Του Παναγιώτη Θέμελη Καθηγητή Φυσικής
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή, ξεκινώντας από τα δύο πιο σημαντικά προβλήματα που δημιούργησε η καπιταλιστική κρίση στους εργαζόμενους.
1. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) το ποσοστό ανεργίας το Οκτώβριο του 2014 ανήλθε σε 25,8% και άνεργοι ανήλθαν σε 1.245.340 άτομα, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 3.288.819 άτομα.
2. Στα 6,3 εκατομμύρια άτομα ανήλθε ο πληθυσμός της Ελλάδας που ζούσε υπό το καθεστώς φτώχειας, ή υπό την απειλή της φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας στο τέλος του 2013. Πιο συγκεκριμένα 2,5 εκατομμύρια υπό καθεστώς φτώχειας και 3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας.
Υπάρχει έστω κι ένας εργαζόμενος που να πιστεύει ότι με μια πολιτική κάποιας μικρής ανάπτυξης που θα δημιουργήσει κάποιες λίγες θέσεις εργασίας, ότι θα απαλύνει έστω αυτήν την ανεργία; Υπάρχει έστω και ένας εργαζόμενος που να πιστεύει ότι η πολιτική των 750 ευρώ ελάχιστο θα απαλύνει έστω το συγκεκριμένο επίπεδο φτώχειας;; Υπάρχει έστω και ένας εργαζόμενος που ελπίζει ότι με την αποδοχή της υποχρέωσης για την βιωσιμότητα του συγκεκριμένου χρέους και των υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται, ή με την αποδοχή των υποχρεώσεων που συνεπάγεται η «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ» μπορεί να υπάρξει πειστική λύση στα παραπάνω προβλήματα;;;
Η απόλυτη ακαμψία των οργάνων της ΕΕ, στην πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, η απόκρουση της πιθανότητας ακόμα και για μια μικρή έστω προσαρμογή της πολιτικής αυτής, η άρνηση οποιασδήποτε αναφοράς για μη βιωσιμότητα του χρέους, η άρνηση έστω και της παραμικρής πολιτικής για την αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης», είναι μια πρόσφατη εμπειρία που δεν αφήνει ούτε την παραμικρή δυνατότητα αυταπάτης.
Αν δηλαδή μιλάμε για την λύση των προβλημάτων αυτών, αν παρά την ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων που τους έχουν φέρει εδώ και χρόνια σε θέση άμυνας, αν μέσα στην προσπάθεια να επιτευχθούν κάποιες πολιτικές ανακούφισης έστω, αν λοιπόν μετά από όλα αυτά δεν έχει ξεχαστεί η προοπτική της λύσης των προβλημάτων αυτών, τότε δεν μπορεί παρά να διαπιστώσουμε ότι η πολιτική της λύσης τους βρίσκεται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί το ύψος της παραγωγικής επένδυσης που απαιτεί η δημιουργία 1.300.000 θέσεων εργασίας, αρκεί να αναλογιστεί την αύξηση της πραγματικής παραγωγής και το μέγεθος ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που απαιτεί το ξεπέρασμα αυτών των ποσοστών φτώχειας και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, για να καταλάβει ότι η προοπτική αυτή βρίσκεται σε ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον.
Ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον τελείως διαφορετικό από το υπάρχον, που για να πείθει ότι είναι ικανό να πραγματοποιήσει την πολιτική που ανοίγει δρόμο για το ξεπέρασμα της φτώχειας και της ανεργίας πρέπει να δομείται πάνω σε κάποιες βασικές αρχές:
1. Ένα κεντρικό σχέδιο ολόπλευρης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με κριτήριο την ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών των εργαζομένων. Που χωρίς να αρνείται αρχικά την ιδιωτική πρωτοβουλία και επένδυση δεν θα περιορίζεται σ΄αυτήν αλλά θα διευθύνεται και θα έχει σαν κύριο μοχλό της, την δημιουργία κρατικών μονάδων παραγωγής που θα αξιοποιούν όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του τόπου και τις ικανότητες και δεξιότητες όλων των εργαζομένων.
2. Απόλυτο έλεγχο και δέσμευση όλων των υπαρχόντων συσσωρευμένων κεφαλαίων και αποκλειστική ένταξη και χρησιμοποίηση τους στο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Και είναι βέβαιο ότι ο έλεγχος των κεφαλαίων είναι αδύνατον να γίνει σε συνθήκες ευρώ και σε συνθήκες ασφυκτικών υποχρεώσεων στους «θεσμούς» του. Επί πλέον o έλεγχος των κεφαλαίων δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί σε συνθήκες υπέρογκου χρέους και εξυπηρέτησης των τόκων και χρεολυσίων του.
3. Ένα κρατικό μηχανισμό που θα μπορεί να ανταπεξέλθει στην εκτέλεση του σχεδίου παραγωγικής ανάπτυξης, που θα διαμορφώσει εσωτερική και εξωτερική πολιτική που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας. Που θα έχει την δύναμη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια σειρά από σημαντικά προβλήματα που θα προκληθούν από την βέβαιη σκληρή και αδυσώπητη υπονομευτική αντίδραση τόσο της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, όσο και του Ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου. Ένας κρατικός μηχανισμός που θα μπορεί να ανταποκρίνεται και να ξεπερνά ακόμα και προβλήματα που δημιουργούνται από ανεπάρκειες και επί μέρους λανθασμένες πολιτικές ενέργειες που αναπόφευκτα θα συμβούν. Ένας κρατικός μηχανισμός που για να πραγματοποιήσει τα παραπάνω θα διευθύνεται άμεσα από τους εργαζόμενους και όχι με ανάθεση σε κάποιο πολιτικό σχηματισμό. Θα στηρίζεται στην αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτόν με άμεσες δημοκρατικές διαδικασίες και με αντιπροσώπευση άμεσης ανακλητότας.
Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα οι αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες να αναδείξουν κυβέρνηση (ακόμα και αν είναι αριστερή) που να μπορέσει να δημιουργήσει ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον που να διεκπεραιώσει τις παραπάνω ανάγκες. Mια τέτοια προοπτική δεν υλοποιείται με ανάθεση σε κομματικό σχηματισμό η σε συνεργασία κομματικών σχηματισμών που προσπαθούν να την υλοποιήσουν μέσα από διαδικασίες απόλυτα ελεγχόμενες από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή κεφαλαιοκρατία. Είναι μια πολιτική προοπτική που η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να την εκπληρώσει και να την φέρει εις πέρας είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με την δική τους αυτοτελή πολιτική παρέμβαση.
Όμως η πολύ μεγάλη ιδεολογική νίκη που έχουν πετύχει μεταπολιτευτικά οι μηχανισμοί της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας, είναι ότι έχουν καταφέρει να περιορίσουν τα αιτήματα και τους αγώνες του λαϊκού κινήματος σε διεκδικήσεις που απλά αποκρούουν τα χειρότερα. Όχι στη διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα οδηγεί στη λύση, αλλά την ΑΝΑΘΕΣΗ σε μια πολιτική δύναμη που θα αποτρέψει το χειρότερο. Αυτή είναι και η πολιτική άποψη που υπάρχει στην ψήφο του για την ανάδειξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η αποτροπή του χειρότερου που δεν ήταν άλλο από αυτό που επεφύλασσε η παραμονή της κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Στην περίπτωση νίκης της ΝΔ στις εκλογές το λαϊκό κίνημα τώρα θα διαμαρτυρόταν για τις μειώσεις των συντάξεων και την επέκταση των ορίων ηλικίας, χωρίς αποτέλεσμα μάλιστα αφού θα είχαν ήδη ψηφιστεί στη βουλή και εφαρμοστεί, μαζί και με μια σειρά άλλα εξ ίσου αντιλαϊκά μέτρα. Τώρα αγωνίζεται να μην κάνει πίσω η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ από τις προγραμματικές της δηλώσεις. Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Αλλά βέβαια δεν ανοίγει δρόμο για τη λύση ούτε στο πρόβλημα της φτώχειας ούτε της ανεργίας. Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς αυτό. Ο λαός επικροτεί την αποφυγή του χειρότερου αλλά κυρίως ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ από την αποφυγή του χειρότερου.
Η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι ότι πιο προωθημένο μπορεί να πετύχει η αριστερά σε συνθήκες αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, σε συνθήκες αποδοχής του ρόλου της ΕΕ και του ευρώ. Γι αυτό και οι περισσότερες αναλύσεις που περιγράφουν στο λαό πώς η κυβέρνηση απεμπόλησε τις διακηρύξεις της και έκανε μεγάλες υποχωρήσεις απέναντι στην αποικιοκρατικού χαρακτήρα πολιτική ΕΕ – Γερμανίας, περιέχουν αλήθειες εντελώς άχρηστες όμως για το τι να κάνει για το ξεπέρασμα της δοσμένης κατάστασης. Πολύ περισσότερο αν μένουν σε μια διέγερση συγκινησιακών στοιχείων.
Ακριβώς εδώ βρίσκεται ο σύγχρονος ρόλος μίας μαρξιστικής πρωτοπορίας. Το χτίσιμο από τη βάση ενός αυτοτελούς λαϊκού μετώπου που θα σχηματιστεί μέσα από την διαδικασία επεξεργασίας και διεκδίκησης μιας πολιτικής πάνω στους τρείς άξονες: Ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για την ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών των εργαζομένων. Έλεγχος και επένδυση όλων των συσσωρευμένων κεφαλαίων στην παραγωγική διαδικασία. Κράτος και κρατικά όργανα άμεσα δημοκρατικά ελεγχόμενα από τους εργαζόμενους.
Παναγιώτης Θέμελης
Καθηγητής Φυσικός
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή, ξεκινώντας από τα δύο πιο σημαντικά προβλήματα που δημιούργησε η καπιταλιστική κρίση στους εργαζόμενους.
1. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) το ποσοστό ανεργίας το Οκτώβριο του 2014 ανήλθε σε 25,8% και άνεργοι ανήλθαν σε 1.245.340 άτομα, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 3.288.819 άτομα.
2. Στα 6,3 εκατομμύρια άτομα ανήλθε ο πληθυσμός της Ελλάδας που ζούσε υπό το καθεστώς φτώχειας, ή υπό την απειλή της φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας στο τέλος του 2013. Πιο συγκεκριμένα 2,5 εκατομμύρια υπό καθεστώς φτώχειας και 3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας.
Υπάρχει έστω κι ένας εργαζόμενος που να πιστεύει ότι με μια πολιτική κάποιας μικρής ανάπτυξης που θα δημιουργήσει κάποιες λίγες θέσεις εργασίας, ότι θα απαλύνει έστω αυτήν την ανεργία; Υπάρχει έστω και ένας εργαζόμενος που να πιστεύει ότι η πολιτική των 750 ευρώ ελάχιστο θα απαλύνει έστω το συγκεκριμένο επίπεδο φτώχειας;; Υπάρχει έστω και ένας εργαζόμενος που ελπίζει ότι με την αποδοχή της υποχρέωσης για την βιωσιμότητα του συγκεκριμένου χρέους και των υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται, ή με την αποδοχή των υποχρεώσεων που συνεπάγεται η «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ» μπορεί να υπάρξει πειστική λύση στα παραπάνω προβλήματα;;;
Η απόλυτη ακαμψία των οργάνων της ΕΕ, στην πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, η απόκρουση της πιθανότητας ακόμα και για μια μικρή έστω προσαρμογή της πολιτικής αυτής, η άρνηση οποιασδήποτε αναφοράς για μη βιωσιμότητα του χρέους, η άρνηση έστω και της παραμικρής πολιτικής για την αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης», είναι μια πρόσφατη εμπειρία που δεν αφήνει ούτε την παραμικρή δυνατότητα αυταπάτης.
Αν δηλαδή μιλάμε για την λύση των προβλημάτων αυτών, αν παρά την ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων που τους έχουν φέρει εδώ και χρόνια σε θέση άμυνας, αν μέσα στην προσπάθεια να επιτευχθούν κάποιες πολιτικές ανακούφισης έστω, αν λοιπόν μετά από όλα αυτά δεν έχει ξεχαστεί η προοπτική της λύσης των προβλημάτων αυτών, τότε δεν μπορεί παρά να διαπιστώσουμε ότι η πολιτική της λύσης τους βρίσκεται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί το ύψος της παραγωγικής επένδυσης που απαιτεί η δημιουργία 1.300.000 θέσεων εργασίας, αρκεί να αναλογιστεί την αύξηση της πραγματικής παραγωγής και το μέγεθος ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που απαιτεί το ξεπέρασμα αυτών των ποσοστών φτώχειας και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, για να καταλάβει ότι η προοπτική αυτή βρίσκεται σε ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον.
Ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον τελείως διαφορετικό από το υπάρχον, που για να πείθει ότι είναι ικανό να πραγματοποιήσει την πολιτική που ανοίγει δρόμο για το ξεπέρασμα της φτώχειας και της ανεργίας πρέπει να δομείται πάνω σε κάποιες βασικές αρχές:
1. Ένα κεντρικό σχέδιο ολόπλευρης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με κριτήριο την ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών των εργαζομένων. Που χωρίς να αρνείται αρχικά την ιδιωτική πρωτοβουλία και επένδυση δεν θα περιορίζεται σ΄αυτήν αλλά θα διευθύνεται και θα έχει σαν κύριο μοχλό της, την δημιουργία κρατικών μονάδων παραγωγής που θα αξιοποιούν όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του τόπου και τις ικανότητες και δεξιότητες όλων των εργαζομένων.
2. Απόλυτο έλεγχο και δέσμευση όλων των υπαρχόντων συσσωρευμένων κεφαλαίων και αποκλειστική ένταξη και χρησιμοποίηση τους στο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Και είναι βέβαιο ότι ο έλεγχος των κεφαλαίων είναι αδύνατον να γίνει σε συνθήκες ευρώ και σε συνθήκες ασφυκτικών υποχρεώσεων στους «θεσμούς» του. Επί πλέον o έλεγχος των κεφαλαίων δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί σε συνθήκες υπέρογκου χρέους και εξυπηρέτησης των τόκων και χρεολυσίων του.
3. Ένα κρατικό μηχανισμό που θα μπορεί να ανταπεξέλθει στην εκτέλεση του σχεδίου παραγωγικής ανάπτυξης, που θα διαμορφώσει εσωτερική και εξωτερική πολιτική που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας. Που θα έχει την δύναμη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια σειρά από σημαντικά προβλήματα που θα προκληθούν από την βέβαιη σκληρή και αδυσώπητη υπονομευτική αντίδραση τόσο της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, όσο και του Ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου. Ένας κρατικός μηχανισμός που θα μπορεί να ανταποκρίνεται και να ξεπερνά ακόμα και προβλήματα που δημιουργούνται από ανεπάρκειες και επί μέρους λανθασμένες πολιτικές ενέργειες που αναπόφευκτα θα συμβούν. Ένας κρατικός μηχανισμός που για να πραγματοποιήσει τα παραπάνω θα διευθύνεται άμεσα από τους εργαζόμενους και όχι με ανάθεση σε κάποιο πολιτικό σχηματισμό. Θα στηρίζεται στην αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτόν με άμεσες δημοκρατικές διαδικασίες και με αντιπροσώπευση άμεσης ανακλητότας.
Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα οι αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες να αναδείξουν κυβέρνηση (ακόμα και αν είναι αριστερή) που να μπορέσει να δημιουργήσει ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον που να διεκπεραιώσει τις παραπάνω ανάγκες. Mια τέτοια προοπτική δεν υλοποιείται με ανάθεση σε κομματικό σχηματισμό η σε συνεργασία κομματικών σχηματισμών που προσπαθούν να την υλοποιήσουν μέσα από διαδικασίες απόλυτα ελεγχόμενες από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή κεφαλαιοκρατία. Είναι μια πολιτική προοπτική που η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να την εκπληρώσει και να την φέρει εις πέρας είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με την δική τους αυτοτελή πολιτική παρέμβαση.
Όμως η πολύ μεγάλη ιδεολογική νίκη που έχουν πετύχει μεταπολιτευτικά οι μηχανισμοί της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας, είναι ότι έχουν καταφέρει να περιορίσουν τα αιτήματα και τους αγώνες του λαϊκού κινήματος σε διεκδικήσεις που απλά αποκρούουν τα χειρότερα. Όχι στη διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα οδηγεί στη λύση, αλλά την ΑΝΑΘΕΣΗ σε μια πολιτική δύναμη που θα αποτρέψει το χειρότερο. Αυτή είναι και η πολιτική άποψη που υπάρχει στην ψήφο του για την ανάδειξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η αποτροπή του χειρότερου που δεν ήταν άλλο από αυτό που επεφύλασσε η παραμονή της κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Στην περίπτωση νίκης της ΝΔ στις εκλογές το λαϊκό κίνημα τώρα θα διαμαρτυρόταν για τις μειώσεις των συντάξεων και την επέκταση των ορίων ηλικίας, χωρίς αποτέλεσμα μάλιστα αφού θα είχαν ήδη ψηφιστεί στη βουλή και εφαρμοστεί, μαζί και με μια σειρά άλλα εξ ίσου αντιλαϊκά μέτρα. Τώρα αγωνίζεται να μην κάνει πίσω η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ από τις προγραμματικές της δηλώσεις. Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Αλλά βέβαια δεν ανοίγει δρόμο για τη λύση ούτε στο πρόβλημα της φτώχειας ούτε της ανεργίας. Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς αυτό. Ο λαός επικροτεί την αποφυγή του χειρότερου αλλά κυρίως ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ από την αποφυγή του χειρότερου.
Η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι ότι πιο προωθημένο μπορεί να πετύχει η αριστερά σε συνθήκες αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, σε συνθήκες αποδοχής του ρόλου της ΕΕ και του ευρώ. Γι αυτό και οι περισσότερες αναλύσεις που περιγράφουν στο λαό πώς η κυβέρνηση απεμπόλησε τις διακηρύξεις της και έκανε μεγάλες υποχωρήσεις απέναντι στην αποικιοκρατικού χαρακτήρα πολιτική ΕΕ – Γερμανίας, περιέχουν αλήθειες εντελώς άχρηστες όμως για το τι να κάνει για το ξεπέρασμα της δοσμένης κατάστασης. Πολύ περισσότερο αν μένουν σε μια διέγερση συγκινησιακών στοιχείων.
Ακριβώς εδώ βρίσκεται ο σύγχρονος ρόλος μίας μαρξιστικής πρωτοπορίας. Το χτίσιμο από τη βάση ενός αυτοτελούς λαϊκού μετώπου που θα σχηματιστεί μέσα από την διαδικασία επεξεργασίας και διεκδίκησης μιας πολιτικής πάνω στους τρείς άξονες: Ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για την ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών των εργαζομένων. Έλεγχος και επένδυση όλων των συσσωρευμένων κεφαλαίων στην παραγωγική διαδικασία. Κράτος και κρατικά όργανα άμεσα δημοκρατικά ελεγχόμενα από τους εργαζόμενους.
Παναγιώτης Θέμελης
Καθηγητής Φυσικός