To παρόν άρθρο αποτέλεσε την κεντρική ομιλία στο συνέδριο “Η πολιτική της κοινωνικής οικολογίας: ο ελευθεριακός δημοτισμός”, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Plainfield του Βέρμοντ (Η.Π.Α.) στις 26-29 Αυγούστου του 1999. η ομιλία έχει αναθεωρηθεί για τους σκοπούς της δημοσίευσης. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Left Green Perspectives (Νο 40, Ιανουάριος 2000). Αναδημοσιεύετε από τη σελίδα της Δημοτοπίας
& http://eagainst.com/
Η ηλικία μου, οι χρόνιες παθήσεις και ο καλοκαιρινός καύσωνας με ανάγκασαν να παραμείνω σπίτι – γι’ αυτό ζητάω συγγνώμη που δεν μπορώ να συμμετέχω στο συνέδριό σας για τον ελευθεριακό δημοτισμό. Θα ήθελα, παρ’ όλα αυτά –χάρη στη Τζάνετ Μπήλ, η οποία θα σας διαβάσει αυτές τις σημειώσεις– να σας καλωσορίσω στο Βέρμοντ και να ευχηθώ καλή επιτυχία στις συζητήσεις σας κατά το προσεχές τριήμερο.
Έχουν προκύψει ορισμένα ζητήματα στις συζητήσεις για τον ελευθεριακό δημοτισμό και θα ήθελα να προσφέρω τη δική μου οπτική γι’ αυτά. Ένα απ’ τα πιο σημαντικά θέματα περιλαμβάνει τη διάκριση που πρέπει να κάνουμε μεταξύ ελευθεριακού δημοτισμού και κοινοτισμού, μια διάκριση που πάντα χάνεται στη μετάφραση στις πολιτικές συζητήσεις.
Κοινοτισμός
Με τον όρο κοινοτισμός, αναφέρομαι στα κινήματα και τις ιδεολογίες που επιδιώκουν να μετασχηματίσουν την κοινωνία μέσα από τη δημιουργία των λεγόμενων εναλλακτικών οικονομικών συνθηκών διαβίωσης όπως είναι οι συνεταιρισμοί τροφίμων, τα ιατρικά κέντρα, τα σχολεία, τα τυπογραφεία, τα κοινοτικά κέντρα, οι αγροκαλλιέργειες σε επίπεδο γειτονιάς, οι «καταλήψεις», οι αντισυμβατικοί τρόποι ζωής και τα λοιπά. Πέραν των έργων του Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν, οι κύριοι εκπρόσωποι του κοινοτισμού είναι οι, μεταξύ άλλων, Μάρτιν Μπούμπερ, Χάρυ Μπόιτ και Κόλιν Γουόρντ. Η λέξη κοινοτικός, συνήθως συνώνυμη της λέξης συνεταιριστικός, είναι μια μορφή παραγωγής και διανομής που είναι ελκυστική επειδή η εργασία δεν είναι μονάχα φιλική και συλλογική αλλά και υπό εργατικό έλεγχο ή υπό εργατική αυτοδιεύθυνση.
Ο κοινοτισμός, το πολύ πολύ να επιδιώξει με ευγενικό τρόπο την απομάκρυνση της κοινωνικής ανάπτυξης από τις επιχειρήσεις ατομικής ιδιοκτησίας –τις τράπεζες, τις εταιρίες, τα σουπερμάρκετ, τα εργοστάσια και τα βιομηχανικά συστήματα αγροτικής καλλιέργειας– και των τρόπων ζωής που αυτές δημιουργούν προς τις επιχειρήσεις και τις αξίες της συλλογικής ιδιοκτησίας. Δεν επιδιώκει τη δημιουργία ενός κέντρου εξουσίας που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό˙ αντ’ αυτού, επιδιώκει να τον υπερθεματίσει, να τον υποτιμήσει ή να τον φθείρει συνήθως μέσω της παρουσίασης ενός ηθικού εμποδίου στην απληστία και τα δεινά που πολλοί καταλογίζουν στην αστική οικονομία. Δεν συνιστά πολιτική αλλά μια πρακτική που απευθύνεται συνήθως σε μια σχετικά μικρή ομάδα ανθρώπων που επιλέγουν να αγοράσουν από μια συγκεκριμένη συνεταιριστική επιχείρηση ή να εργαστούν εκεί.
Η αναφορά στον Προυντόν ως ενός εκ των πατέρων του κοινοτισμού δείχνει χρονικά και τις απαρχές αυτής της ιδεολογίας και πρακτικής εδώ και 150 χρόνια, σε μια εποχή που οι περισσότεροι εργάτες ήταν τεχνίτες και οι περισσότεροι καλλιεργητές τροφίμων ήταν αγρότες. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, πολλοί συνεταιρισμοί έχουν δημιουργηθεί με τις μεγαλύτερες των προσδοκιών και ιδεαλιστικών προθέσεων – και τελικά απέτυχαν, βάλτωσαν ή μετατράπηκαν σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Προκειμένου να επιβιώσουν στην καπιταλιστική αγορά και να αντέξουν στον ανταγωνισμό μεγαλύτερων, περισσότερο επιθετικών και προσανατολισμένων στο κέρδος επιχειρήσεων, ήταν λογικά αναγκασμένοι να προσπαρμοστούν σ’ αυτή την αγορά.
Εκεί που οι συνεταιρισμοί έχουν καταφέρει να επιβιώσουν απέναντι στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό τείνουν να γίνονται εσωστρεφείς, να επικεντρώνονται απλά στα εσωτερικά τους προβλήματα και στα συλλογικά τους συμφέροντα˙ και στον βαθμό που ενώνονται μεταξύ τους, το κάνουν ώστε να εστιάσουν σε τρόπους και μέσα προκειμένου να παραμείνουν όρθιοι ή να επεκταθούν ως επιχειρήσεις. Πάνω απ’ όλα, σπανίως, αν όχι ποτέ, γίνονται κέντρα λαϊκής εξουσίας – εν μέρει επειδή δεν τους απασχολεί να θίξουν ζητήματα εξουσίας ως τέτοια και εν μέρει επειδή δεν έχουν κανένα τρόπο ώστε να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους γύρω από ένα όραμα κοινωνικού ελέγχου.
Ενώ η εργασία και η ζωή στους συνεταιρισμούς είναι επιθυμητή προκειμένου τα άτομα να εμποτιστούν με τις αξίες και τις ανησυχίες του κολλεκτιβισμού, δεν παρέχουν τα θεσμικά μέσα για την απόκτηση της συλλογικής εξουσίας. Οι ιδέες τους –πριν αυτές εξασθενίσουν σε αμυδρή μνήμη– θεμελιώνονται στην ελπίδα ότι θα μπορέσουν με κάποιο τρόπο να παραγκωνίσουν τον καπιταλισμό χωρίς την ανάγκη αντιπαράθεσης με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και το καπιταλιστικό Κράτος. Το πέρασμα του χρόνου τείνει να αυξάνει αυτές τις τάσεις επαρχιωτισμού κάνοντας τους συνεταιρισμούς πιο εσωστρεφείς, πιο τοπικίστικους, πιο πολύ σαν συλλογικούς καπιταλιστές παρά σαν κοινωνικούς κολλεκτιβιστές και επί της ουσίας πιο καπιταλιστικούς αντί για σοσιαλιστικούς στις πρακτικές και τα συμφέροντά τους.
Αντίθετα, ο ελευθεριακός δημοτισμός είναι αναμφισβήτητα μια συγκρουσιακή μορφή αμεσοδημοκρατικής, αντικρατικής πολιτικής. Καθώς στρέφεται προς τον δήμο στην ολότητά του και ακόμα παραπέρα, μεριμνά αναμφισβήτητα για το σπουδαίο ζήτημα της εξουσίας και θέτει τις ερωτήσεις: πού θα πρέπει να υπάρχει εξουσία; Από ποιο τμήμα της κοινωνίας θα πρέπει να ασκείται αυτή η εξουσία;
Θεσμοί και συντάγματα
Πάνω απ’ όλα, ερωτάται, ποιοι είναι εκείνοι οι θεσμοί που μπορούν να καταστήσουν την άσκηση της μη-κρατικής εξουσίας δυνατή και αποτελεσματική; Διάβασα μια φορά ένα ισπανικό αναρχικό σύνθημα που έλεγε: «Κάντε πόλεμο στους θεσμούς, όχι στους ανθρώπους». Θεωρώ ότι αυτό το σύνθημα είναι ενοχλητικό γιατί υπαινίσσεται ότι ιδεατά οι άνθρωποι μπορούν κατά κάποιο τρόπο να «αυτονομηθούν» από θεσμικές δεσμεύσεις και ότι οι θεσμοί ως τέτοιοι είναι ζουρλομανδύες που τους αποτρέπουν απ’ την ανακάλυψη των «πραγματικών εαυτών τους» και την ενασχόληση με τον αυτοκαθορισμό τους. Όχι – αυτό είναι χονδροειδές λάθος. Τα ζώα μπορούν, χωρίς καμιά αμφιβολία, να ζήσουν χωρίς θεσμούς (επειδή η συμπεριφορά τους είναι γενετικά αποτυπωμένη), αλλά τα ανθρώπινα όντα χρειάζονται θεσμούς, όσο απλοί ή πολύπλοκοι κι αν είναι, ώστε να πλάσουν τις κοινωνίες τους. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, αυτοί οι θεσμοί θα ήταν ορθολογικά συγκροτημένες «μορφές ελευθερίας» (όπως τους αποκαλούσα κατά τη δεκαετία του 1960) μέσω των οποίων οι άνθρωποι θα οργάνωναν και θα εξέφραζαν, τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, τις ίδιες τους τις δυνάμεις.
Επιπρόσθετα, μια τέτοια ελεύθερη κοινωνία θα είχε Σύνταγμα και νόμους που θα έχουν σχηματιστεί και υιοθετηθεί μέσα από αμεσοδημοκρατικές και συμβουλευτικές συνελεύσεις. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Προυντόν, ενώ ήταν μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, αρνήθηκε να υπερψηφίσει το προσχέδιο του Συντάγματος το οποίο προσανατολιζόταν προς την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και την οικοδόμηση του Κράτους. Ενώ εγκρίνω την αρνητική του ψήφο, απορρίπτω παντελώς τους λόγους που έδωσε. «Όχι!», δήλωσε, «δεν καταψήφισα το Σύνταγμα επειδή ήταν καλό ή κακό, αλλά επειδή ήταν Σύνταγμα». Αυτή η επιπόλαιη συμπεριφορά τον υποβίβασε, τόσο διανοητικά όσο και πολιτικά, στον κόσμο της αυθαίρετης εξουσίας εναντίον της οποίας οι αγρότες της αρχαίας Ελλάδας, όπως ο Ησιόδος, κραύγαζαν κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., αποδοκιμάζοντας τους «βαρώνους» που, παρόλο που είχαν τα πάντα, υποδούλωναν και εκμεταλλεύονταν την αγροτιά του αρχαίου ελληνικού κόσμου και απαιτώντας μια κοινωνία που θα βασίζεται σε νόμους και όχι στις ιδιοτροπίες των ανθρώπων.
Σε αντίθεση με τον Προυντόν ή άλλους αναρχικούς θεωρητικούς που απορρίπτουν τους νόμους ως τέτοιους, τα συντάγματα και οι νόμοι ήταν από πολύ παλιά μέσα στις απαιτήσεις των καταπιεσμένων ανθρώπων ως εργαλεία ελέγχου, εξάλειψης στην πράξη της αυθαίρετης εξουσίας των βασιλιάδων, των τυράννων, των ευγενών και των δικτατόρων. Η άγνοια αυτού του ιστορικού δεδομένου και η αναδίπλωση στο «ένστικτο της αλληλοβοήθειας» ως την βάση της κοινωνικής οργάνωσης ή στο «ένστικτο της επανάστασης» ή στο «ένστικτο της διανομής» σημαίνει την υποχώρηση από έναν πολυπόθητο πολιτισμένο κόσμο στο πεδίο της ζωικότητας, ένα είδος κοινωνικής ζωολογίας που δεν έχει καμιά εφαρμογή στην ανθρωπότητα ως ένα δυνητικά καινοτόμο είδος που δημιουργεί και επαναδημιουργεί τον εαυτό της και τον κόσμο.
Πρέπει το συνεταιριστικό έργο να προηγείται του πολιτικού έργου;
Ορισμένοι ελευθεριακοί δημοτιστές έχουν ισχυριστεί ότι προτού επιδιώξουμε την πολιτική εξουσία για τους δημοκρατικούς σκοπούς μας, θα πρέπει πρώτα να «φτιάξουμε» μια κοινότητα μέσα από τη συμμετοχή σε κοινοτικές δραστηριότητες και την εγκαθίδρυση συνεταιρισμών που θα παγιώσουν την αλληλοβοήθεια σ’ ολόκληρη την κοινότητα. Μόνο τότε, μας λένε, μια κοινότητα θα είναι «έτοιμη» για μια απόπειρα ελευθεριακού δημοτισμού. : Αλλά επηρεάζουν οι συνεταιρισμοί τις κοινότητές τους προς την κατεύθυνση της αλληλοβοήθειας ;
Όχι απαραίτητα – όντως, πολύ συχνά, για τους εμπλεκόμενους, ο σχηματισμός και η διατήρηση ενός συνεταιρισμού γίνεται αυτοσκοπός. Όταν οι συνεταιρισμοί καταφέρνουν να επιβιώσουν, οι σχέσεις τους με άλλους συνεταιρισμούς εντατικοποιούνται – αντί να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον με όρους αλληλοβοήθειας, στρέφονται ο ένας κατά του άλλου και, συν τοις άλλοις, ξεκινούν έναν αμοιβαίο ανταγωνισμό. Επιπλέον, τα μέλη ενός συνεταιρισμού συχνά μεταλλάσσονται σε κλειστό κύκλο μέσα στην ίδια την κοινότητα που αρχικά σκόπευαν να διαπαιδαγωγήσουν – και παραιτούνται απ’ όλες τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, καταλήγοντας να βλέπουν τους ανθρώπους στην κοινότητά τους αποκλειστικά ως απλούς πελάτες. Καθώς ο καπιταλισμός τους ωθεί να υιοθετήσουν καπιταλιστικές μεθόδους οργάνωσης, προσλαμβάνουν διευθυντές και συμβούλους επιχειρήσεων κάθε είδους –πιθανότατα με σκοπό το κέρδος– με αποτέλεσμα, αντί να προσφέρουν στην κοινότητά τους μια πολιτική διαπαιδαγώγηση να την χειραγωγούν προς όφελος των δικών τους συμφερόντων, μεταμφιέζοντας την καπιταλιστική τους επιχείρηση με την «ενάρετη» ονομασία του συνεταιρισμού αντί να αυτοαποκαλούνται ανοιχτά επιχείρηση ή εταιρεία.
Ο ελευθεριακός δημοτισμός προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει την απώλεια της ταυτότητάς στην πορεία της σύστασης, διατήρησης και επέκτασης (των) συνεταιρισμών και ως εκ τούτου να βυθιστεί στα αδιέξοδα του κοινοτισμού. Αντιθέτως, επιδιώκει να ανακτήσει και να επεκτείνει τον αριστοτελικό ορισμό του «ανθρώπου» ως ζώου πολιτικού, ως «πολιτικού όντος». Στα Πολιτικά του Αριστοτέλους, «ο άνθρωπος», ή τουλάχιστον οι αρχαίοι Έλληνες, προορίζονται για να ζήσουν σε μια πόλιν (που συνήθως μεταφράζεται λανθασμένα ως «πόλη-κράτος») ή σε έναν δήμο. Για τον Αριστοτέλη, αυτός είναι ένας τρόπος για την αυτοπραγμάτωση και την αυτοεκπλήρωση του ανθρώπινου όντος. Με θρησκευτικούς όρους, η μοίρα των ανθρώπινων όντων, στον βαθμό που συνειδητοποιούν την ανθρωπινότητά τους, είναι να είναι πολίτες και κάτοικοι πόλεων. Ένα ορθολογικά και δημοκρατικά συγκροτημένο σύστημα νόμων –τόσο υποχρεώσεων όσο και δικαιωμάτων– καθώς και η ικανότητά μας να είμαστε πολίτες, δηλαδή, να διαπαιδαγωγηθούμε ώστε να καταστούμε αρμόδιοι για την ανάληψη όλων των απαιτήσεων της αυτοκυβέρνησής μας συμπεριλαμβάνονται εξίσου στους σκοπούςμας ως ανθρώπινα όντα.
Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι τόσο σωματικά όσο και πνευματικά για να επιτελέσουμε όλες τις απαραίτητες λειτουργίες της κοινότητάς μας τις οποίες στις μέρες μας τις έχει αναλάβει το Κράτος – εκείνος ο μηχανισμός στρατιωτών, αστυνομίας, γραφειοκρατών, νομοθετικών εκπροσώπων και λοιπών. Το Κράτος νομιμοποιεί την ύπαρξή του, σε μεγάλο βαθμό, όχι απλώς πάνω στην αδιαφορία των υπηκόων του για τα δημόσια πράγματα αλλά επίσης –και κυρίως– στη δήθεν ανικανότητα των υπηκόων του να διαχειριστούν τα δημόσια πράγματα. Διεκδικεί μια ξεχωριστή αρμοδιότητα, ενώ θεωρεί τους υπηκόους του ως ανίκανα παιδιά που χρειάζονται ικανούς «γονείς» προκειμένου να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους. Παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που οι πολίτες καταστούν ικανοί για την αυτοδιεύθυνσή τους, το Κράτος θα χρεωκοπήσει τόσο στο θεσμικό όσο και στο υποκειμενικό επίπεδο και θα αντικατασταθεί από τους ελεύθερους και διαπαιδαγωγημένους πολίτες μέσα στις λαϊκές συνελεύσεις.
Πολιτική διαπαιδαγώγηση
Αν οι πολίτες είναι ικανοί να αντικαταστήσουν το Κράτος, τότε η πολιτική διαπαιδαγώγηση, ή αλλιώς η παιδεία, θα πρέπει να είναι αυστηρή και να συμπεριλαμβάνει τόσο την οικοδόμηση του χαρακτήρα και της ηθικής ακεραιότητας όσο και την απόκτηση γνώσεων. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σε ότι αφορά την εξάλειψη της ιεραρχίας. Η αυστηρή διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση, με τη σειρά τους, συμπεριλαμβάνουν μια συστηματική, προσεκτικά σχεδιασμένη και οργανωμένη διαδικασία εκμάθησης. Δεν μπορεί κάποιος να γίνει πολίτης αν η διαπαιδαγώγηση και η εκπαίδευση των νέων πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια όπου ο μαθητής –ένα άτομο συνήθως στα σπάργανα που ο εαυτός του δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα– καλείται να «κάνει ό,τι γουστάρει» στο όνομα της «αυτο-έκφρασης». Είναι ακριβώς αυτή η μέριμνα για παιδεία που έκανε την αρχαιοελληνική πολιτική φιλοσοφία τόσο σπουδαία: περιείχε παιδαγωγικές ιδέες για τη δημιουργία ικανών πολιτών που δεν θα σκέφτονταν απλώς με συστηματικό τρόπο αλλά θα μάθαιναν επίσης να χρησιμοποιούν όπλα για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και τη δημοκρατία. Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω πως η αθηναϊκή δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε όταν το ιππικό της αριστοκρατίας αντικαταστάθηκε από τους οπλίτες – την πολιτοφυλακή του 5ου αιώνα π.Χ., η οποία εγγυώταν την υπεροχή του λαού έναντι της πρότερης υπεροχής της αριστοκρατίας.
Εξουσία και πολίτευμα
Σε αντίθεση με τον κοινοτισμό, ο ελευθεριακός δημοτισμός ενδιαφέρεται για το ζήτημα της εξουσίας και πιο συγκεκριμένα με τους τρόπους που μπορούν να την αποκτήσουν οι απλοί άνθρωποι. Με τον όρο εξουσία, δεν αναφέρομαι στο ψυχολογικού τύπου αίσθημα ισχύος που μπορεί να αποκτήσει κάποιος μέσα από την παρουσία του σε μια εμψυχωτική μάζωξη ή σε ένα συλλαλητήριο. Συχνά, ορισμένες μοδάτες μορφές «αισθήματος ισχύος» δεν συνιστούν τίποτα παραπάνω από συναισθηματική ευφορία που θα μπορούσε, κατά το μάλλον ή ήττον, να αποκτηθεί μέσα από τη λήψη ναρκωτικών. Αντιθέτως, εννοώ τη συγκεκριμένη εξουσία που ενσαρκώνεται σε οργανωμένες μορφές ελευθερίας οι οποίες νοούνται με ορθολογικό τρόπο και συγκροτούνται δημοκρατικά. Σε αντίθεση με εκείνους που απλώς χρησιμοποιούν την απαίτηση για εξουσία ως μέσο για να κάνουν προπαγάνδα και θεατρινισμούς ή με εκείνους που θα αρνούνταν να αποκτήσουν την εξουσία, ακόμη κι αν τους την προσέφεραν, ακόμη και αν μπορούσαν δυνητικά να τη χρησιμοποιήσουν για να την δώσουν στις λαϊκές συνελεύσεις, ο ελευθεριακός δημοτισμός επιδιώκει την επίτευξη της συλλογικής εξουσίας της κοινότητας.
Μια πολιτεία ελευθεριακού δημοτισμού θα ήταν επομένως μια συγκροτημένη κοινότητα – μια κοινότητα που θα δημιουργούσε ορθολογικά και δημοκρατικά το δικό της σύνταγμα και τους δικούς της νόμους˙ της οποίας οι πολίτες θα είχαν διαμορφωθεί ηθικά και διανοητικά από την διαδικασία οικοδόμησης του χαρακτήρα που αποκαλούμε παιδεία˙ και η οποία, εξαιτίας της επάρκειάς της, της ένοπλης εξουσίας της, των δημοκρατικών της θεσμών και της λογικής προσέγγισης των ζητημάτων και των προβλημάτων, όχι απλά μπορεί να αντικαταστήσει το Κράτος αλλά και να επιτελέσει τους κοινωνικά αναγκαίους ρόλους για την κοινότητα που μέχρι πρότινος είχε αναλάβει το Κράτος.
Αυτό είναι το πολιτικό πεδίο, ο αυθεντικός κόσμος της πολιτικής, στο οποίο υποχρεούμαστε να συγκροτήσουμε ένα κίνημα για να ανασυνταχθούμε και να αναπτυχθούμε προτού αυτό το πεδίο απαλειφθεί εξ’ ολοκλήρου απ’ τον κόσμο της Disneyland. Ο κατακερματισμός του πολιτικού πεδίου σε κοινοτικούς (κοινοτιστικούς) θεσμούς και δραστηριότητες ισοδυναμεί με την παράβλεψη αυτής καθεαυτής της ανάγκης να επανιδρυθεί αυτό το πεδίο, δηλαδή κάποιος να παίξει τον αντιδραστικό ρόλο της διάχυσής του μέσα σε μια “νύχτα” που όλα είναι μαύρα και δυσδιάκριτα.
Δυαδική εξουσία
Το ζήτημα της δυαδικής εξουσίας θα πρέπει εξίσου να διευκρινιστεί, καθώς αυτή η φράση έχει αρχίσει πρόσφατα να αποκτά το κύρος της «θεωρίας» στους ελευθεριακούς κύκλους. Οι μαρξιστές, και πιο συγκεκριμένα ο Τρότσκι, δεν ανέπτυξαν καμιά «θεωρία» για τη δυαδική εξουσία. Η έννοια της «δυαδικής εξουσίας» είχε ριζώσει για τα καλά στη σοσιαλιστική πολιτική της Ρωσίας πολύ πριν αφιερώσει ο Τρότσκι ένα κεφάλαιο γι’ αυτή την έννοια στην Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, ένα κεφάλαιο που αποτελείται μονάχα από 9 σελίδες εκ των οποίων οι περισσότερες είναι περιγραφικές. Η λέξη dvoevlasty(«δυαδική εξουσία») χρησιμοποιούνταν από ρώσους επαναστάτες όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων ήδη απ’ τον Φλεβάρη του 1917, απλώς για να περιγράψει τον διττό συμβιβασμό με τον οποίο το Σόβιετ της Πετρούπολης και η Προσωρινή Κυβέρνηση προσπάθησαν να κυβερνήσουν τη Ρωσία – ένας συμβιβασμός που έφτασε στο τέλος του με την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ως «θεωρία», παρ’ όλα αυτά, η «δυαδική εξουσία» ήταν πιο δημοφιλής στη Γερμανία και την Αυστρία ακριβώς μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα Raete ή συμβούλια ήταν της μόδας στις τάξεις των θεωρητικών όπως ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, ο Κάρλ Καούτσκι και ο Βίκτορ Άντλερ. Αυτοί οι αυστρογερμανοί μαρξιστές στοχάστηκαν τη δυαδική εξουσία ως μια μόνιμη κατάσταση που αποτελείται απ’ τη μια πλευρά από συμβούλια, μέσω των οποίων οι εργάτες θα μπορούσαν να εκφράσουν τα συμφέροντά τους, και απ’ την άλλη πλευρά από το κοινοβουλευτικό Κράτος, μέσω του οποίου η αστική τάξη θα μπορούσε να εκφράσει τα συμφέροντά της. Οι εν λόγω σοσιαλδημοκράτες αφαίρεσαν την επαναστατική ένταση της «δυαδικής εξουσίας» και ο όρος έγινε συνώνυμος της διμερούς κυβέρνησης που θα μπορούσε πιθανότατα να υπάρχει επ’ αορίστον.
Στον ελευθεριακό δημοτισμό, η δυαδική εξουσία είναι μια στρατηγική για τη δημιουργία ακριβώς εκείνων των ελευθεριακών θεσμών των αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων που θα εναντιωθούν στο Κράτος και θα το αντικαταστήσουν. Σκοπεύει στη δημιουργία μιας κατάστασης όπου οι δύο εξουσίες –οι συνομοσπονδίες των δήμων και το έθνος-κράτος– δεν μπορούν να συνυπάρξουν και η μια θα πρέπει αργά ή γρήγορα να αντικαταστήσει την άλλη. Επιπλέον, πρόκειται για τη συμβολή των μέσων για την πραγμάτωση μιας ορθολογικής κοινωνίας με τη δομή αυτής της κοινωνίας μόλις αυτή πραγματωθεί. Το σχίσμα μεταξύ μέσων και σκοπών αποτελεί ένα πρόβλημα που βασάνιζε ανέκαθεν το επαναστατικό κίνημα, αλλά η έννοια της δυαδικής εξουσίας ως μέσο για επαναστατικούς σκοπούς και για τη δημιουργία μιας ορθολογικής κοινωνίας υπερβαίνει το χάσμα μεταξύ της μεθόδου για την επίτευξη μιας νέας κοινωνίας και των θεσμών που θα την οικοδομούσαν.
«Οι δρόμοι θα σας οργανώσουν!»
Ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι το ερώτημα για το είδος του κινήματος που μπορεί να παίξει τον παιδαγωγικό και, ναι, τον ηγετικό ρόλο που απαιτείται για την παραγωγή αυτών των μετασχηματισμών. Εκείνοι που αποκηρύσσουν τον ελευθεριακό δημοτισμό ως «κρατικίστικο» τάσσονται συχνά υπέρ όχι απλώς της δημιουργίας συνεταιρισμών αλλά και της συμμετοχής σε επεισόδια, ειδικότερα με τη μορφή διαδηλώσεων και συλλαλητηρίων. Ακόμη χειρότερα, μερικοί απ’ αυτούς προτιμούν να συμμετέχουν στις επιθέσεις κατά της «εξουσίας» σπάζοντας τζάμια ή βρίζοντας την αστυνομία –και μετά να επιστρέφουν σπίτια τους για να δουν τα έκτροπα στην τηλεόραση– λες και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να πραγματωθούν η «ελευθερία» και η «αυτονομία» ή να εμπνευστεί ο κόσμος.
Θα πρέπει εξαρχής να διαχωρίσουμε τη θέση μας από τις γελοίες κραυγές του I.S. Bleikhman, ηγετική φυσιογνωμία των Αναρχοκομμουνιστών της Αγίας Πετρούπολης, κατά τον Ιούλιο του 1917. Κατά τη διάρκεια εκείνων των εξεγερσιακών «Ημερών του Ιούλη», οι ναύτες της Κροστάνδης μαζί με τη φρουρά της Αγίας Πετρούπολης και το πιο προχωρημένο τμήμα της εργατικής τάξης αποφάσισαν να «βγουν στους δρόμους» με τα όπλα ανα χείρας προκειμένου να εγκαθιδρύσουν την κυβέρνηση των σόβιετ. Στην έκκληση τους για οργάνωση, ο Bleihkman απάντησε: «οι δρόμοι θα σας οργανώσουν». Φυσικά, οι δρόμοι δεν «οργάνωσαν» απολύτως τίποτα και κανέναν – και εν μέρει λόγω έλλειψης μιας πραγματικής ηγεσίας, η εξέγερση του Ιούλη γνώρισε τη συντριβή της μέσα σε λίγες μέρες.
Κατά τη διάρκεια μιας διεξοδικής μελέτης που επιχείρησα πάνω στην ιστορία των προηγούμενων επαναστάσεων, το πιο σημαντικό πρόβλημα που συνάντησα ήταν ακριβώς το ζήτημα της οργάνωσης. Το ζήτημα είναι κρίσιμο, όχι μόνο επειδή σε μια επαναστατική αναταραχή η φύση της οργάνωσης μπορεί να κάνει τη διαφορά σε ζητήματα ζωής και θανάτου. Αυτό που είναι ξεκάθαρο στο μυαλό μου είναι ότι οι επαναστάτες χρειάζεται να δημιουργήσουν μια προδραστικήοργάνωση –μια πρωτοπορία, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που ήταν σε ευρεία χρήση μέχρι που η Νέα Αριστερά τον δηλητηρίασε συσχετίζοντάς τον με τους μπολσεβίκους– που θα έχει τη δική της αυστηρή παιδεία, που θα δημιουργήσει την υπεύθυνη συμμετοχή ενημερωμένων και αφοσιωμένων πολιτών, που θα έχει δομή και πρόγραμμα και που θα δημιουργήσει τους δικούς της θεσμούς που θα βασίζονται σε ένα ορθολογικό Σύνταγμα.
Μια τέτοια οργάνωση θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως μια Πολις-εν-τω-γεννάσθαι όπου, καθώς θα οικοδομεί ένα κίνημα ελευθεριακού δημοτισμού, θα μπορεί να προστατεύει τις βασικές της αρχές απ’ τον εγκλωβισμό (η σύνηθης μοίρα όλων των ωραίων ιδεών στις μέρες μας), να καλλιεργεί την ανάπτυξή τους και να τις εφαρμόζει σε πολύπλοκες και δύσκολες περιστάσεις. Χωρίς την ύπαρξη μιας έκδηλα προσδιορίσιμης οργάνωσης, το όποιο κίνημα πιθανότατα να υποπέσει στην τυραννία της έλλειψης δομών.
Θα ήθελα να σημειώσω πως αν κανείς δεν έχει σταθερές και σαφείς βασικές αρχές, τότε δεν έχει καν βασικές αρχές. Αιωρούμαστε απλώς στον αέρα με απλές γνώμες και βεβιασμένες σκέψεις αντί να έχουμε σαφείς ιδέες, προσχεδιασμένες αντιλήψεις και ουσιώδεις θεωρίες που στηρίζονται σε γερά θεμέλια. Μπορούμε, χωρίς καμία αμφιβολία, να αποφασίσουμε να αλλάξουμε τις βασικές μας αρχές αλλά αυτό προϋποθέτει ότι σε ένα αρχικό στάδιο είχαμε καθορισμένες αρχές. Όμως η γενίκευση των ακαταλαβίστικων και αόριστων εννοιών αντανακλά τη σύγχρονη μεταμοντέρνα ασπόνδυλη νοοτροπία που θεωρεί ότι όλα είναι σχετικά, που αρνείται την ύπαρξη βασικών αρχών, που υιοθετεί άμορφες, αμοιβαδικές ιδέες, που καταδικάζει τις δομές ως αυταρχικές ή ακόμα και ως ολοκληρωτικές και που θεωρεί ότι τα συναισθήματα είναι σημαντικότερα από την ενδελεχή σκέψη.
Οι ιδέες μετατρέπονται σε ευτελείς απόψεις και οι αρχές μετατρέπονται σε εφήμερα συνθήματα, οπότε ένας λόγος παραπάνω που θα πρέπει θα πρέπει ξεκάθαρα να επιβεβαιώνουμε τις ιδέες και τις θεωρίες μας. Είναι ευθύνη ενός κινήματος ελευθεριακού δημοτισμού, που βασίζεται στις αρχές του κομμουναλισμού, να διατηρήσει τα κείμενά του, τις συζητήσεις του και τις δραστηριότητές του σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα, όχι μόνο για πολιτικούς αλλά και για πολιτιστικούς λόγους.
Επιπλέον, η πολιτική δεν μπορεί να αναχθεί στον θεατρινίστικο ακτιβισμό. Η μελέτη και η πείρα μου μ’ έχουν διδάξει ότι η τέχνη δεν λυτρώνει – και σίγουρα δεν προκαλεί επαναστάσεις. Τέχνη σημαίνει ευαισθητοποίηση, συναισθηματικός εμπλουτισμός και δημιουργικότητα – όμως πολύ λίγες σχολές τέχνης, μουσικής και παραστατικών τεχνών έχουν παρακινήσει έναν οποιοδήποτε υπολογίσιμο αριθμό ανθρώπων να στήσουν οδοφράγματα, πόσο μάλλον να πολεμήσουν πίσω απ’ αυτά. Η τέχνη μπορεί να συνιστά ένα συμπλήρωμα στο επαναστατικό κίνημα, αλλά σίγουρα όχι την ορμή του. Εξού και οι φόβοι μου αναφορικά με τις θεατρικού τύπου λαϊκές προσπάθειες για την «ανάκτηση» των δρόμων –λες και ήταν ποτέ δικοί μας!– μέσω διαδηλώσεων. Και μετά τί; Ούτε και οι εκλογές μπορούν να περισταλλούν απλά σε θέατρο ή ακόμη και σε στρατηγικές για άσκηση προπαγάνδας, όσο σημαντικό κι αν είναι κάτι τέτοιο. Μέχρι να κατεβάσουμε υποψήφιους για τις δημοτικές εκλογές, δεν πραγματευόμαστε με το ζήτημα της εξουσίας. Και το να ζούμε υπό τον φόβο ότι η εξουσία μπορεί να «διαφθείρει» σημαίνει όχι απλά να αγνοούμε τόσες και τόσες περιπτώσεις όπου δεν διέφθειρε, αλλά και να αγνοούμε την ανάγκη για την απόκτηση της εξουσίας. Ο θεατρινισμός, οι διαδηλώσεις και άλλα φωτογενή ευτράπελα απλώς παριστάνουν την πολιτική αντί να συμμετέχουν σ’ αυτήν.
Μια πρωτοποριακή οργάνωση
Ένα κίνημα ελευθεριακού δημοτισμού που δημιουργείται μέσα από διακριτά βήματα, με ανεπτυγμένες ιδέες, διαπαιδαγώγηση και πείρα, έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του πρωτοπορία. Προφανώς, κάθε είδος κινηματικής οργάνωσης μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο –καμιά οργάνωση ελευθεριακού δημοτισμού δεν μπορεί να αμφισβητήσει το δικαίωμα σε άλλες οργανώσεις να αυτοαποκαλούνται πρωτοπορίες. Αλλά καμιά μεγάλη κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να συμβεί χωρίς ένα καλά οργανωμένο πρωτοποριακό κίνημα που έχει συντακτικού τύπου δομές και θέτει ξεκάθαρες απαιτήσεις πάνω στο δικαίωμα των ανθρώπων να ενταχθούν σ’ αυτό. Από πλευράς μου ανέχτηκα πολλά με οργανωτικές πρακτικές σαν αυτές στην ClamshellAlliance που η ιδιότητα του μέλους μετατρέπεται σε τουρνικέ όπου ο καθένας μπαίνει στην οργάνωση και αποχωρεί μετά από μια και μόνο συνάντηση – και έχει και δικαίωμα ψήφου.
Κι επίσης έχω ανεχτεί πολλά απ’ τη διαδικασία της συναίνεσης, όπου μια μειοψηφία έχει το παράδοξο δικαίωμα να μπλοκάρει τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται η ίδια σε μια κωλυσιεργική τυραννία ενώ ισχυρίζεται χωρίς καμιά λογική ότι ο πλειοψηφικός τρόπος λήψης αποφάσεων είναι «τυραννικός». Είμαι ενάντια στους τρόπους με τους οποίους οι κινηματικές ομάδες συχνά χρησιμοποιούσαν τις διαδικασίες της συναίνεσης στη λήψη αποφάσεων προκειμένου να χειραγωγήσουν τα μέλη τους. Με συγχωρείτε, αλλά οι δρόμοι δεν θα μας «οργανώσουν». Μονάχα ένα σοβαρό και υπεύθυνο κίνημα με δομές μπορεί να το κάνει.
Το κενό της Αριστεράς
Όσο σημαντική κι αν είναι η δημιουργία διαύλων μεταξύ του ελευθεριακού δημοτισμού και λοιπών αντιπολιτευτικών κινημάτων, θα ήταν θανάσιμο σφάλμα διαλύσουμε το κίνημά μας για να το εντάξουμε στο δικό τους ή να τους παραχωρήσουμε την ταυτότητά μας. Δεν νιώθω καθόλου τύψεις που θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα υψηλότερο επίπεδο απ’ οποιονδήποτε άλλον που αυτοαποκαλείται «αντιπολευτικός». Όπως η λέξη επαναστάτης, έτσι και η λέξη αντιπολίτευση έχει σταδιακά εκφυλιστεί και θα συνεχίσει να χάνει την αξία της. Το πολιτικό φάσμα έχει μετακινηθεί σε μεγάλο βαθμό απ’ τα αριστερά προς τα δεξιά – μια μετακίνηση που έχει επηρεάσει το οικολογικό κίνημα, τον φεμινισμό, τα αυτοαποκαλούμενα κινήματα απελευθέρωσης και το εργατικό κίνημα, καθώς επίσης και την αστική τάξη.
Σ’ όλον τον κόσμο, η Δεξιά στρέφεται προς το σκοτάδι της απόλυτης αντίδρασης, συχνά με επικίνδυνους ρατσιστικούς υπαινιγμούς. Αυτή η στροφή έχει δημιουργήσει ένα κενό στον ευρύτερο χώρο του πολιτικού φάσματος όπου υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να βρίσκεται η Αριστερά. Χωρίς μια καλώς εδραιωμένη Αριστερά, πράγματι, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για πολιτικό φάσμα – και ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ότι, με την γενικευμένη άγνοια και απόρριψη της ιστορίας στις μέρες μας, υποβαθμίζονται σχεδόν όλα τα κοινωνικοπολιτικά κριτήρια. Οι αναρχικοί αποδέχονται τη σημασία του Κράτους, οι μαρξιστές προσπαθούν να χωρέσουν τις θεωρίες τους στην οικονομία της αγοράς, οι ρεφορμιστές ακούγονται σαν συντηρητικοί και οι συντηρητικοί, για να μην αναφερθώ στους αντιδραστικούς, βρίσκουν στέγη στο περιοδικό Telos – ενώ παράξενες συμμαχίες προσπαθούν να μπολιάσουν την ημιφασιστική ορολογία τους σ’ αυτήν της Νέας Αριστεράς.
Ταξική κοινωνία
Κάποιοι αναρχοσυνδικαλιστές και αναρχοκομμουνιστές έχουν γράψει πρόσφατα ότι δεν «πιστεύω» στην ύπαρξη τάξεων – μια κατηγορία τόσο γελοία που κανονικά δεν χρήζει καν απάντησης. Δεν αμφιβάλλω ότι ζούμε σε μια ταξική κοινωνία˙ στην πραγματικότητα, οι ταξικές συγκρούσεις θα υπάρχουν χωρίς καμία αμφιβολία και στις συνελεύσεις των πολιτών επίσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο ελευθεριακός δημοτισμός δεν αποκηρύσσει την έννοια της πάλης των τάξεων αλλά την υλοποιεί όχι μόνο στα εργοστάσια μα και στη δημόσια ή δημοτική αρένα επίσης. Και το πράττει στον βαθμό που εξακολουθούν να υπάρχουν εργοστάσια και στον βαθμό που οι προλετάριοι δεν φαντασιώνονται πως είναι «μεσαία τάξη». Όμως αυτό που έχω μάθει από παλιά, ενώ εργαζόμουν σε ένα χυτήριο και σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων που ανήκε στη GeneralMotors, είναι ότι πέρα από ταξικά υποκείμενα, οι εργάτες θεωρούν τους εαυτούς τους και ανθρώπινα όντα. Είναι πατεράδες και μητέρες, αδέρφια και γιοί και κόρες που ανησυχούν βαθύτατα για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, όπως είναι η οιότητα των γειτονιών τους, των κατοικών, των υγειονομικών εγκαταστάσεων, των χώρων αναψυχής, των σχολείων, του αέρα, του νερού και της τροφής – κοντολογίς, όλα τα προβλήματα που αφορούν τους κατοίκους των πόλεων και των αγροτικών περιοχών ανεξάρτητα απ’ την ταξική τους θέση. Αυτά τα γενικά συμφέροντα, ενώ δεν αντικαθιστούν τα ταξικά συμφέροντα, μπορούν να διασχίσουν τις ταξικές γραμμές, και ειδικότερα τις γραμμές που χωρίζουν τους εργάτες απ’ το πλήθος των ανθρώπων της μεσαίας τάξης.
Ακόμη και στα χρόνια που εργαζόμουν στη βαριά βιομηχανία, μου ήταν ευκολότερο να προσεγγίσω τους εργάτες στη βάση περιβαλλοντικών ζητημάτων ή ζητημάτων σε επίπεδο γειτονιάς παρά στη βάση εργοστασιακών ζητημάτων. Κατά τη δεκαετία του 1960, άρχισε να μου γίνεται εμφανής αυτή τη διαταξική γοητεία πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως στους αγώνες που έδωσα το 1963 ενάντια στις προσπάθειες οικοδόμησης ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στην Πόλη της Νέας Υόρκης από την εταιρεία EdisonCompany. Τόσο οι εργάτες όσο και άτομα απ’ τη μεσαία τάξη με κατέκλυσαν με ερωτήσεις και μου ζήτησαν να επισκεφτώ τις κοινότητές τους και να τις συζητήσουμε. Αυτό το φαινόμενο συνεχίζει μέχρι σήμερα: τον Νοέμβριο του 1999 δεν ήταν μόνο οι εργάτες αλλά και η μεσαία τάξη που διαδήλωσαν ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον Οργανισμό Παγκόσμιου Εμπορίου – μια διαδήλωση που συνειδητά ή ασύνειδα στόχευε στον πυρήνα του νεωτερικού καπιταλισμού. Αυτά τα διαταξικά ζητήματα αναδύονται εδώ και δεκαετίες.
Ο καπιταλισμός, όντως, παράγει σταδιακά αυτές τις γενικευμένες ανησυχίες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα πολυπόθητα «γενικά συμφέροντα» που ο Μαρξ και οι σοσιαλιστές καθώς επίσης και οι αναρχικοί ήλπιζαν ότι θα ένωναν την ανθρωπότητα ως σύνολο ενάντια στην αστική τάξη βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό ενώπιόν μας. Αν δεν αναγνωρίσουμε αυτά τα γενικά συμφέροντα και δεν τους δώσουμε επαναστατική μορφή, τότε θα αναπαυτώ εν ειρήνη με το συμπέρασμα ότι τα υπάρχοντα αναρχικά σχήματα, μέσα απ’ όλες τις γελοίες μεταλλάξεις που έχουν υποστεί, είναι πλήρως αποτυχημένα, και ότι οι μαρξιστές δεν τα έχουν πάει και πολύ καλύτερα. Αν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον νέο αιώνα με μια θεωρία που συμβαδίζει με –ή προσπαθεί να δει παραπέρα από– τις νέες εξελίξεις, τότε θα πρέπει να κρατήσουμε τα καλύτερα στοιχεία του αναρχισμού και του μαρξισμού και να πάμε πέρα απ’ αυτά μέσα από την ανάπτυξη ενός πιο συνεκτικού σώματος ιδεών που θα μας οδηγήσει προς ένα ορθολογικό μέλλον. Αυτό το σώμα ιδεών που θα πρότεινα εγώ, το έχω αποκαλέσει Κομμουναλισμό.
Ομοσπονδιοποίηση και αυτονομία
Δεν πρέπει οι ιδέες μας για τη συνομοσπονδία να μείνουν κολλημένες στα αναρχικά κείμενα του 19ου αιώνα. Στα κείμενα του Προυντόν για τον φεντεραλισμό, λογουχάρη, φαίνεται μια εξαιρετικά αφελής αντίληψη για την «ομοσπονδία των αυτόνομων κοινοτήτων» της οποίας τα συστατικά μέλη θα μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να αποχωρήσουν από την ομοσπονδία και «να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο». Αλλά μια τέτοια «αυτονομία» δεν είναι πλέον δυνατή, ακόμα κι αν ήταν την εποχή του Προυντόν. Η μονομερής επιλογή αποχώρησης από μια ομοσπονδία θα υποβάθμιζε, σε τελική ανάλυση, το σύνολο της ομοσπονδίας. Δεν ζούμε πλέον σε έναν κόσμο τεχνιτών και μαστόρων. Φανταστείτε αν το ηλεκτρικό δίκτυο του βόρειου τμήματος της Νέας Υόρκης αποφάσιζε «αυτόνομα» να αποχωρίσει από τη συνομοσπονδία με το ηλεκτρικό δίκτυο του Βέρμοντ επειδή ενοχλήθηκε απ’ τη συμπεριφορά του Βέρμοντ.
Εξίσου προβληματική θα ήταν μια συνομοσπονδία βασισμένη σ’ ένα είδος «εθελοντικών συμφωνητικών» σαν αυτά που ο Κροπότκιν αντιλήφθηκε και επιπλέον εξύμνησε –όσο αναπάντεχο κι αν ακούγεται!– στις σιδηροδρομικές γραμμές της εποχής του. Αν οι αρχές λειτουργίας των σιδηροδρομικών γραμμών του 19ου αιώνα συνιστούν ένα καλό παράδειγμα «εθελοντικών συμφωνητικών» τότε, κατά την άποψή μου, αυτά που εκπονεί η J.PMorgan & Co. είναι ανεκτίμητης αξίας. Οι «αναρχο»-καπιταλιστές αναμφίβολα θα πανηγύριζαν μ’ αυτή την άποψη που εξέθεσε ο Κροπότκιν στην Κατάκτηση του Ψωμιού, αλλά επιτρέψτε μου να της εναντιωθώ.
Μια συνομοσπονδία θα πρέπει να θεωρείται ως μια δεσμευτική συμφωνία που δεν μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας επιπόλαιων «βολονταριστικών» λόγων. Ένας δήμος θα μπορεί να αποσυρθεί από μια συνομοσπονδία μόνο αφού κάθε πολίτης της συνομοσπονδίας έχει τη δυνατότητα να διερευνήσει ενδελεχώς τα παράπονα του δήμου καιαποφασιστεί με πλειοψηφικές διαδικασίες απ’ όλη τη συνομοσπονδία ότι μπορεί να αποσυρθεί χωρίς την υπονόμευση ολόκληρης της συνομοσπονδίας.
Οικονομικά και τεχνολογία
Έχει ο ελευθεριακός δημοτισμός μια οικονομική θεωρία; Να τονίσω πως ναι, μια που βρίσκεται πολύ κοντά στη μαρξική κριτική του καπιταλισμό απ’ τον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου. Πολύ συχνά, οι σπασπωδικές απορρίψεις του λαμπρού έργου του Μαρξ φέρνουν συνήθως επιδοκιμασίας στα πρόσωπα των αντιπάλων του. Αρνούμαι να συμμετέχω σε τέτοιες ρουτίνες. Παρόλο που διαφωνώ με αρκετά στοιχεία του μαρξισμού, καμιά άλλη ανάλυση του καπιταλισμού δεν πλησιάζει, στις μέρες μας, ούτε καν εξ αποστάσεως αυτό το εκπληκτικό έργο. Δεν μπορώ να διακρίνω πώς θα μπορούσε ένας προσεκτικός θεωρητικός του ελευθεριακού δημοτισμού να αποφύγει τη μελέτη και την αφομοίωση της διαλεκτικής ή να στερείται μιας πλούσιας φιλοσοφικής προοπτικής πάνω στην Ιστορία, ως διακριτού πεδίου απ’ τα απλά Χρονικά. Καμιά θεωρία δεν μπορεί από μόνη της να συλλάβει κοινωνικά φαινόμενα που δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα στον υπαρκτό κοινωνικό ορίζοντα, αλλά ένα βασικό μίνιμουμ αρχών –τις οποίες τηρούμε δυναμικά μέχρι να πάψουμε να τις υπερασπιζόμαστε– μπορεί να μας εφοδιάσει με διορατικότητα.
Ο ελευθεριακός δημοτισμός βασίζεται επίσης στην πρόταση ότι πλέον έχουμε την τεχνολογία για μια οικονομία της μετασπάνης – που δυνητικά μπορεί να καταργήσει τον ασυλλόγιστο μόχθο και πιθανότατα αρκετή απ’ την εργασία που εισάγεται στη βιομηχανική παραγωγή σήμερα. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το κομμουνιστικό ιδεώδες του «απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» θα είναι ιστορικά και τεχνικά εφικτό. Μπορούμε να απομακρύνουμε τους διάφορους φόβους αναφορικά με το ότι οι ατομικές ανάγκες θα μπορούσαν να επεκταθούν σε σημείο που να ευνοούν την απληστία με το να δώσουμε στη συνέλευση του δήμου το δικαίωμα να καθορίσει εάν οι εκάστοτε αναγνωρισμένες «ανάγκες» είναι υπέρμετρες και εάν η ικανοποίησή τους θα κατέστρεφε την ευημερία ολόκληρης της οικονομίας.
Ο κόσμος αλλάζει πλέον με ραγδαίους ρυθμούς. Αν ο καπιταλισμός δεν καταστρέψει τη βιόσφαιρα, τότε πιθανότατα σε τριάντα, σίγουρα σε πενήντα χρόνια, ο κόσμος που θα έχει επιβιώσει θα έχει υποστεί τέτοιες αλλαγές που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Δεν θα εξαφανιστεί μονάχα ο αγροτικός κόσμος, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτού που αποκαλούμε «άγρια φύση». Ο βιομηχανικός αυτοματισμός θα φτάσει πιθανότατα σε απίστευτα επίπεδα και τα χαρακτηριστικά της γης θα μετασχηματιστούν σε μεγάλο βαθμό. Καθώς πλησιάζω προς το τέλος της ζωής μου, δεν μπορώ να ξέρω και σίγουρα δεν θα έχω τη δυνατότητα να ξέρω ποτέ αν θα δημιουργήσουν αυτές οι αλλαγές μια οικολογική κρίση ή εάν η επιστήμη και η τεχνολογία καταφέρουν να μετριάσουν, έστω και ανεπαρκώς, κάπως το αποτύπωμά τους.
Ιδού, παρ’ όλα αυτά, τί πιστεύω: αν ένα κίνημα ελευθεριακού δημοτισμού, βασισμένο σε κομμουναλιστικές αρχές, δεν καταφέρει να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα άμεσης δημοκρατίας και συνομοσπονδίας, τότε τα όλα ελευθεριακά ιδεώδη θα πρέπει να αναθεωρηθούν σε σημαντικό βαθμό. Αλλά δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην εγκαθίδρυση κανενός είδους πραγματικά ελευθεριακής κοινωνίας χωρίς τη δημιουργία μιας δημόσιας σφαίρας, ξεκινώντας με μιαν εκλογική πολιτική βάσης που θα στηρίζεται στη δημιουργία λαϊκών συνελεύσεων. Κατά την άποψή μου, αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για το κίνημα της ελευθεριακής αριστεράς. Αν διαφωνείτε μαζί μου, ας είναι – αλλά σας παρακαλώ, χρησιμοποιείστε διαφορετική ταμπέλα για τις ιδέες σας, αφήστε ήσυχο τον «ελευθεριακό δημοτισμό» και τραβήξτε τον δικό σας δρόμο προς τις κοινοτικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις, αν όχι προς τα ταοϊκά μοναστήρια και τις μυστικίστικες συναγωγές. Θα ζητούσα απ’ όσους μου ασκούν κριτική να μην συσκοτίζουν τις ιδέες που επί της ουσίας δεν συμπαθούν την ίδια στιγμή που ισχυρίζονται ότι τις υποστηρίζουν.