Η κρίση μας ώθησε στην αναζήτηση νέων ιδεών και νέων τρόπων ζωής από τους παλαιότερους που μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση. Πολλά από τα παραδείγματα που αναζητούμε είναι δίπλα μας κι ας μην το γνωρίζουμε Βασίλης Νιτσιάκος
Ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος, με πολύχρονο και αναγνωρισμένο διεθνώς έργο, αναδεικνύει το παράδειγμα μιας μικρής ορεινής κοινότητας της Κόνιτσας, στα Μαστοροχώρια, της σημερινής Πηγής, και παλιά Πεκλάρι, στο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις γιαννιώτικες εκδόσεις Ισνάφι, «Πεκλάρι-Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας».
Μία κοινότητα που ώς τις μέρες μας σχεδόν, τη δεκαετία του ’70, ήταν αυτάρκης, σε μία διαρκή σχέση με το περιβάλλον γύρω της, παράγοντας μια οικονομία βιωματικής αειφορίας και ένα σύστημα κοινοτικού εξισωτισμού, που δεν αποτελούσαν μια εξαίρεση, αλλά μια κοινή συνθήκη για εκατοντάδες χωριά της πατρίδας μας που επιβίωσαν επί αιώνες.
• Μελετήσατε μια κοινότητα που ιστορικά κατάφερνε να αυτοδιαχειρίζεται το φυσικό περιβάλλον και τον τόπο της τροφοδοτώντας όλες τις ανάγκες της. Προσφέρει -δε- κι ένα μοντέλο δημοκρατίας θα λέγαμε, έναν κοινωνικό εξισωτισμό, όπως τον προσδιορίζετε.
Το Πεκλάρι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια περίπτωση μελέτης. Αυτό που περιγράφω και προσπαθώ να ερμηνεύσω ισχύει λίγο-πολύ για όλες τις κοινότητες που εντοπίζονται στη «ζώνη της δρυός» και ιστορικά στηρίχτηκαν για την επιβίωση και αναπαραγωγή τους σε έναν συνδυασμό γεωργίας και κτηνοτροφίας, που συμπληρώνονταν και από άλλες δραστηριότητες, όπως η υλοτομία, η τροφοσυλλογή και από ένα σημείο μετά και η τεχνική εξειδίκευση.
Σε αυτή λοιπόν την κατηγορία των κοινοτήτων, που λειτούργησαν σε μια μεγάλη χρονική διάρκεια σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο πολιτικής οικονομίας με σχετική αυτονομία, αυτάρκεια και αυτοδιοίκηση, οι άνθρωποι, με βάση τις εστιακές ομάδες και την οικιακή οικονομία, οικειοποιούνταν τους συλλογικούς φυσικούς πόρους με ένα σύστημα βιωματικής αειφορίας και κοινωνικού εξισωτισμού. Αυτό το σύστημα εξασφάλιζε, από τη μια την αναπαραγωγή των φυσικών πόρων και από την άλλη την εξισορρόπηση ανάμεσα στις επιμέρους ανάγκες των εστιακών ομάδων και τη συνολική επιβίωση της κοινότητας.
Κάτι τέτοιο ήταν εφικτό όχι μόνο χάρη στη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου χαρακτήρα των φυσικών πόρων και την αίσθηση της συλλογικότητας αλλά και χάρη στο γεγονός ότι ο τρόπος παραγωγής χαρακτηριζόταν από τις αξίες χρήσεις και οι ίδιοι οι φυσικοί πόροι (γη, δάση, νερά κ.λπ.) δεν γίνονται αντιληπτοί σαν ατομικές ιδιοκτησίες αλλά ως κοινά κτήματα, τα οποία χρησιμοποιούσε η κάθε εστιακή ομάδα με βάση τις εκάστοτε ανάγκες της.
Σήμερα, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό σε μια σύγχρονη οικονομία καπιταλιστικού τύπου, ωστόσο το μοντέλο διαχείρισης (βιωματική αειφορία) και το ήθος της συλλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορούν να αποτελέσουν μέρος του αξιακού κώδικα μιας εναλλακτικής ηθικής οικονομίας έστω και σε μικρές κλίμακες.
• Η κοινότητα αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως μία ενότητα από το χωράφι μέχρι το δάσος και βρίσκεται σε μια μόνιμη σχέση ανταλλαγής και διαχείρισης. Σε αντίθεση σήμερα εμείς, ως οργανωμένη κοινωνία, προσπαθούμε να «προστατεύσουμε» τη φύση, να κρατήσουμε ανέπαφο το δάσος ή τον παραδοσιακό οικισμό. Και δεν το καταφέρνουμε και πάντα.
Το περιβάλλον σε αυτή την περίπτωση δεν αντιμετωπίζεται σαν ένα σύνολο πόρων προς εκμετάλλευση, αλλά ως ένα σύνολο στοιχείων που συγκροτούν το ίδιο το οικοσύστημα της κοινότητας, όπου δεν υπάρχει η νεωτερική διάκριση «φύσης»-«πολιτισμού» (δεν υπάρχουν καν αυτές οι έννοιες), αλλά ένα ενιαίο σύνολο, μια ενότητα συνυφασμένη με τη μοίρα της κοινότητας (και γι’ αυτό τρόπον τινά καθαγιασμένη), η οποία αντιμετωπίζεται με βάση την ανάγκη της αναπαραγωγής και της ίδιας της κοινότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο υπερτερεί η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, όχι με τη σύγχρονη αστική και αστεακή έννοια του όρου, αλλά με την έννοια της λελογισμένης χρήσης με σκοπό τη μη εξάντληση των «πόρων», από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της κοινότητας. Γι’ αυτό και μιλάμε για «βιωματική αειφορία».
Αυτή η αντίληψη είναι πολύ διαφορετική από τις τρέχουσες αντιλήψεις περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Και βέβαια αυτή η προσέγγιση αναδεικνύει το γεγονός ότι η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον διαμεσολαβείται από την κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, ο κοινοτισμός θα μπορούσε να αποτελέσει αν όχι ένα πρότυπο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης σήμερα, τουλάχιστον ένα παράδειγμα έμπνευσης μιας εναλλακτικής πολιτικής οικονομίας...
• Η έννοια του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης σήμερα, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, περιλαμβάνει κυρίως τον ενιαίο, εθνικό σχεδιασμό, χωρίς διαφοροποιήσεις. Κι από πίσω ακολουθεί το λεγόμενο παγκοσμιοποιημένο μοντέλο ανάπτυξης με ενιαίους οικονομικούς δείκτες κοινούς για όλες τις χώρες. Υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη σε μικρούς τόπους; Ακούμε και πολλά για «επιστροφή στη φύση» τώρα με την κρίση ειδικά για τους νέους, αλλά στην πράξη ελάχιστοι «γυρίζουν πίσω».
Νομίζω ότι η περιβόητη «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας δεν μπορεί να γίνει ούτε με ευχολόγια ούτε με αντιγραφή προτύπων ξένων προς την ιστορία αυτού του τόπου. Πρέπει να στηριχτεί σε βιωμένα και δοκιμασμένα μοντέλα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αναδεικνύουν και την πολιτισμική ταυτότητα του τόπου, αλλά και προωθούν μαζί με την αειφορία και την κοινωνική αλληλεγγύη και το κοινοτικό ήθος. Μα, μπορεί να γίνουν αυτά τα πράγματα στο πλαίσιο του καπιταλισμού;, θα μπορούσε δικαίως να αναρωτηθεί κανείς.
Νομίζω οι αρχές του κοινοτισμού μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και σε ένα τέτοιο σύστημα, στο μέτρο που θα υπάρξει η ανάλογη πολιτική βούληση, αρκεί να υπάρξει το περιθώριο για την αυτοδιαχείριση μικρών συνεταιριστικού τύπου μονάδων κοινωνικής και ηθικής οικονομίας. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι αυτόνομες κοινότητές μας ήκμασαν στο πλαίσιο ενός φεουδαλικού τρόπου παραγωγής… Το ζήτημα είναι εάν θέλουμε να φύγουμε από το δόγμα της ελεύθερης αγοράς και του άκρατου ανταγωνισμού και ατομικισμού που αυτή παράγει και να δούμε την οικονομία με όρους κοινωνικούς και πολιτισμικούς, δηλαδή να την επαναφέρουμε σε δρόμους ανθρώπινους.
Οσο για την «επιστροφή στη φύση και στις ρίζες», πρέπει να απαλλαγούμε τόσο από τον φολκλορισμό που εξωτικοποιεί το παρελθόν και τους πολιτισμούς του όσο και από τη φυσιολατρία και την «οικολογία του γλυκού νερού», που παράγει και αναπαράγει μια στρεβλή αντίληψη για το φυσικό περιβάλλον, που δεν έχει καμία σχέση με τα ζητούμενα μιας επιστημονικά προσανατολισμένης πολιτικής οικολογίας.
Οι ρητορικές περί απόλυτης προστασίας, που στηρίζονται σε μια ανιστόρητη άποψη περί «παρθένας φύσης», πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε μια ιστορικοποιημένη αντίληψη για το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή σε μια διαλεκτική προσέγγιση, η οποία από μόνη της θα προαγάγει μιαν υπέρβαση της διχοτομίας «φύσης/πολιτισμός» και την κατίσχυση του αφηγήματος της ενότητας, ενός αφηγήματος που θα μας βοηθήσει να οικοδομήσουμε και μια μη εργαλειακή, μη εκμεταλλευτική σχέση με το φυσικό περιβάλλον, αλλά και με αυτό που αποκαλούμε «παράδοση».
Ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος, με πολύχρονο και αναγνωρισμένο διεθνώς έργο, αναδεικνύει το παράδειγμα μιας μικρής ορεινής κοινότητας της Κόνιτσας, στα Μαστοροχώρια, της σημερινής Πηγής, και παλιά Πεκλάρι, στο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις γιαννιώτικες εκδόσεις Ισνάφι, «Πεκλάρι-Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας».
Μία κοινότητα που ώς τις μέρες μας σχεδόν, τη δεκαετία του ’70, ήταν αυτάρκης, σε μία διαρκή σχέση με το περιβάλλον γύρω της, παράγοντας μια οικονομία βιωματικής αειφορίας και ένα σύστημα κοινοτικού εξισωτισμού, που δεν αποτελούσαν μια εξαίρεση, αλλά μια κοινή συνθήκη για εκατοντάδες χωριά της πατρίδας μας που επιβίωσαν επί αιώνες.
• Μελετήσατε μια κοινότητα που ιστορικά κατάφερνε να αυτοδιαχειρίζεται το φυσικό περιβάλλον και τον τόπο της τροφοδοτώντας όλες τις ανάγκες της. Προσφέρει -δε- κι ένα μοντέλο δημοκρατίας θα λέγαμε, έναν κοινωνικό εξισωτισμό, όπως τον προσδιορίζετε.
Το Πεκλάρι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια περίπτωση μελέτης. Αυτό που περιγράφω και προσπαθώ να ερμηνεύσω ισχύει λίγο-πολύ για όλες τις κοινότητες που εντοπίζονται στη «ζώνη της δρυός» και ιστορικά στηρίχτηκαν για την επιβίωση και αναπαραγωγή τους σε έναν συνδυασμό γεωργίας και κτηνοτροφίας, που συμπληρώνονταν και από άλλες δραστηριότητες, όπως η υλοτομία, η τροφοσυλλογή και από ένα σημείο μετά και η τεχνική εξειδίκευση.
Σε αυτή λοιπόν την κατηγορία των κοινοτήτων, που λειτούργησαν σε μια μεγάλη χρονική διάρκεια σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο πολιτικής οικονομίας με σχετική αυτονομία, αυτάρκεια και αυτοδιοίκηση, οι άνθρωποι, με βάση τις εστιακές ομάδες και την οικιακή οικονομία, οικειοποιούνταν τους συλλογικούς φυσικούς πόρους με ένα σύστημα βιωματικής αειφορίας και κοινωνικού εξισωτισμού. Αυτό το σύστημα εξασφάλιζε, από τη μια την αναπαραγωγή των φυσικών πόρων και από την άλλη την εξισορρόπηση ανάμεσα στις επιμέρους ανάγκες των εστιακών ομάδων και τη συνολική επιβίωση της κοινότητας.
Κάτι τέτοιο ήταν εφικτό όχι μόνο χάρη στη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου χαρακτήρα των φυσικών πόρων και την αίσθηση της συλλογικότητας αλλά και χάρη στο γεγονός ότι ο τρόπος παραγωγής χαρακτηριζόταν από τις αξίες χρήσεις και οι ίδιοι οι φυσικοί πόροι (γη, δάση, νερά κ.λπ.) δεν γίνονται αντιληπτοί σαν ατομικές ιδιοκτησίες αλλά ως κοινά κτήματα, τα οποία χρησιμοποιούσε η κάθε εστιακή ομάδα με βάση τις εκάστοτε ανάγκες της.
Σήμερα, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό σε μια σύγχρονη οικονομία καπιταλιστικού τύπου, ωστόσο το μοντέλο διαχείρισης (βιωματική αειφορία) και το ήθος της συλλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορούν να αποτελέσουν μέρος του αξιακού κώδικα μιας εναλλακτικής ηθικής οικονομίας έστω και σε μικρές κλίμακες.
• Η κοινότητα αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως μία ενότητα από το χωράφι μέχρι το δάσος και βρίσκεται σε μια μόνιμη σχέση ανταλλαγής και διαχείρισης. Σε αντίθεση σήμερα εμείς, ως οργανωμένη κοινωνία, προσπαθούμε να «προστατεύσουμε» τη φύση, να κρατήσουμε ανέπαφο το δάσος ή τον παραδοσιακό οικισμό. Και δεν το καταφέρνουμε και πάντα.
Το περιβάλλον σε αυτή την περίπτωση δεν αντιμετωπίζεται σαν ένα σύνολο πόρων προς εκμετάλλευση, αλλά ως ένα σύνολο στοιχείων που συγκροτούν το ίδιο το οικοσύστημα της κοινότητας, όπου δεν υπάρχει η νεωτερική διάκριση «φύσης»-«πολιτισμού» (δεν υπάρχουν καν αυτές οι έννοιες), αλλά ένα ενιαίο σύνολο, μια ενότητα συνυφασμένη με τη μοίρα της κοινότητας (και γι’ αυτό τρόπον τινά καθαγιασμένη), η οποία αντιμετωπίζεται με βάση την ανάγκη της αναπαραγωγής και της ίδιας της κοινότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο υπερτερεί η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, όχι με τη σύγχρονη αστική και αστεακή έννοια του όρου, αλλά με την έννοια της λελογισμένης χρήσης με σκοπό τη μη εξάντληση των «πόρων», από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της κοινότητας. Γι’ αυτό και μιλάμε για «βιωματική αειφορία».
Αυτή η αντίληψη είναι πολύ διαφορετική από τις τρέχουσες αντιλήψεις περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Και βέβαια αυτή η προσέγγιση αναδεικνύει το γεγονός ότι η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον διαμεσολαβείται από την κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, ο κοινοτισμός θα μπορούσε να αποτελέσει αν όχι ένα πρότυπο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης σήμερα, τουλάχιστον ένα παράδειγμα έμπνευσης μιας εναλλακτικής πολιτικής οικονομίας...
• Η έννοια του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης σήμερα, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, περιλαμβάνει κυρίως τον ενιαίο, εθνικό σχεδιασμό, χωρίς διαφοροποιήσεις. Κι από πίσω ακολουθεί το λεγόμενο παγκοσμιοποιημένο μοντέλο ανάπτυξης με ενιαίους οικονομικούς δείκτες κοινούς για όλες τις χώρες. Υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη σε μικρούς τόπους; Ακούμε και πολλά για «επιστροφή στη φύση» τώρα με την κρίση ειδικά για τους νέους, αλλά στην πράξη ελάχιστοι «γυρίζουν πίσω».
Νομίζω ότι η περιβόητη «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας δεν μπορεί να γίνει ούτε με ευχολόγια ούτε με αντιγραφή προτύπων ξένων προς την ιστορία αυτού του τόπου. Πρέπει να στηριχτεί σε βιωμένα και δοκιμασμένα μοντέλα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αναδεικνύουν και την πολιτισμική ταυτότητα του τόπου, αλλά και προωθούν μαζί με την αειφορία και την κοινωνική αλληλεγγύη και το κοινοτικό ήθος. Μα, μπορεί να γίνουν αυτά τα πράγματα στο πλαίσιο του καπιταλισμού;, θα μπορούσε δικαίως να αναρωτηθεί κανείς.
Νομίζω οι αρχές του κοινοτισμού μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και σε ένα τέτοιο σύστημα, στο μέτρο που θα υπάρξει η ανάλογη πολιτική βούληση, αρκεί να υπάρξει το περιθώριο για την αυτοδιαχείριση μικρών συνεταιριστικού τύπου μονάδων κοινωνικής και ηθικής οικονομίας. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι αυτόνομες κοινότητές μας ήκμασαν στο πλαίσιο ενός φεουδαλικού τρόπου παραγωγής… Το ζήτημα είναι εάν θέλουμε να φύγουμε από το δόγμα της ελεύθερης αγοράς και του άκρατου ανταγωνισμού και ατομικισμού που αυτή παράγει και να δούμε την οικονομία με όρους κοινωνικούς και πολιτισμικούς, δηλαδή να την επαναφέρουμε σε δρόμους ανθρώπινους.
Οσο για την «επιστροφή στη φύση και στις ρίζες», πρέπει να απαλλαγούμε τόσο από τον φολκλορισμό που εξωτικοποιεί το παρελθόν και τους πολιτισμούς του όσο και από τη φυσιολατρία και την «οικολογία του γλυκού νερού», που παράγει και αναπαράγει μια στρεβλή αντίληψη για το φυσικό περιβάλλον, που δεν έχει καμία σχέση με τα ζητούμενα μιας επιστημονικά προσανατολισμένης πολιτικής οικολογίας.
Οι ρητορικές περί απόλυτης προστασίας, που στηρίζονται σε μια ανιστόρητη άποψη περί «παρθένας φύσης», πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε μια ιστορικοποιημένη αντίληψη για το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή σε μια διαλεκτική προσέγγιση, η οποία από μόνη της θα προαγάγει μιαν υπέρβαση της διχοτομίας «φύσης/πολιτισμός» και την κατίσχυση του αφηγήματος της ενότητας, ενός αφηγήματος που θα μας βοηθήσει να οικοδομήσουμε και μια μη εργαλειακή, μη εκμεταλλευτική σχέση με το φυσικό περιβάλλον, αλλά και με αυτό που αποκαλούμε «παράδοση».