Κώστας Καναβούρης Και ναι, είναι Ιούνιος. Μου αρέσει αυτός ο ανηφορικός μήνας, που ασθμαίνοντας κουβαλάει στις πλάτες του το φως μέχρι το έσχατο σύνορό του. Μου αρέσουν αυτά τα τελευταία βήματα μιας νίκης που αποδεικνύει ότι η νίκη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ήττα που καθυστέρησε. Μου αρέσει το στάγδην μιας μέρας που ολοένα μεγαλώνει και μοιάζει ατέρμονα νικηφόρα ενώ την ίδια στιγμή -ανεπαισθήτως- προχωρεί με ηδυπάθεια στο σκοτάδι. Με το πρόσωπο πάντοτε ηλιόλουστο και μ'ένα μαντηλάκι πένθους στο πέτο αυτών των κατάλευκων μεσημεριών. Επικλινής μήνας ο Ιούνιος, ιδρωμένος και κάποτε σκυφτός από το θερισμό. Πάνε τώρα αυτά. Όμως ο Ιούνιος παραμένει επικλινής. Ένας νικηφόρος μήνας, ένας θριαμβικός συμπλέκτης της συνεχούς πορείας που δεν επιταχύνει, απλώς ανεβαίνει και ανεβαίνει γνωρίζοντας, ή μάλλον όχι, τρέμοντας μη τυχόν και δεν συμβεί το θαύμα: το σημείο εκείνο όπου συναντώνται η νίκη με την ήττα και δίνουν τα χέρια χωρίς να συνθηκολογήσουν. Συνομολογώντας ωστόσο ότι το πράγμα είναι αυτό. Και μόνον αυτό. Μεγάλο δίδαγμα ο μήνας Ιούνιος. Ο μήνας που αδημονεί να πέσει στη θάλασσα, να φτάσει μέσα στο δροσερό βυθό της ερρώσιμης ύπαρξης και ταυτόχρονα βραδύνεται γιατί ξέρει ότι η μέτρηση δεν είναι το μέτρο του θριάμβου του. Γι'αυτό νομίζω ότι ο μήνας Ιούνιος διδάσκει την απαντοχή του χρόνου: όχι του καιρού, του χρόνου. Γιατί διδάσκει την αξία του απώτατου. Η μέγιστη μέρα, το θερινό ηλιοστάσιο, είναι το πρώτο βήμα, το ανεπαίσθητα υγρό βήμα της νύχτας που βγαίνει από τα σπάργανα. Μέσα στο σώμα ξυπνάει η νύχτα. Μέσα στην υγεία ενός υλόφρονου σώματος, όπως είναι το σώμα του μηνός Ιουνίου, ξυπνάει το όνειρο μιας νύχτας ακόμα μακρινής αλλά που βαθειά μέσα σου το ξέρεις ότι μπορείς να την κατορθώσεις. Γι'αυτό είναι τόσο ωραίες, ιδιαίτερα όταν κολυμπάς, οι νύχτες του Ιουνίου. Γιατί ψιθυρίζουν σαν ψιθυρισμένος λυγμός μέσα σε αναίτιο δάκρυ. Και συναντώνται με τον άλλο λυγμό που συντάσσει σιωπηλά και σιγαλινά, επειδή βρίσκεται στον πυρήνα θριάμβου, το αντίτιμον ύδωρ για να συνεχιστεί ο μέσα και ο έξω κόσμος.
Μ΄ αρέσει, μ'αρέσει πολύ ο μήνας Ιούνιος καθώς σκουπίζει το υγρό πράσινο της ανοίξεως και το καίει σε μεγάλες θημωνιές ξαφνικής μπόρας. Μ'αρέσει η αιλουροειδής του κίνηση ανάμεσα στις αναστατωμένες παπαρούνες του αίματος. Μ'αρέσει η ευλάβεια που αποθεώνει την άνοιξη. Δεν κατακάθεται η άνοιξη μέσα στον Ιούνιο, απλώς φεύγει. Έχοντας κληροδοτήσει καρπούς και ευωδιές σαν επιχείρημα γενναιότητας που ξέρει πότε να δώσει τη θέση του στο συνεχές της επιχειρούμενης γενναιότητας.
Ο Ιούνιος λοιπόν είναι ο μήνας της επιείκειας. Θριαμβεύει, ναι. Αλλά το ξέρει ότι προέρχεται από άλλες εκρήξεις που ανασημασιοδότησαν το χώμα, το ασταθές χώμα και το ασταθές κύμα των βημάτων του που τον πηγαίνουν στην εμβατήρια ήττα του. Με νότες όμως όχι χάλκινες ή ξύλινες. Ούτε με πλήκτρα. Μόνο με νότες νηκτικές στο βάθος, που αιφνιδιάζουν τις νήπιες νύχτες. Ο Ιούνιος μου αρέσει, γιατί ξυπνάει τις νύχτες. Τις περιθάλπει και τις μεγαλώνει. Τις μαθαίνει να κάνουν τα πρώτα τους βήματα μέσα στο φως, τις μαθαίνει να οσφραίνονται την άνοιξη που μόλις πέρασε. Ο Ιούνιος είναι ο παιδαγωγός της νύχτας. Δηλαδή ο παιδαγωγός ενός σώματος που ονειρεύεται τον εαυτό του για να μπορέσει να ονειρευτεί ότι είναι το σώμα μιας άλλης πεποίθησης που θέλγεται από την κάθοδο μέσα στο ίδιο χώμα όλων των αθέατων φεγγαριών. Και έτσι προχωράει. Ένας μήνας που αναλώνεται στο μεταξύ ενός «πριν» που έσκασε μέσα από τον θάνατο και ενός «μετά» που δεν ακούγεται γιατί το παρόν δεν έχει τις απαραίτητες σκιές που φτιάχνουν την εικόνα. Γι'αυτό μ'αρέσει ο Ιούνιος. Γιατί είναι ένας μήνας βαθιά ενικός, δηλαδή βαθιά ορφανός από σκιές, ώστε βαθιά ορφανός στη μέτρηση. Μόνος του ανακαλύπτει το ύψος και το βάθος του. Μόνος του ανακαλύπτει το εύρος της Πολιτείας του. Αυτός ο μήνας που κάνει ασαφή περιγράμματα έτσι που να μην ξεχωρίζεις την αόμματη εχθρότητα και την πολυόμματη απόκρυψη από την ενορατική παρουσία δίπλα στο άλλο σώμα του εαυτού σου. Αυτό που στέργει να είναι άλλο. Υπό το υπαίθριο φως κάθε Ιουνίου εκτός ή εντός των σπλάχνων. Εντός, δηλαδή, ή εκτός της ευσπλαχνίας που έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ησυχάζει. Ούτε ακόμα και μέσα στον Διονύσιο Σολωμό. Έτσι προχωράει ο Ιούνιος, στολισμένος με τα αγάλματά του. Μόνο που στον Ιούνιο τα αγάλματα είναι τα παγωτά που λιώνουν στο στόμα των παιδιών, καθώς μετρούν τα καλοκαίρι που αρχίζει με παγωμένα αγάλματα, με χρόνο που λιώνει ανάμεσα στα σύμφωνα και τα φωνήεντα της κραυγαλέας τους ανόδου προς το θερινό ηλιοστάσιο της ζωής τους. Αλλά ο Ιούνιος δεν βιάζεται. Αφήνει χώρο στις μέρες του, αφήνει χώρο στις νύχτες του, αφήνει χώρο στα παιδιά να ποδηλατήσουν στις πλατείες των λέξεων μέσα σ'ένα μούχρωμα που μοιάζει παντοτινό. Και είναι. Γιατί ο Ιούνιος είναι ένας παντοτινός μήνας. Γι'αυτό μου αρέσει. Γιατί αφήνει χώρο στο «για πάντα», ενώ ακόμα μυρίζει η άνοιξη της ζωής του και σκάει μύτη από την άλλη άκρη του ουρανού το σκοτεινό ανεξιχνίαστο. Το καθολικό «για πάντα».
Μου αρέσει ο Ιούνιος. Γιατί είναι ένας μήνας σταθερά αμφίμαχος χωρίς να γέρνει. Γιατί και οι χαρές του έχουνε μέσα τους λιωμένη λύπη που παρά λίγο να καεί μέσα στις φωτιές του Κλήδονα. Αλλά που πάντοτε γλιτώνει. Γι'αυτό μου αρέσει ο Ιούνιος. Γιατί είναι ένας μήνας που γλιτώνει. Και από τη χαρά και από τη λύπη. Και από τη νίκη και από την ήττα. Με άλλα λόγια, ο Ιούνιος μου αρέσει γιατί είναι ο πιο Καβαφικός μήνας του Χρόνου. Όχι της ετήσιας χρονιάς∙ του χρόνου.
Μ΄ αρέσει, μ'αρέσει πολύ ο μήνας Ιούνιος καθώς σκουπίζει το υγρό πράσινο της ανοίξεως και το καίει σε μεγάλες θημωνιές ξαφνικής μπόρας. Μ'αρέσει η αιλουροειδής του κίνηση ανάμεσα στις αναστατωμένες παπαρούνες του αίματος. Μ'αρέσει η ευλάβεια που αποθεώνει την άνοιξη. Δεν κατακάθεται η άνοιξη μέσα στον Ιούνιο, απλώς φεύγει. Έχοντας κληροδοτήσει καρπούς και ευωδιές σαν επιχείρημα γενναιότητας που ξέρει πότε να δώσει τη θέση του στο συνεχές της επιχειρούμενης γενναιότητας.
Ο Ιούνιος λοιπόν είναι ο μήνας της επιείκειας. Θριαμβεύει, ναι. Αλλά το ξέρει ότι προέρχεται από άλλες εκρήξεις που ανασημασιοδότησαν το χώμα, το ασταθές χώμα και το ασταθές κύμα των βημάτων του που τον πηγαίνουν στην εμβατήρια ήττα του. Με νότες όμως όχι χάλκινες ή ξύλινες. Ούτε με πλήκτρα. Μόνο με νότες νηκτικές στο βάθος, που αιφνιδιάζουν τις νήπιες νύχτες. Ο Ιούνιος μου αρέσει, γιατί ξυπνάει τις νύχτες. Τις περιθάλπει και τις μεγαλώνει. Τις μαθαίνει να κάνουν τα πρώτα τους βήματα μέσα στο φως, τις μαθαίνει να οσφραίνονται την άνοιξη που μόλις πέρασε. Ο Ιούνιος είναι ο παιδαγωγός της νύχτας. Δηλαδή ο παιδαγωγός ενός σώματος που ονειρεύεται τον εαυτό του για να μπορέσει να ονειρευτεί ότι είναι το σώμα μιας άλλης πεποίθησης που θέλγεται από την κάθοδο μέσα στο ίδιο χώμα όλων των αθέατων φεγγαριών. Και έτσι προχωράει. Ένας μήνας που αναλώνεται στο μεταξύ ενός «πριν» που έσκασε μέσα από τον θάνατο και ενός «μετά» που δεν ακούγεται γιατί το παρόν δεν έχει τις απαραίτητες σκιές που φτιάχνουν την εικόνα. Γι'αυτό μ'αρέσει ο Ιούνιος. Γιατί είναι ένας μήνας βαθιά ενικός, δηλαδή βαθιά ορφανός από σκιές, ώστε βαθιά ορφανός στη μέτρηση. Μόνος του ανακαλύπτει το ύψος και το βάθος του. Μόνος του ανακαλύπτει το εύρος της Πολιτείας του. Αυτός ο μήνας που κάνει ασαφή περιγράμματα έτσι που να μην ξεχωρίζεις την αόμματη εχθρότητα και την πολυόμματη απόκρυψη από την ενορατική παρουσία δίπλα στο άλλο σώμα του εαυτού σου. Αυτό που στέργει να είναι άλλο. Υπό το υπαίθριο φως κάθε Ιουνίου εκτός ή εντός των σπλάχνων. Εντός, δηλαδή, ή εκτός της ευσπλαχνίας που έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ησυχάζει. Ούτε ακόμα και μέσα στον Διονύσιο Σολωμό. Έτσι προχωράει ο Ιούνιος, στολισμένος με τα αγάλματά του. Μόνο που στον Ιούνιο τα αγάλματα είναι τα παγωτά που λιώνουν στο στόμα των παιδιών, καθώς μετρούν τα καλοκαίρι που αρχίζει με παγωμένα αγάλματα, με χρόνο που λιώνει ανάμεσα στα σύμφωνα και τα φωνήεντα της κραυγαλέας τους ανόδου προς το θερινό ηλιοστάσιο της ζωής τους. Αλλά ο Ιούνιος δεν βιάζεται. Αφήνει χώρο στις μέρες του, αφήνει χώρο στις νύχτες του, αφήνει χώρο στα παιδιά να ποδηλατήσουν στις πλατείες των λέξεων μέσα σ'ένα μούχρωμα που μοιάζει παντοτινό. Και είναι. Γιατί ο Ιούνιος είναι ένας παντοτινός μήνας. Γι'αυτό μου αρέσει. Γιατί αφήνει χώρο στο «για πάντα», ενώ ακόμα μυρίζει η άνοιξη της ζωής του και σκάει μύτη από την άλλη άκρη του ουρανού το σκοτεινό ανεξιχνίαστο. Το καθολικό «για πάντα».
Μου αρέσει ο Ιούνιος. Γιατί είναι ένας μήνας σταθερά αμφίμαχος χωρίς να γέρνει. Γιατί και οι χαρές του έχουνε μέσα τους λιωμένη λύπη που παρά λίγο να καεί μέσα στις φωτιές του Κλήδονα. Αλλά που πάντοτε γλιτώνει. Γι'αυτό μου αρέσει ο Ιούνιος. Γιατί είναι ένας μήνας που γλιτώνει. Και από τη χαρά και από τη λύπη. Και από τη νίκη και από την ήττα. Με άλλα λόγια, ο Ιούνιος μου αρέσει γιατί είναι ο πιο Καβαφικός μήνας του Χρόνου. Όχι της ετήσιας χρονιάς∙ του χρόνου.