Του ΑΡΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ* Το 2013 αρκετοί από τους κεντρικούς τραπεζίτες σε όλο τον κόσμο πάγωσαν όταν πληροφορήθηκαν ότι η γερμανική Μπούντεσμπανγκσκοπεύει να επαναπατρίσει περισσότερους από 600 τόνους χρυσού, που φυλάσσονταν στις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Κάποιοι είχαν φτάσει στο σημείο να μιλούν για έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των υπερδυνάμεων, για σταδιακή αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής ή ακόμη και προετοιμασία της γερμανικής κυβέρνησης για το ενδεχόμενο ολοκληρωτικής κατάρρευσης της ευρωζώνης. Ένα χρόνο αργότερα οι περισσότεροι γελάνε με τις δικαιολογίες που διατυπώνει επισήμως το Βερολίνο για να εξηγήσει ότι μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να επαναπατρίσει μόλις 37 τόνους χρυσού, από τους οποίους μόνο πέντε προέρχονται από τα αμερικανικά θησαυροφυλάκια. Ούτε λίγο ούτε πολύ η Μπούντεσμπανγκ υποστήριξε ότι η μεταφορά ξεκίνησε από τη Γαλλία και όχι από τις ΗΠΑ επειδή ήταν… πιο κοντά. «Γιατί, με τα πόδια θα μεταφέρατε το χρυσό;» ήταν το χαιρέκακο σχόλιο που ακούστηκε από αρκετούς οικονομικούς αναλυτές, οι οποίοι άρχισαν να υποψιάζονται ότι στο παρασκήνιο παιζόταν ένα πολύ πιο σύνθετο και μυστηριώδες παιχνίδι μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου.
Η δεύτερη δικαιολογία που κυκλοφόρησε από τη Γερμανία είναι ότι οι ράβδοι χρυσού που φυλάσσονται στις ΗΠΑ δεν πληρούν τις λεγόμενες προδιαγραφές καλής παράδοσης (The Good Delivery Rules) δηλαδή δεν είναι κομμένοι στο σωστό μήκος και δεν έχουν την περιεκτικότητα που προβλέπεται, οπότε θα έπρεπε να τις λιώσουν και να τις μορφοποιήσουν ξανά.
Όταν τελικά έγινε κατανοητό πως ούτε αυτή η δικαιολογία πείθει κανέναν, αξιωματούχοι από το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα απλώς ανακοίνωσαν ότι «αισθάνονται απόλυτα ασφαλείς να αφήσουν τααποθέματα χρυσού στα αμερικανικά χέρια». Ούτε αυτή η εξήγηση όμως φάνηκε να πείθει.
Όσοι θυμόντουσαν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα το Βερολίνο επανέφερε στα γερμανικάθησαυροφυλάκια περισσότερους από 900 τόνους χρυσού από τη Μεγάλη Βρετανία καταλάβαιναν ότι πίσω από την απόφαση της Μπούντεσμπανγκ να εγκαταλείψει την ιδέα επαναπατρισμού των αποθεμάτων της από τις ΗΠΑ κρυβόταν μια διπλωματική σύγκρουση γιγάντων. Η Ουάσιγκτον φέρεται να άσκησε τρομακτικές πιέσεις για την σιωπηρή εγκατάλειψη των σχεδίων επαναπατρισμού του γερμανικού χρυσού.
Όσο πιο αστείες μάλιστα ήταν οι δικαιολογίες που ακούγονταν από τη Γερμανία τόσο περισσότερο πείθονταν ορισμένοι ότι οι αρχικές ανησυχίες των κεντρικών τραπεζών για ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής είχαν κάποια βάση και δεν αποτελούσε μια ακόμη θεωρία συνωμοσίας.
Ενώ όμως η Γερμανία κατάφερνε να κρατά αυτή τη συζήτηση σε χαμηλούς τόνους το θέμα της επιστροφής των αποθεμάτων χρυσού επανέρχεται στην επικαιρότητα καθώς οι Ελβετοί προσέρχονται στις 30 Νοεμβρίου στις κάλπες για να αποφασίσουν μέσω δημοψηφίσματος εάν θα επαναφέρουν το δικό τους χρυσό στα θυσαυροφυλάκια της κεντρικής τους τράπεζας (SNB).
Συγκεκριμένα η πρόταση του δημοψηφίσματος είναι να διατηρείται το ένα πέμπτο των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας σε χρυσό και να μην υπάρχει δυνατότητα πώλησης του πολύτιμου μετάλλου στο εξωτερικό. Η SNB υποστηρίζει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα έχει καταστροφικές συνέπειες στη δυνατότητα χάραξης νομισματικής πολιτικής. Αν και η συγκεκριμένη πρόταση απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί σαν επιστροφή στον «κανόνα χρυσού», στο σύστημα δηλαδή που απαιτεί η κυκλοφορία χαρτονομισμάτων να «καλύπτεται» από τα αποθέματα χρυσού, είναι βέβαιο ότι απομακρύνεται από τις νόρμες που κυριαρχούν σήμερα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πολύ περισσότερο αποτελούν μια έμμεση αμφισβήτηση της δυνατότητας του δολαρίου να λειτουργήσει σαν παγκόσμιο νόμισμα.
Η ιδέα του δημοψηφίσματος ξεκίνησε από το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της Ελβετίας, το οποίο κατάφερε να συγκεντρώσει τις 100.000 υπογραφές που απαιτούνται για την προσφυγή στις κάλπες. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η πρόταση δεν αναμένεται να εγκριθεί, και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους δύο Ελβετούς ζητούσε επαναπατρισμό του χρυσού δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως θα αντιδράσουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες και κυρίως η Βρετανία, που φιλοξενεί τα μεγαλύτερα αποθέματα ελβετικού χρυσού, εάν η πρόταση εγκριθεί.
Σε διπλωματικό επίπεδο είναι φυσικά πολύ πιο εύκολο να ασκηθούν πιέσεις στην ελβετική κυβέρνηση για να ξεχάσει το αίτημα επαναπατρισμού του χρυσού. Αν όπως φαίνεται υπέκυψε το Βερολίνο πως θα μπορέσει αν αντισταθεί η Βέρνη; Τι γίνεται όμως εάν αυτό το αίτημα προέρχεται απευθείας από τονελβετικό λαό, μέσω του δημοψηφίσματος και η ελβετική κυβέρνηση αποδείξει ότι πρακτικά δεν έχει τον έλεγχο της εθνικής περιουσίας που βρίσκεται στο εξωτερικό; Καταρχήν θα αποκαλυφθεί ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της λεγόμενης ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες συμβιβάζονται πάντα με τα αιτήματα των ισχυρότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά σχεδόν ποτέ δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα ή τουλάχιστον τις επιθυμίες του «κυρίαρχου» λαού.
Σύμφωνα όμως με αρκετούς αναλυτές μια τέτοια κίνηση ενδέχεται να έχει και πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά δημιουργώντας ένα ντόμινο με αρκετές ακόμη χώρες να ζητούν επιστροφή των αποθεμάτων τους. «Υπάρχει ο χρυσός εκεί που πιστεύουμε ότι είναι» αναρωτιούνται τιςτελευταίες ημέρες αρκετοί οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζοντας ότι μεγάλες ποσότητες του πολύτιμου μετάλλου, που κάποτε αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής, έχουν πλέον μεταφερθεί σε θυσαυροφυλάκια χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα.
Οι Ελβετοί ψηφοφόροι έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύψουν τι πραγματικά συμβαίνει με τη ψήφοτους στις 30 Νοεμβρίου. Θα το κάνουν;
*Πηγή: Eπίκαιρα
Η δεύτερη δικαιολογία που κυκλοφόρησε από τη Γερμανία είναι ότι οι ράβδοι χρυσού που φυλάσσονται στις ΗΠΑ δεν πληρούν τις λεγόμενες προδιαγραφές καλής παράδοσης (The Good Delivery Rules) δηλαδή δεν είναι κομμένοι στο σωστό μήκος και δεν έχουν την περιεκτικότητα που προβλέπεται, οπότε θα έπρεπε να τις λιώσουν και να τις μορφοποιήσουν ξανά.
Όταν τελικά έγινε κατανοητό πως ούτε αυτή η δικαιολογία πείθει κανέναν, αξιωματούχοι από το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα απλώς ανακοίνωσαν ότι «αισθάνονται απόλυτα ασφαλείς να αφήσουν τααποθέματα χρυσού στα αμερικανικά χέρια». Ούτε αυτή η εξήγηση όμως φάνηκε να πείθει.
Όσοι θυμόντουσαν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα το Βερολίνο επανέφερε στα γερμανικάθησαυροφυλάκια περισσότερους από 900 τόνους χρυσού από τη Μεγάλη Βρετανία καταλάβαιναν ότι πίσω από την απόφαση της Μπούντεσμπανγκ να εγκαταλείψει την ιδέα επαναπατρισμού των αποθεμάτων της από τις ΗΠΑ κρυβόταν μια διπλωματική σύγκρουση γιγάντων. Η Ουάσιγκτον φέρεται να άσκησε τρομακτικές πιέσεις για την σιωπηρή εγκατάλειψη των σχεδίων επαναπατρισμού του γερμανικού χρυσού.
Όσο πιο αστείες μάλιστα ήταν οι δικαιολογίες που ακούγονταν από τη Γερμανία τόσο περισσότερο πείθονταν ορισμένοι ότι οι αρχικές ανησυχίες των κεντρικών τραπεζών για ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής είχαν κάποια βάση και δεν αποτελούσε μια ακόμη θεωρία συνωμοσίας.
Ενώ όμως η Γερμανία κατάφερνε να κρατά αυτή τη συζήτηση σε χαμηλούς τόνους το θέμα της επιστροφής των αποθεμάτων χρυσού επανέρχεται στην επικαιρότητα καθώς οι Ελβετοί προσέρχονται στις 30 Νοεμβρίου στις κάλπες για να αποφασίσουν μέσω δημοψηφίσματος εάν θα επαναφέρουν το δικό τους χρυσό στα θυσαυροφυλάκια της κεντρικής τους τράπεζας (SNB).
Συγκεκριμένα η πρόταση του δημοψηφίσματος είναι να διατηρείται το ένα πέμπτο των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας σε χρυσό και να μην υπάρχει δυνατότητα πώλησης του πολύτιμου μετάλλου στο εξωτερικό. Η SNB υποστηρίζει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα έχει καταστροφικές συνέπειες στη δυνατότητα χάραξης νομισματικής πολιτικής. Αν και η συγκεκριμένη πρόταση απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί σαν επιστροφή στον «κανόνα χρυσού», στο σύστημα δηλαδή που απαιτεί η κυκλοφορία χαρτονομισμάτων να «καλύπτεται» από τα αποθέματα χρυσού, είναι βέβαιο ότι απομακρύνεται από τις νόρμες που κυριαρχούν σήμερα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πολύ περισσότερο αποτελούν μια έμμεση αμφισβήτηση της δυνατότητας του δολαρίου να λειτουργήσει σαν παγκόσμιο νόμισμα.
Η ιδέα του δημοψηφίσματος ξεκίνησε από το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της Ελβετίας, το οποίο κατάφερε να συγκεντρώσει τις 100.000 υπογραφές που απαιτούνται για την προσφυγή στις κάλπες. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η πρόταση δεν αναμένεται να εγκριθεί, και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους δύο Ελβετούς ζητούσε επαναπατρισμό του χρυσού δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως θα αντιδράσουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες και κυρίως η Βρετανία, που φιλοξενεί τα μεγαλύτερα αποθέματα ελβετικού χρυσού, εάν η πρόταση εγκριθεί.
Σε διπλωματικό επίπεδο είναι φυσικά πολύ πιο εύκολο να ασκηθούν πιέσεις στην ελβετική κυβέρνηση για να ξεχάσει το αίτημα επαναπατρισμού του χρυσού. Αν όπως φαίνεται υπέκυψε το Βερολίνο πως θα μπορέσει αν αντισταθεί η Βέρνη; Τι γίνεται όμως εάν αυτό το αίτημα προέρχεται απευθείας από τονελβετικό λαό, μέσω του δημοψηφίσματος και η ελβετική κυβέρνηση αποδείξει ότι πρακτικά δεν έχει τον έλεγχο της εθνικής περιουσίας που βρίσκεται στο εξωτερικό; Καταρχήν θα αποκαλυφθεί ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της λεγόμενης ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες συμβιβάζονται πάντα με τα αιτήματα των ισχυρότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά σχεδόν ποτέ δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα ή τουλάχιστον τις επιθυμίες του «κυρίαρχου» λαού.
Σύμφωνα όμως με αρκετούς αναλυτές μια τέτοια κίνηση ενδέχεται να έχει και πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά δημιουργώντας ένα ντόμινο με αρκετές ακόμη χώρες να ζητούν επιστροφή των αποθεμάτων τους. «Υπάρχει ο χρυσός εκεί που πιστεύουμε ότι είναι» αναρωτιούνται τιςτελευταίες ημέρες αρκετοί οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζοντας ότι μεγάλες ποσότητες του πολύτιμου μετάλλου, που κάποτε αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής, έχουν πλέον μεταφερθεί σε θυσαυροφυλάκια χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα.
Οι Ελβετοί ψηφοφόροι έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύψουν τι πραγματικά συμβαίνει με τη ψήφοτους στις 30 Νοεμβρίου. Θα το κάνουν;
*Πηγή: Eπίκαιρα