Στις 19, 20 και 21 του Φλεβάρη στη Μαδρίτη θα πραγματοποιηθεί μια ενδιαφέρουσα πανευρωπαϊκή διάσκεψη, «με κύριο στόχο τη ρήξη με το καθεστώς λιτότητας της ΕΕ…».
Η Διάσκεψη της Μαδρίτης έρχεται σε συνέχεια της συνάντησης στο Παρίσι, με τίτλο «Για ένα Σχέδιο Β στην Ευρώπη», που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία των: Ζαν Λυκ Μελανσόν (ευρωβουλευτή και συνιδρυτή του Γαλλικού Κόμματος της
Η Διάσκεψη της Μαδρίτης έρχεται σε συνέχεια της συνάντησης στο Παρίσι, με τίτλο «Για ένα Σχέδιο Β στην Ευρώπη», που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία των: Ζαν Λυκ Μελανσόν (ευρωβουλευτή και συνιδρυτή του Γαλλικού Κόμματος της
Αριστεράς), Όσκαρ Λαφοντέν
Κωνσταντοπούλου και του Γ. Βαρουφάκη.
Το κάλεσμα για τη Μαδρίτη έχει διευρυνθεί. Μιλώντας για τους πολιτικούς «χώρους», διακρίνουμε την Αριστερά των Podemos (Anticapitalistas), στελέχη του NPA (Γαλλία) και της 4ης Διεθνούς, του πορτογαλικού Μπλόκο (Φραντσίσκο Λούσα), του CUP (Καταλονία), της Λαϊκής Ενότητας (Ν. Χουντής) από την Ελλάδα, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιρλανδίας (Πολ Μέρφι), στελέχη της Ελληνικής Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους, αλλά και διανοούμενους της ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως η Σούζαν Τζορτζ, ο Ερίκ Τουσαίν, ο Κεν Λόουτς, ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, ο Τζέιμς Πέτρας, ο Ταρίκ Αλί, όπως και οι Στάθης Κουβελάκης, Κώστας Λαπαβίτσας, Σταύρος Τομπάζος κ.ά. Την πρόσκληση έχει επίσης υπογράψει η ευρωβουλευτής Σοφία Σακοράφα.
Κρίση
Η πρωτοβουλία έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου σε όλη την Ευρώπη έχουν ξαμολυθεί τα «κακά σκυλιά». Η λιτότητα τσακίζει κόκαλα παντού, ενώ η μόνη στρατηγική που θεωρείται «νόμιμη» απέναντι στην κρίση είναι η ακόμα σκληρότερη λιτότητα.
Όμως τα πλήγματα δεν αφορούν μόνο την οικονομία. Με αφορμή το κύμα προσφύγων από τη Συρία και την Ανατολή (κύμα που πυροδότησε η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και οι πόλεμοι), ένας άνεμος ρατσισμού σαρώνει την Ευρώπη. Αντιδραστικές ιδέες, κυβερνητικές πολιτικές και ακροδεξιά επιθετικότητα, απαιτούν να αποδεχθούμε την αθλιότητα να πνίγονται χιλιάδες άνθρωποι με μικρά παιδιά, να σακατεύονται προσπαθώντας να διασχίσουν διαδοχικούς «φράχτες», «σύρματα» και σύνορα από τον Έβρο μέχρι το Καλαί.
Καθόλου τυχαία, όλα αυτά συνδυάζονται με μια όλο και πιο φανερή βαθύτατη στροφή ενάντια στις δημοκρατικές ελευθερίες και κατακτήσεις: στη Γαλλία η κυβέρνηση Ολάντ επιχειρεί να μονιμοποιήσει το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», στις σκανδιναβικές χώρες ψηφίζονται πρωτοφανείς νόμοι θεσμοθέτησης της ξενοφοβίας, ενώ στο κέντρο της Ευρώπης αναπτύσσεται μια γραβατοφορεμένη ακροδεξιά που νομιμοποιεί τη νεοναζιστική εγκληματικότητα ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Είναι σίγουρο ότι περισσότερο από ποτέ στις σύγχρονες συνθήκες είναι αναγκαίος ένας συντονισμός στην πάλη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Πολιτική
Όλα αυτά ξεδιπλώνονται σε ιδιόμορφες πολιτικές συνθήκες. Η βαθιά μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ προς το σοσιαλφιλελευθερισμό έχει σπείρει απογοήτευση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Το πολιτικό σχέδιο για ανατροπή της λιτότητας στην Ελλάδα, στον «αδύναμο κρίκο» του καπιταλισμού στην Ευρώπη, μέσα από τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ηττήθηκε με την κατάπτυστη συμφωνία της 13ης Ιουλίου. Όμως ένα μεγάλο τμήμα των μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε και διαχωρίστηκε, ενώ –κυρίως– ελάχιστους μήνες μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Τσίπρα στις 20 Σεπτέμβρη, η κοινωνική αντίσταση στο 3ο Μνημόνιο είναι ξανά παρούσα, με τους μεγάλους αγώνες ενάντια στην κατεδάφιση του Ασφαλιστικού. Η κυβέρνηση Τσίπρα παραπαίει και στη δημόσια συζήτηση έρχονται όλο και πιο έντονα τα σενάρια κεντροαριστερής διεύρυνσης (προς τον Λεβέντη, ή το Ποτάμι, ή το ΠΑΣΟΚ), ενώ στο βάθος βρίσκεται η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
Αυτή η παταγώδης αποτυχία αποτελεί «μήνυμα» προς όλη την Αριστερά στην Ευρώπη και κυρίως προς την «καυτή» Ιβηρική Χερσόνησο. Στην Πορτογαλία ήδη το Μπλόκο και το Κομουνιστικό Κόμμα έχουν δώσει «υποστήριξη» σε μια κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ στην Ισπανία ο ηγετικός κύκλος του Ιγγλέσιας έχει προτείνει κυβερνητική «λύση» συμμαχίας με τους σοσιαλδημοκράτες.
Κατανοούμε όλα τα προβλήματα τακτικής που μπορεί να δημιουργεί ένας περίπλοκος πολιτικός συσχετισμός και δεν έχουμε την πρόθεση να δώσουμε «μαθήματα» σε κόμματα και οργανώσεις της Ιβηρικής Αριστεράς, που αυτοί μόνο –γνωρίζοντας με ακρίβεια τις συνθήκες– μπορούν να απαντήσουν. Όμως η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πικρή. Δείχνει ότι ο χωρίς όρους κυβερνητισμός και η στροφή προς την κεντροαριστερά οδηγούν σε εγκατάλειψη των δεσμεύσεων για ανατροπή της λιτότητας, σε προδοσία των εργατικών και λαϊκών προσδοκιών προς την Αριστερά.
Προϋποθέσεις
Επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης γνωρίζουμε ότι η πάλη για την ανατροπή της λιτότητας έχει συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις. Συνδέεται άμεσα με την απόρριψη του χρέους, την απαίτηση διαγραφής του, την άμεση παύση πληρωμών τόκων και χρεολυσίων προς τους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους. Συνδέεται με τη δέσμευση για επιβολή δημόσιου, δημοκρατικού, εργατικού ελέγχου στις τράπεζες. Συνδέεται με την απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων και την επανακρατικοποίηση των μεγάλων δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν. Συνδέεται με τη βαριά φορολόγηση των καπιταλιστών και την κατάργηση των «ελευθεριών» δραπέτευσης των κεφαλαίων. Συνδέεται, δηλαδή, με ένα αντίστροφο μνημόνιο, σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων.
Μετά την ελληνική εμπειρία γνωρίζουμε πλέον ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να επιβληθεί ειρηνικά, μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου (θυμίζουμε το 62% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα) μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης και του ευρώ. Η δέσμευση για ανατροπή της λιτότητας χρειάζεται να υπηρετηθεί με κάθε αναγκαίο μέσο και σε αυτά πλέον πρέπει να περιλαμβάνεται η ρήξη με το ευρώ και η σύγκρουση με τις ευρωηγεσίες.
Αυτή η κατεύθυνση δεν αποτελεί «αναδίπλωση στο εθνικό πεδίο». Αντίθετα, μια τέτοια ολοκληρωμένη πολιτική σύγκρουσης με τη γραμμή του νεοφιλελευθερισμού, τη γραμμή του σήμερα υπαρκτού καπιταλισμού, αποτελεί προϋπόθεση για διεθνιστική πολιτική, για ξεδίπλωμα του διεθνικού συντονισμού και της αλληλεγγύης μεταξύ των αγωνιζόμενων τμημάτων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Στον ένα ή στον άλλο βαθμό, τα ζητήματα αυτά θα είναι στο κέντρο της συζήτησης στη Μαδρίτη. Πρόκειται για την αναζήτηση ενός «μεταβατικού προγράμματος» αντιμετώπισης μιας εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας. Και όπως κάθε φορά, στη συζήτηση για μεταβατική πολιτική έχει ιδιαίτερη σημασία η στρατηγική κατεύθυνση: για εμάς δεν μπορεί να είναι άλλη από τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας, σε κάθε χώρα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Γι’ αυτό θα παρακολουθήσουμε τη συζήτηση στη Μαδρίτη, ελπίζοντας ότι θα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τη συνεργασία της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Από το Κόκκινο Δίκτυο το κάλεσμα στη Μαδρίτη υπέγραψαν οι Μαρία Μπόλαρη, Ιωάννα Γαϊτάνη, Αντώνης Νταβανέλος και Κατερίνα Σεργίδου.
Το κάλεσμα για τη Μαδρίτη έχει διευρυνθεί. Μιλώντας για τους πολιτικούς «χώρους», διακρίνουμε την Αριστερά των Podemos (Anticapitalistas), στελέχη του NPA (Γαλλία) και της 4ης Διεθνούς, του πορτογαλικού Μπλόκο (Φραντσίσκο Λούσα), του CUP (Καταλονία), της Λαϊκής Ενότητας (Ν. Χουντής) από την Ελλάδα, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιρλανδίας (Πολ Μέρφι), στελέχη της Ελληνικής Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους, αλλά και διανοούμενους της ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως η Σούζαν Τζορτζ, ο Ερίκ Τουσαίν, ο Κεν Λόουτς, ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, ο Τζέιμς Πέτρας, ο Ταρίκ Αλί, όπως και οι Στάθης Κουβελάκης, Κώστας Λαπαβίτσας, Σταύρος Τομπάζος κ.ά. Την πρόσκληση έχει επίσης υπογράψει η ευρωβουλευτής Σοφία Σακοράφα.
Κρίση
Η πρωτοβουλία έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου σε όλη την Ευρώπη έχουν ξαμολυθεί τα «κακά σκυλιά». Η λιτότητα τσακίζει κόκαλα παντού, ενώ η μόνη στρατηγική που θεωρείται «νόμιμη» απέναντι στην κρίση είναι η ακόμα σκληρότερη λιτότητα.
Όμως τα πλήγματα δεν αφορούν μόνο την οικονομία. Με αφορμή το κύμα προσφύγων από τη Συρία και την Ανατολή (κύμα που πυροδότησε η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και οι πόλεμοι), ένας άνεμος ρατσισμού σαρώνει την Ευρώπη. Αντιδραστικές ιδέες, κυβερνητικές πολιτικές και ακροδεξιά επιθετικότητα, απαιτούν να αποδεχθούμε την αθλιότητα να πνίγονται χιλιάδες άνθρωποι με μικρά παιδιά, να σακατεύονται προσπαθώντας να διασχίσουν διαδοχικούς «φράχτες», «σύρματα» και σύνορα από τον Έβρο μέχρι το Καλαί.
Καθόλου τυχαία, όλα αυτά συνδυάζονται με μια όλο και πιο φανερή βαθύτατη στροφή ενάντια στις δημοκρατικές ελευθερίες και κατακτήσεις: στη Γαλλία η κυβέρνηση Ολάντ επιχειρεί να μονιμοποιήσει το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», στις σκανδιναβικές χώρες ψηφίζονται πρωτοφανείς νόμοι θεσμοθέτησης της ξενοφοβίας, ενώ στο κέντρο της Ευρώπης αναπτύσσεται μια γραβατοφορεμένη ακροδεξιά που νομιμοποιεί τη νεοναζιστική εγκληματικότητα ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Είναι σίγουρο ότι περισσότερο από ποτέ στις σύγχρονες συνθήκες είναι αναγκαίος ένας συντονισμός στην πάλη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Πολιτική
Όλα αυτά ξεδιπλώνονται σε ιδιόμορφες πολιτικές συνθήκες. Η βαθιά μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ προς το σοσιαλφιλελευθερισμό έχει σπείρει απογοήτευση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Το πολιτικό σχέδιο για ανατροπή της λιτότητας στην Ελλάδα, στον «αδύναμο κρίκο» του καπιταλισμού στην Ευρώπη, μέσα από τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ηττήθηκε με την κατάπτυστη συμφωνία της 13ης Ιουλίου. Όμως ένα μεγάλο τμήμα των μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε και διαχωρίστηκε, ενώ –κυρίως– ελάχιστους μήνες μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Τσίπρα στις 20 Σεπτέμβρη, η κοινωνική αντίσταση στο 3ο Μνημόνιο είναι ξανά παρούσα, με τους μεγάλους αγώνες ενάντια στην κατεδάφιση του Ασφαλιστικού. Η κυβέρνηση Τσίπρα παραπαίει και στη δημόσια συζήτηση έρχονται όλο και πιο έντονα τα σενάρια κεντροαριστερής διεύρυνσης (προς τον Λεβέντη, ή το Ποτάμι, ή το ΠΑΣΟΚ), ενώ στο βάθος βρίσκεται η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
Αυτή η παταγώδης αποτυχία αποτελεί «μήνυμα» προς όλη την Αριστερά στην Ευρώπη και κυρίως προς την «καυτή» Ιβηρική Χερσόνησο. Στην Πορτογαλία ήδη το Μπλόκο και το Κομουνιστικό Κόμμα έχουν δώσει «υποστήριξη» σε μια κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ στην Ισπανία ο ηγετικός κύκλος του Ιγγλέσιας έχει προτείνει κυβερνητική «λύση» συμμαχίας με τους σοσιαλδημοκράτες.
Κατανοούμε όλα τα προβλήματα τακτικής που μπορεί να δημιουργεί ένας περίπλοκος πολιτικός συσχετισμός και δεν έχουμε την πρόθεση να δώσουμε «μαθήματα» σε κόμματα και οργανώσεις της Ιβηρικής Αριστεράς, που αυτοί μόνο –γνωρίζοντας με ακρίβεια τις συνθήκες– μπορούν να απαντήσουν. Όμως η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πικρή. Δείχνει ότι ο χωρίς όρους κυβερνητισμός και η στροφή προς την κεντροαριστερά οδηγούν σε εγκατάλειψη των δεσμεύσεων για ανατροπή της λιτότητας, σε προδοσία των εργατικών και λαϊκών προσδοκιών προς την Αριστερά.
Προϋποθέσεις
Επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης γνωρίζουμε ότι η πάλη για την ανατροπή της λιτότητας έχει συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις. Συνδέεται άμεσα με την απόρριψη του χρέους, την απαίτηση διαγραφής του, την άμεση παύση πληρωμών τόκων και χρεολυσίων προς τους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους. Συνδέεται με τη δέσμευση για επιβολή δημόσιου, δημοκρατικού, εργατικού ελέγχου στις τράπεζες. Συνδέεται με την απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων και την επανακρατικοποίηση των μεγάλων δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν. Συνδέεται με τη βαριά φορολόγηση των καπιταλιστών και την κατάργηση των «ελευθεριών» δραπέτευσης των κεφαλαίων. Συνδέεται, δηλαδή, με ένα αντίστροφο μνημόνιο, σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων.
Μετά την ελληνική εμπειρία γνωρίζουμε πλέον ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να επιβληθεί ειρηνικά, μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου (θυμίζουμε το 62% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα) μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης και του ευρώ. Η δέσμευση για ανατροπή της λιτότητας χρειάζεται να υπηρετηθεί με κάθε αναγκαίο μέσο και σε αυτά πλέον πρέπει να περιλαμβάνεται η ρήξη με το ευρώ και η σύγκρουση με τις ευρωηγεσίες.
Αυτή η κατεύθυνση δεν αποτελεί «αναδίπλωση στο εθνικό πεδίο». Αντίθετα, μια τέτοια ολοκληρωμένη πολιτική σύγκρουσης με τη γραμμή του νεοφιλελευθερισμού, τη γραμμή του σήμερα υπαρκτού καπιταλισμού, αποτελεί προϋπόθεση για διεθνιστική πολιτική, για ξεδίπλωμα του διεθνικού συντονισμού και της αλληλεγγύης μεταξύ των αγωνιζόμενων τμημάτων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Στον ένα ή στον άλλο βαθμό, τα ζητήματα αυτά θα είναι στο κέντρο της συζήτησης στη Μαδρίτη. Πρόκειται για την αναζήτηση ενός «μεταβατικού προγράμματος» αντιμετώπισης μιας εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας. Και όπως κάθε φορά, στη συζήτηση για μεταβατική πολιτική έχει ιδιαίτερη σημασία η στρατηγική κατεύθυνση: για εμάς δεν μπορεί να είναι άλλη από τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας, σε κάθε χώρα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Γι’ αυτό θα παρακολουθήσουμε τη συζήτηση στη Μαδρίτη, ελπίζοντας ότι θα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τη συνεργασία της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Από το Κόκκινο Δίκτυο το κάλεσμα στη Μαδρίτη υπέγραψαν οι Μαρία Μπόλαρη, Ιωάννα Γαϊτάνη, Αντώνης Νταβανέλος και Κατερίνα Σεργίδου.