του Στάθη Κουβελάκη
Η ανακοίνωση της επίτευξης προγραμματικής συμφωνίας με βάση την οποία το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας θα παρέχουν κοινοβουλευτική στήριξη σε κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι μια πολύ σοβαρή εξέλιξη για την ευρωπαϊκή Αριστερά που θα ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση. Εδώ, δημοσιεύουμε κάποιες πρώτες χρήσιμες σκέψεις του Στάθη Κουβελάκη από το Rproject | Resist | Reclaim | Revolt.
Δίστασα πολύ να σχολιάσω τις πρόσφατες εξελίξεις στην Πορτογαλία. Πριν το κάνω άκουσα με πολύ προσοχή τα επιχειρήματα της συντρόφισσας Mariana Mortágua, βουλεύτρια του Μπλόκο της Αριστεράς στην ολομελειακή συζήτηση του συνεδρίου του Historical Materialism στον Λονδίνο στις 7 Νοεμβρίου. Διάβασα επίσης τη συνέντευξη που έδωσε ο Francisco Louçã , ιστορικό ηγετικό στέλεχος του Μπλόκο της Αριστεράς, στον Ugo Palheta στην γαλλική ιστοσελίδα Contretemps[1].
Ωστόσο, με βάση την αδυσώπητη ελληνική εμπειρία, τα μαθήματα της οποίας τώρα άρχισαν να γίνονται ευρύτερα αντιληπτά στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά, αισθάνομαι πως έχω κάποια ευθύνη να απευθύνω μια συντροφική προειδοποίηση στους συντρόφους της πορτογαλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, τόσο στο Μπλόκο της Αριστεράς όσο και στο ΚΚ Πορτογαλίας.
Κατανοώ πως η κατάσταση δεν είναι καθόλου απλή για αυτούς. Υπάρχει τεράστια πίεση από το εκλογικό σώμα που καταψήφισε την δεξιά κυβέρνηση του Κοέλιο, και αισθάνεται ότι έχει κερδίσει τις εκλογές, «να δοθεί μια ευκαιρία» στους Σοσιαλιστές να σχηματίσουν κυβέρνηση και να ανατρέψουν την προσπάθεια που ενορχήστρωσε ο πρόεδρος Καβάκο Σίλβα με την πλήρη στήριξη της ΕΕ για συγκρότηση μειοψηφικής κυβέρνησης της Δεξιάς. Είναι επίσης σαφές ότι μια κυβέρνηση των σοσιαλιστών που θα εξαρτάται από την κοινοβουλευτική στήριξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και, τουλάχιστον τυπικά, θα είναι δεσμευμένη να αντιστρέψει έστω κάποια από τα μέτρα λιτότητας, θα δεχτεί εξαρχής τα πυρά και της ΕΕ και της ντόπιας άρχουσας τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως μπορεί κανείς να κατανοήσει την τακτική της «υποστήριξης χωρίς συμμετοχή» σε μια κυβέρνηση σοσιαλιστών πάνω στη βάση μιας κοινής συμφωνίας η οποία ακυρώνεται αν παραβιαστεί από τους σοσιαλιστές.
Ωστόσο τα ρίσκα είναι μεγάλα και μου φαίνονται κατά πολύ υπέρτερα από τα αναμενόμενα οφέλη, τα οποία κατά τη γνώμη μου είναι κάτι παραπάνω από υποθετικά. Υπάρχουν τρεις διαστάσεις που συνοψίζουν αυτήν την εκτίμηση.
1.Πρώτον, η ιδέα πως ένα κόμμα σαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ) θα ήταν έτοιμο να συγκρουστεί με την ΕΕ και την εγχώρια αστική τάξη για να εφαρμόσει κάποια, έστω εξαιρετικά μετριοπαθή, μέτρα αντι-λιτότητας όπως αυτά που μου φαίνεται απαριθμεί η προγραμματική συμφωνία μεταξύ ΣΚ, Μπλόκο και ΚΚΠ[2], αποτελεί κατά τη γνώμη μου πλήρης αυταπάτη. Ακόμα κι ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια χώρα που έζησε κοινωνικά κινήματα ασύγκριτα μεγαλύτερα από αυτά της Πορτογαλίας, αποδείχτηκε τελικά ανίκανο να ακολουθήσει την συγκρουσιακή τακτική που είναι αναγκαία για να αποσπαστούν ακόμα και οι μικρότερες «παραχωρήσεις». Για να το θέσω πολύ απλά, ακόμα και μια «χαλάρωση» της λιτότητας είναι ανέφικτη χωρίς να αντιμετωπιστεί άμεσα το ζήτημα του χρέους και του ζουρλομανδύα της ευρωζώνης, και είναι τρελό να φανταστεί κανείς έστω και προς στιγμήν ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι πρόθυμο/έτοιμο να ακολουθήσει μια τέτοια πορεία (στην πραγματικότητα ακόμα και το Μπλόκο και το ΚΚΠ είναι σχετικά διστακτικά σε αυτά τα δύο ζητήματα). Δεν είναι τυχαίο εξ’άλλου ότι στο «κοινό πρόγραμμα» ΣΚ και Αριστεράς δεν υπάρχει καμμία αναφορά στο θέμα του χρέους, ενώ οι ηγέτες των Σοσιαλιστών δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι η συμφωνία με την Αριστερά δεν θέτει υπό αίρεση τις «ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Πορτογαλίας».
2. Δεύτερον, η ελληνική εμπειρία έδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος ανάμεσα στην μέχρι το τέλος σύγκρουση και την συνθηκολόγηση. Και αυτό δεν αφορά κάποια ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά αιτήματα, αλλά το πολύ μετριοπαθές πρόγραμμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές το 2015. Ακόμα και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που υπέγραψε ένα επαίσχυντο τρίτο μνημόνιο και έχει δεσμευτεί στην εφαρμογή του, είναι απολύτως ανίκανη να αποσπάσει την παραμικρή παραχώρηση από την ΕΕ σε ζητήματα όπως μια απολύτως μίνιμουμ και ανεπαρκή προστασία των κατοικιών από τις τράπεζες. Οι «θεσμοί» της ΕΕ θα έχουν ακόμα μικρότερη διάθεση να φανούν επιεικείς με μια κυβέρνηση σοσιαλιστών που θα εξαρτάται από την κοινοβουλευτική στήριξη από το Μπλόκο και το ΚΚΠ και ειναι βέβαιο ότι θα επαναφέρουν με την μία ή την άλλη μορφή τους εκβιασμούς στους οποίους υπέβαλαν την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
3. Φυσικά η παροχή κοινοβουλευτικής στήριξης σε μια κυβέρνηση χωρίς να συμμετέχεις σε αυτήν ενέχει λιγότερους κινδύνους από την πλήρη ένταξη σε αυτήν. Είναι κατ’αρχήν εφικτό να αποσύρεις τη στήριξή αν αυτή η κυβέρνηση παραβιάσει κάποιες «κόκκινες γραμμές, αν και η εμπειρία δείχνει πως ο προσδιορισμός αυτών των «κόκκινων γραμμών» δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ πιθανό ότι η ηγεσία του ΣΚ θα χρησιμοποιήσει τη συμφωνία με το Μπλόκο και το ΚΚΠ με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε ο Τσίπρας την αριστερή πτέρυγα του δικού του κόμματος όταν μπήκε στο καθοδικό σπιράλ υποχωρήσεων που έστρωνε το δρόμο στην συνθηκολόγηση. Δηλαδή προβαίνοντας σε ένα διαρκή εκβιασμό με το επιχείρημα «μην τολμήσετε να ρίξετε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας». Και αυτός ο υπολογισμός αποδείχθηκε σωστός: κατάφερε να παγιδεύσει την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έως ώτου ήταν με μια έννοια «πολύ αργά», δηλαδή μέχρι εκείνο το σημείο που η αποχώρηση από την κυβέρνηση είχε μεγάλο κόστος για την αριστερή αντιπολίτευση ενώ ήταν πλέον διαχειρίσιμη για εκείνον.
Για να ανατρέξουμε και σε ένα προηγούμενο ανάλογο παράδειγμα της γειτονικής Ιταλίας, η εμπειρία της «στήριξης χωρίς συμμετοχή» που παρείχε η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην πρώτη «κεντροαριστερή» κυβέρνηση Πρόντι (1996-98), μια στήριξη που αποσύρθηκε μετά από 2 χρόνια, έδειξε επίσης ότι ο «εξ’αριστερών» «μικρός εταίρος» έχει πολύ περισσότερα να χάσει σε μια τέτοια συμμαχία απ’ότι η κεντρική, και κατά πολύ υπέρτερη,δύναμη της «μετριοπαθούς αριστεράς».
Ειδικά όσον αφορά το Μπλόκο της Αριστεράς, στο οποίο νιώθω προσωπικά πιο κοντά, νομίζω πως αυτή η κίνηση αντιφάσκει με την καθαρότητα με την οποία οι σύντροφοι έβγαλαν συμπεράσματα από την ελληνική τραγωδία και άλλαξαν τη θέση τους για το ευρώ –ένα ζήτημα το οποίο τονίστηκε στις παρεμβάσεις και της Μαριάνα Μορτάγκουα και του Φραντσίσκο Λουσά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Λουσά δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «η ελληνική κρίση έδειξε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αδύνατη αν δεν είσαι έτοιμος να φύγεις από το ευρώ». Σε ένα εξαιρετικό της άρθρο, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Jacobin και μεταφράστηκε στα ελληνικά στο Rednotebook[3], το στέλεχος του Μπλόκο Catarina Príncipe είχε διεξοδικά αναλύσει πως η εμπειρία της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ είχε οδηγήσει σε αισθητή μετατόπιση της μέχρι πρότινος έντονα «ευρωπαϊστικής» προσέγγιση του κόμματος, μια μετατόπιση που επιβραβεύτηκε από τους πορτογάλους εκλογείς.
Η διατύπωση διαφωνιών με συντρόφους που παλεύουν σε μια άλλη χώρα είναι πάντα ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Πολύ φοβάμαι όμως πως η πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά μπαίνει σε ένα μονοπάτι που θα καταλήξει στην κατασπατάληση του πολύτιμου πολιτικού κεφαλαίου που με τόσο κόπο κατάφερε να συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια. Η έκταση της συντριβής που υπέστη ο ελληνικός λαός και η Αριστερά της χώρας μου, καθώς και το προσωπικό μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί σ’αυτό το εγχείρημα, με υποχρεώνουν να αναλάβω το ρίσκο να τοποθετηθώ δημόσια.
Ευχόμενος φυσικά, όπως και όταν έγραφα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ελληνική συγκυρία τους τελευταίους μήνες, να αποδειχθεί ότι κάνω λάθος.
Λονδίνο 9 Νοεμβρίου 2015
[1]http://www.contretemps.eu/interviews/nouvelle-situation-politique-portugal-entretien-francisco-lou%C3%A7%C3%A3
[2]Μια περίληψη στα αγγλικά του προγράμματος εδώ http://www.esquerda.net/en/artigo/left-wing-agreement-increases-incomes-and-ends-privatisations/39472Τα βασικά μέτρα είναι η σταδιακή αποκατάσταση κατώτερου μισθού και κάποιων κοινωνικών επιδομάτων στα προ-Μνημονίων επίπεδα, η κατάργηση ορισμένων μέτρων υπερφορολόγησης των χαμηλών εισοδημάτων και μέτρα μεταρύθμισης του φορολογικού συστήματος και πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων με επαναφορά στο δημόσιο του νερού.
[3]http://rednotebook.gr/2015/10/gia-tis-ekloges-ke-tin-epomeni-mera-stin-portogalia-tis-katarina-prinsipe/
Ωστόσο, με βάση την αδυσώπητη ελληνική εμπειρία, τα μαθήματα της οποίας τώρα άρχισαν να γίνονται ευρύτερα αντιληπτά στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά, αισθάνομαι πως έχω κάποια ευθύνη να απευθύνω μια συντροφική προειδοποίηση στους συντρόφους της πορτογαλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, τόσο στο Μπλόκο της Αριστεράς όσο και στο ΚΚ Πορτογαλίας.
Κατανοώ πως η κατάσταση δεν είναι καθόλου απλή για αυτούς. Υπάρχει τεράστια πίεση από το εκλογικό σώμα που καταψήφισε την δεξιά κυβέρνηση του Κοέλιο, και αισθάνεται ότι έχει κερδίσει τις εκλογές, «να δοθεί μια ευκαιρία» στους Σοσιαλιστές να σχηματίσουν κυβέρνηση και να ανατρέψουν την προσπάθεια που ενορχήστρωσε ο πρόεδρος Καβάκο Σίλβα με την πλήρη στήριξη της ΕΕ για συγκρότηση μειοψηφικής κυβέρνησης της Δεξιάς. Είναι επίσης σαφές ότι μια κυβέρνηση των σοσιαλιστών που θα εξαρτάται από την κοινοβουλευτική στήριξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και, τουλάχιστον τυπικά, θα είναι δεσμευμένη να αντιστρέψει έστω κάποια από τα μέτρα λιτότητας, θα δεχτεί εξαρχής τα πυρά και της ΕΕ και της ντόπιας άρχουσας τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως μπορεί κανείς να κατανοήσει την τακτική της «υποστήριξης χωρίς συμμετοχή» σε μια κυβέρνηση σοσιαλιστών πάνω στη βάση μιας κοινής συμφωνίας η οποία ακυρώνεται αν παραβιαστεί από τους σοσιαλιστές.
Ωστόσο τα ρίσκα είναι μεγάλα και μου φαίνονται κατά πολύ υπέρτερα από τα αναμενόμενα οφέλη, τα οποία κατά τη γνώμη μου είναι κάτι παραπάνω από υποθετικά. Υπάρχουν τρεις διαστάσεις που συνοψίζουν αυτήν την εκτίμηση.
1.Πρώτον, η ιδέα πως ένα κόμμα σαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ) θα ήταν έτοιμο να συγκρουστεί με την ΕΕ και την εγχώρια αστική τάξη για να εφαρμόσει κάποια, έστω εξαιρετικά μετριοπαθή, μέτρα αντι-λιτότητας όπως αυτά που μου φαίνεται απαριθμεί η προγραμματική συμφωνία μεταξύ ΣΚ, Μπλόκο και ΚΚΠ[2], αποτελεί κατά τη γνώμη μου πλήρης αυταπάτη. Ακόμα κι ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια χώρα που έζησε κοινωνικά κινήματα ασύγκριτα μεγαλύτερα από αυτά της Πορτογαλίας, αποδείχτηκε τελικά ανίκανο να ακολουθήσει την συγκρουσιακή τακτική που είναι αναγκαία για να αποσπαστούν ακόμα και οι μικρότερες «παραχωρήσεις». Για να το θέσω πολύ απλά, ακόμα και μια «χαλάρωση» της λιτότητας είναι ανέφικτη χωρίς να αντιμετωπιστεί άμεσα το ζήτημα του χρέους και του ζουρλομανδύα της ευρωζώνης, και είναι τρελό να φανταστεί κανείς έστω και προς στιγμήν ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι πρόθυμο/έτοιμο να ακολουθήσει μια τέτοια πορεία (στην πραγματικότητα ακόμα και το Μπλόκο και το ΚΚΠ είναι σχετικά διστακτικά σε αυτά τα δύο ζητήματα). Δεν είναι τυχαίο εξ’άλλου ότι στο «κοινό πρόγραμμα» ΣΚ και Αριστεράς δεν υπάρχει καμμία αναφορά στο θέμα του χρέους, ενώ οι ηγέτες των Σοσιαλιστών δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι η συμφωνία με την Αριστερά δεν θέτει υπό αίρεση τις «ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Πορτογαλίας».
2. Δεύτερον, η ελληνική εμπειρία έδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος ανάμεσα στην μέχρι το τέλος σύγκρουση και την συνθηκολόγηση. Και αυτό δεν αφορά κάποια ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά αιτήματα, αλλά το πολύ μετριοπαθές πρόγραμμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές το 2015. Ακόμα και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που υπέγραψε ένα επαίσχυντο τρίτο μνημόνιο και έχει δεσμευτεί στην εφαρμογή του, είναι απολύτως ανίκανη να αποσπάσει την παραμικρή παραχώρηση από την ΕΕ σε ζητήματα όπως μια απολύτως μίνιμουμ και ανεπαρκή προστασία των κατοικιών από τις τράπεζες. Οι «θεσμοί» της ΕΕ θα έχουν ακόμα μικρότερη διάθεση να φανούν επιεικείς με μια κυβέρνηση σοσιαλιστών που θα εξαρτάται από την κοινοβουλευτική στήριξη από το Μπλόκο και το ΚΚΠ και ειναι βέβαιο ότι θα επαναφέρουν με την μία ή την άλλη μορφή τους εκβιασμούς στους οποίους υπέβαλαν την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
3. Φυσικά η παροχή κοινοβουλευτικής στήριξης σε μια κυβέρνηση χωρίς να συμμετέχεις σε αυτήν ενέχει λιγότερους κινδύνους από την πλήρη ένταξη σε αυτήν. Είναι κατ’αρχήν εφικτό να αποσύρεις τη στήριξή αν αυτή η κυβέρνηση παραβιάσει κάποιες «κόκκινες γραμμές, αν και η εμπειρία δείχνει πως ο προσδιορισμός αυτών των «κόκκινων γραμμών» δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ πιθανό ότι η ηγεσία του ΣΚ θα χρησιμοποιήσει τη συμφωνία με το Μπλόκο και το ΚΚΠ με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε ο Τσίπρας την αριστερή πτέρυγα του δικού του κόμματος όταν μπήκε στο καθοδικό σπιράλ υποχωρήσεων που έστρωνε το δρόμο στην συνθηκολόγηση. Δηλαδή προβαίνοντας σε ένα διαρκή εκβιασμό με το επιχείρημα «μην τολμήσετε να ρίξετε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας». Και αυτός ο υπολογισμός αποδείχθηκε σωστός: κατάφερε να παγιδεύσει την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έως ώτου ήταν με μια έννοια «πολύ αργά», δηλαδή μέχρι εκείνο το σημείο που η αποχώρηση από την κυβέρνηση είχε μεγάλο κόστος για την αριστερή αντιπολίτευση ενώ ήταν πλέον διαχειρίσιμη για εκείνον.
Για να ανατρέξουμε και σε ένα προηγούμενο ανάλογο παράδειγμα της γειτονικής Ιταλίας, η εμπειρία της «στήριξης χωρίς συμμετοχή» που παρείχε η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην πρώτη «κεντροαριστερή» κυβέρνηση Πρόντι (1996-98), μια στήριξη που αποσύρθηκε μετά από 2 χρόνια, έδειξε επίσης ότι ο «εξ’αριστερών» «μικρός εταίρος» έχει πολύ περισσότερα να χάσει σε μια τέτοια συμμαχία απ’ότι η κεντρική, και κατά πολύ υπέρτερη,δύναμη της «μετριοπαθούς αριστεράς».
Ειδικά όσον αφορά το Μπλόκο της Αριστεράς, στο οποίο νιώθω προσωπικά πιο κοντά, νομίζω πως αυτή η κίνηση αντιφάσκει με την καθαρότητα με την οποία οι σύντροφοι έβγαλαν συμπεράσματα από την ελληνική τραγωδία και άλλαξαν τη θέση τους για το ευρώ –ένα ζήτημα το οποίο τονίστηκε στις παρεμβάσεις και της Μαριάνα Μορτάγκουα και του Φραντσίσκο Λουσά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Λουσά δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «η ελληνική κρίση έδειξε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αδύνατη αν δεν είσαι έτοιμος να φύγεις από το ευρώ». Σε ένα εξαιρετικό της άρθρο, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Jacobin και μεταφράστηκε στα ελληνικά στο Rednotebook[3], το στέλεχος του Μπλόκο Catarina Príncipe είχε διεξοδικά αναλύσει πως η εμπειρία της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ είχε οδηγήσει σε αισθητή μετατόπιση της μέχρι πρότινος έντονα «ευρωπαϊστικής» προσέγγιση του κόμματος, μια μετατόπιση που επιβραβεύτηκε από τους πορτογάλους εκλογείς.
Η διατύπωση διαφωνιών με συντρόφους που παλεύουν σε μια άλλη χώρα είναι πάντα ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Πολύ φοβάμαι όμως πως η πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά μπαίνει σε ένα μονοπάτι που θα καταλήξει στην κατασπατάληση του πολύτιμου πολιτικού κεφαλαίου που με τόσο κόπο κατάφερε να συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια. Η έκταση της συντριβής που υπέστη ο ελληνικός λαός και η Αριστερά της χώρας μου, καθώς και το προσωπικό μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί σ’αυτό το εγχείρημα, με υποχρεώνουν να αναλάβω το ρίσκο να τοποθετηθώ δημόσια.
Ευχόμενος φυσικά, όπως και όταν έγραφα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ελληνική συγκυρία τους τελευταίους μήνες, να αποδειχθεί ότι κάνω λάθος.
Λονδίνο 9 Νοεμβρίου 2015
[1]http://www.contretemps.eu/interviews/nouvelle-situation-politique-portugal-entretien-francisco-lou%C3%A7%C3%A3
[2]Μια περίληψη στα αγγλικά του προγράμματος εδώ http://www.esquerda.net/en/artigo/left-wing-agreement-increases-incomes-and-ends-privatisations/39472Τα βασικά μέτρα είναι η σταδιακή αποκατάσταση κατώτερου μισθού και κάποιων κοινωνικών επιδομάτων στα προ-Μνημονίων επίπεδα, η κατάργηση ορισμένων μέτρων υπερφορολόγησης των χαμηλών εισοδημάτων και μέτρα μεταρύθμισης του φορολογικού συστήματος και πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων με επαναφορά στο δημόσιο του νερού.
[3]http://rednotebook.gr/2015/10/gia-tis-ekloges-ke-tin-epomeni-mera-stin-portogalia-tis-katarina-prinsipe/