Ανάμεσα στις μοντέρνες πολιτικές θεωρίες, ο αναρχισμός συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που επεξεργάστηκαν, με τη μεγαλύτερη πληρότητα και αυθεντικότητα, ένα πρόταγμα κοινωνικής μεταβολής προς την κατεύθυνση του κοινοτισμού. Η πιο χαρακτηριστική πλευρά του ελευθεριακού κοινοτισμού εκπηγάζει από το γεγονός ότι ο αναρχισμός στοχεύει στη δημιουργία μιας κοινωνίας, στην οποία συνυπάρχουν ταυτοχρόνως και η ατομική ελευθερία και η κοινωνική ισότητα, και γι'αυτό προτείνει φιλόδοξα τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής οργάνωσης, όπου, για να χρησιμοποιήσουμε τη διάσημη έκφραση του Μπένζαμιν Κονστάν, η ελευθερία των αρχαίων και η ελευθερία των μοντέρνων μπορούν να συνυπάρχουν, δίνοντας τόπο σε μία κοινωνική ισορροπία που δεν έχει ανάγκη καμία θεσμική μορφή καταναγκασμού.
Από αυτήν την άποψη, φαίνεται ιδιαιτέρως ελκυστική η έκφραση που επινοήθηκε, εδώ και μερικά χρόνια, από τον Alain Ritter . Αυτός χρησιμοποίησε, προκειμένου να προσδιορίσει τον κεντρικό αξιολογικό πυρήνα του αναρχισμού, την παράδοξη έκφραση «ατομικιστικός κοινοτισμός». «Ο ανθρωπολογικός τύπος που προτείνεται ως επιθυμητός από τον αναρχισμό», έχει γράψει σε ένα άλλο κείμενο ο Α medeo Bertolo , «δεν βρίσκεται εξ ολοκλήρου ούτε στο κοινωνικό ούτε στο άτομο, αλλά σε μία συνεχή και ανεπίλυτη ένταση ανάμεσά τους. Εάν κυριαρχεί το κοινωνικό, ακόμα και υπό δημοκρατική μορφή, υπάρχει τυραννία. Εάν κυριαρχεί το άτομο, υπάρχει αποσύνθεση και απώλεια του νοήματος. Η αναρχία είναι ζηλότυπα ατομικιστική, αλλά και γενναιόδωρα κοινοτική. Και έχει πλήρη συνείδηση ότι το άτομο που είναι ανεπανάληπτο είναι αναπόφευκτα και κοινωνικό προϊόν και κοινωνικό υποκείμενο».
Είναι επίσης αναγκαίο να σημειώσουμε ότι στην αναρχική θεώρηση δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε μια ομόφωνη άποψη για το κοινοτικό πρόταγμα, αφού ο πλουραλισμός και η διαφορετικότητα θεωρούνται από τον αναρχισμό ως πλούτος και όχι ως περιορισμός. Όπως δεν υπάρχει λοιπόν στην αναρχική σκέψη μια εντελώς ίδια αντίληψη για την ιδιοκτησία, για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και για τη σχέση ιστορίας και φύσης, έτσι και δεν υπάρχει ούτε μία ομόφωνη άποψη για την κοινότητα. Ανάμεσα στις αιτίες που μπορούν να διασαφηνίσουν τη σαφή κλίση του αναρχισμού προς μία κοινοτική προοπτική, υπάρχει μία που αξίζει να την υπογραμμίσουμε ιδιαιτέρως. Ο αναρχισμός, προτείνοντας τη σαφή πραγμάτωση της αναρχίας, στοχεύοντας δηλαδή στη δημιουργία μιας ελευθεριακής και εξισωτικής κοινωνίας, χωρίς εξουσία, ή όπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε χωρίς κυριαρχία, στην οποία οι διαχωρισμένες διαστάσεις του πολιτικού και του οικονομικού ενσωματώνονται μέσα στη διάσταση του κοινωνικού, είναι, ούτως ειπείν, εκ φύσεως προδιατεθειμένος να συλλάβει αυτή την κοινωνία με όρους έντονα κοινοτικούς: προκειμένου σε μια τέτοια οργάνωση η κοινωνική ζωή να μη μεταμορφώνεται σεέναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, είναι πράγματι απαραίτητο τα άτομα που συγκροτούν αυτή την κοινωνία να μετέχουν στις ίδιες αξίες, να δημιουργούν ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης αναμεταξύ τους και να είναι πρωταγωνιστές στις διαδικασίες λήψεως των αποφάσεων που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Εν ολίγοις, για να μπορεί να υπάρξει η αναρχία, είναι απαραίτητο τα άτομα, από τη στιγμή που θα απελευθερωθούν από τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς, τους επιβεβλημένους από την κυριαρχία, να δημιουργήσουν μια αλληλέγγυα κοινότητα και να αναπτύξουν την ατομικότητά τους μέσα μια κοινοτική κατεύθυνση.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ
Σε θεωρητικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε, τουλάχιστον εν συντομία, στις βασικές κοινοτικές θέσεις που υπάρχουν στη θεωρία του Πέτρου Κροπότκιν, του πιο κοινοτικού στοχαστή του κλασικού αναρχισμού, από τη στιγμή που η επίδρασή του στην ανάπτυξη της αναρχικής συζήτησης για τον κοινοτισμό υπήρξε βαρύνουσα, κατά τον 19 ο αιώνα. Οι κοινοτικές αρχές, τις οποίες επεξεργάστηκε ο Ρώσος αναρχικός, δεν είχαν μόνο μια άμεση και αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη του αναρχικού κοινοτισμού (επί παραδείγματι, στη θεωρητική επεξεργασία του αναρχικού γεωγράφου Ελιζέ Ρεκλύ και του Λαντάουερ, αλλά άσκησαν επίσης και μια αναμφισβήτητη έλξη στην πολιτισμική συγκρότηση κάποιων στοχαστών που δεν ήταν αναρχικοί αν και βρίσκονταν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, κοντά στον ελευθεριακό τρόπο σκέψεως. Μεταξύ αυτών, μπορούμε να αναφέρουμε συγγραφείς, όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ουίλλιαμ Μόρρις, ο Λέον Τολστόι, πολεοδόμους, όπως ο Λιούις Μάμφορντ, ο Elabenezer Howard , ο Patrick Geddes , ο Giancarlo De Carlo και ο Carlo Doglio , θεωρητικούς και ακτιβιστές, όπως ο Μάρτιν Μπούμπερ και ο Γκάντι.
Εν αντιθέσει προς το Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος αντιλαμβανόταν την επανάσταση ως μια τιτάνια καταστροφική δράση που κατευθύνεται προς την ανατροπή, σε επίπεδο υλικό και συμβολικό, όλου του ιστορικού παρελθόντος και παρόντος, που στο μέγιστο μέρος τους θεωρούνταν διαμορφωμένα από τις αρχές της κυριαρχίας, ο Πέτρος Κροπότκιν προσπάθησε να δείξει ότι οι ελευθεριακές αρχές ήταν ήδη, τουλάχιστον εν μέρει, εγγεγραμμένες και ενεργές μέσα στην ιστορική και φυσική εξέλιξη. Προσπάθησε, λοιπόν, να αναιρέσει τις επιστημονικές και τις επιστημολογικές προκείμενες ενός από τα κυρίαρχα πολιτισμικά παραδείγματα της εποχής, του «κοινωνικού δαρβινισμού», ενός ρεύματος σκέψης που υποστήριζε, με μία αμφισβητήσιμη συγκριτική προσέγγιση, το φυσικό χαρακτήρα της ιεραρχίας .
O Ρώσος στοχαστής (που ήταν συγχρόνως και επιστήμονας) υποστηρίζει ότι ο κινητήριος παράγοντας τόσο της ζωής των ζώων όσο και της κοινωνίας δεν υπήρξε ο αγώνας για την επιβίωση, αλλά η αλληλοβοήθεια. Για τον Κροπότκιν, το θεμελιώδες κίνητρο της εξέλιξης, λοιπόν, υπάρχει μέσα στην κοινοτική συνεργασία και όχι μέσα στον ατομικιστικό ανταγωνισμό. Στο πρωτοπόρο έργο του «Αλληλοβοήθεια» (1902), ανέφερε εκατοντάδες παραδειγμάτων, που καταδείκνυαν τη σαφή εκδήλωση των αρχών της αλληλεγγύης μέσα στη ζωή των ζώων· σε ένα επόμενο κεφάλαιο του ίδιου έργου ανέφερε πλήθος παραδειγμάτων αλληλοβοήθειας μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Χάρη σε αυτή τη προσέγγιση, ο Κροπότκιν εφοδίασε τον αναρχισμό με μια αντίληψη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που δεν ήταν καθαρά προμηθεϊκή και μηδενιστική: από τη στιγμή που θα κατέρρεαν οι θεσμοί της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας, το κράτος και το κεφάλαιο, η ανθρωπότητα δεν θα ήταν υποχρεωμένη να οικοδομήσει την αναρχία πάνω σε ένα σωρό ερειπίων.
Σύγχρονοι κληρονόμοι του Κροπότκιν είναι στοχαστές, οι οποίοι σε διαφορετικό βαθμό έχουν αποδεχθεί τη νατουραλιστική ιδέα της ελευθερίας (δηλαδή, ότι το σχέδιο της αναρχικής κοινότητας είναι ήδη εγγεγραμμένο εν μέρει στην ιστορία της φύσης και της κοινωνίας), και μπορούν νομίμως να θεωρηθούν οι συγγραφείς με τους οποίους ασχολούμαι εδώ βαθύτερα: ο Κόλιν Γουώρντ και ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν. Αυτό που συνδέει τις σκέψεις των δύο στοχαστών είναι το γεγονός ότι αφαιρούν από τον κροποτνικό κοινοτισμό τα πιο έντονα επιστημονιστικά και θετικιστικά στοιχεία του και ότι επανεπεξεργάζονται τον κοινοτισμό μέσα σε μια προοπτική κοινωνικής μεταβολής, που οπωσδήποτε συνεχίζει να είναι ριζοσπαστική, αλλά δεν θεμελιώνεται πλέον πάνω στην ιδέα της κοινωνικής εξέγερσης. Η ανάπτυξη του κοινοτικού και ελευθεριακού προτάγματος συνυφαίνεται, στις αναλύσεις αυτών των δύο συγγραφέων, με ένα στοχασμό πάνω στην κρίση των επαναστατικών στρατηγικών και πάνω στη σχέση του αναρχισμού με τη δημοκρατία.
Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΙΝ ΓΟΥΩΡΝΤ.
O Κόλιν Γουώρντ (γεννήθηκε το 1924) είναι μία ξεχωριστή μορφή της σύγχρονης ελευθεριακής κουλτούρας: η προσοχή του είναι διαρκώς στραμμένη περισσότερο σε «προβλήματα που ενώνουν τους ανθρώπους, όπως η ανάγκη της κατοικίας, της διατροφής και η παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών», παρά «στα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα που απασχολούν πολλούς άλλους, όπως η φύση και ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης». Αυτή η ενασχόληση τον έχει κάνει γνωστό σε ένα κοινό ετερογενές και πολύ ευρύτερο από το σύνηθες κοινό των πολιτικών ομάδων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Ο Άγγλος αναρχικός, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάπτυξη μέσα στην κοινωνία των κοινοτικών στοιχείων της συνεργασίας, της αλληλοβοήθειας, της «αυτονομίας», των «δομικών» μεταβολών που επιτελούνται στην πολιτική σφαίρα, επαναφέρει και αναπροσαρμόζει στην κοινωνία της εποχής του την ανάλυση που είχε χαρακτηρίσει μεγάλο μέρος των έργων του Κροπότκιν, του οποίου ο Γουώρντ υπήρξε ένας από τους πιο προσεχτικούς και πιο καταρτισμένους σύγχρονους αναγνώστες. Αυτό που τον διαφοροποιεί από τον Κροπότκιν είναι μια μικρότερη αισιοδοξία για το ρόλο της επιστήμης και μια μικρότερη πίστη στην αναγκαιότητα, στη δυνατότητα και στην επιθυμία ακόμα μιας πολιτικής μεταβολής επαναστατικού τύπου: «Η τελική μάχη -υπογραμμίζει ο Γουώρντ- δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο μια σειρά αγώνων σε πολλά μέτωπα». Στην πραγματικότητα, «ελευθερία και εξουσία βρίσκονται πάντοτε σε αγώνα μεταξύ τους», γι'αυτό είναι αναγκαίο να σκεφτούμε μια «ιδέα της ελευθερίας και του ρόλου του αναρχισμού διαφορετική από εκείνη που παραπέμπει όλες τις λύσεις στην έλευση μιας υποθετικής ελεύθερης κοινωνίας».
Αντιθέτως, ο Γουώρντ, συμφωνώντας με τον Κροπότκιν, υποστηρίζει ότι ο αναρχισμός μπορεί να ανανεωθεί όχι μόνο και όχι τόσο με βάση το πολιτικό κίνημα που παραπέμπει ρητά και συνειδητά στην ελευθεριακή ιδεολογία, αλλά κυρίως με βάση «συγκεκριμένα παραδείγματα τάσεων ήδη ενεργών, που συνυπάρχουν δίπλα από τις εξουσιαστικές κοινωνικές αντιλήψεις και δομές, οι οποίες παραμένουν προς το παρόν πλειοψηφικές. Το ουσιαστικό ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι να αποφασίσουμε εάν η αναρχία είναι ή όχι δυνατή, αλλά κυρίως εάν είναι δυνατή η διεύρυνση του πεδίου δράσεως και επιρροής των ελευθεριακών μεθόδων, μέχρι που να καταστούν κοινά κριτήρια με τα οποία οι άνθρωποι οργανώνουν τη συμβίωσή τους». Είναι αλήθεια ότι, εάν κρίνουμε τον αναρχισμό υπό το φως των πολιτικών συνεπειών που είχε η ιστορία του των 100-150 χρόνων, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε τη «χρεοκοπία» του. Ωστόσο, εάν αντίθετα παρατηρήσουμε την επίμονη παρουσία της ελευθεριακής και κοινοτικής αρχής της αλληλοβοήθειας στην καθημερινή ζωή των σύγχρονων κοινωνιών, δεν μπορούμε να μη συμφωνήσουμε στο ότι ο αναρχισμός, ως μέθοδος ζωής και κοινωνικής οργάνωσης, είναι, ακόμα και σήμερα, μια λειτουργική αρχή μέσα στην κοινωνία: «Στην καθημερινή ζωή, η κοινωνία μπορεί να προοδεύει μόνο δυνάμει της εθελοντικής συνένωσης και της αλληλοβοήθειας», και η χρεοκοπία του κρατικού σοσιαλισμού, τόσο στην επαναστατική και λενινιστική εκδοχή του όσο στη ρεφορμιστική και σοσιαλδημοκρατική, έχει επαναφέρει στην επικαιρότητα τον αναρχισμό, ο οποίος ανέκαθεν ήταν «η αγνοημένη συνείδηση της αριστερής πολιτικής».
«Εάν ο σοσιαλισμός είναι σε κρίση», αναφέρει ο Γουώρντ, αυτό συμβαίνει «ακριβώς επειδή το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα προσανατολίστηκε προς τη διεύρυνση της κρατικής εξουσίας και όχι προς τον περιορισμό της». Η χρεοκοπία σε πλανητική κλίμακα της μαρξιστικής ιδεολογίας και γενικότερα του κρατικού πνεύματος του σοσιαλισμού είχε ως μία από τις πιο πρόσφατες συνέπειές της την αναβίωση του φιλελευθερισμού, που διαβρώνει προοδευτικά όχι μόνο τις εδώ και δεκαετίες κοινωνικές κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων, αλλά και την ίδια την ιδέα της δημόσιας υπηρεσίας.
ΤΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Η σκέψη του Γουώρντ επικεντρώνεται ιδιαιτέρως στην «αγγλική περίπτωση», που την θεωρεί, και όχι άδικα, παραδειγματική: η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε, στην πραγματικότητα, η πρώτη χώρα στην οποία αναπτύχθηκε το κοινωνικό κράτος και συγχρόνως το πρώτο έθνος όπου εισήλθε σε κρίση. Στην πραγματικότητα, γράφει ο Γουώρντ, η ιδέα της κοινωνικής υπηρεσίας πέθανε, παραδόξως, την ίδια στιγμή που γεννήθηκε το Κράτος Πρόνοιας, αφού «το πελώριο δίκτυο των κοινωνικών και οικονομικών πρωτοβουλιών, που βασιζόταν στην αυτοστήριξη και στην αλληλοβοήθεια», δημιουργημένο εκ του μηδενός από την εργατική τάξη, κατά το τέλος του 19 ου αιώνα, διαλύθηκε από την εθνικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών που προώθησε το Εργατικό Κόμμα.. «Πώς μπόρεσαν οι βρετανοί σοσιαλιστές -αναρωτιέται ο Άγγλος αναρχικός- να επιτρέψουν στη δεξιά να οικειοποιηθεί μία τέτοια κληρονομιά, δεδομένου ότι είναι αυτή, και όχι το κράτος ή η γραφειοκρατία, που προσδίδει συνοχή στην ανθρώπινη κοινωνία;» Το γεγονός είναι ότι η αριστερά, και όχι μόνο η αγγλική, έχει «εκχωρήσει την κοινωνική επινοητικότητα μόνο στην ιδέα του κράτους», έτσι που η πλούσια και πολύμορφη αυτοδιαχειριστική παράδοση, η οποία αναπτύχθηκε από το εργατικό κίνημα και από τις λαϊκές τάξεις, «έσβησε ελλείψει ιδεολογικού οξυγόνου».
Εάν, κατά την εξέταση του ιστορικού παρόντος, η ιστορική ανάλυση δεν επιτρέπει μεγάλες ελπίδες, κατά την «πρόβλεψη» του μέλλοντος, ο Γουώρντ εμφανίζεται σχετικά αισιόδοξος. Πράγματι, «έχοντας παρατηρήσει τις ποικίλες αλληλοδιαδεχόμενες μόδες στην πορεία του χρόνου, γνωρίζουμε ότι η ευαγγελική φάση της σημερινής λατρείας της αγοράς δεν είναι προορισμένη να διαρκέσει. Τον 21 ο αιώνα, ο λαός θα πρέπει να επινοήσει τις εναλλακτικές λύσεις, όπως έκανε τον 19 ο αιώνα. Μία από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις θα είναι αναμφιβόλως ο αναρχισμός».
Η ελευθεριακή σκέψη οφείλει να επαναδιατυπώσει ένα κοινοτικό πρόταγμα, έτσι ώστε «ο έλεγχος της κοινότητας, εάν και όταν καταστεί αποτελεσματικός, να αποτελέσει μια συντριπτική πρόκληση όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά και για τους διαχειριστές του κεφαλαίου και της οικονομίας». Ο «νέος» αναρχισμός οφείλει να στηρίξει τη «συλλογική δράση ως εναλλακτική λύση απέναντι στην ιδιωτικοποίηση ή στην κρατική ρύθμιση». Η κοινοτική ιδέα του αναρχισμού θα μπορέσει να έχει μια πραγματική δυνατότητα εφαρμογής σε ευρεία κλίμακα, μόνο στο μέτρο που τα νέα αντιφιλελεύθερα κινήματα θα είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα δόγματα της αριστεράς του κράτους: «Είναι πέραν κάθε αμφισβητήσεως, ότι τον επόμενο αιώνα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας πρέπει να επανεξεταστούν, προκειμένου να δημιουργηθεί μία κοινωνία πρόνοιας πάνω στα ερείπια του κράτους πρόνοιας». Η εναλλακτική λύση της αριστεράς απέναντι στην κρίση του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί λοιπόν παρά να προέλθει από μία σύγχρονη ανάγνωση της κοινοτικής παράδοσης του αναρχισμού: η «κοινωνία της πρόνοιας», όπως την αποκαλεί ο Γουώρντ, οφείλει να είναι αποκεντρωμένη και οργανωμένη πάνω σε συνομοσπονδιακές βάσεις.
Όπως ο Προυντόν, ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν είχαν ασκήσει κριτική, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19 ου αιώνα, στη συγκρότηση της εθνικής ενότητας με βάση την εξουσία του κράτους, αντιπαραθέτοντας σ'αυτήν την ιεραρχική και πυραμιδοειδή πολιτική δομή ένα μοντέλο εθελούσιας και οριζόντιας ένωσης των κοινοτήτων και των περιφερειών, έτσι και ο Γουώρντ σήμερα, παρατηρώντας τα κριτήρια που υιοθετούνται για την επίτευξη της ευρωπαϊκής ενότητας, αντιπαραθέτει το ίδιο μοντέλο ως εναλλακτική λύση στην Ευρώπη που στηρίζεται στην εξουσία των κρατικών γραφειοκρατιών και των χρηματιστικών κύκλων: «Οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πέτυχαν να θέσουν τέλος στους παλιούς εθνικούς ανταγωνισμούς και να καταστήσουν αδιανόητο κάθε μελλοντικό πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, αλλά είμαστε ακόμα μακριά από μια Ευρώπη των περιφερειών». «Είναι η διαφορετικότητα και όχι η ενότητα», υποστηρίζει, «που μπορεί να δημιουργήσει τον τύπο της κοινωνίας, όπου μπορούμε να βρούμε την επίλυση των προβλημάτων μας». Η Ευρώπη των περιφερειών δεν είναι πλέον ένας αποκλειστικός στόχος του αναρχισμού: πολλοί συμφωνούν πλέον ότι «το κράτος-έθνος είναι ένα φαινόμενο που διαρκεί από τον 17 ο μέχρι τον 19 ο αιώνα και ότι κατά τον 21 ο αιώνα δεν θα έχει πια έναν κεντρικό ρόλο». Η κοινωνία δεν έχει καθόλου ανάγκη το κράτος· ούτε, από την άλλη πλευρά, η κρατική δομή πρέπει να αναμειγνύεται στις κοινωνικές λειτουργίες, όπως συνέβη κατά τον 20 ο αιώνα.
ΑΡΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ
Σε όσους ασκούν κριτική στην ελευθεριακή εναλλακτική λύση, ο Γουώρντ αντιτείνει ότι «από τη στιγμή που υπάρχει μια κοινή ανάγκη, τα άτομα είναι σε θέση, με τον αυτοσχεδιασμό, με την εμπειρία τους, ακόμα και με τα λάθη τους, να δημιουργήσουν τις συνθήκες για τη συστηματική ικανοποίησή της· και ότι η τάξη που εξασφαλίζεται με αυτόν τον τρόπο είναι πολύ πιο ανθεκτική και λειτουργική από κάθε άλλη που επιβάλλεται από μια εξωτερική εξουσία». Η αληθινή αρμονία, πράγματι, «δημιουργείται από την πολυπλοκότητα και όχι από την αδιαφοροποίητη ενότητα».
Τα πιο ευφυή πρωτοπόρα κινήματα των τελευταίων τριάντα χρόνων κινήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση, απαιτώντας την αποδυνάμωση των μεγάλων κρατικών δομών, που δεν έχουν ανταποκριθεί με ικανοποιητικό τρόπο στην ανάγκη αρωγής των ανθρώπων, και προτείνοντας «μικρές ενότητες, ενσωματωμένες στο κοινωνικό πλαίσιο και θεμελιωμένες με βάση τα κριτήρια της αυτάρκειας και της αλληλοβοήθειας».
Από τις ομάδες που υποστηρίζουν μία αντιψυχιατρική προσέγγιση μέχρι τους οπαδούς του διαχωρισμού των ορφανοτροφείων σε μικρές ομάδες αλληλοβοήθειας, από αυτούς που προωθούν την απο-ιδρυματοποίηση των ασύλων μέχρι τα κινήματα που έχουν προτείνει μια διαφορετική αντιμετώπιση του προβλήματος της εγκληματικότητας, που είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη των δομών της φυλακής, ο Γουώρντ προσπαθεί να δείξει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών, όχι αναγκαστικά πολιτικοποιημένων και έχοντας συχνά πλήρη άγνοια των ελευθεριακών ιδεών, οργανώνεται εφαρμόζοντας εναλλακτικές μεθόδους (και συχνά, στην πραγματικότητα, αναρχικές) στην επίλυση των προβλημάτων που ταλαιπωρούν τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας: «Ο πολλαπλασιασμός των οργανώσεων αλληλοβοήθειας μεταξύ των ανέργων, των ασθενών, των περιθωριοποιημένων αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό μοχλό για το μετασχηματισμό του κράτους πρόνοιας σε μια κοινωνία αλληλοβοήθειας, για τη δημιουργία μιας κοινοτικής αρωγής σε μια υπεύθυνη κοινότητα».
Στην πορεία του πολύχρονου πνευματικού αγώνα του, ο Άγγλος αναρχικός έχει ασχοληθεί πολλές φορές με το πρόβλημα της κατοικίας. Το κατοικείν, άλλωστε, είναι μία από τις θεμελιώδεις ανάγκες των ατόμων. Σχετικά με αυτό το πρόβλημα μπορούμε να παρατηρήσουμε, από τη μια, ότι κατά τους τελευταίους αιώνες το κράτος μπόρεσε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική και καθολική ικανοποίηση αυτής της πρωταρχικής ανάγκης, ενώ από την άλλη το τμήμα της κοινωνίας χωρίς κατοικία αναζήτησε και συχνά βρήκε αυθεντικές λύσεις, βασισμένες, ακόμα μια φορά, στην αλληλοβοήθεια και στην άμεση δράση, για να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή. Η ανάλυση του Γουώρντ, σχετικά με αυτό το πρόβλημα της κατοικίας, τοποθετείται μέσα σε ένα ιδιαιτέρως γόνιμο ρεύμα της ελευθεριακής σκέψης, από το οποίο άλλωστε ο ίδιος ο Γουώρντ αντλεί, προσφεύγοντας συχνά στις εργασίες των Κροπότκιν, Ελιζέ Ρεκλύ, Geddes , Μάμφορντ, Howard , Goodman , Giancarlo De Carlo , John Turner , Μπούκτσιν.
Η ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ.
Το γεγονός ότι οι πόλεις, κυρίως τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, βρίσκονται σήμερα σε αποσύνθεση αποτελεί μια τραγική πραγματικότητα, αναγνωρισμένη πλέον από όλους. Αντιθέτως, εκείνο που πολλοί διστάζουν να σκεφτούν, υπογραμμίζει ο Γουώρντ, είναι το γεγονός ότι η κρίση της πόλης έχει δημιουργηθεί από τους κερδοσκόπους της οικοδομής και από τους γραφειοκράτες του εδαφικού σχεδιασμού· αυτοί έχουν πράγματι αναδομήσει τις πόλεις, με μοναδικό στόχο την ικανοποίηση των αναγκών των διευθυντικών οικονομικών και χρηματιστηριακών κατηγοριών του πληθυσμού: «Όπως είναι σήμερα ξεκάθαρο σε όλους, η «αναδόμηση του αστικού χώρου»σήμανε στην πράξη τον αποκλεισμό από τις πόλεις των φτωχών στρωμάτων, με την επακόλουθη διάλυση της παραδοσιακής κουλτούρας των εργαζόμενων τάξεων της πόλης». Οι σύγχρονες πόλεις «αναδομήθηκαν με βάση το συμφέρον των διευθυντικών τάξεων» και «οι γνώμες των φτωχών κατοίκων αφέθηκαν σκοπίμως έξω από τους υπολογισμούς της επιλεχθείσας πολιτικής». Η σχεδιοποίηση, αντιθέτως, θα έπρεπε να είναι «μία πλευρά των δραστηριοτήτων των κοινών πολιτών και όχι μία υπόθεση των ειδικών επαγγελματιών». Αν παρατηρήσουμε καλά, γράφει ο Γουώρντ, το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων αστικών περιοχών του κόσμου αποτελείται όχι από μία αλλά από δύο πόλεις, μία των πλουσίων και μία των φτωχών: «Κάθε πόλη του αναπτυγμένου κόσμου φέρει εντός της μία πόλη του τρίτου κόσμου, με υποσιτισμό, παιδική θνησιμότητα, αστέγους και ανέργους. Και αντιστρόφως, κάθε πόλη του Τρίτου Κόσμου φέρει εντός της μία αναπτυγμένη πόλη, με υψηλή τεχνολογία, υψηλή μόδα και υψηλή οικονομία». Από μια ελευθεριακή οπτική γωνία είναι ιδιαιτέρως παρηγορητικό να παρατηρήσουμε ότι στις πόλεις των φτωχών οι κάτοικοι, εφαρμόζοντας την αρχή της αλληλοβοήθειας, προσπάθησαν να αυτοοργανώσουν τις υπηρεσίες με τα λίγα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Σε πολλές πόλεις του Τρίτου Κόσμου, υπάρχει στο εσωτερικό των μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών, μία πόλη που αποτελείται από «αόρατους» πολίτες. «Η γιγαντιαία διαδικασία της αστικοποίησης, που ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, οδήγησε στην αύξηση των τεράστιων περιφερειακών οικισμών, γύρω από τα προϋπάρχοντα αστικά κέντρα: πρόκειται για πραγματικές και παράνομες πόλεις, «που ονομάζονται colonias proletarias στο Μεξικό, barriadas στο Περού, gourbivilles στην Τυνησία, bustees στην Ινδία, gecekondu στην Τουρκία, ranchos στη Βενεζουέλα». Σ'αυτούς τους αυθαίρετους αστικούς οικισμούς, χάρη στην αλληλοβοήθεια, οι κάτοικοι έμαθαν να αντιμετωπίζουν την αθλιότητα, δημιουργώντας πολιτικές και διοικητικές δομές και αυτοδιαχειριζόμενες υπηρεσίες.
Στις αναπτυγμένες χώρες, είναι πολύ πιο δύσκολο να πραγματοποιηθούν αυτές οι κοινοτικές πρακτικές: ενώ πράγματι οι φτωχοί των χωρών του Τρίτου Κόσμου μπορούν «να ενεργούν με αναρχικό τρόπο, επειδή δεν υπάρχουν εξουσίες που να μπορούν να τους εμποδίσουν», στις βιομηχανικές χώρες «κάθε κομμάτι γης είναι ιδιοκτησία κάποιου, ο οποίος έχει εξ ολοκλήρου με το μέρος του το νόμο και την αστυνομία». Οι οικοδομικοί κανονισμοί και η πολεοδομική νομοθεσία εφαρμόζονται με αυστηρό τρόπο, εκτός και εάν πρόκειται για τους εργολάβους, που μπορούν να πληρώνουν αρχιτέκτονες και μεσάζοντες αρκετά καπάτσους να τους παρακάμπτουν ή που μπορούν να έρχονται σε συμφωνίες με τις αρχές». Ωστόσο, κάτι μπορεί να γίνει ακόμα και στις πλούσιες χώρες του κόσμου: «Υπάρχουν ήδη, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στη Μεγάλη Βρετανία, παραδείγματα ομάδων πολιτών. που προώθησαν δικά τους σχέδια κατασκευής κατοικιών, εξίσου πραγματοποιήσιμα με εκείνα των τοπικών αρχών, τα οποία ανταποκρίνονται όμως πολύ περισσότερο στις ανάγκες των παραληπτών και που μάλιστα, μέσα στις σημερινές συνθήκες, εξασφάλισαν και χρηματοδοτήσεις». Η Μεγάλη Βρετανία έχει στη σύγχρονη εποχή μια σημαντική παράδοση αυτοδιαχείρισης και αλληλοβοήθειας στον τομέα της κατασκευής και της κατάληψης σπιτιών: από τους οικισμούς στην κοινοτική ή στην ακαλλιέργητη γη, κατά τον 18ο και τον 20ό αιώνα, την εξαγορά εδαφών και την ανακατασκευή της περιοχής σύμφωνα με τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, μέχρι το φαινόμενο των καταλήψεων των αστέγων, στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Τα τελευταία χρόνια, τέλος, δόθηκαν σπίτια ως αποτέλεσμα της σθεναρής αντίστασης των κατοίκων των λαϊκών γειτονιών, κάτι που ήταν η καλύτερη απάντηση στις προσπάθειες εκδίωξής τους, η οποία επιδιώχθηκε από τους κερδοσκόπους των οικοδομικών κατασκευών.
Ο Γουώρντ θεωρεί ότι είναι δυνατό να επεκτείνουμε αυτές τις κοινοτικές πρακτικές σε ευρείς τομείς της κοινωνίας: Η συγκεκριμένη σχεδιοποίηση μιας περιοχής προϋποθέτει ένα σχέδιο σοβαρό, πειραματικό και ευλύγιστο, που θέτει ως βασική αρχή του κατοικείν τον έλεγχο των κατοίκων και προϋποθέτει, επιπλέον, ότι ο ενοικιαστής έχει πρόσβαση σε ένα πράσινο χώρο που μπορεί να χρησιμοποιείται ως κήπος ή ως χώρος παιχνιδιού για τα παιδιά ή για εργασιακή-καλλιεργητική δραστηριότητα». Αυτή η ιδέα, παρατηρεί ο Γουώρντ, επιβεβαιώθηκε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά: «Είναι αλήθεια ότι οι συνεταιρισμοί κατασκευής κατοικιών, που αποτελούν τη μεταφορά στην πράξη αυτής της ιδέας, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτοι στη Μεγάλη Βρετανία το 1970, ενώ σήμερα, το 1989, υπολογίζονται σε μία εκατοντάδα».
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός, συνεπώς, δεν είναι μια αρχή εφαρμόσιμη μόνο στο πλαίσιο της αστικής σχεδιοποίησης. Για το Γουώρντ, θα πρέπει να καταστεί ένα ρυθμιστικό κριτήριο της κοινωνικής ζωής, από τη βιομηχανική παραγωγή και τη διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μέχρι τη συμπερίληψη του σημαντικού τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης (την οποία ο Άγγλος αναρχικός, αντλώντας από την παράδοση της αντιαυταρχικής σκέψης που προωθήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια από τον Πωλ Γκούντμαν, τον Ιβάν Ίλιτς και τον Πάουλο Φρέιρε, σκέπτεται με τους όρους της απο-σχολειοποίησης), καθώς και του εξίσου σημαντικού τομέα των μεταφορών. Σχετικά με αυτόν τον τελευταίο τομέα, η λύση του Γουώρντ συνίσταται στην πραγμάτωση της κοινοτικής ιδέας: είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα αποκεντρωμένο και αυτοδιαχειριζόμενο από τους εργαζόμενους εκτεταμένο σύστημα δημόσιων μεταφορών (τρένα, τραμ, υπόγειος σιδηρόδρομος), προκειμένου να φτάσουμε σε μία κοινωνία μετά-το-αυτοκίνητο, τη στιγμή ακριβώς που η μαζική χρήση των αυτοκινήτων έχει πλέον ένα πελώριο κόστος (ανθρώπινο, ενεργειακό και περιβαλλοντικό), ενώ έχει καταλήξει να αποτελεί, παραδόξως, το κύριο εμπόδιο της ελευθερίας του κινείσθαι των ατόμων.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ.
Το οικο-κοινοτικό όραμα του Γουώρντ αναπτύχθηκε και εμβαθύνθηκε από τον Αμερικάνο Μπούκτσιν (γεννήθηκε το 1921), ένα σημαντικό σύγχρονο θεωρητικό της οικολογίας και έναν από τους πιο αυθεντικούς ελευθεριακούς στοχαστές του δεύτερου ημίσεως του 20 ου αιώνα. Από το 1962, χρονιά που δημοσίευσε το πρώτο οργανικό έργο του για το οικολογικό ζήτημα με τον τίτλοΤο συνθετικό περιβάλλον μα ς, ο Μπούκτσιν μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή την περιβαλλοντική καταστροφή, αποδίδοντάς της εκείνη τη σπουδαιότητα που μόνο κατά τα επόμενα χρόνια αναγνωρίστηκε από την παγκόσμια κοινή γνώμη. Γι'αυτό, δεν είναι παράτολμο να υποστηρίξουμε ότι οι αρχικές απόψεις της κοινωνικής οικολογίας , του φιλοσοφικο-πολιτικού ρεύματος που θεμελιώθηκε από τον Μπούκτσιν αποτέλεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες δημιουργήθηκε, εν συνεχεία, το πράσινο κίνημα σε παγκόσμια κλίμακα.
Η ιδιαιτερότητα της κοινωνικής οικολογίας σε σχέση με τις σύγχρονες περιβαλλοντικές φιλοσοφίες έγκειται στο γεγονός ότι εντοπίζει την πρωταρχική αιτία της οικολογικής καταστροφής στην ιεραρχική δομή της κοινωνίας, ενώ αντιθέτως οι δεύτερες αποτελούν αντανάκλαση μιας «εργαλειακής ή τεχνικής ευαισθησίας, που θεωρεί τη φύση ένα απλό παθητικό περιβάλλον». «Στην πραγματικότητα, ο περιβαλλοντισμός περιορίζεται σε μια απλή περιβαλλοντική μηχανική» και θεωρεί επαρκή μια κατάλληλη κρατική και ρεφορμιστική πολιτική για την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλεί στο περιβάλλον ο τεχνολογικός πολιτισμός. Για τον Μπούκτσιν, αντιθέτως, «κανένα από τα βασικά οικολογικά προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς μια βαθιά κοινωνική μεταβολή», από τη στιγμή που η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση εκπηγάζει από την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο: «ο καπιταλισμός δεν μπορεί να «πιεσθεί» να θέσει φρένο στην ανάπτυξή του, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να «πείσουμε» ένα ανθρώπινο ον να σταματήσει να αναπνέει. Οι προσπάθειες να δημιουργηθεί ένας «πράσινος» ή «οικολογικός» καπιταλισμός είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του συστήματος, που είναι ένα σύστημα συνεχούς ανάπτυξης».
Για να δημιουργήσουμε μια οικολογική κοινωνία είναι συνεπώς απαραίτητο να θέσουμε τέλος στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Αυτή η λύση είναι δυνατή, από τη στιγμή που οι ανθρώπινοι θεσμοί που θεμελιώνονται στη σχέση προσταγής και υπακοής δεν είναι καθόλου φυσικοί ή αναγκαίοι: η ιστορική καταγωγή της κυριαρχίας πρέπει να αναχθεί στη νεολιθική εποχή, όταν η ανάδυση της ιεραρχίας διέβρωσε προοδευτικά τις αρχές της κοινοτικής συνεργασίας και της κοινωνικής ισότητας, που για αιώνες είχαν χαρακτηρίσει τις πρώτες ανθρώπινες κοινότητες, που ονομάζονται από τον Μπούκτσιν οργανικές κοινωνίες, ακριβώς επειδή είχαν δημιουργήσει μια σχέση αμοιβαιότητας, σεβασμού και συμβίωσης ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση.
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΥΣΗ.
Απορρίπτοντας, σε συμφωνία με τις έρευνες του Πιέρ Κλαστρ, του ελευθεριακού μαθητή του Κλωντ Λεβί-Στρως, κάθε προσπάθεια να αποδοθεί η ανάδυση της κυριαρχίας μέσα στην ιστορία σε απλούς οικονομικούς παράγοντες, θέση που υποστηρίζεται τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική σκέψη, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο προηγήθηκε και αποτέλεσε τη βάση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση: «Δεν είναι η ανάγκη για πλεόνασμα υλικού πλούτου που δημιουργεί τις ιεραρχίες και τις κυρίαρχες τάξεις· αντιθέτως, είναι οι ιεραρχίες και οι κυρίαρχες τάξεις που δημιουργούν τα τεράστια πλεονάσματα του υλικού πλούτου». Η ιεραρχική διάκριση δεν δημιουργήθηκε απλώς από την ανάγκη να ξεπεραστεί το χαμηλό επίπεδο οικονομίας που χαρακτήριζε τις άγριες κοινωνίες: ήταν αντιθέτως «οι ιεραρχίες με βάση την ηλικία και το φύλο και οι ημι-θρησκευτικές και ημι-πολιτικές ανάγκες που δημιούργησαν την εξουσία και εκείνες τις υλικές σχέσεις που προκάλεσαν το σχηματισμό των τάξεων».
Η ανάδυση, μέσα στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινότητας, της ιεραρχίας, δηλαδή των «παραδοσιακών πολιτισμικών και ψυχολογικών συστημάτων της προσταγής και της υπακοής» (η κυριαρχία του ηλικιωμένου πάνω στο νέο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, μίας εθνικής ομάδας πάνω στην άλλη, της πόλης πάνω στην ύπαιθρο, του μυαλού πάνω στο σώμα, μιας επίπεδης εργαλειακής ορθολογικότητας πάνω στο πνεύμα, της κοινωνίας και της τεχνολογίας πάνω στη φύση) είναι λοιπόν προγενέστερη της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις και της συγκρότησης των κρατικών δομών. Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία εδραιώθηκε αρχικά πάνω στις βιολογικές διαφορές που υπήρχαν στις οργανικές κοινωνίες μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων, καθώς και μεταξύ των εμβρυωδών μορφών επικοινωνίας με το θείο (οι Σαμάνοι) και της υπόλοιπης κοινωνίας. Έτσι, διαμορφώθηκαν οι πρώτες κυρίαρχες κάστες, και αυτές οι κοινωνικές ομάδες εξέφρασαν, κατά την πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας, την τριλογία της πρωταρχικής κυριαρχίας, που προοδευτικά, αργότερα, συγκροτήθηκε στις θεσμισμένες καταστάσεις του στρατού, του κράτους και του κλήρου. H προοδευτική παρακμή των αξιών και των πρακτικών της αλληλεγγύης των οργανικών κοινωνιών συμβάδισε με την αρχή εκείνου που, με μια ρουσωική έκφραση, ο Μπούκτσιν ονόμασε «μακρύ χειμώνα της κυριαρχίας και της καταπίεσης, που κοινώς είναι γνωστός ως πολιτισμός».
Η αποκρυστάλλωση της κυριαρχίας, συνεπώς, κατά τον Μπούκτσιν, δεν έλαβε χώρα μόνο στο υλικό επίπεδο, με τη γέννηση της πόλης, του κράτους, μιας εξουσιαστικής τεχνικής και μιας υψηλά οργανωμένης οικονομίας της αγοράς· η εδραίωση του μονοπωλίου της δύναμης «εκφράστηκε με την εμφάνιση ενός αισθήματος και ενός συνόλου καταπιεστικών αξιών, που οργάνωσαν ψυχολογικά ολόκληρο το βασίλειο της εμπειρίας, κατά μήκος των γραμμών της προσταγής και της υπακοής». Πρόκειται για αυτό που ο Αμερικάνος στοχαστής ονομάζει επιστημολογίες της κυριαρχίας , στις οποίες αφιερώνει κάποιες από τις καλύτερες σελίδες του πιο σημαντικού έργου του, Η Οικολογία της Ελευθερίας , που δεν είναι τυχαίο ότι φέρει τον υπότιτλο Ανάδυση και Αποσύνθεση της ιεραρχίας . Από τη μια πλευρά, αυτές προώθησαν «την ανάπτυξη της κυριαρχίας και μιας εγωιστικής ηθικής στους κόλπους των κυρίαρχων ομάδων της κοινωνίας»· από την άλλη, «τροφοδότησαν τους κυριαρχούμενους με ένα ψυχικό μηχανισμό βασισμένο πάνω στην έννοια της ενοχής και της παραίτησης». Στην πραγματικότητα, το κράτος «δεν είναι απλά ένα σύνολο εξαναγκαστικών και γραφειοκρατικών θεσμών. Αποτελεί επίσης και μια διανοητική κατάσταση, μια ενσταλαγμένη νοοτροπία που διευθετεί την πραγματικότητα ... Χωρίς ένα υψηλό βαθμό συνεργασίας των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας, η εξουσία του θα εξαφανιζόταν». Οι επιστημολογίες της κυριαρχίας έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, κατά το τέλος του 15 ου αιώνα, όταν η εμφάνιση μιας νέας τάξης, της πρωτο-αστικής και εμπορικής, οδήγησε στη διάδοση των σαφώς αντι-αλληλέγγυων αξιών και μιας αυστηρά χρησιμοθηρικής αντίληψης για τη φύση. Έτσι, ο άνθρωπος ήταν «υποχρεωμένος» να καθυποτάξει τη φύση ως κυρίαρχος, προκειμένου να επιτύχει ένα υψηλό στάδιο προόδου και πολιτισμού.
ΧΙΛΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ .
Μολοντούτο, η γέννηση των επιστημολογιών της κυριαρχίας προκάλεσε, σύμφωνα με τον Αμερικάνο φιλόσοφο, την ανάπτυξη, από την αντίθετη πλευρά, των ιδεών της ελευθερίας και της ισότητας, αρχές που, για κάποιους αιώνες, ενσαρκώθηκαν από τα πολυάριθμα αιρετικά κινήματα, που αναδύθηκαν σε αντιπαράθεση με τις εκκλησιαστικές ιεραρχίες. «Από τον ύστερο Ρωμαϊκό κόσμο μέχρι το Διαφωτισμό, κάθε σημαντική ριζοσπαστική ιδέα εκφράστηκε με όρους του χριστιανικού δόγματος», και ο Μπούκτσιν φαίνεται να διαβλέπει στις χιλιαστικές εξεγέρσεις τούς προγόνους των μοντέρνων αναρχικών κινημάτων, παραχωρώντας έτσι την πρώτη θέση στις ρομαντικές και όχι στις διαφωτιστικές ρίζες του σοσιαλισμού. Εν συνεχεία, με την προοδευτική εκκοσμίκευση της κοινωνικής ζωής, οι κοινοτικές ιδέες απορροφήθηκαν από τη σοσιαλιστική σκέψη και το σοσιαλιστικό κίνημα, και ιδιαιτέρως από τον αναρχισμό. Από αυτές τις ιδέες εμπνέεται ξεκάθαρα ο Μπούκτσιν, μάλιστα σε τόσο μεγάλο βαθμό που η οικολογική σκέψη του είναι γνωστή ως οικο-αναρχισμός .
Η ελευθεριακή σκέψη, λοιπόν, οφείλει να επανεξεταστεί εις βάθος: «Οι κοινοτικές ιδέες που κατηύθυναν τους αναρχικούς στοχαστές», υποστηρίζει ο Μπούκτσιν, «πρέπει να επανακτηθούν στην ολότητά τους και να αναπτυχθούν στη μορφή του οικολογικού ανθρωπισμού, που θα ενσαρκώνει μια καινούργια ορθολογικότητα, μια καινούργια επιστήμη, μια καινούργια τεχνολογία». Για να δημιουργήσουμε μια οικολογική κοινωνία χρειάζεται να μεταβάλλουμε ριζικά το κοινωνικό φαντασιακό που μέχρι σήμερα έχει θεωρήσει τη φύση ως το «αμείλικτο βασίλειο της αναγκαιότητας». Αυτή η στερεοτυπική εικόνα, που συνδέει ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης της δυτικής σκέψης, υιοθετήθηκε και από τη σοσιαλιστική και από την αναρχική σκέψη, από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός, παρόμοια με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, επηρεάστηκε, βαθύτατα και εξ αρχής, από τη βιομηχανική και θετικιστική ιδεολογία του δευτέρου ημίσεως του 19 ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση υπήρξε η conditio sine qua nonτης κοινωνικής ανάπτυξης και της υλικής προόδου της ανθρωπότητας. Κάθε κοινωνία, υποστηρίζει ο Μπούκτσιν, «επεκτείνει στη φύση την ίδια τη αντίληψη που έχει για τον εαυτό της», από τη στιγμή που «ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε το φυσικό κόσμο καθορίζεται βαθύτατα από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κοινωνικό κόσμο».
Όπως είχε κάνει ο Κροπότκιν, έτσι και ο Μπούκτσιν, με τη διαφορά ότι αντικαθιστά την επιστημονική προσέγγιση θετικιστικού τύπου με μια φιλοσοφική μέθοδο, αναζητά το θεμέλιο του ελευθεριακού κοινοτισμού και της ίδιας της ηθικής της ελευθερίας στη φύση. Ο αναρχικός στοχαστής θεωρεί πράγματι ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι έχουν υποστηρίξει οι επιστημολογίες της κυριαρχίας, η φύση είναι το βασίλειο της εν δυνάμει ελευθερίας, από τη στιγμή που η Βούληση και η ανθρώπινη ελευθερία δεν είναι «ανεξάρτητες μέσα στη μοναδικότητά τους», αλλά έχουν «τη δική τους εξελικτική ιστορία μέσα στο πλαίσιο της φύσης». Η μηχανιστική φιλοσοφική παράδοση υπήρξε εκείνη που, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, έχει διαστρεβλώσει την ιδέα μας για τη φύση. Έτσι, το θεμελιώδες σφάλμα του Δαρβίνου συνίσταται στο ότι έδωσε «τη βαρύτητα στην καταγωγή των ειδών σύμφωνα με μια απομονωτική οπτική γωνία», χωρίς να εκτιμήσει σωστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτελέστηκε η εξελικτική διαδικασία. Ο Μπούκτσιν, αντιθέτως, έχει δείξει ότι η εξέλιξη δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά τα ξεχωριστά είδη, αλλά έχει να κάνει με ολόκληρη την οικοκοινότητα: «Κατ'αυτόν τον τρόπο, τα είδη μετέχουν στην ίδια την εξέλιξή τους ως ενεργά όντα, και ως εκ τούτου εμφανίζονται να έχουν συνείδηση της αυτοδιευθυνόμενης ελευθερίας τους, την οποία αρχίζουν να απολαμβάνουν μέσα στους κόλπους των φυσικών διαδικασιών». Επί τη βάσει αυτού του συλλογισμού, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι μπορεί να δείξει πωςη Βούληση και η ανθρώπινη λογική «δεν χαρακτηρίζουν μόνο την ανθρώπινη κατάσταση». Γεννιούνται από τις πάντοτε μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής που προσφέρονται από το σύνολο των εναλλακτικών δρόμων, που ανοίγονται από την ανάπτυξη των σύνθετων οικοκοινοτήτων και από την ανάπτυξη όλο και πιο σύνθετων νευρολογικών συστημάτων».
Η φύση και ο πολιτισμός συνδέονται ουσιαστικά, για τον Αμερικάνο στοχαστή, από ένα εγγενή στις εξελικτικές διαδικασίες λόγο (logos), ο οποίος, ξεκινώντας από τις μονοκύτταρες μορφές ζωής, φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Επιπλέον, ολοκληρώνοντας μια τολμηρή πνευματική διεργασία (και συζητήσιμη από ελευθεριακή οπτική γωνία), o Μπούκτσιν στρέφεται προς την επανάκτηση της διαλεκτικής σκέψης του Αριστοτέλη και της οργανιστικής θεωρίας του Χέγκελ, και θεωρεί ότι μπορούμε να εξηγήσουμε τη διαδικασία που οδηγεί από τη φύση στον πολιτισμό, από το απλό στο σύνθετο: στη συνεχή ανάπτυξη των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό των οικοκοινοτήτων, των ειδών και των περιβαλλόντων τους αντιστοιχεί μια συνεχή επέκταση των δυνατοτήτων επιλογής. Ως εκ τούτου, η εξέλιξη πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια ιστορική διαδικασία που εκδηλώνεται με τη συνεχή ανάπτυξη της ελευθερίας μέσα στο φυσικό κόσμο. Δεν υπάρχει λοιπόν μόνον ένας λόγος που συνδέει σε ένα continuum το φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο, αλλά η εξελικτική διαδικασία φανερώνει προοδευτικά ένα συγκεκριμένο τέλος ( telos ): ο σκοπός προς το οποίο τείνει η φύση είναι η ελευθερία. Η ανθρωπότητα (την οποία ο Μπούκτσιν, όπως και ο Ρεκλύ, ο γεωγράφος, αναρχικός, φίλος και οπαδός του Κροπότκιν, εκλαμβάνει ως τη «φύση που έχει συνείδηση του εαυτού της) εκφράζει, για τον Αμερικάνο φιλόσοφο, το αποκορύφωμα της εξελικτικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ο αυτοπροσδιορισμός και η υποκειμενικότητα, που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στο φυσικό κόσμο, πραγματώνονται, κατά ένα χεγκελιανό τρόπο, μέσα στην ανθρωπότητα, η οποία έτσι αποκτά πλήρη συνείδηση του εαυτού της: στο ανθρώπινο είδος ανατέθηκε από τον ίδιο το λόγο της φύσης το καθήκον να είναι οδηγός και εγγυητής της φυσικής εξέλιξης.
Αυτός ο ρόλος, που στις οργανικές κοινωνίες υπήρχε απλώς σε ασυνείδητο επίπεδο, παραμελήθηκε πλήρως εν συνεχεία, με την ανάπτυξη των κοινωνιών των θεμελιωμένων στην κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και πάνω στη φύση, μέχρι του σημείου να δημιουργείται σήμερα το δίλημμα: «Ή η ανθρωπότητα θα επιτελέσει μέσα στη βιόσφαιρα ένα ρόλο ηθικού φορέα» ή το ανθρώπινο είδος θα εισέλθει οριστικά στο δρόμο της καταστροφής. Πράγματι, ενώ η φύση εξελίχθηκε από το απλό προς το σύνθετο, η ανθρωπότητα έχει ανατρέψει το σχέδιο της εξέλιξης, εξαιτίας της καταστροφής του πλανήτη από τον καπιταλισμό και από το κρατικό πολιτικό σύστημα, που διαρκώς και συστηματικά εξαπλουστεύουν την οικοσυστημική ποικιλότητα.
Ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι η διαδικασία της εξαπλούστευσης, που τέθηκε σε κίνηση από την καπιταλιστική κοινωνία, δεν περιορίζεται στην οικολογική σφαίρα: η εξαπλούστευση είναι ένα πραγματικό και ιδιαίτερο «κοινωνικό φαινόμενο, που οι συνέπειές της, από ιστορικής απόψεως, είναι τόσο καταστρεπτικές όσο και οι επιπτώσεις της πάνω στο φυσικό κόσμο»: «Στερημένη από κάθε σημασία ή αξία, εκτός από τις ωμές «αξίες» της αγοράς και των μαζικών ομογενοποιημένων προϊόντων, η κοινωνία παρακολουθεί τη διάλυση των θεσμών που βασίζονται στην αμοιβαία συνεργασία, στην αλληλεγγύη, στην αυθόρμητη συνένωση, στη δημιουργικότητα, ακόμα και στην αγάπη και στη φιλία ... Ο καπιταλισμός, προκαλώντας τη διάλυση των ζωτικών μορφών κοινοτικής συνεργασίας, περιστρέφεται γύρω από το εγώ, απομονωμένο σον εαυτό του». Εάν, στο φιλοσοφικό επίπεδο, ο Μπούκτσιν καταλήγει λοιπόν να περιγράφει με όρους της Αποκάλυψης τις επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης που βασανίζει την εποχή μας, σε ένα πιο αυστηρά πολιτικό επίπεδο προτείνει μια μετριοπαθή πολιτική στρατηγική, θεμελιωμένη στη βαθμιαία μετάβαση από τις σημερινές καπιταλιστικές, ιεραρχικές και κρατικές κοινωνίες σε μια συνομοσπονδιακή, κοινοτική και οικολογική κοινωνία.
ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
Ο βαθμιαίος χαρακτήρας της πολιτικής στρατηγικής της κοινωνικής οικολογίας βασίζεται σε ανάλογες σκέψεις με εκείνες που παρατηρούμε στα γραπτά του Γουώρντ: η ιδέα μιας επανάστασης εξεγερτικού τύπου είναι πλέον ξεπερασμένη από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Επιπλέον, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι οι επαναστατικές στρατηγικές των διάφορων σοσιαλιστικών τάσεων θεμελιώθηκαν πάνω σε ένα θεωρητικό σφάλμα: την ψευδαίσθηση ότι η σφαίρα του πολιτικού, σε μια μετεπαναστατική κοινωνία, μπορεί να απορροφηθεί μέσα στη σφαίρα του κοινωνικού ή και απευθείας μέσα στη σφαίρα του οικονομικού, όπως πραπαγάνδιζαν για αιώνες τα αναρχοσυνδικαλιστικά κινήματα.
Με σκέψεις που μας παραπέμπουν ακόμα μια φορά στο Ρουσσώ, στη σαφή συνειδητοποίηση, χαρακτηριστική του στοχαστή της Γενεύης, τού ότι είναι αδύνατο να επαναφέρουμε το «αυθεντικό» μέσα στην ιστορία, ο Μπούκτσιν υποστηρίζει ότι η περιπλοκότητα της νεοτερικότητας καθιστά αβάσιμη οποιαδήποτε ρομαντική υπόθεση περί δημιουργίας, σήμερα, μιας οργανικής κοινωνίας. Αν δεν είναι ιστορικά και πολιτικά νοητή η ιδέα της συγχώνευσης σε μία και μοναδική σφαίρα των λειτουργιών, των σφαιρών που για αιώνες ήταν διαχωρισμένες, δηλαδή του πολιτικού, του κοινωνικού και του οικονομικού, είναι δυνατό και μάλιστα επιθυμητό να ανασυγκροτήσουμε, με μη αποξενωτικές μορφές, την πολιτική και την οικονομική σφαίρα, θέτοντάς τες υπό τον έλεγχο των πολιτών. Ένας τέτοιος στόχος χρειάζεται, πρώτα απ'όλα να προσδιορίσει, θεωρητικά και πρακτικά, έναν τόπο όπου το πολιτικό, διακρινόμενο από το κοινωνικό, μπορεί να χαρακτηρίζεται από ελευθεριακά χαρακτηριστικά. Ο Μπούκτσιν έχει θέσει επανειλημμένως, στην πορεία του χρόνου, αυτό το πρόβλημα, μέχρι που προσδιόρισε στην πόλη και στο δήμο το πλαίσιο όπου μπορεί να αναπτυχθεί μια ελευθεριακή δραστηριότητα, πολιτική αλλά όχι κρατική: «Εάν ο τόπος του ριζοσπαστικοποιημένου προλεταριάτου ήταν η φάμπρικα, ο τόπος του οικολογικού κινήματος» δεν μπορεί παρά να είναι «η κοινότητα: το διαμέρισμα, η πόλη, η κοινότητα».
Στην ιστορία πολλών χωρών, πράγματι, η σύγκρουση μεταξύ του κράτους και των τοπικών κοινοτήτων έχει προσλάβει μια τεράστια σημασία, ακόμα και από ελευθεριακή οπτική γωνία, όχι κατώτερη από τον ταξικό αγώνα, και η πόλη, σε πολλές ιστορικές καταστάσεις, έχει λειτουργήσει ως αντιεξουσία απέναντι στην κυριαρχία του κράτους. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι οι σημερινές πόλεις είναι υποβαθμισμένες και στερούνται εκείνου του κοινοτικού και συμμετοχικού πνεύματος που για αιώνες τις είχε χαρακτηρίσει. Η μεγαλούπολη αποτελεί το παράδειγμα μιας βαριά άρρωστης κοινωνίας^ μέσα σ'αυτήν, εκδηλώνεται η φιλοσοφία της συνεχούς και αμετάκλητης ανάπτυξης, της άγριας και ανταγωνιστικής συσσώρευσης, που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία: «Όλα τα στοιχεία της κοινωνίας υποτάσσονται σ'αυτή τη μεταβολή: στο βιομηχανικό και εμπορικό γιγαντισμό αντιστοιχεί ένας αστικός, πολιτικός και πολιτιστικός γιγαντισμός. Η κοινωνική ζωή προσλαμβάνει διαστάσεις τόσο απομακρυσμένες από την ανθρώπινη κλίμακα και από τον ανθρώπινο έλεγχο, που ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πλέον την κοινωνία ως κατοικία του».
Ωστόσο, ο ελευθεριακός κοινοτισμός, τείνοντας προς τη συνομοσπονδιακή και ελευθεριακή επαναθεμελίωση της πολιτικής, εκφράζει, μέχρι στιγμής, μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία για τη σύγχρονη παρουσία των αναρχικών ιδεών. Στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, η σύγκρουση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας φαίνεται να προσλαμβάνει την αντιπαράθεση των δύο τρόπων σύλληψης της πολιτικής: από τη μια, ως δραστηριότητα της γραφειοκρατικής κάστας των επαγγελματιών πολιτικών^ από την άλλη, ως άμεση συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ.
Από την πόλη, λοιπόν, πρέπει να ξεκινήσει, για τον Μπούκτσιν, η πολιτική και ηθική αναγέννηση της ανθρωπότητας, διότι αυτή υπήρξε ιστορικά ο προνομιούχος τόπος όπου ο πολιτισμός, εννοούμενος ως ανάπτυξη του πολιτικού σε διάκριση από το κοινωνικό, διαχωρίστηκε από τη φύση, δημιουργώντας εκείνες τις ρήξεις, που η εποχή μας οφείλει να αποκαταστήσει, εάν δεν θέλει να εξαφανιστεί. Προτού ο διαχωρισμός μεταξύ φύσης και πολιτισμού προσλάβει αυτές τις παθολογικές όψεις που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή, οι πόλεις, για αιώνες, αποτελούσαν το χώρο στον οποίον εκδηλώθηκε ένα πολιτικό, κοινοτικό και συνεργατικό αίσθημα, με έντονα ελευθεριακά χαρακτηριστικά. Από τις ελληνικές πόλεις στα χωριά των αγροτών, από τις μεσαιωνικές κοινότητες μέχρι τους ελεύθερους δήμους των πρώτων Ευρωπαίων κατοίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα κοινωνιών στις οποίες εκφράστηκε η συμμετοχική διάσταση της ελευθερίας και στις οποίες η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των πολιτών, που την ασκούσαν με άμεση μορφή.
Και είναι ακριβώς στην εγκαθίδρυση μιας άμεσης και ελευθεριακής δημοκρατίας που στοχεύει το πρόγραμμα της κοινωνικής οικολογίας: να διαβρώσουμε προοδευτικά την κυριαρχία των κρατών και των πολυεθνικών και να επαναφέρουμε την πολιτική και την οικονομική εξουσία στις πόλεις, όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε για αιώνες η δημοκρατία με μη αλλοτριωτικές μορφές. Η άμεση δημοκρατία, έτσι όπως συλλαμβάνεται από τον Μπούκτσιν, πρέπει να είναι «κοινοτική και θεσμισμένη με τρόπο συμμετοχικό και άμεσο. Μια κοινοτική δημοκρατία δημιουργεί και αναπτύσσει μια δημόσια σφαίρα και μια πολιτική, με την αθηναϊκή σημασία του όρου, που εκτυλίσσεται όντας σε ένταση και σε αποφασιστική σύγκρουση με το κράτος». Για να μην καταλήξει το δημοτικό πρόταγμα στη δημιουργία πολιτικών δομών διαποτισμένων από ένα τοπικιστικό πνεύμα, ο οικολόγος φιλόσοφος θεωρεί αναγκαία την εγκαθίδρυση «ενός γνήσιου μουτουαλισμού, βασισμένου στη διανομή των πόρων, της παραγωγής και της πολιτικής δραστηριότητας». Η κρατική πολιτική μορφή πρέπει, ως εκ τούτου, να αντικατασταθεί από «ένα δίκτυο διαχειριστικών συμβουλίων, που τα μέλη τους, ή οι αντιπρόσωποί τους, εκλέγονται άμεσα από δημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις», με στόχο «να συντονίζουν και να διαχειρίζονται της πολιτικές αποφάσεις των λαϊκών συνελεύσεων».
Από αυτήν την άποψη, προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα, η προσφυγή του Μπούκτσιν, που με το πέρασμα του χρόνου έγινε όλο και πιο επίμονη, στις αξίες της Αμερικάνικης Επανάστασης, στην αμερικάνικη ελευθεριακή παράδοση και στις κοινοτικές και δημοτικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν στην πορεία των δύο τελευταίων αιώνων. Για τον οικολόγο στοχαστή, πράγματι, ο αναρχισμός, χωρίς να απεμπολεί τις πιο γνήσιες διεθνιστικές προσδοκίες του, πρέπει να βρει τις ρίζες του μέσα «στις ιδιαίτερες παραδόσεις του κάθε λαού». Στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό το εγχείρημα φαίνεται σχετικά απλό, διότι «οι αμερικάνοι είναι εκ φύσεως ελευθεριακοί. Όλη η κοινωνική παράδοση της Αμερικής, πριν από την Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας, έχει αναδείξει την αξία των δικαιωμάτων του ατόμου, της προσωπικής αυτονομίας, της αποκέντρωσης και ενός γνήσιου μίσους απέναντι στο κράτος». Για να μπορέσει να επιτύχει ο ελευθεριακός δημοτισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αναγκαίο οι Αμερικάνοι ελευθεριακοί να επανακτήσουν την πολιτιστική παράδοσή τους: «Οφείλουμε να επινοήσουμε έναν ιδιαίτερο αμερικάνικο αναρχισμό, που θα θεμελιώνεται πάνω στην παραδοσιακή αντιπάθεια του αμερικάνικου λαού για την κεντρική κυβέρνηση». Μόνο έτσι θα μπορέσουμε «να δημιουργήσουμε μια δυαδικά λαϊκή εξουσία, ανταγωνιστική απέναντι στην κρατική εξουσία που απειλεί τις εναπομείνασες ελευθερίες του αμερικάνικου λαού: «μια λαϊκή εξουσία που θα ανασυγκροτήσει με αναρχική μορφή εκείνες τις ελευθεριακές αξίες και εκείνα τα ουτοπικά στοιχεία που αποτελούν την πιο ζωτική κληρονομιά της Αμερικάνικης Επανάστασης». Ως εκ τούτου, οι σκέψεις του Μπούκτσιν συνδέονται με τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και κάποια χρόνια, μεταξύ των φιλελεύθερων ( liberal ) και των κοινοτιστών ( communitarian ): στοχαστές όπως ο John Rawls , ο Ronald Dworkin , o Michael S . More από τη μια πλευρά, και ο Michael Sandel , ο Alasdair MacIntyre , ο Charles Taylor από την άλλη.
Σε μια δημοτική και συνομοσπονδιακή κοινωνία, πρέπει και η οικονομία να υποστεί ένα ριζικό μετασχηματισμό. Ο Αμερικάνος αναρχικός προτείνει μια μορφή οικονομίας που είναι ριζικά διαφορετική από την καπιταλιστική: «ούτε εθνικοποιημένη ούτε κολλεκτιβοποιημένη», αντιθέτως δημοτική: «Η γη και οι επιχειρήσεις περιέρχονται, σε έναν όλο και αυξανόμενο βαθμό, στους συγκροτημένους σε ελεύθερες συνελεύσεις πολίτες καθώς και στους αντιπρόσωπούς τους στα ομοσπονδιακά συμβούλια».
Σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, οι τεχνολογικές κατακτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας καθιστούν τελικά δυνατή τη δημιουργία μιας ελευθεριακής κοινωνίας, θεμελιωμένης στην αφθονία: «Η κοινωνία έχει αναπτύξει μια τεχνολογία που θα μπορούσε να ξεπεράσει πλήρως την υλική σπάνη και να περιορίσει σχεδόν στο μηδέν το μόχθο». «Η αποκέντρωση της κοινωνίας αποτελεί το πρώτο βήμα προς την επίλυση του οικολογικού προβλήματος», υποστηρίζει ο Αμερικάνος στοχαστής, παρατηρώντας ότι «τα μέσα για την πραγματοποίηση αυτού του τεχνολογικού ριζικού μετασχηματισμού βρίσκονται σήμερα μπροστά μας». Χρειάζεται μια καινούργια λαϊκή τεχνολογία, «αρκετά αποκεντρωμένη στα μέτρα του ανθρώπου, απλή από την άποψη της κατασκευής της, με ευαισθησία απέναντι στη φύση», και γεμάτη σεβασμό προς «την αυτονομία του ατόμου και της κοινότητας».
Για να δώσουμε ζωή σε μια οικολογική τεχνολογία είναι απαραίτητη, λοιπόν, μια προηγούμενη ριζική μεταβολή του ίδιου του επιστημονικού φαντασιακού. Ιδιατέρως, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, χρειάζεται να ξεφορτωθούμε την εργαλειακή αντίληψη του λόγου, που είναι χαρακτηριστική των καπιταλιστικών κοινωνιών: ο λόγος, εκπίπτοντας στο σημερινό κόσμο σε καθαρή τεχνική, έχει μετασχηματιστεί σε εξορθολογισμό της κυριαρχίας, σταματώντας κάθε διερώτηση γύρω από το λόγο ( logos ) και το τέλος ( telos ) που υπάρχουν εγγενώς στην εξέλιξη, έχει προκαλέσει την πραγμοποίηση της φύσης, θεωρώντας την ύλη σαν μια αδρανή και μηχανική δύναμη, πάνω στην οποία η επιστήμη μπορεί να ασκεί τη λειτουργία του ελέγχου και ο καπιταλισμός τις λειτουργίες του αποικισμού και της κυριαρχίας. Η συνειδητοποίηση της ύπαρξης ενός αντικειμενικού λόγου, αντιτιθέμενου στον εργαλειακό, πρέπει κατ'ανάγκην να οδηγήσει, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, στον καθορισμό των ορίων όχι μόνο των καθολικών γνωσεακών προϋποθέσεων της επιστήμης, αλλά και της τεχνολογίας και της οικονομίας, που οφείλουν να σέβονται τον εσωτερικό σκοπό της φύσης και να ευνοούν τις εξελικτική δυναμική προς τη διαφοροποίηση και την πολυπλοκότητα των οικοσυστημάτων.
Από αυτήν την άποψη, φαίνεται ιδιαιτέρως ελκυστική η έκφραση που επινοήθηκε, εδώ και μερικά χρόνια, από τον Alain Ritter . Αυτός χρησιμοποίησε, προκειμένου να προσδιορίσει τον κεντρικό αξιολογικό πυρήνα του αναρχισμού, την παράδοξη έκφραση «ατομικιστικός κοινοτισμός». «Ο ανθρωπολογικός τύπος που προτείνεται ως επιθυμητός από τον αναρχισμό», έχει γράψει σε ένα άλλο κείμενο ο Α medeo Bertolo , «δεν βρίσκεται εξ ολοκλήρου ούτε στο κοινωνικό ούτε στο άτομο, αλλά σε μία συνεχή και ανεπίλυτη ένταση ανάμεσά τους. Εάν κυριαρχεί το κοινωνικό, ακόμα και υπό δημοκρατική μορφή, υπάρχει τυραννία. Εάν κυριαρχεί το άτομο, υπάρχει αποσύνθεση και απώλεια του νοήματος. Η αναρχία είναι ζηλότυπα ατομικιστική, αλλά και γενναιόδωρα κοινοτική. Και έχει πλήρη συνείδηση ότι το άτομο που είναι ανεπανάληπτο είναι αναπόφευκτα και κοινωνικό προϊόν και κοινωνικό υποκείμενο».
Είναι επίσης αναγκαίο να σημειώσουμε ότι στην αναρχική θεώρηση δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε μια ομόφωνη άποψη για το κοινοτικό πρόταγμα, αφού ο πλουραλισμός και η διαφορετικότητα θεωρούνται από τον αναρχισμό ως πλούτος και όχι ως περιορισμός. Όπως δεν υπάρχει λοιπόν στην αναρχική σκέψη μια εντελώς ίδια αντίληψη για την ιδιοκτησία, για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και για τη σχέση ιστορίας και φύσης, έτσι και δεν υπάρχει ούτε μία ομόφωνη άποψη για την κοινότητα. Ανάμεσα στις αιτίες που μπορούν να διασαφηνίσουν τη σαφή κλίση του αναρχισμού προς μία κοινοτική προοπτική, υπάρχει μία που αξίζει να την υπογραμμίσουμε ιδιαιτέρως. Ο αναρχισμός, προτείνοντας τη σαφή πραγμάτωση της αναρχίας, στοχεύοντας δηλαδή στη δημιουργία μιας ελευθεριακής και εξισωτικής κοινωνίας, χωρίς εξουσία, ή όπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε χωρίς κυριαρχία, στην οποία οι διαχωρισμένες διαστάσεις του πολιτικού και του οικονομικού ενσωματώνονται μέσα στη διάσταση του κοινωνικού, είναι, ούτως ειπείν, εκ φύσεως προδιατεθειμένος να συλλάβει αυτή την κοινωνία με όρους έντονα κοινοτικούς: προκειμένου σε μια τέτοια οργάνωση η κοινωνική ζωή να μη μεταμορφώνεται σεέναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, είναι πράγματι απαραίτητο τα άτομα που συγκροτούν αυτή την κοινωνία να μετέχουν στις ίδιες αξίες, να δημιουργούν ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης αναμεταξύ τους και να είναι πρωταγωνιστές στις διαδικασίες λήψεως των αποφάσεων που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Εν ολίγοις, για να μπορεί να υπάρξει η αναρχία, είναι απαραίτητο τα άτομα, από τη στιγμή που θα απελευθερωθούν από τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς, τους επιβεβλημένους από την κυριαρχία, να δημιουργήσουν μια αλληλέγγυα κοινότητα και να αναπτύξουν την ατομικότητά τους μέσα μια κοινοτική κατεύθυνση.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ
Σε θεωρητικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε, τουλάχιστον εν συντομία, στις βασικές κοινοτικές θέσεις που υπάρχουν στη θεωρία του Πέτρου Κροπότκιν, του πιο κοινοτικού στοχαστή του κλασικού αναρχισμού, από τη στιγμή που η επίδρασή του στην ανάπτυξη της αναρχικής συζήτησης για τον κοινοτισμό υπήρξε βαρύνουσα, κατά τον 19 ο αιώνα. Οι κοινοτικές αρχές, τις οποίες επεξεργάστηκε ο Ρώσος αναρχικός, δεν είχαν μόνο μια άμεση και αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη του αναρχικού κοινοτισμού (επί παραδείγματι, στη θεωρητική επεξεργασία του αναρχικού γεωγράφου Ελιζέ Ρεκλύ και του Λαντάουερ, αλλά άσκησαν επίσης και μια αναμφισβήτητη έλξη στην πολιτισμική συγκρότηση κάποιων στοχαστών που δεν ήταν αναρχικοί αν και βρίσκονταν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, κοντά στον ελευθεριακό τρόπο σκέψεως. Μεταξύ αυτών, μπορούμε να αναφέρουμε συγγραφείς, όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ουίλλιαμ Μόρρις, ο Λέον Τολστόι, πολεοδόμους, όπως ο Λιούις Μάμφορντ, ο Elabenezer Howard , ο Patrick Geddes , ο Giancarlo De Carlo και ο Carlo Doglio , θεωρητικούς και ακτιβιστές, όπως ο Μάρτιν Μπούμπερ και ο Γκάντι.
Εν αντιθέσει προς το Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος αντιλαμβανόταν την επανάσταση ως μια τιτάνια καταστροφική δράση που κατευθύνεται προς την ανατροπή, σε επίπεδο υλικό και συμβολικό, όλου του ιστορικού παρελθόντος και παρόντος, που στο μέγιστο μέρος τους θεωρούνταν διαμορφωμένα από τις αρχές της κυριαρχίας, ο Πέτρος Κροπότκιν προσπάθησε να δείξει ότι οι ελευθεριακές αρχές ήταν ήδη, τουλάχιστον εν μέρει, εγγεγραμμένες και ενεργές μέσα στην ιστορική και φυσική εξέλιξη. Προσπάθησε, λοιπόν, να αναιρέσει τις επιστημονικές και τις επιστημολογικές προκείμενες ενός από τα κυρίαρχα πολιτισμικά παραδείγματα της εποχής, του «κοινωνικού δαρβινισμού», ενός ρεύματος σκέψης που υποστήριζε, με μία αμφισβητήσιμη συγκριτική προσέγγιση, το φυσικό χαρακτήρα της ιεραρχίας .
O Ρώσος στοχαστής (που ήταν συγχρόνως και επιστήμονας) υποστηρίζει ότι ο κινητήριος παράγοντας τόσο της ζωής των ζώων όσο και της κοινωνίας δεν υπήρξε ο αγώνας για την επιβίωση, αλλά η αλληλοβοήθεια. Για τον Κροπότκιν, το θεμελιώδες κίνητρο της εξέλιξης, λοιπόν, υπάρχει μέσα στην κοινοτική συνεργασία και όχι μέσα στον ατομικιστικό ανταγωνισμό. Στο πρωτοπόρο έργο του «Αλληλοβοήθεια» (1902), ανέφερε εκατοντάδες παραδειγμάτων, που καταδείκνυαν τη σαφή εκδήλωση των αρχών της αλληλεγγύης μέσα στη ζωή των ζώων· σε ένα επόμενο κεφάλαιο του ίδιου έργου ανέφερε πλήθος παραδειγμάτων αλληλοβοήθειας μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Χάρη σε αυτή τη προσέγγιση, ο Κροπότκιν εφοδίασε τον αναρχισμό με μια αντίληψη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που δεν ήταν καθαρά προμηθεϊκή και μηδενιστική: από τη στιγμή που θα κατέρρεαν οι θεσμοί της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας, το κράτος και το κεφάλαιο, η ανθρωπότητα δεν θα ήταν υποχρεωμένη να οικοδομήσει την αναρχία πάνω σε ένα σωρό ερειπίων.
Σύγχρονοι κληρονόμοι του Κροπότκιν είναι στοχαστές, οι οποίοι σε διαφορετικό βαθμό έχουν αποδεχθεί τη νατουραλιστική ιδέα της ελευθερίας (δηλαδή, ότι το σχέδιο της αναρχικής κοινότητας είναι ήδη εγγεγραμμένο εν μέρει στην ιστορία της φύσης και της κοινωνίας), και μπορούν νομίμως να θεωρηθούν οι συγγραφείς με τους οποίους ασχολούμαι εδώ βαθύτερα: ο Κόλιν Γουώρντ και ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν. Αυτό που συνδέει τις σκέψεις των δύο στοχαστών είναι το γεγονός ότι αφαιρούν από τον κροποτνικό κοινοτισμό τα πιο έντονα επιστημονιστικά και θετικιστικά στοιχεία του και ότι επανεπεξεργάζονται τον κοινοτισμό μέσα σε μια προοπτική κοινωνικής μεταβολής, που οπωσδήποτε συνεχίζει να είναι ριζοσπαστική, αλλά δεν θεμελιώνεται πλέον πάνω στην ιδέα της κοινωνικής εξέγερσης. Η ανάπτυξη του κοινοτικού και ελευθεριακού προτάγματος συνυφαίνεται, στις αναλύσεις αυτών των δύο συγγραφέων, με ένα στοχασμό πάνω στην κρίση των επαναστατικών στρατηγικών και πάνω στη σχέση του αναρχισμού με τη δημοκρατία.
Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΙΝ ΓΟΥΩΡΝΤ.
O Κόλιν Γουώρντ (γεννήθηκε το 1924) είναι μία ξεχωριστή μορφή της σύγχρονης ελευθεριακής κουλτούρας: η προσοχή του είναι διαρκώς στραμμένη περισσότερο σε «προβλήματα που ενώνουν τους ανθρώπους, όπως η ανάγκη της κατοικίας, της διατροφής και η παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών», παρά «στα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα που απασχολούν πολλούς άλλους, όπως η φύση και ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης». Αυτή η ενασχόληση τον έχει κάνει γνωστό σε ένα κοινό ετερογενές και πολύ ευρύτερο από το σύνηθες κοινό των πολιτικών ομάδων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Ο Άγγλος αναρχικός, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάπτυξη μέσα στην κοινωνία των κοινοτικών στοιχείων της συνεργασίας, της αλληλοβοήθειας, της «αυτονομίας», των «δομικών» μεταβολών που επιτελούνται στην πολιτική σφαίρα, επαναφέρει και αναπροσαρμόζει στην κοινωνία της εποχής του την ανάλυση που είχε χαρακτηρίσει μεγάλο μέρος των έργων του Κροπότκιν, του οποίου ο Γουώρντ υπήρξε ένας από τους πιο προσεχτικούς και πιο καταρτισμένους σύγχρονους αναγνώστες. Αυτό που τον διαφοροποιεί από τον Κροπότκιν είναι μια μικρότερη αισιοδοξία για το ρόλο της επιστήμης και μια μικρότερη πίστη στην αναγκαιότητα, στη δυνατότητα και στην επιθυμία ακόμα μιας πολιτικής μεταβολής επαναστατικού τύπου: «Η τελική μάχη -υπογραμμίζει ο Γουώρντ- δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο μια σειρά αγώνων σε πολλά μέτωπα». Στην πραγματικότητα, «ελευθερία και εξουσία βρίσκονται πάντοτε σε αγώνα μεταξύ τους», γι'αυτό είναι αναγκαίο να σκεφτούμε μια «ιδέα της ελευθερίας και του ρόλου του αναρχισμού διαφορετική από εκείνη που παραπέμπει όλες τις λύσεις στην έλευση μιας υποθετικής ελεύθερης κοινωνίας».
Αντιθέτως, ο Γουώρντ, συμφωνώντας με τον Κροπότκιν, υποστηρίζει ότι ο αναρχισμός μπορεί να ανανεωθεί όχι μόνο και όχι τόσο με βάση το πολιτικό κίνημα που παραπέμπει ρητά και συνειδητά στην ελευθεριακή ιδεολογία, αλλά κυρίως με βάση «συγκεκριμένα παραδείγματα τάσεων ήδη ενεργών, που συνυπάρχουν δίπλα από τις εξουσιαστικές κοινωνικές αντιλήψεις και δομές, οι οποίες παραμένουν προς το παρόν πλειοψηφικές. Το ουσιαστικό ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι να αποφασίσουμε εάν η αναρχία είναι ή όχι δυνατή, αλλά κυρίως εάν είναι δυνατή η διεύρυνση του πεδίου δράσεως και επιρροής των ελευθεριακών μεθόδων, μέχρι που να καταστούν κοινά κριτήρια με τα οποία οι άνθρωποι οργανώνουν τη συμβίωσή τους». Είναι αλήθεια ότι, εάν κρίνουμε τον αναρχισμό υπό το φως των πολιτικών συνεπειών που είχε η ιστορία του των 100-150 χρόνων, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε τη «χρεοκοπία» του. Ωστόσο, εάν αντίθετα παρατηρήσουμε την επίμονη παρουσία της ελευθεριακής και κοινοτικής αρχής της αλληλοβοήθειας στην καθημερινή ζωή των σύγχρονων κοινωνιών, δεν μπορούμε να μη συμφωνήσουμε στο ότι ο αναρχισμός, ως μέθοδος ζωής και κοινωνικής οργάνωσης, είναι, ακόμα και σήμερα, μια λειτουργική αρχή μέσα στην κοινωνία: «Στην καθημερινή ζωή, η κοινωνία μπορεί να προοδεύει μόνο δυνάμει της εθελοντικής συνένωσης και της αλληλοβοήθειας», και η χρεοκοπία του κρατικού σοσιαλισμού, τόσο στην επαναστατική και λενινιστική εκδοχή του όσο στη ρεφορμιστική και σοσιαλδημοκρατική, έχει επαναφέρει στην επικαιρότητα τον αναρχισμό, ο οποίος ανέκαθεν ήταν «η αγνοημένη συνείδηση της αριστερής πολιτικής».
«Εάν ο σοσιαλισμός είναι σε κρίση», αναφέρει ο Γουώρντ, αυτό συμβαίνει «ακριβώς επειδή το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα προσανατολίστηκε προς τη διεύρυνση της κρατικής εξουσίας και όχι προς τον περιορισμό της». Η χρεοκοπία σε πλανητική κλίμακα της μαρξιστικής ιδεολογίας και γενικότερα του κρατικού πνεύματος του σοσιαλισμού είχε ως μία από τις πιο πρόσφατες συνέπειές της την αναβίωση του φιλελευθερισμού, που διαβρώνει προοδευτικά όχι μόνο τις εδώ και δεκαετίες κοινωνικές κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων, αλλά και την ίδια την ιδέα της δημόσιας υπηρεσίας.
ΤΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Η σκέψη του Γουώρντ επικεντρώνεται ιδιαιτέρως στην «αγγλική περίπτωση», που την θεωρεί, και όχι άδικα, παραδειγματική: η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε, στην πραγματικότητα, η πρώτη χώρα στην οποία αναπτύχθηκε το κοινωνικό κράτος και συγχρόνως το πρώτο έθνος όπου εισήλθε σε κρίση. Στην πραγματικότητα, γράφει ο Γουώρντ, η ιδέα της κοινωνικής υπηρεσίας πέθανε, παραδόξως, την ίδια στιγμή που γεννήθηκε το Κράτος Πρόνοιας, αφού «το πελώριο δίκτυο των κοινωνικών και οικονομικών πρωτοβουλιών, που βασιζόταν στην αυτοστήριξη και στην αλληλοβοήθεια», δημιουργημένο εκ του μηδενός από την εργατική τάξη, κατά το τέλος του 19 ου αιώνα, διαλύθηκε από την εθνικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών που προώθησε το Εργατικό Κόμμα.. «Πώς μπόρεσαν οι βρετανοί σοσιαλιστές -αναρωτιέται ο Άγγλος αναρχικός- να επιτρέψουν στη δεξιά να οικειοποιηθεί μία τέτοια κληρονομιά, δεδομένου ότι είναι αυτή, και όχι το κράτος ή η γραφειοκρατία, που προσδίδει συνοχή στην ανθρώπινη κοινωνία;» Το γεγονός είναι ότι η αριστερά, και όχι μόνο η αγγλική, έχει «εκχωρήσει την κοινωνική επινοητικότητα μόνο στην ιδέα του κράτους», έτσι που η πλούσια και πολύμορφη αυτοδιαχειριστική παράδοση, η οποία αναπτύχθηκε από το εργατικό κίνημα και από τις λαϊκές τάξεις, «έσβησε ελλείψει ιδεολογικού οξυγόνου».
Εάν, κατά την εξέταση του ιστορικού παρόντος, η ιστορική ανάλυση δεν επιτρέπει μεγάλες ελπίδες, κατά την «πρόβλεψη» του μέλλοντος, ο Γουώρντ εμφανίζεται σχετικά αισιόδοξος. Πράγματι, «έχοντας παρατηρήσει τις ποικίλες αλληλοδιαδεχόμενες μόδες στην πορεία του χρόνου, γνωρίζουμε ότι η ευαγγελική φάση της σημερινής λατρείας της αγοράς δεν είναι προορισμένη να διαρκέσει. Τον 21 ο αιώνα, ο λαός θα πρέπει να επινοήσει τις εναλλακτικές λύσεις, όπως έκανε τον 19 ο αιώνα. Μία από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις θα είναι αναμφιβόλως ο αναρχισμός».
Η ελευθεριακή σκέψη οφείλει να επαναδιατυπώσει ένα κοινοτικό πρόταγμα, έτσι ώστε «ο έλεγχος της κοινότητας, εάν και όταν καταστεί αποτελεσματικός, να αποτελέσει μια συντριπτική πρόκληση όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά και για τους διαχειριστές του κεφαλαίου και της οικονομίας». Ο «νέος» αναρχισμός οφείλει να στηρίξει τη «συλλογική δράση ως εναλλακτική λύση απέναντι στην ιδιωτικοποίηση ή στην κρατική ρύθμιση». Η κοινοτική ιδέα του αναρχισμού θα μπορέσει να έχει μια πραγματική δυνατότητα εφαρμογής σε ευρεία κλίμακα, μόνο στο μέτρο που τα νέα αντιφιλελεύθερα κινήματα θα είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα δόγματα της αριστεράς του κράτους: «Είναι πέραν κάθε αμφισβητήσεως, ότι τον επόμενο αιώνα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας πρέπει να επανεξεταστούν, προκειμένου να δημιουργηθεί μία κοινωνία πρόνοιας πάνω στα ερείπια του κράτους πρόνοιας». Η εναλλακτική λύση της αριστεράς απέναντι στην κρίση του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί λοιπόν παρά να προέλθει από μία σύγχρονη ανάγνωση της κοινοτικής παράδοσης του αναρχισμού: η «κοινωνία της πρόνοιας», όπως την αποκαλεί ο Γουώρντ, οφείλει να είναι αποκεντρωμένη και οργανωμένη πάνω σε συνομοσπονδιακές βάσεις.
Όπως ο Προυντόν, ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν είχαν ασκήσει κριτική, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19 ου αιώνα, στη συγκρότηση της εθνικής ενότητας με βάση την εξουσία του κράτους, αντιπαραθέτοντας σ'αυτήν την ιεραρχική και πυραμιδοειδή πολιτική δομή ένα μοντέλο εθελούσιας και οριζόντιας ένωσης των κοινοτήτων και των περιφερειών, έτσι και ο Γουώρντ σήμερα, παρατηρώντας τα κριτήρια που υιοθετούνται για την επίτευξη της ευρωπαϊκής ενότητας, αντιπαραθέτει το ίδιο μοντέλο ως εναλλακτική λύση στην Ευρώπη που στηρίζεται στην εξουσία των κρατικών γραφειοκρατιών και των χρηματιστικών κύκλων: «Οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πέτυχαν να θέσουν τέλος στους παλιούς εθνικούς ανταγωνισμούς και να καταστήσουν αδιανόητο κάθε μελλοντικό πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, αλλά είμαστε ακόμα μακριά από μια Ευρώπη των περιφερειών». «Είναι η διαφορετικότητα και όχι η ενότητα», υποστηρίζει, «που μπορεί να δημιουργήσει τον τύπο της κοινωνίας, όπου μπορούμε να βρούμε την επίλυση των προβλημάτων μας». Η Ευρώπη των περιφερειών δεν είναι πλέον ένας αποκλειστικός στόχος του αναρχισμού: πολλοί συμφωνούν πλέον ότι «το κράτος-έθνος είναι ένα φαινόμενο που διαρκεί από τον 17 ο μέχρι τον 19 ο αιώνα και ότι κατά τον 21 ο αιώνα δεν θα έχει πια έναν κεντρικό ρόλο». Η κοινωνία δεν έχει καθόλου ανάγκη το κράτος· ούτε, από την άλλη πλευρά, η κρατική δομή πρέπει να αναμειγνύεται στις κοινωνικές λειτουργίες, όπως συνέβη κατά τον 20 ο αιώνα.
ΑΡΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ
Σε όσους ασκούν κριτική στην ελευθεριακή εναλλακτική λύση, ο Γουώρντ αντιτείνει ότι «από τη στιγμή που υπάρχει μια κοινή ανάγκη, τα άτομα είναι σε θέση, με τον αυτοσχεδιασμό, με την εμπειρία τους, ακόμα και με τα λάθη τους, να δημιουργήσουν τις συνθήκες για τη συστηματική ικανοποίησή της· και ότι η τάξη που εξασφαλίζεται με αυτόν τον τρόπο είναι πολύ πιο ανθεκτική και λειτουργική από κάθε άλλη που επιβάλλεται από μια εξωτερική εξουσία». Η αληθινή αρμονία, πράγματι, «δημιουργείται από την πολυπλοκότητα και όχι από την αδιαφοροποίητη ενότητα».
Τα πιο ευφυή πρωτοπόρα κινήματα των τελευταίων τριάντα χρόνων κινήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση, απαιτώντας την αποδυνάμωση των μεγάλων κρατικών δομών, που δεν έχουν ανταποκριθεί με ικανοποιητικό τρόπο στην ανάγκη αρωγής των ανθρώπων, και προτείνοντας «μικρές ενότητες, ενσωματωμένες στο κοινωνικό πλαίσιο και θεμελιωμένες με βάση τα κριτήρια της αυτάρκειας και της αλληλοβοήθειας».
Από τις ομάδες που υποστηρίζουν μία αντιψυχιατρική προσέγγιση μέχρι τους οπαδούς του διαχωρισμού των ορφανοτροφείων σε μικρές ομάδες αλληλοβοήθειας, από αυτούς που προωθούν την απο-ιδρυματοποίηση των ασύλων μέχρι τα κινήματα που έχουν προτείνει μια διαφορετική αντιμετώπιση του προβλήματος της εγκληματικότητας, που είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη των δομών της φυλακής, ο Γουώρντ προσπαθεί να δείξει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών, όχι αναγκαστικά πολιτικοποιημένων και έχοντας συχνά πλήρη άγνοια των ελευθεριακών ιδεών, οργανώνεται εφαρμόζοντας εναλλακτικές μεθόδους (και συχνά, στην πραγματικότητα, αναρχικές) στην επίλυση των προβλημάτων που ταλαιπωρούν τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας: «Ο πολλαπλασιασμός των οργανώσεων αλληλοβοήθειας μεταξύ των ανέργων, των ασθενών, των περιθωριοποιημένων αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό μοχλό για το μετασχηματισμό του κράτους πρόνοιας σε μια κοινωνία αλληλοβοήθειας, για τη δημιουργία μιας κοινοτικής αρωγής σε μια υπεύθυνη κοινότητα».
Στην πορεία του πολύχρονου πνευματικού αγώνα του, ο Άγγλος αναρχικός έχει ασχοληθεί πολλές φορές με το πρόβλημα της κατοικίας. Το κατοικείν, άλλωστε, είναι μία από τις θεμελιώδεις ανάγκες των ατόμων. Σχετικά με αυτό το πρόβλημα μπορούμε να παρατηρήσουμε, από τη μια, ότι κατά τους τελευταίους αιώνες το κράτος μπόρεσε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική και καθολική ικανοποίηση αυτής της πρωταρχικής ανάγκης, ενώ από την άλλη το τμήμα της κοινωνίας χωρίς κατοικία αναζήτησε και συχνά βρήκε αυθεντικές λύσεις, βασισμένες, ακόμα μια φορά, στην αλληλοβοήθεια και στην άμεση δράση, για να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή. Η ανάλυση του Γουώρντ, σχετικά με αυτό το πρόβλημα της κατοικίας, τοποθετείται μέσα σε ένα ιδιαιτέρως γόνιμο ρεύμα της ελευθεριακής σκέψης, από το οποίο άλλωστε ο ίδιος ο Γουώρντ αντλεί, προσφεύγοντας συχνά στις εργασίες των Κροπότκιν, Ελιζέ Ρεκλύ, Geddes , Μάμφορντ, Howard , Goodman , Giancarlo De Carlo , John Turner , Μπούκτσιν.
Η ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ.
Το γεγονός ότι οι πόλεις, κυρίως τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, βρίσκονται σήμερα σε αποσύνθεση αποτελεί μια τραγική πραγματικότητα, αναγνωρισμένη πλέον από όλους. Αντιθέτως, εκείνο που πολλοί διστάζουν να σκεφτούν, υπογραμμίζει ο Γουώρντ, είναι το γεγονός ότι η κρίση της πόλης έχει δημιουργηθεί από τους κερδοσκόπους της οικοδομής και από τους γραφειοκράτες του εδαφικού σχεδιασμού· αυτοί έχουν πράγματι αναδομήσει τις πόλεις, με μοναδικό στόχο την ικανοποίηση των αναγκών των διευθυντικών οικονομικών και χρηματιστηριακών κατηγοριών του πληθυσμού: «Όπως είναι σήμερα ξεκάθαρο σε όλους, η «αναδόμηση του αστικού χώρου»σήμανε στην πράξη τον αποκλεισμό από τις πόλεις των φτωχών στρωμάτων, με την επακόλουθη διάλυση της παραδοσιακής κουλτούρας των εργαζόμενων τάξεων της πόλης». Οι σύγχρονες πόλεις «αναδομήθηκαν με βάση το συμφέρον των διευθυντικών τάξεων» και «οι γνώμες των φτωχών κατοίκων αφέθηκαν σκοπίμως έξω από τους υπολογισμούς της επιλεχθείσας πολιτικής». Η σχεδιοποίηση, αντιθέτως, θα έπρεπε να είναι «μία πλευρά των δραστηριοτήτων των κοινών πολιτών και όχι μία υπόθεση των ειδικών επαγγελματιών». Αν παρατηρήσουμε καλά, γράφει ο Γουώρντ, το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων αστικών περιοχών του κόσμου αποτελείται όχι από μία αλλά από δύο πόλεις, μία των πλουσίων και μία των φτωχών: «Κάθε πόλη του αναπτυγμένου κόσμου φέρει εντός της μία πόλη του τρίτου κόσμου, με υποσιτισμό, παιδική θνησιμότητα, αστέγους και ανέργους. Και αντιστρόφως, κάθε πόλη του Τρίτου Κόσμου φέρει εντός της μία αναπτυγμένη πόλη, με υψηλή τεχνολογία, υψηλή μόδα και υψηλή οικονομία». Από μια ελευθεριακή οπτική γωνία είναι ιδιαιτέρως παρηγορητικό να παρατηρήσουμε ότι στις πόλεις των φτωχών οι κάτοικοι, εφαρμόζοντας την αρχή της αλληλοβοήθειας, προσπάθησαν να αυτοοργανώσουν τις υπηρεσίες με τα λίγα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Σε πολλές πόλεις του Τρίτου Κόσμου, υπάρχει στο εσωτερικό των μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών, μία πόλη που αποτελείται από «αόρατους» πολίτες. «Η γιγαντιαία διαδικασία της αστικοποίησης, που ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, οδήγησε στην αύξηση των τεράστιων περιφερειακών οικισμών, γύρω από τα προϋπάρχοντα αστικά κέντρα: πρόκειται για πραγματικές και παράνομες πόλεις, «που ονομάζονται colonias proletarias στο Μεξικό, barriadas στο Περού, gourbivilles στην Τυνησία, bustees στην Ινδία, gecekondu στην Τουρκία, ranchos στη Βενεζουέλα». Σ'αυτούς τους αυθαίρετους αστικούς οικισμούς, χάρη στην αλληλοβοήθεια, οι κάτοικοι έμαθαν να αντιμετωπίζουν την αθλιότητα, δημιουργώντας πολιτικές και διοικητικές δομές και αυτοδιαχειριζόμενες υπηρεσίες.
Στις αναπτυγμένες χώρες, είναι πολύ πιο δύσκολο να πραγματοποιηθούν αυτές οι κοινοτικές πρακτικές: ενώ πράγματι οι φτωχοί των χωρών του Τρίτου Κόσμου μπορούν «να ενεργούν με αναρχικό τρόπο, επειδή δεν υπάρχουν εξουσίες που να μπορούν να τους εμποδίσουν», στις βιομηχανικές χώρες «κάθε κομμάτι γης είναι ιδιοκτησία κάποιου, ο οποίος έχει εξ ολοκλήρου με το μέρος του το νόμο και την αστυνομία». Οι οικοδομικοί κανονισμοί και η πολεοδομική νομοθεσία εφαρμόζονται με αυστηρό τρόπο, εκτός και εάν πρόκειται για τους εργολάβους, που μπορούν να πληρώνουν αρχιτέκτονες και μεσάζοντες αρκετά καπάτσους να τους παρακάμπτουν ή που μπορούν να έρχονται σε συμφωνίες με τις αρχές». Ωστόσο, κάτι μπορεί να γίνει ακόμα και στις πλούσιες χώρες του κόσμου: «Υπάρχουν ήδη, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στη Μεγάλη Βρετανία, παραδείγματα ομάδων πολιτών. που προώθησαν δικά τους σχέδια κατασκευής κατοικιών, εξίσου πραγματοποιήσιμα με εκείνα των τοπικών αρχών, τα οποία ανταποκρίνονται όμως πολύ περισσότερο στις ανάγκες των παραληπτών και που μάλιστα, μέσα στις σημερινές συνθήκες, εξασφάλισαν και χρηματοδοτήσεις». Η Μεγάλη Βρετανία έχει στη σύγχρονη εποχή μια σημαντική παράδοση αυτοδιαχείρισης και αλληλοβοήθειας στον τομέα της κατασκευής και της κατάληψης σπιτιών: από τους οικισμούς στην κοινοτική ή στην ακαλλιέργητη γη, κατά τον 18ο και τον 20ό αιώνα, την εξαγορά εδαφών και την ανακατασκευή της περιοχής σύμφωνα με τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, μέχρι το φαινόμενο των καταλήψεων των αστέγων, στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Τα τελευταία χρόνια, τέλος, δόθηκαν σπίτια ως αποτέλεσμα της σθεναρής αντίστασης των κατοίκων των λαϊκών γειτονιών, κάτι που ήταν η καλύτερη απάντηση στις προσπάθειες εκδίωξής τους, η οποία επιδιώχθηκε από τους κερδοσκόπους των οικοδομικών κατασκευών.
Ο Γουώρντ θεωρεί ότι είναι δυνατό να επεκτείνουμε αυτές τις κοινοτικές πρακτικές σε ευρείς τομείς της κοινωνίας: Η συγκεκριμένη σχεδιοποίηση μιας περιοχής προϋποθέτει ένα σχέδιο σοβαρό, πειραματικό και ευλύγιστο, που θέτει ως βασική αρχή του κατοικείν τον έλεγχο των κατοίκων και προϋποθέτει, επιπλέον, ότι ο ενοικιαστής έχει πρόσβαση σε ένα πράσινο χώρο που μπορεί να χρησιμοποιείται ως κήπος ή ως χώρος παιχνιδιού για τα παιδιά ή για εργασιακή-καλλιεργητική δραστηριότητα». Αυτή η ιδέα, παρατηρεί ο Γουώρντ, επιβεβαιώθηκε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά: «Είναι αλήθεια ότι οι συνεταιρισμοί κατασκευής κατοικιών, που αποτελούν τη μεταφορά στην πράξη αυτής της ιδέας, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτοι στη Μεγάλη Βρετανία το 1970, ενώ σήμερα, το 1989, υπολογίζονται σε μία εκατοντάδα».
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός, συνεπώς, δεν είναι μια αρχή εφαρμόσιμη μόνο στο πλαίσιο της αστικής σχεδιοποίησης. Για το Γουώρντ, θα πρέπει να καταστεί ένα ρυθμιστικό κριτήριο της κοινωνικής ζωής, από τη βιομηχανική παραγωγή και τη διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μέχρι τη συμπερίληψη του σημαντικού τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης (την οποία ο Άγγλος αναρχικός, αντλώντας από την παράδοση της αντιαυταρχικής σκέψης που προωθήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια από τον Πωλ Γκούντμαν, τον Ιβάν Ίλιτς και τον Πάουλο Φρέιρε, σκέπτεται με τους όρους της απο-σχολειοποίησης), καθώς και του εξίσου σημαντικού τομέα των μεταφορών. Σχετικά με αυτόν τον τελευταίο τομέα, η λύση του Γουώρντ συνίσταται στην πραγμάτωση της κοινοτικής ιδέας: είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα αποκεντρωμένο και αυτοδιαχειριζόμενο από τους εργαζόμενους εκτεταμένο σύστημα δημόσιων μεταφορών (τρένα, τραμ, υπόγειος σιδηρόδρομος), προκειμένου να φτάσουμε σε μία κοινωνία μετά-το-αυτοκίνητο, τη στιγμή ακριβώς που η μαζική χρήση των αυτοκινήτων έχει πλέον ένα πελώριο κόστος (ανθρώπινο, ενεργειακό και περιβαλλοντικό), ενώ έχει καταλήξει να αποτελεί, παραδόξως, το κύριο εμπόδιο της ελευθερίας του κινείσθαι των ατόμων.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ.
Το οικο-κοινοτικό όραμα του Γουώρντ αναπτύχθηκε και εμβαθύνθηκε από τον Αμερικάνο Μπούκτσιν (γεννήθηκε το 1921), ένα σημαντικό σύγχρονο θεωρητικό της οικολογίας και έναν από τους πιο αυθεντικούς ελευθεριακούς στοχαστές του δεύτερου ημίσεως του 20 ου αιώνα. Από το 1962, χρονιά που δημοσίευσε το πρώτο οργανικό έργο του για το οικολογικό ζήτημα με τον τίτλοΤο συνθετικό περιβάλλον μα ς, ο Μπούκτσιν μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή την περιβαλλοντική καταστροφή, αποδίδοντάς της εκείνη τη σπουδαιότητα που μόνο κατά τα επόμενα χρόνια αναγνωρίστηκε από την παγκόσμια κοινή γνώμη. Γι'αυτό, δεν είναι παράτολμο να υποστηρίξουμε ότι οι αρχικές απόψεις της κοινωνικής οικολογίας , του φιλοσοφικο-πολιτικού ρεύματος που θεμελιώθηκε από τον Μπούκτσιν αποτέλεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες δημιουργήθηκε, εν συνεχεία, το πράσινο κίνημα σε παγκόσμια κλίμακα.
Η ιδιαιτερότητα της κοινωνικής οικολογίας σε σχέση με τις σύγχρονες περιβαλλοντικές φιλοσοφίες έγκειται στο γεγονός ότι εντοπίζει την πρωταρχική αιτία της οικολογικής καταστροφής στην ιεραρχική δομή της κοινωνίας, ενώ αντιθέτως οι δεύτερες αποτελούν αντανάκλαση μιας «εργαλειακής ή τεχνικής ευαισθησίας, που θεωρεί τη φύση ένα απλό παθητικό περιβάλλον». «Στην πραγματικότητα, ο περιβαλλοντισμός περιορίζεται σε μια απλή περιβαλλοντική μηχανική» και θεωρεί επαρκή μια κατάλληλη κρατική και ρεφορμιστική πολιτική για την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλεί στο περιβάλλον ο τεχνολογικός πολιτισμός. Για τον Μπούκτσιν, αντιθέτως, «κανένα από τα βασικά οικολογικά προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς μια βαθιά κοινωνική μεταβολή», από τη στιγμή που η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση εκπηγάζει από την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο: «ο καπιταλισμός δεν μπορεί να «πιεσθεί» να θέσει φρένο στην ανάπτυξή του, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να «πείσουμε» ένα ανθρώπινο ον να σταματήσει να αναπνέει. Οι προσπάθειες να δημιουργηθεί ένας «πράσινος» ή «οικολογικός» καπιταλισμός είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του συστήματος, που είναι ένα σύστημα συνεχούς ανάπτυξης».
Για να δημιουργήσουμε μια οικολογική κοινωνία είναι συνεπώς απαραίτητο να θέσουμε τέλος στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Αυτή η λύση είναι δυνατή, από τη στιγμή που οι ανθρώπινοι θεσμοί που θεμελιώνονται στη σχέση προσταγής και υπακοής δεν είναι καθόλου φυσικοί ή αναγκαίοι: η ιστορική καταγωγή της κυριαρχίας πρέπει να αναχθεί στη νεολιθική εποχή, όταν η ανάδυση της ιεραρχίας διέβρωσε προοδευτικά τις αρχές της κοινοτικής συνεργασίας και της κοινωνικής ισότητας, που για αιώνες είχαν χαρακτηρίσει τις πρώτες ανθρώπινες κοινότητες, που ονομάζονται από τον Μπούκτσιν οργανικές κοινωνίες, ακριβώς επειδή είχαν δημιουργήσει μια σχέση αμοιβαιότητας, σεβασμού και συμβίωσης ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση.
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΥΣΗ.
Απορρίπτοντας, σε συμφωνία με τις έρευνες του Πιέρ Κλαστρ, του ελευθεριακού μαθητή του Κλωντ Λεβί-Στρως, κάθε προσπάθεια να αποδοθεί η ανάδυση της κυριαρχίας μέσα στην ιστορία σε απλούς οικονομικούς παράγοντες, θέση που υποστηρίζεται τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική σκέψη, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο προηγήθηκε και αποτέλεσε τη βάση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση: «Δεν είναι η ανάγκη για πλεόνασμα υλικού πλούτου που δημιουργεί τις ιεραρχίες και τις κυρίαρχες τάξεις· αντιθέτως, είναι οι ιεραρχίες και οι κυρίαρχες τάξεις που δημιουργούν τα τεράστια πλεονάσματα του υλικού πλούτου». Η ιεραρχική διάκριση δεν δημιουργήθηκε απλώς από την ανάγκη να ξεπεραστεί το χαμηλό επίπεδο οικονομίας που χαρακτήριζε τις άγριες κοινωνίες: ήταν αντιθέτως «οι ιεραρχίες με βάση την ηλικία και το φύλο και οι ημι-θρησκευτικές και ημι-πολιτικές ανάγκες που δημιούργησαν την εξουσία και εκείνες τις υλικές σχέσεις που προκάλεσαν το σχηματισμό των τάξεων».
Η ανάδυση, μέσα στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινότητας, της ιεραρχίας, δηλαδή των «παραδοσιακών πολιτισμικών και ψυχολογικών συστημάτων της προσταγής και της υπακοής» (η κυριαρχία του ηλικιωμένου πάνω στο νέο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, μίας εθνικής ομάδας πάνω στην άλλη, της πόλης πάνω στην ύπαιθρο, του μυαλού πάνω στο σώμα, μιας επίπεδης εργαλειακής ορθολογικότητας πάνω στο πνεύμα, της κοινωνίας και της τεχνολογίας πάνω στη φύση) είναι λοιπόν προγενέστερη της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις και της συγκρότησης των κρατικών δομών. Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία εδραιώθηκε αρχικά πάνω στις βιολογικές διαφορές που υπήρχαν στις οργανικές κοινωνίες μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων, καθώς και μεταξύ των εμβρυωδών μορφών επικοινωνίας με το θείο (οι Σαμάνοι) και της υπόλοιπης κοινωνίας. Έτσι, διαμορφώθηκαν οι πρώτες κυρίαρχες κάστες, και αυτές οι κοινωνικές ομάδες εξέφρασαν, κατά την πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας, την τριλογία της πρωταρχικής κυριαρχίας, που προοδευτικά, αργότερα, συγκροτήθηκε στις θεσμισμένες καταστάσεις του στρατού, του κράτους και του κλήρου. H προοδευτική παρακμή των αξιών και των πρακτικών της αλληλεγγύης των οργανικών κοινωνιών συμβάδισε με την αρχή εκείνου που, με μια ρουσωική έκφραση, ο Μπούκτσιν ονόμασε «μακρύ χειμώνα της κυριαρχίας και της καταπίεσης, που κοινώς είναι γνωστός ως πολιτισμός».
Η αποκρυστάλλωση της κυριαρχίας, συνεπώς, κατά τον Μπούκτσιν, δεν έλαβε χώρα μόνο στο υλικό επίπεδο, με τη γέννηση της πόλης, του κράτους, μιας εξουσιαστικής τεχνικής και μιας υψηλά οργανωμένης οικονομίας της αγοράς· η εδραίωση του μονοπωλίου της δύναμης «εκφράστηκε με την εμφάνιση ενός αισθήματος και ενός συνόλου καταπιεστικών αξιών, που οργάνωσαν ψυχολογικά ολόκληρο το βασίλειο της εμπειρίας, κατά μήκος των γραμμών της προσταγής και της υπακοής». Πρόκειται για αυτό που ο Αμερικάνος στοχαστής ονομάζει επιστημολογίες της κυριαρχίας , στις οποίες αφιερώνει κάποιες από τις καλύτερες σελίδες του πιο σημαντικού έργου του, Η Οικολογία της Ελευθερίας , που δεν είναι τυχαίο ότι φέρει τον υπότιτλο Ανάδυση και Αποσύνθεση της ιεραρχίας . Από τη μια πλευρά, αυτές προώθησαν «την ανάπτυξη της κυριαρχίας και μιας εγωιστικής ηθικής στους κόλπους των κυρίαρχων ομάδων της κοινωνίας»· από την άλλη, «τροφοδότησαν τους κυριαρχούμενους με ένα ψυχικό μηχανισμό βασισμένο πάνω στην έννοια της ενοχής και της παραίτησης». Στην πραγματικότητα, το κράτος «δεν είναι απλά ένα σύνολο εξαναγκαστικών και γραφειοκρατικών θεσμών. Αποτελεί επίσης και μια διανοητική κατάσταση, μια ενσταλαγμένη νοοτροπία που διευθετεί την πραγματικότητα ... Χωρίς ένα υψηλό βαθμό συνεργασίας των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας, η εξουσία του θα εξαφανιζόταν». Οι επιστημολογίες της κυριαρχίας έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, κατά το τέλος του 15 ου αιώνα, όταν η εμφάνιση μιας νέας τάξης, της πρωτο-αστικής και εμπορικής, οδήγησε στη διάδοση των σαφώς αντι-αλληλέγγυων αξιών και μιας αυστηρά χρησιμοθηρικής αντίληψης για τη φύση. Έτσι, ο άνθρωπος ήταν «υποχρεωμένος» να καθυποτάξει τη φύση ως κυρίαρχος, προκειμένου να επιτύχει ένα υψηλό στάδιο προόδου και πολιτισμού.
ΧΙΛΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ .
Μολοντούτο, η γέννηση των επιστημολογιών της κυριαρχίας προκάλεσε, σύμφωνα με τον Αμερικάνο φιλόσοφο, την ανάπτυξη, από την αντίθετη πλευρά, των ιδεών της ελευθερίας και της ισότητας, αρχές που, για κάποιους αιώνες, ενσαρκώθηκαν από τα πολυάριθμα αιρετικά κινήματα, που αναδύθηκαν σε αντιπαράθεση με τις εκκλησιαστικές ιεραρχίες. «Από τον ύστερο Ρωμαϊκό κόσμο μέχρι το Διαφωτισμό, κάθε σημαντική ριζοσπαστική ιδέα εκφράστηκε με όρους του χριστιανικού δόγματος», και ο Μπούκτσιν φαίνεται να διαβλέπει στις χιλιαστικές εξεγέρσεις τούς προγόνους των μοντέρνων αναρχικών κινημάτων, παραχωρώντας έτσι την πρώτη θέση στις ρομαντικές και όχι στις διαφωτιστικές ρίζες του σοσιαλισμού. Εν συνεχεία, με την προοδευτική εκκοσμίκευση της κοινωνικής ζωής, οι κοινοτικές ιδέες απορροφήθηκαν από τη σοσιαλιστική σκέψη και το σοσιαλιστικό κίνημα, και ιδιαιτέρως από τον αναρχισμό. Από αυτές τις ιδέες εμπνέεται ξεκάθαρα ο Μπούκτσιν, μάλιστα σε τόσο μεγάλο βαθμό που η οικολογική σκέψη του είναι γνωστή ως οικο-αναρχισμός .
Η ελευθεριακή σκέψη, λοιπόν, οφείλει να επανεξεταστεί εις βάθος: «Οι κοινοτικές ιδέες που κατηύθυναν τους αναρχικούς στοχαστές», υποστηρίζει ο Μπούκτσιν, «πρέπει να επανακτηθούν στην ολότητά τους και να αναπτυχθούν στη μορφή του οικολογικού ανθρωπισμού, που θα ενσαρκώνει μια καινούργια ορθολογικότητα, μια καινούργια επιστήμη, μια καινούργια τεχνολογία». Για να δημιουργήσουμε μια οικολογική κοινωνία χρειάζεται να μεταβάλλουμε ριζικά το κοινωνικό φαντασιακό που μέχρι σήμερα έχει θεωρήσει τη φύση ως το «αμείλικτο βασίλειο της αναγκαιότητας». Αυτή η στερεοτυπική εικόνα, που συνδέει ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης της δυτικής σκέψης, υιοθετήθηκε και από τη σοσιαλιστική και από την αναρχική σκέψη, από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός, παρόμοια με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, επηρεάστηκε, βαθύτατα και εξ αρχής, από τη βιομηχανική και θετικιστική ιδεολογία του δευτέρου ημίσεως του 19 ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση υπήρξε η conditio sine qua nonτης κοινωνικής ανάπτυξης και της υλικής προόδου της ανθρωπότητας. Κάθε κοινωνία, υποστηρίζει ο Μπούκτσιν, «επεκτείνει στη φύση την ίδια τη αντίληψη που έχει για τον εαυτό της», από τη στιγμή που «ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε το φυσικό κόσμο καθορίζεται βαθύτατα από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κοινωνικό κόσμο».
Όπως είχε κάνει ο Κροπότκιν, έτσι και ο Μπούκτσιν, με τη διαφορά ότι αντικαθιστά την επιστημονική προσέγγιση θετικιστικού τύπου με μια φιλοσοφική μέθοδο, αναζητά το θεμέλιο του ελευθεριακού κοινοτισμού και της ίδιας της ηθικής της ελευθερίας στη φύση. Ο αναρχικός στοχαστής θεωρεί πράγματι ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι έχουν υποστηρίξει οι επιστημολογίες της κυριαρχίας, η φύση είναι το βασίλειο της εν δυνάμει ελευθερίας, από τη στιγμή που η Βούληση και η ανθρώπινη ελευθερία δεν είναι «ανεξάρτητες μέσα στη μοναδικότητά τους», αλλά έχουν «τη δική τους εξελικτική ιστορία μέσα στο πλαίσιο της φύσης». Η μηχανιστική φιλοσοφική παράδοση υπήρξε εκείνη που, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, έχει διαστρεβλώσει την ιδέα μας για τη φύση. Έτσι, το θεμελιώδες σφάλμα του Δαρβίνου συνίσταται στο ότι έδωσε «τη βαρύτητα στην καταγωγή των ειδών σύμφωνα με μια απομονωτική οπτική γωνία», χωρίς να εκτιμήσει σωστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτελέστηκε η εξελικτική διαδικασία. Ο Μπούκτσιν, αντιθέτως, έχει δείξει ότι η εξέλιξη δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά τα ξεχωριστά είδη, αλλά έχει να κάνει με ολόκληρη την οικοκοινότητα: «Κατ'αυτόν τον τρόπο, τα είδη μετέχουν στην ίδια την εξέλιξή τους ως ενεργά όντα, και ως εκ τούτου εμφανίζονται να έχουν συνείδηση της αυτοδιευθυνόμενης ελευθερίας τους, την οποία αρχίζουν να απολαμβάνουν μέσα στους κόλπους των φυσικών διαδικασιών». Επί τη βάσει αυτού του συλλογισμού, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι μπορεί να δείξει πωςη Βούληση και η ανθρώπινη λογική «δεν χαρακτηρίζουν μόνο την ανθρώπινη κατάσταση». Γεννιούνται από τις πάντοτε μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής που προσφέρονται από το σύνολο των εναλλακτικών δρόμων, που ανοίγονται από την ανάπτυξη των σύνθετων οικοκοινοτήτων και από την ανάπτυξη όλο και πιο σύνθετων νευρολογικών συστημάτων».
Η φύση και ο πολιτισμός συνδέονται ουσιαστικά, για τον Αμερικάνο στοχαστή, από ένα εγγενή στις εξελικτικές διαδικασίες λόγο (logos), ο οποίος, ξεκινώντας από τις μονοκύτταρες μορφές ζωής, φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Επιπλέον, ολοκληρώνοντας μια τολμηρή πνευματική διεργασία (και συζητήσιμη από ελευθεριακή οπτική γωνία), o Μπούκτσιν στρέφεται προς την επανάκτηση της διαλεκτικής σκέψης του Αριστοτέλη και της οργανιστικής θεωρίας του Χέγκελ, και θεωρεί ότι μπορούμε να εξηγήσουμε τη διαδικασία που οδηγεί από τη φύση στον πολιτισμό, από το απλό στο σύνθετο: στη συνεχή ανάπτυξη των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό των οικοκοινοτήτων, των ειδών και των περιβαλλόντων τους αντιστοιχεί μια συνεχή επέκταση των δυνατοτήτων επιλογής. Ως εκ τούτου, η εξέλιξη πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια ιστορική διαδικασία που εκδηλώνεται με τη συνεχή ανάπτυξη της ελευθερίας μέσα στο φυσικό κόσμο. Δεν υπάρχει λοιπόν μόνον ένας λόγος που συνδέει σε ένα continuum το φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο, αλλά η εξελικτική διαδικασία φανερώνει προοδευτικά ένα συγκεκριμένο τέλος ( telos ): ο σκοπός προς το οποίο τείνει η φύση είναι η ελευθερία. Η ανθρωπότητα (την οποία ο Μπούκτσιν, όπως και ο Ρεκλύ, ο γεωγράφος, αναρχικός, φίλος και οπαδός του Κροπότκιν, εκλαμβάνει ως τη «φύση που έχει συνείδηση του εαυτού της) εκφράζει, για τον Αμερικάνο φιλόσοφο, το αποκορύφωμα της εξελικτικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ο αυτοπροσδιορισμός και η υποκειμενικότητα, που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στο φυσικό κόσμο, πραγματώνονται, κατά ένα χεγκελιανό τρόπο, μέσα στην ανθρωπότητα, η οποία έτσι αποκτά πλήρη συνείδηση του εαυτού της: στο ανθρώπινο είδος ανατέθηκε από τον ίδιο το λόγο της φύσης το καθήκον να είναι οδηγός και εγγυητής της φυσικής εξέλιξης.
Αυτός ο ρόλος, που στις οργανικές κοινωνίες υπήρχε απλώς σε ασυνείδητο επίπεδο, παραμελήθηκε πλήρως εν συνεχεία, με την ανάπτυξη των κοινωνιών των θεμελιωμένων στην κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και πάνω στη φύση, μέχρι του σημείου να δημιουργείται σήμερα το δίλημμα: «Ή η ανθρωπότητα θα επιτελέσει μέσα στη βιόσφαιρα ένα ρόλο ηθικού φορέα» ή το ανθρώπινο είδος θα εισέλθει οριστικά στο δρόμο της καταστροφής. Πράγματι, ενώ η φύση εξελίχθηκε από το απλό προς το σύνθετο, η ανθρωπότητα έχει ανατρέψει το σχέδιο της εξέλιξης, εξαιτίας της καταστροφής του πλανήτη από τον καπιταλισμό και από το κρατικό πολιτικό σύστημα, που διαρκώς και συστηματικά εξαπλουστεύουν την οικοσυστημική ποικιλότητα.
Ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι η διαδικασία της εξαπλούστευσης, που τέθηκε σε κίνηση από την καπιταλιστική κοινωνία, δεν περιορίζεται στην οικολογική σφαίρα: η εξαπλούστευση είναι ένα πραγματικό και ιδιαίτερο «κοινωνικό φαινόμενο, που οι συνέπειές της, από ιστορικής απόψεως, είναι τόσο καταστρεπτικές όσο και οι επιπτώσεις της πάνω στο φυσικό κόσμο»: «Στερημένη από κάθε σημασία ή αξία, εκτός από τις ωμές «αξίες» της αγοράς και των μαζικών ομογενοποιημένων προϊόντων, η κοινωνία παρακολουθεί τη διάλυση των θεσμών που βασίζονται στην αμοιβαία συνεργασία, στην αλληλεγγύη, στην αυθόρμητη συνένωση, στη δημιουργικότητα, ακόμα και στην αγάπη και στη φιλία ... Ο καπιταλισμός, προκαλώντας τη διάλυση των ζωτικών μορφών κοινοτικής συνεργασίας, περιστρέφεται γύρω από το εγώ, απομονωμένο σον εαυτό του». Εάν, στο φιλοσοφικό επίπεδο, ο Μπούκτσιν καταλήγει λοιπόν να περιγράφει με όρους της Αποκάλυψης τις επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης που βασανίζει την εποχή μας, σε ένα πιο αυστηρά πολιτικό επίπεδο προτείνει μια μετριοπαθή πολιτική στρατηγική, θεμελιωμένη στη βαθμιαία μετάβαση από τις σημερινές καπιταλιστικές, ιεραρχικές και κρατικές κοινωνίες σε μια συνομοσπονδιακή, κοινοτική και οικολογική κοινωνία.
ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
Ο βαθμιαίος χαρακτήρας της πολιτικής στρατηγικής της κοινωνικής οικολογίας βασίζεται σε ανάλογες σκέψεις με εκείνες που παρατηρούμε στα γραπτά του Γουώρντ: η ιδέα μιας επανάστασης εξεγερτικού τύπου είναι πλέον ξεπερασμένη από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Επιπλέον, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι οι επαναστατικές στρατηγικές των διάφορων σοσιαλιστικών τάσεων θεμελιώθηκαν πάνω σε ένα θεωρητικό σφάλμα: την ψευδαίσθηση ότι η σφαίρα του πολιτικού, σε μια μετεπαναστατική κοινωνία, μπορεί να απορροφηθεί μέσα στη σφαίρα του κοινωνικού ή και απευθείας μέσα στη σφαίρα του οικονομικού, όπως πραπαγάνδιζαν για αιώνες τα αναρχοσυνδικαλιστικά κινήματα.
Με σκέψεις που μας παραπέμπουν ακόμα μια φορά στο Ρουσσώ, στη σαφή συνειδητοποίηση, χαρακτηριστική του στοχαστή της Γενεύης, τού ότι είναι αδύνατο να επαναφέρουμε το «αυθεντικό» μέσα στην ιστορία, ο Μπούκτσιν υποστηρίζει ότι η περιπλοκότητα της νεοτερικότητας καθιστά αβάσιμη οποιαδήποτε ρομαντική υπόθεση περί δημιουργίας, σήμερα, μιας οργανικής κοινωνίας. Αν δεν είναι ιστορικά και πολιτικά νοητή η ιδέα της συγχώνευσης σε μία και μοναδική σφαίρα των λειτουργιών, των σφαιρών που για αιώνες ήταν διαχωρισμένες, δηλαδή του πολιτικού, του κοινωνικού και του οικονομικού, είναι δυνατό και μάλιστα επιθυμητό να ανασυγκροτήσουμε, με μη αποξενωτικές μορφές, την πολιτική και την οικονομική σφαίρα, θέτοντάς τες υπό τον έλεγχο των πολιτών. Ένας τέτοιος στόχος χρειάζεται, πρώτα απ'όλα να προσδιορίσει, θεωρητικά και πρακτικά, έναν τόπο όπου το πολιτικό, διακρινόμενο από το κοινωνικό, μπορεί να χαρακτηρίζεται από ελευθεριακά χαρακτηριστικά. Ο Μπούκτσιν έχει θέσει επανειλημμένως, στην πορεία του χρόνου, αυτό το πρόβλημα, μέχρι που προσδιόρισε στην πόλη και στο δήμο το πλαίσιο όπου μπορεί να αναπτυχθεί μια ελευθεριακή δραστηριότητα, πολιτική αλλά όχι κρατική: «Εάν ο τόπος του ριζοσπαστικοποιημένου προλεταριάτου ήταν η φάμπρικα, ο τόπος του οικολογικού κινήματος» δεν μπορεί παρά να είναι «η κοινότητα: το διαμέρισμα, η πόλη, η κοινότητα».
Στην ιστορία πολλών χωρών, πράγματι, η σύγκρουση μεταξύ του κράτους και των τοπικών κοινοτήτων έχει προσλάβει μια τεράστια σημασία, ακόμα και από ελευθεριακή οπτική γωνία, όχι κατώτερη από τον ταξικό αγώνα, και η πόλη, σε πολλές ιστορικές καταστάσεις, έχει λειτουργήσει ως αντιεξουσία απέναντι στην κυριαρχία του κράτους. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι οι σημερινές πόλεις είναι υποβαθμισμένες και στερούνται εκείνου του κοινοτικού και συμμετοχικού πνεύματος που για αιώνες τις είχε χαρακτηρίσει. Η μεγαλούπολη αποτελεί το παράδειγμα μιας βαριά άρρωστης κοινωνίας^ μέσα σ'αυτήν, εκδηλώνεται η φιλοσοφία της συνεχούς και αμετάκλητης ανάπτυξης, της άγριας και ανταγωνιστικής συσσώρευσης, που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία: «Όλα τα στοιχεία της κοινωνίας υποτάσσονται σ'αυτή τη μεταβολή: στο βιομηχανικό και εμπορικό γιγαντισμό αντιστοιχεί ένας αστικός, πολιτικός και πολιτιστικός γιγαντισμός. Η κοινωνική ζωή προσλαμβάνει διαστάσεις τόσο απομακρυσμένες από την ανθρώπινη κλίμακα και από τον ανθρώπινο έλεγχο, που ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πλέον την κοινωνία ως κατοικία του».
Ωστόσο, ο ελευθεριακός κοινοτισμός, τείνοντας προς τη συνομοσπονδιακή και ελευθεριακή επαναθεμελίωση της πολιτικής, εκφράζει, μέχρι στιγμής, μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία για τη σύγχρονη παρουσία των αναρχικών ιδεών. Στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, η σύγκρουση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας φαίνεται να προσλαμβάνει την αντιπαράθεση των δύο τρόπων σύλληψης της πολιτικής: από τη μια, ως δραστηριότητα της γραφειοκρατικής κάστας των επαγγελματιών πολιτικών^ από την άλλη, ως άμεση συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ.
Από την πόλη, λοιπόν, πρέπει να ξεκινήσει, για τον Μπούκτσιν, η πολιτική και ηθική αναγέννηση της ανθρωπότητας, διότι αυτή υπήρξε ιστορικά ο προνομιούχος τόπος όπου ο πολιτισμός, εννοούμενος ως ανάπτυξη του πολιτικού σε διάκριση από το κοινωνικό, διαχωρίστηκε από τη φύση, δημιουργώντας εκείνες τις ρήξεις, που η εποχή μας οφείλει να αποκαταστήσει, εάν δεν θέλει να εξαφανιστεί. Προτού ο διαχωρισμός μεταξύ φύσης και πολιτισμού προσλάβει αυτές τις παθολογικές όψεις που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή, οι πόλεις, για αιώνες, αποτελούσαν το χώρο στον οποίον εκδηλώθηκε ένα πολιτικό, κοινοτικό και συνεργατικό αίσθημα, με έντονα ελευθεριακά χαρακτηριστικά. Από τις ελληνικές πόλεις στα χωριά των αγροτών, από τις μεσαιωνικές κοινότητες μέχρι τους ελεύθερους δήμους των πρώτων Ευρωπαίων κατοίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα κοινωνιών στις οποίες εκφράστηκε η συμμετοχική διάσταση της ελευθερίας και στις οποίες η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των πολιτών, που την ασκούσαν με άμεση μορφή.
Και είναι ακριβώς στην εγκαθίδρυση μιας άμεσης και ελευθεριακής δημοκρατίας που στοχεύει το πρόγραμμα της κοινωνικής οικολογίας: να διαβρώσουμε προοδευτικά την κυριαρχία των κρατών και των πολυεθνικών και να επαναφέρουμε την πολιτική και την οικονομική εξουσία στις πόλεις, όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε για αιώνες η δημοκρατία με μη αλλοτριωτικές μορφές. Η άμεση δημοκρατία, έτσι όπως συλλαμβάνεται από τον Μπούκτσιν, πρέπει να είναι «κοινοτική και θεσμισμένη με τρόπο συμμετοχικό και άμεσο. Μια κοινοτική δημοκρατία δημιουργεί και αναπτύσσει μια δημόσια σφαίρα και μια πολιτική, με την αθηναϊκή σημασία του όρου, που εκτυλίσσεται όντας σε ένταση και σε αποφασιστική σύγκρουση με το κράτος». Για να μην καταλήξει το δημοτικό πρόταγμα στη δημιουργία πολιτικών δομών διαποτισμένων από ένα τοπικιστικό πνεύμα, ο οικολόγος φιλόσοφος θεωρεί αναγκαία την εγκαθίδρυση «ενός γνήσιου μουτουαλισμού, βασισμένου στη διανομή των πόρων, της παραγωγής και της πολιτικής δραστηριότητας». Η κρατική πολιτική μορφή πρέπει, ως εκ τούτου, να αντικατασταθεί από «ένα δίκτυο διαχειριστικών συμβουλίων, που τα μέλη τους, ή οι αντιπρόσωποί τους, εκλέγονται άμεσα από δημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις», με στόχο «να συντονίζουν και να διαχειρίζονται της πολιτικές αποφάσεις των λαϊκών συνελεύσεων».
Από αυτήν την άποψη, προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα, η προσφυγή του Μπούκτσιν, που με το πέρασμα του χρόνου έγινε όλο και πιο επίμονη, στις αξίες της Αμερικάνικης Επανάστασης, στην αμερικάνικη ελευθεριακή παράδοση και στις κοινοτικές και δημοτικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν στην πορεία των δύο τελευταίων αιώνων. Για τον οικολόγο στοχαστή, πράγματι, ο αναρχισμός, χωρίς να απεμπολεί τις πιο γνήσιες διεθνιστικές προσδοκίες του, πρέπει να βρει τις ρίζες του μέσα «στις ιδιαίτερες παραδόσεις του κάθε λαού». Στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό το εγχείρημα φαίνεται σχετικά απλό, διότι «οι αμερικάνοι είναι εκ φύσεως ελευθεριακοί. Όλη η κοινωνική παράδοση της Αμερικής, πριν από την Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας, έχει αναδείξει την αξία των δικαιωμάτων του ατόμου, της προσωπικής αυτονομίας, της αποκέντρωσης και ενός γνήσιου μίσους απέναντι στο κράτος». Για να μπορέσει να επιτύχει ο ελευθεριακός δημοτισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αναγκαίο οι Αμερικάνοι ελευθεριακοί να επανακτήσουν την πολιτιστική παράδοσή τους: «Οφείλουμε να επινοήσουμε έναν ιδιαίτερο αμερικάνικο αναρχισμό, που θα θεμελιώνεται πάνω στην παραδοσιακή αντιπάθεια του αμερικάνικου λαού για την κεντρική κυβέρνηση». Μόνο έτσι θα μπορέσουμε «να δημιουργήσουμε μια δυαδικά λαϊκή εξουσία, ανταγωνιστική απέναντι στην κρατική εξουσία που απειλεί τις εναπομείνασες ελευθερίες του αμερικάνικου λαού: «μια λαϊκή εξουσία που θα ανασυγκροτήσει με αναρχική μορφή εκείνες τις ελευθεριακές αξίες και εκείνα τα ουτοπικά στοιχεία που αποτελούν την πιο ζωτική κληρονομιά της Αμερικάνικης Επανάστασης». Ως εκ τούτου, οι σκέψεις του Μπούκτσιν συνδέονται με τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και κάποια χρόνια, μεταξύ των φιλελεύθερων ( liberal ) και των κοινοτιστών ( communitarian ): στοχαστές όπως ο John Rawls , ο Ronald Dworkin , o Michael S . More από τη μια πλευρά, και ο Michael Sandel , ο Alasdair MacIntyre , ο Charles Taylor από την άλλη.
Σε μια δημοτική και συνομοσπονδιακή κοινωνία, πρέπει και η οικονομία να υποστεί ένα ριζικό μετασχηματισμό. Ο Αμερικάνος αναρχικός προτείνει μια μορφή οικονομίας που είναι ριζικά διαφορετική από την καπιταλιστική: «ούτε εθνικοποιημένη ούτε κολλεκτιβοποιημένη», αντιθέτως δημοτική: «Η γη και οι επιχειρήσεις περιέρχονται, σε έναν όλο και αυξανόμενο βαθμό, στους συγκροτημένους σε ελεύθερες συνελεύσεις πολίτες καθώς και στους αντιπρόσωπούς τους στα ομοσπονδιακά συμβούλια».
Σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, οι τεχνολογικές κατακτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας καθιστούν τελικά δυνατή τη δημιουργία μιας ελευθεριακής κοινωνίας, θεμελιωμένης στην αφθονία: «Η κοινωνία έχει αναπτύξει μια τεχνολογία που θα μπορούσε να ξεπεράσει πλήρως την υλική σπάνη και να περιορίσει σχεδόν στο μηδέν το μόχθο». «Η αποκέντρωση της κοινωνίας αποτελεί το πρώτο βήμα προς την επίλυση του οικολογικού προβλήματος», υποστηρίζει ο Αμερικάνος στοχαστής, παρατηρώντας ότι «τα μέσα για την πραγματοποίηση αυτού του τεχνολογικού ριζικού μετασχηματισμού βρίσκονται σήμερα μπροστά μας». Χρειάζεται μια καινούργια λαϊκή τεχνολογία, «αρκετά αποκεντρωμένη στα μέτρα του ανθρώπου, απλή από την άποψη της κατασκευής της, με ευαισθησία απέναντι στη φύση», και γεμάτη σεβασμό προς «την αυτονομία του ατόμου και της κοινότητας».
Για να δώσουμε ζωή σε μια οικολογική τεχνολογία είναι απαραίτητη, λοιπόν, μια προηγούμενη ριζική μεταβολή του ίδιου του επιστημονικού φαντασιακού. Ιδιατέρως, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, χρειάζεται να ξεφορτωθούμε την εργαλειακή αντίληψη του λόγου, που είναι χαρακτηριστική των καπιταλιστικών κοινωνιών: ο λόγος, εκπίπτοντας στο σημερινό κόσμο σε καθαρή τεχνική, έχει μετασχηματιστεί σε εξορθολογισμό της κυριαρχίας, σταματώντας κάθε διερώτηση γύρω από το λόγο ( logos ) και το τέλος ( telos ) που υπάρχουν εγγενώς στην εξέλιξη, έχει προκαλέσει την πραγμοποίηση της φύσης, θεωρώντας την ύλη σαν μια αδρανή και μηχανική δύναμη, πάνω στην οποία η επιστήμη μπορεί να ασκεί τη λειτουργία του ελέγχου και ο καπιταλισμός τις λειτουργίες του αποικισμού και της κυριαρχίας. Η συνειδητοποίηση της ύπαρξης ενός αντικειμενικού λόγου, αντιτιθέμενου στον εργαλειακό, πρέπει κατ'ανάγκην να οδηγήσει, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, στον καθορισμό των ορίων όχι μόνο των καθολικών γνωσεακών προϋποθέσεων της επιστήμης, αλλά και της τεχνολογίας και της οικονομίας, που οφείλουν να σέβονται τον εσωτερικό σκοπό της φύσης και να ευνοούν τις εξελικτική δυναμική προς τη διαφοροποίηση και την πολυπλοκότητα των οικοσυστημάτων.