Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Για την «εθνική ανεξαρτησία», τον «πατριωτισμό», την «κατοχή»

$
0
0
Πάνος Κοσμάς
Η συζήτηση για τον πατριωτισμό, την εθνική ανεξαρτησία κ.λπ., βασικό μοτίβο του διαλόγου και της αντιπαράθεσης απόψεων στην ελληνική Αριστερά, κεντρίστηκε το τελευταίο διάστημα για δύο λόγους: Πρώτο, λόγω του εν εξελίξει διαλόγου ενόψει της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της ΛΑΕ. Δεύτερο, με αφορμή την ψήφιση των «πακέτων» μέτρων του τρίτου μνημονίου. Ιδιαίτερα το «υπερταμείο» για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, ο δημοσιονομικός «κόφτης», οι ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, ακόμη και οι έμμεσοι φόροι, θεωρήθηκε ότι ολοκληρώνουν το καθεστώς εθνικής υποτέλειας, μετατροπής της Ελλάδας σε αποικίακ.λπ. Από κάποιους αρθρογράφους, θεωρήθηκε ότι αυτός ήταν-είναι ο «κυρίαρχος» χαρακτήρας του τρίτου μνημονίου.1

Πολ­λοί συγ­γρα­φείς σχε­τι­κών κει­μέ­νων θε­ω­ρούν ότι ολο­κλή­ρω­σαν την απο­στο­λή τους αν «απο­δεί­ξουν» ότι υπάρ­χουν εθνι­κά ζη­τή­μα­τα, ότι υπάρ­χει ιμπε­ρια­λι­στι­κή νε­ο­α­ποι­κιο­κρα­τι­κή επι­βο­λή, ότι υπάρ­χει ζή­τη­μα δη­μο­κρα­τί­ας και λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας, ότι οι άν­θρω­ποι δια­κα­τέ­χο­νται από «πα­τριω­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα». Κρα­δαί­νο­ντας αυτές τις «απο­δεί­ξεις», κα­τα­κε­ραυ­νώ­νουν θριαμ­βευ­τι­κά αυ­τούς στους οποί­ους κά­νουν κρι­τι­κή, κά­νο­ντας το άλμα στα υπο­τι­θέ­με­να αυ­το­νό­η­τα πο­λι­τι­κά «προ­τάγ­μα­τα»: άρα, λένε, η Αρι­στε­ρά δεν πρέ­πει να υπο­τι­μή­σει-αδια­φο­ρή­σει αλλά αντί­θε­τα πρέ­πει να μι­λή­σει γι’ αυτά τα ζη­τή­μα­τα και να πα­ρέμ­βει. Ωστό­σο, η ου­σια­στι­κή συ­ζή­τη­ση δεν τε­λειώ­νει εδώ, αλλά αρ­χί­ζει ακρι­βώς από αυτό το ση­μείο και μετά: πώς πρέ­πει η Αρι­στε­ρά να «μι­λή­σει» και να πα­ρέμ­βει σε αυτά τα ζη­τή­μα­τα; Θα αρ­πά­ξει έτσι απλά και αυ­το­νό­η­τα τη ση­μαία του «εθνι­κού αγώνα» από τα χέρια της Δε­ξιάς και του συ­στή­μα­τος για να τη ση­κώ­σει πιο ψηλά;

Όλο το ζή­τη­μα είναι αυτό το «πώς;». Χωρίς απά­ντη­ση σε αυτό, όλα τα υπό­λοι­πα είναι είτε ναυ­μα­χία για το αυ­το­νό­η­το είτε ρηχές προ­φά­νειες. Για να προσ­διο­ρί­σου­με όμως αυτό το θε­με­λιώ­δες «πώς;», πρέ­πει να ξε­κι­νή­σου­με από τα βα­σι­κά.


Τι είναι τα εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα; «Τι είν’ η πα­τρί­δα μας»;



Ο ορι­σμός του έθνους συν­δέ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των κα­πι­τα­λι­στι­κών εθνών-κρα­τών. Το έθνος είναι ιστο­ρι­κή κα­τη­γο­ρία (δεν υπήρ­χε πάντα, δεν θα υπάρ­χει για πάντα), το έθνος ανα­δύ­θη­κε μαζί με τον κα­πι­τα­λι­σμό, συν­δέ­ε­ται με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κρά­τους είτε με τη διεκ­δί­κη­ση να ορ­γα­νω­θεί σε κρά­τος, είναι ιστο­ρι­κή πο­λι­τι­κή και κρα­τι­κή μορφή που υπη­ρέ­τη­σε και υπη­ρε­τεί την κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη («ομοιο­γε­νο­ποί­η­ση» με βάση τη γλώσ­σα, την (ανα)κα­τα­σκευή του «εθνι­κού» πα­ρελ­θό­ντος, τη δράση των ιδε­ο­λο­γι­κών μη­χα­νι­σμών και μη­χα­νι­σμών έντα­ξης όπως η εκ­παί­δευ­ση, ο στρα­τός ή και η θρη­σκεία) και είναι εσω­τε­ρι­κά τα­ξι­κά διαι­ρε­μέ­νο. Αυτή είναι η θε­με­λιώ­δης βάση μιας μαρ­ξι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης, που κό­ντρα στην αποϊ­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση πρέ­πει να υπε­ρα­σπι­στού­με αν θέ­λου­με να έχου­με στοι­χειω­δώς μια πυ­ξί­δα για το ζή­τη­μα. Από αυτή τη θε­με­λιώ­δη βάση απορ­ρέ­ουν βα­σι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα:

Πρώτο, αν το έθνος είναι εσω­τε­ρι­κά τα­ξι­κά διαι­ρε­μέ­νο, όχι μόνο δεν υπάρ­χουν ενιαία εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, κοινά για την αστι­κή τάξη και την ερ­γα­τι­κή τάξη, αλλά δεν υπάρ­χει καν ένα, ενιαίο και αδιαί­ρε­το έθνος.

Δεύ­τε­ρο, αν το έθνος συν­δέ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή ανά­δυ­ση του κα­πι­τα­λι­σμού και είναι ορ­γα­νω­μέ­νο σε κρά­τος με στόχο να προ­α­γά­γει την κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη, τότε με βάση αυτό του το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πρέ­πει να ανα­λύ­σου­με την έντα­ξή του στο διε­θνές σύ­στη­μα και όχι με τα αστι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα περί εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής.

Τρίτο, αν το έθνος κρά­τος λει­τουρ­γεί ομοιο­γε­νο­ποι­η­τι­κά, με ερ­γα­λείο τους κρα­τι­κούς ιδε­ο­λο­γι­κούς -και όχι μόνο- μη­χα­νι­σμούς, τότε τα εθνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, η εθνι­κή συ­νεί­δη­ση κ.λπ. δεν δια­μορ­φώ­νε­ται αυ­θόρ­μη­τα, αλλά είναι αντι­κεί­με­νο της πάλης για την ηγε­μο­νία και απο­τε­λούν μορ­φές ηγε­μο­νί­ας της αστι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας (στο βαθμό που αυτή είναι κυ­ρί­αρ­χη).

Όσον αφορά τώρα την έν­νοια «πα­τρί­δα», εδώ συ­να­ντού­με συχνά υπε­ρι­στο­ρι­κές και… λο­γο­τε­χνι­κές ανα­φο­ρές. Έτσι, ο Γιάν­νης Τό­λιος γρά­φει:2 «ο πα­τριω­τι­σμός είναι ηθική και πο­λι­τι­κή αρχή, που συν­δέ­ε­ται με την αγάπη και αφο­σί­ω­ση στην πα­τρί­δα, την υπε­ρη­φά­νεια για το πα­ρελ­θόν και το παρόν της, η έμπρα­κτη υπε­ρά­σπι­ση των συμ­φε­ρό­ντων της». Ναι, αλλά τι είναι η «πα­τρί­δα»; Διότι αν η πα­τρί­δα είναι κάτι δια­φο­ρε­τι­κό από το έθνος, πρέ­πει να ορι­στεί, και να ορι­στεί επί­σης σε τι συ­νί­στα­ται η δια­φο­ρά της από το έθνος. Αν πάλι η πα­τρί­δα ταυ­τί­ζε­ται με το έθνος, τότε κά­νο­ντας μια απλή αντι­κα­τά­στα­ση, η φράση στο κεί­με­νο του σ. Τό­λιου ανα­δια­μορ­φώ­νε­ται ως εξής: «ο πα­τριω­τι­σμός είναι ηθική και πο­λι­τι­κή αρχή, που συν­δέ­ε­ται με την αγάπη και αφο­σί­ω­ση στο έθνος, την υπε­ρη­φά­νεια για το πα­ρελ­θόν και το παρόν του, η έμπρα­κτη υπε­ρά­σπι­ση των συμ­φε­ρό­ντων του». Αρκεί ένα απλό διά­βα­σμα μιας τέ­τοιας φρά­σης για να βγουν στην επι­φά­νεια όλα τα προ­βλή­μα­τα τέ­τοιου τύπου ορι­σμών: σε τι συ­νί­στα­ται η «αγάπη και αφο­σί­ω­ση» στο ελ­λη­νι­κό έθνος, η «υπε­ρη­φά­νεια για το πα­ρελ­θόν και το παρόν του» και -κυ­ρί­ως αυτό!- η «έμπρα­κτη υπε­ρά­σπι­ση των συμ­φε­ρό­ντων του»;

Μπο­ρού­με να γε­νι­κεύ­σου­με ιστο­ρι­κά την έν­νοια πα­τρί­δα ώστε να ανα­φέ­ρε­ται σε όλες τις ιστο­ρι­κές κορ­φές ορ­γά­νω­σης των τα­ξι­κών κοι­νω­νιών, από τα γένη και τις φυλές στις πό­λεις-κρά­τη και τα κα­πι­τα­λι­στι­κά έθνη-κρά­τη. Σε αυτή την πε­ρί­πτω­ση, θα μας είναι και άχρη­στη και βλα­πτι­κή (αγα­πά­με την πα­τρί­δα = αγα­πά­με κάθε μορφή πο­λι­τι­κής ορ­γά­νω­σης της τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας). Για να απο­κτή­σει κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη ση­μα­σία, θα πρέ­πει να την ταυ­τί­σου­με με το έθνος. Ή, θα πρέ­πει να την εκλά­βου­με σαν μια πλα­στι­κή και «βιω­μα­τι­κή» έν­νοια που θα έχει το πε­ριε­χό­με­νο που θα ορί­σου­με εμείς. Σε αυτή την τε­λευ­ταία πε­ρί­πτω­ση, στο ερώ­τη­μα «τι ‘ν’ η πα­τρί­δα μας;» θα πρέ­πει να δώ­σου­με όχι έναν ιστο­ρι­κά αντι­κει­με­νι­κό ορι­σμό, αλλά έναν δικό μας ορι­σμό, κα­τάλ­λη­λο για την πάλη της Αρι­στε­ράς.



Πώς η Αρι­στε­ρά πρέ­πει να πα­ρέμ­βει σε αυτά τα ζη­τή­μα­τα;



Ούτως εχό­ντων των πραγ­μά­των, πώς πρέ­πει να πα­ρέμ­βει η Αρι­στε­ρά στο μέ­τω­πο των «εθνι­κών» ζη­τη­μά­των; Θα πά­ρου­με απλώς την «εθνι­κή ση­μαία» από τα χέρια της άρ­χου­σας τάξης, της ακρο­δε­ξιάς, των φα­σι­στών κ.λπ., για να τη ση­κώ­σου­με ψη­λό­τε­ρα απ’ αυ­τούς, επι­δει­κνύ­ο­ντας με­γα­λύ­τε­ρη «φι­λο­πα­τρία», κλί­νο­ντας τις λέ­ξεις έθνος και πα­τρί­δα και όλα τα πα­ρά­γω­γά τους σε όλες τις πτώ­σεις και κα­τη­γο­ρώ­ντας την αστι­κή τάξη για «εθνι­κή υπο­τέ­λεια»; Αυτό δεν λέ­γε­ται μάχη για την ηγε­μο­νία, αλλά εθνι­κή και πα­τριω­τι­κή πλειο­δο­σία! Η κα­ταρ­χήν, γε­νι­κή απά­ντη­ση μπο­ρεί να είναι μόνο μία: αντα­γω­νι­στι­κά προς την αστι­κή τάξη, τους ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κούς της ορι­σμούς και τα στε­ρε­ό­τυ­πα του πο­λι­τι­κού της προ­σω­πι­κού και των ιδε­ο­λο­γι­κών της μη­χα­νι­σμών.

Η γε­νι­κή αυτή απά­ντη­ση εξει­δι­κεύ­ε­ται σε επι­μέ­ρους απα­ντή­σεις:



Οι «δύο πα­τρί­δες», το «έθνος των ερ­γα­ζο­μέ­νων» και το «έθνος των αστών»:

Αφού οι έν­νοιες έθνος και πα­τρί­δα, μαζί με όλα τα πα­ρά­γω­γά τους, είναι εγ­γε­νώς αντι­φα­τι­κές, η Αρι­στε­ρά πρέ­πει να ανα­δει­κνύ­ει αυτή την αντι­φα­τι­κό­τη­τα, να θέτει τα δικά της πε­ριε­χό­με­να, να ανα­δει­κνύ­ει τους δι­κούς της ορι­σμούς. Η αστι­κή τάξη, η ακρο­δε­ξιά κ.λπ. λέ­γο­ντας έθνος και πα­τρί­δα εν­νο­ούν την κοι­νό­τη­τα συμ­φε­ρό­ντων όλων των τά­ξε­ων, την υπέρ­βα­ση των εσω­τε­ρι­κών, τα­ξι­κών δια­φο­ρών, και μέσα από αυτή την υπέρ­βα­ση την υπο­βάθ­μι­σή τους σε δευ­τε­ρεύ­ου­σες πλευ­ρές της «εθνι­κής ζωής». Ο Γιώρ­γος Κα­ρα­τζα­φέ­ρης δεν έχει κα­νέ­να πρό­βλη­μα να κα­ταγ­γέλ­λει το νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, αλλά θε­ω­ρεί ότι αυτό είναι δευ­τε­ρεύ­ου­σα όψη, ενώ πρω­τεύ­ου­σα είναι η εθνι­κή υπο­τέ­λεια και η με­τα­τρο­πή της Ελ­λά­δας σε αποι­κία, που φέρ­νουν τα μνη­μό­νια.3 Για την Αρι­στε­ρά, τα πράγ­μα­τα τί­θε­νται εντε­λώς αντί­στρο­φα: δεν υπάρ­χει κοι­νό­τη­τα συμ­φε­ρό­ντων όλων των τά­ξε­ων, όλων των μελών του έθνους, το έθνος δεν είναι ενιαίο, άρα δεν υπάρ­χει ένα έθνος. Επο­μέ­νως, οι «δύο πα­τρί­δες», τα «δύο έθνη», των ερ­γα­ζο­μέ­νων και της αστι­κής τάξης, δεν είναι μόνο θε­ω­ρη­τι­κές ανα­φο­ρές αλλά και η πο­λι­τι­κή μέ­θο­δος με την οποία η Αρι­στε­ρά πα­ρεμ­βαί­νει σε αυτά τα ζη­τή­μα­τα, ο δικός μας τρό­πος να πα­ρεμ­βαί­νου­με. Πολ­λοί αρ­θρο­γρά­φοι της Αρι­στε­ράς4 ανα­φέ­ρουν τη γνω­στή πε­ρι­κο­πή από το λόγο του Άρη Βε­λου­χιώ­τη στη Λαμία τον Οκτώ­βρη του ’44: «Μας κα­τη­γο­ρούν ότι θέμε να κα­ταρ­γή­σου­με τα σύ­νο­ρα και να δια­λύ­σου­με το κρά­τος. Μα το κρά­τος εμείς το φτιά­χνου­με σή­με­ρα, γιατί δεν υπήρ­ξε, μια που αυτοί το εί­χα­νε δια­λύ­σει. Ποιος είναι λοι­πόν πα­τριώ­της; Αυτοί ή εμείς; Το κε­φά­λαιο δεν έχει πα­τρί­δα και τρέ­χει να βρει κέρδη όπου υπάρ­χου­νε τέ­τοια. Γι’ αυτό δεν νοιά­ζε­ται κι ούτε συ­γκι­νεί­ται με την ύπαρ­ξη των συ­νό­ρων και του κρά­τους. Ενώ εμείς, το μόνο που δια­θέ­του­με είναι οι κα­λύ­βες και τα πε­ζού­λια μας. Αυτά δεν μπο­ρούν να κι­νη­θούν και πα­ρα­μέ­νουν μέσα στη χώρα που κα­τοι­κού­με. Ποιος, λοι­πόν, μπο­ρεί να εν­δια­φερ­θεί κα­λύ­τε­ρα για την πα­τρί­δα του; Αυτοί που ξε­πορ­τί­ζουν τα κε­φά­λαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που πα­ρα­μέ­νου­με με τα πε­ζού­λια μας εδώ;»

Ο Άρης Βε­λου­χιώ­της δεν ήταν και δεν τον τι­μού­με σαν θε­ω­ρη­τι­κό του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Ωστό­σο, εδώ μι­λά­ει με το δικό του τρόπο ακρι­βώς για τη διά­σπα­ση του έθνους, για τα «δύο έθνη» και τις «δύο πα­τρί­δες»: αυτών «που ξε­πορ­τί­ζουν τα κε­φά­λαιά τους και αυτών που πα­ρα­μέ­νου­με με τα πε­ζού­λια μας εδώ». Ο Άρης δεν ανα­γνώ­ρι­ζε την αστι­κή τάξη σαν τμήμα της Αντί­στα­σης, και γι’ αυτό δεν είχε αυ­τα­πά­τες για εθνι­κές κυ­βερ­νή­σεις, εθνι­κές ενό­τη­τες κ.λπ. Επί­σης, ο Άρης στη Λαμία το ’44 και σε συν­θή­κες ένο­πλης αντί­στα­σης στη γερ­μα­νι­κή κα­το­χή θε­ώ­ρη­σε σκό­πι­μο να ξε­στο­μί­σει ότι «το κε­φά­λαιο δεν έχει πα­τρί­δα». Πολ­λοί από αυ­τούς που πα­ρα­θέ­τουν αυτό το εδά­φιο, δεν δια­κρί­νο­νται από την ίδια έφεση να μι­λά­νε για τα «εθνι­κά ζη­τή­μα­τα» μι­λώ­ντας για την εσω­τε­ρι­κή διά­σπα­ση του έθνους, αλλά πα­ρα­θέ­τουν το εδά­φιο μόνο για να απο­δεί­ξουν ότι… πρέ­πει να εί­μα­στε πα­τριώ­τες!



Η σχέση εθνι­κού και τα­ξι­κού:

Αυτό δεν ση­μαί­νει μόνο ότι είναι ιστο­ρι­κή μορφή που δεν υπήρ­χε πάντα και δεν θα υπάρ­χει για πάντα, αλλά ότι επί­σης δεν είναι αναλ­λοί­ω­τη και απο­στε­ω­μέ­νη μορφή, αλλά πα­ρά­γε­ται και ανα­πα­ρά­γε­ται διαρ­κώς. Και οι μη­χα­νι­σμοί πα­ρα­γω­γής και ανα­πα­ρα­γω­γής του έθνους είναι ο πό­λε­μος και η… τα­ξι­κή πάλη! Ο πό­λε­μος (ή μάλ­λον πολ­λοί πό­λε­μοι) δια­μόρ­φω­σαν τα σύ­νο­ρα του ελ­λη­νι­κού έθνους, αλλά η τα­ξι­κή πάλη δια­μόρ­φω­σε το «πε­ριε­χό­με­νό» του. Αλλά και όσον αφορά τον πό­λε­μο, αυτός είναι προ­ϊ­όν των τα­ξι­κών κοι­νω­νιών, ο δε τα­ξι­κός αντα­γω­νι­σμός εκ­φρά­ζε­ται και μέσα στον πό­λε­μο – ούτε στον πό­λε­μο τα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής τάξης από τη μια και της ερ­γα­τι­κής τάξης και των ερ­γα­ζό­με­νων λαϊ­κών τά­ξε­ων από την άλλη είναι ταυ­τό­ση­μα.5

Ότι η τα­ξι­κή πάλη πα­ρά­γει και ανα­πα­ρά­γει το έθνος, μας δίνει τη δυ­να­τό­τη­τα να μι­λή­σου­με με μια δεύ­τε­ρη «γενιά» επι­χει­ρη­μά­των για την εσω­τε­ρι­κή του διά­σπα­ση, για τα «δύο έθνη» και τις «δύο πα­τρί­δες», ανα­δει­κνύ­ο­ντας τους δι­κούς μας ορι­σμούς, τους ορι­σμούς της Αρι­στε­ράς. Λέ­γο­ντας, για πα­ρά­δειγ­μα, ότι έθνος και πα­τρί­δα για την Αρι­στε­ρά είναι οι ιστο­ρι­κές κα­τα­κτή­σεις των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων. Ότι ακόμη και η γλώσ­σα, που είναι υπο­τί­θε­ται η πιο τρα­ντα­χτή «από­δει­ξη» της ιστο­ρι­κής συ­νέ­χειας του έθνους και της κοι­νό­τη­τας των εθνι­κών συμ­φε­ρό­ντων, είναι κι αυτή από­δει­ξη της εσω­τε­ρι­κής του διά­σπα­σης: χρειά­στη­καν οι αγώ­νες των δη­μο­τι­κι­στών και της Αρι­στε­ράς αλλά και η επί­μο­νη άρ­νη­ση του ερ­γα­ζό­με­νου λαού να μι­λή­σει μια κα­τα­σκευα­σμέ­νη γλώσ­σα (την κα­θα­ρεύ­ου­σα), για να επι­βλη­θεί η νε­ο­ελ­λη­νι­κή. Ότι πάντα αλλά και τώρα που μι­λά­με, ακόμη και το θε­ω­ρού­με­νο «νεκρό κε­φά­λαιο» του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, ανα­πα­ρά­γε­ται διαρ­κώς, ανα­δια­μορ­φώ­νε­ται και υπο­βαθ­μί­ζε­ται - κα­τα­στρέ­φε­ται μέσα από την κα­πι­τα­λι­στι­κή κερ­δο­σκο­πία (κα­τα­στρο­φή της φύσης, μό­λυν­ση κ.λπ.). Ότι τα «πάγια του έθνους» (τα assets που επι­βου­λεύ­ο­νται οι εγ­χώ­ριοι και ξένοι κα­πι­τα­λι­στές κερ­δο­σκό­ποι), οι πάσης φύ­σε­ως υπο­δο­μές, η δη­μό­σια πε­ριου­σία κ.λπ., πα­ρά­γο­νται από τους ερ­γα­ζό­με­νους και δεν τα κλη­ρο­νό­μη­σε το έθνος από τους άγιους πα­τέ­ρες, η δε αστι­κή τάξη κερ­δο­σκο­πεί πάνω σ’ αυτά, τα θέτει στην υπη­ρε­σία του κέρ­δους, τα λε­η­λα­τεί και τα υπο­βαθ­μί­ζει.

Ιδού λοι­πόν ποια είναι η σχέση εθνι­κού και τα­ξι­κού. Όχι ότι το πρώτο είναι η κα­θο­λι­κή και πε­ριέ­χου­σα έν­νοια ενώ το δεύ­τε­ρο ένα από τα πε­ριε­χό­με­νά της, ότι το πρώτο είναι πρω­τεύ­ον και το δεύ­τε­ρο το δευ­τε­ρεύ­ον, αλλά ότι το δεύ­τε­ρο είναι η μέ­θο­δος, το ερ­γα­λείο για να πα­ρέμ­βου­με στο πρώτο!

Από ιστο­ρι­κή άποψη μι­λώ­ντας, το έθνος ή το εθνι­κό, είναι τόσο «αν­θε­κτι­κά» όσο και ο κα­πι­τα­λι­σμός του οποί­ου είναι πα­ρά­γω­γα, ή και πε­ρισ­σό­τε­ρο κι απ’ αυτόν στο βαθμό που εμπε­ριέ­χει και αν­θε­κτι­κά ιδε­ο­λο­γι­κά στοι­χεία εγκα­τα­βιω­μέ­να με τη μορφή «πα­ρα­δό­σε­ων», δη­λα­δή αρ­χε­τυ­πι­κών ιδε­ο­λο­γι­κών μορ­φών που επι­και­ρο­ποιού­νται και ανα­πα­ρά­γο­νται διαρ­κώς. Από την ίδια άποψη ωστό­σο, το τα­ξι­κό είναι απεί­ρως πιο αν­θε­κτι­κό, αφού είναι το θε­με­λιώ­δες στοι­χείο των κοι­νω­νιών από τη στιγ­μή που ο άν­θρω­πος έπαψε να ζει σαν ελεύ­θε­ρος τρο­φο­συλ­λέ­κτης και γεν­νή­θη­καν τα πρώτα σπέρ­μα­τα της τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας και του κρά­τους, μέχρι και σή­με­ρα. Μια τέ­τοια ιστο­ρι­κή σύ­γκρι­ση του τα­ξι­κού με τον εθνι­κό δεν έχει λοι­πόν νόημα, του­λά­χι­στον από την άποψη των συ­γκε­κρι­μέ­νων πο­λι­τι­κών κα­θη­κό­ντων. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: διότι έτσι συ­γκρί­νου­με ανό­μοια πράγ­μα­τα, ανό­μοιες ποιό­τη­τες, με τρόπο που δεν μας επι­τρέ­πει να προσ­διο­ρί­σου­με τη σχέση τους και άρα να κα­τα­λή­ξου­με σε μέ­θο­δο πα­ρέμ­βα­σης και σε πο­λι­τι­κά κα­θή­κο­ντα. Η σχέση των δύο είναι η εξής: Το ένα (το τα­ξι­κό) είναι το «κί­νη­τρο», ο τρό­πος και το ερ­γα­λείο για να πα­ρεμ­βαί­νου­με στο άλλο (το εθνι­κό).

Και με λίγα λόγια: Αντί να «εθνι­κο­ποιεί το τα­ξι­κό», η απο­στο­λή της Αρι­στε­ράς είναι να «τα­ξι­κο­ποιεί το εθνι­κό»,5 να απο­δο­μεί την αστι­κή απάτη για το υπο­τι­θέ­με­νο συ­νε­χές της ιστο­ρι­κό­τη­τάς του, να απο­δει­κνύ­ει ότι δεν είναι ένα και αδιαί­ρε­το αλλά εσω­τε­ρι­κά δια­σπα­σμέ­νο, ότι η ερ­γα­τι­κή τάξη και γε­νι­κό­τε­ρα οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις πα­ρά­γουν και ανα­πα­ρά­γουν το έθνος, τον υλικό και πνευ­μα­τι­κό του πλού­το, ακόμη και το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον της κρα­τι­κής του επι­κρά­τειας, ενώ η αστι­κή τάξη τον σφε­τε­ρί­ζε­ται, τον υπο­βαθ­μί­ζει και τον λε­η­λα­τεί.



Αν αντί για μια τέ­τοια γε­νι­κή γραμ­μή πα­ρέμ­βα­σης στα «εθνι­κά ζη­τή­μα­τα», η Αρι­στε­ρά έχει την αυ­τα­πά­τη ότι απλώς μπο­ρεί να αρ­πά­ξει την «εθνι­κή ση­μαία» από τα «προ­δο­τι­κά» χέρια της αστι­κής τάξης και να τη ση­κώ­σει πιο ψηλά απ’ αυτήν κά­νο­ντας εθνι­κή και πα­τριω­τι­κή πλειο­δο­σία, τότε θα υπο­στεί τις ανα­πό­φευ­κτες συ­νέ­πειες: ως τέ­τοια, πα­τριω­τι­κή Αρι­στε­ρά, θα εκ­φυ­λι­στεί σε αρι­στε­ρή και ηγε­μο­νευό­με­νη πτέ­ρυ­γα του πα­τριω­τι­σμού. Και βέ­βαια, υπό τέ­τοιους όρους, δεν πρό­κει­ται ποτέ ούτε καν να δώσει τη θρυ­λού­με­νη μάχη για την ηγε­μο­νία.



Το λαϊκό «πα­τριω­τι­κό συ­ναί­σθη­μα»:

«Υπάρ­χει λαϊκό πα­τριω­τι­κό συ­ναί­σθη­μα, το οποίο πρέ­πει να πά­ρου­με υπόψη μας». Πάει και­ρός που η Αρι­στε­ρά μι­λά­ει γι’ αυτά τα θέ­μα­τα χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον όρο ιδε­ο­λο­γία - και δεν μπο­ρού­με να γυ­ρί­σου­με πίσω απ’ αυτό. Από τη μια, δεν υπάρ­χει τί­πο­τε που να αφορά την κα­τά­στα­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης και των ερ­γα­ζό­με­νων λαϊ­κών τά­ξε­ων αλλά και τις ιδέες τις επη­ρε­ά­ζουν ή κυ­ριαρ­χούν πάνω σ’ αυτές που να μας είναι αδιά­φο­ρο. Από την άλλη, ως μαρ­ξι­στές γνω­ρί­ζου­με πολύ καλά πως μι­λώ­ντας για «συ­ναι­σθή­μα­τα» και «δια­θέ­σεις», μι­λά­με για ιδέες. Ιδέες όχι ξε­κά­θα­ρες, όχι επε­ξερ­γα­σμέ­νες και εκλο­γι­κευ­μέ­νες, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο όχι θε­ω­ρη­τι­κο­ποι­η­μέ­νες, αλλά αμάλ­γα­μα

αυ­θόρ­μη­των λαϊ­κών δια­θέ­σε­ων και πα­ρα­στά­σε­ων, αυ­θόρ­μη­της λαϊ­κής ανα­ζή­τη­σης ταυ­τό­τη­τας μαζί με στοι­χεία αστι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας. Αν υπάρ­χει κάτι «γνή­σιο» σε αυτό, είναι η έλ­λει­ψη εκλο­γί­κευ­σης και ο αντι­φα­τι­κός του χα­ρα­κτή­ρας. Από τη μια, τα ισχυ­ρά και εγκα­τα­βιω­μέ­να από αιώ­νες «εθνι­κής εκ­παί­δευ­σης» στοι­χεία και αρ­χέ­τυ­πα της αστι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και του αστι­κού πα­τριω­τι­σμού. Από την άλλη, ό,τι ατί­θα­σο γεν­νά­ει η τα­ξι­κή κα­τα­πί­ε­ση: την κα­χυ­πο­ψία προς την εξου­σία, την κα­χυ­πο­ψία προς τις ρα­διουρ­γί­ες των ιμπε­ρια­λι­στών, την ανά­γκη των «από κάτω» για συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα. Έχο­ντας μια τέ­τοια εκρη­κτι­κή αντι­φα­τι­κό­τη­τα, το «λαϊκό πα­τριω­τι­κό συ­ναί­σθη­μα» μπο­ρεί είτε να οδη­γη­θεί στην αγκα­λιά του εθνι­κι­σμού, του ρα­τσι­σμού ή και της ακρο­δε­ξιάς και του φα­σι­σμού είτε να οδη­γη­θεί στη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση των «δύο πα­τρί­δων» και στη συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα του «έθνους των ερ­γα­ζο­μέ­νων». Η ιστο­ρία έδει­ξε ότι συμ­βαί­νουν και τα δύο, αλλά τι από τα δύο θα ηγε­μο­νεύ­σει, κρί­νε­ται κάθε φορά συ­γκε­κρι­μέ­να. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, τί­πο­τε από τα δύο δεν θα γίνει «αυ­θόρ­μη­τα», στο έδα­φος κά­ποιας «λαϊ­κής γνη­σιό­τη­τας» ή αυ­θορ­μη­τι­σμού. Αντί­θε­τα, το απο­τέ­λε­σμα θα είναι προ­ϊ­όν της τα­ξι­κής πάλης βλέ­πο­ντάς την συ­νο­λι­κά, σαν κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή. Εκ­δή­λω­ση μα­ζι­κού «λαϊ­κού πα­τριω­τι­κού συ­ναι­σθή­μα­τος» ήταν η Αντί­στα­ση, αλλά και τα μα­κε­δο­νι­κά συλ­λα­λη­τή­ρια της δε­κα­ε­τί­ας του ’90, όπως και η μα­ζι­κή λαϊκή υπο­στή­ρι­ξη στον Χί­τλερ. Αντί να μι­λά­με γι’ αυτά τα θέ­μα­τα με πα­τριω­τι­κή αφέ­λεια ή με τη λα­ο­γρα­φι­κή γλώσ­σα ενός Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νί­ου, καλό θα ήταν να θυ­μη­θού­με αν όχι τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Τρό­τσκι, του­λά­χι­στον τον Γκράμ­σι (που… δεν ξε­ση­κώ­νει τόσα πάθη μέσα στην Αρι­στε­ρά): το «λαϊκό πα­τριω­τι­κό συ­ναί­σθη­μα» δεν είναι αυ­θόρ­μη­το, ηγε­μο­νεύ­ε­ται από την αστι­κή ιδε­ο­λο­γία και χρειά­ζε­ται σκλη­ρή πάλη από την Αρι­στε­ρά για να κα­τα­λυ­θεί και κερ­δη­θεί στην κα­τεύ­θυν­ση που μας εν­δια­φέ­ρει, στην κα­τεύ­θυν­ση μιας ερ­γα­τι­κής - λαϊ­κής συλ­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας του «έθνους των ερ­γα­ζο­μέ­νων».



Το τρίτο μνη­μό­νιο και η «πρω­ταρ­χι­κό­τη­τα του αντι­μπε­ρια­λι­στι­κού και πα­τριω­τι­κού»:

Δεν πρό­κει­ται όμως να κερ­δί­σου­με ούτε ένα πόντο σε αυτή τη μάχη και αντί­θε­τα θα χά­σου­με κατά κρά­τος αν αντί να «τα­ξι­κο­ποιού­με το εθνι­κό», κά­νου­με το αντί­θε­το «εθνι­κο­ποιώ­ντας το τα­ξι­κό». Αν δεν απε­λευ­θε­ρώ­σου­με από την κυ­ριαρ­χία της αστι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και του αστι­κού πα­τριω­τι­σμού και εθνι­κι­σμού το αί­σθη­μα της αδι­κί­ας, της εκ­με­τάλ­λευ­σης, της ανε­λευ­θε­ρί­ας και κα­τα­πί­ε­σης, της ιμπε­ρια­λι­στι­κής επι­βο­λής και επι­τρο­πεί­ας. Τί­πο­τε από όλα αυτά δεν είναι αυ­το­νό­η­το ούτε εξα­σφα­λί­ζε­ται από κά­ποιο «γνή­σιο έν­στι­κτο των μαζών». Όλα θα κρι­θούν στην πάλη για την ηγε­μο­νία, όπου το δικό μας όπλο είναι η «τα­ξι­κο­ποί­η­ση του εθνι­κού».

Όμως δεν υπάρ­χει καμία πι­θα­νό­τη­τα να κερ­δί­σου­με αυτή τη μάχη αν δεν την δώ­σου­με ή, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, αν εμπνε­ό­μα­στε από το δόγμα της «εθνι­κο­ποί­η­σης του τα­ξι­κού». Από αυτή την άποψη, το προ­α­να­φερ­θέν άρθρο του Β. Αση­μα­κό­που­λου1 είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: κω­δι­κο­ποιώ­ντας τα ση­μα­ντι­κά ση­μεία των μέ­τρων του τρί­του μνη­μο­νί­ου, κα­τά­φε­ρε -για­τί περί κα­τορ­θώ­μα­τος πρό­κει­ται- να πα­ρα­λεί­ψει το… Ασφα­λι­στι­κό (είναι πολύ τα­ξι­κό για να… «εθνι­κο­ποι­η­θεί») και το μισό φο­ρο­λο­γι­κό που αφορά το αφο­ρο­λό­γη­το, τις κλί­μα­κες φο­ρο­λό­γη­σης κ.λπ. (επί­σης πολύ τα­ξι­κό για να… εθνι­κο­ποι­η­θεί»). Στη συ­νέ­χεια, ιε­ράρ­χη­σε τη ση­μα­σία των υπό­λοι­πων μέ­τρων ως εξής: α) πώ­λη­ση δα­νεί­ων σε distress funds, β) το υπερ­τα­μείο για τη ρευ­στο­ποί­η­ση της δη­μό­σιας πε­ριου­σί­ας, γ) ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός «κό­φτης», δ) η με­τα­τρο­πή της Γε­νι­κής Γραμ­μα­τεί­ας Δη­μο­σί­ων Εσό­δων σε ανε­ξάρ­τη­τη αρχή, ε) οι έμ­με­σοι φόροι (αυτό το τε­λευ­ταίο χωρίς σχό­λια). Για να απο­δεί­ξει έτσι, ότι όλα αυτά (ακόμη και οι έμ­με­σοι φόροι!) τεκ­μη­ριώ­νουν την πρω­ταρ­χι­κό­τη­τα του στοι­χεί­ου της εθνι­κής υπο­τέ­λειας και την ανά­γκη του αγώνα για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Δεν υπάρ­χει λοι­πόν ζή­τη­μα ιμπε­ρια­λι­στι­κής «νε­ο­α­ποι­κιο­κρα­τί­ας», κα­τάρ­γη­σης της λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας κ.λπ. μέσω των μνη­μο­νί­ων; Ασφα­λώς και υπάρ­χει! (θα επα­νέλ­θου­με σε αυτό στο δεύ­τε­ρο μέρος του άρ­θρου, για να το βά­λου­με στις σω­στές του δια­στά­σεις, δη­λα­δή να το πραγ­μα­τευ­τού­με με μαρ­ξι­στι­κά στοι­χεία ανά­λυ­σης) Όμως δεν είναι κα­θό­λου αυ­το­νό­η­το -θέ­λει κά­ποια επι­πλέ­ον απο­δει­ξού­λα- ότι από τη στιγ­μή που υπάρ­χει τέ­τοιο ζή­τη­μα, οφεί­λει η Αρι­στε­ρά να «εθνι­κο­ποι­ή­σει το τα­ξι­κό» με τόσο άγαρ­μπο τρόπο. Πρέ­πει κά­ποιος, κάπου, κά­πο­τε να κα­τα­θέ­σει ένα επι­χεί­ρη­μα γι’ αυτή την «ανά­γκη» - δεν μπο­ρεί ο διά­λο­γος μέσα στην Αρι­στε­ρά να είναι το πα­νη­γύ­ρι των πα­ράλ­λη­λων «αυ­το­νό­η­των»!

Αντί­θε­τα, σε μας φαί­νε­ται αυ­το­νό­η­το, με βάση τα μαρ­ξι­στι­κά ερ­γα­λεία ανά­λυ­σης, μι­λώ­ντας με την απα­ραί­τη­τη ακρί­βεια, να απο­τι­μή­σου­με τα μέτρα του τρί­του μνη­μο­νί­ου ως εξής:

α. Τα μέτρα του τρί­του μνη­μο­νί­ου, είναι στο σύ­νο­λό τους μέτρα τα­ξι­κής σκλη­ρό­τη­τας ενά­ντια στην ερ­γα­ζό­με­νη κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία: το ασφα­λι­στι­κό κα­τα­στρέ­φει τη ζωή των από­μα­χων της ερ­γα­σί­ας, το φο­ρο­λο­γι­κό επι­βα­ρύ­νει τις ερ­γα­ζό­με­νες λαϊ­κές τά­ξεις με νέα βάρη, αφε­νός με τη μεί­ω­ση του αφο­ρο­λό­γη­του και την επι­βά­ρυν­ση των χα­μη­λών ει­σο­δη­μά­των και αφε­τέ­ρου με την αύ­ξη­ση του συ­ντε­λε­στή ΦΠΑ σε προ­ϊ­ό­ντα και υπη­ρε­σί­ες ευ­ρεί­ας λαϊ­κής κα­τα­νά­λω­σης, οι προ­α­ναγ­γελ­θεί­σες ρυθ­μί­σεις για τα ερ­γα­σια­κά θα κα­τα­στρέ­ψουν ολο­σχε­ρώς τις ερ­γα­σια­κές σχέ­σεις και θα απο­γειώ­σουν την ερ­γο­δο­τι­κή αυ­θαι­ρε­σία, ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός «κό­φτης» αυ­το­μα­το­ποιεί και μο­νι­μο­ποιεί τις πε­ρι­κο­πές στις συ­ντά­ξεις, τις δα­πά­νες για το κοι­νω­νι­κό κρά­τος κ.λπ., το ξε­πού­λη­μα της δη­μό­σιας πε­ριου­σί­ας από το «υπερ­τα­μείο» εγ­γυά­ται την κερ­δο­σκο­πία των ιδιω­τι­κών κα­πι­τα­λι­στι­κών συμ­φε­ρό­ντων πάνω στις υπη­ρε­σί­ες και τα προ­ϊ­ό­ντα ευ­ρεί­ας λαϊ­κής κα­τα­νά­λω­σης (ρεύμα, νερό, τρό­φι­μα κ.λπ.), ο άμε­σος έλεγ­χος από τους δα­νει­στές στο φο­ρο­λο­γι­κό μη­χα­νι­σμό (Γε­νι­κή Γραμ­μα­τεία Δη­μο­σί­ων Εσό­δων) εγ­γυά­ται ότι δεν θα χρη­σι­μο­ποι­η­θούν δη­μό­σιοι πόροι (οι φόροι, που στο με­γά­λο τους πο­σο­στό προ­έρ­χο­νται από τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις) για συ­ντά­ξεις, κοι­νω­νι­κό κρά­τος κ.λπ.

β. Αυτά τα μέτρα, προ­στι­θέ­με­να στα μέτρα των δύο προη­γού­με­νων μνη­μο­νί­ων αλλά και στις άμε­σες συ­νέ­πειες της κρί­σης (τρο­μα­κτι­κή επέ­κτα­ση ανερ­γί­ας και φτώ­χειας) και συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας τη βίαιη υπα­γω­γή των αυ­το­α­πα­σχο­λού­με­νων και των αγρο­τών στη μέγ­γε­νη της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης, εμπε­δώ­νουν σε με­γά­λο βαθμό το νέο κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας που είναι ταυ­τό­χρο­να το νέο μο­ντέ­λο συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου. Δεν πρό­κει­ται απλώς για νέα μέτρα που προ­στί­θε­νται στα παλιά, αλλά για «ολό­κλη­ρο» κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας.

γ. Κά­ποια εξ αυτών των μέ­τρων, κυ­ρί­ως ο τρό­πος και οι μέ­θο­δοι που αυτά επι­βάλ­λο­νται από τη συμ­μα­χία αστι­κής τάξης και δα­νει­στών, θέ­τουν ζή­τη­μα κα­τάρ­γη­σης της λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας - και μ’ αυτό εν­νο­ού­με ότι από τη φαλ­κί­δευ­ση της λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας στη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή αστι­κή δη­μο­κρα­τία, περ­νά­με τώρα σε μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή αυ­ταρ­χία με ωμή ιμπε­ρια­λι­στι­κή επι­βο­λή και οι­κο­νο­μι­κό έλεγ­χο. Μι­λώ­ντας γι’ αυτό, το πρώτο απ’ όλα τα πα­ρα­δείγ­μα­τα είναι το δη­μο­ψή­φι­σμα της 5ης Ιου­λί­ου 2015, όπου όμως το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ από την ελ­λη­νι­κή -και μά­λι­στα αρι­στε­ρή- κυ­βέρ­νη­ση! Ύστε­ρα ακο­λου­θούν ο «κό­φτης» (αυ­το­μα­το­ποί­η­ση και μο­νι­μο­ποί­η­ση των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών), το «υπερ­τα­μείο» (μο­νι­μο­ποί­η­ση και αυ­το­μα­το­ποί­η­ση του ξε­που­λή­μα­τος της δη­μό­σιας πε­ριου­σί­ας), υπα­γω­γή του ελέγ­χου της ΓΓΠΣ στους δα­νει­στές (άμεση υπε­ξαί­ρε­ση δη­μό­σιων πόρων για την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους).

Ύστε­ρα, θα πρέ­πει η Αρι­στε­ρά να συ­νο­ψί­ζει όλα αυτά στο εξής συ­μπέ­ρα­σμα: ένα νέο κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­ζό­με­νης λαϊ­κής πλειο­ψη­φί­ας οι­κο­δο­μεί­ται και εμπε­δώ­νε­ται, κα­θε­στώς τα­ξι­κής σκλη­ρό­τη­τας, κα­τάρ­γη­σης των δη­μο­κρα­τι­κών, κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών δι­καιω­μά­των, κα­τάρ­γη­σης και των στοι­χειω­δών ιχνών λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας, νε­ο­α­ποι­κιο­κρα­τι­κής ιμπε­ρια­λι­στι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης. Και ύστε­ρα να κα­λέ­σει σε αγώνα για την ανα­τρο­πή του και να προ­βά­λει ένα σχέ­διο για την ανα­τρο­πή του, με στόχο να ανοί­ξει ο δρό­μος για να ξε­ρι­ζώ­σου­με τις αι­τί­ες της εκ­με­τάλ­λευ­σης και κα­τα­πί­ε­σης, να ανοί­ξει ο δρό­μος για το σο­σια­λι­σμό.

Αλλά όχι, όχι! Όλα αυτά κρύ­βουν την εθνι­κή διά­στα­ση των μέ­τρων. Η κύρια πλευ­ρά αυτών των μέ­τρων είναι «εθνι­κή»: ότι το ελ­λη­νι­κό έθνος, εκ­προ­σω­πού­με­νο από τις εκά­στο­τε κυ­βερ­νή­σεις του (με­τα­ξύ αυτών και η πα­ρού­σα) και το ελ­λη­νι­κό κρά­τος, χάνει τον έλεγ­χο του υπερ­τα­μεί­ου (είναι δυ­να­τόν να ξε­που­λά­νε τη δη­μό­σια πε­ριου­σία μας οι «ξένοι» κι όχι οι «δικοί» μας; - ακόμη και αν οι «δικοί μας» συ­να­σπί­ζο­νται με τους «ξέ­νους» στο πλιά­τσι­κο των ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων), χάνει τον έλεγ­χο του φο­ρο­λο­γι­κού μη­χα­νι­σμού (μα να χά­σουν οι ελ­λη­νι­κές κυ­βερ­νή­σεις το δι­καί­ω­μα να συλ­λέ­γουν αυτές τους φό­ρους και ύστε­ρα να απο­δί­δουν οι ίδιες τα δέ­ο­ντα στους δα­νει­στές, χά­νο­ντας και το δι­καί­ω­μα της δευ­τε­ρεύ­ου­σας ανα­δια­νο­μής του πλού­του υπέρ του κε­φα­λαί­ου μέσα από την κυ­βερ­νη­τι­κή και κρα­τι­κή (συγ)κά­λυ­ψη της φο­ρο­δια­φυ­γής;), «ανα­γκά­ζε­ται» να επι­βά­λει φό­ρους, να απαλ­λο­τριώ­σει τη «μι­κροϊ­διο­κτη­τι­κή δομή» της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας (την οποία για κά­ποιο ανε­ξή­γη­το λόγο οι λαϊ­κές τά­ξεις πρέ­πει να υπε­ρα­σπι­στούν σαν «εθνι­κό κε­κτη­μέ­νο») κ.λπ. Να απο­κα­τα­στή­σου­με αυτά τα (απαλ­λο­τριού­με­να) δι­καιώ­μα­τα; Αυτό είναι το βα­θύ­τε­ρο νόημα της «πρω­ταρ­χι­κό­τη­τας του εθνι­κού; Υπο­θέ­του­με ότι κάτι τέ­τοιο θα ακου­στεί σαν βαριά κα­τη­γο­ρία. Καλώς! Τότε όμως, ποιο είναι;
Εν κα­τα­κλεί­δι: τα μέτρα του τρί­του μνη­μο­νί­ου (όπως και των δύο προη­γού­με­νων) είναι αμι­γώς τα­ξι­κά – και αλί­μο­νο στην Αρι­στε­ρά που της προ­σφέ­ρε­ται η ιστο­ρι­κή ευ­και­ρία να ανα­δεί­ξει την τα­ξι­κό­τη­τα των κυ­ρί­αρ­χων πο­λι­τι­κών και όχι μόνο την αρ­νεί­ται, αλλά επι­δί­δε­ται στην προ­σπά­θεια να εκ­βιά­σει την «εθνι­κή» τους ανά­γνω­ση!

Η αστι­κή τάξη έχει προ­φα­νείς λό­γους να θέλει να κρύ­ψει την τα­ξι­κή διά­στα­ση των μέ­τρων. Η Αρι­στε­ρά, για ποιο λόγο να το κάνει;;; Για να πει ότι, τη στιγ­μή που συ­ντρί­βε­ται η ζωή της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας, ση­μα­σία δεν έχει πώς ζουν οι άν­θρω­ποι, αλλά ποια άποψη θα τους υπο­δεί­ξου­με εμείς ότι οφεί­λουν να έχουν για το «εθνι­κό» νόημα των δει­νών τους;

Ή μήπως πρέ­πει να είναι η Αρι­στε­ρά που θα εμπνεύ­σει στην ερ­γα­ζό­με­νη πλειο­ψη­φία κά­ποιου εί­δους «εθνι­κή καρ­τε­ρία» στο πλαί­σιο της οποί­ας θα πρέ­πει να υπο­μέ­νουν τα τα­ξι­κά τους δεινά στο όνομα του υπέρ­τε­ρου πα­τριω­τι­κού προ­τάγ­μα­τος; Έχου­με κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από βά­σι­μες υπο­ψί­ες, ας πούμε απο­χρώ­σες εν­δεί­ξεις, ότι πρό­κει­ται ακρι­βώς γι’ αυτό. Αλλά έτσι το «εθνι­κό» και το «πα­τριω­τι­κό» γί­νο­νται όρ­γα­νο «τα­ξι­κής εθε­λο­δου­λεί­ας»: ή, όπως το λέει ο Βαγ­γέ­λης Αντω­νί­ου,

«Αν δεν εν­σω­μα­τώ­σει δη­μιουρ­γι­κά τον στόχο της απε­λευ­θέ­ρω­σης της της πα­τρί­δας από τα ιμπε­ρια­λι­στι­κά δεσμά, ως την ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση για την υλο­ποί­η­ση εκεί­νων των με­τα­σχη­μα­τι­σμών που θα προσ­διο­ρί­σουν (και) το εγ­χεί­ρη­μα της κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Η ανά­κτη­ση της νο­μι­σμα­τι­κής – πριν απ’ όλα - κυ­ριαρ­χί­ας (και επι­μέ­νω πως έτσι πρέ­πει να το δια­τυ­πώ­νου­με, καθώς υπάρ­χουν και «σχέ­δια» νο­μι­σμα­τι­κά, που μόνο κυ­ριαρ­χία δεν εγκα­θι­δρύ­ουν), η αθέ­τη­ση πλη­ρω­μών στο χρέος, η εθνι­κο­ποί­η­ση των «στρα­τη­γι­κών υψω­μά­των» της οι­κο­νο­μί­ας και η ανά­κτη­ση του ελέγ­χου της ΤτΕ και των βα­σι­κών μη­χα­νι­σμών του κρά­τους, από μια γνή­σια αρι­στε­ρή κυ­βέρ­νη­ση, που όχι απλά θα δια­με­σο­λα­βεί αλλά θα βρί­σκε­ται σε ορ­γα­νι­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με το μα­χό­με­νο λαϊκό κί­νη­μα, είναι ο πρώ­τος κρί­κος, ο πρώ­τος εν­διά­με­σος με­τα­βα­τι­κός σταθ­μός στον μακρύ και δύ­σβα­το δρόμο και της ανε­ξαρ­τη­σί­ας και της απε­λευ­θέ­ρω­σης των υπο­τε­λών τά­ξε­ων»



Πρώτα η ανά­κτη­ση της εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, λοι­πόν. Προ του υπέρ­τε­ρου αυτού προ­τάγ­μα­τος, αυτός ξέ­χα­σε όχι το Ασφα­λι­στι­κό όπως ο Βα­σί­λης Αση­μα­κό­που­λος, αλλά όλα τα μνη­μό­νια στη σειρά!!! Εί­μα­στε βέ­βαιοι ότι θα αντι­δρά­σει θι­γό­με­νος σε αυτή την κα­τη­γο­ρία, λέ­γο­ντας ότι βε­βαί­ως υπο­στη­ρί­ζει την κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων. Όμως δεν ξε­χνάς χωρίς σο­βα­ρό λόγο τρία ολό­κλη­ρα μνη­μό­νια! Ο λόγος είναι προ­φα­νής: όχι επει­δή δεν πι­στεύ­ει στην κα­τάρ­γη­σή τους αλλά επει­δή πάνω στον οί­στρο να επι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σει για την «πρω­ταρ­χι­κό­τη­τα του πα­τριω­τι­κού», η κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων και η ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας ήταν πολύ… τα­ξι­κά για να «κολ­λή­σουν» με τα πα­τριω­τι­κά κα­θή­κο­ντα…

Αρ­νού­με­νος λοι­πόν να σχε­τι­κο­ποι­ή­σει τη ση­μα­σία των υπέρ­τε­ρων «πα­τριω­τι­κών κα­θη­κό­ντων», δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει στα θε­με­λιώ­δη μέτρα του πρώ­του «κρί­κου στο δύ­σβα­το δρόμο της ανε­ξαρ­τη­σί­ας και της απε­λευ­θέ­ρω­σης των υπο­τε­λών τά­ξε­ων» την κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων και την ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας!!! Οι υπο­τε­λείς τά­ξεις πρέ­πει να πα­λέ­ψουν για «την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πα­τρί­δας από τα ιμπε­ρια­λι­στι­κά δεσμά ως την ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση για την υλο­ποί­η­ση εκεί­νων των με­τα­σχη­μα­τι­σμών που θα προσ­διο­ρί­σουν (και) το εγ­χεί­ρη­μα της κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης». Έτσι, η πο­λε­μι­κή του κραυ­γή κα­τα­λή­γει στο εξής: υπο­τε­λείς τά­ξεις, απε­λευ­θε­ρώ­στε την πα­τρί­δα, κι αυτή θα σας αντα­μεί­ψει – αλλά δε «δεύ­τε­ρο χρόνο», αφού πρώτα ανα­κτη­θεί η εθνι­κή κυ­ριαρ­χία! Υπάρ­χει και μια άλλη συ­νέ­πεια από την ανά­δει­ξη των «πα­τριω­τι­κών» κα­θη­κό­ντων σε υπέρ­τε­ρα προ­τάγ­μα­τα: ότι «εθνι­κο­ποιού­νται» τα κί­νη­τρα, οι λόγοι, για τη στάση πλη­ρω­μών στο χρέος και τις εθνι­κο­ποι­ή­σεις. Να δια­γρά­ψου­με το χρέος για να «ανα­σά­νει η εθνι­κή οι­κο­νο­μία» ή για να εξοι­κο­νο­μή­σου­με τε­ρά­στιους πό­ρους που απαλ­λο­τριώ­νο­νται από τους το­κο­γλύ­φους δα­νει­στές για να ικα­νο­ποι­ή­σου­με τις άμε­σες ανά­γκες της ερ­γα­ζό­με­νης λαϊ­κής πλειο­ψη­φί­ας; Αν η απά­ντη­ση είναι «και για τους δύο αυ­τούς λό­γους», θα ρω­τή­σου­με εμείς με τη σειρά μας: Ναι, αλλά ποιος είναι ο πρω­ταρ­χι­κός; Διότι αν πρω­ταρ­χι­κός είναι ο λόγος να «ανα­σά­νει η οι­κο­νο­μία» και να «πάρει μπρος η ανά­πτυ­ξη» (της «εθνι­κής -κα­πι­τα­λι­στι­κής- οι­κο­νο­μί­ας»), αυτό ση­μαί­νει ότι οι ανά­γκες των ερ­γα­ζό­με­νων πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νουν τα δώρα της ανά­πτυ­ξης. Το ίδιο και για τις εθνι­κο­ποι­ή­σεις κ.λπ.





Στο δεύ­τε­ρο μέρος:

1. Σε τι συ­νί­στα­ται σή­με­ρα το «εθνι­κό ζή­τη­μα»; Η Ελ­λά­δα, χώρα υπό κα­το­χή;

2. Πώς αντι­πα­λεύ­ου­με τον αστι­κό πα­τριω­τι­σμό;

3. Τι είναι η εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία; Γιατί το λαϊκή κυ­ριαρ­χία δεν είναι αρ­κε­τό; Ποια είναι η προ­στι­θέ­με­νη αξία του εθνι­κού;

4. Πώς και ενά­ντια σε ποιους θα δώ­σου­με τη μάχη ενά­ντια στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επι­βο­λή και νε­ο­α­ποι­κιο­κρα­τία;

5. Τι χώρα είναι η Ελ­λά­δα;

6. Βα­σι­κή και κυ­ρί­αρ­χη αντί­θε­ση: πώς συν­δυά­ζε­ται το «υπέρ­τε­ρον του εθνι­κού» με την κυ­ρί­αρ­χη αντί­θε­ση μνη­μό­νιο - αντι­μνη­μό­νιο;





Ση­μειώ­σεις:



1. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, το άρθρο του Βα­σί­λη Αση­μα­κό­που­λου στο TVXSμε τον εύ­γλωτ­το τίτλο «Ο αγώ­νας είναι για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία - λαϊκή κυ­ριαρ­χία», που ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Ίσκρα στις 28/5/2016.
2. Γιάν­νης Τό­λιος, «Το πα­τριω­τι­κό, εθνι­κό, τα­ξι­κό, διε­θνι­στι­κό στη στρα­τη­γι­κή της Αρι­στε­ράς», Ίσκρα 3/5/2016

3. Μια ματιά (θα χρεια­στεί ασφα­λώς υπο­μο­νή…) στις νυ­χτε­ρι­νές του εκ­πο­μπές στο , θα απο­δεί­ξει ότι είναι δύ­σκο­λο, μά­ταιο και επι­βλα­βές για την Αρι­στε­ρά να συ­να­γω­νι­στεί τον Κα­ρα­τζα­φέ­ρη και τους ομοί­ους του στο έδα­φος της «πρω­ταρ­χι­κό­τη­τας» του στοι­χεί­ου της «υπο­τέ­λειας» και «αποι­κιο­ποί­η­σης»…

4. Πα­ρα­τί­θε­ται, για πολ­λο­στή φορά, στο πρό­σφα­το άρθρο του Βαγ­γέ­λη Αντω­νί­ου με τίτλο «Το εγ­χεί­ρη­μα της κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης αξε­διά­λυ­τα δε­μέ­νο με την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πα­τρί­δας», του Βαγ­γέ­λη Αντω­νί­ου, Ίσκρα 14/5/2016

5. Κά­ποιος που δεν μπο­ρεί να κα­τη­γο­ρη­θεί για… τρο­τσκι­σμό και είναι ανα­φο­ρά ση­μα­ντι­κών τμη­μά­των της πα­τριω­τι­κής Αρι­στε­ράς, ο Μάο Τσε Τουνγκ, το έθεσε ως εξής: Ή ο πό­λε­μος θα φέρει την επα­νά­στα­ση ή η επα­νά­στα­ση θα απο­τρέ­ψει τον πό­λε­μο.





Viewing all articles
Browse latest Browse all 6521

Trending Articles