Του Πάνου Λάμπρου
Η κυβέρνηση και συνολικά ο χώρος έδωσαν όλους αυτούς τους μήνες μια μεγάλη, μια σκληρή μάχη με υπέρτατες δυνάμεις. Το διάστημα αυτό η διαπραγμάτευση πέρασε από πολλά στάδια: “μονομερείς ενέργειες”, συμβιβασμοί, συγκρούσεις, ρήξεις, στάση πληρωμών, πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη, συγκλονιστικές συγκεντρώσεις, δημοψήφισμα, κλείσιμο τραπεζών, εκλογικό αποτέλεσμα που ξάφνιασε ευχάριστα^ τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα...
Στη μάχη αυτή έγιναν και λάθη, υπήρξαν παραλείψεις, κενά. Είχαμε κινήσεις και πρόσωπα που ενόχλησαν την αριστερή μας συνείδηση. Σε ένα πρωτόγνωρο πόλεμο, όμως, ήταν μάλλον αναμενόμενα. Η ησυχία και το αλάθητο του νεκροταφείου έτσι κι αλλιώς δεν μας ταιριάζουν.
Δεν είναι η ώρα του τελικού απολογισμού. Απομένουν αρκετά κομμάτια στο παζλ για να σχηματιστεί η ολοκληρωμένη εικόνα. Για να φανεί δηλαδή αν σε αυτή την πρώτη φάση του πολέμου χάσαμε ή κερδίσαμε, αν δημιουργήθηκαν ρωγμές, αν αφήνουμε παρακαταθήκη για τη συνέχεια, αν ο αντίπαλος είναι κοντά στο στόχο του.
Από τον θρίαμβο σε οδυνηρή ήττα;
Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, ωστόσο, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που ήταν κάτι παραπάνω από -κοινωνικά και ταξικά- συγκλονιστικό και ελπιδοφόρο, “εγκλώβισε” τη διαπραγμάτευση στο τεράστιο ύψος του. Γιατί αυτό το “όχι”, τα πολλαπλά, τα διαφορετικά “όχι”, δημιούργησαν αν μη τι άλλο μεγάλες προσδοκίες για μια αξιοπρεπή, δίκαιη και κοινωνικά βιώσιμη λύση. Και η κυβέρνηση από την επόμενη ημέρα έπρεπε να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα μιας “Ευρώπης φρούριο” για κάθε αιρετική, ανυπάκουη φωνή. Να την αντιμετωπίσει και να καταφέρει να δώσει μια συμφωνία που θα έθιγε τον πυρήνα των μνημονιακών πολιτικών, θα ενίσχυε τις ρωγμές στην Ευρώπη, θα διεύρυνε τον κύκλο της αμφισβήτησης στο κυρίαρχο μοντέλο. Δύσκολα πράγματα όταν απέναντί σου έχεις ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα που δεν ανέχεται τη διαφωνία, που έχει ως βασικό του στόχο τη συντριβή του αντιπαραδείγματος, του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή.
Και αυτό έγινε. Παρά το συγκλονιστικό 61,3%, το τεράστιο “όχι”, που σάρωσε στις λαϊκές γειτονιές και τη νεολαία, ο Σόιμπλε και οι πιστοί του σύμμαχοι ανά την Ευρώπη, συνέχισαν τις απειλές για έξοδο, με στόχο να εξοντώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, να οδηγήσουν την Ελλάδα σε ακαριαίο θάνατο, ρισκάροντας ταυτόχρονα μια παγκόσμια κρίση στο όνομα της ηγεμονίας της πολιτικής λιτότητας.
Όμως, αυτό το κοινωνικό “όχι” παραμένει να συζητιέται στην Ελλάδα και την Ευρώπη, να δημιουργεί δυναμικές, να ανακατεύει την τράπουλα, να πιέζει για λύση έξω από μνημόνια και λιτότητα, να αρνείται πεισματικά να μετεξελιχθεί σε “ναι”.
Αυτές τις ώρες, τα μέλη του κόμματος θα έπρεπε να συζητούν τη διαχείριση ενός κοινωνικού και πολιτικού θριάμβου και όχι βεβαίως, τη διαχείριση μιας οδυνηρής ήττας. Ωστόσο, η πρόταση που κατατέθηκε από την ελληνική πλευρά, πρόταση απόρροια ενός στυγνού εκβιασμού, δεν συμβάλει στην αναγκαία επικοινωνία με τα κοινωνικά στρώματα που όρθωσαν το ανάστημά τους κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Αντίθετα, δημιουργεί ερωτηματικά, αμφιβολίες για τις υποσχέσεις και τις δυνατότητές μας, αλλά και την αίσθηση σε κάποιους, ότι το παράδειγμα τελικά συνθηκολόγησε. Είναι μια πρόταση σκληρή για τα λαϊκά στρώματα, υφεσιακή, εντέλει μνημονιακή και υπό αυτή την έννοια κοινωνικά άδικη και πολιτικά μη διαχειρίσιμη. Το “όχι”, όσο και αν μας πονά, και σε αυτή την πρόταση παραμένει.
Και τώρα τι κάνουμε;
Είναι η ώρα κρίσιμων αποφάσεων για όλους μας. Και παρότι ακόμα στη μάχη και ώρα αναστοχασμού. Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, ούτε αυτονόητες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Από τη μια ο οδυνηρός και ξαφνικός θάνατος και από την άλλη το αργό, το βασανιστικό τέλος της κοινωνίας των φτωχών. Μπορεί άραγε η αριστερά, έτσι όπως είναι δομημένη σήμερα, να διαχειριστεί από θέση πρώτης ευθύνης μια δεξιά μνημονιακή πολιτική; Και αν ναι, μήπως θα είναι μεν κυβέρνηση, αλλά διόλου αριστερή; Και αν τα πράγματα είναι κάπως έτσι, μήπως να αποδεχτούμε ανοιχτά και θαρρετά ότι ηττηθήκαμε από υπέρτατες δυνάμεις και να δρομολογήσουμε διεργασίες που θα μας απεγκλωβίσουν από μια μη... αρμονική και συμβατή σχέση; Άλλωστε, δεν είμαστε παντός καιρού..
Το αντεπιχείρημα γνωστό: Είναι λάθος να εγκαταλείψουμε τη μάχη, να αφήσουμε τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία στα νύχια του παλιού φθαρμένου πολιτικού προσωπικού και να δικαιώσουμε όσους επιδίωκαν τη λεγόμενη αριστερή παρένθεση. Σεβαστή άποψη, αλλά όχι απολύτως πειστική. Ναι, είναι δύσκολο, ίσως και λάθος να παραδώσεις τα δικαιώματα και τις ελευθερίες σε αυτούς που τα μισούν, αλλά είναι τραγωδία να έχεις μια αριστερά, που θα είναι υποχρεωμένη να βάζει την υπογραφή της στη μείωση συντάξεων, για παράδειγμα του ΟΓΑ. Και αν πράγματι μας ενοχλεί τα μάλα να δικαιωθεί η θεωρία της αριστερής παρένθεσης, δεν μας ενοχλεί το ίδιο ή και περισσότερο να κάνουμε εμείς οι ίδιοι την αριστερά στην ουσία της πολιτικής και των ιδεών της, παρένθεση;
Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη σκέψη, που επιχειρεί διέξοδο μέσα από τη μάχη. Η σκέψη αυτή αποδέχεται ότι η ελληνική πρόταση, πράγματι, δεν έχει σχέση με τους βασικούς στόχους και τα οράματα της αριστεράς. Εντούτοις, αν δεν θέλουμε να παραδώσουμε την κοινωνία των φτωχών στις ηττημένες κατά κράτος από το δημοψήφισμα δυνάμεις, είμαστε υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να δούμε κατάματα την αλήθεια και κυρίως να μιλήσουμε με απόλυτη ειλικρίνεια στο λαό και κυρίως σε αυτό το 61,3% που δημιούργησε ένα συγκλονιστικό γεγονός, ανεξάρτητα αν κάποιοι και μέσα στο χώρο μας δεν το πίστεψαν, δεν το πάλεψαν και φλέρταραν με εθνικές ομάδες διαπραγμάτευσης. Η πρότασή μας, λοιπόν, αν γίνει δεκτή από τους νεοφιλελεύθερους εκβιαστές -γιατί όλα είναι ανοιχτά, ακόμα και αυτή η πρόταση μπορεί να απορριφθεί-, δεν είναι δυνατόν να ωραιοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο. Να ενημερώσουμε τους ανθρώπους για όλες τις ενέργειες και τις προσπάθειες που έγιναν, για το τοίχος που συναντήσαμε, για τα σχέδια τους, για τη δική μας στάση, με αυτοκριτικό πνεύμα, με διάθεση αναστοχασμού. Είχαμε πει από την αρχή ότι εμείς θα μιλάμε τη γλώσσα της αλήθειας. Και πρέπει να το τηρήσουμε με όποιο τίμημα. Μόνο έτσι, ίσως, θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε ζωντανή και ενεργή τη σχέση που αναπτύξαμε με τα υποτελή κοινωνικά στρώματα και τη νεολαία.
Και αν η πρώτη πράξη είναι η αλήθεια, η δεύτερη δεν μπορεί παρά να είναι η εφαρμογή από την κυβέρνηση των εξαγγελιών της σε τομείς που το προηγούμενο διάστημα έγιναν ελάχιστα ή τίποτα. Αν από αύριο δεν προχωρήσει η κυβέρνηση δυναμικά σε τομές, όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, στο τραπεζικό σύστημα, στο χτύπημα της διαπλοκής, της μιντιακής δικτατορίας, στο βαθύ κράτος και την αστυνομία, αν δεν προχωρήσει δυναμικά, χωρίς καμία αναστολή, στην διεύρυνση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, αν δεν σαρωθεί, σε επίπεδο δομών και προσώπων, το παλιό καθεστώς, απλώς θα δικαιωθεί η άποψη ότι με δεξιό μνημονιακό πλαίσιο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο άσκησης αριστερής πολιτικής.
Και η τρίτη πράξη, προϊόν ώριμης σκέψης, μελέτης, προετοιμασίας σε πολιτικό, κοινωνικό και τεχνικό επίπεδο, η διεξαγωγή εκλογών σε εύλογο χρονικό διάστημα, με ένα νέο ριζοσπαστικό πρόγραμμα, που όχι μόνο δεν θα αποκλείει εναλλακτικές, αλλά θα επαναφέρει καθαρά και σε επίπεδο θετικής πρότασης, τη συνεδριακή μας θέση “καμία θυσία για το ευρώ”.
Ο Πάνος Λάμπρου είναι μέλος
της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση και συνολικά ο χώρος έδωσαν όλους αυτούς τους μήνες μια μεγάλη, μια σκληρή μάχη με υπέρτατες δυνάμεις. Το διάστημα αυτό η διαπραγμάτευση πέρασε από πολλά στάδια: “μονομερείς ενέργειες”, συμβιβασμοί, συγκρούσεις, ρήξεις, στάση πληρωμών, πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη, συγκλονιστικές συγκεντρώσεις, δημοψήφισμα, κλείσιμο τραπεζών, εκλογικό αποτέλεσμα που ξάφνιασε ευχάριστα^ τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα...
Στη μάχη αυτή έγιναν και λάθη, υπήρξαν παραλείψεις, κενά. Είχαμε κινήσεις και πρόσωπα που ενόχλησαν την αριστερή μας συνείδηση. Σε ένα πρωτόγνωρο πόλεμο, όμως, ήταν μάλλον αναμενόμενα. Η ησυχία και το αλάθητο του νεκροταφείου έτσι κι αλλιώς δεν μας ταιριάζουν.
Δεν είναι η ώρα του τελικού απολογισμού. Απομένουν αρκετά κομμάτια στο παζλ για να σχηματιστεί η ολοκληρωμένη εικόνα. Για να φανεί δηλαδή αν σε αυτή την πρώτη φάση του πολέμου χάσαμε ή κερδίσαμε, αν δημιουργήθηκαν ρωγμές, αν αφήνουμε παρακαταθήκη για τη συνέχεια, αν ο αντίπαλος είναι κοντά στο στόχο του.
Από τον θρίαμβο σε οδυνηρή ήττα;
Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, ωστόσο, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που ήταν κάτι παραπάνω από -κοινωνικά και ταξικά- συγκλονιστικό και ελπιδοφόρο, “εγκλώβισε” τη διαπραγμάτευση στο τεράστιο ύψος του. Γιατί αυτό το “όχι”, τα πολλαπλά, τα διαφορετικά “όχι”, δημιούργησαν αν μη τι άλλο μεγάλες προσδοκίες για μια αξιοπρεπή, δίκαιη και κοινωνικά βιώσιμη λύση. Και η κυβέρνηση από την επόμενη ημέρα έπρεπε να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα μιας “Ευρώπης φρούριο” για κάθε αιρετική, ανυπάκουη φωνή. Να την αντιμετωπίσει και να καταφέρει να δώσει μια συμφωνία που θα έθιγε τον πυρήνα των μνημονιακών πολιτικών, θα ενίσχυε τις ρωγμές στην Ευρώπη, θα διεύρυνε τον κύκλο της αμφισβήτησης στο κυρίαρχο μοντέλο. Δύσκολα πράγματα όταν απέναντί σου έχεις ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα που δεν ανέχεται τη διαφωνία, που έχει ως βασικό του στόχο τη συντριβή του αντιπαραδείγματος, του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή.
Και αυτό έγινε. Παρά το συγκλονιστικό 61,3%, το τεράστιο “όχι”, που σάρωσε στις λαϊκές γειτονιές και τη νεολαία, ο Σόιμπλε και οι πιστοί του σύμμαχοι ανά την Ευρώπη, συνέχισαν τις απειλές για έξοδο, με στόχο να εξοντώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, να οδηγήσουν την Ελλάδα σε ακαριαίο θάνατο, ρισκάροντας ταυτόχρονα μια παγκόσμια κρίση στο όνομα της ηγεμονίας της πολιτικής λιτότητας.
Όμως, αυτό το κοινωνικό “όχι” παραμένει να συζητιέται στην Ελλάδα και την Ευρώπη, να δημιουργεί δυναμικές, να ανακατεύει την τράπουλα, να πιέζει για λύση έξω από μνημόνια και λιτότητα, να αρνείται πεισματικά να μετεξελιχθεί σε “ναι”.
Αυτές τις ώρες, τα μέλη του κόμματος θα έπρεπε να συζητούν τη διαχείριση ενός κοινωνικού και πολιτικού θριάμβου και όχι βεβαίως, τη διαχείριση μιας οδυνηρής ήττας. Ωστόσο, η πρόταση που κατατέθηκε από την ελληνική πλευρά, πρόταση απόρροια ενός στυγνού εκβιασμού, δεν συμβάλει στην αναγκαία επικοινωνία με τα κοινωνικά στρώματα που όρθωσαν το ανάστημά τους κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Αντίθετα, δημιουργεί ερωτηματικά, αμφιβολίες για τις υποσχέσεις και τις δυνατότητές μας, αλλά και την αίσθηση σε κάποιους, ότι το παράδειγμα τελικά συνθηκολόγησε. Είναι μια πρόταση σκληρή για τα λαϊκά στρώματα, υφεσιακή, εντέλει μνημονιακή και υπό αυτή την έννοια κοινωνικά άδικη και πολιτικά μη διαχειρίσιμη. Το “όχι”, όσο και αν μας πονά, και σε αυτή την πρόταση παραμένει.
Και τώρα τι κάνουμε;
Είναι η ώρα κρίσιμων αποφάσεων για όλους μας. Και παρότι ακόμα στη μάχη και ώρα αναστοχασμού. Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, ούτε αυτονόητες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Από τη μια ο οδυνηρός και ξαφνικός θάνατος και από την άλλη το αργό, το βασανιστικό τέλος της κοινωνίας των φτωχών. Μπορεί άραγε η αριστερά, έτσι όπως είναι δομημένη σήμερα, να διαχειριστεί από θέση πρώτης ευθύνης μια δεξιά μνημονιακή πολιτική; Και αν ναι, μήπως θα είναι μεν κυβέρνηση, αλλά διόλου αριστερή; Και αν τα πράγματα είναι κάπως έτσι, μήπως να αποδεχτούμε ανοιχτά και θαρρετά ότι ηττηθήκαμε από υπέρτατες δυνάμεις και να δρομολογήσουμε διεργασίες που θα μας απεγκλωβίσουν από μια μη... αρμονική και συμβατή σχέση; Άλλωστε, δεν είμαστε παντός καιρού..
Το αντεπιχείρημα γνωστό: Είναι λάθος να εγκαταλείψουμε τη μάχη, να αφήσουμε τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία στα νύχια του παλιού φθαρμένου πολιτικού προσωπικού και να δικαιώσουμε όσους επιδίωκαν τη λεγόμενη αριστερή παρένθεση. Σεβαστή άποψη, αλλά όχι απολύτως πειστική. Ναι, είναι δύσκολο, ίσως και λάθος να παραδώσεις τα δικαιώματα και τις ελευθερίες σε αυτούς που τα μισούν, αλλά είναι τραγωδία να έχεις μια αριστερά, που θα είναι υποχρεωμένη να βάζει την υπογραφή της στη μείωση συντάξεων, για παράδειγμα του ΟΓΑ. Και αν πράγματι μας ενοχλεί τα μάλα να δικαιωθεί η θεωρία της αριστερής παρένθεσης, δεν μας ενοχλεί το ίδιο ή και περισσότερο να κάνουμε εμείς οι ίδιοι την αριστερά στην ουσία της πολιτικής και των ιδεών της, παρένθεση;
Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη σκέψη, που επιχειρεί διέξοδο μέσα από τη μάχη. Η σκέψη αυτή αποδέχεται ότι η ελληνική πρόταση, πράγματι, δεν έχει σχέση με τους βασικούς στόχους και τα οράματα της αριστεράς. Εντούτοις, αν δεν θέλουμε να παραδώσουμε την κοινωνία των φτωχών στις ηττημένες κατά κράτος από το δημοψήφισμα δυνάμεις, είμαστε υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να δούμε κατάματα την αλήθεια και κυρίως να μιλήσουμε με απόλυτη ειλικρίνεια στο λαό και κυρίως σε αυτό το 61,3% που δημιούργησε ένα συγκλονιστικό γεγονός, ανεξάρτητα αν κάποιοι και μέσα στο χώρο μας δεν το πίστεψαν, δεν το πάλεψαν και φλέρταραν με εθνικές ομάδες διαπραγμάτευσης. Η πρότασή μας, λοιπόν, αν γίνει δεκτή από τους νεοφιλελεύθερους εκβιαστές -γιατί όλα είναι ανοιχτά, ακόμα και αυτή η πρόταση μπορεί να απορριφθεί-, δεν είναι δυνατόν να ωραιοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο. Να ενημερώσουμε τους ανθρώπους για όλες τις ενέργειες και τις προσπάθειες που έγιναν, για το τοίχος που συναντήσαμε, για τα σχέδια τους, για τη δική μας στάση, με αυτοκριτικό πνεύμα, με διάθεση αναστοχασμού. Είχαμε πει από την αρχή ότι εμείς θα μιλάμε τη γλώσσα της αλήθειας. Και πρέπει να το τηρήσουμε με όποιο τίμημα. Μόνο έτσι, ίσως, θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε ζωντανή και ενεργή τη σχέση που αναπτύξαμε με τα υποτελή κοινωνικά στρώματα και τη νεολαία.
Και αν η πρώτη πράξη είναι η αλήθεια, η δεύτερη δεν μπορεί παρά να είναι η εφαρμογή από την κυβέρνηση των εξαγγελιών της σε τομείς που το προηγούμενο διάστημα έγιναν ελάχιστα ή τίποτα. Αν από αύριο δεν προχωρήσει η κυβέρνηση δυναμικά σε τομές, όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, στο τραπεζικό σύστημα, στο χτύπημα της διαπλοκής, της μιντιακής δικτατορίας, στο βαθύ κράτος και την αστυνομία, αν δεν προχωρήσει δυναμικά, χωρίς καμία αναστολή, στην διεύρυνση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, αν δεν σαρωθεί, σε επίπεδο δομών και προσώπων, το παλιό καθεστώς, απλώς θα δικαιωθεί η άποψη ότι με δεξιό μνημονιακό πλαίσιο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο άσκησης αριστερής πολιτικής.
Και η τρίτη πράξη, προϊόν ώριμης σκέψης, μελέτης, προετοιμασίας σε πολιτικό, κοινωνικό και τεχνικό επίπεδο, η διεξαγωγή εκλογών σε εύλογο χρονικό διάστημα, με ένα νέο ριζοσπαστικό πρόγραμμα, που όχι μόνο δεν θα αποκλείει εναλλακτικές, αλλά θα επαναφέρει καθαρά και σε επίπεδο θετικής πρότασης, τη συνεδριακή μας θέση “καμία θυσία για το ευρώ”.
Ο Πάνος Λάμπρου είναι μέλος
της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ.