Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Από την «έφοδο στον ουρανό» στο «τάξη βασιλεύει στο Παρίσι»

$
0
0
Χάρης Παπαδόπουλος
«Πίστευα ότι οι εξεγερμένοι του Παρισιού δεν θα μπορούσαν να κουμαντάρουν ούτε την ίδια τους τη βάρκα». Ζυλ Φαβρ, υπουργός εξωτερικών του Θιέρσου στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών
Η Κο­μού­να του Πα­ρι­σιού το 1871 ήταν η πρώτη κυ­βέρ­νη­ση στην ιστο­ρία εκλεγ­μέ­νη από την ερ­γα­τι­κή τάξη για να υπε­ρα­σπί­σει τα συμ­φέ­ρο­ντά της. Οι αντι­πρό­σω­ποι των κα­τοί­κων του Πα­ρι­σιού ήταν άμεσα ανα­κλη­τοί. Κάθε αντι­πρό­σω­πος ή υπάλ­λη­λος της Κο­μού­νας έπαιρ­νε το μισθό ενός ει­δι­κευ­μέ­νου ερ­γά­τη.
Το πιο ση­μα­ντι­κό είναι ότι οι αντι­πρό­σω­ποι στην Κο­μού­να δεν ψή­φι­ζαν απλώς νό­μους που θα τους εφάρ­μο­ζε κά­ποια κρα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία. Αντί­θε­τα, η Κο­μού­να ήταν η ορ­γα­νω­μέ­νη ερ­γα­τι­κή τάξη
που φρό­ντι­ζε η ίδια την εφαρ­μο­γή όσων ψη­φί­ζο­νταν. Με άλλα λόγια, το παλιό κρά­τος κα­ταρ­γή­θη­κε και οι επα­να­στα­τη­μέ­νες μάζες του Πα­ρι­σιού το αντι­κα­τέ­στη­σαν με μια νέα  ορ­γά­νω­ση, την πιο δη­μο­κρα­τι­κή στην ιστο­ρία από τότε που υπάρ­χουν τα­ξι­κές κοι­νω­νί­ες.

Για δυό­μι­ση μήνες, όσο επι­κρά­τη­σε στο Πα­ρί­σι, η Κο­μού­να εφάρ­μο­σε ένα πρό­γραμ­μα «τα­ξι­κής μο­νο­μέ­ρειας», ανα­κου­φί­ζο­ντας τους φτω­χούς σε βάρος των πλου­σί­ων. Χά­ρι­σε τα χρέη και απα­γό­ρευ­σε τις εξώ­σεις, σε ένα Πα­ρί­σι που τα 9/10 του πλη­θυ­σμού ζού­σαν στο νοίκι και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες οι­κο­γέ­νειες δεν είχαν να πλη­ρώ­σουν ταυ­τό­χρο­να και το νοίκι και το φαΐ τους. Τα πρό­στι­μα στους ερ­γα­ζό­με­νους από τους ερ­γο­δό­τες απα­γο­ρεύ­τη­καν, ενώ όλα τα ερ­γο­στά­σια και τα ερ­γα­στή­ρια που έκλει­ναν οι ιδιο­κτή­τες, με­τα­βι­βά­ζο­νταν στους ερ­γά­τες τους. Κα­θιε­ρώ­θη­καν συ­ντά­ξεις στις χήρες και στις συ­ζύ­γους αιχ­μά­λω­των στρα­τιω­τών. Κα­ταρ­γή­θη­κε η νυ­χτε­ρι­νή ερ­γα­σία και εξα­σφα­λί­στη­κε η δω­ρε­άν εκ­παί­δευ­ση για όλα τα παι­διά.

Οι νόμοι της Κο­μού­νας ήταν «μέτρα έκτα­κτης ανά­γκης» σε ένα Πα­ρί­σι πο­λιορ­κη­μέ­νο από τον νι­κη­τή γερ­μα­νι­κό στρα­τό του Βί­σμαρκ, ενώ η κυ­βέρ­νη­ση της γαλ­λι­κής αστι­κής τάξης στο προ­ά­στιο των Βερ­σαλ­λιών ετοί­μα­ζε, με την ανοχή και την υπο­στή­ρι­ξη της Πρω­σί­ας, την τρο­με­ρή εκ­δί­κη­σή της σε βάρος των εξε­γερ­μέ­νων ερ­γα­τών.



Το με­γα­λείο…

Ο εν­θου­σια­σμός των Πα­ρι­ζιά­νων κο­μου­νά­ρων ήταν απί­στευ­τος από τις πρώ­τες μέρες της Κο­μού­νας ως τις τε­λευ­ταί­ες της αι­μα­το­βαμ­μέ­νες στιγ­μές. Η επα­να­στά­τρια Λουί­ζα Μισέλ γρά­φει στις «Ανα­μνή­σεις» της: «Ο κό­σμος ήθελε να τα ανα­κα­λύ­ψει όλα με­μιάς: τις τέ­χνες, τις επι­στή­μες, τη λο­γο­τε­χνία, τις ανα­κα­λύ­ψεις. Η ζωή έβρα­ζε. Όλοι βιά­ζο­νταν να ξε­φύ­γουν από τον παλιό κόσμο».

Αλλά και τις τε­λευ­ταί­ες μέρες της Κο­μού­νας ο ζήλος και ο οί­στρος έδι­ναν τον τόνο: «Ποιος θα το πί­στευε; Το Πα­ρί­σι πο­λε­μά και τρα­γου­δά. Ενώ επί­κει­ται η επί­θε­ση ενός ανη­λε­ούς και εξα­γριω­μέ­νου στρα­τού, το Πα­ρί­σι γελά! Είναι πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νο από όλες τις πλευ­ρές από χα­ρα­κώ­μα­τα και οχυ­ρώ­σεις κι όμως μέσα σ’ αυτά τα φο­βε­ρά τείχη σε όλες τις γω­νιές οι άν­θρω­ποι γε­λούν», ση­μειώ­νει ο κόμης Βι­λιέρ Ντε­λίλ Αντάμ, ενώ ο εχθρός της Κο­μού­νας Ωγκύστ Ρε­νουάρ πε­ριέ­γρα­φε έτσι τους Κο­μου­νά­ρους: «Είναι πα­ρα­νοϊ­κοί, αλλά έχουν μέσα τους τη σπίθα εκεί­νη που δεν σβή­νει ποτέ».

Πώς έγινε συ­ντρίμ­μια στρω­μέ­να με πτώ­μα­τα η επα­να­στα­τη­μέ­νη πόλη; Πώς έχα­σαν τη μάχη δε­κά­δες χι­λιά­δες ένο­πλοι απο­φα­σι­σμέ­νοι επα­να­στά­τες και επα­να­στά­τριες, χωρίς να με­τα­τρέ­ψουν το μή­νυ­μά τους σε κόκ­κι­νη θύ­ελ­λα σε όλη τη Γαλ­λία;



…και η αφέ­λεια

Δυ­στυ­χώς, το επα­να­στα­τι­κό με­γα­λείο των Κο­μου­νά­ρων πή­γαι­νε χέ­ρι-χέ­ρι με την αφελή με­γα­λο­ψυ­χία απέ­να­ντι στα αφε­ντι­κά της Γαλ­λί­ας και την κυ­βέρ­νη­σή τους στις Βερ­σαλ­λί­ες.

Η ίδια η Κο­μού­να άρ­γη­σε πάνω από έξι μήνες να ανα­λά­βει την κυ­ριαρ­χία της πο­λιορ­κη­μέ­νης πόλης και να εξα­σφα­λί­σει την επι­βί­ω­ση των ερ­γα­τών, ενώ από τις 4 Σε­πτέμ­βρη του 1870 αστι­κή εξου­σία στο Πα­ρί­σι πρα­κτι­κά δεν υπήρ­χε και η κυ­βέρ­νη­ση της αστι­κής τάξης, φευ­γά­τη στο Μπορ­ντώ και μετά στις Βερ­σαλ­λί­ες, προ­σπα­θού­σε να υπε­ρα­σπί­σει τον εαυτό της όχι από τον προ­ε­λαύ­νο­ντα γερ­μα­νι­κό στρα­τό, αλλά από τους πα­θια­σμέ­νους για την άμυνα της πόλης Πα­ρι­ζιά­νους ερ­γά­τες. Εντέ­λει, η γαλ­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση έκανε ανα­κω­χή με την Πρω­σία για να ανα­λά­βει το έργο της συ­ντρι­βής του ανυ­πό­τα­κτου Πα­ρι­σιού.

Από τις 18 Μάρτη 1871, μετά την από­πει­ρα του Θιέρ­σου να αρ­πά­ξει τα κα­νό­νια των ερ­γα­τών του Πα­ρι­σιού, πλέον Βερ­σαλ­λί­ες και Πα­ρί­σι βρί­σκο­νταν ανοι­χτά σε εμ­φύ­λιο πό­λε­μο. Όμως, «το Πα­ρί­σι δεν θέλει να επι­βάλ­λει τί­πο­τε σε κα­νέ­ναν», πα­ρα­τη­ρεί ο Τρό­τσκι. «Αντί της επι­θε­τι­κής πο­λι­τι­κής, που ήταν η μόνη που μπο­ρού­σε να σώσει την κα­τά­στα­ση, οι ηγέ­τες του Πα­ρι­σιού προ­σπά­θη­σαν να πε­ριο­ρι­στούν στην κοι­νο­τι­κή αυ­το­νο­μία τους: δεν θα χτυ­πού­σαν τους άλ­λους όσο δεν τους χτυ­πού­σαν εκεί­νοι».

Όμως, δεν γί­νε­ται να αλ­λά­ξεις τον κόσμο χωρίς να πά­ρεις την εξου­σία. Είναι αδύ­να­το να υλο­ποι­η­θούν αλ­λη­λέγ­γυ­ες δομές και πει­ρά­μα­τα ερ­γα­τι­κής αυ­το­διεύ­θυν­σης σε σο­βα­ρή κλί­μα­κα, όσο οι πλού­σιοι έχουν τον στρα­τό, την αστυ­νο­μία και τα δι­κα­στή­ρια (το κρά­τος δη­λα­δή) στη διά­θε­σή τους για να υπε­ρα­σπί­σουν τα προ­νό­μιά τους. Από την Κο­μού­να του Πα­ρι­σιού ως τον ισπα­νι­κό εμ­φύ­λιο το 1936 και τη Χιλή του Πι­νο­σέτ, τα αφε­ντι­κά έχουν απο­δεί­ξει πως δεν δι­στά­ζουν μπρο­στά σε κα­νέ­να έγκλη­μα προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σουν ότι θα συ­νε­χί­σουν να κυ­βερ­νούν και να πλου­τί­ζουν.



Τι έλει­ψε

Το Πα­ρί­σι το 1871 διέ­θε­τε δε­κά­δες χι­λιά­δες επα­να­στά­τες και επα­να­στά­τριες που είχαν πάρει στα­θε­ρά την από­φα­ση να πε­θά­νουν παρά να πα­ρα­δο­θούν στα αφε­ντι­κά. Αυ­τούς τους στή­ρι­ζαν ενερ­γη­τι­κά εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες ερ­γά­τες και φτω­χοί. Όλοι αυτό το δυ­να­μι­κό υπήρ­χε σε αφθο­νία. Αλλά δεν υπήρ­χε μια ορ­γά­νω­ση της πρω­το­πο­ρί­ας, ένας μη­χα­νι­σμός επα­να­στα­τι­κής δρά­σης που να βλέ­πει συ­νο­λι­κά την κα­τά­στα­ση και τα άμεσα κα­θή­κο­ντα να τα με­τα­τρέ­πει σε κα­τευ­θύν­σεις και συν­θή­μα­τα και να ηλε­κτρί­ζει τις μάζες για να τα κά­νουν πράξη χωρίς να βρε­θούν αιφ­νι­δια­σμέ­νοι από τον τα­ξι­κό εχθρό.

Η επα­να­στα­τι­κή ηγε­σία του Πα­ρι­σιού το 1871 δεν συ­νέ­λα­βε τους αστούς και τους στρα­τη­γούς, που έφευ­γαν από την πόλη σαν πο­ντί­κια. Δεν ορ­γά­νω­σαν τη γρή­γο­ρη προ­ώ­θη­ση στις Βερ­σαλ­λί­ες, τις πρώ­τες μέρες, όταν ήταν πρα­κτι­κά αφύ­λα­κτες. Όταν τε­λι­κά η Κο­μού­να απο­φά­σι­σε την επί­θε­ση, της έδωσε χα­ρα­κτή­ρα ένο­πλης δια­δή­λω­σης. Η φρου­ρά ξε­κί­νη­σε χωρίς πυ­ρο­βο­λι­κό και τρο­φο­δο­σία των φα­ντά­ρων. Ήταν μια συμ­βο­λι­κή πε­ρισ­σό­τε­ρο ενέρ­γεια που κα­τέ­λη­ξε σε αι­μα­τη­ρή πα­νω­λε­θρία.

Δεν έγινε καμιά συ­στη­μα­τι­κή δου­λειά για να σπά­σει η απο­μό­νω­ση του Πα­ρι­σιού με απε­σταλ­μέ­νους που θα με­τέ­φε­ραν τη φλόγα της Κο­μού­νας στις πό­λεις της επαρ­χί­ας. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δεν έγινε καμιά ορ­γα­νω­μέ­νη δου­λειά μέσα στους φα­ντά­ρους του στρα­τού των Βερ­σαλ­λιών. Τα πάντα στον πο­λι­τι­κό σχε­δια­σμό υπο­τά­χτη­καν στο αυ­θόρ­μη­το και στις ατο­μι­κές πρω­το­βου­λί­ες, όταν ήταν απα­ραί­τη­το ένα συ­γκε­ντρω­τι­κό επα­να­στα­τι­κό επι­τε­λείο για να αντι­με­τω­πί­σει τη λύσσα της αστι­κής τάξης.

Οι Κο­μου­νά­ροι δεν τόλ­μη­σαν να πει­ρά­ξουν ούτε το θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο της Τρά­πε­ζας της Γαλ­λί­ας. Ενώ όλο το χρυ­σά­φι της Τρά­πε­ζας βρι­σκό­ταν στο Πα­ρί­σι, η διεύ­θυν­ση της Τρά­πε­ζας χρη­μα­το­δο­τού­σε απρό­σκο­πτα τις Βερ­σαλ­λί­ες. Τα φρά­γκα και τα ομό­λο­γα, που άφησε άθι­κτα η επα­νά­στα­ση, με­τα­τρά­πη­καν μέσα σε ένα δί­μη­νο σε έναν τε­ρά­στιο στρα­τό που ορ­γά­νω­σε η κυ­βέρ­νη­ση των Βερ­σαλ­λιών. Ο στρα­τός αυτός συ­γκέ­ντρω­νε –ορ­γα­νω­μέ­νη και στε­λε­χω­μέ­νη– όλη την κα­θυ­στέ­ρη­ση και την αμά­θεια της γαλ­λι­κής κοι­νω­νί­ας: αγρό­τες στρα­το­λο­γη­μέ­νους για να σώ­σουν τα χω­ρά­φια και τις γυ­ναί­κες τους από τους «κόκ­κι­νους», με επι­κε­φα­λής αξιω­μα­τι­κούς από όλη τη «χρυσή νε­ο­λαία» της καλής κοι­νω­νί­ας.

Η επα­να­στα­τη­μέ­νη πόλη, που επέ­δει­ξε έλεος και ανω­τε­ρό­τη­τα στους δυ­νά­στες της, κα­τέ­λη­ξε στον όλε­θρο στις 21 με 28 Μάη 1871. Χι­λιά­δες νε­κροί, 30.000 εκτε­λε­σμέ­νοι. Για χρό­νια ήταν σχε­δόν εξα­φα­νι­σμέ­νο είδος στο Πα­ρί­σι οι οι­κο­δό­μοι, οι γα­νω­μα­τή­δες, οι υφά­ντριες.

Η πρώτη προ­λε­τα­ρια­κή «έφο­δος στον ου­ρα­νό» κα­τέ­λη­ξε να δο­κι­μά­σει πάνω στο κορμί της το «ουαί τοις ητ­τη­μέ­νοις»…



Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Trending Articles