ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Ένα βασικό χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής της παγκοσμιοποίησης είναι η πολλαπλή σύγχυση σχετικά με την έννοια και τη σημασία της Νέας Διεθνούς Τάξης (ΝΔΤ) και του ρόλου που διαδραματίζουν σήμερα τα κύρια κέντρα εξουσίας μέσα σε αυτή. Στο πλαίσιο αυτής της σύγχυσης, η οποία συχνά είναι σκόπιμη, ακούγονται διάφοροι μύθοι σχετικά με τη Διεθνή αυτή Τάξη που θα εξετάσουμε εν συντομία. Έτσι, για κάποιους, αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι μια σύγκρουση μεταξύ των «καλών» (δηλαδή της Ευρώπης) και των «κακών» (ΗΠΑ). Για άλλους, η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε δύο κύρια κέντρα εξουσίας, ένα πολιτικό-στρατιωτικό (ΗΠΑ) και ένα οικονομικό (Γερμανία). Τέλος, ακόμη για άλλους, αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι οι «πολλαπλοί καπιταλισμοί», οι οποίοι γίνονται ολοένα και πιο ασυντόνιστοι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εγείροντας το ζήτημα, έστω και εμμέσως, της ανάγκης για μια παγκόσμια διακυβέρνηση. Είναι σαφές, επομένως, ότι οι παραπάνω συγχύσεις και οι αντίστοιχοι μύθοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας και στην απόφαση μας για το τι πρέπει να κάνουμε απέναντι της.
Η συνήθης αντίληψη της ΝΔΤ βασίζεται σε κάποια θεωρία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία τον κόσμο κυβερνούν μυστικές παντοδύναμες ελίτ, που συνήθως ορίζονται με ιδεολογικούς, αν όχι θρησκευτικούς ή εθνοτικούς όρους, ή, μερικές φορές με γεωπολιτικούς ή ψευδο-οικονομικούς όρους. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ΝΔΤ δεν ερμηνεύεται με βάση τις συστημικές δομές και τις ιστορικές αλλαγές σε αυτές, αλλά, πάντα, με βάση τις συνωμοσίες κάποιων ελίτ. Εντούτοις, μπορεί κανείς να δει την παρούσα ΝΔΤ ως το αποτέλεσμα ιστορικών οικονομικών αλλαγών τα τελευταία περίπου διακόσια χρόνια, από τότε που επικράτησε το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, και των αντίστοιχων μακροπρόθεσμων αλλαγών στις πολιτικές δομές. Αυτές οι αλλαγές ήταν πάντα το αποτέλεσμα της έκβασης της Κοινωνικής Πάλης, σε σχέση φυσικά με την εγγενή δυναμική του συστήματος που καθόριζε το ιστορικό «περιβάλλον» μέσα στο οποίο υλοποιούταν η Πάλη αυτή, και όχι κάποιων οικονομικών «νόμων» ή «νόμων της Φύσης» και αντίστοιχων ιστορικών τάσεων.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ της φιλελεύθερης φάσης του συστήματος αυτού κατά τον 19ο αιώνα, την οποία ακολούθησε η κρατικιστική φάση κατά τον προηγούμενο αιώνα που γενικεύτηκε μεταπολεμικά στη Δύση με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας, μετά από μια ιστορικά αποτυχημένη απόπειρα για παγκοσμιοποίηση στις αρχές του 20ού αιώνα. Την κρατικιστική φάση διαδέχθηκε η σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση που είναι άρρηκτα δεμένη με την μαζική επέκταση των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων (Πολυεθνικών), κυρίως από τη δεκαετία του 1980, και τη συνακόλουθη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.[1] Επιπλέον, δεδομένου ότι αυτή η κρίσιμη κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη συνέπεσε (όχι βέβαια τυχαία, αλλά δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε τις σχετικές διασυνδέσεις) με μια άλλη κοσμοϊστορική εξέλιξη, την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του σοβιετικού μπλοκ, η ΝΔΤ θα μπορούσε κάλλιστα να οριστεί με βάση αυτές τις δύο συστημικές εξελίξεις, αντί στη βάση συνωμοσιών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν συνωμοσίες στην Ιστορία. Οι ελίτ πάντα συνωμοτούν, αλλά είναι μόνο όταν έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες που τέτοιες συνωμοσίες μπορούν να οδηγήσουν σε ιστορικές αλλαγές, ως το αποτέλεσμα, πάντα, της Κοινωνικής Πάλης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε) αποτελείται από ένα δίκτυο διασυνδεδεμένων διεθνικών ελίτ, οι οποίες εδράζονται (όχι απλά με τη νομική έννοια) κυρίως στις χώρες της G7, και ελέγχουν κάθε σημαντικό τομέα της κοινωνικής ζωής (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό και ούτω καθεξής). Με αυτή την έννοια, η Υ/Ε παίζει το ρόλο που έπαιζε η εθνική κυβέρνηση στην εποχή προ της παγκοσμιοποίησης, όταν οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν τη λειτουργια να εκφράζουν το γενικό συμφέρον των εθνικών ελίτ, στο οποίο έπρεπε να υποτάσσονται τα ειδικά τους συμφέροντα. Παρόμοια, στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, η Υ/Ε έχει τη λειτουργία να εκφράζει το γενικό συμφέρον των ελίτ που ελέγχουν όλες τις μορφές της υπερεθνικής εξουσίας (οικονομική, πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική κ.λπ.) στο οποίο τα ειδικά υπερεθνικά συμφέροντα πρέπει να υποτάσσονται, για χάρη του γενικού συμφέροντος της Νέας Διεθνούς Τάξης, δηλαδή της διατήρησης και αναπαραγωγής της. Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι η Υ/Ε είναι απλώς ένα νέο είδος άτυπης (προς το παρόν) παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η Υ/Ε είναι μια ελίτ, διότι τα μέλη της κατέχουν δεσπόζουσα θέση μέσα στην κοινωνία, ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους. Και είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, σε αντίθεση με τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουν την προνομιακή θέση τους στην κοινωνία δεν είναι μέσω της διασφάλισης της αναπαραγωγής οποιουδήποτε πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά, αντίθετα, μέσω της εξασφάλισης της αναπαραγωγής της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς σε όλο τον κόσμο. Με άλλα λόγια, αυτή η ελίτ αντλεί τη δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική εξουσία) λειτουργώντας σε υπερεθνικό επίπεδο ―γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει, μόνο ή κυρίως, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου κράτους, ακόμη και αν αυτό έχει μια ηγεμονική θέση σε σχέση με τον έλεγχο μιας κρίσιμης υπερεθνικής εξουσίας, όπως είναι η περίπτωση των ΗΠΑ και της στρατιωτικής τους δύναμης. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η υπερεθνική οικονομική δύναμη, η οποία σε ένα καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς είναι η κυρίαρχη μορφή υπερεθνικής εξουσίας, μοιράζεται ανάμεσα σε χιλιάδες υπερεθνικές επιχειρήσεις (πολυεθνικές), εκ των οποίων οι 1.318, που αποτελούν τον πυρήνα τους, μέσα από τις διασυνδέσεις τους κατέχουν το 80% των παγκόσμιων εσόδων και 147 από αυτές (δηλαδή, λιγότερο από το 1 τοις εκατό του δικτύου) συγκροτούν μια «σούπερ οντότητα», η οποία ελέγχει το 40 τοις εκατό του πλούτου του συνόλου του δικτύου! [2] Γι'αυτό και δεν έχει νόημα ―αν δεν πρόκειται για εσκεμμένο αποπροσανατολισμό― να γίνεται συζήτηση για την οικονομική εξουσία με κριτήριο το ποσοστό του παγκόσμιου προϊόντος που παράγει μια χώρα (π.χ. η Κίνα ή η...Ινδία!), όταν είναι οι πολυεθνικές εταιρείες που λαμβάνουν τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις, (τι, πώς και για ποιον θα παραχθεί) και όχι η χώρα υποδοχής, η οποία συνήθως μπορεί να ασκήσει πολύ λίγο, αν όχι καθόλου, έλεγχο επάνω σε αυτές, π.χ. να επιβάλλει πραγματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις χώρες BRICS!
Το πολιτικό συμπλήρωμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η οποία στη ΝΔΤ παίρνει τη μορφή της «κοινοβουλευτικής χούντας», δηλαδή ενός υβριδίου μεταξύ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της χούντας, (με την έννοια μιας ομάδας ―όχι αναγκαστικά στρατιωτικής--που κυβερνά μια χώρα). Η κοινοβουλευτική χούντα αποτελείται από ένα πολιτικό κόμμα ή κόμματα που εκλέγονται στη κυβέρνηση μέσω κάποιου είδους εκλογικής και κοινοβουλευτικής διαδικασίας ―μια διαδικασία που έχει μικρή σχέση με την εκλογική διαδικασία στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του παρελθόντος, όπου μαζικά πολιτικά κόμματα με σαφώς ξεχωριστά εκλογικά προγράμματα συναγωνίζονταν για την ψήφο του εκλογικού σώματος που συμμετείχε μαζικά στη διαδικασία. Η Υ/Ε, επομένως, βλέπει τα συμφέροντά της στο πλαίσιο διεθνών «χώρων» (αγορές, πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί, μέσα ενημέρωσης, κ.λπ.) αντί «εθνικών». Εντούτοις, η ανάδυση υπερεθνικών μορφών πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση των εθνικών μορφών. Τα κράτη εξακολουθούν να χρειάζονται για την τοπική θεσμοθέτηση και εφαρμογή των υπερεθνικών στρατηγικών και πολιτικών, τις οποίες είναι αναγκασμένη να υλοποιεί κάθε χώρα που έχει ενσωματωθεί στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Δεδομένου ότι η Υ/Ε βλέπει τα συμφέροντά της σε σχέση με υπερεθνικούς, παρά με «εθνικούς» χώρους, δεν στηρίζεται σε κάποιο ενιαίο κράτος, αλλά αποτελεί περισσότερο έναν αποκεντρωμένο μηχανισμό εξουσίας χωρίς γεωγραφικό κέντρο. Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ δεν βασίζονται κατ'ανάγκη σε μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, αν και, βέβαια, δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη ενός συγκεκριμένου κράτους για την επίτευξη των στόχων τους ―πολύ περισσότερο όταν αυτό τυγχάνει να είναι η σημερινή ηγεμονική στρατιωτική δύναμη. Με αυτή την έννοια, η παλαιο-Μαρξιστική προσέγγιση, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί τις ΗΠΑ ως «αυτοκρατορία» ―αν και καταρρέουσα― είναι άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι βασίζεται στην παρωχημένη αντίληψη της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης σε κρατικό επίπεδο. Ωστόσο, η υπερεθνική ελίτ δεν ορίζεται γεωγραφικά και αποτελείται από μέλη που έχουν δεσπόζουσα θέση στη «διεθνή κοινότητα», ως αποτέλεσμα της υπερεθνικής οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής εξουσίας τους, και όχι ως αποτέλεσμα της κατοχής εξουσίας σε ένα μόνο έθνος-κράτος.
Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και όταν «φωτισμένοι» μαρξιστές αναλυτές (δηλαδή εκείνοι οι οποίοι, σε αντίθεση με παρωχημένους μαρξιστές, έχουν κατανοήσει τη σημασία της παγκοσμιοποίησης ως ένα νέο συστημικό φαινόμενο) χρησιμοποιούν τον όρο «αυτοκρατορία», του δίνουν συνήθως ένα νόημα που αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στην έννοια της υπερεθνικής ελίτ, όπως ορίζεται παραπάνω. Έτσι, οι Hardt & Negri[3] βλέπουν την «Αυτοκρατορία» ως «ένα αποκεντρωμένο και από-εδαφικοποιημένο μηχανισμό εξουσίας», (αν και δεν περιλαμβάνουν σε αυτή τις ΜΚΟ και τον ΟΗΕ!). [4]Επίσης, σε μια πιο πρόσφατη μελέτη, ο Anthony Mustacich, (ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο «τριμερής ιμπεριαλισμός» για να αναφερθεί στις ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία), τονίζει ότι «η νεο-φιλελεύθερη αυτοκρατορία του σήμερα δεν είναι η χθεσινή αυτοκρατορία ενός ιμπεριαλιστικού έθνους, αλλά η αυτοκρατορία των πολυεθνικών εταιρειών, που βασίζονται στην τριάδα, και επιβάλλονται μέσω της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.» [5]
Φυσικά, όπως οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των μελών της εθνικής άρχουσας ελίτ, που εκπροσωπείται από την κυβέρνηση ενός έθνους-κράτους, δεν είναι σπάνιες, το ίδιο ισχύει και με τα μέλη της Υ/Ε. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές, ακριβώς όπως και στην περίπτωση των εθνικών αρχουσών ελίτ, αναφέρονται στην τακτική, και ποτέ στη στρατηγική, δηλαδή, ποτέ δεν αφορούν τους ίδιους τους στρατηγικούς στόχους αυτών των ελίτ για την αναπαραγωγή και την επέκταση της υπερεθνικής πολιτικής και οικονομικής τους δύναμης. Η εθνική κυβέρνηση υποτίθετο ότι έπαιζε ακριβώς αυτό τον ρόλο: να συμβιβάζει τις πολιτικές διαφορές (συνήθως τακτικής), μεταξύ των μελών της, ώστε οι στρατηγικοί στόχοι να μην διακινδυνεύονται. Έτσι, τα ανόητα επιχειρήματα που προέβαλλε, για παράδειγμα, η φράξια των φιλελεύθερων παγκοσμιοποιητών στη ρωσική ελίτ για την εκμετάλλευση των διαφορών μεταξύ των μελών της Υ/Ε (βλέπε π.χ. τις διαφορές τους όσον αφορά την εισβολή στο Ιράκ), απλά φανερώνουν αδυναμία κατανόησης του γεγονότος ότι αυτές είναι διαφορές τακτικής, και ποτέ στρατηγικής. Δηλαδή, πως όλα τα μέλη της Υ/Ε συμφωνούν ότι πρωταρχικός τους στόχος είναι να αναπαράγουν και να επεκτείνουν περαιτέρω τη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία αποτελεί εχθρό για όλα τα τμήματα της Υ/Ε, αν και υπάρχουν προφανείς διαφορές τακτικής μεταξύ τους σε ό,τι αφορά το πώς να ενσωματώσουν τη Ρωσία στη ΝΔΤ, π.χ. μέσω οικονομικού πολέμου, είτε μέσω μιας στρατιωτικής σύρραξη, όπως θα προτιμούσαν κάποιοι άλλοι.
Η μη-ανταγωνιστική φύση των διαφορών τακτικής μεταξύ των μελών της Υ/Ε συνεπάγεται, επομένως, ότι οι διαφορές αυτές έχουν ελάχιστη σχέση με τις ενδο-ιμπεριαλιστικές διαφορές που αναφέρονται στη μαρξιστική βιβλιογραφία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης ποιοτική διαφορά μεταξύ της Διεθνούς Τάξης της εποχής πριν τη παγκοσμιοποίηση, που βασιζόταν στα έθνη-κράτη, και της Νέας Διεθνούς Τάξης που αναδύθηκε με την παγκοσμιοποίηση τις τελευταίες περίπου τρεις δεκαετίες. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη περίπτωση που η ηγετική χώρα μέσα στην Υ/Ε, οι ΗΠΑ, επέβαλλε πρόστιμο της τάξης των $9 δις σε μια γαλλική πολυεθνική, την BNP Paribas, επειδή βοηθούσε χώρες όπως η Κούβα και το Ιράν να αποφεύγουν τις δυτικές κυρώσεις. Αυτό ανάγκασε ακόμη και τον Michel Sapin, τον Γάλλο υπουργό οικονομικών, να απευθύνει έκκληση για «εξισορρόπηση» των νομισμάτων που χρησιμοποιούνται για τις παγκόσμιες πληρωμές, (αυτή τη στιγμή το αμερικανικό δολάριο αντιπροσωπεύει το κύριο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα για περίπου το 85% των παγκόσμιων συναλλαγών), τονίζοντας ότι η περίπτωση της BNP Paribas θα έπρεπε «να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της χρήσης μιας ποικιλίας νομισμάτων».[6] Το επακόλουθο μιας τέτοιας πρότασης ήταν προφανές: οι χώρες της ΕΕ θα έπρεπε να χρησιμοποιούν και το ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαφώς μία τορπίλη στην ηγεμονία του αμερικανικού δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος, μία ρύθμιση που επιτρέπει στις ΗΠΑ να υιοθετούν πολιτικές, τις οποίες δεν μπορούν να εφαρμόσουν οι χώρες των οποίων το νόμισμα δεν χρησιμοποιείται σαν αποθεματικό. Ωστόσο, μέσα σε λίγες ώρες από την παραπάνω δήλωση, μέλη της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ (κυρίως τραπεζίτες) «αποκατέστησαν την τάξη», όπως έκανε σαφές το ακόλουθο απόσπασμα από το ίδιο ρεπόρτο των Financial Times:
«Παρά τις προσπάθειες διαφοροποίησης, πολλές κεντρικές τράπεζες λένε ότι εξακολουθούν να μη βλέπουν καμιά πραγματική εναλλακτική λύση στο δολάριο, όσον αφορά τουλάχιστον την ασφάλεια και τη ρευστότητα που παρέχει, και κατέχουν περισσότερο από το 60 τοις εκατό των αποθεματικών τους σε αμερικανικά δολάρια. Ένας ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος αμφισβήτησε την ικανότητα της κυβέρνησης του να τονώσει την περαιτέρω χρήση του ευρώ στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές: «Τελικά, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι μπορούμε να κάνουμε πραγματικά. Η αγορά είναι εκείνη που αποφασίζει γι’ αυτά τα πράγματα.»[7]
Παρόλα αυτά, ορισμένοι πολιτικοί και κυρίως οι παρωχημένοι μαρξιστές επιχειρούν ακόμη και σήμερα να απορρίψουν μία ανάλυση όπως η παραπάνω για την παγκοσμιοποίηση και την υπερεθνική ελίτ, είτε αναφερόμενοι σε μια υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ «Ευρώπης» και ΗΠΑ, είτε, εναλλακτικά, στην ύπαρξη δύο κύριων ιμπεριαλισμών, ή ακόμη και «πολλαπλών καπιταλισμών».
Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, για παράδειγμα, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δηλώσει, (καθώς γιόρταζε, δίπλα στη Μέρκελ, την ενοποίηση της Γερμανίας!) ότι «η Ευρώπη μπορεί να έχει πολύ θετική επίδραση στην κατάσταση. Αυτή άλλωστε θα έπρεπε να γίνει η ατμομηχανή για τη δημιουργία του νέου κόσμου.» [8] Με άλλα λόγια, για τον Γκορμπατσόφ και το παγκοσμιοποιητικό τμήμα της ρωσικής ελίτ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την ΕΕ, και επομένως δεν υπάρχει ούτε ανάγκη για ένα νέο παγκόσμιο πόλο που να εκφράζει το αίτημα για μια νέα διεθνή δημοκρατική τάξη βασισμένη σε κυρίαρχα έθνη, όπως θα μπορούσε να είναι η Ευρασιατική Ένωση. Προφανώς, φταίνε μόνο οι νεοσυντηρητικοί Αμερικανοί, ενώ η Ρωσία (με ή χωρίς τα λοιπά μέλη της Ευρασιατικής Ένωσης) θα μπορούσε κάλλιστα να συμβιώσει στον ίδιο μονοπολικό κόσμο που ορίζει η ΝΔΤ και η Υ/Ε, της οποίας η ΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος!
Για άλλους, η σημερινή κατάσταση μπορεί να περιγραφεί στη βάση δύο ιμπεριαλιστικών κρατών ή δύο κέντρων εξουσίας, ενός στρατιωτικού, δηλαδή των ΗΠΑ, και ενός οικονομικού, δηλαδή μιας «ελεγχόμενης-από-τη-Γερμανία ΕΕ», τα οποία κατά κάποιο τρόπο συνεργάζονται για να κυβερνήσουν τον κόσμο. Έτσι, για τον James Petras,
«Ενώ οι πρόεδροι Μπους και Κλίντον προανήγγελλαν μια «νέα διεθνή τάξη», με βάση τη μονοπολική στρατιωτική υπεροχή, η Γερμανία προήγαγε τη νέα αυτοκρατορική τάξη της, ασκώντας τους δικούς της πολιτικούς και οικονομικούς μοχλούς. Κάθε ένα από τα δύο αυτά κέντρα εξουσίας, η Γερμανία και οι ΗΠΑ, μοιράζονται τον κοινό στόχο για την ταχεία ενσωμάτωση των νέων καπιταλιστικών καθεστώτων στις περιφερειακές οργανώσεις τους ―την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ αντίστοιχα― και την επέκταση τους σε παγκόσμιο επίπεδο» .[9]
Ωστόσο, το γεγονός ότι σε αυτή την ανάλυση, η ΝΔΤ ορίζεται από καθαρά γεωπολιτική σκοπιά, σα να ζούμε ακόμη στην εποχή πριν τη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή την εποχή των εθνικών κρατών και των ιμπεριαλισμών που βασίζονταν σε αυτά, φανερώνει σαφή άγνοια της σημασίας των Αμερικανικών και Γερμανικών πολυεθνικών ως το θεμέλιο της αντίστοιχης συνεργασίας των ΗΠΑ και της Γερμανίας, μέσα στην Υ/Ε. Είναι σαφές ότι, μολονότι μπορεί να υπάρχουν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε θέματα τακτικής μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας επάνω σε διάφορα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος για τον καλύτερο τρόπο ενσωμάτωσης της Ρωσίας στη ΝΔΤ, υπάρχει πλήρης συμφωνία μεταξύ τους για τον στρατηγικό στόχο της αναπαραγωγής και επέκτασης της σημερινής τάξης σε όλο τον κόσμο, μέσα από την ενσωμάτωση χωρών που αντιστέκονται στα κρίσιμα στοιχεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: δηλαδή στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων (καθώς και τις «ελαστικές» σχέσεις εργασίας).Αυτό, κατ’ ανάγκη, συνεπάγεται, όπως προσπάθησα να δείξω στο παρελθόν,[10] την απώλεια της οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ενός νέου είδους υπερεθνικής κυριαρχίας που ελέγχεται, σε οικονομικό επίπεδο, από τις υπερεθνικές/πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Τέλος, για κάποιους άλλους το πρόβλημα είναι η ύπαρξη μιας «ποικιλίας καπιταλισμών» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης:
Ο «αμερικανικός αιώνας» έχει τελειώσει, και έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν σχηματιστεί πολλαπλά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα και ίσως τη Λατινική Αμερική, έχουν αναπτυχθεί επίσης καπιταλιστικά συστήματα με συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες: οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό τους, η Ευρώπη για ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας, η Κίνα για τον αυταρχικό της καπιταλισμό, η Λατινική Αμερική για τον λαϊκίστικο καπιταλισμό. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των ΗΠΑ να επιβληθούν ως η μόνη υπερδύναμη ―ο ρόλος του διεθνούς χωροφύλακα― υπάρχει πλέον η ανάγκη να οριστούν οι κανόνες της αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των τοπικών κέντρων όσον αφορά τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους. [11]
Με βάση αυτή την περιγραφή, (η οποία δεν στηρίχτηκε σε κανένα είδος ανάλυσης), ο Ζίζεκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «πρωταρχική αντίφαση» της Νέας Διεθνούς Τάξης είναι η αδυναμία της δημιουργίας μιας παγκόσμιας πολιτικής τάξης, η οποία να αντιστοιχεί στην νέα τάξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο ο Σιμόν Πέρες, ο πρόσφατα αποχωρήσας αρχι-Σιωνιστής πρόεδρος του Ισραήλ, έχει ήδη δώσει μια απάντηση σχετικά με το πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα είδος παγκόσμιας διακυβέρνησης από αυτή την υποτιθέμενη δυσλειτουργία που περιέγραψε ο «αριστερός» στοχαστής. Έτσι, ο Πέρες πανηγύριζε ως εξής την παγκοσμιοποίηση μπροστά σε ένα άκρως ενθουσιώδες ακροατήριο του συνόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:
«Η παγκοσμιοποίηση έθεσε τέλος στον ρατσισμό. Ενδυναμώνει το άτομο. Οι πολυεθνικές δεν επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ανθρώπους. Αντιθέτως, σέβονται τη βούληση των πελατών τους. Μπορούν να παρέχουν επιστημονική τεχνογνωσία για την ανάπτυξη. Μπορούν να βοηθήσουν τους νέους να αποκτήσουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας που αρμόζουν στις δεξιότητές τους.» [12]
Στη συνέχεια, o Πέρες προχώρησε παραπέρα, στο να περιγράψει πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον του κόσμου στη βάση της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας τα χνάρια του Gideon Rachman, δηλαδή του επικεφαλής σχολιαστή εξωτερικών υποθέσεων των Financial Times, ο οποίος σε ένα πολύ γνωστό άρθρο του το 2008 με τίτλο «Και τώρα για μια παγκόσμια κυβέρνηση»[13] παρείχε το ιδεολογικό υπόβαθρο για την παγκόσμια διακυβέρνηση (πράγμα που πολλοί σχολιαστές το εξέλαβαν σαν απόδειξη μιας συνομοσίας των ελίτ για τη δημιουργία της παγκόσμιας διακυβέρνησης). Δηλαδή, περιέγραψε πώς έβλεπε ο ίδιος την υπάρχουσα Νέα Διεθνή Τάξη, έτσι όπως είναι προς το παρόν, προσθέτοντας επιπλέον μια άτυπη παγκόσμια διακυβέρνηση:
«Ο Παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας δεν έχει καμία παγκόσμια κυβέρνηση. Έχει γίνει σχεδόν ακυβέρνητος. Πρέπει να κοιτάξουμε για μια εναλλακτική λύση. Πιστεύω ότι οι μελλοντικοί τρόποι διακυβέρνησης θα πρέπει να στηρίζονται σε τρεις πυλώνες: Οι εθνικές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να είναι υπεύθυνες για τη συνετή διαχείριση του εθνικού κράτους. Παγκόσμιες εταιρείες θα επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη. Και τα άτομα θα απολαμβάνουν την ικανότητα να αυτοκυβερνώνται, γνωρίζοντας τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλος τους. Η Επιστήμη σήμερα έχει μεγαλύτερη δύναμη από την πολιτική. Είναι καθολική και χωρίς σύνορα. Οι στρατοί δεν μπορούν να κατακτήσουν τη σοφία. Η αστυνομία δεν μπορεί να συλλάβει την επιστήμη. (...) Αντιμετωπίζοντας την έλλειψη παγκόσμιας διακυβέρνησης, μπορούμε να σφυρηλατήσουμε μια στενή συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων και των παγκόσμιων εταιρειών. Αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους που απειλούν τις αξίες για τις οποίες πολεμούμε, θα πολεμήσουμε την τρομοκρατία, όπου και αν βρίσκεται, αδυσώπητα». [14]
Έτσι, χρησιμοποιώντας σχεδόν τα ίδια λόγια που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Ζίζεκ για να περιγράψουν την «πρωταρχική αντίφαση», (που απλά πρόσθεσε μια δήθεν μαρξιστική διάσταση στη θέση του Πέρες), ο Ισραηλινός πρόεδρος «έδειξε» επίσης τη διέξοδο από αυτή την αντίφαση στην πορεία της σημερινής ΝΔΤ!
Ωστόσο, υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια πραγματική εναλλακτική λύση σε αυτή την πορεία, όπως την περιέγραψα αλλού:
Συμπερασματικά, ο θεμελιώδης στόχος της κοινωνικής πάλης σήμερα πρέπει να είναι μια πλήρης ρήξη με την παρούσα ΝΔΤ και η οικοδόμηση μιας νέας δημοκρατικής τάξης, στην οποία η οικονομική και εθνική κυριαρχία έχουν αποκατασταθεί. Έτσι, οι λαοί θα μπορούσαν στη συνέχεια να αγωνιστούν για την ιδανική κοινωνία, όπως την ονειρεύονται... Με αυτή την έννοια, η ολοκλήρωση μιας Ευρασιατικής Ένωσης, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, (δηλαδή ως μια οικονομική ένωση κυρίαρχων κρατών που θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ό,τι κοινωνικούς ελέγχους αποφασίσουν πάνω στις αγορές), θα ήταν ένα γεγονός με πελώρια σημασία για την ανάπτυξη μιας νέας δημοκρατικής παγκόσμιας τάξης που θα αντικαθιστούσε τη σημερινή ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει ήδη καταστρέψει τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.[15]
Η συνήθης αντίληψη της ΝΔΤ βασίζεται σε κάποια θεωρία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία τον κόσμο κυβερνούν μυστικές παντοδύναμες ελίτ, που συνήθως ορίζονται με ιδεολογικούς, αν όχι θρησκευτικούς ή εθνοτικούς όρους, ή, μερικές φορές με γεωπολιτικούς ή ψευδο-οικονομικούς όρους. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ΝΔΤ δεν ερμηνεύεται με βάση τις συστημικές δομές και τις ιστορικές αλλαγές σε αυτές, αλλά, πάντα, με βάση τις συνωμοσίες κάποιων ελίτ. Εντούτοις, μπορεί κανείς να δει την παρούσα ΝΔΤ ως το αποτέλεσμα ιστορικών οικονομικών αλλαγών τα τελευταία περίπου διακόσια χρόνια, από τότε που επικράτησε το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, και των αντίστοιχων μακροπρόθεσμων αλλαγών στις πολιτικές δομές. Αυτές οι αλλαγές ήταν πάντα το αποτέλεσμα της έκβασης της Κοινωνικής Πάλης, σε σχέση φυσικά με την εγγενή δυναμική του συστήματος που καθόριζε το ιστορικό «περιβάλλον» μέσα στο οποίο υλοποιούταν η Πάλη αυτή, και όχι κάποιων οικονομικών «νόμων» ή «νόμων της Φύσης» και αντίστοιχων ιστορικών τάσεων.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ της φιλελεύθερης φάσης του συστήματος αυτού κατά τον 19ο αιώνα, την οποία ακολούθησε η κρατικιστική φάση κατά τον προηγούμενο αιώνα που γενικεύτηκε μεταπολεμικά στη Δύση με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας, μετά από μια ιστορικά αποτυχημένη απόπειρα για παγκοσμιοποίηση στις αρχές του 20ού αιώνα. Την κρατικιστική φάση διαδέχθηκε η σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση που είναι άρρηκτα δεμένη με την μαζική επέκταση των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων (Πολυεθνικών), κυρίως από τη δεκαετία του 1980, και τη συνακόλουθη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.[1] Επιπλέον, δεδομένου ότι αυτή η κρίσιμη κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη συνέπεσε (όχι βέβαια τυχαία, αλλά δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε τις σχετικές διασυνδέσεις) με μια άλλη κοσμοϊστορική εξέλιξη, την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του σοβιετικού μπλοκ, η ΝΔΤ θα μπορούσε κάλλιστα να οριστεί με βάση αυτές τις δύο συστημικές εξελίξεις, αντί στη βάση συνωμοσιών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν συνωμοσίες στην Ιστορία. Οι ελίτ πάντα συνωμοτούν, αλλά είναι μόνο όταν έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες που τέτοιες συνωμοσίες μπορούν να οδηγήσουν σε ιστορικές αλλαγές, ως το αποτέλεσμα, πάντα, της Κοινωνικής Πάλης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε) αποτελείται από ένα δίκτυο διασυνδεδεμένων διεθνικών ελίτ, οι οποίες εδράζονται (όχι απλά με τη νομική έννοια) κυρίως στις χώρες της G7, και ελέγχουν κάθε σημαντικό τομέα της κοινωνικής ζωής (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό και ούτω καθεξής). Με αυτή την έννοια, η Υ/Ε παίζει το ρόλο που έπαιζε η εθνική κυβέρνηση στην εποχή προ της παγκοσμιοποίησης, όταν οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν τη λειτουργια να εκφράζουν το γενικό συμφέρον των εθνικών ελίτ, στο οποίο έπρεπε να υποτάσσονται τα ειδικά τους συμφέροντα. Παρόμοια, στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, η Υ/Ε έχει τη λειτουργία να εκφράζει το γενικό συμφέρον των ελίτ που ελέγχουν όλες τις μορφές της υπερεθνικής εξουσίας (οικονομική, πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική κ.λπ.) στο οποίο τα ειδικά υπερεθνικά συμφέροντα πρέπει να υποτάσσονται, για χάρη του γενικού συμφέροντος της Νέας Διεθνούς Τάξης, δηλαδή της διατήρησης και αναπαραγωγής της. Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι η Υ/Ε είναι απλώς ένα νέο είδος άτυπης (προς το παρόν) παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η Υ/Ε είναι μια ελίτ, διότι τα μέλη της κατέχουν δεσπόζουσα θέση μέσα στην κοινωνία, ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους. Και είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, σε αντίθεση με τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουν την προνομιακή θέση τους στην κοινωνία δεν είναι μέσω της διασφάλισης της αναπαραγωγής οποιουδήποτε πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά, αντίθετα, μέσω της εξασφάλισης της αναπαραγωγής της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς σε όλο τον κόσμο. Με άλλα λόγια, αυτή η ελίτ αντλεί τη δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική εξουσία) λειτουργώντας σε υπερεθνικό επίπεδο ―γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει, μόνο ή κυρίως, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου κράτους, ακόμη και αν αυτό έχει μια ηγεμονική θέση σε σχέση με τον έλεγχο μιας κρίσιμης υπερεθνικής εξουσίας, όπως είναι η περίπτωση των ΗΠΑ και της στρατιωτικής τους δύναμης. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η υπερεθνική οικονομική δύναμη, η οποία σε ένα καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς είναι η κυρίαρχη μορφή υπερεθνικής εξουσίας, μοιράζεται ανάμεσα σε χιλιάδες υπερεθνικές επιχειρήσεις (πολυεθνικές), εκ των οποίων οι 1.318, που αποτελούν τον πυρήνα τους, μέσα από τις διασυνδέσεις τους κατέχουν το 80% των παγκόσμιων εσόδων και 147 από αυτές (δηλαδή, λιγότερο από το 1 τοις εκατό του δικτύου) συγκροτούν μια «σούπερ οντότητα», η οποία ελέγχει το 40 τοις εκατό του πλούτου του συνόλου του δικτύου! [2] Γι'αυτό και δεν έχει νόημα ―αν δεν πρόκειται για εσκεμμένο αποπροσανατολισμό― να γίνεται συζήτηση για την οικονομική εξουσία με κριτήριο το ποσοστό του παγκόσμιου προϊόντος που παράγει μια χώρα (π.χ. η Κίνα ή η...Ινδία!), όταν είναι οι πολυεθνικές εταιρείες που λαμβάνουν τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις, (τι, πώς και για ποιον θα παραχθεί) και όχι η χώρα υποδοχής, η οποία συνήθως μπορεί να ασκήσει πολύ λίγο, αν όχι καθόλου, έλεγχο επάνω σε αυτές, π.χ. να επιβάλλει πραγματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις χώρες BRICS!
Το πολιτικό συμπλήρωμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η οποία στη ΝΔΤ παίρνει τη μορφή της «κοινοβουλευτικής χούντας», δηλαδή ενός υβριδίου μεταξύ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της χούντας, (με την έννοια μιας ομάδας ―όχι αναγκαστικά στρατιωτικής--που κυβερνά μια χώρα). Η κοινοβουλευτική χούντα αποτελείται από ένα πολιτικό κόμμα ή κόμματα που εκλέγονται στη κυβέρνηση μέσω κάποιου είδους εκλογικής και κοινοβουλευτικής διαδικασίας ―μια διαδικασία που έχει μικρή σχέση με την εκλογική διαδικασία στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του παρελθόντος, όπου μαζικά πολιτικά κόμματα με σαφώς ξεχωριστά εκλογικά προγράμματα συναγωνίζονταν για την ψήφο του εκλογικού σώματος που συμμετείχε μαζικά στη διαδικασία. Η Υ/Ε, επομένως, βλέπει τα συμφέροντά της στο πλαίσιο διεθνών «χώρων» (αγορές, πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί, μέσα ενημέρωσης, κ.λπ.) αντί «εθνικών». Εντούτοις, η ανάδυση υπερεθνικών μορφών πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση των εθνικών μορφών. Τα κράτη εξακολουθούν να χρειάζονται για την τοπική θεσμοθέτηση και εφαρμογή των υπερεθνικών στρατηγικών και πολιτικών, τις οποίες είναι αναγκασμένη να υλοποιεί κάθε χώρα που έχει ενσωματωθεί στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Δεδομένου ότι η Υ/Ε βλέπει τα συμφέροντά της σε σχέση με υπερεθνικούς, παρά με «εθνικούς» χώρους, δεν στηρίζεται σε κάποιο ενιαίο κράτος, αλλά αποτελεί περισσότερο έναν αποκεντρωμένο μηχανισμό εξουσίας χωρίς γεωγραφικό κέντρο. Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ δεν βασίζονται κατ'ανάγκη σε μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, αν και, βέβαια, δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη ενός συγκεκριμένου κράτους για την επίτευξη των στόχων τους ―πολύ περισσότερο όταν αυτό τυγχάνει να είναι η σημερινή ηγεμονική στρατιωτική δύναμη. Με αυτή την έννοια, η παλαιο-Μαρξιστική προσέγγιση, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί τις ΗΠΑ ως «αυτοκρατορία» ―αν και καταρρέουσα― είναι άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι βασίζεται στην παρωχημένη αντίληψη της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης σε κρατικό επίπεδο. Ωστόσο, η υπερεθνική ελίτ δεν ορίζεται γεωγραφικά και αποτελείται από μέλη που έχουν δεσπόζουσα θέση στη «διεθνή κοινότητα», ως αποτέλεσμα της υπερεθνικής οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής εξουσίας τους, και όχι ως αποτέλεσμα της κατοχής εξουσίας σε ένα μόνο έθνος-κράτος.
Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και όταν «φωτισμένοι» μαρξιστές αναλυτές (δηλαδή εκείνοι οι οποίοι, σε αντίθεση με παρωχημένους μαρξιστές, έχουν κατανοήσει τη σημασία της παγκοσμιοποίησης ως ένα νέο συστημικό φαινόμενο) χρησιμοποιούν τον όρο «αυτοκρατορία», του δίνουν συνήθως ένα νόημα που αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στην έννοια της υπερεθνικής ελίτ, όπως ορίζεται παραπάνω. Έτσι, οι Hardt & Negri[3] βλέπουν την «Αυτοκρατορία» ως «ένα αποκεντρωμένο και από-εδαφικοποιημένο μηχανισμό εξουσίας», (αν και δεν περιλαμβάνουν σε αυτή τις ΜΚΟ και τον ΟΗΕ!). [4]Επίσης, σε μια πιο πρόσφατη μελέτη, ο Anthony Mustacich, (ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο «τριμερής ιμπεριαλισμός» για να αναφερθεί στις ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία), τονίζει ότι «η νεο-φιλελεύθερη αυτοκρατορία του σήμερα δεν είναι η χθεσινή αυτοκρατορία ενός ιμπεριαλιστικού έθνους, αλλά η αυτοκρατορία των πολυεθνικών εταιρειών, που βασίζονται στην τριάδα, και επιβάλλονται μέσω της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.» [5]
Φυσικά, όπως οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των μελών της εθνικής άρχουσας ελίτ, που εκπροσωπείται από την κυβέρνηση ενός έθνους-κράτους, δεν είναι σπάνιες, το ίδιο ισχύει και με τα μέλη της Υ/Ε. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές, ακριβώς όπως και στην περίπτωση των εθνικών αρχουσών ελίτ, αναφέρονται στην τακτική, και ποτέ στη στρατηγική, δηλαδή, ποτέ δεν αφορούν τους ίδιους τους στρατηγικούς στόχους αυτών των ελίτ για την αναπαραγωγή και την επέκταση της υπερεθνικής πολιτικής και οικονομικής τους δύναμης. Η εθνική κυβέρνηση υποτίθετο ότι έπαιζε ακριβώς αυτό τον ρόλο: να συμβιβάζει τις πολιτικές διαφορές (συνήθως τακτικής), μεταξύ των μελών της, ώστε οι στρατηγικοί στόχοι να μην διακινδυνεύονται. Έτσι, τα ανόητα επιχειρήματα που προέβαλλε, για παράδειγμα, η φράξια των φιλελεύθερων παγκοσμιοποιητών στη ρωσική ελίτ για την εκμετάλλευση των διαφορών μεταξύ των μελών της Υ/Ε (βλέπε π.χ. τις διαφορές τους όσον αφορά την εισβολή στο Ιράκ), απλά φανερώνουν αδυναμία κατανόησης του γεγονότος ότι αυτές είναι διαφορές τακτικής, και ποτέ στρατηγικής. Δηλαδή, πως όλα τα μέλη της Υ/Ε συμφωνούν ότι πρωταρχικός τους στόχος είναι να αναπαράγουν και να επεκτείνουν περαιτέρω τη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία αποτελεί εχθρό για όλα τα τμήματα της Υ/Ε, αν και υπάρχουν προφανείς διαφορές τακτικής μεταξύ τους σε ό,τι αφορά το πώς να ενσωματώσουν τη Ρωσία στη ΝΔΤ, π.χ. μέσω οικονομικού πολέμου, είτε μέσω μιας στρατιωτικής σύρραξη, όπως θα προτιμούσαν κάποιοι άλλοι.
Η μη-ανταγωνιστική φύση των διαφορών τακτικής μεταξύ των μελών της Υ/Ε συνεπάγεται, επομένως, ότι οι διαφορές αυτές έχουν ελάχιστη σχέση με τις ενδο-ιμπεριαλιστικές διαφορές που αναφέρονται στη μαρξιστική βιβλιογραφία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης ποιοτική διαφορά μεταξύ της Διεθνούς Τάξης της εποχής πριν τη παγκοσμιοποίηση, που βασιζόταν στα έθνη-κράτη, και της Νέας Διεθνούς Τάξης που αναδύθηκε με την παγκοσμιοποίηση τις τελευταίες περίπου τρεις δεκαετίες. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη περίπτωση που η ηγετική χώρα μέσα στην Υ/Ε, οι ΗΠΑ, επέβαλλε πρόστιμο της τάξης των $9 δις σε μια γαλλική πολυεθνική, την BNP Paribas, επειδή βοηθούσε χώρες όπως η Κούβα και το Ιράν να αποφεύγουν τις δυτικές κυρώσεις. Αυτό ανάγκασε ακόμη και τον Michel Sapin, τον Γάλλο υπουργό οικονομικών, να απευθύνει έκκληση για «εξισορρόπηση» των νομισμάτων που χρησιμοποιούνται για τις παγκόσμιες πληρωμές, (αυτή τη στιγμή το αμερικανικό δολάριο αντιπροσωπεύει το κύριο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα για περίπου το 85% των παγκόσμιων συναλλαγών), τονίζοντας ότι η περίπτωση της BNP Paribas θα έπρεπε «να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της χρήσης μιας ποικιλίας νομισμάτων».[6] Το επακόλουθο μιας τέτοιας πρότασης ήταν προφανές: οι χώρες της ΕΕ θα έπρεπε να χρησιμοποιούν και το ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαφώς μία τορπίλη στην ηγεμονία του αμερικανικού δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος, μία ρύθμιση που επιτρέπει στις ΗΠΑ να υιοθετούν πολιτικές, τις οποίες δεν μπορούν να εφαρμόσουν οι χώρες των οποίων το νόμισμα δεν χρησιμοποιείται σαν αποθεματικό. Ωστόσο, μέσα σε λίγες ώρες από την παραπάνω δήλωση, μέλη της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ (κυρίως τραπεζίτες) «αποκατέστησαν την τάξη», όπως έκανε σαφές το ακόλουθο απόσπασμα από το ίδιο ρεπόρτο των Financial Times:
«Παρά τις προσπάθειες διαφοροποίησης, πολλές κεντρικές τράπεζες λένε ότι εξακολουθούν να μη βλέπουν καμιά πραγματική εναλλακτική λύση στο δολάριο, όσον αφορά τουλάχιστον την ασφάλεια και τη ρευστότητα που παρέχει, και κατέχουν περισσότερο από το 60 τοις εκατό των αποθεματικών τους σε αμερικανικά δολάρια. Ένας ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος αμφισβήτησε την ικανότητα της κυβέρνησης του να τονώσει την περαιτέρω χρήση του ευρώ στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές: «Τελικά, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι μπορούμε να κάνουμε πραγματικά. Η αγορά είναι εκείνη που αποφασίζει γι’ αυτά τα πράγματα.»[7]
Παρόλα αυτά, ορισμένοι πολιτικοί και κυρίως οι παρωχημένοι μαρξιστές επιχειρούν ακόμη και σήμερα να απορρίψουν μία ανάλυση όπως η παραπάνω για την παγκοσμιοποίηση και την υπερεθνική ελίτ, είτε αναφερόμενοι σε μια υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ «Ευρώπης» και ΗΠΑ, είτε, εναλλακτικά, στην ύπαρξη δύο κύριων ιμπεριαλισμών, ή ακόμη και «πολλαπλών καπιταλισμών».
Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, για παράδειγμα, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δηλώσει, (καθώς γιόρταζε, δίπλα στη Μέρκελ, την ενοποίηση της Γερμανίας!) ότι «η Ευρώπη μπορεί να έχει πολύ θετική επίδραση στην κατάσταση. Αυτή άλλωστε θα έπρεπε να γίνει η ατμομηχανή για τη δημιουργία του νέου κόσμου.» [8] Με άλλα λόγια, για τον Γκορμπατσόφ και το παγκοσμιοποιητικό τμήμα της ρωσικής ελίτ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την ΕΕ, και επομένως δεν υπάρχει ούτε ανάγκη για ένα νέο παγκόσμιο πόλο που να εκφράζει το αίτημα για μια νέα διεθνή δημοκρατική τάξη βασισμένη σε κυρίαρχα έθνη, όπως θα μπορούσε να είναι η Ευρασιατική Ένωση. Προφανώς, φταίνε μόνο οι νεοσυντηρητικοί Αμερικανοί, ενώ η Ρωσία (με ή χωρίς τα λοιπά μέλη της Ευρασιατικής Ένωσης) θα μπορούσε κάλλιστα να συμβιώσει στον ίδιο μονοπολικό κόσμο που ορίζει η ΝΔΤ και η Υ/Ε, της οποίας η ΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος!
Για άλλους, η σημερινή κατάσταση μπορεί να περιγραφεί στη βάση δύο ιμπεριαλιστικών κρατών ή δύο κέντρων εξουσίας, ενός στρατιωτικού, δηλαδή των ΗΠΑ, και ενός οικονομικού, δηλαδή μιας «ελεγχόμενης-από-τη-Γερμανία ΕΕ», τα οποία κατά κάποιο τρόπο συνεργάζονται για να κυβερνήσουν τον κόσμο. Έτσι, για τον James Petras,
«Ενώ οι πρόεδροι Μπους και Κλίντον προανήγγελλαν μια «νέα διεθνή τάξη», με βάση τη μονοπολική στρατιωτική υπεροχή, η Γερμανία προήγαγε τη νέα αυτοκρατορική τάξη της, ασκώντας τους δικούς της πολιτικούς και οικονομικούς μοχλούς. Κάθε ένα από τα δύο αυτά κέντρα εξουσίας, η Γερμανία και οι ΗΠΑ, μοιράζονται τον κοινό στόχο για την ταχεία ενσωμάτωση των νέων καπιταλιστικών καθεστώτων στις περιφερειακές οργανώσεις τους ―την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ αντίστοιχα― και την επέκταση τους σε παγκόσμιο επίπεδο» .[9]
Ωστόσο, το γεγονός ότι σε αυτή την ανάλυση, η ΝΔΤ ορίζεται από καθαρά γεωπολιτική σκοπιά, σα να ζούμε ακόμη στην εποχή πριν τη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή την εποχή των εθνικών κρατών και των ιμπεριαλισμών που βασίζονταν σε αυτά, φανερώνει σαφή άγνοια της σημασίας των Αμερικανικών και Γερμανικών πολυεθνικών ως το θεμέλιο της αντίστοιχης συνεργασίας των ΗΠΑ και της Γερμανίας, μέσα στην Υ/Ε. Είναι σαφές ότι, μολονότι μπορεί να υπάρχουν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε θέματα τακτικής μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας επάνω σε διάφορα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος για τον καλύτερο τρόπο ενσωμάτωσης της Ρωσίας στη ΝΔΤ, υπάρχει πλήρης συμφωνία μεταξύ τους για τον στρατηγικό στόχο της αναπαραγωγής και επέκτασης της σημερινής τάξης σε όλο τον κόσμο, μέσα από την ενσωμάτωση χωρών που αντιστέκονται στα κρίσιμα στοιχεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: δηλαδή στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων (καθώς και τις «ελαστικές» σχέσεις εργασίας).Αυτό, κατ’ ανάγκη, συνεπάγεται, όπως προσπάθησα να δείξω στο παρελθόν,[10] την απώλεια της οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ενός νέου είδους υπερεθνικής κυριαρχίας που ελέγχεται, σε οικονομικό επίπεδο, από τις υπερεθνικές/πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Τέλος, για κάποιους άλλους το πρόβλημα είναι η ύπαρξη μιας «ποικιλίας καπιταλισμών» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης:
Ο «αμερικανικός αιώνας» έχει τελειώσει, και έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν σχηματιστεί πολλαπλά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα και ίσως τη Λατινική Αμερική, έχουν αναπτυχθεί επίσης καπιταλιστικά συστήματα με συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες: οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό τους, η Ευρώπη για ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας, η Κίνα για τον αυταρχικό της καπιταλισμό, η Λατινική Αμερική για τον λαϊκίστικο καπιταλισμό. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των ΗΠΑ να επιβληθούν ως η μόνη υπερδύναμη ―ο ρόλος του διεθνούς χωροφύλακα― υπάρχει πλέον η ανάγκη να οριστούν οι κανόνες της αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των τοπικών κέντρων όσον αφορά τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους. [11]
Με βάση αυτή την περιγραφή, (η οποία δεν στηρίχτηκε σε κανένα είδος ανάλυσης), ο Ζίζεκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «πρωταρχική αντίφαση» της Νέας Διεθνούς Τάξης είναι η αδυναμία της δημιουργίας μιας παγκόσμιας πολιτικής τάξης, η οποία να αντιστοιχεί στην νέα τάξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο ο Σιμόν Πέρες, ο πρόσφατα αποχωρήσας αρχι-Σιωνιστής πρόεδρος του Ισραήλ, έχει ήδη δώσει μια απάντηση σχετικά με το πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα είδος παγκόσμιας διακυβέρνησης από αυτή την υποτιθέμενη δυσλειτουργία που περιέγραψε ο «αριστερός» στοχαστής. Έτσι, ο Πέρες πανηγύριζε ως εξής την παγκοσμιοποίηση μπροστά σε ένα άκρως ενθουσιώδες ακροατήριο του συνόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:
«Η παγκοσμιοποίηση έθεσε τέλος στον ρατσισμό. Ενδυναμώνει το άτομο. Οι πολυεθνικές δεν επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ανθρώπους. Αντιθέτως, σέβονται τη βούληση των πελατών τους. Μπορούν να παρέχουν επιστημονική τεχνογνωσία για την ανάπτυξη. Μπορούν να βοηθήσουν τους νέους να αποκτήσουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας που αρμόζουν στις δεξιότητές τους.» [12]
Στη συνέχεια, o Πέρες προχώρησε παραπέρα, στο να περιγράψει πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον του κόσμου στη βάση της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας τα χνάρια του Gideon Rachman, δηλαδή του επικεφαλής σχολιαστή εξωτερικών υποθέσεων των Financial Times, ο οποίος σε ένα πολύ γνωστό άρθρο του το 2008 με τίτλο «Και τώρα για μια παγκόσμια κυβέρνηση»[13] παρείχε το ιδεολογικό υπόβαθρο για την παγκόσμια διακυβέρνηση (πράγμα που πολλοί σχολιαστές το εξέλαβαν σαν απόδειξη μιας συνομοσίας των ελίτ για τη δημιουργία της παγκόσμιας διακυβέρνησης). Δηλαδή, περιέγραψε πώς έβλεπε ο ίδιος την υπάρχουσα Νέα Διεθνή Τάξη, έτσι όπως είναι προς το παρόν, προσθέτοντας επιπλέον μια άτυπη παγκόσμια διακυβέρνηση:
«Ο Παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας δεν έχει καμία παγκόσμια κυβέρνηση. Έχει γίνει σχεδόν ακυβέρνητος. Πρέπει να κοιτάξουμε για μια εναλλακτική λύση. Πιστεύω ότι οι μελλοντικοί τρόποι διακυβέρνησης θα πρέπει να στηρίζονται σε τρεις πυλώνες: Οι εθνικές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να είναι υπεύθυνες για τη συνετή διαχείριση του εθνικού κράτους. Παγκόσμιες εταιρείες θα επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη. Και τα άτομα θα απολαμβάνουν την ικανότητα να αυτοκυβερνώνται, γνωρίζοντας τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλος τους. Η Επιστήμη σήμερα έχει μεγαλύτερη δύναμη από την πολιτική. Είναι καθολική και χωρίς σύνορα. Οι στρατοί δεν μπορούν να κατακτήσουν τη σοφία. Η αστυνομία δεν μπορεί να συλλάβει την επιστήμη. (...) Αντιμετωπίζοντας την έλλειψη παγκόσμιας διακυβέρνησης, μπορούμε να σφυρηλατήσουμε μια στενή συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων και των παγκόσμιων εταιρειών. Αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους που απειλούν τις αξίες για τις οποίες πολεμούμε, θα πολεμήσουμε την τρομοκρατία, όπου και αν βρίσκεται, αδυσώπητα». [14]
Έτσι, χρησιμοποιώντας σχεδόν τα ίδια λόγια που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Ζίζεκ για να περιγράψουν την «πρωταρχική αντίφαση», (που απλά πρόσθεσε μια δήθεν μαρξιστική διάσταση στη θέση του Πέρες), ο Ισραηλινός πρόεδρος «έδειξε» επίσης τη διέξοδο από αυτή την αντίφαση στην πορεία της σημερινής ΝΔΤ!
Ωστόσο, υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια πραγματική εναλλακτική λύση σε αυτή την πορεία, όπως την περιέγραψα αλλού:
Συμπερασματικά, ο θεμελιώδης στόχος της κοινωνικής πάλης σήμερα πρέπει να είναι μια πλήρης ρήξη με την παρούσα ΝΔΤ και η οικοδόμηση μιας νέας δημοκρατικής τάξης, στην οποία η οικονομική και εθνική κυριαρχία έχουν αποκατασταθεί. Έτσι, οι λαοί θα μπορούσαν στη συνέχεια να αγωνιστούν για την ιδανική κοινωνία, όπως την ονειρεύονται... Με αυτή την έννοια, η ολοκλήρωση μιας Ευρασιατικής Ένωσης, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, (δηλαδή ως μια οικονομική ένωση κυρίαρχων κρατών που θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ό,τι κοινωνικούς ελέγχους αποφασίσουν πάνω στις αγορές), θα ήταν ένα γεγονός με πελώρια σημασία για την ανάπτυξη μιας νέας δημοκρατικής παγκόσμιας τάξης που θα αντικαθιστούσε τη σημερινή ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει ήδη καταστρέψει τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.[15]