Από sarantakos.wordpress.com
Τα κούλουμα, βεβαίως, είναι αύριο -αλλά δεν βλάφτει να τα μελετήσουμε από σήμερα, αν μη τι άλλο να προετοιμαστούμε. Να προετοιμαστείτε, πιο σωστά, διότι εγώ τυχαίνει φέτος να είμαι στο εξωτερικό, και, οπωσδήποτε, η αυριανή μέρα δεν θα έχει για μένα το ίδιο άρωμα. Θα το δείτε άλλωστε και στο αυριανό άρθρο που θα ανεβάσω, που δεν θα είναι εορταστικό.
Άλλωστε, οι φετινές απόκριες ήταν θλιβερές, με το δράμα των προσφύγων να ξετυλίγεται στη χώρα μας, και γι’ αυτό και ως τώρα δεν είχαμε κάποιο καθαρά αποκριάτικο άρθρο. Για σήμερα διάλεξα να σας παρουσιάσω ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο και δημοσιευμένο σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς, τον Μάρτιο του 1943, για την ακρίβεια στις 8 Μαρτίου 1943, στη στήλη «Τέχνη και Ζωή» της Πρωίας, της εφημερίδας όπου ο μεγάλος ποιητής είχε βρει φιλόξενη στέγη από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας (τότε, βεβαίως, δεν έβαζε την υπογραφή του, μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος). Ο Βάρναλης περιγράφει πώς γιόρταζαν τα κούλουμα οι Αθηναίοι τα χρόνια της νιότης του -μην ξεχνάμε πως ήρθε στην Αθήνα δεκαοχτάχρονος, το 1902, για να σπουδάσει φιλόλογος.
Το χρονογράφημα είναι σύντομο αλλά αξίζει να επισημάνουμε πως ο Βάρναλης θεωρεί γνήσια λαϊκή γιορτή μόνο τα Κούλουμα, ενώ χαρακτηρίζει βεβιασμένη και υποκριτική την αποκριάτικη διασκέδαση. Μπορεί να είναι προσωπικό γούστο, μπορεί όμως να εκφράζει και μια ταξική θεώρηση: για τον αστό, που έχει λεφτά να ξοδέψει σε κοσμικούς χορούς και αποκριάτικες στολές ή/και την άνεση χρόνου για συνεχή ξενύχτια, ξεχωρίζουν οι δυο εβδομάδες της απόκριας. Για τον λαϊκό άνθρωπο, που δούλευε ήλιο μ’ ήλιο χωρίς να του περισσεύουν τα λεφτά, η αργία της Καθαροδευτέρας με τη φτηνή της πάνδημη διασκέδαση θα ήταν πιο ελκυστική.
Να προσέξουμε επίσης ότι ο Βάρναλης, όπως και ο Παπαδιαμάντης, όπως και ο Βαλαωρίτης, όπως και όλος ο κόσμος τελικά, γράφει Στήλες του Ολυμπίου Διός διότι είχε την ευτυχία να μην έχει διαβάσει Μπαμπινιώτη ο οποίος επιμένει πως είναι λάθος διότι, τάχα, η στήλη είναι επιτύμβια ή αναθηματική ενώ ο στύλος είναι η κολόνα. Ήξερε βέβαια ο Βάρναλης ότι οι Ηράκλειες Στήλες της ελληνικής μυθολογίας ήταν… στύλοι, κολόνες, όχι φυσικά επιτύμβιες ή αναθηματικές!
Μεταφέρω το χρονογράφημα σε μονοτονικό και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.
ΚΟΥΛΟΥΜΑ (Πρωία, 8.3.1943)
–Μια φορά κι έναν καιρό η καθαυτό Απόκρια ήτανε η Καθαρή Δευτέρα. Γιορτή του υπαίθρου, όπως κι η Πρωτομαγιά. Και προ παντός λαϊκή. Σωστό πανηγύρι έξω στον ήλιο και στον αέρα, όπως ήτανε κι όλες οι γιορτές των αρχαίων. Μάταια η Απόκρια από δυο εβδομάδες προσπαθούσε να θορυβήσει. Μάταια οι μουτσούνες, τα ντόμινα, τα ξελαρυγγίσματα, οι ροκάνες, οι φούχτες τα κομφετί και οι σερπαντίνες προσπαθούσανε να παραστήσουνε τη διασκέδαση. Μάταια οι δημόσιοι χοροί των διαφόρων συλλόγων κι οι επιτροπές του Καρναβάλου με τα βραβεία τους προσπαθούσανε να φέρουν σε κλειστό χώρο ή να βγάλουν έξω στους δρόμους την ευθυμία και το πνεύμα. Έπρεπε να έρθει η Καθαρή Δευτέρα, για να βάλει τα πράματα τη θέση τους. Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.
Η ευθυμία τότε δεν ήτανε φκιαχτή. Δεν ήτανε υπόθεση ομάδων και δρόμων. ΄Ητανε φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού στο ύπαιθρο: στεριά και περιγιάλια. Χωρίς μάσκες, χωρίς αλλαξίματα φορεσιάς ή φύλου, χωρίς προσπάθεια. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, τα Φάληρα, η Κολοκυθού ήσαν τα σπουδαιότερα σημεία της εξόδου. Αφού ο λαός επί δεκαπέντε μέρες προσπαθούσε να γελάσει και δεν τα κατάφερνε γιατί έβγαινε από τη φυσικότητά του και παράσταινε κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, άμα ξημέρωσε η Καθαρή Δευτέρα ξανάμπαινε στον όχτο του και ξανάβρισκε τον εαυτό του. Κι έτρεχε κοπαδιαστά στην εξοχή να ξεσκάσει από τη «βεβιασμένη», την «κατά συνθήκην» υποκρισία των ημερών της Αποκριάς.
Η μια μέρα άξιζε περισσότερο από τις δεκαπέντε. Και σε μια μέρα γλεντούσε περισσότερο από όσο σε δυο βδομάδες.
Τα Κούλουμα ανάγονται σε πολύ παλιά εποχή. Κι οι λαογράφοι την θεωρούν επιβίωση ειδωλολατρικής γιορτής. Πάντως, μονάχα οι ειδωλολάτρες ξέρανε να γιορτάζουν αληθινά. Κι αν δεν είναι σωστή η γνώμη των λαογράφων, πάντως είναι σωστή η γνώμη των ψυχολόγων, που θέλουνε να εξηγήσουνε τα Κούλουμα ως ανάγκη του ανθρώπου να επανέλθει ύστερα από μακρινή προσπάθεια τεχνητής ευθυμίας στην πραγματική, τη φυσική ευθυμία.
Πίπιζες, γκάιδες, νταούλια συνοδεύανε τα υπαίθρια γλέντια του λαού. Κυρίως οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήσαν το σπουδαιότερο, γιατί ήσαν και το πρωταρχικό σημείον της εξόδου. Σκόρδα, βρεχτοκούκια, χαλβάδες και ταραμάδες, ελιές και τουρσιά και λαγάνες –μύριζε όλο το ύπαιθρο σαρακοστή κι όμως ήτανε Απόκρια. Γιατί ο κόσμος γλεντούσε. Έπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Κι ο ήλιος, που αγαπά το λαό, έβαζε τα καλά του και φώτιζε και θέρμαινε τη γης.
Αν ήσαν πολλοί όσοι γλεντούσαν, ήσαν περισσότεροι όσοι βγαίνανε έξω για να ιδούνε τους άλλους να γλεντάνε. Και να διασκεδάζουνε βλέποντας. Παρ’ όλα τα αυστηρά ήθη του καιρού εκείνου, οι γυναίκες είχανε το πρόσταγμα. Αυτές στρώνανε το τραπέζι, αυτές κερνούσανε και χορεύανε πρώτες και καλύτερες. Ήτανε πραγματική ισότητα των φύλων, αν όχι αντιστροφή της ανισότητας.
Όλη η Αθήνα ήταν έξω την Καθαρή Δευτέρα. Τώρα είναι πολλά χρόνια που κι αυτό το πανηγύρι ξέφτισε. Κι ίσως στις επαρχίες να σώζεται ακόμα. Σήμερα στην πρωτεύουσα τα Κούλουμα χάσανε το λαϊκό τους χαραχτήρα κι από γιορτή του ύπαιθρου γενήκανε οικογενειακή συγκέντρωση και «πάρτι». Κι αντίς ν’ ακούς την πίπιζα και «της ακρίβειας τον καιρό», ακούς φωνόγραφο και το «λες και ήταν χτές»…
Τα κούλουμα, βεβαίως, είναι αύριο -αλλά δεν βλάφτει να τα μελετήσουμε από σήμερα, αν μη τι άλλο να προετοιμαστούμε. Να προετοιμαστείτε, πιο σωστά, διότι εγώ τυχαίνει φέτος να είμαι στο εξωτερικό, και, οπωσδήποτε, η αυριανή μέρα δεν θα έχει για μένα το ίδιο άρωμα. Θα το δείτε άλλωστε και στο αυριανό άρθρο που θα ανεβάσω, που δεν θα είναι εορταστικό.
Άλλωστε, οι φετινές απόκριες ήταν θλιβερές, με το δράμα των προσφύγων να ξετυλίγεται στη χώρα μας, και γι’ αυτό και ως τώρα δεν είχαμε κάποιο καθαρά αποκριάτικο άρθρο. Για σήμερα διάλεξα να σας παρουσιάσω ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο και δημοσιευμένο σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς, τον Μάρτιο του 1943, για την ακρίβεια στις 8 Μαρτίου 1943, στη στήλη «Τέχνη και Ζωή» της Πρωίας, της εφημερίδας όπου ο μεγάλος ποιητής είχε βρει φιλόξενη στέγη από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας (τότε, βεβαίως, δεν έβαζε την υπογραφή του, μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος). Ο Βάρναλης περιγράφει πώς γιόρταζαν τα κούλουμα οι Αθηναίοι τα χρόνια της νιότης του -μην ξεχνάμε πως ήρθε στην Αθήνα δεκαοχτάχρονος, το 1902, για να σπουδάσει φιλόλογος.
Το χρονογράφημα είναι σύντομο αλλά αξίζει να επισημάνουμε πως ο Βάρναλης θεωρεί γνήσια λαϊκή γιορτή μόνο τα Κούλουμα, ενώ χαρακτηρίζει βεβιασμένη και υποκριτική την αποκριάτικη διασκέδαση. Μπορεί να είναι προσωπικό γούστο, μπορεί όμως να εκφράζει και μια ταξική θεώρηση: για τον αστό, που έχει λεφτά να ξοδέψει σε κοσμικούς χορούς και αποκριάτικες στολές ή/και την άνεση χρόνου για συνεχή ξενύχτια, ξεχωρίζουν οι δυο εβδομάδες της απόκριας. Για τον λαϊκό άνθρωπο, που δούλευε ήλιο μ’ ήλιο χωρίς να του περισσεύουν τα λεφτά, η αργία της Καθαροδευτέρας με τη φτηνή της πάνδημη διασκέδαση θα ήταν πιο ελκυστική.
Να προσέξουμε επίσης ότι ο Βάρναλης, όπως και ο Παπαδιαμάντης, όπως και ο Βαλαωρίτης, όπως και όλος ο κόσμος τελικά, γράφει Στήλες του Ολυμπίου Διός διότι είχε την ευτυχία να μην έχει διαβάσει Μπαμπινιώτη ο οποίος επιμένει πως είναι λάθος διότι, τάχα, η στήλη είναι επιτύμβια ή αναθηματική ενώ ο στύλος είναι η κολόνα. Ήξερε βέβαια ο Βάρναλης ότι οι Ηράκλειες Στήλες της ελληνικής μυθολογίας ήταν… στύλοι, κολόνες, όχι φυσικά επιτύμβιες ή αναθηματικές!
Μεταφέρω το χρονογράφημα σε μονοτονικό και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.
ΚΟΥΛΟΥΜΑ (Πρωία, 8.3.1943)
–Μια φορά κι έναν καιρό η καθαυτό Απόκρια ήτανε η Καθαρή Δευτέρα. Γιορτή του υπαίθρου, όπως κι η Πρωτομαγιά. Και προ παντός λαϊκή. Σωστό πανηγύρι έξω στον ήλιο και στον αέρα, όπως ήτανε κι όλες οι γιορτές των αρχαίων. Μάταια η Απόκρια από δυο εβδομάδες προσπαθούσε να θορυβήσει. Μάταια οι μουτσούνες, τα ντόμινα, τα ξελαρυγγίσματα, οι ροκάνες, οι φούχτες τα κομφετί και οι σερπαντίνες προσπαθούσανε να παραστήσουνε τη διασκέδαση. Μάταια οι δημόσιοι χοροί των διαφόρων συλλόγων κι οι επιτροπές του Καρναβάλου με τα βραβεία τους προσπαθούσανε να φέρουν σε κλειστό χώρο ή να βγάλουν έξω στους δρόμους την ευθυμία και το πνεύμα. Έπρεπε να έρθει η Καθαρή Δευτέρα, για να βάλει τα πράματα τη θέση τους. Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.
Η ευθυμία τότε δεν ήτανε φκιαχτή. Δεν ήτανε υπόθεση ομάδων και δρόμων. ΄Ητανε φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού στο ύπαιθρο: στεριά και περιγιάλια. Χωρίς μάσκες, χωρίς αλλαξίματα φορεσιάς ή φύλου, χωρίς προσπάθεια. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, τα Φάληρα, η Κολοκυθού ήσαν τα σπουδαιότερα σημεία της εξόδου. Αφού ο λαός επί δεκαπέντε μέρες προσπαθούσε να γελάσει και δεν τα κατάφερνε γιατί έβγαινε από τη φυσικότητά του και παράσταινε κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, άμα ξημέρωσε η Καθαρή Δευτέρα ξανάμπαινε στον όχτο του και ξανάβρισκε τον εαυτό του. Κι έτρεχε κοπαδιαστά στην εξοχή να ξεσκάσει από τη «βεβιασμένη», την «κατά συνθήκην» υποκρισία των ημερών της Αποκριάς.
Η μια μέρα άξιζε περισσότερο από τις δεκαπέντε. Και σε μια μέρα γλεντούσε περισσότερο από όσο σε δυο βδομάδες.
Τα Κούλουμα ανάγονται σε πολύ παλιά εποχή. Κι οι λαογράφοι την θεωρούν επιβίωση ειδωλολατρικής γιορτής. Πάντως, μονάχα οι ειδωλολάτρες ξέρανε να γιορτάζουν αληθινά. Κι αν δεν είναι σωστή η γνώμη των λαογράφων, πάντως είναι σωστή η γνώμη των ψυχολόγων, που θέλουνε να εξηγήσουνε τα Κούλουμα ως ανάγκη του ανθρώπου να επανέλθει ύστερα από μακρινή προσπάθεια τεχνητής ευθυμίας στην πραγματική, τη φυσική ευθυμία.
Πίπιζες, γκάιδες, νταούλια συνοδεύανε τα υπαίθρια γλέντια του λαού. Κυρίως οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήσαν το σπουδαιότερο, γιατί ήσαν και το πρωταρχικό σημείον της εξόδου. Σκόρδα, βρεχτοκούκια, χαλβάδες και ταραμάδες, ελιές και τουρσιά και λαγάνες –μύριζε όλο το ύπαιθρο σαρακοστή κι όμως ήτανε Απόκρια. Γιατί ο κόσμος γλεντούσε. Έπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Κι ο ήλιος, που αγαπά το λαό, έβαζε τα καλά του και φώτιζε και θέρμαινε τη γης.
Αν ήσαν πολλοί όσοι γλεντούσαν, ήσαν περισσότεροι όσοι βγαίνανε έξω για να ιδούνε τους άλλους να γλεντάνε. Και να διασκεδάζουνε βλέποντας. Παρ’ όλα τα αυστηρά ήθη του καιρού εκείνου, οι γυναίκες είχανε το πρόσταγμα. Αυτές στρώνανε το τραπέζι, αυτές κερνούσανε και χορεύανε πρώτες και καλύτερες. Ήτανε πραγματική ισότητα των φύλων, αν όχι αντιστροφή της ανισότητας.
Όλη η Αθήνα ήταν έξω την Καθαρή Δευτέρα. Τώρα είναι πολλά χρόνια που κι αυτό το πανηγύρι ξέφτισε. Κι ίσως στις επαρχίες να σώζεται ακόμα. Σήμερα στην πρωτεύουσα τα Κούλουμα χάσανε το λαϊκό τους χαραχτήρα κι από γιορτή του ύπαιθρου γενήκανε οικογενειακή συγκέντρωση και «πάρτι». Κι αντίς ν’ ακούς την πίπιζα και «της ακρίβειας τον καιρό», ακούς φωνόγραφο και το «λες και ήταν χτές»…