούν μια προσπάθεια σύντομης περιγραφής των ιστορικών, οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών του νεοελληνικού κράτους.
Η σημερινή κρίση δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι η κομματική εκποίηση του κρατικού μηχανισμού, μολονότι πέρασε στο στάδιο της διαρκούς εκποίησης της χώρας, ξεπέρασε πια τα όρια της οικονομικής αντοχής, ότι δηλαδή η πελατειακή πολιτική προχώρησε στην αυτοκαταστροφή της και είναι υποχρεωμένη να βάλει η ίδια όρια στον εαυτό της, αλλά αγκαλιάζει και τα θεμελιώδη ιδεολογήματα πάνω στα οποία στήριξε το έθνος την αυτοσυνειδησία του: Η ελληνοχριστιανική εκδοχή του ελληνοκεντρισμού χρησιμοποιήθηκε ως το ιδεολογικό όπλο του αντικομουνιστικού στρατοπέδου στην εποχή του εμφύλιου πόλεμου, αλλά και κατόπιν όταν η χώρα ζούσε κάτω από τις συνέπειες του εμφύλιου, μια από τις οποίες ήταν σε τελική ανάλυση η δικτατορία.
Ήταν ακριβώς οι πολιτικές που αφαίρεσαν την κοινωνική συνείδηση και προσθέσανε την διάδοση του καταναλωτισμού και των συναφών ηδονιστικών ιδεολογημάτων, τα οποία ανακατεύτηκαν με τις παμπάλαιες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας.
Ο φόβος είναι, ότι η εκποίηση του κράτους με την υλική έννοια, θα συνοδευτεί και με την πνευματική στειρότητα του λαού μας, δεδομένου ότι τα ποσοστά των γελωτοποιών στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και στο ίδιο το κοινοβούλιο, είναι ιδιαιτέρως υψηλά.
Η Ελλάδα εντάσσεται πλέον σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας.
Οποιαδήποτε στάση κι αν κρατήσει ο καθένας, γεγονός είναι ότι η νεοελληνική ιστορία, παρ’ ότι φαίνεται πως τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν έληξαν ακόμα, κλείνει τον κύκλο της.
Βιβλιογραφία
Αθ. Π. Κανελλόπουλου: Η Οικονομική της Αναπτύξεως
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Πολιτική Οικονομία.
Βασ. Κρεμμυδά: Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα.
E. J. Hobsbawm: Η Εποχή των Επαναστάσεων.
Eric Roll: Ιστορία της Οικονομικής Σκέψεως.
Ευτ. Μπιτσάκη: Ένα φάντασμα πλανιέται
J. K. Galbraith: Η Κοινωνία της Αφθονίας.
J. K. Galbraith: Μια σφαιρική άποψη για την οικονομία.
Παν. Κονδύλη: Η παρακμή του αστικού πολιτισμού.
Επίσης πάρθηκαν υπ’ όψη διάφορα άρθρα του Paul Krugmanστις εφημερίδες.