Ανέστης Ταρπάγκος
Μετά από μια εξαετία παρατεταμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (2008 – 14), καθώς και άτεγκτων μνημονιακών πολιτικών, ο ελληνικός καπιταλισμός, από το 2014 και μετά εμφανίζει σαφέστατες ενδείξεις ανάκαμψης του κύκλου εργασιών του και κυρίως της κερδοφορίας του.
Αυτό προκύπτει μέσα από την ανάλυση των πρόσφατων στοιχείων ισολογισμών που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας και αφορούν στον εταιρικό ιδιωτικό τομέα αναφορικά με τις χρήσεις και τουςισολογισμούς για το 2014 / 2013 [ ICAP «Εξέλιξη οικονομικών μεγεθών 14.223 ελληνικών επιχειρήσεων που δημοσίευσαν ισολογισμούς χρήσης 2014 / 2013» “Business leaders in Greece 2015” ]. Οι εξελίξεις αυτές αφορούν τόσο τις μεγάλες εταιρίες που εμφανίζουν σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίου, και καλύπτουν το 49% των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας καθώς και υπερδιπλάσια κέρδη EBITDA (κέρδη των επιχειρήσεων από λειτουργικές δραστηριότητες πριν την αφαίρεση χρηματοοικονομικών εσόδων – εξόδων καθώς και αποσβέσεων παγίων κεφαλαίων) της τάξης των 10 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, όσο και τις υπόλοιπες 22.500 εταιρίες της ιδιωτικής οικονομίας που και αυτές παρουσιάζουν σαφή σημάδια ανακοπής της προηγούμενης φθίνουσας πορείας.
Η αστική κερδοφορία πάνω από τις ανάγκες κοινωνικής ανάπτυξης ;
Πρόκειται πλέον για το υλικό αποτέλεσμα αφενός των εκκαθαρίσεων των μη κερδοφόρων και ανταγωνιστικών κεφαλαίων που εμφάνιζαν ζημίες, και προκάλεσαν την κοινωνική καταστροφή του τετραπλασιασμού του ποσοστού της ανεργίας, και αφετέρου της εφαρμογής των Μνημονίων από το 2010 μέχρι σήμερα που επέφεραν ολοκληρωτική αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, σαφέστατες μειώσεις του κατώτατου μισθού, κατάργηση των αποδοχών που προέκυπταν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ελαστικοποίηση της ιστορικής οκτάωρης απασχόλησης προς τα πάνω και προς τα κάτω. Υπ’ αυτή την έννοια η αστική πολιτική κατόρθωσε να επιτύχει την ανάκαμψη της αποδοτικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, σκορπώντας ταυτόχρονα τον όλεθρο στην εργατική τάξη και το σύνολο του εργαζόμενου λαού. Κι’ αυτά παρόλο που οι πωλήσεις κινήθηκαν σε σταθεροποιημένα επίπεδα, εντούτοις παρουσίασαν άνοδο του λειτουργικού τους αποτελέσματος (1,89 δισεκατ. ευρώ το 2014 έναντι 287 εκατομ. ευρώ το 2013), πράγμα που καταδεικνύει ότι η σημερινή ανάκαμψη της κερδοφορίας δεν προέρχεται από την όποια οικονομική ανάπτυξη, αλλά αποκλειστικά από την συγκράτηση του εργατικού κόστους.
Στο σύνολο των δύο-τρίτων των επιχειρήσεων του εταιρικού (καπιταλιστικού) τομέα της οικονομίας (14.200 εταιρίες επί συνόλου 22.500) που παρέχουν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών για το 2014 / 2013, αναδεικνύεται πλέον μια σαφής τάση υπέρβασης των ζημιογόνων αποτελεσμάτων και σχετικής επικράτησης των κερδοφόρων επιχειρηματικών κεφαλαίων. Έτσι το 59% των εταιριών (8.431) ήταν κερδοφόρες στην τελευταία οικονομική χρήση έναντι 41% (5.792) που ήταν ζημιογόνες. Μάλιστα τα κέρδη EBITDA για τις 14.200 εταιρίες πέρασαν από τα 8,1 δισεκατ. ευρώ (2013) στα 9,7 δισεκατ. ευρώ (2014), ενώ η κερδοφορία τους προ φόρων κατέγραψε μείωση των ζημιογόνων τους αποτελεσμάτων από τα -1,4 δισεκατ. ζημίες στα -0,6 δισεκατ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός συνεχίζει προφανώς να περιδινίζεται στην εξαετή του κρίση υπερσυσσώρευσης, εντούτοις μηδενίζει σχεδόν τις ζημίες της προηγούμενης περιόδου και χάρις στην παρατεταμένη μνημονιακή πολιτική μπαίνει σε μια τροχιά κερδοφορίας, χωρίς εντούτοις αυτή να έχει συνολικά αναπτυξιακά αποτελέσματα. Άλλωστε για την αστική τάξη της χώρας το ζητούμενο δεν είναι βέβαια η κοινωνική ανάπτυξη της οικονομίας με την συνακόλουθη αντιμετώπιση της ανεργίας και όλων των άλλων παραμέτρων που έχουν υποστεί καίρια πλήγματα (εργατικοί μισθοί και δικαιώματα, δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες κ.ά.), αλλά η εξασφάλιση μιας ισχυρής κερδοφορίας ενός σημαντικού τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας που είναι και ο όρος αναπαραγωγής της ως κυρίαρχης τάξης της χώρας.
Τα χαρακτηριστικά αυτά της δυαδικότητας του επιχειρηματικού κεφαλαίου (ώθηση πλειονότητας κερδοφόρων μερίδων έναντι μειονότητας ζημιογόνων τομέων) αφορούν και στους επιμέρους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι στις βιομηχανικές επιχειρήσεις τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν από 1,8 δισεκατ. στα 2,2 δισεκατ., ενώ στα προ φόρων κέρδη είχαν μείωση των ζημιών από τα - 0,7 δισεκατ. ευρώ στα –0,3 δισεκατ. ευρώ. Αντίστοιχα στον τομέα των υπηρεσιών τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν στην διετία 2014 / 2013 από τα 3,9 δισεκατ. ευρώ στα 4,4 δισεκατ. ευρώ, ενώ τα προ φόρων κέρδη (ζημίες) μειώθηκαν από τα - 1,2 δισεκατ. ευρώ στα - 0,9 δισεκατ. ευρώ κλπ.
Κοινωνική δικαιοσύνη με τον καπιταλισμό στο απυρόβλητο ;
Το σημαντικότερο γεγονός που καταγράφεται στις εξελίξεις του ελληνικού καπιταλισμού είναι ωστόσο η ανάδειξη ενός ισχυρού τμήματός των 500 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων που κατέχουν ηγεμονική θέση σε όλους τους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας. Αυτές, πέρα από την σοβαρή αύξηση των κερδών EBITDA (από τα 8,5 δισεκατ. ευρώ το 2013 στα 10,0 δισεκατ. το 2014), παρουσίασαν και σημαντική αύξηση της καθαρής κερδοφορίας τους προ φόρων στην διετία 2014 / 2013, από τα 3,4 δισεκατ. ευρώ στα 4,3 δισεκατ. ευρώ (ετήσια αύξηση 27,5%). Κι’ αυτά καθώς ο κύκλος εργασιών τους παρέμεινε σχεδόν στάσιμος στην τελευταία διετία (από 75,9 δισεκατ. ευρώ σε 77,0 δισεκατ. ευρώ), πράγμα ακριβώς που καταδεικνύει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας εξ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών. Μάλιστα αυτή η άνοδος της αποδοτικότητας του κεφαλαίου εκτείνεται σε όλους τους κλάδους, με την προφανή εξαίρεση των συστημικών τραπεζών, που παρουσίασαν μεγάλες ζημίες.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτές τις 500 εταιρίες με σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίου, και ενώ η βιομηχανία κατέχει το 17% των κερδών EBITDA, και το εμπόριο το 12%, ο τομέας των υπηρεσιών αποσπά το 55% της συνολικής κερδοφορίας. Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι την πρώτη πεντάδα των ελληνικών κερδοφόρων επιχειρήσεων απαρτίζουν δημόσιες εταιρίες που έχουν αποκρατικοποιηθεί ή αντιμετωπίζεται η ιδιωτικοποίησή τους, με μοναδική εξαίρεση τον Όμιλο Μυτιληναίου : ΔΕΗ , ΟΤΕ, COSMOTE, ΟΠΑΠ, OLYMPIA DEVELOPMENT ; Αυτό και μόνον το στοιχείο καταδεικνύει και ερμηνεύει το γεγονός του μείζονος ενδιαφέροντος του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου για την παραχώρηση των ελληνικών δημόσιων επιχειρήσεων, που έχουν κυρίαρχη θέση στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες και στα τυχερά παιχνίδια.
Έτσι στη βιομηχανία κυρίως διατροφής και φαρμάκων οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις (π.χ. ΜΕΤΚΑ, ΚΑΡΕΛΙΑ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ κλπ.) αποκόμισαν κερδοφορία 324 εκατ. ευρώ, στο εμπόριο οι αντίστοιχες πέντε αλυσίδες σούπερ μάρκετ (λ.χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ κλπ.) συγκέντρωσαν κέρδη ύψους 425 εκατ. ευρώ, ενώ οι πέντε προηγούμενες της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών πραγματοποίησαν κέρδη EBITDA της τάξης των 2,4 δισεκατ. ευρώ. Η ολιγοπωλιοποίηση του επιχειρηματικού κεφαλαίου που ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των 500 μεγάλων επιχειρήσεων, παρόλο που καταδεικνύει μια ορισμένη δυναμική τους, εντούτοις δεν καταργεί τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα της ιεραρχικής επιχειρηματικής πυραμίδας.
Τα αστικά οικονομικά και ιδεολογικά κέντρα, διαπιστώνοντας αυτή την συνολική βελτίωση των αποτελεσμάτων της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα μάλιστα την ενίσχυση της κερδοφορίας των 500 μεγαλυτέρων ελληνικών επιχειρήσεων, προβάλλουν την αντίληψη ότι επιτέλους άνοιξε ο δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας, στο μέτρο που αυτές οι μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις θα αποτελέσουν την «ατμομηχανή» που θα σύρει το σύνολο του ελληνικού καπιταλισμού. Έχουν όμως τα πράγματα όπως τα αντιλαμβάνονται οι εκπρόσωποι της αστικής πολιτικής ; Κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει : Αυτή η απαρχή εξόδου του επιχειρηματικού κεφαλαίου από το τούνελ της κρίσης υπερσυσσώρευσης, έγινε δυνατή χάρις στον μνημονιακό όλεθρο των εργαζομένων, και συνοδεύεται σταθερά από μια μακροχρόνια υφεσιακή κατάσταση. Ταυτόχρονα δεν έχει οδηγήσει σε καμία αύξηση της απασχόλησης στην διετία 2014 / 2013, ούτε σε οποιαδήποτε στοιχειώδη βελτίωση των εργατικών αποδοχών (αποκατάσταση κατώτατου μισθού και μισθών των συλλογικών συμβάσεων). Πρόκειται δηλαδή τελικά για μια «ανάπτυξη» που σηματοδοτείται μονοσήμαντα από την ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών, ενώ συνεπιφέρει και προϋποθέτει την κοινωνική εξαθλίωση των μεγαλύτερων τμημάτων της μισθωτής εργασίας. Μια στοιχειωδώς αριστερή ριζοσπαστική πολιτική θα έθετε ακριβώς στο επίκεντρο της την αποκατάσταση αυτής της ισορροπίας, δηλαδή την κοινωνική χρησιμοποίηση αυτού του παραγόμενου ιδιωτικού επιχειρηματικού πλούτου (δια μέσου μιας ισχυρότατης φορολόγησης, δραστικών εκτάκτων εισφορών και μισθολογικών αυξήσεων) προς όφελος των θυμάτων της ίδιας της καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή πρωτίστως των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων.
Μετά από μια εξαετία παρατεταμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (2008 – 14), καθώς και άτεγκτων μνημονιακών πολιτικών, ο ελληνικός καπιταλισμός, από το 2014 και μετά εμφανίζει σαφέστατες ενδείξεις ανάκαμψης του κύκλου εργασιών του και κυρίως της κερδοφορίας του.
Αυτό προκύπτει μέσα από την ανάλυση των πρόσφατων στοιχείων ισολογισμών που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας και αφορούν στον εταιρικό ιδιωτικό τομέα αναφορικά με τις χρήσεις και τουςισολογισμούς για το 2014 / 2013 [ ICAP «Εξέλιξη οικονομικών μεγεθών 14.223 ελληνικών επιχειρήσεων που δημοσίευσαν ισολογισμούς χρήσης 2014 / 2013» “Business leaders in Greece 2015” ]. Οι εξελίξεις αυτές αφορούν τόσο τις μεγάλες εταιρίες που εμφανίζουν σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίου, και καλύπτουν το 49% των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας καθώς και υπερδιπλάσια κέρδη EBITDA (κέρδη των επιχειρήσεων από λειτουργικές δραστηριότητες πριν την αφαίρεση χρηματοοικονομικών εσόδων – εξόδων καθώς και αποσβέσεων παγίων κεφαλαίων) της τάξης των 10 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, όσο και τις υπόλοιπες 22.500 εταιρίες της ιδιωτικής οικονομίας που και αυτές παρουσιάζουν σαφή σημάδια ανακοπής της προηγούμενης φθίνουσας πορείας.
Η αστική κερδοφορία πάνω από τις ανάγκες κοινωνικής ανάπτυξης ;
Πρόκειται πλέον για το υλικό αποτέλεσμα αφενός των εκκαθαρίσεων των μη κερδοφόρων και ανταγωνιστικών κεφαλαίων που εμφάνιζαν ζημίες, και προκάλεσαν την κοινωνική καταστροφή του τετραπλασιασμού του ποσοστού της ανεργίας, και αφετέρου της εφαρμογής των Μνημονίων από το 2010 μέχρι σήμερα που επέφεραν ολοκληρωτική αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, σαφέστατες μειώσεις του κατώτατου μισθού, κατάργηση των αποδοχών που προέκυπταν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ελαστικοποίηση της ιστορικής οκτάωρης απασχόλησης προς τα πάνω και προς τα κάτω. Υπ’ αυτή την έννοια η αστική πολιτική κατόρθωσε να επιτύχει την ανάκαμψη της αποδοτικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, σκορπώντας ταυτόχρονα τον όλεθρο στην εργατική τάξη και το σύνολο του εργαζόμενου λαού. Κι’ αυτά παρόλο που οι πωλήσεις κινήθηκαν σε σταθεροποιημένα επίπεδα, εντούτοις παρουσίασαν άνοδο του λειτουργικού τους αποτελέσματος (1,89 δισεκατ. ευρώ το 2014 έναντι 287 εκατομ. ευρώ το 2013), πράγμα που καταδεικνύει ότι η σημερινή ανάκαμψη της κερδοφορίας δεν προέρχεται από την όποια οικονομική ανάπτυξη, αλλά αποκλειστικά από την συγκράτηση του εργατικού κόστους.
Στο σύνολο των δύο-τρίτων των επιχειρήσεων του εταιρικού (καπιταλιστικού) τομέα της οικονομίας (14.200 εταιρίες επί συνόλου 22.500) που παρέχουν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών για το 2014 / 2013, αναδεικνύεται πλέον μια σαφής τάση υπέρβασης των ζημιογόνων αποτελεσμάτων και σχετικής επικράτησης των κερδοφόρων επιχειρηματικών κεφαλαίων. Έτσι το 59% των εταιριών (8.431) ήταν κερδοφόρες στην τελευταία οικονομική χρήση έναντι 41% (5.792) που ήταν ζημιογόνες. Μάλιστα τα κέρδη EBITDA για τις 14.200 εταιρίες πέρασαν από τα 8,1 δισεκατ. ευρώ (2013) στα 9,7 δισεκατ. ευρώ (2014), ενώ η κερδοφορία τους προ φόρων κατέγραψε μείωση των ζημιογόνων τους αποτελεσμάτων από τα -1,4 δισεκατ. ζημίες στα -0,6 δισεκατ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός συνεχίζει προφανώς να περιδινίζεται στην εξαετή του κρίση υπερσυσσώρευσης, εντούτοις μηδενίζει σχεδόν τις ζημίες της προηγούμενης περιόδου και χάρις στην παρατεταμένη μνημονιακή πολιτική μπαίνει σε μια τροχιά κερδοφορίας, χωρίς εντούτοις αυτή να έχει συνολικά αναπτυξιακά αποτελέσματα. Άλλωστε για την αστική τάξη της χώρας το ζητούμενο δεν είναι βέβαια η κοινωνική ανάπτυξη της οικονομίας με την συνακόλουθη αντιμετώπιση της ανεργίας και όλων των άλλων παραμέτρων που έχουν υποστεί καίρια πλήγματα (εργατικοί μισθοί και δικαιώματα, δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες κ.ά.), αλλά η εξασφάλιση μιας ισχυρής κερδοφορίας ενός σημαντικού τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας που είναι και ο όρος αναπαραγωγής της ως κυρίαρχης τάξης της χώρας.
Τα χαρακτηριστικά αυτά της δυαδικότητας του επιχειρηματικού κεφαλαίου (ώθηση πλειονότητας κερδοφόρων μερίδων έναντι μειονότητας ζημιογόνων τομέων) αφορούν και στους επιμέρους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι στις βιομηχανικές επιχειρήσεις τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν από 1,8 δισεκατ. στα 2,2 δισεκατ., ενώ στα προ φόρων κέρδη είχαν μείωση των ζημιών από τα - 0,7 δισεκατ. ευρώ στα –0,3 δισεκατ. ευρώ. Αντίστοιχα στον τομέα των υπηρεσιών τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν στην διετία 2014 / 2013 από τα 3,9 δισεκατ. ευρώ στα 4,4 δισεκατ. ευρώ, ενώ τα προ φόρων κέρδη (ζημίες) μειώθηκαν από τα - 1,2 δισεκατ. ευρώ στα - 0,9 δισεκατ. ευρώ κλπ.
Κοινωνική δικαιοσύνη με τον καπιταλισμό στο απυρόβλητο ;
Το σημαντικότερο γεγονός που καταγράφεται στις εξελίξεις του ελληνικού καπιταλισμού είναι ωστόσο η ανάδειξη ενός ισχυρού τμήματός των 500 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων που κατέχουν ηγεμονική θέση σε όλους τους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας. Αυτές, πέρα από την σοβαρή αύξηση των κερδών EBITDA (από τα 8,5 δισεκατ. ευρώ το 2013 στα 10,0 δισεκατ. το 2014), παρουσίασαν και σημαντική αύξηση της καθαρής κερδοφορίας τους προ φόρων στην διετία 2014 / 2013, από τα 3,4 δισεκατ. ευρώ στα 4,3 δισεκατ. ευρώ (ετήσια αύξηση 27,5%). Κι’ αυτά καθώς ο κύκλος εργασιών τους παρέμεινε σχεδόν στάσιμος στην τελευταία διετία (από 75,9 δισεκατ. ευρώ σε 77,0 δισεκατ. ευρώ), πράγμα ακριβώς που καταδεικνύει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας εξ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών. Μάλιστα αυτή η άνοδος της αποδοτικότητας του κεφαλαίου εκτείνεται σε όλους τους κλάδους, με την προφανή εξαίρεση των συστημικών τραπεζών, που παρουσίασαν μεγάλες ζημίες.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτές τις 500 εταιρίες με σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίου, και ενώ η βιομηχανία κατέχει το 17% των κερδών EBITDA, και το εμπόριο το 12%, ο τομέας των υπηρεσιών αποσπά το 55% της συνολικής κερδοφορίας. Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι την πρώτη πεντάδα των ελληνικών κερδοφόρων επιχειρήσεων απαρτίζουν δημόσιες εταιρίες που έχουν αποκρατικοποιηθεί ή αντιμετωπίζεται η ιδιωτικοποίησή τους, με μοναδική εξαίρεση τον Όμιλο Μυτιληναίου : ΔΕΗ , ΟΤΕ, COSMOTE, ΟΠΑΠ, OLYMPIA DEVELOPMENT ; Αυτό και μόνον το στοιχείο καταδεικνύει και ερμηνεύει το γεγονός του μείζονος ενδιαφέροντος του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου για την παραχώρηση των ελληνικών δημόσιων επιχειρήσεων, που έχουν κυρίαρχη θέση στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες και στα τυχερά παιχνίδια.
Έτσι στη βιομηχανία κυρίως διατροφής και φαρμάκων οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις (π.χ. ΜΕΤΚΑ, ΚΑΡΕΛΙΑ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ κλπ.) αποκόμισαν κερδοφορία 324 εκατ. ευρώ, στο εμπόριο οι αντίστοιχες πέντε αλυσίδες σούπερ μάρκετ (λ.χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ κλπ.) συγκέντρωσαν κέρδη ύψους 425 εκατ. ευρώ, ενώ οι πέντε προηγούμενες της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών πραγματοποίησαν κέρδη EBITDA της τάξης των 2,4 δισεκατ. ευρώ. Η ολιγοπωλιοποίηση του επιχειρηματικού κεφαλαίου που ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των 500 μεγάλων επιχειρήσεων, παρόλο που καταδεικνύει μια ορισμένη δυναμική τους, εντούτοις δεν καταργεί τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα της ιεραρχικής επιχειρηματικής πυραμίδας.
Τα αστικά οικονομικά και ιδεολογικά κέντρα, διαπιστώνοντας αυτή την συνολική βελτίωση των αποτελεσμάτων της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα μάλιστα την ενίσχυση της κερδοφορίας των 500 μεγαλυτέρων ελληνικών επιχειρήσεων, προβάλλουν την αντίληψη ότι επιτέλους άνοιξε ο δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας, στο μέτρο που αυτές οι μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις θα αποτελέσουν την «ατμομηχανή» που θα σύρει το σύνολο του ελληνικού καπιταλισμού. Έχουν όμως τα πράγματα όπως τα αντιλαμβάνονται οι εκπρόσωποι της αστικής πολιτικής ; Κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει : Αυτή η απαρχή εξόδου του επιχειρηματικού κεφαλαίου από το τούνελ της κρίσης υπερσυσσώρευσης, έγινε δυνατή χάρις στον μνημονιακό όλεθρο των εργαζομένων, και συνοδεύεται σταθερά από μια μακροχρόνια υφεσιακή κατάσταση. Ταυτόχρονα δεν έχει οδηγήσει σε καμία αύξηση της απασχόλησης στην διετία 2014 / 2013, ούτε σε οποιαδήποτε στοιχειώδη βελτίωση των εργατικών αποδοχών (αποκατάσταση κατώτατου μισθού και μισθών των συλλογικών συμβάσεων). Πρόκειται δηλαδή τελικά για μια «ανάπτυξη» που σηματοδοτείται μονοσήμαντα από την ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών, ενώ συνεπιφέρει και προϋποθέτει την κοινωνική εξαθλίωση των μεγαλύτερων τμημάτων της μισθωτής εργασίας. Μια στοιχειωδώς αριστερή ριζοσπαστική πολιτική θα έθετε ακριβώς στο επίκεντρο της την αποκατάσταση αυτής της ισορροπίας, δηλαδή την κοινωνική χρησιμοποίηση αυτού του παραγόμενου ιδιωτικού επιχειρηματικού πλούτου (δια μέσου μιας ισχυρότατης φορολόγησης, δραστικών εκτάκτων εισφορών και μισθολογικών αυξήσεων) προς όφελος των θυμάτων της ίδιας της καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή πρωτίστως των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων.