Απόσπασμα της παρέμβασης του Βουλευτή Γιώργου Ψυχογιού στην Εξεταστική Επιτροπή για τα Μνημόνια
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,
Αρχικά θα ήθελα να εστιάσω σε κάποιες νομοθετικές ή κοινοβουλευτικές πράξεις ή παραλείψεις που συνέβησαν κατά την υπό εξέταση περίοδο.
Από την ένταξη της χώρας στο μνημονιακό καθεστώς είχε διαβιβαστεί στη Βουλή περίπου τριψήφιος αριθμός δικογραφιών κατά Υπουργών των Κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας. Εκτός από τις τρεις δικογραφίες για τη λίστα «Λαγκάρντ», που χάρη και στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ ερευνήθηκαν και αυτές μόνο εν μέρει -δηλαδή μόνο για τον πρώην Υπουργό Οικονομικών, τον κ. Παπακωνσταντίνου και μόνο για τα συγκεκριμένα αδικήματα- η συντριπτική πλειοψηφία των δικογραφιών εκκρεμούσαν και αναπαύονταν στα συρτάρια της Βουλής.
Μεταξύ αυτών ήταν και η ποινική δικογραφία για τις ευθύνες υπαγωγής της χώρας μας στο μνημόνιο η οποία –σημειωτέον- είχε καθυστερήσει αρκετά, κατά δυόμισι μήνες, να διαβιβαστεί στη Βουλή από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν δόθηκε ποτέ σε αντίγραφα στους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που την είχαν ζητήσει. Και δεν δόθηκε ούτε καν κατά τη συζήτηση της πρότασης σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής για την υπαγωγή της χώρας μας στο μνημόνιο την οποία τότε καταψήφισαν οι Βουλευτές της τρικομματικής Κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Πρόκειται για τη μοναδική εξεταστική, τη μία και μόνη εξεταστική επιτροπή, που ο κ. Σαμαράς είχε περιλάβει στις προεκλογικές εξαγγελίες του.
Σε αυτές τις δικογραφίες περιλαμβάνεται και η δικογραφία που αφορά στις ευθύνες για τη φερόμενη παραποίηση στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ στην οποία και στα στοιχεία τα οποία περιλάμβανε, εν πολλοίς στηρίχθηκε και η σκληρή μνημονιακή πολιτική η οποία ακολούθησε.
Θα συνεχίσω με κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και τροπολογίες οι οποίες είχαν επίσης ως περιεχόμενο, στο ίδιο μήκος κύματος, την αμνήστευση ευθυνών, ακόμα και για εκκρεμείς υποθέσεις στη δικαιοσύνη που συνέβησαν την περίοδο την οποία συζητάμε. Θα ξεκινήσω από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπότε ο κ. Βενιζέλος ως αντιπρόεδρος τότε και υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης είχε φέρει νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία εισάγεται αναδρομική ισχύ που ανατρέχει στο έτος 1997 και με την οποία επιχειρείται να μην ελέγχονται οι υπουργοί οικονομικών που τοποθέτησαν σε ιδιωτικές τράπεζες μέρος των διαθεσίμων του ελληνικού δημοσίου προς διασφάλιση της σταθερότητας και της συστημικής ευστάθειας του τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για τη μετέπειτα παράγραφο 10 του άρθρου 18 του ν. 4002/2011. Η διάταξη αυτή αφορούσε και τον κ. Βενιζέλο ως υπουργό οικονομικών για την υπόθεση της «Proton».
Επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά η τακτική αυτή είχε οδηγήσει σε σωρεία ρυθμίσεων ποινικής αμνήστευσης σε ανοιχτές μάλιστα υποθέσεις. Κάποιες από αυτές έγιναν νόμος του κράτους με την ψήφο κυβερνητικών Βουλευτών, παρά τη σφοδρή αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης και της αίτησης διενέργειας ονομαστικών ψηφοφοριών.
Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω, πρώτον, ότι έγινε αμνήστευση της απιστίας των τραπεζιτών με εξασφάλιση ασυλίας σε διοικήσεις και στελέχη τραπεζών για τη χορήγηση δανείων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στα κόμματα με εκπρόθεσμη τροπολογία Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας στον ν. 4146/2013.
Δεύτερον, με το άρθρο 56 του ν. 4170/2013 νομοθετήθηκε η ασυλία μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους καλύπτονται επίσης και για γνωμοδοτήσεις τις οποίες υπέγραψαν, ως προς την εξέτασή που θα μπορούσαν να έχουν εδώ, σχετικά με τη σύναψη του μνημονίου και των παρεπόμενων σχετικών συνφωνιών.
Τρίτον, στις 20 Δεκέμβρη του 2013 δεκαπέντε Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ κατέθεσαν βουλευτική τροπολογία με την οποία αμνηστεύονται πρόεδροι και μέλη διοικητικών συμβουλίων, γενικοί διευθυντές, διευθυντές-διαχειριστές, γραμματείς και ταμίες των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων κάθε βαθμού.
Γιατί τα αναφέρουμε όλα αυτά; Πράγματι υπάρχει το δικαίωμα να νομοθετεί μία κυβέρνηση, αλλά αναρωτιέται κανείς ποιος λόγος υπήρχε για να θεσπιστούν όλες αυτές οι ασυλίες και οι προστατευτικές δικλείδες, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και με άλλες τροπολογίες επιχειρήθηκε η απαλλαγή υπόχρεων πόθεν έσχες για μετοχές ναυτιλιακών επιχειρήσεων, η αποποινικοποίηση αδικημάτων ανταγωνισμού καρτέλ, η διευκόλυνση καταθετών της λίστας Λαγκάρντ και η νομιμοποίηση της συμφωνίας με τη Siemens.
Και όλα αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, την ώρα που ο ελληνικός λαός υπέφερε από τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας, ενώ την ίδια ώρα το λαϊκό κίνημα δεχόταν βομβαρδισμό χημικών και μέτρων καταστολής, προκειμένου να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα.
Πριν κλείσω, θα αναφερθώ και σε κάποια σημεία που ακούστηκαν από τα υπόλοιπα κόμματα και θα αναλύσω το πώς αυτά μπορούν να βοηθήσουν και την Επιτροπή.
Κατ’ αρχήν, η Νέα Δημοκρατία ανέφερε ότι μια από τις βασικές αιτίες για τις οποίες φτάσαμε εδώ -και είναι ένα ζήτημα πολιτικό κατά βάση- έχει να κάνει με τη δράση των συνδικαλιστών, τη συστημική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ήρθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν νομίζω, όμως, ότι γι’ αυτά που ανέφερα πριν, αυτές τις προστατευτικές δικλείδες, τις ασυλίες, τη σωρεία αυτών των τροπολογιών, υπήρχε λόγος ή πίεση εξ αυτών των λόγων.
Ως προς το Ποτάμι και την τοποθέτησή του για την Επιτροπή, εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής έχει να κάνει με αυτήν την περίοδο και τις παρατηρήσεις τις οποίες ακούσαμε. Δεν μπορούμε να εξετάσουμε τα μελλούμενα. Δηλαδή, μην είμαστε προκατειλημμένοι ότι αυτή η Επιτροπή δεν θα συμβάλλει ή ότι εμείς θα αναπαράγουμε τα ίδια, διότι αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, και στην εξυγίανση της πολιτικής και οικονομικής ζωής, αλλά και στην πρόοδο θα συμβάλλουμε. Ως προς τα πολιτικά πρόσωπα διαφωνούμε, διότι δεν είναι μόνο οι τεχνοκράτες που μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτά, αλλά νομίζω ότι και πολιτικά πρόσωπα θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Ως προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, που εξάλλου είπε ότι και σαν θέμα αρχής έχει αξία να διερευνήσουμε την περίοδο που είναι υπό συζήτηση, θεωρώ ότι, εκτός του ότι σε ένα καπιταλιστικό σύστημα πράγματι αναπαράγονται αυτά, υπάρχουν και διαβαθμίσεις και στάδια και γι’ αυτό νομίζω ότι έχει αξία να τα αναδείξουμε.
Κλείνω με το συνάδελφο, τον κ. Λοβέρδο, που αναφέρθηκε σε διαρθρωτικές αλλαγές τις οποίες δεν κατάφερε να κάνει το ΠΑΣΟΚ. Θεωρώ ότι καλώς ή κακώς, όταν κάποιος είναι κυβέρνηση έχει την ευθύνη και για τα ασφαλιστικά ταμεία και για τη φοροδιαφυγή, που έπρεπε να κάνει περισσότερα κατά τη γνώμη μου. Νομίζω ότι το να ενοχοποιούμε τον ελληνικό λαό, όταν έχει διαπαιδαγωγηθεί αρκετά χρόνια έτσι, είναι τουλάχιστον άδικο. Τέλος, ως προς την πόλωση, από ένα σημείο και μετά συγκυβερνήσατε και με τη Νέα Δημοκρατία, οπότε δεν μπορώ να εντοπίσω πού βρίσκεται η πόλωση.
Κύριε Πρόεδρε, τελειώνω, λέγοντας ότι για τους παραπάνω λόγους και, όπως τονίστηκε και στην προηγούμενη συνεδρίαση, νομίζω ότι όλοι πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων -είναι ένα δύσκολο έργο- για να συμβάλλουμε στο να δοθούν στον ελληνικό λαό εκείνες οι απαντήσεις που πρέπει για όλα αυτά που έχει υποστεί αυτά τα χρόνια μέσα στα πλαίσια ενός προγράμματος, το οποίο θεωρώ ότι και αδιέξοδο, αλλά και καταδικασμένο εξαρχής -όπως θα προκύψει, φαντάζομαι, και από τους εξεταζόμενους μάρτυρες- να αποτύχει.
Ευχαριστώ.
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,
Αρχικά θα ήθελα να εστιάσω σε κάποιες νομοθετικές ή κοινοβουλευτικές πράξεις ή παραλείψεις που συνέβησαν κατά την υπό εξέταση περίοδο.
Από την ένταξη της χώρας στο μνημονιακό καθεστώς είχε διαβιβαστεί στη Βουλή περίπου τριψήφιος αριθμός δικογραφιών κατά Υπουργών των Κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας. Εκτός από τις τρεις δικογραφίες για τη λίστα «Λαγκάρντ», που χάρη και στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ ερευνήθηκαν και αυτές μόνο εν μέρει -δηλαδή μόνο για τον πρώην Υπουργό Οικονομικών, τον κ. Παπακωνσταντίνου και μόνο για τα συγκεκριμένα αδικήματα- η συντριπτική πλειοψηφία των δικογραφιών εκκρεμούσαν και αναπαύονταν στα συρτάρια της Βουλής.
Μεταξύ αυτών ήταν και η ποινική δικογραφία για τις ευθύνες υπαγωγής της χώρας μας στο μνημόνιο η οποία –σημειωτέον- είχε καθυστερήσει αρκετά, κατά δυόμισι μήνες, να διαβιβαστεί στη Βουλή από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν δόθηκε ποτέ σε αντίγραφα στους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που την είχαν ζητήσει. Και δεν δόθηκε ούτε καν κατά τη συζήτηση της πρότασης σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής για την υπαγωγή της χώρας μας στο μνημόνιο την οποία τότε καταψήφισαν οι Βουλευτές της τρικομματικής Κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Πρόκειται για τη μοναδική εξεταστική, τη μία και μόνη εξεταστική επιτροπή, που ο κ. Σαμαράς είχε περιλάβει στις προεκλογικές εξαγγελίες του.
Σε αυτές τις δικογραφίες περιλαμβάνεται και η δικογραφία που αφορά στις ευθύνες για τη φερόμενη παραποίηση στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ στην οποία και στα στοιχεία τα οποία περιλάμβανε, εν πολλοίς στηρίχθηκε και η σκληρή μνημονιακή πολιτική η οποία ακολούθησε.
Θα συνεχίσω με κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και τροπολογίες οι οποίες είχαν επίσης ως περιεχόμενο, στο ίδιο μήκος κύματος, την αμνήστευση ευθυνών, ακόμα και για εκκρεμείς υποθέσεις στη δικαιοσύνη που συνέβησαν την περίοδο την οποία συζητάμε. Θα ξεκινήσω από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπότε ο κ. Βενιζέλος ως αντιπρόεδρος τότε και υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης είχε φέρει νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία εισάγεται αναδρομική ισχύ που ανατρέχει στο έτος 1997 και με την οποία επιχειρείται να μην ελέγχονται οι υπουργοί οικονομικών που τοποθέτησαν σε ιδιωτικές τράπεζες μέρος των διαθεσίμων του ελληνικού δημοσίου προς διασφάλιση της σταθερότητας και της συστημικής ευστάθειας του τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για τη μετέπειτα παράγραφο 10 του άρθρου 18 του ν. 4002/2011. Η διάταξη αυτή αφορούσε και τον κ. Βενιζέλο ως υπουργό οικονομικών για την υπόθεση της «Proton».
Επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά η τακτική αυτή είχε οδηγήσει σε σωρεία ρυθμίσεων ποινικής αμνήστευσης σε ανοιχτές μάλιστα υποθέσεις. Κάποιες από αυτές έγιναν νόμος του κράτους με την ψήφο κυβερνητικών Βουλευτών, παρά τη σφοδρή αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης και της αίτησης διενέργειας ονομαστικών ψηφοφοριών.
Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω, πρώτον, ότι έγινε αμνήστευση της απιστίας των τραπεζιτών με εξασφάλιση ασυλίας σε διοικήσεις και στελέχη τραπεζών για τη χορήγηση δανείων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στα κόμματα με εκπρόθεσμη τροπολογία Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας στον ν. 4146/2013.
Δεύτερον, με το άρθρο 56 του ν. 4170/2013 νομοθετήθηκε η ασυλία μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους καλύπτονται επίσης και για γνωμοδοτήσεις τις οποίες υπέγραψαν, ως προς την εξέτασή που θα μπορούσαν να έχουν εδώ, σχετικά με τη σύναψη του μνημονίου και των παρεπόμενων σχετικών συνφωνιών.
Τρίτον, στις 20 Δεκέμβρη του 2013 δεκαπέντε Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ κατέθεσαν βουλευτική τροπολογία με την οποία αμνηστεύονται πρόεδροι και μέλη διοικητικών συμβουλίων, γενικοί διευθυντές, διευθυντές-διαχειριστές, γραμματείς και ταμίες των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων κάθε βαθμού.
Γιατί τα αναφέρουμε όλα αυτά; Πράγματι υπάρχει το δικαίωμα να νομοθετεί μία κυβέρνηση, αλλά αναρωτιέται κανείς ποιος λόγος υπήρχε για να θεσπιστούν όλες αυτές οι ασυλίες και οι προστατευτικές δικλείδες, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και με άλλες τροπολογίες επιχειρήθηκε η απαλλαγή υπόχρεων πόθεν έσχες για μετοχές ναυτιλιακών επιχειρήσεων, η αποποινικοποίηση αδικημάτων ανταγωνισμού καρτέλ, η διευκόλυνση καταθετών της λίστας Λαγκάρντ και η νομιμοποίηση της συμφωνίας με τη Siemens.
Και όλα αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, την ώρα που ο ελληνικός λαός υπέφερε από τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας, ενώ την ίδια ώρα το λαϊκό κίνημα δεχόταν βομβαρδισμό χημικών και μέτρων καταστολής, προκειμένου να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα.
Πριν κλείσω, θα αναφερθώ και σε κάποια σημεία που ακούστηκαν από τα υπόλοιπα κόμματα και θα αναλύσω το πώς αυτά μπορούν να βοηθήσουν και την Επιτροπή.
Κατ’ αρχήν, η Νέα Δημοκρατία ανέφερε ότι μια από τις βασικές αιτίες για τις οποίες φτάσαμε εδώ -και είναι ένα ζήτημα πολιτικό κατά βάση- έχει να κάνει με τη δράση των συνδικαλιστών, τη συστημική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ήρθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν νομίζω, όμως, ότι γι’ αυτά που ανέφερα πριν, αυτές τις προστατευτικές δικλείδες, τις ασυλίες, τη σωρεία αυτών των τροπολογιών, υπήρχε λόγος ή πίεση εξ αυτών των λόγων.
Ως προς το Ποτάμι και την τοποθέτησή του για την Επιτροπή, εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής έχει να κάνει με αυτήν την περίοδο και τις παρατηρήσεις τις οποίες ακούσαμε. Δεν μπορούμε να εξετάσουμε τα μελλούμενα. Δηλαδή, μην είμαστε προκατειλημμένοι ότι αυτή η Επιτροπή δεν θα συμβάλλει ή ότι εμείς θα αναπαράγουμε τα ίδια, διότι αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, και στην εξυγίανση της πολιτικής και οικονομικής ζωής, αλλά και στην πρόοδο θα συμβάλλουμε. Ως προς τα πολιτικά πρόσωπα διαφωνούμε, διότι δεν είναι μόνο οι τεχνοκράτες που μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτά, αλλά νομίζω ότι και πολιτικά πρόσωπα θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Ως προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, που εξάλλου είπε ότι και σαν θέμα αρχής έχει αξία να διερευνήσουμε την περίοδο που είναι υπό συζήτηση, θεωρώ ότι, εκτός του ότι σε ένα καπιταλιστικό σύστημα πράγματι αναπαράγονται αυτά, υπάρχουν και διαβαθμίσεις και στάδια και γι’ αυτό νομίζω ότι έχει αξία να τα αναδείξουμε.
Κλείνω με το συνάδελφο, τον κ. Λοβέρδο, που αναφέρθηκε σε διαρθρωτικές αλλαγές τις οποίες δεν κατάφερε να κάνει το ΠΑΣΟΚ. Θεωρώ ότι καλώς ή κακώς, όταν κάποιος είναι κυβέρνηση έχει την ευθύνη και για τα ασφαλιστικά ταμεία και για τη φοροδιαφυγή, που έπρεπε να κάνει περισσότερα κατά τη γνώμη μου. Νομίζω ότι το να ενοχοποιούμε τον ελληνικό λαό, όταν έχει διαπαιδαγωγηθεί αρκετά χρόνια έτσι, είναι τουλάχιστον άδικο. Τέλος, ως προς την πόλωση, από ένα σημείο και μετά συγκυβερνήσατε και με τη Νέα Δημοκρατία, οπότε δεν μπορώ να εντοπίσω πού βρίσκεται η πόλωση.
Κύριε Πρόεδρε, τελειώνω, λέγοντας ότι για τους παραπάνω λόγους και, όπως τονίστηκε και στην προηγούμενη συνεδρίαση, νομίζω ότι όλοι πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων -είναι ένα δύσκολο έργο- για να συμβάλλουμε στο να δοθούν στον ελληνικό λαό εκείνες οι απαντήσεις που πρέπει για όλα αυτά που έχει υποστεί αυτά τα χρόνια μέσα στα πλαίσια ενός προγράμματος, το οποίο θεωρώ ότι και αδιέξοδο, αλλά και καταδικασμένο εξαρχής -όπως θα προκύψει, φαντάζομαι, και από τους εξεταζόμενους μάρτυρες- να αποτύχει.
Ευχαριστώ.