Η Έρημη Χώρα
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis
vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
Σίβυλλα, τι θέλεις; Respondebat illa: αποθανείν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Α΄ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’
το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα• σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen,
echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το
χειμώνα στο νότο.
Ποιές ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι
δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο
ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο
γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει
ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται
να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα
χρόνο•
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά
σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας
Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι
εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφταλμος έμπορας, και τούτο το
χαρτί,
Τ’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν
Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή
μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης
αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,
τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει
τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα
μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ
Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα,
φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον
άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά
του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον
άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ! hypocrite lecteur ! – mon semblable,
- mon frère!»
Β΄ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ένώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το
συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά
μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε,
συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα• ερεθισμένα
απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα
ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα
πολύχρωμη πλαισιωμένα,
Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι
σκαλισμένο κολυμπούσε.
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης
τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα• κι όμως εκεί τα’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες• προσηλωμένα
σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη
κάμαρα.
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη
βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια
γαλήνη.
«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».
Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών
το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν
Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι
Τίποτε ;»
Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός; Δεν έχεις τίποτε
μες στο κεφάλι σου;»
Αλλά
Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ –
Είναι κομψότατο
Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι, και θα γυρνώ στους
δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι. Τι θα κάνουμε
αύριο;
Τι θα κάνουμε πάντα;»
Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερεις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα και περιμένοντας
ένα χτύπημα στην πόρτα.
Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου, τής λέω
αυτηνής ’γω που με βλέπεις,
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Τώρα πού γυρίζει ό Γιάννης, κοίταξε να
σουλουπιαστείς λιγάκι.
Θα γυρέψει να μάθει τι τα ’κανες κείνα τα λεφτά
που σου ’δωσε
Να ξαναβάλεις καν ’να δόντι. Σ’ τα ’δωσε, ήμουν
εκεί.
Άει να τα βγάλεις, Λιλ, και βάλε μια καλή μασέλα,
Μα το Θεό, σου ’πε, σιχαίνουμαι που σε βλέπω.
Κι εγώ το ίδιο, της λέω, σκέψου τον κακόμερο
το Γιάννη,
Τέσσερα χρόνια στρατιώτης, θα θέλει καλοπέραση,
Κι α δεν του τη δώσεις, άλλες θα του τη δώσουν,
της λέω.
Α έτσι, μου λέει. Κάτι σαν τέτοιο, της λέω.
Τότες θα ξέρω ποιανού χρωστάω χάρη, μου λέει
και με καρφώνει με τα μάτια.
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Κι α δε σ’ αρέσει τράβα τον κατήφορο, της λέω,
Άλλοι διαλέγουνε και παίρνουνε σαν εσύ δεν τα
καταφέρνεις.
Μ’ α σου το στρίψει ο Γιάννης, δε θα πει πως δε
βρέθηκε άνθρωπος να σου κουβεντιάσει.
Είναι να ντρέπεσαι, της λέω, που μοιάζεις τέτοια
αρχαιολογία.
(Κι αυτή μονάχα τριάντα ενός.)
Μα τι να κάνω, μου λέει, και στραβομουτσούνιασε,
Φταίνε κείνα τα χάπια, μου λέει, που πήρα για
να το ρίξω.
(Έκανε κιόλας πέντε, και πήγε να πεθάνει απ’ το μικρό της το Γιωργή.)
Ο φαρμακοποιός είπε θα ’ναι εν τάξει, μα ποτές
δεν ξανάγινα όπως ήμουν.
Είσαι ντιπ άμυαλη, της λέω.
Το λοιπόν, αν ο Γιάννης δε σ’ αφήνει ήσυχη, εδώ
’ναι ό κόμπος, τής λέω,
Τι πας και μου παντρεύεσαι σα δεν τα θέλεις τα
παιδιά;
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Λοιπόν, κείνη την Κεριακή ήταν ο Γιάννης σπίτι,
κι είχανε ζεστό χοιρομέρι,
Και με καλέσανε το βράδυ, να τ’ απολάψω ζεστό –
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Καλ'νύχτα Μπιλλ. Καλ'νύχτα Λου. Καλ'νύχτα
Μαίη. Καληνύχτα.
Γεια γεια. Καλ'νύχτα. Καλ'νύχτα.
Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου
κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα.
Γ΄ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε• τα στερνά
δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή.
Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος.
Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες,
χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά,
αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι
νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των
διευθυντών του Σίτυ•
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα...
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω
ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια
παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο
γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση
Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη
Εκεί που ψάρευα στο μουντό κανάλι
Ένα χειμωνιάτικο δειλινό πίσω απ’ το Γκάζι
Ρεμβάζοντας πάνω στου βασιλιά αδελφού μου το
ναυάγιο,
Πάνω στου βασιλιά πατέρα μου το θάνατο, πριν
από εκείνον.
Λευκά κορμιά γυμνά στο έδαφος το χαμηλό το
νοτισμένο
Ριγμένα κόκαλα σε χαμηλή μικρή ξερή
σοφίτα,
Κροταλισμένα από του ποντικού το πόδι μόνο,
χρόνο με χρόνο.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου φορές-φορές ακούω
Ήχους σαλπίγγων κι αυτοκινήτων, που θα
φέρουν
Τον Σουήνη στην Κυρία Πόρτερ την άνοιξη.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κυρα-Πόρτερ
Φέξε της κόρης της
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα
Et O ces voix d’ enfants, chantant dans la coupole !
Tιοτ τιοτ τιοτ
Γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ
Τόσο βάναυσα χαλασμένη.
Τηρεό
Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου
μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
Τσιφ Λόντρα: φορτωτικές εν όψει,
Με κάλεσε με τα πρόστυχά του γαλλικά
Για πρόγευμα στο Κάννον Στρήτ Ότέλ
Κι έπειτα το Σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.
Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας
ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο,
μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που
μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι
από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού•
μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από
κονσέρβες.
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις
τελευταίες αχτίνες,
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της)
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες.
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα –
Κι εγώ περίμενα τον αναμενόμενο ξένο.
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει,
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας,
Με βλέμμα θαρραλέο, κάποιος απ’ τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού ’κατομμυριούχου.
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει,
Απόφαγε, βαριέται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως•
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση•
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
(Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ’ τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι•
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ’ τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους
νεκρούς.)
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί,
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή...
Eκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά,
Πως o εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις•
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
«Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει»
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω,
Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο.
«Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η
μουσική»
Και στο μάκρος του Στραν ως το Κουήν Βικτώρια
Στρητ.
Ω Πολιτεία Πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω
Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταίμς Στρητ,
Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου
Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα
Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι:
Εκεί που οι τοίχοι του Μάγνου του Μάρτυρα κρατούν
Μια ανεξήγητη λαμπράδα Ιωνικού λευκού και χρυσαφιού.
Ο ποταμός ιδρώνει
Πετρέλαιο και κατράμι
Τις μαούνες τις παίρνει
Το ρέμα που αλλάζει
Κόκκινα πανιά
Σταβέντο ανοιγμένα
Παίζουνε στη βαριά τους αντένα.
Οι μαούνες σπρώχνουν
Ξύλα στον αφρό
Στου Γκρήνιδζ τον κάβο
Πέρα απ’ το Σκυλονήσι.
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
Ο Λέστερ κι η Ελισάβετ
Χτυπώντας τα κουπιά
Η πρύμη σμιλεμένη
Κοχύλι χρυσωμένο
Κόκκινο και χρυσό
Το ρέμα φουσκωμένο
Κυμάτιζε στις άκρες
Φυσώντας ο γαρμπής
Έφερνε με το ρέμα
Ήχους από καμπάνες
Άσπροι πύργοι
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.
Το Χάιμπουρυ μ’ έθρεψε. Το Ρίτσμονδ και το Κιου
Με ξέκαναν. Στο Ρίτσμονδ σήκωσα τα γόνατά μου
Ανάσκελα σ’ ένα στενό βαρκάκι».
«Τα πόδια μου είναι στο Μουργκαίητ, κι η
καρδιά μου
Kάτω απ’ τα πόδια μου. Σαν έγινε
Δάκρυσε. Μου ’ταξε “μια καινούργια ζωή”.
Δεν είπα τίποτε. Τι θες να με πειράξει;»
«Στο Μαργκαίητ στους Άμμους.
Μπορώ να σχετίσω
Το τίποτε με τίποτε.
Τα σπασμένα νύχια στα βρώμικα χέρια.
Ανθρώποι μου φτωχοί μου ανθρώποι που δεν
περιμένετε
Τίποτε».
λα λα
Στην Καρχηδόνα τότες ήρθα
Καίγοντας καίγοντας καίγοντας καίγοντας
Κύριε εξέσπασάς με
Κύριε εξέσπασας
καίγοντας
Δ΄ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
[
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το
φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ’
ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της
νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον
αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος
κι αψηλός σαν εσένα.
Ε΄ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε
ιδρωμένα πρόσωπα
Ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
Τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
Τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
Του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά
βουνά
Εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα
πεθαμένος
Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
Με λίγη υπομονή
Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να
στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που
δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να
πλαγιάσει ούτε να καθίσει
Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και
γρυλίζουν
Μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό
Χωρίς τα βράχια
Αν ήταν τα βράχια
Μαζί με νερό
Και νερό
Μια πηγή
Μια γούρνα μες στα βράχια
Αν ήταν ήχος μοναχά νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
Μα ήχος νερού πάνω από βράχο
Εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
Αλλά δεν έχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
σου
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
Μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
Ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που
μερμηγκιάζουν
Πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας
στη σκασμένη γης
Ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο
μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρχτες
Μια γυναίκα έσυρε τη μακριά μαύρη της κόμη
τεντωμένη
Κι έπαιξε ψίθυρο μουσικής πάνω σ’ αυτή τη χορδή
Και νυχτερίδες με πρόσωπα μωρών μέσα στο φως
το μενεξεδένιο
Σφύριξαν και πετάρισαν μια στιγμή
Και σύρθηκαν με τo κεφάλι κάτω στη ρίζα ενός
καψαλιασμένου τοίχου
Κι ήτανε πύργοι ανάστροφοι κι ανάεροι
Που σήμαιναν τις ώρες χτυπώντας καμπάνες
θυμητικές
Και φωνές τραγουδούσαν μέσα από ξεροπήγαδα
και στέρνες αδειανές.
Στη ρημαγμένη τούτη γούβα μέσα στα βουνά
Κάτω απ’ τα’ αχνό φεγγαρόφωτο, τραγουδάει το
χορτάρι
Πάνω σ’ αφανισμένους τάφους, γύρω στην εκκλησιά
Εκεί είναι η αδειανή εκκλησία, του αγέρα μόνο
κατοικία.
Χωρίς παράθυρα, κι πόρτα παίζει,
Τα ξερά κόκαλα κανένα δεν πειράζουν.
Μόνο ένας κόκορας στάθηκε στο μεσοδόκι
Κου κου ρικου κου κου ρικου
Μέσα στο φέγγος αστραπής Τότες μια νοτερή πνοή
Φέρνοντας τη βροχή
Φύρανε ο Γάγγης, τα πλαδαρά τα φύλλα
Προσμέναν τη βροχή, ενώ τα μαύρα σύννεφα
Συνάχτηκαν μακριά, πάνω απ’ το Χίμαβαντ.
Η ζούγκλα ζάρωσε, κουβαριασμένη σιωπηλά.
Μίλησε τότε ό κεραυνός
ΝΤΑ
Ντάττα: τι έχουμε δώσει;
Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένες
Η κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
Στις άδειες κάμαρές μας
ΝΤΑ
Ντάγιαντβαμ: Άκουσα το κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στη φυλακή
του
Με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη
φυλακή του
Μονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια ψιθυρίσματα
Για μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν τσακισμένο
Κοριολανό
ΝΤΑ
Ντάμυατα: Το πλοίο ανταποκρίθηκε
Χαρούμενα, στο χέρι το δεξιό και στο πανί και στο
κουπί
Η θάλασσα ήταν ήσυχη, θα ’χε ανταποκριθεί η
καρδιά σου
Χαρούμενα, στην πρόσκληση, πάλλοντας υπάκουη
Σε κυρίαρχα χέρια
Κάθισα στην όχθη
Ψαρεύοντας, και πίσω μου o ξερός κάμπος
Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε τάξη;
Της Λόντρας το γιοφύρι πέφτει παει και πέφτει πάει και πέφτει
Poi s’ ascose nel foco che gli affina
Quando fiam uti chelidon – Ω χελιδόνι χελιδόνι
Le Prince d’ Aquitaine à la rour abolie
Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου
Ωραία, θα σας κανονίσω. Πάλι τρελός ο Ιερώνυμος.
Ντάττα. Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα.
Σάντι σάντι σάντι
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis
vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
Σίβυλλα, τι θέλεις; Respondebat illa: αποθανείν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Α΄ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’
το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα• σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen,
echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το
χειμώνα στο νότο.
Ποιές ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι
δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο
ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο
γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει
ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται
να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα
χρόνο•
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά
σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας
Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι
εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφταλμος έμπορας, και τούτο το
χαρτί,
Τ’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν
Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή
μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης
αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,
τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει
τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα
μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ
Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα,
φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον
άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά
του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον
άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ! hypocrite lecteur ! – mon semblable,
- mon frère!»
Β΄ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ένώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το
συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά
μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε,
συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα• ερεθισμένα
απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα
ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα
πολύχρωμη πλαισιωμένα,
Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι
σκαλισμένο κολυμπούσε.
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης
τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα• κι όμως εκεί τα’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες• προσηλωμένα
σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη
κάμαρα.
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη
βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια
γαλήνη.
«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».
Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών
το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν
Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι
Τίποτε ;»
Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός; Δεν έχεις τίποτε
μες στο κεφάλι σου;»
Αλλά
Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ –
Είναι κομψότατο
Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι, και θα γυρνώ στους
δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι. Τι θα κάνουμε
αύριο;
Τι θα κάνουμε πάντα;»
Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερεις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα και περιμένοντας
ένα χτύπημα στην πόρτα.
Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου, τής λέω
αυτηνής ’γω που με βλέπεις,
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Τώρα πού γυρίζει ό Γιάννης, κοίταξε να
σουλουπιαστείς λιγάκι.
Θα γυρέψει να μάθει τι τα ’κανες κείνα τα λεφτά
που σου ’δωσε
Να ξαναβάλεις καν ’να δόντι. Σ’ τα ’δωσε, ήμουν
εκεί.
Άει να τα βγάλεις, Λιλ, και βάλε μια καλή μασέλα,
Μα το Θεό, σου ’πε, σιχαίνουμαι που σε βλέπω.
Κι εγώ το ίδιο, της λέω, σκέψου τον κακόμερο
το Γιάννη,
Τέσσερα χρόνια στρατιώτης, θα θέλει καλοπέραση,
Κι α δεν του τη δώσεις, άλλες θα του τη δώσουν,
της λέω.
Α έτσι, μου λέει. Κάτι σαν τέτοιο, της λέω.
Τότες θα ξέρω ποιανού χρωστάω χάρη, μου λέει
και με καρφώνει με τα μάτια.
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Κι α δε σ’ αρέσει τράβα τον κατήφορο, της λέω,
Άλλοι διαλέγουνε και παίρνουνε σαν εσύ δεν τα
καταφέρνεις.
Μ’ α σου το στρίψει ο Γιάννης, δε θα πει πως δε
βρέθηκε άνθρωπος να σου κουβεντιάσει.
Είναι να ντρέπεσαι, της λέω, που μοιάζεις τέτοια
αρχαιολογία.
(Κι αυτή μονάχα τριάντα ενός.)
Μα τι να κάνω, μου λέει, και στραβομουτσούνιασε,
Φταίνε κείνα τα χάπια, μου λέει, που πήρα για
να το ρίξω.
(Έκανε κιόλας πέντε, και πήγε να πεθάνει απ’ το μικρό της το Γιωργή.)
Ο φαρμακοποιός είπε θα ’ναι εν τάξει, μα ποτές
δεν ξανάγινα όπως ήμουν.
Είσαι ντιπ άμυαλη, της λέω.
Το λοιπόν, αν ο Γιάννης δε σ’ αφήνει ήσυχη, εδώ
’ναι ό κόμπος, τής λέω,
Τι πας και μου παντρεύεσαι σα δεν τα θέλεις τα
παιδιά;
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Λοιπόν, κείνη την Κεριακή ήταν ο Γιάννης σπίτι,
κι είχανε ζεστό χοιρομέρι,
Και με καλέσανε το βράδυ, να τ’ απολάψω ζεστό –
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ
Καλ'νύχτα Μπιλλ. Καλ'νύχτα Λου. Καλ'νύχτα
Μαίη. Καληνύχτα.
Γεια γεια. Καλ'νύχτα. Καλ'νύχτα.
Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου
κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα.
Γ΄ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε• τα στερνά
δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή.
Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος.
Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες,
χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά,
αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι
νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των
διευθυντών του Σίτυ•
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα...
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω
ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια
παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο
γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση
Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη
Εκεί που ψάρευα στο μουντό κανάλι
Ένα χειμωνιάτικο δειλινό πίσω απ’ το Γκάζι
Ρεμβάζοντας πάνω στου βασιλιά αδελφού μου το
ναυάγιο,
Πάνω στου βασιλιά πατέρα μου το θάνατο, πριν
από εκείνον.
Λευκά κορμιά γυμνά στο έδαφος το χαμηλό το
νοτισμένο
Ριγμένα κόκαλα σε χαμηλή μικρή ξερή
σοφίτα,
Κροταλισμένα από του ποντικού το πόδι μόνο,
χρόνο με χρόνο.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου φορές-φορές ακούω
Ήχους σαλπίγγων κι αυτοκινήτων, που θα
φέρουν
Τον Σουήνη στην Κυρία Πόρτερ την άνοιξη.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κυρα-Πόρτερ
Φέξε της κόρης της
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα
Et O ces voix d’ enfants, chantant dans la coupole !
Tιοτ τιοτ τιοτ
Γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ
Τόσο βάναυσα χαλασμένη.
Τηρεό
Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου
μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
Τσιφ Λόντρα: φορτωτικές εν όψει,
Με κάλεσε με τα πρόστυχά του γαλλικά
Για πρόγευμα στο Κάννον Στρήτ Ότέλ
Κι έπειτα το Σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.
Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας
ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο,
μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που
μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι
από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού•
μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από
κονσέρβες.
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις
τελευταίες αχτίνες,
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της)
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες.
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα –
Κι εγώ περίμενα τον αναμενόμενο ξένο.
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει,
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας,
Με βλέμμα θαρραλέο, κάποιος απ’ τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού ’κατομμυριούχου.
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει,
Απόφαγε, βαριέται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως•
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση•
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
(Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ’ τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι•
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ’ τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους
νεκρούς.)
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί,
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή...
Eκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά,
Πως o εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις•
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
«Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει»
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω,
Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο.
«Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η
μουσική»
Και στο μάκρος του Στραν ως το Κουήν Βικτώρια
Στρητ.
Ω Πολιτεία Πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω
Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταίμς Στρητ,
Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου
Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα
Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι:
Εκεί που οι τοίχοι του Μάγνου του Μάρτυρα κρατούν
Μια ανεξήγητη λαμπράδα Ιωνικού λευκού και χρυσαφιού.
Ο ποταμός ιδρώνει
Πετρέλαιο και κατράμι
Τις μαούνες τις παίρνει
Το ρέμα που αλλάζει
Κόκκινα πανιά
Σταβέντο ανοιγμένα
Παίζουνε στη βαριά τους αντένα.
Οι μαούνες σπρώχνουν
Ξύλα στον αφρό
Στου Γκρήνιδζ τον κάβο
Πέρα απ’ το Σκυλονήσι.
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
Ο Λέστερ κι η Ελισάβετ
Χτυπώντας τα κουπιά
Η πρύμη σμιλεμένη
Κοχύλι χρυσωμένο
Κόκκινο και χρυσό
Το ρέμα φουσκωμένο
Κυμάτιζε στις άκρες
Φυσώντας ο γαρμπής
Έφερνε με το ρέμα
Ήχους από καμπάνες
Άσπροι πύργοι
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.
Το Χάιμπουρυ μ’ έθρεψε. Το Ρίτσμονδ και το Κιου
Με ξέκαναν. Στο Ρίτσμονδ σήκωσα τα γόνατά μου
Ανάσκελα σ’ ένα στενό βαρκάκι».
«Τα πόδια μου είναι στο Μουργκαίητ, κι η
καρδιά μου
Kάτω απ’ τα πόδια μου. Σαν έγινε
Δάκρυσε. Μου ’ταξε “μια καινούργια ζωή”.
Δεν είπα τίποτε. Τι θες να με πειράξει;»
«Στο Μαργκαίητ στους Άμμους.
Μπορώ να σχετίσω
Το τίποτε με τίποτε.
Τα σπασμένα νύχια στα βρώμικα χέρια.
Ανθρώποι μου φτωχοί μου ανθρώποι που δεν
περιμένετε
Τίποτε».
λα λα
Στην Καρχηδόνα τότες ήρθα
Καίγοντας καίγοντας καίγοντας καίγοντας
Κύριε εξέσπασάς με
Κύριε εξέσπασας
καίγοντας
Δ΄ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
[
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το
φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ’
ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της
νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον
αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος
κι αψηλός σαν εσένα.
Ε΄ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε
ιδρωμένα πρόσωπα
Ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
Τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
Τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
Του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά
βουνά
Εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα
πεθαμένος
Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
Με λίγη υπομονή
Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να
στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που
δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να
πλαγιάσει ούτε να καθίσει
Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και
γρυλίζουν
Μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό
Χωρίς τα βράχια
Αν ήταν τα βράχια
Μαζί με νερό
Και νερό
Μια πηγή
Μια γούρνα μες στα βράχια
Αν ήταν ήχος μοναχά νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
Μα ήχος νερού πάνω από βράχο
Εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
Αλλά δεν έχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
σου
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
Μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
Ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που
μερμηγκιάζουν
Πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας
στη σκασμένη γης
Ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο
μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρχτες
Μια γυναίκα έσυρε τη μακριά μαύρη της κόμη
τεντωμένη
Κι έπαιξε ψίθυρο μουσικής πάνω σ’ αυτή τη χορδή
Και νυχτερίδες με πρόσωπα μωρών μέσα στο φως
το μενεξεδένιο
Σφύριξαν και πετάρισαν μια στιγμή
Και σύρθηκαν με τo κεφάλι κάτω στη ρίζα ενός
καψαλιασμένου τοίχου
Κι ήτανε πύργοι ανάστροφοι κι ανάεροι
Που σήμαιναν τις ώρες χτυπώντας καμπάνες
θυμητικές
Και φωνές τραγουδούσαν μέσα από ξεροπήγαδα
και στέρνες αδειανές.
Στη ρημαγμένη τούτη γούβα μέσα στα βουνά
Κάτω απ’ τα’ αχνό φεγγαρόφωτο, τραγουδάει το
χορτάρι
Πάνω σ’ αφανισμένους τάφους, γύρω στην εκκλησιά
Εκεί είναι η αδειανή εκκλησία, του αγέρα μόνο
κατοικία.
Χωρίς παράθυρα, κι πόρτα παίζει,
Τα ξερά κόκαλα κανένα δεν πειράζουν.
Μόνο ένας κόκορας στάθηκε στο μεσοδόκι
Κου κου ρικου κου κου ρικου
Μέσα στο φέγγος αστραπής Τότες μια νοτερή πνοή
Φέρνοντας τη βροχή
Φύρανε ο Γάγγης, τα πλαδαρά τα φύλλα
Προσμέναν τη βροχή, ενώ τα μαύρα σύννεφα
Συνάχτηκαν μακριά, πάνω απ’ το Χίμαβαντ.
Η ζούγκλα ζάρωσε, κουβαριασμένη σιωπηλά.
Μίλησε τότε ό κεραυνός
ΝΤΑ
Ντάττα: τι έχουμε δώσει;
Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένες
Η κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
Στις άδειες κάμαρές μας
ΝΤΑ
Ντάγιαντβαμ: Άκουσα το κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στη φυλακή
του
Με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη
φυλακή του
Μονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια ψιθυρίσματα
Για μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν τσακισμένο
Κοριολανό
ΝΤΑ
Ντάμυατα: Το πλοίο ανταποκρίθηκε
Χαρούμενα, στο χέρι το δεξιό και στο πανί και στο
κουπί
Η θάλασσα ήταν ήσυχη, θα ’χε ανταποκριθεί η
καρδιά σου
Χαρούμενα, στην πρόσκληση, πάλλοντας υπάκουη
Σε κυρίαρχα χέρια
Κάθισα στην όχθη
Ψαρεύοντας, και πίσω μου o ξερός κάμπος
Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε τάξη;
Της Λόντρας το γιοφύρι πέφτει παει και πέφτει πάει και πέφτει
Poi s’ ascose nel foco che gli affina
Quando fiam uti chelidon – Ω χελιδόνι χελιδόνι
Le Prince d’ Aquitaine à la rour abolie
Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου
Ωραία, θα σας κανονίσω. Πάλι τρελός ο Ιερώνυμος.
Ντάττα. Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα.
Σάντι σάντι σάντι