Από το blog Ταξικές Μηχανές
αναδημοσιεύουμε:
Η ανάγνωσή μου του σημαντικού βιβλίου του Πουλαντζά, ''Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός'', με οδηγεί, μεταξύ άλλων, στο παρακάτω συμπέρασμα:
Οι νέοι πουλαντζικοί εμφανίζονται συχνά ως ''λενινιστές''της ''συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης'' . Όμως η αντίληψη του ύστερου Πουλαντζά για το Κράτος και τη ''δημοκρατική μετάβαση στο σοσιαλισμό''αντιπαρατίθεται ρητά με την αντίληψη περί ''δυαδικής εξουσίας'' (''διπλής εξουσίας''αναφέρεται στο βιβλίο του Πουλαντζά) του Λένιν, όπως την παρουσιάζει στο Κράτος και Επανάσταση, στις Θέσεις του Απρίλη-στο δοκίμιό του για τη Δυαδική Εξουσία, στις Θέσεις του Απρίλη, και αλλού. Το να ονομάζεται η αντίληψη του Πουλαντζά ''μια νέα ερμηνεία της δυαδικής εξουσίας''ή ''δυαδικοποίηση της εξουσίας''ή ''λενινιστική συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης''αποτελεί είτε αφελή είτε εκ του πονηρού σύγχυση της διαφοράς Πουλαντζά-Λένιν σε ζητήματα αρχών και στρατηγικής, στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, του Κράτους και της υπέρβασης του καπιταλισμού, και σύγχυση της κριτικής του πρώτου στον δεύτερο. Βλ. και http://bestimmung.blogspot.gr/2015/04/blog-post.html. Όπως θα φανεί στο παρακάτω απόσπασμα, ο Πουλαντζάς αντιπαραθέτει το ''δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό''προς την αντίληψη της ''δυαδικής εξουσίας'', με βάση τη διαφορετική ανάλυσή του για το Κράτος, και ειδικά το σύγχρονο κράτος.
Η αριστερή βιβλιογραφία, αρθρογραφία κλπ, στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, αντανακλά μια συντριπτική ηγεμονία των ιδεών του Πουλαντζά, είτε αυτό ομολογείται ανοιχτά είτε όχι, ακόμα και όταν υποτίθεται ότι διαφοροποιείται από αυτόν. Ο Πουλαντζάς, φυσικά, δεν είναι κάποια συνωμοσία εναντίον του μαρξισμού-λενινισμού. Προκύπτει ως κριτική στην εμπειρία του κρατικού σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κριτική του δεν έχει κάποιες σωστές αφετηρίες, ούτε πως καταλήγει σε ορθά συμπεράσματα. Σε κάποιο επόμενο κείμενο θα επιχειρήσουμε να συστηματοποιήσουμε τη κριτική μας προς τον Πουλαντζά, με βάση την αντίληψή μας για το Κράτος-μηχανή και τοΚράτος-συμπύκνωση. Ας αρκεστούμε προς το παρόν στα παρακάτω λεγόμενά του, στα οποία μπορούν να δουν τον εαυτό της οι περισσότεροι και οι περισσότερες Αριστερές και Αριστεροί, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Πουλαντζάς Νίκος, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός , Θεμέλιο, 1991, σ. 368 και επ (υπογραμμίσεις με μαύρα γράμματα δικές μου).
Προβάλλει το ερώτημα: μήπως αποδεχόμαστε έτσι τον παραδοσιακό ρεφορμισμό; Για να απαντήσουμε πρέπει να δούμε πως έχει τεθεί το ζήτημα του ρεφορμισμού από την 3η Διεθνή. Γι’αυτήν, ρεφορμιστική είναι κάθε στρατηγική που ξεχωρίζει από εκείνην της διπλής εξουσίας (σ.σ δυαδικής βλ δοκίμιο του Λένιν). Η μόνη ριζική ρήξη ως προς την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, η μόνη χαρακτηριστική ρήξη που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον ρεφορμισμό είναι η ρήξη ανάμεσα στο Κράτος (απλό εργαλείο της αστικής τάξης έξω από τις μάζες) και στο υποτιθέμενο απόλυτο εξωτερικό του, τη δεύτερη εξουσία (τις μάζες/Σοβιέτ). Πράγμα που-μικρή παρένθεση, δεν εμπόδισε, το αντίθετο μάλιστα, έναν ιδιαίτερο ρεφορμισμό της 3ης Διεθνούς, που οφειλόταν ακριβώς στην εργαλειακή αντίληψη του Κράτους. Οικειοποιούμαστε τα αποσυνδέσιμα τμήματα της κρατικής μηχανής και συμπαραθέτουμε απομονωμένα οχυρώματα περιμένοντας την κατάσταση της διπλής εξουσίας. Λίγο λίγο, εξάλλου, η κατάσταση της διπλής εξουσίας καταχωνιάζεται: εκείνο που μένει είναι μόνο το Κράτος-εργαλείο που το κατακτούμε γρανάζι με γρανάζι ή που το καταλαμβάνουμε στις διευθυντικές του θέσεις. Ωστόσο, ο ρεφορμισμός δεν παύει να είναι ένας υπολανθάνων κίνδυνος: δεν είναι ένα ενδογενές ελάττωμα κάθε στρατηγικής που διαφέρει από εκείνη της διπλής εξουσίας, έστω κι αν, στην περίπτωση ενός δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, το κριτήριο του ρεφορμισμού δεν είναι τόσο αποφασιστικό όσο στη στρατηγική της διπλής εξουσίας, και οι κίνδυνοι σοσιαλδημοκρατικοποίησης-περιττό να το αρνηθούμε-είναι μεγαλύτεροι. Οπωσδήποτε, αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος δεν σημαίνει απανωτές μεταρρυθμίσεις σε συνεχή πρόοδο, κατάκτηση κομμάτι με κομμάτι μιας κρατικής μηχανής ή απλή κατάληψη των κυβερνητικών θέσεων και κορυφών. Σημαίνει κατηγορηματικά μια πορεία ουσιαστικών ρήξεων που το κορυφαίο σημείο τους-και θα υπάρξει αναγκαστικά ένα τέτοιο σημείο-βρίσκεται στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών πάνω στο στρατηγικό έδαφος του Κράτους.
Αυτός ο δημοκρατικός δρόμο προς το σοσιαλισμό δεν είναι επομένως απλός κοινοβουλευτικός ή εκλογικός δρόμος. Το να κερδηθεί η εκλογική πλειοψηφία (στη Βουλή ή για τη θέση του Προέδρου) δεν μπορεί να αποτελεί παρά μια φάση, όσο κι αν αυτή είναι σπουδαία: δεν είναι άλλωστε κατανάγκη το κορυφαίο σημείο ρήξεων μέσα στο Κράτος. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος αφορά το σύνολο των μηχανισμών και των οργάνων του: δεν αφορά μόνο το Κοινοβούλιο ή, όπως επαναλαμβάνεται σήμερα κατά κόρον, τους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, που υποτίθεται ότι κατέχουν τώρα τον καθοριστικό ρόλο στο ‘’σύγχρονο Κράτος’’. Η διαδικασία αυτή απλώνεται επίσης, και κατά πρώτο λόγο, στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, εκείνους που κατέχουν το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας: τον στρατό και την αστυνομία κυρίως. Όπως όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον ιδιάζοντα ρόλο αυτών των μηχανισμών (πράγμα που γίνεται συχνά σε ορισμένες εκδοχές του δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, που βασίζονται γενικά σε μια παρερμηνεία ορισμένων θέσεων του Γκράμσι), έτσι δεν θα πρέπει και να πιστεύουμε ότι η στρατηγική μιας αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος ισχύει μόνο για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και ότι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί (που είναι πραγματικά στεγανοί για τους λαϊκούς αγώνες) δεν μπορούν να κυριευθούν παρά μετωπικά, απέξω. Κοντολογίς δεν πρόκειται για συνένωση δύο στρατηγικών, όπου θα διατηρείται για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς η στρατηγική της διπλής εξουσίας. Είναι φανερό ότι η εσωτερική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στους κατασταλτικούς μηχανισμούς θέτει προβλήματα ιδιαίτερα και, κατά συνέπεια, επίφοβα: αλλά-η περίπτωση της Πορτογαλίας το έδειξε περίτρανα, οι ίδιοι αυτοί μηχανισμοί διαπερνούνται από τους αγώνες των λαϊκών μαζών.
Κάτι περισσότερο, η εναλλακτική λύση όσον αφορά το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό είναι οπωσδήποτε ο αγώνας των λαϊκών μαζών που αποβλέπει στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος, αντί της μετωπικής στρατηγικής τύπου διπλής εξουσίας. Η εναλλακτική αυτή λύση δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, ένας ‘’αγώνας εντός’’ των κρατικών μηχανισμών, δηλαδή ενταγμένος στον υλικό τους χώρο, αντί του αγώνα ‘’εξ αποστάσεως’’ έξω από τους μηχανισμούς αυτούς. Πριν απ’όλα, διότι ένας αγώνας έξω και σε απόσταση από τους κρατικούς μηχανισμούς, εντεύθεν ή εκείθεν των ορίων του φυσικού χώρου που σχηματίζεται από τα θεσμικά σύνολα, εξακολουθεί να είναι πάντα, και σε όλες τις περιπτώσεις, αναγκαίος, καθώς αντανακλά την αυτονομία του αγώνα και των οργανώσεων των λαϊκών μαζών. Δεν μπαίνει ζήτημα εισχώρησης μόνο στους κρατικούς θεσμούς (κοινοβούλιο, οικονομικό και κοινωνικό συμβούλιο, συμβουλευτικά κέντρα κτλ) αλλά χρησιμοποίησης απλώς των ιδιαίτερων δυνατοτήτων τους για την επίτευξη των στόχων. Κάτι ακόμα: οι λαϊκοί αγώνες οφείλουν πάντα να εκδηλώνονται και με την ανάπτυξη κινημάτων και την εξάπλωση οργάνων άμεσης δημοκρατίας στη βάση και αυτοδιαχειριστικών εστιών.
Πράγμα που συνδέεται με το ζήτημα των μετασχηματισμών του Κράτους αλλά και-ας μην το ξεχνάμε-με το θεμελιακό ζήτημα της κρατικής εξουσίας και, γενικότερα, της εξουσίας. Το ζήτημα: ποιός είναι στην εξουσία και για να κάνει τι, δεν μπορεί να μείνει ξένο προς τους αγώνες για την αυτοδιαχείριση ή την άμεση δημοκρατία. Ωστόσο, αυτοί οι αγώνες και αυτά τα κινήματα δεν μπορούν-προκειμένου να συμβάλλουν στην αλλαγή των σχέσεων εξουσίας-να τείνουν προς μια συγκέντρωση σε μια δεύτερη εξουσία, χώρο που υποτίθεται ότι βρίσκεται απόλυτα έξω από το Κράτος, αλλά στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων πάνω στο ίδιο το έδαφος του Κράτους. Αυτοί οι αγώνες και αυτά τα κινήματα, εφόσον είναι πολιτικού χαρακτήρα, έστω και αν τοποθετούνται έξω από το φυσικό χώρο του Κράτους, δεν είναι εκτός Κράτους: οπωσδήποτε είναι πάντα τοποθετημένοι μέσα στο στρατηγικό του πεδίο. Εδώ επομένως βρίσκεται η πραγματική εναλλακτική λύση και όχι εκείνη, η απλή ενός «εσωτερικού αγώνα» έναντι ενός «εξωτερικού αγώνα». Σ’ένα δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, οι δύο αυτές μορφές αγώνα πρέπει να συνδυάζονται. Η «ενσωμάτωση» ή όχι στους κρατικούς μηχανισμούς, η υπηρέτηση ή όχι των συμφερόντων της εξουσίας, δεν ανάγεται στην εκλογή ανάμεσα σ’έναν αγώνα εξωτερικό και σ’έναν αγώνα εσωτερικό. Η ενσωμάτωση αυτή δεν είναι εξάλλου η αναγκαία συνέπεια μιας στρατηγικής που αποβλέπει σε αλλαγές στο χώρο του Κράτους, λες και μπορούσε ποτέ ένας πολιτικός αγώνας να τοποθετηθεί απόλυτα έξω από το Κράτος.
Αυτή η στρατηγική για το πάρσιμο της εξουσίας παραπέμπει κατευθείαν στο ζήτημα των μετασχηματισμών του Κράτους σ’ένα δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Μόνο μια συνάρθρωση των δύο τρόπων ενέργειας, δηλαδή του μετασχηματισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανάπτυξης των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση ή του κινήματος για αυτοδιαχείριση, μπορεί να αποτρέψει τον αυταρχικό κρατισμό.Αυτή όμως η νέα συνάρθρωση θέτει νέα προβλήματα.
Στη στρατηγική της διπλής εξουσίας, τη στρατηγική για τη σκέψη αντικατάσταση του κρατικού μηχανισμού με τον μηχανισμό των συμβουλίων, το ζήτημα της κατάληψης της κρατικής εξουσίας θεωρείται προκαταρκτικός όρος για την κατάληψη-υποκατάστασή της. Στην ουσία, δεν πρόκειται για μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού: πρώτα καταλαμβάνεται η κρατική εξουσία και, αφού γίνεται αυτό, αντικατασταίνεται με μιαν άλλη.
Το ζήτημα δεν μπαίνει πια έτσι: αν η κατάληψη της κρατικής εξουσίας σημαίνει αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο κράτος, αν αυτό προϋποθέτει μια μακρόχρονη πορεία, τότε συνεπάγεται και το ότι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας συμπίπτει μ’έναν μετασχηματισμό των μηχανισμών της. Πράγμα που σημαίνει κι εδώ ότι το Κράτος κατέχει μια δική του υλικότητα: μια αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος όχι μόνο δεν αρκεί για να μεταβάλλει αυτή την υλικότητα, αλλά ούτε και ο συσχετισμός αυτός μπορεί να παγιωθεί μέσα στο Κράτος, παρά μόνο στο βαθμό που υπάρχει μετασχηματισμός των μηχανισμών του (σ.σ εκδημοκρατισμός μηχανισμών ασφαλείας, όμως πάντα θα φυλάνε την ιδιωτική ιδιοκτησία). Εγκαταλείπω μια στρατηγική διπλής εξουσίας δεν σημαίνει ότι ξεφορτώνομαι το ζήτημα της ιδιαίτερης υλικότητας του Κράτους ως ειδικού μηχανισμού, αλλά ότι το θέτω διαφορετικά.
Χρησιμοποίησα για το ζήτημα τούτο, στο παρόν βιβλίο, τον όρο ριζικός μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού σε μια μετάβαση στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Ο όρος αυτός παραμένει βέβαια ενδεικτικός, νομίζω όμως ότι δηλώνει μια γενική κατεύθυνση σημειοθετημένη, τολμώ να πω, από δύο απαγορευμένα σημεία.
Το πρώτο: ο ριζικός μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού σ’έναν δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνεται πια λόγος για εκείνο που ονομάστηκε από παλιά σπάσιμο ήκαταστροφή αυτού του μηχανισμού. Ο όρος σπάσιμο, που υπήρξε κι αυτός ένας όρος ενδεικτικός για τον Μάρξ, κατέληξε ωστόσο να δηλώσει ιστορικά κάτι το πολύ συγκεκριμένο: το ξερίζωμα ακριβώς κάθε μορφής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των λεγόμενων τυπικών ελευθεριών, αποκλειστικά υπέρ της άμεσης δημοκρατίας στη βάση και των λεγόμενων πραγματικών ελευθεριών. Πρέπει να πάρουμε θέση πάνω σε τούτο το ζήτημα: αν ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός σημαίνουν επίσης πλουραλισμό πολιτικό (κομμάτων) και ιδεολογικό, αναγνώριση του ρόλου της καθολικής ψηφοφορίας, επέκταση και βάθεμα όλων των πολιτικών ελευθεριών, μαζί και για τους αντιπάλους κτλ, τότε δεν μπορούμε πια να χρησιμοποιούμε τον όρο σπάσιμο ή καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, εκτός αν παίζουμε με τις λέξεις.Πρόκειται, ασφαλώς, μέσα απ’όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς για μιαν ορισμένη μονιμότητα και συνέχεια των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: συνέχεια με την έννοια όχι μιας θλιβερής επιβίωσης που υφιστάμεθα εφόσον αδυνατούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά ενός αναγκαίου όρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Το δεύτερο απαγορευμένο σημείο: ο όρος ριζικός μετασχηματισμός δηλώνει ταυτόχρονα την κατεύθυνση και τα μέσα των αλλαγών του κρατικού μηχανισμού. Δεν μπορεί να πρόκειται ούτε για δευτερεύουσες επαναπροσαρμογές (σύμφωνα με ένα ανακαινισμένο νεοφιλελευθερισμό του κράτους δικαίου) ούτε για αλλαγές προερχόμενες κυρίως εκ των άνω (σύμφωνα με ένα παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατισμό ή έναν φιλελευθεροποιημένο σταλινισμό): δεν μπορεί να πρόκειται για έναν κρατιστικό μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού. Ένας μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού που κατευθύνεται προς το μαρασμό του Κράτους δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια όλο και μεγαλύτερη παρέμβαση των λαϊκών μαζών στο κράτος, διαμέσου βέβαια των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους αντιπροσωπειών, αλλά και με την ανάπτυξη των δικών τους πρωτοβουλιών μέσα στο ίδιο το Κράτος. Πορεία και εδώ κατά στάδια, αλλά που δεν μπορεί να περιορίζεται σε έναν απλό εκδημοκρατισμό του Κράτους (σ.σ δηλαδή;). Οπωσδήποτε, αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει ν’ακολουθήσουν οι αναγκαίες μεταβολές του Κράτους, είτε πρόκειται για το κοινοβούλιο, είτε για τις ελευθερίες, για τον ρόλο των κομμάτων, τον εκδημοκρατισμό των ίδιων των συνδικαλιστικών και πολιτικών μηχανισμών της Αριστεράς ή για την αποκέντρωση.
Η ανάγνωσή μου του σημαντικού βιβλίου του Πουλαντζά, ''Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός'', με οδηγεί, μεταξύ άλλων, στο παρακάτω συμπέρασμα:
Οι νέοι πουλαντζικοί εμφανίζονται συχνά ως ''λενινιστές''της ''συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης'' . Όμως η αντίληψη του ύστερου Πουλαντζά για το Κράτος και τη ''δημοκρατική μετάβαση στο σοσιαλισμό''αντιπαρατίθεται ρητά με την αντίληψη περί ''δυαδικής εξουσίας'' (''διπλής εξουσίας''αναφέρεται στο βιβλίο του Πουλαντζά) του Λένιν, όπως την παρουσιάζει στο Κράτος και Επανάσταση, στις Θέσεις του Απρίλη-στο δοκίμιό του για τη Δυαδική Εξουσία, στις Θέσεις του Απρίλη, και αλλού. Το να ονομάζεται η αντίληψη του Πουλαντζά ''μια νέα ερμηνεία της δυαδικής εξουσίας''ή ''δυαδικοποίηση της εξουσίας''ή ''λενινιστική συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης''αποτελεί είτε αφελή είτε εκ του πονηρού σύγχυση της διαφοράς Πουλαντζά-Λένιν σε ζητήματα αρχών και στρατηγικής, στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, του Κράτους και της υπέρβασης του καπιταλισμού, και σύγχυση της κριτικής του πρώτου στον δεύτερο. Βλ. και http://bestimmung.blogspot.gr/2015/04/blog-post.html. Όπως θα φανεί στο παρακάτω απόσπασμα, ο Πουλαντζάς αντιπαραθέτει το ''δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό''προς την αντίληψη της ''δυαδικής εξουσίας'', με βάση τη διαφορετική ανάλυσή του για το Κράτος, και ειδικά το σύγχρονο κράτος.
Η αριστερή βιβλιογραφία, αρθρογραφία κλπ, στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, αντανακλά μια συντριπτική ηγεμονία των ιδεών του Πουλαντζά, είτε αυτό ομολογείται ανοιχτά είτε όχι, ακόμα και όταν υποτίθεται ότι διαφοροποιείται από αυτόν. Ο Πουλαντζάς, φυσικά, δεν είναι κάποια συνωμοσία εναντίον του μαρξισμού-λενινισμού. Προκύπτει ως κριτική στην εμπειρία του κρατικού σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κριτική του δεν έχει κάποιες σωστές αφετηρίες, ούτε πως καταλήγει σε ορθά συμπεράσματα. Σε κάποιο επόμενο κείμενο θα επιχειρήσουμε να συστηματοποιήσουμε τη κριτική μας προς τον Πουλαντζά, με βάση την αντίληψή μας για το Κράτος-μηχανή και τοΚράτος-συμπύκνωση. Ας αρκεστούμε προς το παρόν στα παρακάτω λεγόμενά του, στα οποία μπορούν να δουν τον εαυτό της οι περισσότεροι και οι περισσότερες Αριστερές και Αριστεροί, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Πουλαντζάς Νίκος, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός , Θεμέλιο, 1991, σ. 368 και επ (υπογραμμίσεις με μαύρα γράμματα δικές μου).
Προβάλλει το ερώτημα: μήπως αποδεχόμαστε έτσι τον παραδοσιακό ρεφορμισμό; Για να απαντήσουμε πρέπει να δούμε πως έχει τεθεί το ζήτημα του ρεφορμισμού από την 3η Διεθνή. Γι’αυτήν, ρεφορμιστική είναι κάθε στρατηγική που ξεχωρίζει από εκείνην της διπλής εξουσίας (σ.σ δυαδικής βλ δοκίμιο του Λένιν). Η μόνη ριζική ρήξη ως προς την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, η μόνη χαρακτηριστική ρήξη που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον ρεφορμισμό είναι η ρήξη ανάμεσα στο Κράτος (απλό εργαλείο της αστικής τάξης έξω από τις μάζες) και στο υποτιθέμενο απόλυτο εξωτερικό του, τη δεύτερη εξουσία (τις μάζες/Σοβιέτ). Πράγμα που-μικρή παρένθεση, δεν εμπόδισε, το αντίθετο μάλιστα, έναν ιδιαίτερο ρεφορμισμό της 3ης Διεθνούς, που οφειλόταν ακριβώς στην εργαλειακή αντίληψη του Κράτους. Οικειοποιούμαστε τα αποσυνδέσιμα τμήματα της κρατικής μηχανής και συμπαραθέτουμε απομονωμένα οχυρώματα περιμένοντας την κατάσταση της διπλής εξουσίας. Λίγο λίγο, εξάλλου, η κατάσταση της διπλής εξουσίας καταχωνιάζεται: εκείνο που μένει είναι μόνο το Κράτος-εργαλείο που το κατακτούμε γρανάζι με γρανάζι ή που το καταλαμβάνουμε στις διευθυντικές του θέσεις. Ωστόσο, ο ρεφορμισμός δεν παύει να είναι ένας υπολανθάνων κίνδυνος: δεν είναι ένα ενδογενές ελάττωμα κάθε στρατηγικής που διαφέρει από εκείνη της διπλής εξουσίας, έστω κι αν, στην περίπτωση ενός δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, το κριτήριο του ρεφορμισμού δεν είναι τόσο αποφασιστικό όσο στη στρατηγική της διπλής εξουσίας, και οι κίνδυνοι σοσιαλδημοκρατικοποίησης-περιττό να το αρνηθούμε-είναι μεγαλύτεροι. Οπωσδήποτε, αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος δεν σημαίνει απανωτές μεταρρυθμίσεις σε συνεχή πρόοδο, κατάκτηση κομμάτι με κομμάτι μιας κρατικής μηχανής ή απλή κατάληψη των κυβερνητικών θέσεων και κορυφών. Σημαίνει κατηγορηματικά μια πορεία ουσιαστικών ρήξεων που το κορυφαίο σημείο τους-και θα υπάρξει αναγκαστικά ένα τέτοιο σημείο-βρίσκεται στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών πάνω στο στρατηγικό έδαφος του Κράτους.
Αυτός ο δημοκρατικός δρόμο προς το σοσιαλισμό δεν είναι επομένως απλός κοινοβουλευτικός ή εκλογικός δρόμος. Το να κερδηθεί η εκλογική πλειοψηφία (στη Βουλή ή για τη θέση του Προέδρου) δεν μπορεί να αποτελεί παρά μια φάση, όσο κι αν αυτή είναι σπουδαία: δεν είναι άλλωστε κατανάγκη το κορυφαίο σημείο ρήξεων μέσα στο Κράτος. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος αφορά το σύνολο των μηχανισμών και των οργάνων του: δεν αφορά μόνο το Κοινοβούλιο ή, όπως επαναλαμβάνεται σήμερα κατά κόρον, τους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, που υποτίθεται ότι κατέχουν τώρα τον καθοριστικό ρόλο στο ‘’σύγχρονο Κράτος’’. Η διαδικασία αυτή απλώνεται επίσης, και κατά πρώτο λόγο, στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, εκείνους που κατέχουν το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας: τον στρατό και την αστυνομία κυρίως. Όπως όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον ιδιάζοντα ρόλο αυτών των μηχανισμών (πράγμα που γίνεται συχνά σε ορισμένες εκδοχές του δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, που βασίζονται γενικά σε μια παρερμηνεία ορισμένων θέσεων του Γκράμσι), έτσι δεν θα πρέπει και να πιστεύουμε ότι η στρατηγική μιας αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος ισχύει μόνο για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και ότι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί (που είναι πραγματικά στεγανοί για τους λαϊκούς αγώνες) δεν μπορούν να κυριευθούν παρά μετωπικά, απέξω. Κοντολογίς δεν πρόκειται για συνένωση δύο στρατηγικών, όπου θα διατηρείται για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς η στρατηγική της διπλής εξουσίας. Είναι φανερό ότι η εσωτερική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στους κατασταλτικούς μηχανισμούς θέτει προβλήματα ιδιαίτερα και, κατά συνέπεια, επίφοβα: αλλά-η περίπτωση της Πορτογαλίας το έδειξε περίτρανα, οι ίδιοι αυτοί μηχανισμοί διαπερνούνται από τους αγώνες των λαϊκών μαζών.
Κάτι περισσότερο, η εναλλακτική λύση όσον αφορά το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό είναι οπωσδήποτε ο αγώνας των λαϊκών μαζών που αποβλέπει στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος, αντί της μετωπικής στρατηγικής τύπου διπλής εξουσίας. Η εναλλακτική αυτή λύση δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, ένας ‘’αγώνας εντός’’ των κρατικών μηχανισμών, δηλαδή ενταγμένος στον υλικό τους χώρο, αντί του αγώνα ‘’εξ αποστάσεως’’ έξω από τους μηχανισμούς αυτούς. Πριν απ’όλα, διότι ένας αγώνας έξω και σε απόσταση από τους κρατικούς μηχανισμούς, εντεύθεν ή εκείθεν των ορίων του φυσικού χώρου που σχηματίζεται από τα θεσμικά σύνολα, εξακολουθεί να είναι πάντα, και σε όλες τις περιπτώσεις, αναγκαίος, καθώς αντανακλά την αυτονομία του αγώνα και των οργανώσεων των λαϊκών μαζών. Δεν μπαίνει ζήτημα εισχώρησης μόνο στους κρατικούς θεσμούς (κοινοβούλιο, οικονομικό και κοινωνικό συμβούλιο, συμβουλευτικά κέντρα κτλ) αλλά χρησιμοποίησης απλώς των ιδιαίτερων δυνατοτήτων τους για την επίτευξη των στόχων. Κάτι ακόμα: οι λαϊκοί αγώνες οφείλουν πάντα να εκδηλώνονται και με την ανάπτυξη κινημάτων και την εξάπλωση οργάνων άμεσης δημοκρατίας στη βάση και αυτοδιαχειριστικών εστιών.
Πράγμα που συνδέεται με το ζήτημα των μετασχηματισμών του Κράτους αλλά και-ας μην το ξεχνάμε-με το θεμελιακό ζήτημα της κρατικής εξουσίας και, γενικότερα, της εξουσίας. Το ζήτημα: ποιός είναι στην εξουσία και για να κάνει τι, δεν μπορεί να μείνει ξένο προς τους αγώνες για την αυτοδιαχείριση ή την άμεση δημοκρατία. Ωστόσο, αυτοί οι αγώνες και αυτά τα κινήματα δεν μπορούν-προκειμένου να συμβάλλουν στην αλλαγή των σχέσεων εξουσίας-να τείνουν προς μια συγκέντρωση σε μια δεύτερη εξουσία, χώρο που υποτίθεται ότι βρίσκεται απόλυτα έξω από το Κράτος, αλλά στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων πάνω στο ίδιο το έδαφος του Κράτους. Αυτοί οι αγώνες και αυτά τα κινήματα, εφόσον είναι πολιτικού χαρακτήρα, έστω και αν τοποθετούνται έξω από το φυσικό χώρο του Κράτους, δεν είναι εκτός Κράτους: οπωσδήποτε είναι πάντα τοποθετημένοι μέσα στο στρατηγικό του πεδίο. Εδώ επομένως βρίσκεται η πραγματική εναλλακτική λύση και όχι εκείνη, η απλή ενός «εσωτερικού αγώνα» έναντι ενός «εξωτερικού αγώνα». Σ’ένα δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, οι δύο αυτές μορφές αγώνα πρέπει να συνδυάζονται. Η «ενσωμάτωση» ή όχι στους κρατικούς μηχανισμούς, η υπηρέτηση ή όχι των συμφερόντων της εξουσίας, δεν ανάγεται στην εκλογή ανάμεσα σ’έναν αγώνα εξωτερικό και σ’έναν αγώνα εσωτερικό. Η ενσωμάτωση αυτή δεν είναι εξάλλου η αναγκαία συνέπεια μιας στρατηγικής που αποβλέπει σε αλλαγές στο χώρο του Κράτους, λες και μπορούσε ποτέ ένας πολιτικός αγώνας να τοποθετηθεί απόλυτα έξω από το Κράτος.
Αυτή η στρατηγική για το πάρσιμο της εξουσίας παραπέμπει κατευθείαν στο ζήτημα των μετασχηματισμών του Κράτους σ’ένα δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Μόνο μια συνάρθρωση των δύο τρόπων ενέργειας, δηλαδή του μετασχηματισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανάπτυξης των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση ή του κινήματος για αυτοδιαχείριση, μπορεί να αποτρέψει τον αυταρχικό κρατισμό.Αυτή όμως η νέα συνάρθρωση θέτει νέα προβλήματα.
Στη στρατηγική της διπλής εξουσίας, τη στρατηγική για τη σκέψη αντικατάσταση του κρατικού μηχανισμού με τον μηχανισμό των συμβουλίων, το ζήτημα της κατάληψης της κρατικής εξουσίας θεωρείται προκαταρκτικός όρος για την κατάληψη-υποκατάστασή της. Στην ουσία, δεν πρόκειται για μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού: πρώτα καταλαμβάνεται η κρατική εξουσία και, αφού γίνεται αυτό, αντικατασταίνεται με μιαν άλλη.
Το ζήτημα δεν μπαίνει πια έτσι: αν η κατάληψη της κρατικής εξουσίας σημαίνει αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο κράτος, αν αυτό προϋποθέτει μια μακρόχρονη πορεία, τότε συνεπάγεται και το ότι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας συμπίπτει μ’έναν μετασχηματισμό των μηχανισμών της. Πράγμα που σημαίνει κι εδώ ότι το Κράτος κατέχει μια δική του υλικότητα: μια αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος όχι μόνο δεν αρκεί για να μεταβάλλει αυτή την υλικότητα, αλλά ούτε και ο συσχετισμός αυτός μπορεί να παγιωθεί μέσα στο Κράτος, παρά μόνο στο βαθμό που υπάρχει μετασχηματισμός των μηχανισμών του (σ.σ εκδημοκρατισμός μηχανισμών ασφαλείας, όμως πάντα θα φυλάνε την ιδιωτική ιδιοκτησία). Εγκαταλείπω μια στρατηγική διπλής εξουσίας δεν σημαίνει ότι ξεφορτώνομαι το ζήτημα της ιδιαίτερης υλικότητας του Κράτους ως ειδικού μηχανισμού, αλλά ότι το θέτω διαφορετικά.
Χρησιμοποίησα για το ζήτημα τούτο, στο παρόν βιβλίο, τον όρο ριζικός μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού σε μια μετάβαση στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Ο όρος αυτός παραμένει βέβαια ενδεικτικός, νομίζω όμως ότι δηλώνει μια γενική κατεύθυνση σημειοθετημένη, τολμώ να πω, από δύο απαγορευμένα σημεία.
Το πρώτο: ο ριζικός μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού σ’έναν δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνεται πια λόγος για εκείνο που ονομάστηκε από παλιά σπάσιμο ήκαταστροφή αυτού του μηχανισμού. Ο όρος σπάσιμο, που υπήρξε κι αυτός ένας όρος ενδεικτικός για τον Μάρξ, κατέληξε ωστόσο να δηλώσει ιστορικά κάτι το πολύ συγκεκριμένο: το ξερίζωμα ακριβώς κάθε μορφής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των λεγόμενων τυπικών ελευθεριών, αποκλειστικά υπέρ της άμεσης δημοκρατίας στη βάση και των λεγόμενων πραγματικών ελευθεριών. Πρέπει να πάρουμε θέση πάνω σε τούτο το ζήτημα: αν ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός σημαίνουν επίσης πλουραλισμό πολιτικό (κομμάτων) και ιδεολογικό, αναγνώριση του ρόλου της καθολικής ψηφοφορίας, επέκταση και βάθεμα όλων των πολιτικών ελευθεριών, μαζί και για τους αντιπάλους κτλ, τότε δεν μπορούμε πια να χρησιμοποιούμε τον όρο σπάσιμο ή καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, εκτός αν παίζουμε με τις λέξεις.Πρόκειται, ασφαλώς, μέσα απ’όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς για μιαν ορισμένη μονιμότητα και συνέχεια των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: συνέχεια με την έννοια όχι μιας θλιβερής επιβίωσης που υφιστάμεθα εφόσον αδυνατούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά ενός αναγκαίου όρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Το δεύτερο απαγορευμένο σημείο: ο όρος ριζικός μετασχηματισμός δηλώνει ταυτόχρονα την κατεύθυνση και τα μέσα των αλλαγών του κρατικού μηχανισμού. Δεν μπορεί να πρόκειται ούτε για δευτερεύουσες επαναπροσαρμογές (σύμφωνα με ένα ανακαινισμένο νεοφιλελευθερισμό του κράτους δικαίου) ούτε για αλλαγές προερχόμενες κυρίως εκ των άνω (σύμφωνα με ένα παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατισμό ή έναν φιλελευθεροποιημένο σταλινισμό): δεν μπορεί να πρόκειται για έναν κρατιστικό μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού. Ένας μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού που κατευθύνεται προς το μαρασμό του Κράτους δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια όλο και μεγαλύτερη παρέμβαση των λαϊκών μαζών στο κράτος, διαμέσου βέβαια των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους αντιπροσωπειών, αλλά και με την ανάπτυξη των δικών τους πρωτοβουλιών μέσα στο ίδιο το Κράτος. Πορεία και εδώ κατά στάδια, αλλά που δεν μπορεί να περιορίζεται σε έναν απλό εκδημοκρατισμό του Κράτους (σ.σ δηλαδή;). Οπωσδήποτε, αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει ν’ακολουθήσουν οι αναγκαίες μεταβολές του Κράτους, είτε πρόκειται για το κοινοβούλιο, είτε για τις ελευθερίες, για τον ρόλο των κομμάτων, τον εκδημοκρατισμό των ίδιων των συνδικαλιστικών και πολιτικών μηχανισμών της Αριστεράς ή για την αποκέντρωση.