Από το Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Τις μέρες αυτές γίνεται συζήτηση για το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες, και πρόσεξα ότι χρησιμοποιείται πολύ ο όρος «καναλάρχης», όχι μόνο στις ανεπίσημες συζητήσεις αλλά και σε άρθρα εφημερίδων -για παράδειγμα, η Αυγή είχε προχτές άρθρο με τίτλο «Εκβιάζουν με απολύσεις οι καναλάρχες«.
Ο καναλάρχης, βέβαια, είναι ο ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού, καναλιού όπως το λέμε στην καθομιλουμένη. Φυσικά είναι λέξη λαϊκή, αλλά δεν μπορούμε να την πούμε νεολογισμό, αφού λημματογραφείται όχι μόνο στο πρόσφατο Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας, αλλά και στην τρίτη έκδοση του λεξικού Μπαμπινιώτη (2008), αλλά και στο Αντίστροφο λεξικό της Άννας Συμεωνίδη (2003). Οπότε, όσο κι αν είμαστε αιωνοφάγοι, έναν όρο λεξικογραφημένον εδώ και δώδεκα χρόνια δεν τον λες νεολογισμό -το πολύ να τον πούμε «πρόσφατον όρο», όπως τον είχε χαρακτηρίσει (αλλά πριν από πέντε χρόνια) ο φίλος Νίκος Λίγγρης σε ένα άρθρο τουαπό το οποίο θα αντλήσω υλικό.
Ο καναλάρχης προέρχεται από τη λέξη «κανάλι» και το επίθημα «-άρχης». Κανάλια λέμε τους τηλεοπτικούς σταθμούς και ο όρος, που είναι απόδοση του αγγλικού channel, βρίσκεται μαζί μας από τα πρώτα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης, από τα μέσα ή τα τέλη των 60. Η λέξη «κανάλι» είναι δάνειο από τα λατινικά (υπάρχει ήδη το ελληνιστικό κανάλιον, από το canalis).
Το επίθημα -άρχης, που με βάση αυτό πλάστηκε ο καναλάρχης, είναι πολύ παραγωγικό στη νέα ελληνική, για τον σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν 1. το πρόσωπο που ασκεί εξουσία κάπου, π.χ. σε πολιτικό ή στρατιωτικό τμήμα: νομάρχης, κοινοτάρχης, σωματάρχης, ταγματάρχης, στρατοπεδάρχης, ή 2. τον δημόσιο λειτουργό που προΐσταται σε υπηρεσία, π.χ. γυμνασιάρχης, δασάρχης, λιμενάρχης, προσωπάρχης, τμηματάρχης, ή 3. τον ιδιοκτήτη αυτού που δηλώνει το α’ συνθετικό, π.χ. εργοστασιάρχης, καταστηματάρχης -και εδώ ανήκει και ο καναλάρχης. Στο ΛΚΝ βρίσκουμε πάνω από πενήντα όρους με -άρχης.
Το επίθημα είναι ζωντανό, δηλαδή προσφέρεται για τη δημιουργία νεολογισμών και εφήμερων σχηματισμών, που κάποιοι από αυτούς καθιερώνονται (όπως ο καναλάρχης ή ο πλανητάρχης, δηλαδή ο πρόεδρος των ΗΠΑ από τότε που έγιναν η μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα). Άλλοι εφήμεροι σχηματισμοί δεν μακροημερεύουν.
Ας πούμε, το slang.gr καταγράφει τους όρους ρουμάρχης, βυσματάρχης, παοκάρχης, μπουρδελάρχης. Ή, στο γήπεδο υπάρχει ο «θυράρχης», ο μεγαλύτερης ηλικίας οπαδός που εμψυχώνει και συντονίζει τους νεαρούς φανατικούς της θύρας των οργανωμένων. Από τον αττικάρχη, τον διευθυντή των αστυνομικών διευθύνσεων Αττικής, προέκυψε και ο ΓΑΔάρχης. Θεσσαλιάρχης (νομίζω ότι) είχε αποκληθεί ο Σουφλιάς παλιά, ενώ το Ποντίκι από τα τέλη των 70 και μετά αποκαλούσε «καμπινεδάρχη» τον Μητσοτάκη, επειδή στη βίλα του (λέγανε ότι) είχε φτιάξει εφτά τουαλέτες (στην αργκό των ευρωϋπαλλήλων έτσι αποκαλείται ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου (cabinet) ενός επιτρόπου ή άλλου μεγαλοσχήμονος).
Το επίθημα -άρχης είναι ήδη αρχαίο, αν και η αττική διάλεκτος χρησιμοποιούσε κυρίως το -αρχος, που κι αυτό έχει δώσει πολλούς όρους (δήμαρχος, φύλαρχος, ναύαρχος κτλ.) αλλά τελικά έχασε τη μάχη με το -άρχης. Υπάρχουν πάντως κάποιοι όροι και με τις δυο καταλήξεις (συμποσιάρχης και συμποσίαρχος) ενώ σε δυο περιπτώσεις το επίθημα συνδέεται με αλλαγή σημασίας: άλλο ο γυμνασιάρχης και άλλο ο γυμνασίαρχος, άλλο ο ταξιάρχης και άλλο ο ταξίαρχος. Πάντως και το επίθημα -αρχος δίνει και νεολογισμούς ή ευκαιριακούς σχηματισμούς -στο slang.gr βρίσκω τον γούδαρχο και τον τσόνταρχο, ενώ στις ηλεκτρονικές λίστες συζήτησης, τον πρόδρομο εκείνο των κοινωνικών μέσων υπήρχε ο λίσταρχος, ο υπεύθυνος της λίστας.
Για να επανέλθουμε στον καναλάρχη. Είναι λέξη λαϊκή, που λέγεται σε οικείο ύφος: έτσι τη χαρακτηρίζει, και σωστά, το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Ωστόσο, ο καναλάρχης ως λέξη έχει κι άλλο ένα χαρακτηριστικό, ότι υποδηλώνει κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο της διαπλοκής στα μέσα ενημέρωσης και τους πρωταγωνιστές του. Δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο, ότι στην Αυγή, εφημερίδα της αριστεράς, ο όρος έχει δεκαπλάσιες ανευρέσεις απ’ ό,τι στην Καθημερινή, της οποίας μάλιστα οι λιγοστές ανευρέσεις του όρου χρονολογούνται, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε εποχές πριν από το 2008.
Δεν ξέρω αν το νομοσχέδιο για τα κανάλια και τους καναλάρχες, που βρίσκεται ήδη σε διαβούλευση, θα φτάσει να γίνει νόμος και πόσο θα αλλάξει στην πορεία -ομολογώ μάλιστα ότι δεν το έχω διαβάσει, ούτε ξέρω το περιεχόμενό του, οπότε δεν μπορώ να το σχολιάσω (αλλά, αν έχετε άποψη, ευχαρίστως θα την ακούσω). Πάντως, ειδικά αυτή η κυβέρνηση, που ήδη έχει δεχτεί πολύπλευρη και ολομέτωπη την επίθεση όλων ανεξαίρετα των ιδιωτικών καναλιών, δεν έχει θαρρώ να φοβηθεί τίποτε περισσότερο αν δυσαρεστήσει τους καναλάρχες -ο βρεμένος δεν φοβάται να βραχεί περισσότερο, ούτε απ’ το θολό νερό των καναλιών.
Τις μέρες αυτές γίνεται συζήτηση για το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες, και πρόσεξα ότι χρησιμοποιείται πολύ ο όρος «καναλάρχης», όχι μόνο στις ανεπίσημες συζητήσεις αλλά και σε άρθρα εφημερίδων -για παράδειγμα, η Αυγή είχε προχτές άρθρο με τίτλο «Εκβιάζουν με απολύσεις οι καναλάρχες«.
Ο καναλάρχης, βέβαια, είναι ο ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού, καναλιού όπως το λέμε στην καθομιλουμένη. Φυσικά είναι λέξη λαϊκή, αλλά δεν μπορούμε να την πούμε νεολογισμό, αφού λημματογραφείται όχι μόνο στο πρόσφατο Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας, αλλά και στην τρίτη έκδοση του λεξικού Μπαμπινιώτη (2008), αλλά και στο Αντίστροφο λεξικό της Άννας Συμεωνίδη (2003). Οπότε, όσο κι αν είμαστε αιωνοφάγοι, έναν όρο λεξικογραφημένον εδώ και δώδεκα χρόνια δεν τον λες νεολογισμό -το πολύ να τον πούμε «πρόσφατον όρο», όπως τον είχε χαρακτηρίσει (αλλά πριν από πέντε χρόνια) ο φίλος Νίκος Λίγγρης σε ένα άρθρο τουαπό το οποίο θα αντλήσω υλικό.
Ο καναλάρχης προέρχεται από τη λέξη «κανάλι» και το επίθημα «-άρχης». Κανάλια λέμε τους τηλεοπτικούς σταθμούς και ο όρος, που είναι απόδοση του αγγλικού channel, βρίσκεται μαζί μας από τα πρώτα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης, από τα μέσα ή τα τέλη των 60. Η λέξη «κανάλι» είναι δάνειο από τα λατινικά (υπάρχει ήδη το ελληνιστικό κανάλιον, από το canalis).
Το επίθημα -άρχης, που με βάση αυτό πλάστηκε ο καναλάρχης, είναι πολύ παραγωγικό στη νέα ελληνική, για τον σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν 1. το πρόσωπο που ασκεί εξουσία κάπου, π.χ. σε πολιτικό ή στρατιωτικό τμήμα: νομάρχης, κοινοτάρχης, σωματάρχης, ταγματάρχης, στρατοπεδάρχης, ή 2. τον δημόσιο λειτουργό που προΐσταται σε υπηρεσία, π.χ. γυμνασιάρχης, δασάρχης, λιμενάρχης, προσωπάρχης, τμηματάρχης, ή 3. τον ιδιοκτήτη αυτού που δηλώνει το α’ συνθετικό, π.χ. εργοστασιάρχης, καταστηματάρχης -και εδώ ανήκει και ο καναλάρχης. Στο ΛΚΝ βρίσκουμε πάνω από πενήντα όρους με -άρχης.
Το επίθημα είναι ζωντανό, δηλαδή προσφέρεται για τη δημιουργία νεολογισμών και εφήμερων σχηματισμών, που κάποιοι από αυτούς καθιερώνονται (όπως ο καναλάρχης ή ο πλανητάρχης, δηλαδή ο πρόεδρος των ΗΠΑ από τότε που έγιναν η μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα). Άλλοι εφήμεροι σχηματισμοί δεν μακροημερεύουν.
Ας πούμε, το slang.gr καταγράφει τους όρους ρουμάρχης, βυσματάρχης, παοκάρχης, μπουρδελάρχης. Ή, στο γήπεδο υπάρχει ο «θυράρχης», ο μεγαλύτερης ηλικίας οπαδός που εμψυχώνει και συντονίζει τους νεαρούς φανατικούς της θύρας των οργανωμένων. Από τον αττικάρχη, τον διευθυντή των αστυνομικών διευθύνσεων Αττικής, προέκυψε και ο ΓΑΔάρχης. Θεσσαλιάρχης (νομίζω ότι) είχε αποκληθεί ο Σουφλιάς παλιά, ενώ το Ποντίκι από τα τέλη των 70 και μετά αποκαλούσε «καμπινεδάρχη» τον Μητσοτάκη, επειδή στη βίλα του (λέγανε ότι) είχε φτιάξει εφτά τουαλέτες (στην αργκό των ευρωϋπαλλήλων έτσι αποκαλείται ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου (cabinet) ενός επιτρόπου ή άλλου μεγαλοσχήμονος).
Το επίθημα -άρχης είναι ήδη αρχαίο, αν και η αττική διάλεκτος χρησιμοποιούσε κυρίως το -αρχος, που κι αυτό έχει δώσει πολλούς όρους (δήμαρχος, φύλαρχος, ναύαρχος κτλ.) αλλά τελικά έχασε τη μάχη με το -άρχης. Υπάρχουν πάντως κάποιοι όροι και με τις δυο καταλήξεις (συμποσιάρχης και συμποσίαρχος) ενώ σε δυο περιπτώσεις το επίθημα συνδέεται με αλλαγή σημασίας: άλλο ο γυμνασιάρχης και άλλο ο γυμνασίαρχος, άλλο ο ταξιάρχης και άλλο ο ταξίαρχος. Πάντως και το επίθημα -αρχος δίνει και νεολογισμούς ή ευκαιριακούς σχηματισμούς -στο slang.gr βρίσκω τον γούδαρχο και τον τσόνταρχο, ενώ στις ηλεκτρονικές λίστες συζήτησης, τον πρόδρομο εκείνο των κοινωνικών μέσων υπήρχε ο λίσταρχος, ο υπεύθυνος της λίστας.
Για να επανέλθουμε στον καναλάρχη. Είναι λέξη λαϊκή, που λέγεται σε οικείο ύφος: έτσι τη χαρακτηρίζει, και σωστά, το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Ωστόσο, ο καναλάρχης ως λέξη έχει κι άλλο ένα χαρακτηριστικό, ότι υποδηλώνει κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο της διαπλοκής στα μέσα ενημέρωσης και τους πρωταγωνιστές του. Δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο, ότι στην Αυγή, εφημερίδα της αριστεράς, ο όρος έχει δεκαπλάσιες ανευρέσεις απ’ ό,τι στην Καθημερινή, της οποίας μάλιστα οι λιγοστές ανευρέσεις του όρου χρονολογούνται, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε εποχές πριν από το 2008.
Δεν ξέρω αν το νομοσχέδιο για τα κανάλια και τους καναλάρχες, που βρίσκεται ήδη σε διαβούλευση, θα φτάσει να γίνει νόμος και πόσο θα αλλάξει στην πορεία -ομολογώ μάλιστα ότι δεν το έχω διαβάσει, ούτε ξέρω το περιεχόμενό του, οπότε δεν μπορώ να το σχολιάσω (αλλά, αν έχετε άποψη, ευχαρίστως θα την ακούσω). Πάντως, ειδικά αυτή η κυβέρνηση, που ήδη έχει δεχτεί πολύπλευρη και ολομέτωπη την επίθεση όλων ανεξαίρετα των ιδιωτικών καναλιών, δεν έχει θαρρώ να φοβηθεί τίποτε περισσότερο αν δυσαρεστήσει τους καναλάρχες -ο βρεμένος δεν φοβάται να βραχεί περισσότερο, ούτε απ’ το θολό νερό των καναλιών.