Tολμηρός κολορίστας και ακούραστος θεράπων της τέχνης ως την τελευταία στιγμή ο Παναγιώτης Τέτσης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, ύστερα από...
μακρά κι επίπονη μάχη με τον καρκίνο.
Δάσκαλος και ακαδημαϊκός, ο δημιουργός προτιμούσε να συστήνεται ως «ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματα», δεν υπέκυψε στη λογική των παραγγελιών. Αποθέωσε στους καμβάδες του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα βράχια και τη θάλασσα της Υδρας και τα πεύκα της αγαπημένης του Σίφνου.
Προσπάθησε να κρατήσει την φρεσκάδα των λουλουδιών μέσα από τον χείμαρρο των χρωμάτων που χειριζόταν με απίστευτη μαεστρία και την οικειότητα στα πρόσωπα των αγαπημένων του φίλων, χωρίς να μπει ποτέ (με μια νεανική εξαίρεση) στον πειρασμό να βάλει ο ίδιος τη δική του όψη στο χαρτί. Και επικύρωσε τη σημαντική θέση του στην εικαστική σκηνή όταν έδωσε μνημειακές διαστάσεις στην καθημερινότητα μέσα από τη «Λαϊκή Αγορά» του, χωρίς να χάσει σχεδόν ποτέ τον εφηβικό ενθουσιασμό του.
Μάστορας της ελαιογραφίας και κορυφαίος ακουαρελίστας, αλλά και χαράκτης, με το εξασκημένο και γεμάτο αθωότητα βλέμμα του, κατάφερνε να μετατρέπει το φως και το χρώμα – δυο αιώνιους αντιπάλους, καθώς κι ο ίδιος εκτιμούσε ότι ειδικά το έντονο ελληνικό φως ξεθωριάζει τα χρώματα – σε συμμάχους ικανούς να αναδείξουν την ομορφιά όπου κι αν μπορούσε να την εντοπίσει.
Οταν τον πρόσεξε ο Πικιώνης...
Γεννημένος στην Ύδρα το 1925 ο Παναγιώτης Τέτσης, ήταν μόλις 14 ετών όταν πρόσεξε τη δουλειά του ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης καθώς εντυπωσιάστηκε από τον ρηξικέλευθο τρόπο με τον οποίο είχε ζωγραφίσει τα Σπίτια της Υδρας. Και έτσι απέκτησε έναν πολύτιμο φύλακα –άγγελο, ενώ γρήγορα τον ίδιο ρόλο ανέλαβαν τόσο ο Νίκος Χατζηκυριάκος –Γκίκας όσο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής δοκίμασε τις δυνάμεις του στην Νομική και αφού γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν τον ενδιέφερε, γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλό του τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Τα μέσα της δεκαετίας του ’50 τον βρήκαν με υποτροφία να σπουδάζει στο Παρίσι, ενώ με την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη, το 1957, βρήκε τη «φωλιά» του, που δεν αποχωρίστηκε ως το τέλος: το ατελιέ του στην οδό Ξενοκράτους. Εκεί που περνούσε ώρες πολλές καθημερινά για να φιλοτεχνήσει τα έργα για τις 90 και πλέον ατομικές του εκθέσεις. Για να συναντήσει τους φίλους του, οι οποίοι ξαπόσταιναν με ένα ποτήρι παγωμένο νερό κι ένα γλυκό του κουταλιού που πάντα είχε στο ντουλάπι του.
Και για να δημιουργήσει το εμβληματικότερο έργο του, τη Λαϊκή Αγορά, μια σύνθεση που ξεπερνά σε μήκος τα 50μ. γεμάτη κίνηση και χρώμα, έναν ύμνο στην καθημερινότητα όσων συνέβαιναν κάθε Παρασκευή έξω από την πόρτα του, παρασύροντας το βλέμμα του θεατή να πιστέψει πως βρίσκεται κι ο ίδιος εκεί, μέσα στη βουή και το αταίριαστο πλήθος, τα φρούτα και τα λαχανικά που μοιάζουν με ένα πανηγύρι, όπου τιμώμενος δεν είναι άλλος κανείς παρά η ζωή.
«Αποτινάξτε τον δάσκαλό σας... »
Δεύτερο αγαπημένο του στέκι η Σχολή Καλών Τεχνών στην οποία άρχισε να διδάσκει από το 1976 έως το 1991. Από το εργαστήριό του πέρασαν πολλοί από τους σημερινούς καταξιωμένους ζωγράφους κι εκείνος παρά τις τιμές και την αναγνώριση θεωρούσε ότι δεν υπάρχει καλύτερη φιλοφρόνηση από το να τον αποκαλούν «δάσκαλο», αν και ήταν ο ίδιος που τους παρότρυνε να κάνουν κάτι που θεωρούσε δύσκολο: να αποτινάξουν τον δάσκαλό τους και να βρουν τον δρόμο τους.
Τον χρωστήρα του δεν τον άφηνε εύκολα από το χέρι, κι όπου κι αν βρισκόταν, πάντα θα έβρισκε κάτι να κεντρίσει το καλά εξασκημένο βλέμμα του, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά ώστε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο πηγαίους, εκφραστικούς, ποιοτικούς και εν τέλει πιο σημαντικούς ζωγράφους της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Αλλά κι από τους πιο γενναιόδωρους, καθώς όχι μόνο έχει προσφέρει στην Εθνική Πινακοθήκη 210 έργα του, αλλά και το δικαίωμα το 20% εξ αυτών να μπορούν να πωληθούν ώστε να αγοραστούν έργα συναδέλφων του, τα οποία λείπουν από τις συλλογές του μουσείου, όπως έγινε γνωστό την περασμένη Δευτέρα, οπότε του απονεμήθηκε το νεοσύστατο βραβείο εικαστικών τεχνών «Γιάννης Μόραλης» από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά η επιδείνωση της ήδη βεβαρημένης υγείας του δεν του επέτρεψε να παραστεί στην τελετή.
in.gr
μακρά κι επίπονη μάχη με τον καρκίνο.
Δάσκαλος και ακαδημαϊκός, ο δημιουργός προτιμούσε να συστήνεται ως «ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματα», δεν υπέκυψε στη λογική των παραγγελιών. Αποθέωσε στους καμβάδες του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα βράχια και τη θάλασσα της Υδρας και τα πεύκα της αγαπημένης του Σίφνου.
Προσπάθησε να κρατήσει την φρεσκάδα των λουλουδιών μέσα από τον χείμαρρο των χρωμάτων που χειριζόταν με απίστευτη μαεστρία και την οικειότητα στα πρόσωπα των αγαπημένων του φίλων, χωρίς να μπει ποτέ (με μια νεανική εξαίρεση) στον πειρασμό να βάλει ο ίδιος τη δική του όψη στο χαρτί. Και επικύρωσε τη σημαντική θέση του στην εικαστική σκηνή όταν έδωσε μνημειακές διαστάσεις στην καθημερινότητα μέσα από τη «Λαϊκή Αγορά» του, χωρίς να χάσει σχεδόν ποτέ τον εφηβικό ενθουσιασμό του.
Μάστορας της ελαιογραφίας και κορυφαίος ακουαρελίστας, αλλά και χαράκτης, με το εξασκημένο και γεμάτο αθωότητα βλέμμα του, κατάφερνε να μετατρέπει το φως και το χρώμα – δυο αιώνιους αντιπάλους, καθώς κι ο ίδιος εκτιμούσε ότι ειδικά το έντονο ελληνικό φως ξεθωριάζει τα χρώματα – σε συμμάχους ικανούς να αναδείξουν την ομορφιά όπου κι αν μπορούσε να την εντοπίσει.
Οταν τον πρόσεξε ο Πικιώνης...
Γεννημένος στην Ύδρα το 1925 ο Παναγιώτης Τέτσης, ήταν μόλις 14 ετών όταν πρόσεξε τη δουλειά του ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης καθώς εντυπωσιάστηκε από τον ρηξικέλευθο τρόπο με τον οποίο είχε ζωγραφίσει τα Σπίτια της Υδρας. Και έτσι απέκτησε έναν πολύτιμο φύλακα –άγγελο, ενώ γρήγορα τον ίδιο ρόλο ανέλαβαν τόσο ο Νίκος Χατζηκυριάκος –Γκίκας όσο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής δοκίμασε τις δυνάμεις του στην Νομική και αφού γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν τον ενδιέφερε, γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλό του τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Τα μέσα της δεκαετίας του ’50 τον βρήκαν με υποτροφία να σπουδάζει στο Παρίσι, ενώ με την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη, το 1957, βρήκε τη «φωλιά» του, που δεν αποχωρίστηκε ως το τέλος: το ατελιέ του στην οδό Ξενοκράτους. Εκεί που περνούσε ώρες πολλές καθημερινά για να φιλοτεχνήσει τα έργα για τις 90 και πλέον ατομικές του εκθέσεις. Για να συναντήσει τους φίλους του, οι οποίοι ξαπόσταιναν με ένα ποτήρι παγωμένο νερό κι ένα γλυκό του κουταλιού που πάντα είχε στο ντουλάπι του.
Και για να δημιουργήσει το εμβληματικότερο έργο του, τη Λαϊκή Αγορά, μια σύνθεση που ξεπερνά σε μήκος τα 50μ. γεμάτη κίνηση και χρώμα, έναν ύμνο στην καθημερινότητα όσων συνέβαιναν κάθε Παρασκευή έξω από την πόρτα του, παρασύροντας το βλέμμα του θεατή να πιστέψει πως βρίσκεται κι ο ίδιος εκεί, μέσα στη βουή και το αταίριαστο πλήθος, τα φρούτα και τα λαχανικά που μοιάζουν με ένα πανηγύρι, όπου τιμώμενος δεν είναι άλλος κανείς παρά η ζωή.
«Αποτινάξτε τον δάσκαλό σας... »
Δεύτερο αγαπημένο του στέκι η Σχολή Καλών Τεχνών στην οποία άρχισε να διδάσκει από το 1976 έως το 1991. Από το εργαστήριό του πέρασαν πολλοί από τους σημερινούς καταξιωμένους ζωγράφους κι εκείνος παρά τις τιμές και την αναγνώριση θεωρούσε ότι δεν υπάρχει καλύτερη φιλοφρόνηση από το να τον αποκαλούν «δάσκαλο», αν και ήταν ο ίδιος που τους παρότρυνε να κάνουν κάτι που θεωρούσε δύσκολο: να αποτινάξουν τον δάσκαλό τους και να βρουν τον δρόμο τους.
Τον χρωστήρα του δεν τον άφηνε εύκολα από το χέρι, κι όπου κι αν βρισκόταν, πάντα θα έβρισκε κάτι να κεντρίσει το καλά εξασκημένο βλέμμα του, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά ώστε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο πηγαίους, εκφραστικούς, ποιοτικούς και εν τέλει πιο σημαντικούς ζωγράφους της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Αλλά κι από τους πιο γενναιόδωρους, καθώς όχι μόνο έχει προσφέρει στην Εθνική Πινακοθήκη 210 έργα του, αλλά και το δικαίωμα το 20% εξ αυτών να μπορούν να πωληθούν ώστε να αγοραστούν έργα συναδέλφων του, τα οποία λείπουν από τις συλλογές του μουσείου, όπως έγινε γνωστό την περασμένη Δευτέρα, οπότε του απονεμήθηκε το νεοσύστατο βραβείο εικαστικών τεχνών «Γιάννης Μόραλης» από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά η επιδείνωση της ήδη βεβαρημένης υγείας του δεν του επέτρεψε να παραστεί στην τελετή.
in.gr