Μύθος η διατροφική εξάρτηση της Ελλάδας από άλλες χώρες
(του Νίκου Παπαδόπουλου*)
Ίσως τα πιο δημοφιλή σλόγκαν τον καιρό της κρίσης να είναι τα εξής: «Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» ή «Αν πάψουν οι εισαγωγές, τελειώσαμε, θα πεινάσουμε». Οι παραπάνω φράσεις, εκτός από ενδείξεις εθνικής μειονεξίας, μαρτυρούν και ένα τεράστιο έλλειμμα πληροφόρησης ή, καλύτερα, μια συστηματική παραπληροφόρηση του κοινού σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας.
(του Νίκου Παπαδόπουλου*)
Ίσως τα πιο δημοφιλή σλόγκαν τον καιρό της κρίσης να είναι τα εξής: «Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» ή «Αν πάψουν οι εισαγωγές, τελειώσαμε, θα πεινάσουμε». Οι παραπάνω φράσεις, εκτός από ενδείξεις εθνικής μειονεξίας, μαρτυρούν και ένα τεράστιο έλλειμμα πληροφόρησης ή, καλύτερα, μια συστηματική παραπληροφόρηση του κοινού σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας.
Ο μύθος της έλλειψης τροφίμων στην Ελλάδα... Όπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 79% των Ελλήνων (και το 47% των Κυπρίων) θεωρεί πως δενυπάρχουν επαρκή επίπεδα παραγωγής τροφίμων για τον ευρωπαϊκό πληθυσμό σε επίπεδο ΕΕ, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (ποσοστό 94% – το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη) πιστεύει ότι η εθνική παραγωγή τροφίμων δεν είναι επαρκής για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού. Οι παραπάνω φόβοι των Ελλήνων είναι εντελώς αδικαιολόγητοι.
Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα, ακόμα κι αν κοπούν τελείως οι εισαγωγές τροφίμων (όπως έγινε στην Αργεντινή), δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πεινάσει. Έτσι, λοιπόν, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, κ. Τζανέτος Καραμίχας, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το 2010, ανήλθε κατά μέσο όρο στο 94% περίπου!Ειδικότερα, από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο περίπου στο 99%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171 %).Στο ελαιόλαδο και τις ελιές, τα οποία είναι βασικά είδη διατροφής, η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, μια και η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δυο αυτά προϊόντα.
Η αυτάρκεια βρώσιμης ελιάς αυξήθηκε κατά το τελευταίο έτος κατά 61,8%, με αποτέλεσμα να καλύπτουμε το 996%(!) της ζήτησης, με το 88,3% όμως να εξάγεται. Στο λάδι η παραγωγή φτάνει επίσημα το 151% της κατανάλωσης. Στο ποσοστό αυτό, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και μια τεράστια ποσότητα ατυποποίητου λαδιού που εξάγεται παρανόμως κυρίως σε γειτονικές χώρες, καθώς και ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 4,33% ελαιολάδου που εισάγεται ετησίως, χωρίς κανείς να ξέρει την αιτία.
Συνυπολογίζοντας αυτά τα ποσοστά, θα μπορούσαμε να τροφοδοτούμε με λάδι σχεδόν όλη την Ευρώπη! Φέτος, μάλιστα, παρατηρήθηκε υπερπαραγωγή ελιάς σε Πήλιο και Χαλκιδική, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην έχουν τι να κάνουν το προϊόν τους και να το αποθηκεύουν προκειμένου να πιάσουν καλύτερες τιμές μετά από κάποιους μήνες.
Το ψωμί, ψωμάκι;
Στο μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Οι εισαγωγές αυτές είναι τελείως άσκοπες και καταστροφικές για την ελληνική Οικονομία – πρόκειται για σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας! Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957(!) η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι, με την ποικιλία Γ 38290 που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα που διατηρήθηκε μέχρι το 1984!
Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι από τότε ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι και πλεονασματική σε σκληρό, από το οποίο γίνονται τα ζυμαρικά. Αυτό οφείλεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., η οποία έδωσε ισχυρά κίνητρα στους παραγωγούς σκληρού σιταριού (35 ευρώ το στρέμμα). Δηλαδή μας αύξησαν την παραγωγή μακαρονιών και μάς μείωσαν την παραγωγή ψωμιού, που από την Αρχαιότητα είναι βασικό είδος διατροφής.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων) ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων). Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365 εκατ. ευρώ, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354 εκατ.
Αυτή η ραγδαία ανατροπή συνοδεύτηκε από μετακίνηση του μαλακού σιταριού στα πιο άγονα και του σκληρού στα πιο γόνιμα εδάφη, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης του πρώτου και την υποβάθμιση της ποιότητας του δεύτερου. Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα. Μεγάλο τμήμα αυτής της έκτασης βρίσκεται σε υποχρεωτική αγρανάπαυση ή έχει φυτευτεί με ορισμένα είδη δένδρων, όπως ακακίες και καρυδιές, συνεπεία των «πεφωτισμένων» προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή σιτηρών με 9 εκατ. στρέμματα, από τα οποία περίπου τα 6 εκατ. είναι με σκληρό και μαλακό σιτάρι! Μπορεί, λοιπόν, στο μαλακό σιτάρι να είμαστε ελλειμματικοί με μόνο το 1/3 της ζήτησης να παράγεται στην Ελλάδα, αλλά είμαστε πλεονασματικοί όσον αφορά την παραγωγή του σκληρού σιταριού. Η Ελλάδα παράγει πάνω από 1,1 εκατ. τόνους σκληρό σιτάρι και, σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Τσαυτάρη, φέτος είμαστε αυτάρκεις κατά 143%. Η κατανάλωση ανέρχεται περίπου στους 700.000 τόνους. Το υπόλοιπο περίπου 400.000 τόνοι (340.000 τόνοι για το 2011), εξάγεται σε διάφορες χώρες, κυρίως στην Ιταλία. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι διάσημα ζυμαρικά που παράγονται στην Ιταλία γίνονται από ελληνικό σιτάρι.
Αν από τα 4 περίπου εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται με σκληρό σιτάρι (στοιχεία 2011) αφιερώσουμε το 1/3 (δηλαδή εκτάσεις περίπου 1,35 εκατ. στρεμμάτων) για την παραγωγή μαλακού σιταριού, τότε θα έχουμε σχεδόν 2,8 εκατ. καλλιέργειας μαλακού σιταριού, οπότε η παραγωγή του θα διπλασιαστεί. Έτσι, από 450.000 τόνοι που ήταν το 2011, θα φτάσει τους 900.000 και πλέον τόνους. Με λίγα λόγια, θα έχουμε μείωση των εισαγωγών σε μαλακό σιτάρι κατά 50% (περίπου 500.000 τόνοι), με αύξηση της αυτάρκειάς μας σε μαλακό σιτάρι σε πάνω από 62%! Το μαλακό σιτάρι έχει μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση (ακόμα και 700 κιλά/ στρέμμα σε αρδευόμενες καλλιέργειες) από το σκληρό (μέχρι 400 κιλά/στρέμμα). Επίσης δεδομένου ότι λόγω επιλεκτικών επιδοτήσεων τα σκληρά σιτάρια καλλιεργούνται στα πιο εύφορα εδάφη, είναι πολύ πιθανό με την καλλιέργεια των μαλακών σιταριών σε αυτά να έχουμε υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις, οπότε το ποσοστό αυτάρκειας σε μαλακό σιτάρι να φτάσει ακόμα και το 80%. Οι εξαγωγές, βέβαια, του σκληρού σιταριού θα μειωθούν (πιθανόν να μηδενιστούν κατά το πρώτο έτος), αλλά με δεδομένο ότι θα παύσουν οι εισαγωγές σκληρού σιταριού (περίπου 53.000 τόνοι) καθώς και οι εξαγωγές μαλακού σιταριού (95.000 τόνοι) που γίνονται ασκόπως, θα εξισορροπήσει το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο μέσα σε λίγα χρόνια.
Θα μπορέσουμε, λοιπόν, να εξάγουμε ξανά. Αυτό θα ευνοήσει και τους παραγωγούς, αφού θα απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές για το προϊόν τους και όχι τις εξευτελιστικές τιμές που δίνουν συχνά οι ξένοι εισαγωγείς. Στην προσπάθειά μας αυτή, καλό είναι να μιμηθούμε τους Βούλγαρους που, αφού πρώτα εξασφάλισαν σιτάρκεια, κάνουν τώρα εξαγωγές μέχρι και 50% της παραγωγής τους.
Αν, ταυτόχρονα με αυτή την προσπάθεια, αρχίσουν και προγράμματα καλλιέργειας και άλλων ξεχασμένων σιτηρών, όπως η σίκαλη, το κριθάρι και η ζέα, τα οποία παράγουν υπέροχα και απείρως πιο θρεπτικά ψωμιά, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι οι “Ελληνες όχι απλά δεν θα πεινάσουν, αλλά θα τρώνε και τις πιο υγιεινές τροφές που υπάρχουν.
Η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας
Στα εσπεριδοειδή, τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%. Αλλά και στα υπόλοιπα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%). Αντί, λοιπόν, να τρώμε μπανάνες, ανανάδες και παπάγια(;), είναι προτιμότερο να στραφούμε στα ελληνικά φρούτα, τα οποία είναι απείρως πιο θρεπτικά και, ευτυχώς, δεν πρόκειται να μας λείψουν ποτέ. Είναι ενδεικτικό ότι στο ροδάκινο η Ελλάδα κατέχει πάνω από 60% των εξαγωγών παγκοσμίως! Επιπλέον, υπάρχουν και φρούτα ανεκμετάλλευτα, τα οποία δεν είναι ευρέως γνωστά, όπως το κορόμηλο, το άγριο βατόμουρο, το άγριο αχλάδι (αγκορτσιά), το τσάπουρνο, το μούρο κ.α., που σαπίζουν κάθε χρόνο στα χωριά μας.
Έλλειψη παρατηρείται στη ζάχαρη, με την εγχώρια παραγωγή να καλύπτει μόνο το 14,3% των αναγκών, που υπολογίζονται στους 320.000 τόνους. Ενώ ως το 2005 η ελληνική ζάχαρη εξασφάλιζε κερδοφορία, το 2006 υπογράφηκε η ταφόπλακά της, όταν η Ελλάδα συμφώνησε με την ΕΕ να παράγει σχεδόν τη μισή παραγωγή από τις ανάγκες της και να πάει σε εισαγωγές! Η ΕΕ έλαβε απόφαση για μείωση της παραγωγής ζάχαρης από τις χώρες-μέλη της κατά 50%, με το σκεπτικό ότι η αγορά ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο από τρίτες χώρες, αντί για ζαχαρότευτλο, συνέφερε περισσότερο, ώστε να διευκολυνθούν οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων στις ζαχαροπαραγωγούς Βραζιλία και Ινδία. Η Ελλάδα υπέγραψε να της δοθεί ποσόστωση 158.000 τόνους από την ΕΕ και -ανεπαρκή- αντισταθμιστικά οφέλη, μολονότι ως χώρα ήμασταν αυτάρκεις και πραγματοποιούσαμε και εξαγωγές. Ορισμένοι παραγωγοί αποζημιώθηκαν και στράφηκαν σε άλλες καλλιέργειες.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το κλείσιμο πολλών εργοστασίων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, λόγω κακοδιαχείρισης. Με δεδομένο, βέβαια, ότι η ζάχαρη δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, αλλά και με την καλλιέργεια στέβιας, η οποία έχει έως 300 φορές μεγαλύτερη γλυκαντική δράση, σε μια πιθανή παύση των εισαγωγών δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει η χώρα σοβαρό πρόβλημα.
Πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%. Συγκεκριμένα, παράγουμε περίπου 8.000 τόνους φακές και εισάγουμε ακόμα 10.000 τόνους, κυρίως από Τουρκία, προκειμένου να καλύψουμε την εγχώρια ζήτηση. Αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει και στα φασόλια: καταναλώνουμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων οι 25.000 τόνοι είναι εισαγωγής. Σημειωτέον ότι το 1981 η ετήσια παραγωγή φασολιών ήταν 31.500 τόνοι!
Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, με μια αναδιάταξη της παραγωγής, ακόμα και με επιδότηση, ώστε σε εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα άλλα προϊόντα, π.χ. ρύζι (στο οποίο είμαστε πλεονασματικοί), να καλλιεργηθούν όσπρια, πολλά από τα οποία, όπως τα ρεβύθια ή τα μαυρομάτικα φασόλια, έχουν και μικρότερες ανάγκες σε νερό.
Και στις πατάτες υπάρχει αυτάρκεια κατά 82%, με μόνιμη μάστιγα όμως τις «ελληνοποιήσεις» πατάτας από Αίγυπτο, αλλά και τις άσκοπες εισαγωγές κατεψυγμένης πατάτας από χώρες όπως οι ΗΠΑ, επειδή δήθεν τηγανίζεται πιο εύκολα.
Η ελληνική αμπελουργία είναι επίσης σε πολύ καλό επίπεδο, αφού στα επιτραπέζια σταφύλια (αυτάρκεια 133,45%) έχουμε πλεόνασμα, δηλαδή μπορούμε άφοβα να κάνουμε εξαγωγές, χωρίς να μας λείψουν ποτέ. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών, η Ελλάδα παράγει έως 5 εκατ. λίτρα κρασί ετησίως και καταναλώνει μόλις 3 εκατ. λίτρα, ενώ το 2011 εξήγαγε κρασί αξίας 57 εκατ. ευρώ. Παρόλο που το ελληνικό κρασί αρκεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων, το 2010 πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές σε αξία 12 εκατ. ευρώ, καθώς οι “Ελληνες φαίνεται ότι δεν προτιμούν μόνο τα ελληνικά κρασιά.Αναφέρεται ότι μπορεί το κρασί να καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών, αλλά αυτοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο ουίσκι (το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης ποτών, καταλαμβάνοντας ποσοστό περίπου 42% το 2010, σύμφωνα με έρευνα της ICAP), το οποίο βεβαίως εισάγεται. Ταυτόχρονα διαθέτουμε και μια πολύ σημαντική (μικρότερη, βέβαια, από το παρελθόν) παραγωγή σταφίδας (σουλτανίνα και κορινθιακή) άνω των 50.000 τόνων ετησίως, η οποία υπερεπαρκεί για τις ανάγκες μας (αυτάρκεια 274,8%) και μας καθιστά ικανούς για εξαγωγές. Στο μέλι, επίσης, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92%.
Αρνάκι άσπρο και παχύ
Όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ελληνικής τροφοεξάρτησης, το βασικό πρόβλημα της χώρας, ως προς την αυτάρκεια, είναι κυρίως η ζωική παραγωγή. Αυτό, όμως, είναι ένας μύθος – ή, μάλλον, μια μισή αλήθεια. Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή-αλιεία ανέρχεται, κατά μέσο όρο, περίπου στο 76,11%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (13%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%). Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως σε μοσχαρίσιο κρέας, στην Ελλάδα παράγουμε μόλις τους 20.000 τόνους. Στο χοιρινό κρέας η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αφού από τους 290.000 τόνους που καταναλώνουμε,παράγουμε μόνο τους 111.000, δηλαδή το 38%.Η έλλειψη αυτή σε μοσχαρίσιο και χοίρειο κρέας είναι αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν το 1980, δηλαδή πριν μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε φτάσει σε αυτάρκεια στο χοιρινό κρέας 84%, στο μοσχαρίσιο σε 66%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας ήταν στα σημερινά επίπεδα αυτάρκειας – περίπου 94%. Γιατί, όμως, ενώ είμαστε ελλειμματικοί σε βόειο κρέας, συνεχίζουμε να το καταναλώνουμε, σκορπώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα μεταπολεμικά σχεδόν υποχρεώθηκε να καταναλώνει μοσχαρίσιο κρέας, με τη λογική ότι είναι πιο ογκώδες ζώο, με μεγαλύτερη γαλακτοπαραγωγή σε σχέση με τα αιγοπρόβατα, και άρα είναι πιο συμφέρον για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι εισήχθησαν και νέες φυλές βοοειδών από βορειο-ευρωπαΐκές χώρες (π.χ. Ελβετία, Βέλγιο), ακόμα και από Αμερική, εκτοπίζοντας εγχώριες φυλές βοοειδών, όπως η ελληνική βραχυκερατική φυλή, που απαντάται στις Πρέσπες, αλλά και άλλες φυλές, όπως οι αγελάδες Κατερίνης, Τήνου και Κέας στις Κυκλάδες, Ζακύνθου, Συκιάς στη Χαλκιδική, Κύμης, Φλώρινας, οι σαρακατσάνικες και οι αγελάδες Γλώσσας Σκοπέλου. Οι εγχώριες αυτές φυλές έχουν μικρότερο μέγεθος, αλλά μέσω της γενετικής επιλογής είχαν προσαρμοστεί πλήρως στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό βούβαλο, που κάποτε κατέκλυζε τους υδροβιότοπους της βόρειας Ελλάδας και ο πληθυσμός του έφτασε τα όρια της εξαφάνισης τη δεκαετία του ’90. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ανάκαμψης του αριθμού των βουβαλιών, η οποία έχει φέρει αποτελέσματα στην περιοχή της Κερκίνης στον νομό Σερρών.
Με επιδοτήσεις της Ε.Ε. εξαφανίστηκαν οι εγχώριες ράτσες βοοειδών και ενισχύθηκε η εκτροφή βοοειδών έναντι της αιγοπροβατοτροφίας και άλλων παραδοσιακών μορφών κτηνοτροφίας, απείρως πιο αποδοτικών, όπως η κονικλοτροφία.Αυτό ήταν ένα ολέθριο σφάλμα, καθώς τα αιγοπρόβατα είναι ιδανικά για τη μορφολογία του ελληνικού εδάφους που έχει ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις, σε αντίθεση με τα βοοειδή και κυρίως τις εισαγόμενες ράτσες, που θέλουν ανοιχτές πεδιάδες (τύπου Ολλανδίας). Ταυτόχρονα, έγινε συνήθεια στον Έλληνα η κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, κάτι που δεν συνέβαινε σε τέτοια έκταση κατά το παρελθόν. Το μοσχαρίσιο κρέας δεν πλεονεκτεί σε θρεπτικά συστατικά, έναντι του αιγοπρόβειου, ενώ αν λάβουμε υπόψη και τις σύγχρονες συνθήκες εντατικής εκτροφής των βοοειδών (αντιβιοτικά, μεταλλαγμένες ζωοτροφές, ενσταυλισμός σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του έτους), το μοσχαρίσιο κρέας είναι μάλλον επιβαρυμένο και κακής ποιότητας. Αντίθετα, το αιγοπρόβειο κρέας και κάποιες εγχώριες φυλές βοοειδών προέρχονται στην πλειοψηφία τους από κοπάδια ζώων που βόσκουν τον περισσότερο χρόνο ελεύθερα σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, εκμεταλλευόμενα πλήρως την πλούσια ελληνική χλωρίδα.
Στο αιγοπρόβειο κρέας είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, αφού σύμφωνα με στοιχεία για το 2009 η Ελλάδα διαθέτει περίπου 8,9 εκατ. πρόβατα και 4,8 εκατ. κατσίκια, δηλαδή αντιστοιχούν περίπου ένα πρόβατο και μισή κατσίκα για κάθε Έλληνα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτροφών, κ. Δημήτρη Καμπούρη, «Σε ένα με δύο χρόνια, μπορούμε να έχουμε 20 εκατ. αιγοπρόβατα. Αυτό για την Οικονομία σημαίνει διπλάσια παραγωγή κρέατος και γάλακτος, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών και αύξηση των θέσεων εργασίας. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει με ελάχιστα οικονομικά κίνητρα. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται κυρίως το Πάσχα. Αν για μία- δύο χρονιές δεν δώσουμε τα θηλυκά στους εμπόρους, τότε τα ζώα θα διπλασιαστούν».
Σημαντικός τομέας είναι και η πτηνοτροφία, στην οποία είμαστε αυτάρκεις κατά 85% στο κρέας και κατά 91% στα αυγά.Ιδιαίτερα για τα αυγά, υπάρχει τόση παραγωγή, ώστε το 2011 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά. 2134%!
Στη δε αλιεία το ποσοστό αυτάρκειας, χωρίς να υπολογίσουμε τις ιχθυοκαλλιέργειες, αγγίζει περίπου το 125,6%, με πάνω από 160.000 τόνους ψαριών τον χρόνο. Μαζί με τις ιχθυοκαλλιέργειες (120.000 τόνοι), το ποσοστό σε αυτάρκεια των αλιευμάτων φτάνει το 221,3%! Μια πιθανή, λοιπόν, παύση των εισαγωγών κρέατος μάλλον καλό θα έκανε στη χώρα, αφού θα επανερχόμασταν στη μεσογειακή διατροφή, μειώνοντας την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η οποία μακροπρόθεσμα έχει και επιπτώσεις στην υγεία και θεωρείται υπεύθυνη για την εκδήλωση πολλών μορφών καρκίνου (π.χ. στομάχου ή παχέως εντέρου). Μεσούσης της κρίσης, ο μέσος Έλληνας καταναλώνει ετησίως 100 κιλά κόκκινου κρέατος – γεγονός που τον κατατάσσει στην 7η θέση παγκοσμίως, ξεπερνώντας Αμερικανούς, Καναδούς και Γερμανούς!
Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊόντων, η φέτα -με ποσοστό αυτάρκειας 147%- περίπου υπερβαίνει τον μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%. Γενικότερα στο γάλα, η Ελλάδα κατά το παρελθόν ήταν πλεονασματική. Σήμερα είναι ελλειμματική, αφού η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται στους 638 χιλιάδες τόνους, καλύπτοντας μόνο το 58,2% της ζήτησης (στοιχεία ΕΛΟΓΑΚ 2011). Βέβαια, στο αιγοπρόβειο γάλα που έχει καιμεγαλύτερη θρεπτική αξία, είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, με παραγωγή που καλύπτει το 98% της ζήτησης. Αυτό που δε γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι η σχετικά μειωμένη παραγωγή γάλακτος δεν οφείλεται στη μη παραγωγικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας αλλά στο καθεστώς των ποσοστώσεων που επέβαλε η ΕΕ. Μέχρι τις αρχές του 2000, η χώρα πλήρωνε πρόστιμα στην ΕΕ, επειδή οι παραγόμενες ποσότητες γάλακτος ήταν υψηλότερες από το πλαφόν που είχε δέσει αυθαίρετα η ΕΕ – κι αυτό διότι δεν είναι αναλογικές ούτε με τον πληθυσμό, ούτε με το ζωικό κεφάλαιο κάθε χώρας.
Το 1996 γαλακτοπαραγωγοί νομοί, όπως η Φλώρινα, πλήρωσαν πρόστιμα, επειδή η ποσόστωση ήταν 47.000 τόνοι και οι κτηνοτρόφοι παρήγαγαν 55.000 τόνους. Το 1999 η χώρα πλήρωσε συνολικά 2,5 δισ. δραχμές πρόστιμο, επειδή είχε παραγωγή 22.000 τόνους μεγαλύτερη από την ποσόστωση. Ταυτόχρονα, ενώ μας επέβαλαν χαμηλή παραγωγή, εισήγαμε χιλιάδες τόνους συμπυκνωμένου γάλακτος από Ολλανδία και Γερμανία, πετώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό. Το καθεστώς αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και την έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, αποθάρρυνε πολλούς κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα την τελευταία δεκαετία να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους το 63,5% των κτηνοτρόφων. Έτσι σήμερα, αν και έχουν αυξηθεί οι ποσοστώσεις από 650.000 τόνους κατά το παρελθόν, σε 861.000 τόνους, η παραγωγή έχει μειωθεί στο ελάχιστο.
Αν, λοιπόν, παύσουν οι εισαγωγές στο αγελαδινό γάλα, θα παρατηρηθεί μια πρόσκαιρη έλλειψη, η οποία όμως μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα αν μάθουμε να καταναλώνουμε αιγοπρόβειο γάλα. Αν πάρουμε μια ποσότητα αιγοπρόβειου γάλακτος (που έχει μεγαλύτερη θρεπτική αξία από το αγελαδινό) από την παραγωγή φέτας και την αξιοποιήσουμε για την κατανάλωση ως νωπό γάλα, είναι σίγουρο ότι δεν θα υπάρξει έλλειψη στην αγορά. Και αν δοθούν τα λεφτά που ξοδεύονται στις εισαγωγές συμπυκνωμένου γάλακτος αμφίβολης θρεπτικής αξίας στους Έλληνες παραγωγούς, θα αυξηθεί το ζωικό κεφάλαιο και σύντομα θα δημιουργηθεί υπερεπάρκεια σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η Ελλάδα «υπερδύναμη» τροφίμων
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία (στοιχεία 2009), η Ελλάδα καλλιεργεί 32.693 χιλιάδες στρέμματα, από τα 37.324 χιλιάδες στρέμματα (25% της έκτασής μας) που είναι η συνολική καλλιεργήσιμη έκτασή μας, δηλαδή καλλιεργείται περίπου το 87,6% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Τα υπόλοιπα 4.631 χιλιάδες στρέμματα είναι αναξιοποίητα, αφού βρίσκονται σε αγρανάπαυση, η οποία μάλιστα είναι και συμφέρουσα, αφού είναι επιδοτούμενη από την ΕΕ. Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκατομμύρια άλλα στρέμματα ανά την επικράτεια, τα οποία έχουν εγκαταληφθεί εδώ και δεκαετίες, και έχουν μετατραπεί σε λιβαδικές, θαμνώδεις ή και δασώδεις εκτάσεις. Σε πολλούς νομούς, όπως στον νομό Σερρών, η εγκατάλειψη είναι τόσο μεγάλη, που αγγίζει ποσοστά πάνω από το 40%!
Αυτές οι χαμένες αγροτικές εκτάσεις βρίσκονται στα βοσκοτόπια και στα βουνά (43% της έκτασης), και σε μικρότερο ποσοστό στα δάση (21% της ελληνικής γης). Επειδή τα δάση δεν πρέπει να μειωθούν για χάρη της γεωργίας, θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε μέρος από τις χορτολιβαδικές εκτάσεις, πολλές από τις οποίες κάποτε ήταν χωράφια και μάλιστα πολύ εύφορα. Με καλλιέργεια μόνο στο 1/4 της έκτασης της Ελλάδας, η χώρα είναι σχεδόν αυτάρκης. Αν διπλασιάζαμε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, φτάνοντας στο 50% της ελληνικής γης, θα μπορούσαμε να θρέψουμε τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ή, αλλιώς, να τροφοδοτούμε εξ ολοκλήρου χώρες με παραπλήσιο πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία.
Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε σε ορεινές ή και ημιορεινές περιοχές είναι αστείο, αφού κάποιες καλλιέργειες, όπως τα αρωματικά φυτά, πολλά από τα οπωροκηπευτικά, δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως οι καστανιές, οι κερασιές, οι φουντουκιές, οι καρυδιές κ.ά. αναπτύσσονται καλύτερα σε υψηλό υψόμετρο και σε επικλινή εδάφη.
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση πρώην αγροτικών εκτάσεων. Για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση απαιτούνται σοβαρά κίνητρα για τους νέους. Θα πρέπει να γίνει όχι ενοικίαση εκτάσεων, όπως προωθεί το Υπουργείο και πρόσφατα η εκκλησία, αλλά πλήρης απαλλοτρίωση και «χάρισμα» γης σε άτομα, με την αυστηρή προϋπόθεση οι εκτάσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για αγροτικούς σκοπούς. Ο αγρότης, για να είναι αποδοτικός και να παραμείνει στο επάγγελμα, πρέπει να έχει ιδιόκτητη γη και όχι ενοικιαζόμενη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο επίσημα ανέργους, σκεφτείτε τι ώθηση δα έδινε στον γερασμένο αγροτικό κόσμο, αν μόνο μισό εκατομμύριο νέοι, αντί να σκέφτονται τη φυγή, στρέφονταν στη γεωργία.
Με μόνο 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες σήμερα (και περίπου 2 εκατ. που δηλώνουν συμπληρωματικό εισόδημα), με άλλο μισό εκατομμύριο, θα είχαμε αύξηση κατά 266% τουλάχιστον του αγροτικού πληθυσμού, ενώ η ποιοτική διαφορά θα ήταν ασύγκριτη, αφού στη γεωργία θα έμπαινε ανθρώπινο δυναμικό μικρής ηλικίας και μορφωμένο, προάγοντας την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
Μην ξεχνάμε ότι, μόλις 50 χρόνια πριν (1961), στην Ελλάδα οι αγρότες αντιπροσώπευαν το 53% του πληθυσμού!
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιτάχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν σχεδόν 10 εκατ. στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε όλη τη χώρα και διατέθηκαν για την αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών. Η διανομή της γης είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθούν εδάφη που πρώτα χρησιμοποιούνταν ως βοσκές ή έμεναν ακαλλιέργητα και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή, ιδιαίτερα των σιτηρών, στα οποία ένα ποσοστό 93% της αύξησης προήλθε από τις περιοχές στις οποίες η γη διανεμήθηκε στους ακτήμονες. Στην Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με σιτηρά διπλασιάστηκαν από το 1915 έως το 1932!
Παράλληλα πρέπει να γίνουν προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, στα οποία η ανάγκη σε ζωοτροφές, λιπάσματα, νερό, ακόμα και ενέργεια, να καλύπτεται από την ίδια την αγροτική επιχείρηση. Η χρήση των οργανικών υπολειμμάτων των ζώων, αλλά και χορταριού σε αποσύνθεση για λίπασμα, η επιδότηση των κτηνοτροφών για καλλιέργεια των ζωοτροφών που χρειάζονται, η δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού, αλλά και η επέκταση των προγραμμάτων φιλικής για το περιβάλλον ενέργειας (π.χ. φωτοβολταϊκά) σε κάθε ιδιόκτητη φάρμα, θα απάλλασσε πολλούς αγρότες από ένα μεγάλο τμήμα του κόστους παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται μείωση της τιμής του αγροτικού πετρελαίου, αλλά και μια καθετοποιημένη παραγωγή με πλήρη επιδότηση μεταποιητικών μονάδων κοντά στα χωράφια, ώστε ο κόσμος να παραμείνει στην επαρχία και το κέρδος από το προϊόν να το απολαμβάνει ο παραγωγός και όχι οι μεσάζοντες.
Ένας ακόμα τομέας ανάπτυξης είναι και η εκτατική μορφή κτηνοτροφίας. Η Ελλάδα διαθέτει λιβάδια σε ποσοστό 35% του εδάφους της, τη στιγμή που στην Ιταλία είναι το 15%, στην Πορτογαλία το 16% και στην Ισπανία το 24%. Στα λιβάδια αυτά μπορούν να βόσκουν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους αιγοπρόβατα ή και εγχώριες φυλές βοοειδών και χοίρων, χωρίς να έχουν καμία ανάγκη για ζωοτροφές. Ειδικά για τα αιγοπρόβατα, θα μπορούσαμε να μετατραπούμε σε Νέα Ζηλανδία, αφού η ημιορεινή φύση της χώρας είναι ιδανική για την ανάπτυξή τους, ενώ οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες δεν απαιτούν ενσταυλισμό, παρά μόνο για λίγους μήνες κατά τη διάρκεια του έτους. Αυτό θα μείωνε τις τεράστιες εισαγωγές ζωοτροφών, ενώ θα έδινε ένα κρέας εξαιρετικής ποιότητας. Σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, η αξιοποίηση των βοσκοτόπων στην Ελλάδα μπορεί να αποφέρει 4,5 δισ. ευρώ ετησίως!
Ένας ακόμα αναξιοποίητος πλούτος είναι και η αλιεία. Η Ελλάδα, με τα 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμών, τα 300 θαλάσσια είδη, τα ποτάμια (ο Αλιάκμονας έχει 33 είδη ψαριών και ο Αξιός 36), τις λίμνες, τους εκατοντάδες κόλπους, καθώς και τα 3.000 νησιά, είναι ένα φυσικό ιχθυοτροφείο. Ήδη η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, μπορούν να αναπτυχθούν και οι υδατοκαλλιέργειες. Σύμφωνα με έρευνες Καναδών επιστημόνων που διεξήχθησαν για την Google Earth, από τους 21.200 περίπου κλωβούς ιχθυοτροφείων που βρίσκονται στη Μεσόγειο (δορυφορικές εικόνες), οι μισοί περίπου (49%) βρίσκονται στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να υποεκτιμούμε τη συνολική παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας κατά τουλάχιστον 30%! Η Ελλάδα με μόνο ελάχιστα ιχθυοτροφεία, σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να έχει, παράγει το 60% της συνολικής παραγωγής σε συναγρίδα και λαβράκι που εκτρέφονται στην Ε.Ε. και σχεδόν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή!
Αναπτυξιακές προοπτικές
Η χώρα θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να επενδύσει όχι μόνο στη διατροφική της αυτάρκεια, κάτι που ήδη υφίσταται παρόλη την γεωργοκτόνα πολιτική των τελευταίων ετών, αλλά και στην εξάρτηση σε τρόφιμα άλλων χωρών από εμάς, ώστε σε μια πιθανή κρίση να έχουμε συμμάχους τους εμπορικούς μας εταίρους.
Ο φιλότιμος Έλληνας αγρότης, που κατάφερε εδώ και αιώνες να θρέψει τον ελληνικό πληθυσμό, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες, είναι σίγουρο ότι και τώρα θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα καταφέρει να θρέψει τους Έλληνες. Παρόλα αυτά, όμως, η αυτάρκεια σε τρόφιμα απαιτεί συντονισμένη δράση όλων – από τους κρατικούς φορείς και τις αρμόδιες υπηρεσίες, μέχρι τον τελευταίο καταναλωτή, ο οποίος θα πρέπει να αποκτήσει εθνική συνείδηση και να πάψει να καταναλώνει εισαγόμενα, κυρίως τυποποιημένα τρόφιμα αμφίβολης ποιότητας, που ενισχύουν παραγωγούς και οικονομίες άλλων κρατών. Ακόμα και αν οι τιμές των ελληνικών προϊόντων είναι υψηλότερες, θα πρέπει να στηρίξουμε τον αγώνα και τον μόχθο του Έλληνα γεωργού. Η επιστροφή στη μεσογειακή διατροφή, που όλοι αναφέρουν αλλά κανείς δεν εφαρμόζει, είναι αυτή που θα μας προστατεύσει σε πιθανή παύση των εισαγωγών.
Η Ελλάδα δεν είναι απλά μια πλούσια χώρα, αλλά μια κοιμισμένη υπερδύναμη, η οποία θα πρέπει να κάποτε να ξυπνήσει και να ορθοποδήσει, πάντα στηριγμένη στα δικά της πόδια. Με δεδομένη την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού, τα τρόφιμα είναι ένας τομέας ζωτικής σημασίας, που μελλοντικά θα αποτελέσει παγκοσμίως τη μέγιστη προτεραιότητα για κάθε κράτος, αλλά και το υπ’ αριθμόν ένα μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Η αυτονομία στα τρόφιμα είναι η μόνη λύση για την επίτευξη της ελευθερίας των λαών, αλλά και της εθνικής ανεξαρτησίας, αφού η χειρότερη μορφή εξάρτησης είναι εκείνη της διατροφής του πληθυσμού.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές γιατί η παγκοσμιοποίηση, το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και οι πολιτικές της Ε.Ε., του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας χτύπησαν αρχικά την αυτάρκεια σε τρόφιμα των κρατών. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που δεν μας θέλουν ελεύθερους.
* Πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
πηγή: inred.gr
Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα, ακόμα κι αν κοπούν τελείως οι εισαγωγές τροφίμων (όπως έγινε στην Αργεντινή), δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πεινάσει. Έτσι, λοιπόν, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, κ. Τζανέτος Καραμίχας, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το 2010, ανήλθε κατά μέσο όρο στο 94% περίπου!Ειδικότερα, από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο περίπου στο 99%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171 %).Στο ελαιόλαδο και τις ελιές, τα οποία είναι βασικά είδη διατροφής, η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, μια και η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δυο αυτά προϊόντα.
Η αυτάρκεια βρώσιμης ελιάς αυξήθηκε κατά το τελευταίο έτος κατά 61,8%, με αποτέλεσμα να καλύπτουμε το 996%(!) της ζήτησης, με το 88,3% όμως να εξάγεται. Στο λάδι η παραγωγή φτάνει επίσημα το 151% της κατανάλωσης. Στο ποσοστό αυτό, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και μια τεράστια ποσότητα ατυποποίητου λαδιού που εξάγεται παρανόμως κυρίως σε γειτονικές χώρες, καθώς και ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 4,33% ελαιολάδου που εισάγεται ετησίως, χωρίς κανείς να ξέρει την αιτία.
Συνυπολογίζοντας αυτά τα ποσοστά, θα μπορούσαμε να τροφοδοτούμε με λάδι σχεδόν όλη την Ευρώπη! Φέτος, μάλιστα, παρατηρήθηκε υπερπαραγωγή ελιάς σε Πήλιο και Χαλκιδική, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην έχουν τι να κάνουν το προϊόν τους και να το αποθηκεύουν προκειμένου να πιάσουν καλύτερες τιμές μετά από κάποιους μήνες.
Το ψωμί, ψωμάκι;
Στο μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Οι εισαγωγές αυτές είναι τελείως άσκοπες και καταστροφικές για την ελληνική Οικονομία – πρόκειται για σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας! Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957(!) η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι, με την ποικιλία Γ 38290 που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα που διατηρήθηκε μέχρι το 1984!
Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι από τότε ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι και πλεονασματική σε σκληρό, από το οποίο γίνονται τα ζυμαρικά. Αυτό οφείλεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., η οποία έδωσε ισχυρά κίνητρα στους παραγωγούς σκληρού σιταριού (35 ευρώ το στρέμμα). Δηλαδή μας αύξησαν την παραγωγή μακαρονιών και μάς μείωσαν την παραγωγή ψωμιού, που από την Αρχαιότητα είναι βασικό είδος διατροφής.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων) ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων). Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365 εκατ. ευρώ, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354 εκατ.
Αυτή η ραγδαία ανατροπή συνοδεύτηκε από μετακίνηση του μαλακού σιταριού στα πιο άγονα και του σκληρού στα πιο γόνιμα εδάφη, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης του πρώτου και την υποβάθμιση της ποιότητας του δεύτερου. Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα. Μεγάλο τμήμα αυτής της έκτασης βρίσκεται σε υποχρεωτική αγρανάπαυση ή έχει φυτευτεί με ορισμένα είδη δένδρων, όπως ακακίες και καρυδιές, συνεπεία των «πεφωτισμένων» προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή σιτηρών με 9 εκατ. στρέμματα, από τα οποία περίπου τα 6 εκατ. είναι με σκληρό και μαλακό σιτάρι! Μπορεί, λοιπόν, στο μαλακό σιτάρι να είμαστε ελλειμματικοί με μόνο το 1/3 της ζήτησης να παράγεται στην Ελλάδα, αλλά είμαστε πλεονασματικοί όσον αφορά την παραγωγή του σκληρού σιταριού. Η Ελλάδα παράγει πάνω από 1,1 εκατ. τόνους σκληρό σιτάρι και, σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Τσαυτάρη, φέτος είμαστε αυτάρκεις κατά 143%. Η κατανάλωση ανέρχεται περίπου στους 700.000 τόνους. Το υπόλοιπο περίπου 400.000 τόνοι (340.000 τόνοι για το 2011), εξάγεται σε διάφορες χώρες, κυρίως στην Ιταλία. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι διάσημα ζυμαρικά που παράγονται στην Ιταλία γίνονται από ελληνικό σιτάρι.
Αν από τα 4 περίπου εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται με σκληρό σιτάρι (στοιχεία 2011) αφιερώσουμε το 1/3 (δηλαδή εκτάσεις περίπου 1,35 εκατ. στρεμμάτων) για την παραγωγή μαλακού σιταριού, τότε θα έχουμε σχεδόν 2,8 εκατ. καλλιέργειας μαλακού σιταριού, οπότε η παραγωγή του θα διπλασιαστεί. Έτσι, από 450.000 τόνοι που ήταν το 2011, θα φτάσει τους 900.000 και πλέον τόνους. Με λίγα λόγια, θα έχουμε μείωση των εισαγωγών σε μαλακό σιτάρι κατά 50% (περίπου 500.000 τόνοι), με αύξηση της αυτάρκειάς μας σε μαλακό σιτάρι σε πάνω από 62%! Το μαλακό σιτάρι έχει μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση (ακόμα και 700 κιλά/ στρέμμα σε αρδευόμενες καλλιέργειες) από το σκληρό (μέχρι 400 κιλά/στρέμμα). Επίσης δεδομένου ότι λόγω επιλεκτικών επιδοτήσεων τα σκληρά σιτάρια καλλιεργούνται στα πιο εύφορα εδάφη, είναι πολύ πιθανό με την καλλιέργεια των μαλακών σιταριών σε αυτά να έχουμε υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις, οπότε το ποσοστό αυτάρκειας σε μαλακό σιτάρι να φτάσει ακόμα και το 80%. Οι εξαγωγές, βέβαια, του σκληρού σιταριού θα μειωθούν (πιθανόν να μηδενιστούν κατά το πρώτο έτος), αλλά με δεδομένο ότι θα παύσουν οι εισαγωγές σκληρού σιταριού (περίπου 53.000 τόνοι) καθώς και οι εξαγωγές μαλακού σιταριού (95.000 τόνοι) που γίνονται ασκόπως, θα εξισορροπήσει το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο μέσα σε λίγα χρόνια.
Θα μπορέσουμε, λοιπόν, να εξάγουμε ξανά. Αυτό θα ευνοήσει και τους παραγωγούς, αφού θα απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές για το προϊόν τους και όχι τις εξευτελιστικές τιμές που δίνουν συχνά οι ξένοι εισαγωγείς. Στην προσπάθειά μας αυτή, καλό είναι να μιμηθούμε τους Βούλγαρους που, αφού πρώτα εξασφάλισαν σιτάρκεια, κάνουν τώρα εξαγωγές μέχρι και 50% της παραγωγής τους.
Αν, ταυτόχρονα με αυτή την προσπάθεια, αρχίσουν και προγράμματα καλλιέργειας και άλλων ξεχασμένων σιτηρών, όπως η σίκαλη, το κριθάρι και η ζέα, τα οποία παράγουν υπέροχα και απείρως πιο θρεπτικά ψωμιά, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι οι “Ελληνες όχι απλά δεν θα πεινάσουν, αλλά θα τρώνε και τις πιο υγιεινές τροφές που υπάρχουν.
Η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας
Στα εσπεριδοειδή, τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%. Αλλά και στα υπόλοιπα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%). Αντί, λοιπόν, να τρώμε μπανάνες, ανανάδες και παπάγια(;), είναι προτιμότερο να στραφούμε στα ελληνικά φρούτα, τα οποία είναι απείρως πιο θρεπτικά και, ευτυχώς, δεν πρόκειται να μας λείψουν ποτέ. Είναι ενδεικτικό ότι στο ροδάκινο η Ελλάδα κατέχει πάνω από 60% των εξαγωγών παγκοσμίως! Επιπλέον, υπάρχουν και φρούτα ανεκμετάλλευτα, τα οποία δεν είναι ευρέως γνωστά, όπως το κορόμηλο, το άγριο βατόμουρο, το άγριο αχλάδι (αγκορτσιά), το τσάπουρνο, το μούρο κ.α., που σαπίζουν κάθε χρόνο στα χωριά μας.
Έλλειψη παρατηρείται στη ζάχαρη, με την εγχώρια παραγωγή να καλύπτει μόνο το 14,3% των αναγκών, που υπολογίζονται στους 320.000 τόνους. Ενώ ως το 2005 η ελληνική ζάχαρη εξασφάλιζε κερδοφορία, το 2006 υπογράφηκε η ταφόπλακά της, όταν η Ελλάδα συμφώνησε με την ΕΕ να παράγει σχεδόν τη μισή παραγωγή από τις ανάγκες της και να πάει σε εισαγωγές! Η ΕΕ έλαβε απόφαση για μείωση της παραγωγής ζάχαρης από τις χώρες-μέλη της κατά 50%, με το σκεπτικό ότι η αγορά ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο από τρίτες χώρες, αντί για ζαχαρότευτλο, συνέφερε περισσότερο, ώστε να διευκολυνθούν οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων στις ζαχαροπαραγωγούς Βραζιλία και Ινδία. Η Ελλάδα υπέγραψε να της δοθεί ποσόστωση 158.000 τόνους από την ΕΕ και -ανεπαρκή- αντισταθμιστικά οφέλη, μολονότι ως χώρα ήμασταν αυτάρκεις και πραγματοποιούσαμε και εξαγωγές. Ορισμένοι παραγωγοί αποζημιώθηκαν και στράφηκαν σε άλλες καλλιέργειες.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το κλείσιμο πολλών εργοστασίων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, λόγω κακοδιαχείρισης. Με δεδομένο, βέβαια, ότι η ζάχαρη δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, αλλά και με την καλλιέργεια στέβιας, η οποία έχει έως 300 φορές μεγαλύτερη γλυκαντική δράση, σε μια πιθανή παύση των εισαγωγών δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει η χώρα σοβαρό πρόβλημα.
Πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%. Συγκεκριμένα, παράγουμε περίπου 8.000 τόνους φακές και εισάγουμε ακόμα 10.000 τόνους, κυρίως από Τουρκία, προκειμένου να καλύψουμε την εγχώρια ζήτηση. Αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει και στα φασόλια: καταναλώνουμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων οι 25.000 τόνοι είναι εισαγωγής. Σημειωτέον ότι το 1981 η ετήσια παραγωγή φασολιών ήταν 31.500 τόνοι!
Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, με μια αναδιάταξη της παραγωγής, ακόμα και με επιδότηση, ώστε σε εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα άλλα προϊόντα, π.χ. ρύζι (στο οποίο είμαστε πλεονασματικοί), να καλλιεργηθούν όσπρια, πολλά από τα οποία, όπως τα ρεβύθια ή τα μαυρομάτικα φασόλια, έχουν και μικρότερες ανάγκες σε νερό.
Και στις πατάτες υπάρχει αυτάρκεια κατά 82%, με μόνιμη μάστιγα όμως τις «ελληνοποιήσεις» πατάτας από Αίγυπτο, αλλά και τις άσκοπες εισαγωγές κατεψυγμένης πατάτας από χώρες όπως οι ΗΠΑ, επειδή δήθεν τηγανίζεται πιο εύκολα.
Η ελληνική αμπελουργία είναι επίσης σε πολύ καλό επίπεδο, αφού στα επιτραπέζια σταφύλια (αυτάρκεια 133,45%) έχουμε πλεόνασμα, δηλαδή μπορούμε άφοβα να κάνουμε εξαγωγές, χωρίς να μας λείψουν ποτέ. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών, η Ελλάδα παράγει έως 5 εκατ. λίτρα κρασί ετησίως και καταναλώνει μόλις 3 εκατ. λίτρα, ενώ το 2011 εξήγαγε κρασί αξίας 57 εκατ. ευρώ. Παρόλο που το ελληνικό κρασί αρκεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων, το 2010 πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές σε αξία 12 εκατ. ευρώ, καθώς οι “Ελληνες φαίνεται ότι δεν προτιμούν μόνο τα ελληνικά κρασιά.Αναφέρεται ότι μπορεί το κρασί να καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών, αλλά αυτοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο ουίσκι (το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης ποτών, καταλαμβάνοντας ποσοστό περίπου 42% το 2010, σύμφωνα με έρευνα της ICAP), το οποίο βεβαίως εισάγεται. Ταυτόχρονα διαθέτουμε και μια πολύ σημαντική (μικρότερη, βέβαια, από το παρελθόν) παραγωγή σταφίδας (σουλτανίνα και κορινθιακή) άνω των 50.000 τόνων ετησίως, η οποία υπερεπαρκεί για τις ανάγκες μας (αυτάρκεια 274,8%) και μας καθιστά ικανούς για εξαγωγές. Στο μέλι, επίσης, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92%.
Αρνάκι άσπρο και παχύ
Όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ελληνικής τροφοεξάρτησης, το βασικό πρόβλημα της χώρας, ως προς την αυτάρκεια, είναι κυρίως η ζωική παραγωγή. Αυτό, όμως, είναι ένας μύθος – ή, μάλλον, μια μισή αλήθεια. Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή-αλιεία ανέρχεται, κατά μέσο όρο, περίπου στο 76,11%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (13%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%). Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως σε μοσχαρίσιο κρέας, στην Ελλάδα παράγουμε μόλις τους 20.000 τόνους. Στο χοιρινό κρέας η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αφού από τους 290.000 τόνους που καταναλώνουμε,παράγουμε μόνο τους 111.000, δηλαδή το 38%.Η έλλειψη αυτή σε μοσχαρίσιο και χοίρειο κρέας είναι αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν το 1980, δηλαδή πριν μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε φτάσει σε αυτάρκεια στο χοιρινό κρέας 84%, στο μοσχαρίσιο σε 66%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας ήταν στα σημερινά επίπεδα αυτάρκειας – περίπου 94%. Γιατί, όμως, ενώ είμαστε ελλειμματικοί σε βόειο κρέας, συνεχίζουμε να το καταναλώνουμε, σκορπώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα μεταπολεμικά σχεδόν υποχρεώθηκε να καταναλώνει μοσχαρίσιο κρέας, με τη λογική ότι είναι πιο ογκώδες ζώο, με μεγαλύτερη γαλακτοπαραγωγή σε σχέση με τα αιγοπρόβατα, και άρα είναι πιο συμφέρον για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι εισήχθησαν και νέες φυλές βοοειδών από βορειο-ευρωπαΐκές χώρες (π.χ. Ελβετία, Βέλγιο), ακόμα και από Αμερική, εκτοπίζοντας εγχώριες φυλές βοοειδών, όπως η ελληνική βραχυκερατική φυλή, που απαντάται στις Πρέσπες, αλλά και άλλες φυλές, όπως οι αγελάδες Κατερίνης, Τήνου και Κέας στις Κυκλάδες, Ζακύνθου, Συκιάς στη Χαλκιδική, Κύμης, Φλώρινας, οι σαρακατσάνικες και οι αγελάδες Γλώσσας Σκοπέλου. Οι εγχώριες αυτές φυλές έχουν μικρότερο μέγεθος, αλλά μέσω της γενετικής επιλογής είχαν προσαρμοστεί πλήρως στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό βούβαλο, που κάποτε κατέκλυζε τους υδροβιότοπους της βόρειας Ελλάδας και ο πληθυσμός του έφτασε τα όρια της εξαφάνισης τη δεκαετία του ’90. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ανάκαμψης του αριθμού των βουβαλιών, η οποία έχει φέρει αποτελέσματα στην περιοχή της Κερκίνης στον νομό Σερρών.
Με επιδοτήσεις της Ε.Ε. εξαφανίστηκαν οι εγχώριες ράτσες βοοειδών και ενισχύθηκε η εκτροφή βοοειδών έναντι της αιγοπροβατοτροφίας και άλλων παραδοσιακών μορφών κτηνοτροφίας, απείρως πιο αποδοτικών, όπως η κονικλοτροφία.Αυτό ήταν ένα ολέθριο σφάλμα, καθώς τα αιγοπρόβατα είναι ιδανικά για τη μορφολογία του ελληνικού εδάφους που έχει ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις, σε αντίθεση με τα βοοειδή και κυρίως τις εισαγόμενες ράτσες, που θέλουν ανοιχτές πεδιάδες (τύπου Ολλανδίας). Ταυτόχρονα, έγινε συνήθεια στον Έλληνα η κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, κάτι που δεν συνέβαινε σε τέτοια έκταση κατά το παρελθόν. Το μοσχαρίσιο κρέας δεν πλεονεκτεί σε θρεπτικά συστατικά, έναντι του αιγοπρόβειου, ενώ αν λάβουμε υπόψη και τις σύγχρονες συνθήκες εντατικής εκτροφής των βοοειδών (αντιβιοτικά, μεταλλαγμένες ζωοτροφές, ενσταυλισμός σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του έτους), το μοσχαρίσιο κρέας είναι μάλλον επιβαρυμένο και κακής ποιότητας. Αντίθετα, το αιγοπρόβειο κρέας και κάποιες εγχώριες φυλές βοοειδών προέρχονται στην πλειοψηφία τους από κοπάδια ζώων που βόσκουν τον περισσότερο χρόνο ελεύθερα σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, εκμεταλλευόμενα πλήρως την πλούσια ελληνική χλωρίδα.
Στο αιγοπρόβειο κρέας είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, αφού σύμφωνα με στοιχεία για το 2009 η Ελλάδα διαθέτει περίπου 8,9 εκατ. πρόβατα και 4,8 εκατ. κατσίκια, δηλαδή αντιστοιχούν περίπου ένα πρόβατο και μισή κατσίκα για κάθε Έλληνα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτροφών, κ. Δημήτρη Καμπούρη, «Σε ένα με δύο χρόνια, μπορούμε να έχουμε 20 εκατ. αιγοπρόβατα. Αυτό για την Οικονομία σημαίνει διπλάσια παραγωγή κρέατος και γάλακτος, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών και αύξηση των θέσεων εργασίας. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει με ελάχιστα οικονομικά κίνητρα. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται κυρίως το Πάσχα. Αν για μία- δύο χρονιές δεν δώσουμε τα θηλυκά στους εμπόρους, τότε τα ζώα θα διπλασιαστούν».
Σημαντικός τομέας είναι και η πτηνοτροφία, στην οποία είμαστε αυτάρκεις κατά 85% στο κρέας και κατά 91% στα αυγά.Ιδιαίτερα για τα αυγά, υπάρχει τόση παραγωγή, ώστε το 2011 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά. 2134%!
Στη δε αλιεία το ποσοστό αυτάρκειας, χωρίς να υπολογίσουμε τις ιχθυοκαλλιέργειες, αγγίζει περίπου το 125,6%, με πάνω από 160.000 τόνους ψαριών τον χρόνο. Μαζί με τις ιχθυοκαλλιέργειες (120.000 τόνοι), το ποσοστό σε αυτάρκεια των αλιευμάτων φτάνει το 221,3%! Μια πιθανή, λοιπόν, παύση των εισαγωγών κρέατος μάλλον καλό θα έκανε στη χώρα, αφού θα επανερχόμασταν στη μεσογειακή διατροφή, μειώνοντας την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η οποία μακροπρόθεσμα έχει και επιπτώσεις στην υγεία και θεωρείται υπεύθυνη για την εκδήλωση πολλών μορφών καρκίνου (π.χ. στομάχου ή παχέως εντέρου). Μεσούσης της κρίσης, ο μέσος Έλληνας καταναλώνει ετησίως 100 κιλά κόκκινου κρέατος – γεγονός που τον κατατάσσει στην 7η θέση παγκοσμίως, ξεπερνώντας Αμερικανούς, Καναδούς και Γερμανούς!
Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊόντων, η φέτα -με ποσοστό αυτάρκειας 147%- περίπου υπερβαίνει τον μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%. Γενικότερα στο γάλα, η Ελλάδα κατά το παρελθόν ήταν πλεονασματική. Σήμερα είναι ελλειμματική, αφού η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται στους 638 χιλιάδες τόνους, καλύπτοντας μόνο το 58,2% της ζήτησης (στοιχεία ΕΛΟΓΑΚ 2011). Βέβαια, στο αιγοπρόβειο γάλα που έχει καιμεγαλύτερη θρεπτική αξία, είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, με παραγωγή που καλύπτει το 98% της ζήτησης. Αυτό που δε γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι η σχετικά μειωμένη παραγωγή γάλακτος δεν οφείλεται στη μη παραγωγικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας αλλά στο καθεστώς των ποσοστώσεων που επέβαλε η ΕΕ. Μέχρι τις αρχές του 2000, η χώρα πλήρωνε πρόστιμα στην ΕΕ, επειδή οι παραγόμενες ποσότητες γάλακτος ήταν υψηλότερες από το πλαφόν που είχε δέσει αυθαίρετα η ΕΕ – κι αυτό διότι δεν είναι αναλογικές ούτε με τον πληθυσμό, ούτε με το ζωικό κεφάλαιο κάθε χώρας.
Το 1996 γαλακτοπαραγωγοί νομοί, όπως η Φλώρινα, πλήρωσαν πρόστιμα, επειδή η ποσόστωση ήταν 47.000 τόνοι και οι κτηνοτρόφοι παρήγαγαν 55.000 τόνους. Το 1999 η χώρα πλήρωσε συνολικά 2,5 δισ. δραχμές πρόστιμο, επειδή είχε παραγωγή 22.000 τόνους μεγαλύτερη από την ποσόστωση. Ταυτόχρονα, ενώ μας επέβαλαν χαμηλή παραγωγή, εισήγαμε χιλιάδες τόνους συμπυκνωμένου γάλακτος από Ολλανδία και Γερμανία, πετώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό. Το καθεστώς αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και την έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, αποθάρρυνε πολλούς κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα την τελευταία δεκαετία να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους το 63,5% των κτηνοτρόφων. Έτσι σήμερα, αν και έχουν αυξηθεί οι ποσοστώσεις από 650.000 τόνους κατά το παρελθόν, σε 861.000 τόνους, η παραγωγή έχει μειωθεί στο ελάχιστο.
Αν, λοιπόν, παύσουν οι εισαγωγές στο αγελαδινό γάλα, θα παρατηρηθεί μια πρόσκαιρη έλλειψη, η οποία όμως μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα αν μάθουμε να καταναλώνουμε αιγοπρόβειο γάλα. Αν πάρουμε μια ποσότητα αιγοπρόβειου γάλακτος (που έχει μεγαλύτερη θρεπτική αξία από το αγελαδινό) από την παραγωγή φέτας και την αξιοποιήσουμε για την κατανάλωση ως νωπό γάλα, είναι σίγουρο ότι δεν θα υπάρξει έλλειψη στην αγορά. Και αν δοθούν τα λεφτά που ξοδεύονται στις εισαγωγές συμπυκνωμένου γάλακτος αμφίβολης θρεπτικής αξίας στους Έλληνες παραγωγούς, θα αυξηθεί το ζωικό κεφάλαιο και σύντομα θα δημιουργηθεί υπερεπάρκεια σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η Ελλάδα «υπερδύναμη» τροφίμων
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία (στοιχεία 2009), η Ελλάδα καλλιεργεί 32.693 χιλιάδες στρέμματα, από τα 37.324 χιλιάδες στρέμματα (25% της έκτασής μας) που είναι η συνολική καλλιεργήσιμη έκτασή μας, δηλαδή καλλιεργείται περίπου το 87,6% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Τα υπόλοιπα 4.631 χιλιάδες στρέμματα είναι αναξιοποίητα, αφού βρίσκονται σε αγρανάπαυση, η οποία μάλιστα είναι και συμφέρουσα, αφού είναι επιδοτούμενη από την ΕΕ. Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκατομμύρια άλλα στρέμματα ανά την επικράτεια, τα οποία έχουν εγκαταληφθεί εδώ και δεκαετίες, και έχουν μετατραπεί σε λιβαδικές, θαμνώδεις ή και δασώδεις εκτάσεις. Σε πολλούς νομούς, όπως στον νομό Σερρών, η εγκατάλειψη είναι τόσο μεγάλη, που αγγίζει ποσοστά πάνω από το 40%!
Αυτές οι χαμένες αγροτικές εκτάσεις βρίσκονται στα βοσκοτόπια και στα βουνά (43% της έκτασης), και σε μικρότερο ποσοστό στα δάση (21% της ελληνικής γης). Επειδή τα δάση δεν πρέπει να μειωθούν για χάρη της γεωργίας, θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε μέρος από τις χορτολιβαδικές εκτάσεις, πολλές από τις οποίες κάποτε ήταν χωράφια και μάλιστα πολύ εύφορα. Με καλλιέργεια μόνο στο 1/4 της έκτασης της Ελλάδας, η χώρα είναι σχεδόν αυτάρκης. Αν διπλασιάζαμε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, φτάνοντας στο 50% της ελληνικής γης, θα μπορούσαμε να θρέψουμε τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ή, αλλιώς, να τροφοδοτούμε εξ ολοκλήρου χώρες με παραπλήσιο πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία.
Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε σε ορεινές ή και ημιορεινές περιοχές είναι αστείο, αφού κάποιες καλλιέργειες, όπως τα αρωματικά φυτά, πολλά από τα οπωροκηπευτικά, δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως οι καστανιές, οι κερασιές, οι φουντουκιές, οι καρυδιές κ.ά. αναπτύσσονται καλύτερα σε υψηλό υψόμετρο και σε επικλινή εδάφη.
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση πρώην αγροτικών εκτάσεων. Για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση απαιτούνται σοβαρά κίνητρα για τους νέους. Θα πρέπει να γίνει όχι ενοικίαση εκτάσεων, όπως προωθεί το Υπουργείο και πρόσφατα η εκκλησία, αλλά πλήρης απαλλοτρίωση και «χάρισμα» γης σε άτομα, με την αυστηρή προϋπόθεση οι εκτάσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για αγροτικούς σκοπούς. Ο αγρότης, για να είναι αποδοτικός και να παραμείνει στο επάγγελμα, πρέπει να έχει ιδιόκτητη γη και όχι ενοικιαζόμενη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο επίσημα ανέργους, σκεφτείτε τι ώθηση δα έδινε στον γερασμένο αγροτικό κόσμο, αν μόνο μισό εκατομμύριο νέοι, αντί να σκέφτονται τη φυγή, στρέφονταν στη γεωργία.
Με μόνο 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες σήμερα (και περίπου 2 εκατ. που δηλώνουν συμπληρωματικό εισόδημα), με άλλο μισό εκατομμύριο, θα είχαμε αύξηση κατά 266% τουλάχιστον του αγροτικού πληθυσμού, ενώ η ποιοτική διαφορά θα ήταν ασύγκριτη, αφού στη γεωργία θα έμπαινε ανθρώπινο δυναμικό μικρής ηλικίας και μορφωμένο, προάγοντας την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
Μην ξεχνάμε ότι, μόλις 50 χρόνια πριν (1961), στην Ελλάδα οι αγρότες αντιπροσώπευαν το 53% του πληθυσμού!
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιτάχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν σχεδόν 10 εκατ. στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε όλη τη χώρα και διατέθηκαν για την αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών. Η διανομή της γης είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθούν εδάφη που πρώτα χρησιμοποιούνταν ως βοσκές ή έμεναν ακαλλιέργητα και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή, ιδιαίτερα των σιτηρών, στα οποία ένα ποσοστό 93% της αύξησης προήλθε από τις περιοχές στις οποίες η γη διανεμήθηκε στους ακτήμονες. Στην Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με σιτηρά διπλασιάστηκαν από το 1915 έως το 1932!
Παράλληλα πρέπει να γίνουν προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, στα οποία η ανάγκη σε ζωοτροφές, λιπάσματα, νερό, ακόμα και ενέργεια, να καλύπτεται από την ίδια την αγροτική επιχείρηση. Η χρήση των οργανικών υπολειμμάτων των ζώων, αλλά και χορταριού σε αποσύνθεση για λίπασμα, η επιδότηση των κτηνοτροφών για καλλιέργεια των ζωοτροφών που χρειάζονται, η δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού, αλλά και η επέκταση των προγραμμάτων φιλικής για το περιβάλλον ενέργειας (π.χ. φωτοβολταϊκά) σε κάθε ιδιόκτητη φάρμα, θα απάλλασσε πολλούς αγρότες από ένα μεγάλο τμήμα του κόστους παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται μείωση της τιμής του αγροτικού πετρελαίου, αλλά και μια καθετοποιημένη παραγωγή με πλήρη επιδότηση μεταποιητικών μονάδων κοντά στα χωράφια, ώστε ο κόσμος να παραμείνει στην επαρχία και το κέρδος από το προϊόν να το απολαμβάνει ο παραγωγός και όχι οι μεσάζοντες.
Ένας ακόμα τομέας ανάπτυξης είναι και η εκτατική μορφή κτηνοτροφίας. Η Ελλάδα διαθέτει λιβάδια σε ποσοστό 35% του εδάφους της, τη στιγμή που στην Ιταλία είναι το 15%, στην Πορτογαλία το 16% και στην Ισπανία το 24%. Στα λιβάδια αυτά μπορούν να βόσκουν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους αιγοπρόβατα ή και εγχώριες φυλές βοοειδών και χοίρων, χωρίς να έχουν καμία ανάγκη για ζωοτροφές. Ειδικά για τα αιγοπρόβατα, θα μπορούσαμε να μετατραπούμε σε Νέα Ζηλανδία, αφού η ημιορεινή φύση της χώρας είναι ιδανική για την ανάπτυξή τους, ενώ οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες δεν απαιτούν ενσταυλισμό, παρά μόνο για λίγους μήνες κατά τη διάρκεια του έτους. Αυτό θα μείωνε τις τεράστιες εισαγωγές ζωοτροφών, ενώ θα έδινε ένα κρέας εξαιρετικής ποιότητας. Σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, η αξιοποίηση των βοσκοτόπων στην Ελλάδα μπορεί να αποφέρει 4,5 δισ. ευρώ ετησίως!
Ένας ακόμα αναξιοποίητος πλούτος είναι και η αλιεία. Η Ελλάδα, με τα 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμών, τα 300 θαλάσσια είδη, τα ποτάμια (ο Αλιάκμονας έχει 33 είδη ψαριών και ο Αξιός 36), τις λίμνες, τους εκατοντάδες κόλπους, καθώς και τα 3.000 νησιά, είναι ένα φυσικό ιχθυοτροφείο. Ήδη η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, μπορούν να αναπτυχθούν και οι υδατοκαλλιέργειες. Σύμφωνα με έρευνες Καναδών επιστημόνων που διεξήχθησαν για την Google Earth, από τους 21.200 περίπου κλωβούς ιχθυοτροφείων που βρίσκονται στη Μεσόγειο (δορυφορικές εικόνες), οι μισοί περίπου (49%) βρίσκονται στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να υποεκτιμούμε τη συνολική παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας κατά τουλάχιστον 30%! Η Ελλάδα με μόνο ελάχιστα ιχθυοτροφεία, σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να έχει, παράγει το 60% της συνολικής παραγωγής σε συναγρίδα και λαβράκι που εκτρέφονται στην Ε.Ε. και σχεδόν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή!
Αναπτυξιακές προοπτικές
Η χώρα θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να επενδύσει όχι μόνο στη διατροφική της αυτάρκεια, κάτι που ήδη υφίσταται παρόλη την γεωργοκτόνα πολιτική των τελευταίων ετών, αλλά και στην εξάρτηση σε τρόφιμα άλλων χωρών από εμάς, ώστε σε μια πιθανή κρίση να έχουμε συμμάχους τους εμπορικούς μας εταίρους.
Ο φιλότιμος Έλληνας αγρότης, που κατάφερε εδώ και αιώνες να θρέψει τον ελληνικό πληθυσμό, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες, είναι σίγουρο ότι και τώρα θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα καταφέρει να θρέψει τους Έλληνες. Παρόλα αυτά, όμως, η αυτάρκεια σε τρόφιμα απαιτεί συντονισμένη δράση όλων – από τους κρατικούς φορείς και τις αρμόδιες υπηρεσίες, μέχρι τον τελευταίο καταναλωτή, ο οποίος θα πρέπει να αποκτήσει εθνική συνείδηση και να πάψει να καταναλώνει εισαγόμενα, κυρίως τυποποιημένα τρόφιμα αμφίβολης ποιότητας, που ενισχύουν παραγωγούς και οικονομίες άλλων κρατών. Ακόμα και αν οι τιμές των ελληνικών προϊόντων είναι υψηλότερες, θα πρέπει να στηρίξουμε τον αγώνα και τον μόχθο του Έλληνα γεωργού. Η επιστροφή στη μεσογειακή διατροφή, που όλοι αναφέρουν αλλά κανείς δεν εφαρμόζει, είναι αυτή που θα μας προστατεύσει σε πιθανή παύση των εισαγωγών.
Η Ελλάδα δεν είναι απλά μια πλούσια χώρα, αλλά μια κοιμισμένη υπερδύναμη, η οποία θα πρέπει να κάποτε να ξυπνήσει και να ορθοποδήσει, πάντα στηριγμένη στα δικά της πόδια. Με δεδομένη την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού, τα τρόφιμα είναι ένας τομέας ζωτικής σημασίας, που μελλοντικά θα αποτελέσει παγκοσμίως τη μέγιστη προτεραιότητα για κάθε κράτος, αλλά και το υπ’ αριθμόν ένα μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Η αυτονομία στα τρόφιμα είναι η μόνη λύση για την επίτευξη της ελευθερίας των λαών, αλλά και της εθνικής ανεξαρτησίας, αφού η χειρότερη μορφή εξάρτησης είναι εκείνη της διατροφής του πληθυσμού.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές γιατί η παγκοσμιοποίηση, το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και οι πολιτικές της Ε.Ε., του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας χτύπησαν αρχικά την αυτάρκεια σε τρόφιμα των κρατών. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που δεν μας θέλουν ελεύθερους.
* Πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
πηγή: inred.gr