Του Κώστα Βαξεβάνη Οι δανειστές, διακινδυνεύουν την Ευρωπαϊκή σταθερότητα, το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πολιτικό τους μέλλον και και πάνω από ένα τρισεκατομμύρια ευρώ για να μην υποχωρήσουν στην ελληνική πρόταση που κοστολογείται μερικά εκατομμύρια ευρώ πάνω από αυτό που θα ήθελαν οι ίδιοι; Βάζουν σε κίνδυνο όλα αυτά για να συνετίσουν τους Έλληνες; Αυτό είναι το διακύβευμα; Να μάθουν αυτοί οι παλιοέλληνες; Υπάρχει κάποιος που το πιστεύει πλέον αυτό στ’ αλήθεια;
Αυτό που παίζεται αυτή τη στιγμή (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Ντόναλντ Τούσκ) δεν είναι καμιά λύση και καμιά συμφωνία που θα υποκρύπτει λύση. Όσα συμβαίνουν είναι η απόφαση να τελειώνουν με το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με αυτό το κακό παράδειγμα στην Ευρώπη που μπορεί να γίνει απειλητικό και να δρομολογήσει εξελίξεις που δεν θέλουν. Που μπορεί να δημιουργήσει πολιτική θύελλά στο Νότο και αμφιβολίες για το τι είναι αυτή η Ευρώπη που με τόση επιμέλεια κατασκευάζουν σε γραφεία Τραπεζών και σε μιντιακά συγκροτήματα.
Δεν έχει σημασία αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δύναμη ή τη διάθεση να ανατρέψει το ευρωπαϊκό μοτίβο που έχουν δημιουργήσει, αλλά η πιθανότητα να συμβεί και αλλού ό,τι συνέβη με το ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να πάρει την εξουσία ένα κόμμα που θα είναι τέκνο της οργής και της αμφισβήτησης.
Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν στο μυαλό τους καμιά λύση. Αυτός που θέλει πραγματική λύση, δεν προκαλεί μια κυβέρνηση που έχει αλλεργία σε άδικα μέτρα, απαιτώντας να φορολογηθεί το γάλα και το ψωμί μέσω αύξησης ΦΠΑ, αλλά να μην φορολογηθούν τα καζίνο και τα φρουτάκια. Δεν προτείνει απαλλαγή των μεγάλων εισοδημάτων από φόρους εν αντιθέση με μέτρα ντροπής που προτείνει για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτό το κάνει όποιος θέλει να προβοκάρει.
Σημασία έχει και ο τρόπος που το κάνουν οι δανειστές. Αφήνουν να εξελιχθεί μια διαπραγμάτευση που αρχικά δημιουργεί ελπίδες για μια θετική εξέλιξη και στη συνέχεια τραβάνε το χαλάκι κάτω από τα πόδια όποιας ελπίδας έχει διαφανεί, και αφήνουν την ελληνική πλευρά και μαζί τον ελληνικό λαό να κρέμεται πάνω από το κενό, από το τίποτα του αποτελέσματος.
Δεν διαπραγματεύονται για κάτι που πιστεύουν. Χρησιμοποιούν όλα τα ψυχολογικά μέσα για να εξουθενώσουν την ελληνική πλευρά, για να την κάνουν πρώτα αναξιόπιστη και μετά αδύναμη. Αφήνουν να διαφανεί ένα παράθυρο ελπίδας, οδηγούν τον Αλέξη Τσίπρα και την διαπραγματευτική ομάδα μακριά από τον παραλογισμό τους, του δείχνουν πρόθεση να βρεθεί ένας κοινός τόπος συνεννόησης για να μην χάσει κανένας και όταν αυτή η ελπίδα μεταφερθεί ως την Ελλάδα με διαρροές και δημοσιεύματα, την εξαφανίζουν δείχνοντας ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Χρησιμοποιούν τις διαρροές και τη σύγχυση αντί την ειλικρινή πρόθεση και τη λύση
Όχι, αυτό δεν είναι διαπραγμάτευση είναι σχέδιο βγαλμένο από τα συρτάρια των ψυχολόγων του δόγματος του σοκ. Δημιουργούν δύο ενδεχόμενα. Ή να καταρρεύσει η κυβέρνηση ως αδύναμη να διαχειριστεί την κατάσταση και να αποδομηθούν ακόμη και οι προσωπικότητες των παικτών-αντιπάλων, ή να αναγκαστεί να υπογράψει μια συμφωνία οδύνης που εκ των πραγμάτων θα τη ρίξει μετά από τη λαϊκή οργή αργά ή γρήγορα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα μεγάλο λάθος προεκλογικά και το συνέχισε κατά τη διαπραγματευτική διαδικασία. Μπροστά στην ανάγκη να αποβάλει την κατηγορία του αντιευρωπαϊσμού που συστηματικά και προκαταβολικά του είχαν προσάψει οι δανειστές και η τρόικα εσωτερικού, δημιούργησε έναν αξιωματικό φιλοευρωπαισμό που τελικώς χώρεσε την απολογία του πως είναι με την Ευρώπη “πάση θυσία”. Αυτό ούτε πολιτικά σωστό ήταν αλλά πολύ περισσότερο δεν ήταν διαπραγματευτικά σωστό. Πολιτικά δεν ήταν γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει λόγο να ανεχθεί μια Ευρώπη που δεν έχει καμιά σχέση με την Ευρώπη που διαφημίζουν αλλά έχουν παραδώσει στις τράπεζες και τις ελίτ. Αντιθέτως επιθυμεί να την αλλάξει. Δεν ήταν και διαπραγματευτικά σωστό γιατί αποδυνάμωνε τη διαπραγματευτική ισχύ, δηλώνοντας στους απέναντι πως μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο αφού η Ελλάδα θα το ανεχόταν αρκεί να παραμένει στην Ευρώπη.
Μεγιστοποίησαν έτσι την αποτελεσματικότητα των δανειστών αλλά και το φόβο των ελλήνων που πίστευαν πως κάθε πιθανότητα που σύμφωνα με τα μίντια τοποθετούσε την Ελλάδα εκτός ευρώ ήταν μια κακή εκδοχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πριόνισε το κλαδί στο οποίο καθόταν, παράγοντας ισχύ αξιώματος για έναν κανόνα που περισσότερο από κάθε άλλο έπρεπε να αποδειχθεί. Δηλαδή πως η Ευρώπη και οι δανειστές ήταν καλοί. Έτσι εγκλώβισε και τον εαυτό του σε μια ευρωπαϊκή απολογία την ώρα που ίσως η καλύτερη επιλογή να ήταν η ευρωπαϊκή αμφισβήτηση. Ειδικά αν ήθελε το αποτέλεσμα να είναι η παραμονή στην Ευρώπη.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο, που οι δανειστές παίζουν το τελευταίο χαρτί για να τελειώνουν με το ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον με τον Τσίπρα που είναι η πολιτική μορφή η οποία ή θα δαμαστεί ή θα σπρωχτεί στο κενό που επιμελώς δημιούργησαν μπροστά του. Τι θα αποφασίσει;
Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να πάρει την απόφαση να σταματήσει αυτό το παιχνίδι, ακόμη και αν πιστεύει πως δίνει τη μάχη όπως πρέπει να τη δώσει. Αυτή μάχη είναι καλουπωμένη σε συγκεκριμένα πλαίσια και δεν μπορεί να σπάσει το κέλυφος των τεχνητών διλημμάτων που έχουν δημιουργηθεί. Πρέπει να υλοποιήσει αυτό που κυρίως πιστεύει, πως προήλθε από τον λαό με μοναδικό σκοπό να τον εξυπηρετήσει. Αυτό επιβάλει και η πολιτική του ηθική αλλά και η ορθή τακτική. Να μαζέψει το χαλάκι πριν το τραβήξουν κάτω από τα πόδια του. Πριν τον αποδομήσουν και τον εμφανίσουν έναν αναποτελεσματικό που με την αναποτελεσματικότητά του δικαιολογεί και όσους προδοτικά πέρασαν και δεν τα κατάφεραν.
Πρέπει να επιστρέψει Ελλάδα και να ενημερώσει το λαό για όσα έχουν συμβεί στο παρασκήνιο. Για τις πιέσεις, τις τρικλοποδιές, τις περίεργες παλινωδίες και τις προθέσεις που αντιμετωπίζει τόσους μήνες. Απαιτείται να τα πει όλα με ειλικρίνεια. Πρέπει να περιγράψει ποια Ευρώπη είναι αυτή την οποία συνάντησε και να ρωτήσει τον κόσμο που τον στηρίζει αν τη θέλει. Αυτό δεν είναι μόνο δημοκρατική ουσία αλλά και αποτελεσματική τακτική. Η μεταφορά του παιχνιδιού από τις τακτικές της διαπραγμάτευσης και τις λογιστικές παγίδες στο πεδίο της αλήθειας, της πραγματικής Οικονομίας και της πολιτικής, είναι η καλύτερη λύση.
Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να δει κατάματα δύο πράγματα. Πρώτο ότι ο στόχος είναι ο ίδιος και όχι κάποια συμφωνία. Και δεύτερο πως δεν απολογείται στο Σόιμπλε αλλά στην Ιστορία.
Αυτό που παίζεται αυτή τη στιγμή (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Ντόναλντ Τούσκ) δεν είναι καμιά λύση και καμιά συμφωνία που θα υποκρύπτει λύση. Όσα συμβαίνουν είναι η απόφαση να τελειώνουν με το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με αυτό το κακό παράδειγμα στην Ευρώπη που μπορεί να γίνει απειλητικό και να δρομολογήσει εξελίξεις που δεν θέλουν. Που μπορεί να δημιουργήσει πολιτική θύελλά στο Νότο και αμφιβολίες για το τι είναι αυτή η Ευρώπη που με τόση επιμέλεια κατασκευάζουν σε γραφεία Τραπεζών και σε μιντιακά συγκροτήματα.
Δεν έχει σημασία αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δύναμη ή τη διάθεση να ανατρέψει το ευρωπαϊκό μοτίβο που έχουν δημιουργήσει, αλλά η πιθανότητα να συμβεί και αλλού ό,τι συνέβη με το ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να πάρει την εξουσία ένα κόμμα που θα είναι τέκνο της οργής και της αμφισβήτησης.
Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν στο μυαλό τους καμιά λύση. Αυτός που θέλει πραγματική λύση, δεν προκαλεί μια κυβέρνηση που έχει αλλεργία σε άδικα μέτρα, απαιτώντας να φορολογηθεί το γάλα και το ψωμί μέσω αύξησης ΦΠΑ, αλλά να μην φορολογηθούν τα καζίνο και τα φρουτάκια. Δεν προτείνει απαλλαγή των μεγάλων εισοδημάτων από φόρους εν αντιθέση με μέτρα ντροπής που προτείνει για την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτό το κάνει όποιος θέλει να προβοκάρει.
Σημασία έχει και ο τρόπος που το κάνουν οι δανειστές. Αφήνουν να εξελιχθεί μια διαπραγμάτευση που αρχικά δημιουργεί ελπίδες για μια θετική εξέλιξη και στη συνέχεια τραβάνε το χαλάκι κάτω από τα πόδια όποιας ελπίδας έχει διαφανεί, και αφήνουν την ελληνική πλευρά και μαζί τον ελληνικό λαό να κρέμεται πάνω από το κενό, από το τίποτα του αποτελέσματος.
Δεν διαπραγματεύονται για κάτι που πιστεύουν. Χρησιμοποιούν όλα τα ψυχολογικά μέσα για να εξουθενώσουν την ελληνική πλευρά, για να την κάνουν πρώτα αναξιόπιστη και μετά αδύναμη. Αφήνουν να διαφανεί ένα παράθυρο ελπίδας, οδηγούν τον Αλέξη Τσίπρα και την διαπραγματευτική ομάδα μακριά από τον παραλογισμό τους, του δείχνουν πρόθεση να βρεθεί ένας κοινός τόπος συνεννόησης για να μην χάσει κανένας και όταν αυτή η ελπίδα μεταφερθεί ως την Ελλάδα με διαρροές και δημοσιεύματα, την εξαφανίζουν δείχνοντας ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Χρησιμοποιούν τις διαρροές και τη σύγχυση αντί την ειλικρινή πρόθεση και τη λύση
Όχι, αυτό δεν είναι διαπραγμάτευση είναι σχέδιο βγαλμένο από τα συρτάρια των ψυχολόγων του δόγματος του σοκ. Δημιουργούν δύο ενδεχόμενα. Ή να καταρρεύσει η κυβέρνηση ως αδύναμη να διαχειριστεί την κατάσταση και να αποδομηθούν ακόμη και οι προσωπικότητες των παικτών-αντιπάλων, ή να αναγκαστεί να υπογράψει μια συμφωνία οδύνης που εκ των πραγμάτων θα τη ρίξει μετά από τη λαϊκή οργή αργά ή γρήγορα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα μεγάλο λάθος προεκλογικά και το συνέχισε κατά τη διαπραγματευτική διαδικασία. Μπροστά στην ανάγκη να αποβάλει την κατηγορία του αντιευρωπαϊσμού που συστηματικά και προκαταβολικά του είχαν προσάψει οι δανειστές και η τρόικα εσωτερικού, δημιούργησε έναν αξιωματικό φιλοευρωπαισμό που τελικώς χώρεσε την απολογία του πως είναι με την Ευρώπη “πάση θυσία”. Αυτό ούτε πολιτικά σωστό ήταν αλλά πολύ περισσότερο δεν ήταν διαπραγματευτικά σωστό. Πολιτικά δεν ήταν γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει λόγο να ανεχθεί μια Ευρώπη που δεν έχει καμιά σχέση με την Ευρώπη που διαφημίζουν αλλά έχουν παραδώσει στις τράπεζες και τις ελίτ. Αντιθέτως επιθυμεί να την αλλάξει. Δεν ήταν και διαπραγματευτικά σωστό γιατί αποδυνάμωνε τη διαπραγματευτική ισχύ, δηλώνοντας στους απέναντι πως μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο αφού η Ελλάδα θα το ανεχόταν αρκεί να παραμένει στην Ευρώπη.
Μεγιστοποίησαν έτσι την αποτελεσματικότητα των δανειστών αλλά και το φόβο των ελλήνων που πίστευαν πως κάθε πιθανότητα που σύμφωνα με τα μίντια τοποθετούσε την Ελλάδα εκτός ευρώ ήταν μια κακή εκδοχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πριόνισε το κλαδί στο οποίο καθόταν, παράγοντας ισχύ αξιώματος για έναν κανόνα που περισσότερο από κάθε άλλο έπρεπε να αποδειχθεί. Δηλαδή πως η Ευρώπη και οι δανειστές ήταν καλοί. Έτσι εγκλώβισε και τον εαυτό του σε μια ευρωπαϊκή απολογία την ώρα που ίσως η καλύτερη επιλογή να ήταν η ευρωπαϊκή αμφισβήτηση. Ειδικά αν ήθελε το αποτέλεσμα να είναι η παραμονή στην Ευρώπη.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο, που οι δανειστές παίζουν το τελευταίο χαρτί για να τελειώνουν με το ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον με τον Τσίπρα που είναι η πολιτική μορφή η οποία ή θα δαμαστεί ή θα σπρωχτεί στο κενό που επιμελώς δημιούργησαν μπροστά του. Τι θα αποφασίσει;
Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να πάρει την απόφαση να σταματήσει αυτό το παιχνίδι, ακόμη και αν πιστεύει πως δίνει τη μάχη όπως πρέπει να τη δώσει. Αυτή μάχη είναι καλουπωμένη σε συγκεκριμένα πλαίσια και δεν μπορεί να σπάσει το κέλυφος των τεχνητών διλημμάτων που έχουν δημιουργηθεί. Πρέπει να υλοποιήσει αυτό που κυρίως πιστεύει, πως προήλθε από τον λαό με μοναδικό σκοπό να τον εξυπηρετήσει. Αυτό επιβάλει και η πολιτική του ηθική αλλά και η ορθή τακτική. Να μαζέψει το χαλάκι πριν το τραβήξουν κάτω από τα πόδια του. Πριν τον αποδομήσουν και τον εμφανίσουν έναν αναποτελεσματικό που με την αναποτελεσματικότητά του δικαιολογεί και όσους προδοτικά πέρασαν και δεν τα κατάφεραν.
Πρέπει να επιστρέψει Ελλάδα και να ενημερώσει το λαό για όσα έχουν συμβεί στο παρασκήνιο. Για τις πιέσεις, τις τρικλοποδιές, τις περίεργες παλινωδίες και τις προθέσεις που αντιμετωπίζει τόσους μήνες. Απαιτείται να τα πει όλα με ειλικρίνεια. Πρέπει να περιγράψει ποια Ευρώπη είναι αυτή την οποία συνάντησε και να ρωτήσει τον κόσμο που τον στηρίζει αν τη θέλει. Αυτό δεν είναι μόνο δημοκρατική ουσία αλλά και αποτελεσματική τακτική. Η μεταφορά του παιχνιδιού από τις τακτικές της διαπραγμάτευσης και τις λογιστικές παγίδες στο πεδίο της αλήθειας, της πραγματικής Οικονομίας και της πολιτικής, είναι η καλύτερη λύση.
Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να δει κατάματα δύο πράγματα. Πρώτο ότι ο στόχος είναι ο ίδιος και όχι κάποια συμφωνία. Και δεύτερο πως δεν απολογείται στο Σόιμπλε αλλά στην Ιστορία.