Άρθρο του Αλέκου Κανελλόπουλου Οικονομολόγου
Εκτός από ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις, η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της δραστηριότητας του κράτους συμβαδίζουν. Οικονομία και κράτος αλληλοενισχύονται όπως και είναι σωστό. Αυτό σημαίνει πως είναι αδύνατο να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη απούσης της κρατικής δραστηριότητας.
Για να υπολογίσουμε την συνολική εκροή μιας οικονομίας, (δηλαδή το γνώριμο εθνικό προϊόν), προσθέτουμε την αξία όλων των αγαθών και υπηρεσιών, όποιου είδους και αν είναι, απ’ όποιον κι αν παράγονται. Δεν διακρίνουμε δηλαδή, ανάμεσα σε υπηρεσίες που τις εξασφαλίζει το κράτος ή τις παρέχουν ιδιώτες. Στην τελική αξιολόγηση, μια αύξηση στην παροχή πχ εκπαιδευτικών υπηρεσιών βαρύνει όσο και μια αύξηση της εκροής δεκτών τηλεόρασης.
Τελευταία, υπάρχει προσπάθεια να επικρατήσει η αντίληψη ότι μονάχα ο πλούτος που παράγεται από ιδιώτες οδηγεί στην αύξηση της εθνικής ευημερίας και ότι αυτού του πλούτου μόνο η αύξηση, είναι το μοναδικό μέτρο για την αύξηση του εθνικού πλούτου.
Οι δημόσιες υπηρεσίες αντίθετα, αποτελούν βάρος και αναγκαίο κακό για την οικονομία.
Η τοποθέτηση αυτή οδηγεί βέβαια σε παράδοξες αντιφάσεις.
Έτσι πχ είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι το αυτοκίνητο (που παράγεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις) έχει μεγαλύτερη σημασία από τον δρόμο στον οποίο τρέχει (ο οποίος όμως κατασκευάζεται από το κράτος ή με κρατική χρηματοδότηση).
Και επίσης είμαστε υποχρεωμένοι να εγκρίνουμε και να επιδοκιμάσουμε την προσπάθεια ικανοποίησης της επιθυμίας για μεταξωτά πουκάμισα, σαν να ήταν ενδογενής, δηλαδή την ενέπνευσαν στον άνθρωπο μυστηριώδεις και ανεξάρτητοι δαίμονες του εσωτερικού του ψυχικού κόσμου.
Είναι έτσι; Ή μήπως οι δαίμονες αυτοί είναι δυνάμεις που δημιουργούνται τεχνηέντως και μάλιστα με την δυνατότητα να διπλασιάζουν την δραστηριότητά τους κάθε φορά που το θύμα τους γυρεύει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του;
Δικαιούμαστε να αμφιβάλουμε για τον ορθολογισμό όλης της ρύθμισης, και να αναρωτηθούμε μήπως αντί για πιο πολλά αγαθά, θα ήταν προτιμότερο να είχαμε λιγότερους δαίμονες.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους η τρέχουσα οικονομική σκέψη κατάληξε να διαπνέεται από το έντονο αίσθημα καχυποψίας απέναντι στο κράτος;
Είναι γεγονός ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα, είχε σαν ιδανικό του την οργάνωση ενός κράτους που θα εξασφάλιζε την τάξη με τρόπο φτηνό και αποτελεσματικό, και που θα απείχε κατά το δυνατό από κάθε άλλη δραστηριότητα.
Όμως, η εξέλιξη των γεγονότων κατάφερε σκληρά πλήγματα σ’ αυτήν την άποψη.
Διότι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια κοινωνία μπορεί να καλύψει τις ανάγκες διατροφής, στέγασης, ενδυμασίας με μεθόδους ιδιωτικής οικονομίας.
Έρχεται όμως μετά αντιμέτωπη με ανάγκες και επιθυμίες που δεν μπορούν να καλυφθούν με αυτές τις μεθόδους.
Δηλαδή υπάρχουν ανάγκες οι οποίες δεν ικανοποιούνται από την παρέμβαση του ιδιωτικού παράγοντα στην παραγωγή, την αγορά και την πώληση, διότι πρόκειται για απαιτήσεις που ικανοποιούνται όταν όλοι μπορούν να τις απολαύσουν και η αντιμετώπισή τους είναι δυνατή όταν όλοι αναλάβουν να την χρηματοδοτήσουν.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα, το οποίο συνδέεται με το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας.
Αυτοί που είναι λογικό ότι θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν, στρέφονται εχθρικά προς τις κρατικές και κοινωνικές υπηρεσίες.
Η διάκριση λοιπόν αυτή, δηλαδή το να δίνουμε μεγάλη σημασία στα ιδιωτικά εμπορεύματα και πιο μικρή στην κρατική παραγωγή, έχει σημαντικές και σοβαρές κοινωνικές συνέπειες.
Ότι ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Οι οικονομικά ισχυροί θέλουν να αποφεύγουν την συμμετοχή τους στην κρατική παραγωγική δραστηριότητα και το πετυχαίνουν με πολλούς τρόπους.
Από την μια μεριά χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και από την άλλη μέσω της επιρροής τους στην πολιτική και της προπαγάνδας για την εμπέδωση από τους λαούς της άποψης ότι ο εθνικός πλούτος αυξάνεται μόνο μέσω της ιδιωτικής παραγωγής και ότι η κρατική δραστηριότητα αποτελεί μόνο δαπάνη.
Στην Ευρώπη δε, όπου το κοινωνικό κράτος είχε μεγάλη ανάπτυξη, εφευρέθηκε η ιδέα του κοινού νομίσματος η οποία αφαίρεσε εντελώς από τους λαούς της την δυνατότητα της επιλογής της οικονομικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις μέσω των εκλογών, με αποτέλεσμα δεξιά και αριστερά κόμματα να εφαρμόζουν μία και μόνο πολιτική, κάνοντας πράξη την ρήση της Μ. Θάτσερ: «Δεν υπάρχει εναλλακτική».
Και φτάσαμε στο σημείο να γίνεται αποδεκτή η άποψη την οποία τα φερέφωνα αυτής της πολιτικής στα ΜΜΕ προπαγανδίζουν: Ο κίνδυνος δεν είναι η ανεργία και η φτώχεια των λαών, αλλά η έξοδος από το ευρώ!
Αλέξ. Κανελλόπουλος
Εκτός από ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις, η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της δραστηριότητας του κράτους συμβαδίζουν. Οικονομία και κράτος αλληλοενισχύονται όπως και είναι σωστό. Αυτό σημαίνει πως είναι αδύνατο να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη απούσης της κρατικής δραστηριότητας.
Για να υπολογίσουμε την συνολική εκροή μιας οικονομίας, (δηλαδή το γνώριμο εθνικό προϊόν), προσθέτουμε την αξία όλων των αγαθών και υπηρεσιών, όποιου είδους και αν είναι, απ’ όποιον κι αν παράγονται. Δεν διακρίνουμε δηλαδή, ανάμεσα σε υπηρεσίες που τις εξασφαλίζει το κράτος ή τις παρέχουν ιδιώτες. Στην τελική αξιολόγηση, μια αύξηση στην παροχή πχ εκπαιδευτικών υπηρεσιών βαρύνει όσο και μια αύξηση της εκροής δεκτών τηλεόρασης.
Τελευταία, υπάρχει προσπάθεια να επικρατήσει η αντίληψη ότι μονάχα ο πλούτος που παράγεται από ιδιώτες οδηγεί στην αύξηση της εθνικής ευημερίας και ότι αυτού του πλούτου μόνο η αύξηση, είναι το μοναδικό μέτρο για την αύξηση του εθνικού πλούτου.
Οι δημόσιες υπηρεσίες αντίθετα, αποτελούν βάρος και αναγκαίο κακό για την οικονομία.
Η τοποθέτηση αυτή οδηγεί βέβαια σε παράδοξες αντιφάσεις.
Έτσι πχ είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι το αυτοκίνητο (που παράγεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις) έχει μεγαλύτερη σημασία από τον δρόμο στον οποίο τρέχει (ο οποίος όμως κατασκευάζεται από το κράτος ή με κρατική χρηματοδότηση).
Και επίσης είμαστε υποχρεωμένοι να εγκρίνουμε και να επιδοκιμάσουμε την προσπάθεια ικανοποίησης της επιθυμίας για μεταξωτά πουκάμισα, σαν να ήταν ενδογενής, δηλαδή την ενέπνευσαν στον άνθρωπο μυστηριώδεις και ανεξάρτητοι δαίμονες του εσωτερικού του ψυχικού κόσμου.
Είναι έτσι; Ή μήπως οι δαίμονες αυτοί είναι δυνάμεις που δημιουργούνται τεχνηέντως και μάλιστα με την δυνατότητα να διπλασιάζουν την δραστηριότητά τους κάθε φορά που το θύμα τους γυρεύει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του;
Δικαιούμαστε να αμφιβάλουμε για τον ορθολογισμό όλης της ρύθμισης, και να αναρωτηθούμε μήπως αντί για πιο πολλά αγαθά, θα ήταν προτιμότερο να είχαμε λιγότερους δαίμονες.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους η τρέχουσα οικονομική σκέψη κατάληξε να διαπνέεται από το έντονο αίσθημα καχυποψίας απέναντι στο κράτος;
Είναι γεγονός ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα, είχε σαν ιδανικό του την οργάνωση ενός κράτους που θα εξασφάλιζε την τάξη με τρόπο φτηνό και αποτελεσματικό, και που θα απείχε κατά το δυνατό από κάθε άλλη δραστηριότητα.
Όμως, η εξέλιξη των γεγονότων κατάφερε σκληρά πλήγματα σ’ αυτήν την άποψη.
Διότι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια κοινωνία μπορεί να καλύψει τις ανάγκες διατροφής, στέγασης, ενδυμασίας με μεθόδους ιδιωτικής οικονομίας.
Έρχεται όμως μετά αντιμέτωπη με ανάγκες και επιθυμίες που δεν μπορούν να καλυφθούν με αυτές τις μεθόδους.
Δηλαδή υπάρχουν ανάγκες οι οποίες δεν ικανοποιούνται από την παρέμβαση του ιδιωτικού παράγοντα στην παραγωγή, την αγορά και την πώληση, διότι πρόκειται για απαιτήσεις που ικανοποιούνται όταν όλοι μπορούν να τις απολαύσουν και η αντιμετώπισή τους είναι δυνατή όταν όλοι αναλάβουν να την χρηματοδοτήσουν.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα, το οποίο συνδέεται με το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας.
Αυτοί που είναι λογικό ότι θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν, στρέφονται εχθρικά προς τις κρατικές και κοινωνικές υπηρεσίες.
Η διάκριση λοιπόν αυτή, δηλαδή το να δίνουμε μεγάλη σημασία στα ιδιωτικά εμπορεύματα και πιο μικρή στην κρατική παραγωγή, έχει σημαντικές και σοβαρές κοινωνικές συνέπειες.
Ότι ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Οι οικονομικά ισχυροί θέλουν να αποφεύγουν την συμμετοχή τους στην κρατική παραγωγική δραστηριότητα και το πετυχαίνουν με πολλούς τρόπους.
Από την μια μεριά χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και από την άλλη μέσω της επιρροής τους στην πολιτική και της προπαγάνδας για την εμπέδωση από τους λαούς της άποψης ότι ο εθνικός πλούτος αυξάνεται μόνο μέσω της ιδιωτικής παραγωγής και ότι η κρατική δραστηριότητα αποτελεί μόνο δαπάνη.
Στην Ευρώπη δε, όπου το κοινωνικό κράτος είχε μεγάλη ανάπτυξη, εφευρέθηκε η ιδέα του κοινού νομίσματος η οποία αφαίρεσε εντελώς από τους λαούς της την δυνατότητα της επιλογής της οικονομικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις μέσω των εκλογών, με αποτέλεσμα δεξιά και αριστερά κόμματα να εφαρμόζουν μία και μόνο πολιτική, κάνοντας πράξη την ρήση της Μ. Θάτσερ: «Δεν υπάρχει εναλλακτική».
Και φτάσαμε στο σημείο να γίνεται αποδεκτή η άποψη την οποία τα φερέφωνα αυτής της πολιτικής στα ΜΜΕ προπαγανδίζουν: Ο κίνδυνος δεν είναι η ανεργία και η φτώχεια των λαών, αλλά η έξοδος από το ευρώ!
Αλέξ. Κανελλόπουλος