Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΕΜΕΛΗ Καθηγητή Φυσικού
Για να μπορέσει κανείς να αποκωδικοποιήσει τις πρόσφατες εξελίξεις (Σύνοδος ηγετών, τακτικό και έκτακτα Eurogroups), τις δεκάδες δηλώσεις των διαφόρων παραγόντων της ΕΕ και των Ευρωπαϊκών κρατών (που πολλές φορές φαίνονται αντικρουόμενες ακόμα και όταν εκφέρονται από το ίδιο πρόσωπο), τα δημοσιεύματα των οικονομικών και μη ΜΜΕ και τις αναλύσεις των οικονομικών αναλυτών στα διάφορα χρηματιστικά κέντρα, πρέπει να ξεκινήσει από μια οπτική γωνία πολύ διαφορετική από αυτήν που προβάλλει στις δηλώσεις του ο κ. Βαρουφάκης.Πρέπει να μπορέσει να δει ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα (Τρόικα, μνημόνιο, εφαρμοστικοί νόμοι κλπ) ΠΕΤΥΧΕ. Όχι μόνο δεν απέτυχε όπως δηλώνουν πρωθυπουργός και υπουργός οικονομίας, αλλά αντίθετα πέτυχε τόσο καλά το σκοπό του που οι δημιουργοί του αρνούνται και την παραμικρή απόκλιση απ’ αυτό.
Η επιτυχία η αποτυχία μιας πολιτικής εξαρτάται από το ποιος ήταν ο στόχος της πολιτικής αυτής και αν ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε. Σκοπός της πολιτικής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα ήταν να διαφυλαχτούν τα κέρδη των χρηματιστικών προϊόντων των χρηματιστικών οργανισμών (τραπεζών κλπ). Την πολιτική αυτή ανέλαβε να την εξειδικεύσει σε συγκεκριμένα οικονομικής φύσης μέτρα η τρόικα, και τα επέβαλε για να τα εφαρμόσουν πολιτικά οι Ελληνικές κυβερνήσεις (Παπανδρέου, Παπαδήμα, Σαμαρά) υπερνικώντας με το όποιο πολιτικό κόστος τις λαϊκές αντιστάσεις. Η πολιτική ήταν η μοναδική με την οποία οι Ευρωπαϊκές τράπεζες μπορούσαν να ξεπεράσουν πρόσκαιρα και να μεταθέσουν χρονικά την κρίση τους, πράγμα που αποδεικνύεται από την ακαμψία που έδειξαν οι εφαρμοστές και θεματοφύλακες της πολιτικής αυτής (Μερκελ, Σόιμπλε, Νταισσεμπλουμ κλπ) τόσο προεκλογικά (δεν μπόρεσαν να δώσουν ούτε ένα κόκκαλο στην συγκυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ έστω για μια προεκλογική ρητορική), όσο και μετεκλογικά η αδυναμία τους να δεχθούν ακόμα και γενναίες υποχωρήσεις από την σημερινή κυβέρνηση. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία λοιπόν η πολιτική της μνημονιακής λιτότητας ΠΕΤΥΧΕ. Και μάλιστα ήταν η μοναδική πολιτική που θα μπορούσε να πετύχει τον σκοπό αυτό. Δηλαδή την διαφύλαξη χρηματιστικού κέρδους.
Η αμφισβήτηση της πολιτικής αυτής στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πολύ περισσότερο η διεκδίκηση μιας διαφορετικής πολιτικής όσο κι αν ο χαρακτήρας της είναι περιορισμένος και δεν αρνείται την επικυριαρχία των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, θέτει σε κίνδυνο τα κέρδη των τραπεζών. Πολύ περισσότερο αν η αμφισβήτηση της ισχύουσας πολιτικής επεκταθεί και στις πολιτικές άλλων κρατών (Ιταλία, Ισπανία κλπ).
Τι ζητάει στις διαπραγματεύσεις της η Ελληνική κυβέρνηση?? Στην αρχή την κατάργηση της πολιτικής αυτής με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Σταδιακά υποχώρησε στο αίτημα περιορισμού της πολιτικής αυτής, σε μια ενδιάμεση πολιτική («γέφυρα») που θα δέχεται ένα μέρος των μνημονιακών δεσμεύσεων που ίσχυαν και μέχρι τώρα και παράταση της δανειακής σύμβασης κάπως τροποποιημένης, για κάποιο χρονικό διάστημα κατά την διάρκεια του οποίου θα εκπονηθεί ένα άλλο πρόγραμμα που θα συνδέει την αποπληρωμή του Ελληνικού χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά ο Γερμανικός άξονας που διευθύνει και καθοδηγεί την ισχύουσα πολιτική δεν αποδέχεται ούτε τις τόσο μετριοπαθείς Ελληνικές θέσεις απαιτώντας την άνευ όρων ευθυγράμμιση και υποταγή και όλων των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην γραμμή του. Γεγονός που δείχνει ότι ακόμα και η ελάχιστη απόκλιση από την πολιτική αυτή έχει οικονομικό και πολιτικό κόστος για τα τραπεζικά και χρηματοοικονομικά κέντρα, τέτοιο κόστος που τα κέντρα αυτά δεν είναι καθόλου διατεθειμένα να καταβάλουν. Γιατί δεν είναι μόνο τα λογιστικά τους κιτάπια που τους δείχνουν απώλεια κερδών από μία τροποποίηση του Ελληνικού προγράμματος στην κατεύθυνση των θέσεων της Ελληνικής κυβέρνησης, είναι κυρίως η πολύ πιθανή εξέλιξη να μην είναι μια «παρένθεση» στην συνολική απρόσκοπτη εφαρμογή της δημοσιονομικής λιτότητας σε όλη την Ευρώπη, αλλά μια αρχή την οποία περιμένουν πως και πώς να πάρουν θέση για ανάλογες πολιτικές τροποποιήσεις μια σειρά άλλα κράτη.
Ταυτόχρονα τόσο η Μερκελ όσο και το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας φαίνεται να συναρτούν την παραμονή τους στην κυβέρνηση της Γερμανίας, από την πλήρη και απαρέγκλιτη εφαρμογή της πολιτικής αυτής και με την έννοια αυτή φαίνεται να ταυτίζουν το πολιτικό τους μέλλον με το μέλλον της αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας στην Ευρώπη. Φαίνεται πως μια έστω και επί μέρους ήττα τους στην Ελληνοευρωπαική διαπραγμάτευση και η δημιουργία ρωγμής στην αυστηρή εφαρμογή της πολιτικής αυτής, να σημαίνει και μια ταυτόχρονη έναρξη διαδικασίας αποχώρησης τους από τα κυβερνητικά καθήκοντα αργά η γρήγορα.
Αμφισβητήσεις στην γραμμή Μέρκελ- Σόιμπλε, χαλαρές έστω, έχουν εμφανιστεί σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα και από οικονομολόγους του χρηματιστικού κεφαλαίου (Κρούγκμαν), ακόμα και από εκπροσώπους τραπεζών. Ακόμα και από οικονομολόγους και πολιτικούς της Γερμανίας, της Ευρώπης, της Αμερικής. Χαλαρές αμφισβητήσεις που περισσότερο όμως όλες εκφράζουν ένα συγκεκριμένο φόβο. Τον φόβο μιας εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη το περιβόητο GREXIT. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνιμη επωδός όλων των δηλώσεων τους (αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε όλες τις δηλώσεις του Ομπάμα) είναι ότι «η θέση της Ελλάδας είναι στην Ευρωζώνη». Τι έπαθαν τώρα θα αναρωτηθεί κανείς και κόπτονται τόσο πολύ για το αν θα είναι η όχι η Ελλάδα στην Ευρωζώνη?? Έφτασε να ανησυχεί μέχρι και ο πρωθυπουργός του Καναδά.
Μια προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων τους μας δείχνει ότι φοβούνται ότι η τόσο σκληρή και αμετακίνητη στάση της Γερμανικής γραμμής, αν απαντηθεί από μια ανυποχώρητη γραμμή διαπραγμάτευσης της Ελληνικής κυβέρνησης ίσως οδηγήσει σε αδιέξοδο τέτοιο που να είναι πλέον πολιτικά ανεξέλεγκτο και να προκαλέσει το GREXIT. Τι θα κοστίσει αυτό το GREXIT ? Οι οικονομικοί αναλυτές της γραμμής Μέρκελ- Σόιμπλε εκτιμώντας το κόστος του παρουσιάζουν μια εικόνα σύμφωνα με την οποία, θα συμβεί μια Ελληνική χρεωκοπία που θα οδηγήσει την Ελλάδα στην απομόνωση και θα εξαθλιώσει τον λαό της, ενώ οι τριγμοί που θα προκληθούν στην Γερμανική την Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία διαπιστώνουν ότι θα είναι απορροφήσιμοι.
Με τις εκτιμήσεις αυτές δεν φαίνεται όμως να συμφωνούν μια σειρά από άλλες οικονομικοπολιτικές αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανική γραμμή φαίνεται να υποτιμά τόσο τις οικονομικές όσο και τις πολιτικές επιπτώσεις ενός GREXIT. Πολλές από τις τελευταίες εκτιμούν ότι μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει ακόμα και συνολική κατάρρευση της Ευρωζώνης με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις σε παγκόσμια πλέον κλίμακα. Άρα οι δημόσιες δηλώσεις τους επισημαίνουν στα διαπραγματευόμενα μέρη να μην φτάνουν την αντιπαράθεση σε ακραίες και μη ελεγχόμενες καταστάσεις, μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες τόσο στην Ελληνική όσο και στην Γερμανική κυβέρνηση.
Από όποια πλευρά κι αν το αναλύσει κανείς, από όποια κύρια η δευτερεύουσα οπτική γωνία και αν παρατηρεί τις εξελίξεις το συμπέρασμα που προκύπτει είναι το ίδιο και αναδεικνύεται ολοένα και πιο πιεστικά. Το λαϊκό κίνημα πρέπει να ανέβει ένα σκαλί παραπάνω από τις συγκεντρώσεις στήριξης της Ελληνικής κυβέρνησης. Ένα σκαλί παραπάνω από το να αποτελεί διαπραγματευτικό όπλο στις διαπραγματεύσεις της Ελληνικής αντιπροσωπίας. Πρέπει να ανέβει στο επίπεδο της αυτοτελούς διεκδίκησης πολιτικών θέσεων που θα παραμερίζουν τις δευτερεύουσες αντιθέσεις στα πλαίσια των επιλογών του κεφαλαίου και θα φέρνουν σε πρώτο πλάνο την κυρίαρχη αντίθεση: Απέναντι στις ανάγκες και τις πολιτικές του χρηματιστικού κεφαλαίου να αντιπαρατίθενται οι ανάγκες και οι ανάλογες πολιτικές ολόπλευρης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της παραγωγής, που θα αξιοποιεί την εργασία όλων των ανθρώπων και θα αυξάνει τον κοινωνικό πλούτο.
Είναι ανάγκη αυτό να γίνει άμεσα και να γίνει σε Πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Για να μπορέσει κανείς να αποκωδικοποιήσει τις πρόσφατες εξελίξεις (Σύνοδος ηγετών, τακτικό και έκτακτα Eurogroups), τις δεκάδες δηλώσεις των διαφόρων παραγόντων της ΕΕ και των Ευρωπαϊκών κρατών (που πολλές φορές φαίνονται αντικρουόμενες ακόμα και όταν εκφέρονται από το ίδιο πρόσωπο), τα δημοσιεύματα των οικονομικών και μη ΜΜΕ και τις αναλύσεις των οικονομικών αναλυτών στα διάφορα χρηματιστικά κέντρα, πρέπει να ξεκινήσει από μια οπτική γωνία πολύ διαφορετική από αυτήν που προβάλλει στις δηλώσεις του ο κ. Βαρουφάκης.Πρέπει να μπορέσει να δει ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα (Τρόικα, μνημόνιο, εφαρμοστικοί νόμοι κλπ) ΠΕΤΥΧΕ. Όχι μόνο δεν απέτυχε όπως δηλώνουν πρωθυπουργός και υπουργός οικονομίας, αλλά αντίθετα πέτυχε τόσο καλά το σκοπό του που οι δημιουργοί του αρνούνται και την παραμικρή απόκλιση απ’ αυτό.
Η επιτυχία η αποτυχία μιας πολιτικής εξαρτάται από το ποιος ήταν ο στόχος της πολιτικής αυτής και αν ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε. Σκοπός της πολιτικής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα ήταν να διαφυλαχτούν τα κέρδη των χρηματιστικών προϊόντων των χρηματιστικών οργανισμών (τραπεζών κλπ). Την πολιτική αυτή ανέλαβε να την εξειδικεύσει σε συγκεκριμένα οικονομικής φύσης μέτρα η τρόικα, και τα επέβαλε για να τα εφαρμόσουν πολιτικά οι Ελληνικές κυβερνήσεις (Παπανδρέου, Παπαδήμα, Σαμαρά) υπερνικώντας με το όποιο πολιτικό κόστος τις λαϊκές αντιστάσεις. Η πολιτική ήταν η μοναδική με την οποία οι Ευρωπαϊκές τράπεζες μπορούσαν να ξεπεράσουν πρόσκαιρα και να μεταθέσουν χρονικά την κρίση τους, πράγμα που αποδεικνύεται από την ακαμψία που έδειξαν οι εφαρμοστές και θεματοφύλακες της πολιτικής αυτής (Μερκελ, Σόιμπλε, Νταισσεμπλουμ κλπ) τόσο προεκλογικά (δεν μπόρεσαν να δώσουν ούτε ένα κόκκαλο στην συγκυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ έστω για μια προεκλογική ρητορική), όσο και μετεκλογικά η αδυναμία τους να δεχθούν ακόμα και γενναίες υποχωρήσεις από την σημερινή κυβέρνηση. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία λοιπόν η πολιτική της μνημονιακής λιτότητας ΠΕΤΥΧΕ. Και μάλιστα ήταν η μοναδική πολιτική που θα μπορούσε να πετύχει τον σκοπό αυτό. Δηλαδή την διαφύλαξη χρηματιστικού κέρδους.
Η αμφισβήτηση της πολιτικής αυτής στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πολύ περισσότερο η διεκδίκηση μιας διαφορετικής πολιτικής όσο κι αν ο χαρακτήρας της είναι περιορισμένος και δεν αρνείται την επικυριαρχία των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, θέτει σε κίνδυνο τα κέρδη των τραπεζών. Πολύ περισσότερο αν η αμφισβήτηση της ισχύουσας πολιτικής επεκταθεί και στις πολιτικές άλλων κρατών (Ιταλία, Ισπανία κλπ).
Τι ζητάει στις διαπραγματεύσεις της η Ελληνική κυβέρνηση?? Στην αρχή την κατάργηση της πολιτικής αυτής με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Σταδιακά υποχώρησε στο αίτημα περιορισμού της πολιτικής αυτής, σε μια ενδιάμεση πολιτική («γέφυρα») που θα δέχεται ένα μέρος των μνημονιακών δεσμεύσεων που ίσχυαν και μέχρι τώρα και παράταση της δανειακής σύμβασης κάπως τροποποιημένης, για κάποιο χρονικό διάστημα κατά την διάρκεια του οποίου θα εκπονηθεί ένα άλλο πρόγραμμα που θα συνδέει την αποπληρωμή του Ελληνικού χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά ο Γερμανικός άξονας που διευθύνει και καθοδηγεί την ισχύουσα πολιτική δεν αποδέχεται ούτε τις τόσο μετριοπαθείς Ελληνικές θέσεις απαιτώντας την άνευ όρων ευθυγράμμιση και υποταγή και όλων των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην γραμμή του. Γεγονός που δείχνει ότι ακόμα και η ελάχιστη απόκλιση από την πολιτική αυτή έχει οικονομικό και πολιτικό κόστος για τα τραπεζικά και χρηματοοικονομικά κέντρα, τέτοιο κόστος που τα κέντρα αυτά δεν είναι καθόλου διατεθειμένα να καταβάλουν. Γιατί δεν είναι μόνο τα λογιστικά τους κιτάπια που τους δείχνουν απώλεια κερδών από μία τροποποίηση του Ελληνικού προγράμματος στην κατεύθυνση των θέσεων της Ελληνικής κυβέρνησης, είναι κυρίως η πολύ πιθανή εξέλιξη να μην είναι μια «παρένθεση» στην συνολική απρόσκοπτη εφαρμογή της δημοσιονομικής λιτότητας σε όλη την Ευρώπη, αλλά μια αρχή την οποία περιμένουν πως και πώς να πάρουν θέση για ανάλογες πολιτικές τροποποιήσεις μια σειρά άλλα κράτη.
Ταυτόχρονα τόσο η Μερκελ όσο και το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας φαίνεται να συναρτούν την παραμονή τους στην κυβέρνηση της Γερμανίας, από την πλήρη και απαρέγκλιτη εφαρμογή της πολιτικής αυτής και με την έννοια αυτή φαίνεται να ταυτίζουν το πολιτικό τους μέλλον με το μέλλον της αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας στην Ευρώπη. Φαίνεται πως μια έστω και επί μέρους ήττα τους στην Ελληνοευρωπαική διαπραγμάτευση και η δημιουργία ρωγμής στην αυστηρή εφαρμογή της πολιτικής αυτής, να σημαίνει και μια ταυτόχρονη έναρξη διαδικασίας αποχώρησης τους από τα κυβερνητικά καθήκοντα αργά η γρήγορα.
Αμφισβητήσεις στην γραμμή Μέρκελ- Σόιμπλε, χαλαρές έστω, έχουν εμφανιστεί σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα και από οικονομολόγους του χρηματιστικού κεφαλαίου (Κρούγκμαν), ακόμα και από εκπροσώπους τραπεζών. Ακόμα και από οικονομολόγους και πολιτικούς της Γερμανίας, της Ευρώπης, της Αμερικής. Χαλαρές αμφισβητήσεις που περισσότερο όμως όλες εκφράζουν ένα συγκεκριμένο φόβο. Τον φόβο μιας εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη το περιβόητο GREXIT. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνιμη επωδός όλων των δηλώσεων τους (αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε όλες τις δηλώσεις του Ομπάμα) είναι ότι «η θέση της Ελλάδας είναι στην Ευρωζώνη». Τι έπαθαν τώρα θα αναρωτηθεί κανείς και κόπτονται τόσο πολύ για το αν θα είναι η όχι η Ελλάδα στην Ευρωζώνη?? Έφτασε να ανησυχεί μέχρι και ο πρωθυπουργός του Καναδά.
Μια προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων τους μας δείχνει ότι φοβούνται ότι η τόσο σκληρή και αμετακίνητη στάση της Γερμανικής γραμμής, αν απαντηθεί από μια ανυποχώρητη γραμμή διαπραγμάτευσης της Ελληνικής κυβέρνησης ίσως οδηγήσει σε αδιέξοδο τέτοιο που να είναι πλέον πολιτικά ανεξέλεγκτο και να προκαλέσει το GREXIT. Τι θα κοστίσει αυτό το GREXIT ? Οι οικονομικοί αναλυτές της γραμμής Μέρκελ- Σόιμπλε εκτιμώντας το κόστος του παρουσιάζουν μια εικόνα σύμφωνα με την οποία, θα συμβεί μια Ελληνική χρεωκοπία που θα οδηγήσει την Ελλάδα στην απομόνωση και θα εξαθλιώσει τον λαό της, ενώ οι τριγμοί που θα προκληθούν στην Γερμανική την Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία διαπιστώνουν ότι θα είναι απορροφήσιμοι.
Με τις εκτιμήσεις αυτές δεν φαίνεται όμως να συμφωνούν μια σειρά από άλλες οικονομικοπολιτικές αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανική γραμμή φαίνεται να υποτιμά τόσο τις οικονομικές όσο και τις πολιτικές επιπτώσεις ενός GREXIT. Πολλές από τις τελευταίες εκτιμούν ότι μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει ακόμα και συνολική κατάρρευση της Ευρωζώνης με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις σε παγκόσμια πλέον κλίμακα. Άρα οι δημόσιες δηλώσεις τους επισημαίνουν στα διαπραγματευόμενα μέρη να μην φτάνουν την αντιπαράθεση σε ακραίες και μη ελεγχόμενες καταστάσεις, μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες τόσο στην Ελληνική όσο και στην Γερμανική κυβέρνηση.
Από όποια πλευρά κι αν το αναλύσει κανείς, από όποια κύρια η δευτερεύουσα οπτική γωνία και αν παρατηρεί τις εξελίξεις το συμπέρασμα που προκύπτει είναι το ίδιο και αναδεικνύεται ολοένα και πιο πιεστικά. Το λαϊκό κίνημα πρέπει να ανέβει ένα σκαλί παραπάνω από τις συγκεντρώσεις στήριξης της Ελληνικής κυβέρνησης. Ένα σκαλί παραπάνω από το να αποτελεί διαπραγματευτικό όπλο στις διαπραγματεύσεις της Ελληνικής αντιπροσωπίας. Πρέπει να ανέβει στο επίπεδο της αυτοτελούς διεκδίκησης πολιτικών θέσεων που θα παραμερίζουν τις δευτερεύουσες αντιθέσεις στα πλαίσια των επιλογών του κεφαλαίου και θα φέρνουν σε πρώτο πλάνο την κυρίαρχη αντίθεση: Απέναντι στις ανάγκες και τις πολιτικές του χρηματιστικού κεφαλαίου να αντιπαρατίθενται οι ανάγκες και οι ανάλογες πολιτικές ολόπλευρης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της παραγωγής, που θα αξιοποιεί την εργασία όλων των ανθρώπων και θα αυξάνει τον κοινωνικό πλούτο.
Είναι ανάγκη αυτό να γίνει άμεσα και να γίνει σε Πανευρωπαϊκή κλίμακα.