ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ ΜΕ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΤΖΑΚΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Με διαδικασίες εξπρές και σε συνθήκες αδιαφάνειας προωθεί η κυβέρνηση το πολυδιαφημισμένο νομοσχέδιο για τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών συχνοτήτων. Όλες οι υπάρχουσες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι στόχος της κυβέρνησης δεν είναι η κάθαρση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου από το τρίγωνο της διαπλοκής ολιγαρχών- τραπεζών- πολιτικών, ούτε η διασφάλιση έντιμης και πλουραλιστικής ενημέρωσης, αλλά η κατάκτηση μεγαλύτερου κυβερνητικού ελέγχου στο κύκλωμα της ενημέρωσης μέσω ενός ευνοϊκού συμβιβασμού με παλιά και νέα “τζάκια”.
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν καθορίζει ούτε τον αριθμό των αδειών για κανάλια εθνικής εμβέλειας, ούτε το ελάχιστο τίμημα για την απόκτησή της (δηλαδή, την τιμή εκκίνησης στην προβλεπόμενη δημοπρασία). Η Βουλή καλείται να εξουσιοδοτήσει εν λευκώ και για τα δύο ζητήματα την κυβέρνηση- για το πρώτο, τον αρμόδιο υπουργό Επικρατείας, δηλαδή τον Νίκο Παππά και για το δεύτερο τον ίδιο, σε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών.
Ο καθορισμός ως ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων δραχμώνπεριορίζει τη διεκδίκηση των καναλιών εθνικής εμβέλειας σε μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, είτε ελληνικούς, είτε ξένους. Μάλιστα, εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό και εισηγμένες σε χρηματιστήρια τηςΕ.Ε. ή του ΟΟΣΑ θα μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση της ονομαστικοποίησης των μετοχών τους, γεγονός που στην πράξη ακυρώνει τη διαφάνεια στην ιδιοκτησία των καναλιών. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα σφετερισμού ενός δημόσιου αγαθού, όπως οι τηλεοπτικές συχνότητες, από ξένες εταιρείες ή από το διεθνές εφοπλιστικό κεφάλαιο- που ενδιαφέρονται για το “μεγάλο φαγοπότι”, όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ- αποτελεί σαφή παραβίαση του συντάγματος, ακόμη και με την πιο διασταλτική ερμηνεία του. Χωρίς αυτό, φυσικά, να σημαίνει ότι οι εγχώριοι ολιγάρχες δεν παίζουν το γνωστό διαπλεκόμενο εσωτερικό παιχνίδι.
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν κάνει καμία νύξη για το τί μέλλει γενέσθαι αναφορικά με τουςυπερχρεωμένους στις τράπεζες μονοπωλιακούς ομίλους, που ελέγχουν το σημερινόραδιοτηλεοπτικό τοπίο, με τα χρέη τους να υπερβαίνουν αθροιστικά το ένα δισ ευρώ. Όλα δείχνουν ότι το μερίδιο των εν λόγω ομίλων στην καινούργια μοιρασιά, που θα περιλάβει και νέα “τζάκια” του εσωτερικού και του εξωτερικού, συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης πίσω από κλειστές πόρτες, φυσικά ερήμην της Βουλής, με την κυβέρνηση να διεκδικεί, ως αντάλλαγμα, μια ευνοϊκότερη μεταχείριση από τα “κέντρα”.
Το κυριότερο, το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν ανταποκρίνεται στην παλλαϊκή απαίτηση για δημόσιο, όχι κυβερνητικό, έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση και κατά το δυνατόν πολύπλευρη και αντικειμενική ενημέρωση, κάτι που θα απαιτούσε εκ βάθρων αλλαγή του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, θεσμούς κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής των ίδιων των δημοσιογράφων και των άλλων εργαζομένων του Τύπου και κοινωνικών οργανώσεων στη διοίκηση των μέσων. Το κυβερνητικό νομ/διο αναπαράγει με νέο τρόπο τις παμπάλαιες παθολογίες του ασφυκτικού, κυβερνητικού ελέγχου σε μια υποβαθμισμένη δημόσια τηλεόραση και των μυστικών συνδιαλλαγών κυβέρνησης- μονοπωλιακών μιντιακών ομίλων, με θύμα το δικαίωμα του λαού στην ελεύθερη ενημέρωση.
Με διαδικασίες εξπρές και σε συνθήκες αδιαφάνειας προωθεί η κυβέρνηση το πολυδιαφημισμένο νομοσχέδιο για τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών συχνοτήτων. Όλες οι υπάρχουσες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι στόχος της κυβέρνησης δεν είναι η κάθαρση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου από το τρίγωνο της διαπλοκής ολιγαρχών- τραπεζών- πολιτικών, ούτε η διασφάλιση έντιμης και πλουραλιστικής ενημέρωσης, αλλά η κατάκτηση μεγαλύτερου κυβερνητικού ελέγχου στο κύκλωμα της ενημέρωσης μέσω ενός ευνοϊκού συμβιβασμού με παλιά και νέα “τζάκια”.
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν καθορίζει ούτε τον αριθμό των αδειών για κανάλια εθνικής εμβέλειας, ούτε το ελάχιστο τίμημα για την απόκτησή της (δηλαδή, την τιμή εκκίνησης στην προβλεπόμενη δημοπρασία). Η Βουλή καλείται να εξουσιοδοτήσει εν λευκώ και για τα δύο ζητήματα την κυβέρνηση- για το πρώτο, τον αρμόδιο υπουργό Επικρατείας, δηλαδή τον Νίκο Παππά και για το δεύτερο τον ίδιο, σε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών.
Ο καθορισμός ως ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων δραχμώνπεριορίζει τη διεκδίκηση των καναλιών εθνικής εμβέλειας σε μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, είτε ελληνικούς, είτε ξένους. Μάλιστα, εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό και εισηγμένες σε χρηματιστήρια τηςΕ.Ε. ή του ΟΟΣΑ θα μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση της ονομαστικοποίησης των μετοχών τους, γεγονός που στην πράξη ακυρώνει τη διαφάνεια στην ιδιοκτησία των καναλιών. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα σφετερισμού ενός δημόσιου αγαθού, όπως οι τηλεοπτικές συχνότητες, από ξένες εταιρείες ή από το διεθνές εφοπλιστικό κεφάλαιο- που ενδιαφέρονται για το “μεγάλο φαγοπότι”, όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ- αποτελεί σαφή παραβίαση του συντάγματος, ακόμη και με την πιο διασταλτική ερμηνεία του. Χωρίς αυτό, φυσικά, να σημαίνει ότι οι εγχώριοι ολιγάρχες δεν παίζουν το γνωστό διαπλεκόμενο εσωτερικό παιχνίδι.
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν κάνει καμία νύξη για το τί μέλλει γενέσθαι αναφορικά με τουςυπερχρεωμένους στις τράπεζες μονοπωλιακούς ομίλους, που ελέγχουν το σημερινόραδιοτηλεοπτικό τοπίο, με τα χρέη τους να υπερβαίνουν αθροιστικά το ένα δισ ευρώ. Όλα δείχνουν ότι το μερίδιο των εν λόγω ομίλων στην καινούργια μοιρασιά, που θα περιλάβει και νέα “τζάκια” του εσωτερικού και του εξωτερικού, συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης πίσω από κλειστές πόρτες, φυσικά ερήμην της Βουλής, με την κυβέρνηση να διεκδικεί, ως αντάλλαγμα, μια ευνοϊκότερη μεταχείριση από τα “κέντρα”.
Το κυριότερο, το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν ανταποκρίνεται στην παλλαϊκή απαίτηση για δημόσιο, όχι κυβερνητικό, έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση και κατά το δυνατόν πολύπλευρη και αντικειμενική ενημέρωση, κάτι που θα απαιτούσε εκ βάθρων αλλαγή του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, θεσμούς κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής των ίδιων των δημοσιογράφων και των άλλων εργαζομένων του Τύπου και κοινωνικών οργανώσεων στη διοίκηση των μέσων. Το κυβερνητικό νομ/διο αναπαράγει με νέο τρόπο τις παμπάλαιες παθολογίες του ασφυκτικού, κυβερνητικού ελέγχου σε μια υποβαθμισμένη δημόσια τηλεόραση και των μυστικών συνδιαλλαγών κυβέρνησης- μονοπωλιακών μιντιακών ομίλων, με θύμα το δικαίωμα του λαού στην ελεύθερη ενημέρωση.