Σπύρος Στάλιας, οικονομολόγος PhD
Υπάρχουν τα ‘οικονομικά της ανεργίας’ και τα ‘οικονομικά της πλήρους απασχόλησης’. Ένα χρόνο με ‘πρώτη φορά αριστερά’, όλοι έχουμε πειστεί πια, ότι αυτή η κυβέρνηση ασκεί τα οικονομικά της ανεργίας ως την μοναδική πολιτική που θα βγάλει την χώρα από την κρίση. Παρακάτω έχω μια μικρή ιστορία, πως αυτοί που ισχυρίζονται ότι έλκουν την καταγωγή τους από τη επιστήμη-φιλοσοφία του Μαρξ, πηγαίνουν δήθεν να διαπραγματευτούν στην Ευρώπη, και έχουν στο νου τους ότι ακριβώς έχει και ο Σόϊμπλε. Πως κατάντησαν έτσι;
Μάλλον το όλο θέμα έχει να κάνει με την κατανόηση των οικονομικών τους αρχών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών τους αναζητήσεων. Και όσο το θέμα ήταν στο κεφάλι τους, δεν έτρεχε και τίποτα, αλλά όταν γίνεται πολιτική εφαρμοσμένη, τα πράγματα τότε δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με επικίνδυνους αγύρτες.
Το πιο σημαντικό γεγονός του 20ου αιώνα ήταν η μεγάλη ύφεση του 1929. Το 1929 κατέρρευσε αιφνιδίως η παγκόσμια ζήτηση και κατ’ επέκταση η παγκόσμια παραγωγή, η δε ανεργία κατέστη μόνιμο φαινόμενο σε ψηλά επίπεδα.
Η κρίση έπρεπε να ερμηνευθεί, έτσι ώστε να ακολουθηθούν εκείνες οι πολιτικές, που θα έβγαζαν κράτη και λαούς από αυτό το τσουνάμι της παγκόσμιας ύφεσης.
Που απέδωσε την κρίση του 1929 και την επιμένουσα διάρκεια της η κρατούσα ακαδημία; Η αιτία της κρίσης αποδόθηκε στις άκαμπτες υψηλές τιμές και στους επίσης υψηλούς άκαμπτους μισθούς, ως αποτέλεσμα επικράτησης στις αγορές μονοπωλίων και ισχυρών συνδικάτων, και ως αποτέλεσμα της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία.
Οι αριστεροί οικονομολόγοι του είδους αυτού πως κατανόησαν την κρίση του 1929; Με ευχαρίστηση επιβεβαίωσαν την θεωρία τους ότι ο καπιταλισμός είναι εγγενώς ασταθής. Αλλά όπως όλοι οι οικονομολόγοι εκείνης της εποχής ανεξαρτήτου ονόματος, συντηρητικός, φιλελεύθερος, ριζοσπάστης, αριστερος, κατέληγαν στο ίδιο μελαγχολικό συμπέρασμα. Η ύφεση μόνη της θα περάσει μέσω μιας ‘δημιουργικής λιτότητας’ δηλαδή, αν διαλυθούν τα μονοπώλια, αν καταργηθούν τα εργατικά συνδικάτα και αν το κράτος δρα μόνο για τα ελάχιστα αναγκαία.
Στο μεσοδιάστημα κοινωνίες και άνθρωποι θα έπρεπε να την ‘βγάλουν πέρα όπως μπορούν’. Ορισμένοι μαρξιστές αντέτειναν σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτή την ‘δημιουργική λιτότητα’, που αυθορμήτως πηγάζει και εφαρμόζεται από το ίδιο το σύστημα για να αυτοδιορθωθεί, ακολούθησαν όλοι οι πολιτικοί της εποχής.
Αποτέλεσμα, στην Ευρώπη οι 18 Δημοκρατίες που ιδρύθηκαν μετά το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να καταρρεύσουν και να μετατραπούν σε δικτατορίες.
Στην Αμερική, ο πρόεδρος Χούβερ επέβαλε σκληρή λιτότητα το 1929, με αποτέλεσμα το 1933, η Αμερική να βρεθεί στα όρια της καταστροφής. Η Γερμανία μετά από σκληρή λιτότητα 3 ετών βρέθηκε με τον Χίτλερ Κυβερνήτη την ίδια εποχή. Όλα κορυφώθηκαν με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που δεν αποφεύχθηκε.
Στο μεσοδιάστημα όμως, όλοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται, ότι η επιμονή στη σταθερότητα των τιμών δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα, και ότι θα έπρεπε να δοθεί βάρος, ως κριτήριο πολιτικής σταθερότητας, στην απασχόληση και στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Αυτή η αλλαγή ως προς το δέον ήταν αποτέλεσμα της κεϋνσιανής επανάστασης.
Το 1936 δημοσιεύτηκε το Βιβλίο του Κέϋνς η «Γενική Θεωρία Απασχόλησης Τόκου και Χρήματος’. Πιό ήταν το βαρυσήμαντο μήνυμα του Κέϋνς μέσα από αυτό το πόνημα;
Το βασικό μήνυμα της Κεϋνσιανής Επανάστασης ήταν, και είναι ακόμα, ότι η οικονομία είναι ότι θέλουν οι άνθρωποι να είναι. Αυτή την αντίληψη του αιωνίου οικονομικού συστήματος, ο Κέϋνς την κατέλυσε, και απελευθέρωσε τους ανθρώπους από αυτούς που έχουν το δήθεν περιορισμένο χρήμα.
Ο Κέϋνς απέδειξε ότι η κρίση δεν οφείλετε στους άκαμπτους υψηλούς μισθούς, στις τιμές και στο κακό κράτος, δηλαδή σε παράγοντες της προσφοράς, αλλά στον κερδοσκοπικό τρόπο που λειτουργούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, με την έννοια ότι το χρήμα δεν επιστρέφει στην παραγωγή.
Όταν λοιπόν η οικονομία πάσχει από βαριά κρίση, τότε η Κυβέρνηση, του κράτους που εκδίδει το νόμισμα του, δεν έχει μόνο την υποχρέωση να δαπανήσει, αλλά μπορεί να δαπανήσει οσοδήποτε είναι αναγκαίο για να αυξήσει την ζήτηση σε αγαθά και υπηρεσίες, που μπορεί να παράξει η οικονομία της, έστω και στις τιμές που είναι άκαμπτες και υψηλές, έτσι ώστε να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση πόρων και ανθρώπων, ασχέτως του ύψους του ελλείμματος που είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Τα γεγονότα επαλήθευαν πλήρως τον Κέϋνς.
Πως η αυτή η αριστερά αντέδρασε σε αυτή την μακρινή μπαλιά του Κέϋνς προς αυτούς, αφού ο Μαρξ είχε μιλήσει πρώτος για κρίση λόγω έλλειψης ζήτησης. Δεν ανταποκρίθηκε, δεν κατάλαβε ότι μπορούσε να κυβερνήσει.
Τον Ιούλιο του 1944 συγκροτήθηκε το σύστημα Μπρέττον Γούντς το όποιο ενεργοποιήθηκε στα τέλη του 1946 από 32 χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Το σύστημα αυτό ήταν η πρώτη πετυχημένη προσπάθεια για να τεθεί η παγκόσμια οικονομία σε τάξη, έχοντας υπ’ όψη τα αιματηρά 50 πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.
Στο σύστημα του Μπρέττον Γούντς τα κράτη είχαν σταθερές ισοτιμίες νομισμάτων, με αναφορά στο δολάριο, πλην όμως προσαρμοζόμενες, ανάλογα με την εξέλιξη των οικονομικών τους, επικυρίαρχη εσωτερική οικονομική πολιτική και κατά συνέπεια υπήρχε έλεγχος στην διακίνηση κεφαλαίων.
Ο έλεγχος κεφαλαίων σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας, δεν είναι αναγκασμένη ανάλογα των συγκυριών να θέτει επιτόκια που να εμποδίζουν την ροη κεφαλαίων από και προς την χώρα. Αυτό σηματοδοτούσε ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να είναι χαμηλά όσο το δυνατόν πιο πολύ. Τι σημαίνει αυτό;
Τα χαμηλά επιτόκια οδηγούν τα κεφάλαια από τις κερδοσκοπικές τραπεζικές αναζητήσεις και από του κεφαλαιούχους-εισοδηματίες στην παραγωγή, στους βιομηχάνους και στους βιομηχανικούς εργάτες, στην κατανάλωση και στις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Επιπρόσθετα τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν τον κίνδυνο μη αποπληρωμής των κρατικών χρεών, έτσι η ενεργός δημοσιονομική πολιτική μπορεί να επιδιωχθεί χωρίς τον κίνδυνο το χρέος να γίνει εκρηκτικό ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, μιλώντας με νεοκλασικούς όρους.
Έτσι η ανάπτυξη της περιόδου του Μπρέττον Γούντς συνδυάστηκε με τον σταδιακό θάνατο των τραπεζιτών, των κερδοσκόπων, και των εισοδηματιών.
Η ‘ευθανασία των ραντιέριδων’ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του Μπρέττον Γούντς και της κεϋνσιανής σκέψης τότε και τώρα.
Επιπροσθέτως, η ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και η σχετικώς ανεμπόδιστη δημοσιονομική πολιτική, συνεπάγονταν την πλήρη απασχόληση, με ευθύνη του κράτους, και την δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας για τους φτωχότερους και τους ανέργους και στην δημιουργία του κοινωνικού κράτους για όλους.
Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης με την σειρά της αύξησε την διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων με αποτέλεσμα πολλά κόμματα που είχαν δεσμούς με τα εργατικά συνδικάτα να κυβερνήσουν για πολλά χρόνια τις δυτικές οικονομίες.
Η εφαρμογή των αρχών του Μπρέττον Γούντς στη δυτική οικονομία, έως το 1971, συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία υπήρξε η ταχύτερη ανάπτυξη που παρουσιάστηκε ποτέ κάτω από οποιοδήποτε νομισματικό καθεστώς, και η περίοδος αυτή δικαιολογημένα παρουσιάζεται ως η ‘χρυσή εποχή του καπιταλισμού’.
Οι αριστεροί αυτοί από όλη αυτή την κοσμογονία απουσίαζαν παντελώς σεμνά από το θεωρητικό επίπεδο, πλην ορισμένων φωτισμένων μαρξιστών.
Στο πολιτικό επίπεδο, που το κράτος ήδη είχε αναλάβει να εκπληρώσει του στόχους της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, οι αριστεροί οργάνωναν ασφαλείς ‘κοινωνικούς αγώνες’. Εδικαιούντο δεν υποχρεούντο.
Το 1971 η συμφωνία του Μπρέττον Γούντς κατέρρευσε μετά την άρνηση του Προέδρου Νίξον, η Αμερική να ικανοποιεί κάθε ζήτηση σε χρυσό. Τότε θα υπέθετε κάνεις, ότι θα άνοιγε μια νέα εποχή ‘Κεϋνσιανής Συμφωνίας’, ακόμα πιο δυναμική για την ανάπτυξη και την διεθνή συνεργασία. Τα κράτη γινόντουσαν χρηματοδοτικά πια, εντελώς ανεξάρτητα με την επικράτηση των ελεύθερων συναλλαγματικών ισοτιμιών και την μη εμπλοκή των Κεντρικών Τραπεζών στις διεθνείς αγορές για τον προσδιορισμό των αξιών των νομισμάτων. Αλλά για τους διανοουμένους αριστερούς αυτού του είδους τα πράγματα δεν ήσαν έτσι.
Εκείνη την εποχή επιτέλους είχαμε, μετά από χρόνια σιωπής, από την αριστερά, κριτική για το κεϋνσιανό κράτος, όπως διαμορφώθηκε και όπως λειτούργησε μετά το 1945. Η κριτική μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.
Το κεϋνσιανό κράτος αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα να διατηρεί και να δημιουργεί τους όρους κερδοφόρας συσσώρευσης κεφαλαίου για τους καπιταλιστές από την μια, και από την άλλη να διατηρεί και να δημιουργεί όρους κοινωνικής αρμονίας μέσω της πλήρους απασχόλησης βρίσκεται σε αντίφαση. Αυτό συνεπάγεται εξαιρετικά υψηλές δαπάνες, τις οποίες το κράτος μπορεί να εξασφαλίσει μέσω μιας διαρκώς αυξανόμενης φορολογίας και δανεισμού, πράγμα που είναι αδύνατον, με αποτέλεσμα να προκύψει κρίση. Με άλλα λόγια οι διανοούμενοι αυτοί, εξηγούσαν πια την κρίση μέσω των αντιφατικών στόχων του κράτους και από την αδυναμία του κράτους να φορολογεί διαρκώς και να δανείζεται διαρκώς.
Ξεπέρασαν έτσι αυτοί οι αριστεροί τις θέσεις των Μαρξ και Κέϋνς, που ερμήνευαν την κρίση μέσω της έλλειψης επαρκών δαπανών για την στήριξη ικανοποιητικής δημιουργίας κεφαλαίου και παραγωγής.
Ταυτόχρονα την εποχή εκείνη υπήρξε σταδιακά και η απελευθέρωση της διακίνησης των κεφαλαίων. Οι αριστεροί αυτοί έβαλαν και αυτή την μεταβλητή στο μοντέλο τους, και κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η δημοσιονομική αδυναμία του κράτους και η παγκοσμιοποίηση, αποτελούν εμπόδια για ένα εθνικό κράτος να δαπανά και να διατηρεί την πλήρη απασχόληση.
Το να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο, αποτελεί παμμεγίστη άγνοια για το πώς τα πράγματα λειτουργούν. Κάθε κράτος που εκδίδει το νόμισμα του, σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης της αξίας των νομισμάτων, έχει την απεριόριστη δυνατότητα να φορολογεί για να προστατεύει την αξία του νομίσματος,, να εκδίδει νόμισμα όσο επιθυμεί, να δημιουργεί ελλείμματα όσο αυτό κρίνει, έως ότου επιτύχει την πλήρη απασχόληση. Αλλά τέτοιου είδους συμπεράσματα, ότι το χρήμα είναι περιορισμένο, ότι το χρήμα διακατέχεται από κάποιους, ότι το χρήμα είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή, ότι το κράτος μπορεί να πτωχεύσει, ότι το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί μισθούς, ασφαλιστικό, υγεία, παιδεία, είναι συμπέρασμα των νεοφιλελευθέρων που ανοίγουν την πόρτα στη λιτότητα και στην ανεργία. Οι αριστεροί της ευρωαναζήτησης, εδώ ταυτίστηκαν με τους νεοφιλελευθέρους, αλλά διατήρησαν το όνομα τους.
Όταν το 1973 εκδηλώθηκε η πετρελαϊκή κρίση που συνοδεύτηκε από υψηλό πληθωρισμό, πρώτα και καλύτερα τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα, με επικεφαλής το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα, εφήρμοσαν τις πολιτικές της λιτότητας, και στη συνέχεια πρώτα και καλύτερα υιοθέτησαν το Μάαστριχτ, πρώτα και καλύτερα υιοθέτησαν το ευρώ, και στην κρίση του 2008 ξαναβρεθήκαν στην δίνη θέση του 1929.
Όταν λοιπόν τα παιδιά του Σύριζα πηγαίνουν στο Βερολίνο να ‘διαπραγματευτούν’, ως ‘πρώτη φορά αριστερά’, διακρίνει κανείς να έχουν κάποια άλλη θεωρία εκτός από αυτή του κυρίου Σόιμπλε; Προφανώς νοιάζονται για τις τράπεζες και όχι για τους ανέργους.
Είναι καιρός να αλλάξουμε αυτούς που μας κυβερνούν. Είναι αγράμματοι, και κατά συνέπεια είναι άρπαγες, φιλόδοξοι, ανεύθυνοι, επικίνδυνοι για την Πατρίδα.
Η επιστροφή στο Εθνικό Νόμισμα είναι επιτακτική ανάγκη μέσω ενός πατριωτικού γενναίου και ρωμαλέου κινήματος. Προσοχή η εκλογή Μητσοτάκη θολώνει πάλι τα νερά.
Υπάρχουν τα ‘οικονομικά της ανεργίας’ και τα ‘οικονομικά της πλήρους απασχόλησης’. Ένα χρόνο με ‘πρώτη φορά αριστερά’, όλοι έχουμε πειστεί πια, ότι αυτή η κυβέρνηση ασκεί τα οικονομικά της ανεργίας ως την μοναδική πολιτική που θα βγάλει την χώρα από την κρίση. Παρακάτω έχω μια μικρή ιστορία, πως αυτοί που ισχυρίζονται ότι έλκουν την καταγωγή τους από τη επιστήμη-φιλοσοφία του Μαρξ, πηγαίνουν δήθεν να διαπραγματευτούν στην Ευρώπη, και έχουν στο νου τους ότι ακριβώς έχει και ο Σόϊμπλε. Πως κατάντησαν έτσι;
Μάλλον το όλο θέμα έχει να κάνει με την κατανόηση των οικονομικών τους αρχών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών τους αναζητήσεων. Και όσο το θέμα ήταν στο κεφάλι τους, δεν έτρεχε και τίποτα, αλλά όταν γίνεται πολιτική εφαρμοσμένη, τα πράγματα τότε δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με επικίνδυνους αγύρτες.
Το πιο σημαντικό γεγονός του 20ου αιώνα ήταν η μεγάλη ύφεση του 1929. Το 1929 κατέρρευσε αιφνιδίως η παγκόσμια ζήτηση και κατ’ επέκταση η παγκόσμια παραγωγή, η δε ανεργία κατέστη μόνιμο φαινόμενο σε ψηλά επίπεδα.
Η κρίση έπρεπε να ερμηνευθεί, έτσι ώστε να ακολουθηθούν εκείνες οι πολιτικές, που θα έβγαζαν κράτη και λαούς από αυτό το τσουνάμι της παγκόσμιας ύφεσης.
Που απέδωσε την κρίση του 1929 και την επιμένουσα διάρκεια της η κρατούσα ακαδημία; Η αιτία της κρίσης αποδόθηκε στις άκαμπτες υψηλές τιμές και στους επίσης υψηλούς άκαμπτους μισθούς, ως αποτέλεσμα επικράτησης στις αγορές μονοπωλίων και ισχυρών συνδικάτων, και ως αποτέλεσμα της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία.
Οι αριστεροί οικονομολόγοι του είδους αυτού πως κατανόησαν την κρίση του 1929; Με ευχαρίστηση επιβεβαίωσαν την θεωρία τους ότι ο καπιταλισμός είναι εγγενώς ασταθής. Αλλά όπως όλοι οι οικονομολόγοι εκείνης της εποχής ανεξαρτήτου ονόματος, συντηρητικός, φιλελεύθερος, ριζοσπάστης, αριστερος, κατέληγαν στο ίδιο μελαγχολικό συμπέρασμα. Η ύφεση μόνη της θα περάσει μέσω μιας ‘δημιουργικής λιτότητας’ δηλαδή, αν διαλυθούν τα μονοπώλια, αν καταργηθούν τα εργατικά συνδικάτα και αν το κράτος δρα μόνο για τα ελάχιστα αναγκαία.
Στο μεσοδιάστημα κοινωνίες και άνθρωποι θα έπρεπε να την ‘βγάλουν πέρα όπως μπορούν’. Ορισμένοι μαρξιστές αντέτειναν σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτή την ‘δημιουργική λιτότητα’, που αυθορμήτως πηγάζει και εφαρμόζεται από το ίδιο το σύστημα για να αυτοδιορθωθεί, ακολούθησαν όλοι οι πολιτικοί της εποχής.
Αποτέλεσμα, στην Ευρώπη οι 18 Δημοκρατίες που ιδρύθηκαν μετά το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να καταρρεύσουν και να μετατραπούν σε δικτατορίες.
Στην Αμερική, ο πρόεδρος Χούβερ επέβαλε σκληρή λιτότητα το 1929, με αποτέλεσμα το 1933, η Αμερική να βρεθεί στα όρια της καταστροφής. Η Γερμανία μετά από σκληρή λιτότητα 3 ετών βρέθηκε με τον Χίτλερ Κυβερνήτη την ίδια εποχή. Όλα κορυφώθηκαν με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που δεν αποφεύχθηκε.
Στο μεσοδιάστημα όμως, όλοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται, ότι η επιμονή στη σταθερότητα των τιμών δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα, και ότι θα έπρεπε να δοθεί βάρος, ως κριτήριο πολιτικής σταθερότητας, στην απασχόληση και στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Αυτή η αλλαγή ως προς το δέον ήταν αποτέλεσμα της κεϋνσιανής επανάστασης.
Το 1936 δημοσιεύτηκε το Βιβλίο του Κέϋνς η «Γενική Θεωρία Απασχόλησης Τόκου και Χρήματος’. Πιό ήταν το βαρυσήμαντο μήνυμα του Κέϋνς μέσα από αυτό το πόνημα;
Το βασικό μήνυμα της Κεϋνσιανής Επανάστασης ήταν, και είναι ακόμα, ότι η οικονομία είναι ότι θέλουν οι άνθρωποι να είναι. Αυτή την αντίληψη του αιωνίου οικονομικού συστήματος, ο Κέϋνς την κατέλυσε, και απελευθέρωσε τους ανθρώπους από αυτούς που έχουν το δήθεν περιορισμένο χρήμα.
Ο Κέϋνς απέδειξε ότι η κρίση δεν οφείλετε στους άκαμπτους υψηλούς μισθούς, στις τιμές και στο κακό κράτος, δηλαδή σε παράγοντες της προσφοράς, αλλά στον κερδοσκοπικό τρόπο που λειτουργούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, με την έννοια ότι το χρήμα δεν επιστρέφει στην παραγωγή.
Όταν λοιπόν η οικονομία πάσχει από βαριά κρίση, τότε η Κυβέρνηση, του κράτους που εκδίδει το νόμισμα του, δεν έχει μόνο την υποχρέωση να δαπανήσει, αλλά μπορεί να δαπανήσει οσοδήποτε είναι αναγκαίο για να αυξήσει την ζήτηση σε αγαθά και υπηρεσίες, που μπορεί να παράξει η οικονομία της, έστω και στις τιμές που είναι άκαμπτες και υψηλές, έτσι ώστε να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση πόρων και ανθρώπων, ασχέτως του ύψους του ελλείμματος που είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Τα γεγονότα επαλήθευαν πλήρως τον Κέϋνς.
Πως η αυτή η αριστερά αντέδρασε σε αυτή την μακρινή μπαλιά του Κέϋνς προς αυτούς, αφού ο Μαρξ είχε μιλήσει πρώτος για κρίση λόγω έλλειψης ζήτησης. Δεν ανταποκρίθηκε, δεν κατάλαβε ότι μπορούσε να κυβερνήσει.
Τον Ιούλιο του 1944 συγκροτήθηκε το σύστημα Μπρέττον Γούντς το όποιο ενεργοποιήθηκε στα τέλη του 1946 από 32 χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Το σύστημα αυτό ήταν η πρώτη πετυχημένη προσπάθεια για να τεθεί η παγκόσμια οικονομία σε τάξη, έχοντας υπ’ όψη τα αιματηρά 50 πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.
Στο σύστημα του Μπρέττον Γούντς τα κράτη είχαν σταθερές ισοτιμίες νομισμάτων, με αναφορά στο δολάριο, πλην όμως προσαρμοζόμενες, ανάλογα με την εξέλιξη των οικονομικών τους, επικυρίαρχη εσωτερική οικονομική πολιτική και κατά συνέπεια υπήρχε έλεγχος στην διακίνηση κεφαλαίων.
Ο έλεγχος κεφαλαίων σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας, δεν είναι αναγκασμένη ανάλογα των συγκυριών να θέτει επιτόκια που να εμποδίζουν την ροη κεφαλαίων από και προς την χώρα. Αυτό σηματοδοτούσε ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να είναι χαμηλά όσο το δυνατόν πιο πολύ. Τι σημαίνει αυτό;
Τα χαμηλά επιτόκια οδηγούν τα κεφάλαια από τις κερδοσκοπικές τραπεζικές αναζητήσεις και από του κεφαλαιούχους-εισοδηματίες στην παραγωγή, στους βιομηχάνους και στους βιομηχανικούς εργάτες, στην κατανάλωση και στις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Επιπρόσθετα τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν τον κίνδυνο μη αποπληρωμής των κρατικών χρεών, έτσι η ενεργός δημοσιονομική πολιτική μπορεί να επιδιωχθεί χωρίς τον κίνδυνο το χρέος να γίνει εκρηκτικό ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, μιλώντας με νεοκλασικούς όρους.
Έτσι η ανάπτυξη της περιόδου του Μπρέττον Γούντς συνδυάστηκε με τον σταδιακό θάνατο των τραπεζιτών, των κερδοσκόπων, και των εισοδηματιών.
Η ‘ευθανασία των ραντιέριδων’ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του Μπρέττον Γούντς και της κεϋνσιανής σκέψης τότε και τώρα.
Επιπροσθέτως, η ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και η σχετικώς ανεμπόδιστη δημοσιονομική πολιτική, συνεπάγονταν την πλήρη απασχόληση, με ευθύνη του κράτους, και την δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας για τους φτωχότερους και τους ανέργους και στην δημιουργία του κοινωνικού κράτους για όλους.
Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης με την σειρά της αύξησε την διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων με αποτέλεσμα πολλά κόμματα που είχαν δεσμούς με τα εργατικά συνδικάτα να κυβερνήσουν για πολλά χρόνια τις δυτικές οικονομίες.
Η εφαρμογή των αρχών του Μπρέττον Γούντς στη δυτική οικονομία, έως το 1971, συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία υπήρξε η ταχύτερη ανάπτυξη που παρουσιάστηκε ποτέ κάτω από οποιοδήποτε νομισματικό καθεστώς, και η περίοδος αυτή δικαιολογημένα παρουσιάζεται ως η ‘χρυσή εποχή του καπιταλισμού’.
Οι αριστεροί αυτοί από όλη αυτή την κοσμογονία απουσίαζαν παντελώς σεμνά από το θεωρητικό επίπεδο, πλην ορισμένων φωτισμένων μαρξιστών.
Στο πολιτικό επίπεδο, που το κράτος ήδη είχε αναλάβει να εκπληρώσει του στόχους της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, οι αριστεροί οργάνωναν ασφαλείς ‘κοινωνικούς αγώνες’. Εδικαιούντο δεν υποχρεούντο.
Το 1971 η συμφωνία του Μπρέττον Γούντς κατέρρευσε μετά την άρνηση του Προέδρου Νίξον, η Αμερική να ικανοποιεί κάθε ζήτηση σε χρυσό. Τότε θα υπέθετε κάνεις, ότι θα άνοιγε μια νέα εποχή ‘Κεϋνσιανής Συμφωνίας’, ακόμα πιο δυναμική για την ανάπτυξη και την διεθνή συνεργασία. Τα κράτη γινόντουσαν χρηματοδοτικά πια, εντελώς ανεξάρτητα με την επικράτηση των ελεύθερων συναλλαγματικών ισοτιμιών και την μη εμπλοκή των Κεντρικών Τραπεζών στις διεθνείς αγορές για τον προσδιορισμό των αξιών των νομισμάτων. Αλλά για τους διανοουμένους αριστερούς αυτού του είδους τα πράγματα δεν ήσαν έτσι.
Εκείνη την εποχή επιτέλους είχαμε, μετά από χρόνια σιωπής, από την αριστερά, κριτική για το κεϋνσιανό κράτος, όπως διαμορφώθηκε και όπως λειτούργησε μετά το 1945. Η κριτική μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.
Το κεϋνσιανό κράτος αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα να διατηρεί και να δημιουργεί τους όρους κερδοφόρας συσσώρευσης κεφαλαίου για τους καπιταλιστές από την μια, και από την άλλη να διατηρεί και να δημιουργεί όρους κοινωνικής αρμονίας μέσω της πλήρους απασχόλησης βρίσκεται σε αντίφαση. Αυτό συνεπάγεται εξαιρετικά υψηλές δαπάνες, τις οποίες το κράτος μπορεί να εξασφαλίσει μέσω μιας διαρκώς αυξανόμενης φορολογίας και δανεισμού, πράγμα που είναι αδύνατον, με αποτέλεσμα να προκύψει κρίση. Με άλλα λόγια οι διανοούμενοι αυτοί, εξηγούσαν πια την κρίση μέσω των αντιφατικών στόχων του κράτους και από την αδυναμία του κράτους να φορολογεί διαρκώς και να δανείζεται διαρκώς.
Ξεπέρασαν έτσι αυτοί οι αριστεροί τις θέσεις των Μαρξ και Κέϋνς, που ερμήνευαν την κρίση μέσω της έλλειψης επαρκών δαπανών για την στήριξη ικανοποιητικής δημιουργίας κεφαλαίου και παραγωγής.
Ταυτόχρονα την εποχή εκείνη υπήρξε σταδιακά και η απελευθέρωση της διακίνησης των κεφαλαίων. Οι αριστεροί αυτοί έβαλαν και αυτή την μεταβλητή στο μοντέλο τους, και κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η δημοσιονομική αδυναμία του κράτους και η παγκοσμιοποίηση, αποτελούν εμπόδια για ένα εθνικό κράτος να δαπανά και να διατηρεί την πλήρη απασχόληση.
Το να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο, αποτελεί παμμεγίστη άγνοια για το πώς τα πράγματα λειτουργούν. Κάθε κράτος που εκδίδει το νόμισμα του, σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης της αξίας των νομισμάτων, έχει την απεριόριστη δυνατότητα να φορολογεί για να προστατεύει την αξία του νομίσματος,, να εκδίδει νόμισμα όσο επιθυμεί, να δημιουργεί ελλείμματα όσο αυτό κρίνει, έως ότου επιτύχει την πλήρη απασχόληση. Αλλά τέτοιου είδους συμπεράσματα, ότι το χρήμα είναι περιορισμένο, ότι το χρήμα διακατέχεται από κάποιους, ότι το χρήμα είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή, ότι το κράτος μπορεί να πτωχεύσει, ότι το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί μισθούς, ασφαλιστικό, υγεία, παιδεία, είναι συμπέρασμα των νεοφιλελευθέρων που ανοίγουν την πόρτα στη λιτότητα και στην ανεργία. Οι αριστεροί της ευρωαναζήτησης, εδώ ταυτίστηκαν με τους νεοφιλελευθέρους, αλλά διατήρησαν το όνομα τους.
Όταν το 1973 εκδηλώθηκε η πετρελαϊκή κρίση που συνοδεύτηκε από υψηλό πληθωρισμό, πρώτα και καλύτερα τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα, με επικεφαλής το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα, εφήρμοσαν τις πολιτικές της λιτότητας, και στη συνέχεια πρώτα και καλύτερα υιοθέτησαν το Μάαστριχτ, πρώτα και καλύτερα υιοθέτησαν το ευρώ, και στην κρίση του 2008 ξαναβρεθήκαν στην δίνη θέση του 1929.
Όταν λοιπόν τα παιδιά του Σύριζα πηγαίνουν στο Βερολίνο να ‘διαπραγματευτούν’, ως ‘πρώτη φορά αριστερά’, διακρίνει κανείς να έχουν κάποια άλλη θεωρία εκτός από αυτή του κυρίου Σόιμπλε; Προφανώς νοιάζονται για τις τράπεζες και όχι για τους ανέργους.
Είναι καιρός να αλλάξουμε αυτούς που μας κυβερνούν. Είναι αγράμματοι, και κατά συνέπεια είναι άρπαγες, φιλόδοξοι, ανεύθυνοι, επικίνδυνοι για την Πατρίδα.
Η επιστροφή στο Εθνικό Νόμισμα είναι επιτακτική ανάγκη μέσω ενός πατριωτικού γενναίου και ρωμαλέου κινήματος. Προσοχή η εκλογή Μητσοτάκη θολώνει πάλι τα νερά.
sxedio-b.gr