Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Ο οικονομικός πόλεμος, το κύριο όπλο της Δύσης*

$
0
0
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ   Τις τελευταίες ημέρες έγινε πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι ο οικονομικός πόλεμος είναι το κύριο όπλο που χρησιμοποιείται από την Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε-δηλαδή το δίκτυο των ελίτ που εδράζονται κυρίως στις χώρες της «ομάδας των 7»-G7- και οι οποίες διαχειρίζονται τη Νέα Διεθνή Τάξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης), για να υποτάξει τη Ρωσία και να ενσωματώσει κάθε άλλη χώρα, η οποία συνεχίζει να αντιστέκεται στη διαδικασία αυτή, π.χ. το Ιράν και τη Βενεζουέλα. Ο πόλεμος αυτός δεν περιλαμβάνει μόνο τις συνήθεις οικονομικές κυρώσεις, ή το μπλοκάρισμα νέων
έργων για την διευκόλυνση της διανομής ενέργειας, όπως το SouthStream, αλλά επίσης, όπως έδειξε η δραματική μείωση της τιμής του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες, την μεθοδευμένη πτώση της τιμής του. Αυτό φάνηκε καθαράστην τελευταία σύνοδο του ΟΠΕΚ,όπου η Σαουδική Αραβία ήταν το βασικό όργανο για την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου.

Όπως είναι γνωστό, η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και εξαγωγέας καθαρού πετρελαίου και ο ρόλος της κατά την τελευταία σύνοδο του ΟΠΕΚ ήταν αποφασιστικός στο να οδηγήσει στη σημερινή δραματική μείωση της τιμής του. Όπως το έθεσε ο Martin Wolf, υποδιευθυντής και κύριος οικονομικός σχολιαστής των Financial Times, πανηγυρίζοντας το γεγονός ότι η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα θα ήταν τα κύρια θύματα («Δύο ζήτω για τις απότομες πτώσεις στις τιμές του πετρελαίου» ήταν ο εύγλωττος τίτλος του άρθρου του), ήταν η Σαουδική Αραβία που πυροδότησε τη δραματική αυτή εξέλιξη:

«Ιδιαίτερα σημαντικός θα μπορούσε να είναι ο αντίκτυπος στις χώρες-εξαγωγείς καθαρού πετρελαίου. Ανάμεσα στους ευάλωτους παραγωγούς είναι καθεστώτα που κανείς θα ποθούσε να δει αποδυναμωμένα, και κυρίως τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν … Για να σταθεροποιήσει τις τιμές πετρελαίου, ο ΟΠΕΚ έπρεπε να μειώσει την παραγωγή κατά περίπου 1 εκ. βαρ. την ημέρα, πράγμα που αυτός —ή ακριβέστερα, η Σαουδική Αραβία—αρνήθηκε να το κάνει. Αυτό έδωσε το έναυσμα στην πρόσφατη πτώση στις τιμές».[1]

Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία δεν είναι απλά ένας ιδιαίτερα σημαντικός παίκτης στην αγορά πετρελαίου. Είναι επίσης ένα από τα πιο απολυταρχικά, πολιτικά και ιδεολογικά, καθεστώτα στον πλανήτη.

Πολιτικά, το καθεστώς είναι μια απόλυτη μοναρχία—στην οποία μια οικογένεια διαφεντεύει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Σε αυτήν, κυριαρχεί ο βασιλιάς, ο οποίος είναι επίσης ο πρωθυπουργός και συνδυάζει νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές λειτουργίες, με τα βασιλικά διατάγματα να αποτελούν τη βάση της νομοθεσίας της χώρας, ενώ τα πολυάριθμα μέλη της βασιλικής οικογένειας (η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον 7.000 πρίγκιπες) συμμετέχουν επίσης στη άσκηση των εξουσιών αυτών. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει βέβαια την Υπερεθνική Ελίτ (η οποία είναι γνωστή για τον «αγώνα» της για «δημοκρατία» σε όλο τον κόσμο!) να υποστηρίζει απόλυτα αυτό το καθεστώς, και να κατηγορεί, συγχρόνως τη Ρωσία για απολυταρχισμό!

Ιδεολογικά, σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της είναι Σαλαφιστές, και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Γουαχάμπις, αν και οι διαφορές μεταξύ τους μοιάζουν με τις παρόμοιες ανόητες διαφορές μεταξύ των Χριστιανών θεολόγων στον Μεσαίωνα. Η ουσία είναι ότι και οι δύο εκπροσωπούν τις πιο συντηρητικές προσεγγίσεις του Ισλάμ. Όπως τόνισε ένας αναλυτής, «οι περισσότεροι Σαλαφιστές ανήκουν σε αυτούς που ονομάζονται «θρησκόληπτοι» ή «ησυχαστές», που κηρύσσουν την υπακοή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, όσο διεφθαρμένη ή αυταρχική και να είναι, εφόσον αυτοαποκαλείται Μουσουλμανική. Ο στόχος είναι να αποφευχθεί η χειρότερη των καταστάσεων: Η fitna, δηλαδή η θέση σε αμφισβήτηση της ενότητας της κοινότητας των πιστών».[2]

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η Δύση, ήδη από την προ της παγκοσμιοποίησης εποχή, είχε δεχθεί ενθουσιωδώς την Σαουδική Αραβία και την ιδεολογία της, ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την καταπολέμηση της σοβιετικής επιρροής καθώς και του παν-Αραβικού σοσιαλισμού. Αντίστοιχα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η Υ/Ε επίσης την θεώρησε χρήσιμο εργαλείο για την καταπολέμηση κάθε έθνους που αντιστέκεται στην κατάργηση της κυριαρχίας του από τη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα, για παράδειγμα, όταν η Σαουδική Αραβία υποστήριξε με κάθε δυνατό τρόπο τους Σαλαφιστές τζιχαντιστές, οι οποίοι κατέσφαξαν τους λαούς της Λιβύης και της Συρίας, και μόνο πρόσφατα σταμάτησε την υποστήριξη του υποπροϊόντος τους, της ISIS, όταν αυτή προσπάθησε να αυτονομηθεί από την Υ/Ε κατά την διαδικασία οικοδόμησης ενός ισλαμικού κράτους και συνακόλουθα στοχοποιήθηκε από αυτήν.[3]Ούτε είναι επίσης περίεργο ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από την ISIS, όπως οι αποκεφαλισμοί,(που επαναλήφθηκαν μέχρι αηδίας από τα μέσα ενημέρωσης της Υ/Ε, προκειμένου να τρομοκρατήσει τις μεσαίες τάξεις στη Δύση και να δικαιολογήσει τον «πόλεμό της κατά της τρομοκρατίας»), στην πραγματικότητα αποτελούν συνήθη πρακτική του πελατειακού της Σαουδικού καθεστώτος, χωρίς κανένας στην «πολιτισμένη» Δύση να ενοχλείται πολύ γι’αυτό, όσο βέβαια μπορούσαν να συνεχίζουν και να επεκτείνουν τις ιδιαίτερα κερδοφόρες πωλήσεις όπλων στο καθεστώς. Όπως ένας άλλος αναλυτής περιέγραψε το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας σε μια τεκμηριωμένη ανάλυση:

«Η Σαουδική Αραβία συνεχίζει μέχρι και σήμερα τις βάρβαρες εκτελέσεις εγκληματιών όσο και πολιτικών εχθρών, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων που κατηγορούνται για «μαγεία και βασκανία», στην εύστοχα αποκαλούμενη «Chop-Chop square» (πλατεία της καρατόμησης), που βρίσκεται στην πρωτεύουσα του Ριάντ, όπου κυριολεκτικά κόβονται κεφάλια από κουκουλοφόρους με χατζάρες….Ο βάναυσα κατασταλτικός μηχανισμός εσωτερικής ασφάλειας της Σαουδικής Αραβίας είναι δημιουργία Αμερικανών συμβούλων και ανθρώπων των υπηρεσιών. Ο στρατός της, τόσο ο μυστικός όσο και ο συμβατικός, έχει επίσης εξοπλιστεί μέσω αστρονομικά μεγάλων πωλήσεων όπλων (συμπεριλαμβανομένης μιας πρόσφατης πώλησης που θεωρείται η μεγαλύτερη στην ιστορία των ΗΠΑ) από τους συμμάχους της στη Wall Street και στο Λονδίνο. Οι φρικαλεότητες που διαπράττονται από το απολυταρχικό καθεστώς Σαούντ έχουν την αμέριστη στήριξη Αμερικανών συμβούλων, ανθρώπων των υπηρεσιών, και δυτικών όπλων. Η Σαουδική Αραβία φιλοξενούσε επίσης σημαντικές δυνάμεις του Αμερικανικού στρατού έως ότου αυτός μοιράστηκε επίσης στα γειτονικά δορυφορικά δεσποτικά καθεστώτα του Κατάρ, (Σημείωση: βλέπε Aljazeera), του Μπαχρέιν, του Ομάν, και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων».[4]

Φυσικά, δεν ήταν μόνο οι συστημικοί οικονομολόγοι που γιόρτασαν τη δραματική πτώση της τιμής του πετρελαίου, αλλά ακόμη και τα ανώτερα κλιμάκια της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ. Έτσι, η επικεφαλής του ΔΝΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ, βρήκε εξίσου δύσκολο να κρύψει τη χαρά της όταν περιέγραφε τον αντίκτυπο αυτού του γεγονότος και εξηγούσε ότι μια πτώση κατά 30% της τιμής του πετρελαίου μεταφράζεται σε 0,8% αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης των «πιο προηγμένων οικονομιών», και «πιθανώς 0,6% για τις ΗΠΑ». Στη συνέχεια περιέγραψε ως εξής τις επιπτώσεις ειδικότερα για τις ΗΠΑ και τη Ρωσία:

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι χαμηλές τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη 3,5% το επόμενο έτος, αντί για την προβλεφθείσα ανάπτυξησε 3,1% … Για τη Ρωσία, οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου καλύπτουν το 68% του συνόλου των εξαγωγών της, και το 50%των ομοσπονδιακών εσόδων της. Η Ρωσία έχει ήδη δαπανήσει σχεδόν 90 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συναλλαγματικά αποθέματα της το 2014, για να στηρίξει το βυθιζόμενο ρούβλι που έχει χάσει περισσότερο από το 40%της αξίας του από την αρχή του έτους.[5]

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που τα ΜΜΕ της Υ/Ε γιορτάζουν την προβλεπόμενη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων, όπως περιγράφεται από τον Alexei Vedev, τον Ρώσο αναπληρωτή Υπουργό Οικονομίας. Έτσι, ο Vedev, υποθέτοντας ότι οι κυρώσεις θα συνεχιστούν καθ’ όλο το 2015—κάτι που σημαίνει ότι οι δυτικές αγορές κεφαλαίων θα παραμείνουν κλειστές για την πλειοψηφία των ρωσικών τραπεζών και των εταιρειών—προέβλεψε ότι η χώρα, μέχρι το τέλος του έτους θα είναι σε ύφεση, την πρώτη από το 2009. Το μέγεθος αυτής της ύφεσης θα είναι μεγαλύτερο, όσο χαμηλότερη θα είναι η τιμή του πετρελαίου το επόμενο έτος, αλλά, ακόμα κι αν παραμείνει σε περίπου 80 δολάρια (μια μάλλον αισιόδοξη υπόθεση, λόγω του πληθωρισμού που είναι ήδη αρκετά υψηλός, ως αποτέλεσμα της υποτίμησης του ρουβλίου), τα πραγματικά εισοδήματα αναμένεται να μειωθούν, περίπου, κατά 3%.Επίσης, δεδομένου ότι οι Ρωσικές αγορές κεφαλαίου είναι ακόμα ανοιχτές, η φυγή κεφαλαίων από τη Ρωσία θα συνεχιστεί, και εκροές κεφαλαίων της τάξης των $125 δις αναμένονται για το τρέχον έτος, και $90 δις για το 2015.[6]Οι Financial Times είναι (ως συνήθως) πιο ειλικρινείς από τις δυτικές φιλελεύθερες «Αριστερές» φυλλάδες στο να εκφράζουν τη βαθιά επιθυμία τους για μια «βελούδινη επανάσταση» στη Ρωσία, ως αποτέλεσμα της εντεινόμενης κρίσης, και ανοιχτά θέτουν το ερώτημα κατά πόσον «η δημοτικότητα του Πούτιν μπορεί να αντέξει μια απόλυτη οικονομική καταιγίδα και την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων που θα χτυπήσει σκληρά τις εργατικές οικογένειες σε περιοχές που υποστηρίζουν τον πρόεδρο».[7]

Είναι, επομένως, σαφές ότι ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας στην δραματική πτώση της τιμής του πετρελαίου ήταν κάθε άλλο παρά συμπτωματικός. Ακόμη, η ενέργειά της να μην μειώσει την παραγωγή (όπως συνήθως έκανε σε παρόμοιες περιπτώσεις) για να συγκρατήσει την τιμή δεν έγινε, όπως υποστηρίχθηκε, για να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της στην αγορά πετρελαίου, που δήθεν απειλείται από την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ.Η εξήγηση αυτή, που δόθηκε από την «παγκοσμιοποιητική» φράξια εντός της Ρωσικής ελίτ και την φιλελεύθερη «Αριστερά» στη Δύση, ήταν στην πραγματικότητα ένα άλλοθι που χρησιμοποιείται από την ίδια την Υ/Ε και τους Σαουδάραβες, προκειμένου να αποκρύψουν τον πραγματικό πολιτικό στόχο αυτής της ενέργειας. Δηλαδή, την χρησιμοποίηση της τιμής του πετρελαίου ως ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο οικονομικού πολέμου, προκειμένου, είτε να εξαναγκαστούν η Ρωσία και τα συναφή αντιστεκόμενα καθεστώτα (όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα) να υποταχθούν στο ζυγό της Υ/Ε, είτε να αντιμετωπίσουν μια ενδεχομένως σοβαρή οικονομική ύφεση (το πόσο σοβαρή θα είναι θα εξαρτηθεί από το για πόσο καιρό η τιμή του πετρελαίου θα διατηρηθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα), η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε «βελούδινες επαναστάσεις» σε όλες αυτές τις χώρες και, ενδεχομένως, σε αλλαγή καθεστώτων. Η εναλλακτική «εξήγηση» για τον δήθεν «πόλεμο» μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και ΗΠΑ, όχι μόνο «ξεχνά» την πελατειακή φύση της Σ.Α ως προς τις ΗΠΑ, αλλά και το απλό γεγονός ότι μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να έχει μόνο προσωρινό αποτέλεσμα. Είναι σαφές ότι, από τη στιγμή που η τιμή του πετρελαίου θα αρχίσει να ανεβαίνει και πάλι για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους —πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με δήθεν «νόμους» ή «τάσεις», όπως η καταστροφολογική θεωρία του «peak oil» και παρόμοιες[8]θεωρίες— η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου θα επανέλθει δριμύτερη.

Στην πραγματικότητα, η σημερινή δραματική πτώση της τιμής του πετρελαίου αποτελεί μέρος ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου που θα εξαναγκάσει το «εθνικιστικό» τμήμα της Ρωσικής ελίτ να υποταχθεί στην κυριαρχία της Υ/Ε, παρά τις προσδοκίες της συντριπτικής πλειοψηφίας του ρωσικού λαού που το ακολουθεί. Αυτό φάνηκε καθαρά, όταν η πλειοψηφία αυτή χαιρέτισε με ενθουσιασμό τη μόνη πραγματική αντεπίθεση, μέχρι στιγμής, απέναντι στην συνεχιζόμενη και εντεινόμενη επίθεση της Υ/Ε εναντίον της Ρωσίας, δηλαδή την επανένταξη της Κριμαίας.

Το μακροπρόθεσμο αυτό σχέδιο για να χτυπηθεί η Ρωσία στο οικονομικό μέτωπο φαίνεται από την συστηματική προσπάθεια της Υ/Ε να υπονομευθεί η μόνη αποτελεσματική εξαγωγική βιομηχανία της χώρας που απέμεινε μετά την καταστροφική αποδιάρθρωση της ρωσικής βιομηχανίας, την οποίαν επέφερε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και η αυξανόμενη εξάρτηση της Ρωσίας, από τότε, στις εισαγωγές για να καλύψει ακόμη και τις βασικές ανάγκες του λαού της. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν σήμαινε, βέβαια, ότι το σοβιετικό καθεστώς απέτυχε να καλύψει (τουλάχιστον) τις βασικές ανάγκες του λαού του. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο μπορεί να δειχθεί, ακόμη και από αξιόπιστες Δυτικές μελέτες εκείνης της εποχής.[9]Ωστόσο, δεν κατάφερε να καλύψει αποτελεσματικά τις μη βασικές ανάγκες και, ακόμη περισσότερο, να δημιουργήσει συνθήκες πραγματικής εργατικής δημοκρατίας. Αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ, χρησιμοποιώντας (και τότε!) την δραματική πτώση της τιμής του πετρελαίου, αλλά και τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών (καθώς η πτώση της τιμής του πετρελαίου δεν ήταν επαρκές όπλο τότε, δεδομένης της αυτοδυναμίας της ΕΣΣΔ) οδήγησαν, αρχικά, στην ανάληψη της εξουσίας από την παγκοσμιοποιητική φατρία εντός της Ρωσικής ελίτ υπό τον Γκορμπατσόφ (που επιδίωκε ουσιαστικά ένα μετα-Μαοϊκό κινεζικό είδος υβριδικού καπιταλισμού συν «κομμουνισμού») και, τελικά, από τον αγαπημένο της Υ/Ε, Μπόρις Γιέλτσιν.Όπως πρόσφατα τόνισε ο αναλυτής Engdahl «βλέπουμε σήμερα αποδεικτικά στοιχεία που σαφώς υποδεικνύουν ότι η άνοδος του Γιέλτσιν στην εξουσία οφειλόταν σε πραξικόπημα της CIA που τον υποστήριζε, ως «τον άνθρωπο της Ουάσιγκτον στη Μόσχα», με σκοπό την πλήρη αποδιάρθρωση της ρωσικής οικονομίας μετά το 1990».[10]Με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να μιλήσει για «κατάρρευση» της ΕΣΣΔ, δεδομένου ότι οι φυσικοί υποστηρικτές του καθεστώτος, η εργατική τάξη, δεν κινητοποιήθηκε για να σταματήσει αυτά τα σχέδια που οδήγησαν στην καταστροφή, όχι μόνο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά και της ίδιας της ρωσικής οικονομίας.

Έτσι, δεν ήταν μόνο η τωρινή ακύρωση της Ρωσικής απόπειρας να παρακάμψει την Ουκρανία, (η οποία, σήμερα είναι κανονικό προτεκτοράτο) μέσω του αγωγού South Stream, που επέτυχε η Υ/Ε — χάρη στην επιτυχή «πίεση» της ΕΕ στο άτυπο προτεκτοράτο της, τη Βουλγαρία. Στην πραγματικότητα, παρόμοια ήταν η περίπτωση, πριν από λίγα χρόνια, με ένα άλλο (άτυπο τότε) προτεκτοράτο της ΕΕ, την Ελλάδα, όταν ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη ακυρώθηκε, ύστερα από έντονες πιέσεις από την Υ/Ε, μέσω της συνιστώσας της στην Ευρώπη, δηλαδή, της ΕΕ. Επρόκειτο για ένα έργο μεταφοράς Ρωσικού πετρελαίου από το βουλγαρικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, το Μπουργκάς, στο ελληνικό λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, στο Αιγαίο, που ήταν μια σημαντική εναλλακτική διαδρομή για το ρωσικό πετρέλαιο, παρακάμπτοντας τα Τουρκικά Στενά. Το έργο είχε χαρακτηριστεί μάλιστα ως ένας από τους συντομότερους αγωγούς σε πεδινό έδαφος και, ως εκ τούτου, ένα από τα φθηνότερα και οικονομικώς αποδοτικά έργα.[11]Παρόλα αυτά, αν και η συμφωνία υπεγράφη στην Αθήνα το 2007 από τον Πούτιν και τον Κώστα Καραμανλή, η Υ/Ε, έχοντας ήδη προγραμματίσει (πολύ πριν από την Ουκρανική κρίση!) την δραστική μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από το ρωσικό πετρέλαιο, δεν δίστασε, ουσιαστικά, να αντικαταστήσει τον Καραμανλή με το πολύ πιο υπάκουο όργανο της, τον Γιώργο Παπανδρέου–στην πραγματικότητα, ένα προϊόν των Αμερικανο-Σιωνιστικών ελίτ. Ο Παπανδρέου, όχι μόνο τορπίλισε αυτή την πολύ εποικοδομητική συμφωνία για τον ελληνικό λαό, που θα μπορούσε να μειώσει την απόλυτη εξάρτηση της Ελλάδας από την Υ/Ε, και να ανοίξει την πόρτα για μια πιθανή μελλοντική της ένταξη στην Ευρασιατική Ένωση, αλλά και έπαιξε επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίσπευση της Ελληνικής οικονομικής καταστροφής. Έτσι, ήταν ο ίδιος ο Παπανδρέου ο οποίος κάλεσε το ΔΝΤ (όπως αποκάλυψε ο Ντομινίκ Στρος-Καν, τότε διευθυντής του ΔΝΤ), για να «βοηθήσει» την Ελλάδα, έστω και αν το ελληνικό πρόβλημα φερεγγυότητας δεν ήταν δημοσίως γνωστό εκείνη την περίοδο, και σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, τα προγράμματα διάσωσης με τα Μνημόνια κ.λπ. θα μπορούσαν τότε να αποφευχθούν, χωρίς την καταστροφική «βοήθεια» της Υ/Ε και της τρόικάς της. Είναι ξεκάθαρο, επομένως, ότι ο Παπανδρέου, καθώς και ο διάδοχός του, Παπαδήμος, ο οποίος ήταν επίσης «άνθρωπος της Υ/Ε», έπαιξαν έναν πολύ βρώμικο ρόλο σε σχέση με την επίσπευση της ελληνικής οικονομικής καταστροφής, αν και, φυσικά, οι θεμελιακές αιτίες ήταν συστημικές, και είχαν να κάνουν με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ.[12]

Το συμπέρασμα είναι ότι, μολονότι οι παρούσες συμφωνίες με την Κίνα και την Τουρκία με στόχο τη δημιουργία νέων αγορών για τις εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας είναι χρήσιμες αμυντικές ενέργειες, με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να εκληφθούν ως λύσεις στο πρόβλημα που κρύβεται πίσω από όλα τα παραπάνω συμπτώματα: δηλαδή το γεγονός ότι η Ρωσία, αν και εξακολουθεί να διαθέτει έναν πολύ υψηλότερο βαθμό οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας από την Κίνα, (πόσο μάλλον την Τουρκία, της οποίας ο στρατός είναι πλήρως εξαρτημένος από την προστάτιδά του, τις ΗΠΑ!), εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό βαθμό οικονομικής εξάρτησης από την ΝΔΤ.Η χαζοχαρούμενη, επομένως, φιλελεύθερη «Αριστερά» στη Δύση, η οποία, μαζί με την παγκοσμιοποιητική φράξια στη Ρωσία, γιορτάζουν ως «νίκες» τις Ρωσικές συμφωνίες με την Κίνα και την Τουρκία, απλά δεν μπορούν να αντιληφθούν τη κρίσιμη διαφορά μεταξύ συμμάχου και επιχειρηματικού εταίρου.[13]Όπως το έθεσε εύστοχα ο (Αλεξέι Maslov), επικεφαλής του Ρωσο-Κινεζικού Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, «η Κίνα δεν είναι σύμμαχος»[14]και το ίδιο ισχύει, βέβαια, για τις χώρες BRICS, ή χώρες όπως η Τουρκία, οι οποίες έχουν επιπλέον τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, που είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα της Ρωσίας. Έτσι, παρόλο που η παγκοσμιοποιητική φράξια στο εσωτερικό της Ρωσίας, καθώς και οι συνοδοιπόροι της στην «Αριστερά» του εξωτερικού προσπαθούν να συγχέουν το θέμα, οι σύμμαχοι πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τους επιχειρηματικούς εταίρους. Οι χώρες BRICS θα μπορούσαν άνετα να είναι καλοί επιχειρηματικοί εταίροι της Ρωσίας (εφόσον, βέβαια, τα οικονομικά συμφέροντά τους συμπίπτουν, ή τουλάχιστον είναι παράλληλα με τα Ρωσικά), αλλά, το αν θα ήταν σύμμαχοι με τη Ρωσία σε μια εντεινόμενη διαμάχη με την Υ/Ε, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να θέσει τα οικονομικά τους συμφέροντα σε κίνδυνο, είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.

Συνεπώς, μόνο η οικοδόμηση μιας οικονομικής και πολιτικής ένωσης κυρίαρχων εθνών, όπως ήταν η αρχική σύλληψη της Ευρασιατικής Ένωσης, η οποία θα αγκάλιαζε τα έθνη σε όλο τον κόσμο που εξακολουθούν να αγωνίζονται κατά της ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, από την Ευρώπη και την Ασία μέχρι τη Λατινική Αμερική και τον Αραβικό κόσμο, θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αυτοδυναμίας και εθνικού αυτοκαθορισμού και, ταυτόχρονα, έναν εναλλακτικό πόλο στον σημερινό εγκληματικό μονοπολικό κόσμο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξουδετερωθεί αποτελεσματικά το οικονομικό όπλο της Δύσης, το οποίο οδήγησε με επιτυχία στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και απειλεί με την ίδια τύχη, σήμερα, τις προσδοκίες του ρωσικού λαού για μια κυρίαρχη Ρωσία.



*Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην αγγλική έκδοση της Πράβδακαθώς και στο Global Research. Η μετάφραση είναι του Πάνου Λιβιτσάνου.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Trending Articles