Γιώργος I. Κουτσαντώνης Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, μετά την πτώση του τείχους στο Βερολίνο το 1989, προκύπτουν νέα γεωπολιτικά σενάρια. Σενάρια που προηγουμένως ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς. Από τη στιγμή εκείνη, σταδιακά αναδύεται ένα νέο είδος τοπικισμού στην Ευρώπη. Σύντομα πραγματοποιείται μια ρήξη ανάμεσα στη ιδέα της ενωμένης Ευρώπης των εθνών κρατών (η οποία αναπτύχθηκε κατά τις δεκαετίες του ΄70 και ’80) και σε αυτή της νέας ιδέας που αναπτύσσεται κατά την δεκαετία του ΄90. Η αρχική θεώρηση, (η οποία είχε ως προϋπόθεση την προστασία και ανάδειξη των επιμέρους παραδόσεων, και των τοπικών ταυτοτήτων), έρχεται σταδιακά σε αντιπαράθεση με μια ενοποιητική διαδικασία με τάσεις ομογενοποίησης, εξομάλυνσης και ισοπέδωσης. Η αρχική θεώρηση στηρίχτηκε στην ανάδειξη της ποικιλομορφίας, των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, του σεβασμού των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων και ταυτοτήτων. Υπό αυτή την αρχική άποψη, η συνύπαρξη και συμβίωση, διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων, νοείται ως θετική και όχι ως αρνητική αξία.
Πρωταγωνιστές αυτής της ευρωπαϊκής οπτικής υπήρξαν κυρίως τα αριστερά κινήματα στη Γαλλία και Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (Sdp) καθώς και οι Πράσινοι. Στη συνέχεια η πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, περνά στα χέρια της δεξιάς. Η νέα ιδέα που προκύπτει είναι βασισμένη στην αντίθεση ανάμεσα στα εθνικά κράτη και τα περιφερειακά κράτη, έχοντας ως στόχο την δημιουργία όχι πλέον μια Ευρώπης εθνών κρατών, αλλά μιας ομοσπονδιακής ένωσης περιφερειακών κρατών. Κριτήριο συνένωσης των Ευρωπαϊκών περιφερειών γίνεται πλέον η εθνική ομογενοποίηση, η οποία χρησιμεύει και στοχεύει στην χάραξη νέων πολιτικών συνόρων στην Ευρώπη. Το αφήγημα αρχίζει να αλλάζει, καθώς από τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, την αποδοχή και τον σεβασμό της διαφορετικότητας, περνάμε τώρα στον εθνοπλουραλισμό.
Ο εθνοπλουραλισμός βασίζεται στην ιδέα ότι είναι απαραίτητη η αξιοποίηση των μεμονωμένων ταυτοτήτων, σε αντιπαράθεση με την ενοποιητική διαδικασία, που, για να διατηρηθεί η καθαρότητα του κάθε λαού, θεμελιώδης αρχή είναι αυτός ο λαός να είναι ομοιογενής στο εσωτερικό του. Μόνο ο διάλογος και η αντιπαράθεση μεταξύ ομοιογενών λαών - ως περιφερειακά κράτη αυτή τη φορά - μπορεί να περισώσει την ταυτότητά τους και επομένως να αποτρέψει αυτό που η νέα δεξιά ονομάζει εθνοκτονία. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά: σύμφωνα με την ιδέα της νέας δεξιάς, η Ευρώπη των περιφερειών τείνει να αποκλείσει, να διαχωρίσει, ενώ η αρχική ιδέα είχε ως βασική της οπτική, την συγκατοίκηση πολλαπλών εθνικών ταυτοτήτων, πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και συστατικών στοιχείων.
Η θεωρητική βάση της νέας αυτής ιδέας βρίσκεται στον εθνικό φεντεραλισμό. Ήδη από το 1968 ο θεωρητικός Guy Héraud στο βιβλίο του «Les principes du federalisme et la Federation europeenne» μιλούσε για την γέννηση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας Ομοιογενών Περιφερειακών Κρατών. Η ιδέα επομένως ξεκινάει αδύναμα από τη Γαλλία, μεταφέρεται στη συνέχεια και ενισχύεται από τη Γερμανία και την Αυστρία, όπου και αρχίζει η συζήτηση περί της Ευρώπης των περιφερειών και η δημιουργία μιας σαφούς πολιτικής θεωρίας. Το 1977 η Βαυαρία χρηματοδοτεί τη γέννηση ενός σχεδίου που αργότερα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το θεωρητικό κέντρο της Ευρωπαϊκής ομοσπονδιοποίησης, το οποίο βασίζεται στον εθνικό φεντεραλισμό. Αυτό δεν είναι άλλο από το Διεθνές Ινστιτούτο Interreg. Η Βαυαρία μέσω της εξωτερικής της πολιτικής, αποκτά έτσι σημαντικότατο και κεντρικό ρόλο στη προώθηση αυτού του είδους Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (των εθνικών περιφερειών) και στην μετάγγισή του στα ανώτατα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (Ευρωπαϊκό συμβούλιο και Ευρωκοινοβούλιο). Η Βαυαρία έχει κάθε λόγο να προωθήσει την Ευρώπη των περιφερειών, άλλωστε δεν θα την ωφελούσε μια πολιτική ένωση της Ευρώπης, καθώς έτσι ο πολιτικός της ρόλος σταδιακά θα υποβαθμιζόταν. Η Βαυαρία θέλει να μετράει η γνώμη της και σε πολυάριθμες περιπτώσεις θα αντιταχθεί έντονα σε όποιες θεωρήσεις είναι αντίθετες με τις δικές της.
Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεξιάς εκφράζονται πλέον ανοιχτά, για τους έθνο-φεντεραλιστές όλες οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες δημιουργούν συγκρουσιακούς μηχανισμούς, επομένως αυτές οι κοινωνίες δεν μπορούν να κυβερνηθούν αποτελεσματικά και να ελεγχθούν πολιτικά. Έτσι οι ευρωπαϊκές περιφέρειες γίνονται φορείς προώθησης της ιδέας ενός μοντέρνου τρόπου αυτοκαθορισμού. Σταδιακά η ένταξη μια ευρωπεριφέρειας παύει να έχει ως μοχλό την εθνική της υπόσταση, αλλά πολύ περισσότερο το ενδιαφέρον της για το οικονομικό της μέλλον. Εδώ ο ρόλος των πολυεθνικών και του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τεράστιας σημασίας. Ένα από τα δημόσια γεγονότα όπου φαίνεται πως η Ευρώπη των περιφερειών γίνεται κτήμα της νέας δεξιάς (συμπεριλαμβανομένης της ρεβανσιστικής δεξιάς) είναι η διαδήλωση του 1991 στο Brennero της Ιταλίας, όπου και εκφράζεται η ιδέα της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας του Τυρόλο, ως μέσο αυτοκαθορισμού και επομένως ως μοχλός άσκησης πίεσης για την προσάρτηση και επιστροφή της Άνω Αδίγης (Alto Adige) στην Αυστρία.
Το ισχυρό στοιχείο για την αποκατάσταση της ιδέας του λαού, που δεν νοείται πλέον ως μια κοινότητα που βασίζεται σε αυτόνομες-αυτόβουλες δράσεις και επιθυμίες (ιδέα που έρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση), είναι η θεώρηση μιας κοινότητας με κοινή ιστορία, γλώσσα, παράδοση, και κοινό αίμα. Αυτή η ιδέα στηρίζεται στην εκμετάλλευση και τον αποπροσανατολισμό ο οποίος σχετίζεται άμεσα με την - απολύτως δικαιολογημένη - δυσφορία που υπάρχει σε σχέση με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Έτσι η πορεία αυτή οδηγεί στη γέννηση ενός νέου «από τα κάτω» εθνικισμού, που αφελώς κάποιοι πιστεύουν ότι στον 21ο είναι και ο μόνος υπερασπιστής της «εθνικής ταυτότητας», ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Έτσι προκύπτουν παραπλανητικές εκφράσεις του τύπου: «Είμαστε η απάντηση στην ομογενοποίηση της οικουμένης σε άμορφο χωνευτήρι των λαών μέσω της μετανάστευσης και του καταναλωτισμού». Πλέον, για τον νέο αυτό εθνικισμό, η μόνη δυνατή συνύπαρξη είναι μεταξύ όμοιων και μέσα σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή. Αυτό ισχύει και με όρους οικονομίας, όπου ο μόνος τρόπος είναι «ο καθένας στα του οίκου του και όπως θέλει» αρκεί να μην συγκρούεται, τουλάχιστον ανοιχτά, με την γενική εθνοπλουραλιστική ιδέα.
Πρόκειται για μια νέα μορφή εθνικού ρατσισμού από μια νέα δεξιά. O Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Pierre-André Taguieff τον ορίζει ως “Differentialist Racism”. Η νέα αυτή δεξιά εκφράζεται με ρητορικές και συνθήματα που βασίζονται στη συγκάλυψη, και συχνά είναι πολύ δύσκολο να δούμε ότι προέρχονται όντως από τα δεξιά. Η μεγάλη ικανότητα και οι ενισχυμένες δυνατότητες διείσδυσης στους πληθυσμούς έγκειται στο γεγονός ότι τα συνθήματα και οι ρητορικές αυτές είναι εντέχνως διφορούμενες. Βασικά, η νέα δεξιά είναι μεταμφιεσμένη, με όρους τοπικισμού, και καταφέρνει να έχει μια ισχυρή δυνατότητα διείσδυσης, σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη της παραδοσιακής δεξιάς της εθνικιστικής, κρατικιστικής, συγκεντρωτικής. Δημιουργείται έτσι μια καταλυτική ικανότητα δημιουργίας συναινέσεων που ή παραδοσιακή δεξιά δεν μπορούσε να δημιουργήσει. Η πολιτική και πολιτιστική μάχη κατευθύνεται τώρα προς την αντιμετώπιση της «εθνικής μόλυνσης» από ξένα μη αφομοιώσιμα σώματα που ενώ έχουν κάθε δικαίωμα να υπάρχουν πρέπει ωστόσο να μην βρίσκονται αναμεσά μας. Ενώ ο παραδοσιακός ρατσισμός έτεινε να καταρτίσει μια ιεραρχία των φυλών, αυτός ο νέος ρατσισμός υπερτονίζει και αξιοποιεί τις διαφορές τους: είναι λοιπόν - για τη νέα αυτή δεξιά - σωστό και δίκαιο να υφίσταται αυτή η πολυπολιτισμικότητα των λαών, αρκεί αυτοί να παραμένουν φυσικά διαχωρισμένοι. Οποιαδήποτε διαδικασία εξασφάλισης πολιτικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα στους Τούρκους της Γερμανίας, θεωρείται αρνητική, επειδή η ενσωμάτωση αυτή οδηγεί στην αποσταθεροποίηση της πολιτισμικής ταυτότητας του αρχικού και γνήσιου λαού, επομένως καθιστά δύσκολο και τον πολιτικό έλεγχό του. Σύμφωνα με αυτή την οπτική πρέπει από τη μια να διασφαλιστεί η πολυπολιτισμικότητα, αλλά μέσω ενός μηχανισμού εδαφικού αποκλεισμού, δηλαδή σε ένα δεδομένο χώρο (όποιος κι αν είναι αυτός, ελεύθερο κράτος της Βαυαρίας, ευρωπεριφέρεια στο Τυρόλο κ.λπ). Στην εθνοπλουραλιστική θεωρία της νέας δεξιάς, η φυλετικά βασισμένη σκέψη, που θεωρείται ξεπερασμένη, αντικαθίσταται από την έννοια της εθνικής κουλτούρας.
Από τους πρώτους, (ασφαλώς όχι ο μόνος) που κατανόησαν τους κινδύνους αυτής της νέας δεξιάς οπτικής είναι ο Ralf Dahrendorf, ο οποίος τόνισε την τάση για πολλαπλασιασμό των περιφερειών και τον κίνδυνο να βρεθούμε κάποια στιγμή «χωρίς Ευρώπη». Ο Dahrendorf υποστηρίξε πως το μόνο θεσμικό μοντέλο που εγγυάται εξίσου τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα είναι το ετερογενές εθνικό κράτος (όσες κι αν είναι οι εσωτερικές δυσκολίες που προκύπτουν από αυτό). Όπως ιστορικά έχει επιβεβαιωθεί, παρατηρείται ότι η άνοδος του εθνικισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο σημειώνεται σε περιόδους κρίσεως, πολιτικής, οικονομικής ή και κοινωνικής φύσης, αρκετά ιστορικά γεγονότα δείχνουν την ύπαρξη του φαινομένου αυτού, όπως η άνοδος της Ναζιστικής Γερμανίας, ή η άνοδος του Ιταλικού φασισμού. Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας για την άνοδο των κεντροδεξιών, εθνικιστικών και φασιστικών κινημάτων ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Στην σημερινή Ευρώπη της κρίσης αναδύονται νέες πολιτικές δυνάμεις με περισσότερα ή λιγότερα εθνικιστικά στοιχεία. Από τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή και τα διάφορα εθνικά μέτωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό (όπως το κόμμα της Λεπέν στην Γαλλία), το Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου του Φάρατζ στην Αγγλία, το λαϊκίστικό κίνημα των πέντε αστέρων του Γκρίλο και η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, τη φασιστική κυβέρνηση στην Ουκρανία στα ποικίλα άλλα εθνικιστικά, νεοναζιστικά και φασιστικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη. Με τις όποιες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις (αν και σημαντικές) αυτά τα κόμματα και κινήματα δείχνουν (τουλάχιστον με τη ρητορική τους) να έχουν ως κοινό τους τόπο την ιδέα του εθνοπλουραλισμού. Από την Ευρώπη της νέας αυτής δεξιάς, δείχνει όλα να έχουν αφεθεί στον αυτοματισμό. Η μετατροπή της μεσογείου σε θαλάσσιο τάφο μεταναστών και η απουσία ενός σαφούς ευρωπαϊκού σχεδίου επίλυσης του μεταναστευτικού, είναι ενδεικτική της αδιαφορίας, τόσο των κεντροδεξιών όσο και των εθνικιστικών κομμάτων.
Αναμφίβολα ο δρόμος που δείχνει να έχει πάρει η Ευρώπη υπό την καθοδήγηση αυτής της νέας δεξιάς και υπό τις πιέσεις την νέας εθνικιστικής ακροδεξιάς, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Οι εντάσεις που δημιουργούνται από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικιστικά κόμματα συνεχίζουν να αντιδρούν σε αυτές τις εντάσεις, η ανασφάλεια, η φτωχοποίηση, η αγανάκτηση του λαού από το υπάρχον σύστημα, η δίψα για απόδοση δικαιοσύνης σε όλα τα τραγικά λάθη των προγενέστερων κυβερνήσεων, αλλά και η διαφθορά στο κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα και στην δικαιοσύνη, ενισχύουν ακόμα περισσότερο τέτοιες ιδεολογίες.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι πολλά από αυτά τα νέα εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης, καταγγέλλουν γενικά και αόριστα τον κοινοβουλευτισμό και μιλούν για την ανάγκη αυτοκαθορισμού και υιοθέτησης αμεσοδημοκρατικών εργαλείων, όπως τα δημοψηφίσματα. Από την προσεκτική ανάγνωση του αφηγήματός τους προκύπτει ένας απροκάλυπτος δόλος και ένας επικίνδυνος καιροσκοπισμός. Ο υποτιθέμενος αυτοκαθορισμός παρουσιάζεται παραπλανητικά, ως κάποια μετεξέλιξη της ιδέας περί αυτονομίας. Από την άλλη η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί - πόσο μάλλον να εφαρμοσθεί - «αλά καρτ». Καθεμιά από τις θεμελιώδεις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της και ασφαλώς καμία από αυτές δεν μπορεί να αποκλειστεί κατά το δοκούν (δηλαδή όπως βολεύει κάθε φορά το όποιο κόμμα ή κίνημα). Ο κίνδυνος του πολιτικού «προσηλυτισμού» και του αποπροσανατολισμού (ανθρώπων που διαθέτουν επιφανειακή σχέση με την άμεση δημοκρατία) με επιχείρημα μια ακρωτηριασμένη και παραποιημένη «άμεση» δημοκρατία, είναι υπαρκτός και ιδιαίτερης σημασίας.
Δεδομένων των παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ανερχόμενο ισπανικό Podemos καθώς και άλλες νέες ευρωπαϊκές κινήσεις αριστερής χροιάς, (αν και εγκλωβισμένες στις κομματικές τους αγκυλώσεις και στον κοινοβουλευτισμό, όπως θα έλεγε και ο Robert Michels) αντιπροσωπεύουν ένα νέο πολιτικό γεγονός στην Ευρώπη, που εκτός από το αίτημα για παύση της λιτότητας, θα μπορούσε να ανοίξει το διάλογο για την επαναφορά της αρχικής ιδέας περί Ευρωπαϊκής ενοποίησης, με αρχές τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, την ισότητα, την ισονομία και τη δικαιοσύνη, σε αντιπαράθεση με τη σημερινή ιδέα που - σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση - οδηγεί μαθηματικά σε έναν νέο, γενικευμένο και επικίνδυνο ακροδεξιό εθνικισμό. Ενοποιητικό στοιχείο θα μπορούσε να αποτελέσει η εμπέδωση και προώθηση της υπόστασης του ανθρώπου ως πολίτη, ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές και λοιπές του ιδιαιτερότητες. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η έκβαση αυτής της ανανεωμένης ευρωπαϊκής περιπέτειας, ούτε φυσικά ποια θα είναι η αντίδραση υπό την ηγεσία της νέας δεξιάς.
Το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν και είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και προβληματικό ενώ «οι καιροί βαίνουν όλο και πιο πονηροί». Η προάσπιση ωστόσο των δικαιωμάτων της όποιας ευρωπαϊκής περιφέρειας, δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος περιθωριοποιημένων μειονοτήτων ή και μεμονωμένων ατόμων, τα οποία - με την «λογική» της νέας δεξιάς και της ακροδεξιάς - πρέπει να αποκλείονται εξαναγκαστικά, στο όνομα μιας ομοιογένειας η οποία εξυπηρετεί - άκρως υβριστικά και απάνθρωπα - τον στενό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό έλεγχο των λαών από τους παλαιούς ή τους νέους «απελευθερωτικά πεφωτισμένους» ολιγάρχες.
Γιώργος Κουτσαντώνης
Πρωταγωνιστές αυτής της ευρωπαϊκής οπτικής υπήρξαν κυρίως τα αριστερά κινήματα στη Γαλλία και Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (Sdp) καθώς και οι Πράσινοι. Στη συνέχεια η πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, περνά στα χέρια της δεξιάς. Η νέα ιδέα που προκύπτει είναι βασισμένη στην αντίθεση ανάμεσα στα εθνικά κράτη και τα περιφερειακά κράτη, έχοντας ως στόχο την δημιουργία όχι πλέον μια Ευρώπης εθνών κρατών, αλλά μιας ομοσπονδιακής ένωσης περιφερειακών κρατών. Κριτήριο συνένωσης των Ευρωπαϊκών περιφερειών γίνεται πλέον η εθνική ομογενοποίηση, η οποία χρησιμεύει και στοχεύει στην χάραξη νέων πολιτικών συνόρων στην Ευρώπη. Το αφήγημα αρχίζει να αλλάζει, καθώς από τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, την αποδοχή και τον σεβασμό της διαφορετικότητας, περνάμε τώρα στον εθνοπλουραλισμό.
Ο εθνοπλουραλισμός βασίζεται στην ιδέα ότι είναι απαραίτητη η αξιοποίηση των μεμονωμένων ταυτοτήτων, σε αντιπαράθεση με την ενοποιητική διαδικασία, που, για να διατηρηθεί η καθαρότητα του κάθε λαού, θεμελιώδης αρχή είναι αυτός ο λαός να είναι ομοιογενής στο εσωτερικό του. Μόνο ο διάλογος και η αντιπαράθεση μεταξύ ομοιογενών λαών - ως περιφερειακά κράτη αυτή τη φορά - μπορεί να περισώσει την ταυτότητά τους και επομένως να αποτρέψει αυτό που η νέα δεξιά ονομάζει εθνοκτονία. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά: σύμφωνα με την ιδέα της νέας δεξιάς, η Ευρώπη των περιφερειών τείνει να αποκλείσει, να διαχωρίσει, ενώ η αρχική ιδέα είχε ως βασική της οπτική, την συγκατοίκηση πολλαπλών εθνικών ταυτοτήτων, πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και συστατικών στοιχείων.
Η θεωρητική βάση της νέας αυτής ιδέας βρίσκεται στον εθνικό φεντεραλισμό. Ήδη από το 1968 ο θεωρητικός Guy Héraud στο βιβλίο του «Les principes du federalisme et la Federation europeenne» μιλούσε για την γέννηση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας Ομοιογενών Περιφερειακών Κρατών. Η ιδέα επομένως ξεκινάει αδύναμα από τη Γαλλία, μεταφέρεται στη συνέχεια και ενισχύεται από τη Γερμανία και την Αυστρία, όπου και αρχίζει η συζήτηση περί της Ευρώπης των περιφερειών και η δημιουργία μιας σαφούς πολιτικής θεωρίας. Το 1977 η Βαυαρία χρηματοδοτεί τη γέννηση ενός σχεδίου που αργότερα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το θεωρητικό κέντρο της Ευρωπαϊκής ομοσπονδιοποίησης, το οποίο βασίζεται στον εθνικό φεντεραλισμό. Αυτό δεν είναι άλλο από το Διεθνές Ινστιτούτο Interreg. Η Βαυαρία μέσω της εξωτερικής της πολιτικής, αποκτά έτσι σημαντικότατο και κεντρικό ρόλο στη προώθηση αυτού του είδους Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (των εθνικών περιφερειών) και στην μετάγγισή του στα ανώτατα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (Ευρωπαϊκό συμβούλιο και Ευρωκοινοβούλιο). Η Βαυαρία έχει κάθε λόγο να προωθήσει την Ευρώπη των περιφερειών, άλλωστε δεν θα την ωφελούσε μια πολιτική ένωση της Ευρώπης, καθώς έτσι ο πολιτικός της ρόλος σταδιακά θα υποβαθμιζόταν. Η Βαυαρία θέλει να μετράει η γνώμη της και σε πολυάριθμες περιπτώσεις θα αντιταχθεί έντονα σε όποιες θεωρήσεις είναι αντίθετες με τις δικές της.
Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεξιάς εκφράζονται πλέον ανοιχτά, για τους έθνο-φεντεραλιστές όλες οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες δημιουργούν συγκρουσιακούς μηχανισμούς, επομένως αυτές οι κοινωνίες δεν μπορούν να κυβερνηθούν αποτελεσματικά και να ελεγχθούν πολιτικά. Έτσι οι ευρωπαϊκές περιφέρειες γίνονται φορείς προώθησης της ιδέας ενός μοντέρνου τρόπου αυτοκαθορισμού. Σταδιακά η ένταξη μια ευρωπεριφέρειας παύει να έχει ως μοχλό την εθνική της υπόσταση, αλλά πολύ περισσότερο το ενδιαφέρον της για το οικονομικό της μέλλον. Εδώ ο ρόλος των πολυεθνικών και του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τεράστιας σημασίας. Ένα από τα δημόσια γεγονότα όπου φαίνεται πως η Ευρώπη των περιφερειών γίνεται κτήμα της νέας δεξιάς (συμπεριλαμβανομένης της ρεβανσιστικής δεξιάς) είναι η διαδήλωση του 1991 στο Brennero της Ιταλίας, όπου και εκφράζεται η ιδέα της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας του Τυρόλο, ως μέσο αυτοκαθορισμού και επομένως ως μοχλός άσκησης πίεσης για την προσάρτηση και επιστροφή της Άνω Αδίγης (Alto Adige) στην Αυστρία.
Το ισχυρό στοιχείο για την αποκατάσταση της ιδέας του λαού, που δεν νοείται πλέον ως μια κοινότητα που βασίζεται σε αυτόνομες-αυτόβουλες δράσεις και επιθυμίες (ιδέα που έρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση), είναι η θεώρηση μιας κοινότητας με κοινή ιστορία, γλώσσα, παράδοση, και κοινό αίμα. Αυτή η ιδέα στηρίζεται στην εκμετάλλευση και τον αποπροσανατολισμό ο οποίος σχετίζεται άμεσα με την - απολύτως δικαιολογημένη - δυσφορία που υπάρχει σε σχέση με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Έτσι η πορεία αυτή οδηγεί στη γέννηση ενός νέου «από τα κάτω» εθνικισμού, που αφελώς κάποιοι πιστεύουν ότι στον 21ο είναι και ο μόνος υπερασπιστής της «εθνικής ταυτότητας», ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Έτσι προκύπτουν παραπλανητικές εκφράσεις του τύπου: «Είμαστε η απάντηση στην ομογενοποίηση της οικουμένης σε άμορφο χωνευτήρι των λαών μέσω της μετανάστευσης και του καταναλωτισμού». Πλέον, για τον νέο αυτό εθνικισμό, η μόνη δυνατή συνύπαρξη είναι μεταξύ όμοιων και μέσα σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή. Αυτό ισχύει και με όρους οικονομίας, όπου ο μόνος τρόπος είναι «ο καθένας στα του οίκου του και όπως θέλει» αρκεί να μην συγκρούεται, τουλάχιστον ανοιχτά, με την γενική εθνοπλουραλιστική ιδέα.
Πρόκειται για μια νέα μορφή εθνικού ρατσισμού από μια νέα δεξιά. O Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Pierre-André Taguieff τον ορίζει ως “Differentialist Racism”. Η νέα αυτή δεξιά εκφράζεται με ρητορικές και συνθήματα που βασίζονται στη συγκάλυψη, και συχνά είναι πολύ δύσκολο να δούμε ότι προέρχονται όντως από τα δεξιά. Η μεγάλη ικανότητα και οι ενισχυμένες δυνατότητες διείσδυσης στους πληθυσμούς έγκειται στο γεγονός ότι τα συνθήματα και οι ρητορικές αυτές είναι εντέχνως διφορούμενες. Βασικά, η νέα δεξιά είναι μεταμφιεσμένη, με όρους τοπικισμού, και καταφέρνει να έχει μια ισχυρή δυνατότητα διείσδυσης, σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη της παραδοσιακής δεξιάς της εθνικιστικής, κρατικιστικής, συγκεντρωτικής. Δημιουργείται έτσι μια καταλυτική ικανότητα δημιουργίας συναινέσεων που ή παραδοσιακή δεξιά δεν μπορούσε να δημιουργήσει. Η πολιτική και πολιτιστική μάχη κατευθύνεται τώρα προς την αντιμετώπιση της «εθνικής μόλυνσης» από ξένα μη αφομοιώσιμα σώματα που ενώ έχουν κάθε δικαίωμα να υπάρχουν πρέπει ωστόσο να μην βρίσκονται αναμεσά μας. Ενώ ο παραδοσιακός ρατσισμός έτεινε να καταρτίσει μια ιεραρχία των φυλών, αυτός ο νέος ρατσισμός υπερτονίζει και αξιοποιεί τις διαφορές τους: είναι λοιπόν - για τη νέα αυτή δεξιά - σωστό και δίκαιο να υφίσταται αυτή η πολυπολιτισμικότητα των λαών, αρκεί αυτοί να παραμένουν φυσικά διαχωρισμένοι. Οποιαδήποτε διαδικασία εξασφάλισης πολιτικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα στους Τούρκους της Γερμανίας, θεωρείται αρνητική, επειδή η ενσωμάτωση αυτή οδηγεί στην αποσταθεροποίηση της πολιτισμικής ταυτότητας του αρχικού και γνήσιου λαού, επομένως καθιστά δύσκολο και τον πολιτικό έλεγχό του. Σύμφωνα με αυτή την οπτική πρέπει από τη μια να διασφαλιστεί η πολυπολιτισμικότητα, αλλά μέσω ενός μηχανισμού εδαφικού αποκλεισμού, δηλαδή σε ένα δεδομένο χώρο (όποιος κι αν είναι αυτός, ελεύθερο κράτος της Βαυαρίας, ευρωπεριφέρεια στο Τυρόλο κ.λπ). Στην εθνοπλουραλιστική θεωρία της νέας δεξιάς, η φυλετικά βασισμένη σκέψη, που θεωρείται ξεπερασμένη, αντικαθίσταται από την έννοια της εθνικής κουλτούρας.
Από τους πρώτους, (ασφαλώς όχι ο μόνος) που κατανόησαν τους κινδύνους αυτής της νέας δεξιάς οπτικής είναι ο Ralf Dahrendorf, ο οποίος τόνισε την τάση για πολλαπλασιασμό των περιφερειών και τον κίνδυνο να βρεθούμε κάποια στιγμή «χωρίς Ευρώπη». Ο Dahrendorf υποστηρίξε πως το μόνο θεσμικό μοντέλο που εγγυάται εξίσου τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα είναι το ετερογενές εθνικό κράτος (όσες κι αν είναι οι εσωτερικές δυσκολίες που προκύπτουν από αυτό). Όπως ιστορικά έχει επιβεβαιωθεί, παρατηρείται ότι η άνοδος του εθνικισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο σημειώνεται σε περιόδους κρίσεως, πολιτικής, οικονομικής ή και κοινωνικής φύσης, αρκετά ιστορικά γεγονότα δείχνουν την ύπαρξη του φαινομένου αυτού, όπως η άνοδος της Ναζιστικής Γερμανίας, ή η άνοδος του Ιταλικού φασισμού. Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας για την άνοδο των κεντροδεξιών, εθνικιστικών και φασιστικών κινημάτων ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Στην σημερινή Ευρώπη της κρίσης αναδύονται νέες πολιτικές δυνάμεις με περισσότερα ή λιγότερα εθνικιστικά στοιχεία. Από τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή και τα διάφορα εθνικά μέτωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό (όπως το κόμμα της Λεπέν στην Γαλλία), το Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου του Φάρατζ στην Αγγλία, το λαϊκίστικό κίνημα των πέντε αστέρων του Γκρίλο και η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, τη φασιστική κυβέρνηση στην Ουκρανία στα ποικίλα άλλα εθνικιστικά, νεοναζιστικά και φασιστικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη. Με τις όποιες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις (αν και σημαντικές) αυτά τα κόμματα και κινήματα δείχνουν (τουλάχιστον με τη ρητορική τους) να έχουν ως κοινό τους τόπο την ιδέα του εθνοπλουραλισμού. Από την Ευρώπη της νέας αυτής δεξιάς, δείχνει όλα να έχουν αφεθεί στον αυτοματισμό. Η μετατροπή της μεσογείου σε θαλάσσιο τάφο μεταναστών και η απουσία ενός σαφούς ευρωπαϊκού σχεδίου επίλυσης του μεταναστευτικού, είναι ενδεικτική της αδιαφορίας, τόσο των κεντροδεξιών όσο και των εθνικιστικών κομμάτων.
Αναμφίβολα ο δρόμος που δείχνει να έχει πάρει η Ευρώπη υπό την καθοδήγηση αυτής της νέας δεξιάς και υπό τις πιέσεις την νέας εθνικιστικής ακροδεξιάς, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Οι εντάσεις που δημιουργούνται από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικιστικά κόμματα συνεχίζουν να αντιδρούν σε αυτές τις εντάσεις, η ανασφάλεια, η φτωχοποίηση, η αγανάκτηση του λαού από το υπάρχον σύστημα, η δίψα για απόδοση δικαιοσύνης σε όλα τα τραγικά λάθη των προγενέστερων κυβερνήσεων, αλλά και η διαφθορά στο κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα και στην δικαιοσύνη, ενισχύουν ακόμα περισσότερο τέτοιες ιδεολογίες.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι πολλά από αυτά τα νέα εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης, καταγγέλλουν γενικά και αόριστα τον κοινοβουλευτισμό και μιλούν για την ανάγκη αυτοκαθορισμού και υιοθέτησης αμεσοδημοκρατικών εργαλείων, όπως τα δημοψηφίσματα. Από την προσεκτική ανάγνωση του αφηγήματός τους προκύπτει ένας απροκάλυπτος δόλος και ένας επικίνδυνος καιροσκοπισμός. Ο υποτιθέμενος αυτοκαθορισμός παρουσιάζεται παραπλανητικά, ως κάποια μετεξέλιξη της ιδέας περί αυτονομίας. Από την άλλη η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί - πόσο μάλλον να εφαρμοσθεί - «αλά καρτ». Καθεμιά από τις θεμελιώδεις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της και ασφαλώς καμία από αυτές δεν μπορεί να αποκλειστεί κατά το δοκούν (δηλαδή όπως βολεύει κάθε φορά το όποιο κόμμα ή κίνημα). Ο κίνδυνος του πολιτικού «προσηλυτισμού» και του αποπροσανατολισμού (ανθρώπων που διαθέτουν επιφανειακή σχέση με την άμεση δημοκρατία) με επιχείρημα μια ακρωτηριασμένη και παραποιημένη «άμεση» δημοκρατία, είναι υπαρκτός και ιδιαίτερης σημασίας.
Δεδομένων των παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ανερχόμενο ισπανικό Podemos καθώς και άλλες νέες ευρωπαϊκές κινήσεις αριστερής χροιάς, (αν και εγκλωβισμένες στις κομματικές τους αγκυλώσεις και στον κοινοβουλευτισμό, όπως θα έλεγε και ο Robert Michels) αντιπροσωπεύουν ένα νέο πολιτικό γεγονός στην Ευρώπη, που εκτός από το αίτημα για παύση της λιτότητας, θα μπορούσε να ανοίξει το διάλογο για την επαναφορά της αρχικής ιδέας περί Ευρωπαϊκής ενοποίησης, με αρχές τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, την ισότητα, την ισονομία και τη δικαιοσύνη, σε αντιπαράθεση με τη σημερινή ιδέα που - σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση - οδηγεί μαθηματικά σε έναν νέο, γενικευμένο και επικίνδυνο ακροδεξιό εθνικισμό. Ενοποιητικό στοιχείο θα μπορούσε να αποτελέσει η εμπέδωση και προώθηση της υπόστασης του ανθρώπου ως πολίτη, ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές και λοιπές του ιδιαιτερότητες. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η έκβαση αυτής της ανανεωμένης ευρωπαϊκής περιπέτειας, ούτε φυσικά ποια θα είναι η αντίδραση υπό την ηγεσία της νέας δεξιάς.
Το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν και είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και προβληματικό ενώ «οι καιροί βαίνουν όλο και πιο πονηροί». Η προάσπιση ωστόσο των δικαιωμάτων της όποιας ευρωπαϊκής περιφέρειας, δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος περιθωριοποιημένων μειονοτήτων ή και μεμονωμένων ατόμων, τα οποία - με την «λογική» της νέας δεξιάς και της ακροδεξιάς - πρέπει να αποκλείονται εξαναγκαστικά, στο όνομα μιας ομοιογένειας η οποία εξυπηρετεί - άκρως υβριστικά και απάνθρωπα - τον στενό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό έλεγχο των λαών από τους παλαιούς ή τους νέους «απελευθερωτικά πεφωτισμένους» ολιγάρχες.
Γιώργος Κουτσαντώνης