Γράφει ο Στράτος Κερσανίδης
Στη δεκαετία του ΄70 όταν βλέπαμε ταινίες όπως το «Σουίτ Μούβι», το «Μοντενέγκρο», τα «Μυστήρια του οργανισμού» νιώθαμε κάτι να πάλλεται μέσα μας. Ήταν τα φλογερά χρόνια της εξέγερσης και το σινεμά της αμφισβήτησης που έκανε ο γιουγκοσλάβος Ντούσαν Μακαβέγιεφ, μας γοήτευε.
Πέρασαν πάνω από 30 χρόνια, οι ταινίες του Μακαβέγιεφ, αλλά και άλλων σημαντικών σκηνοθετών της εποχής εκείνης, δεν είναι πια της μόδας. Όχι επειδή δεν αξίζουν αλλά παρασύρθηκαν κι αυτές από τις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές του τέλους του 20ου αιώνα.
Και ξαφνικά, χωρίς καλά – καλά να το καταλάβω βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον αγαπημένο σκηνοθέτη των νεανικών μου χρόνων. Την ευκαιρία αυτή μας έδωσε το 12ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Νέων Κινηματογραφιστών της Λάρισας που τιμώντας το μεγάλο Μακαβέγιεφ του απένειμε το Χρυσό Ίππο για το σύνολο του έργου του. Στο πλαίσιο του αφιερώματος στον 73χρονο πια, γιουγκοσλάβο σκηνοθέτη, προβλήθηκαν οι ταινίες του «Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί» (1965) και «Ο γορίλας κάνει μπάνιο το μεσημέρι» (1993). Αλλά το πιο ενδιαφέρον ήταν πως ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ έδωσε συνέντευξη Τύπου αποσπάσματα της οποίας σας μεταφέρω στο σημερινό, πασχαλιάτικο φύλλο της ΕΠΟΧΗΣ.
Για τη σεξουαλική επανάσταση
Θαυμαστής του Βίλχελμ Ράιχ, ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ επηρεάστηκε σημαντικά από τη θεωρία του. Μάλιστα η ταινία του «Τα μυστήρια του οργανισμού» είναι -θα μπορούσαμε να πιούμε- μια κινηματογραφημένη μεταφορά του έργου του μεγάλου ψυχαναλυτή. Έτσι, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη θεωρία του Ράιχ, και τη σεξουαλική επανάσταση, απάντησε:
«Μιλώντας για επαναστάσεις ιδιαίτερα στην εποχή της δεκαετίας του ’60, δεν μπορούμε να έχουμε συγκεκριμένη άποψη για το τι είναι αυτήν η επανάσταση. Η δεκαετία του ΄60 ήταν μια περίοδος μεγάλων αλλαγών και οι μεγάλες αυτές αλλαγές δεν ήταν μόνο στη σεξουαλική μας ζωή ήταν αλλαγές στον τρόπο που σκεφτόμασταν, στον τρόπο που ντυνόμασταν, στον τρόπο γενικότερα που το σινεμά άρχισε να αλλάζει να γίνεται πιο ελεύθερο. Φεύγαμε από τις κλασικές ταινίες και υπήρχε η αίσθηση ελευθερίας ότι μπορούσαμε πλέον να επηρεαστούμε από πολλά πράγματα και ιδίως από τα ντοκιμαντέρ. Άρα όταν μιλάμε για επανάσταση την εννοούμε σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο σεξουαλική»
Για τον Ράιχ ειδικότερα είπε: «Την πρώτη φορά που ανακάλυψα τον Ράιχ ήταν όταν ήμουν 20 ετών και υπήρχε ένα μικρό φυλλάδιο που ονομαζόταν “Μαρξισμός και ψυχανάλυση’. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν ότι μιλούσε για τη σχέση μεταξύ σεξ και αγάπης. Τότε ζούσαμε σε πάρα πολύ έντονες κοινωνίες στις ποίες επικρατούσε ο σοσιαλισμός και ο κομουνισμός και υπήρχε πολύ πάθος στην ατμόσφαιρα. Και εμείς ως νεαροί όταν θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, να ασκήσουμε κριτική σε κάτι, πάντοτε αισθανόμασταν λίγο μουδιασμένοι, δεν ήμασταν τόσο ελεύθεροι ώστε να ασκήσουμε τέτοιου είδους κριτική. Και οτιδήποτε παρουσιαζόταν ως αγάπη για επανάσταση, αγάπη για σεξ κλπ ήταν για μας ουσιαστικά μια έκφραση της αγάπης για εξουσία. Όταν έμαθα για το θάνατο του Ράιχ και ανέτρεξα λίγο στη ζωή του είδα ότι ήταν γεμάτη από συγκρούσεις. Συγκρούσεις στη πατρίδα του την Αυστρία, συγκρούσεις μετά, όταν πήγε στη Γερμανία, πέρασε από τη Ρωσίατη Σκανδιναβία και τελικά κατέληξε στην Αμερική, η οποία θεωρούνταν και ήταν η χώρα ης ελευθερίας. Αλλά κι εκεί πάλι συγκρούστηκε και κατέληξε να πεθάνει στη φυλακή, κι αυτό ήταν κάτι που με εντυπωσίασε. Το τέλος του ουσιαστικά, ήταν κάτι που ο ίδιος προκάλεσε. Αλλά ως χαρακτήρας μέσα από τα δικά μου τα μάτια ήταν μια μεταφορά για όλον τον κόσμο, μια παρομοίωση όλου του κόσμου ήταν η ζωή του».
Στα χρόνια του Τίτο
Ρωτήθηκε πως ήταν η κατάσταση στην πατρίδα του την εποχή του Τίτο, και εκείνος χαριτολογώντας είπε: «Όπως βλέπετε επιβίωσα από αυτό το καθεστώς»
Και συνέχισε: «Σύμφωνα με την παράδοση που επικρατεί, όλες οι χώρες των Βαλκανίων είναι συνηθισμένες στις πατριαρχικές μορφές. Ο Τίτο αποτελούσε μια πατριαρχική μορφή με την ευρύτερη έννοια. Ήταν σαν τους λοχαγούς στο στρατό οι οποίοι όλη τη μέρα σε πιέζουν να κάνεις πράγματα, σου λένε σκαρφάλωσε εκεί, κάνε αυτό, κάνε το άλλο κι εσύ εκνευρίζεσαι, αλλά στο τέλος της ημέρας όταν καθίσετε όλοι μαζί και ξεκουραστείτε, πιείτε μια μπίρα, ανταλλάξετε μια-δυο προσωπικές κουβέντες, τα ξεχνάτε όλα. Το καθεστώς του ήταν κάτι σαν πεφωτισμένη δικτατορία. Αρκετά έξυπνος, έβρισκε τις κατάλληλες στιγμές, έτσι όταν ταξίδευε σε ολόκληρο τον κόσμο τα άρθρα που γραφόταν στις εφημερίδες ήταν πολύ πιο ελεύθερα από ότι όταν ήταν στη χώρα Εγώ εκδιώχθηκα από τη χώρα το 1973, όχι εξαιτίας του Τίτο αλλά επειδή οι Ρώσοι είχαν θυμώσει μαζί μου. Ο Τίτο πέρασε όλη του τη ζωή έχοντας 1-2 διανοούμενους στη φυλακή και αν υπήρχε πίεση εξ ανατολών θα ξεφορτωνόταν περισσότερους. Μετά το 1968 που ήταν χρονιά εξεγέρσεων και υπήρξε και η Άνοιξη της Πράγας τα επόμενα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα για τις δημοκρατικές ελευθερίες στη Γιουγκοσλαβία. Αλλά η ουσιαστική πίεση ξεκίνησε μετά το 1973, ενδιάμεσα εγώ κατόρθωσα και γύρισα δύο ταινίες».
Και συνέχισε μιλώντας για τον στρατάρχη Τίτο: «Πολλές φορές συμπεριφερόταν σαν δύσκολος πατέρας και κάποιες άλλες σαν δύσκολος παππούς. Και με τους παππούδες μπορείτε να κάνετε μερικά κόλπα και να παρακάμψετε μερικά πράγματα», είπε γελώντας.
Η συνεργασία με το Μάνο Χατζιδάκι
Το «Σουίτ Μούβι», η ταινία του στην οποία τη μουσική έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις, χαρακτηρίστηκε ως η πιο ποιητική που έχει κάνει. Ο ίδιος ο Μακαβέγιεφ συμφώνησε, και συμπλήρωσε:. «Αλλά εφόσον είναι ποιητική ξέρετε τι συμβαίνει με τους ποιητές. Δεν έχουν απάντηση για το τι έχουν κάνει γιατί δεν έχουν μιαν απάντηση γι αυτό που έχουν παράγει».
Συνεχίζοντας να μιλά για τη συγκεκριμένη ταινία είπε πως ήταν πολύ δημοφιλής στα χρόνια της στην Ιταλία και το Ισραήλ, ενώ χαίρεται πολύ που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να μιλά στο κοινό, να δημιουργεί και να εξελίσσεται. Έτσι μας αποκάλυψε πως ετοιμάζεται να βγει σε ντιβιντί στις ΗΠΑ, καθώς και στην Ιαπωνία.
Πως όμως συνεργάστηκε με το Μάνο Χατζιδάκι;
«Βρισκόμουν στο Παρίσι και μου τηλεφώνησε ένας φίλος του Μάνου από το Λονδίνο ο οποίος μου είπε πως συνθέτης είχε δει την ταινία μου “Τα μυστήρια του οργανισμού” και κάποιες άλλες ταινίες και είχε γοητευτεί και σκεφτόταν έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε Το ίδιο το δήλωσε και σε μια άλλη ομάδα ανθρώπων που είπε “εγώ θέλω να κάνω κάτι για αυτόν τον άνθρωπο και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι αυτό’, και κάθισε στο πιάνο και πάτησε μια νότα. “Θα κλείσω τα μάτια μου και θα γράψω κάτι γι” αυτόν’. Εγώ τότε δεν ήξερα πολύ καλά ποιος ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις και ποιο ήταν το έργο του και του τηλεφώνησα στο Λονδίνο και του είπα να μου στείλει ένα δείγμα της δουλειάς Εκείνος μου έστειλε το τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» το οποίο υπάρχει στην ταινία και το οποίο όπως καταλαβαίνεται επιλέχτηκε πριν την ταινία» Και συνέχισε, λέγοντας:
«Το πνεύμα του Χατζιδάκι βρισκόταν πάντοτε στην ταινία και λειτουργούσε σαν ο καλός της άγγελος. Πολλές φορές νιώθαμε ότι ταίριαζε απόλυτα με αυτό που βλέπαμε, άλλες φορές όχι, αλλά ήταν τόσο εμφανές και τόσο επιβλητικό που πραγματικά μας γοήτευε όλους. Και όταν τελειώσαμε την ταινία ο Μάνος αποφάσισε να κάνει μια καινούργια έκδοση του βασικού τραγουδιού, ενώ εμείς εκείνη τη στιγμή βρισκόμασταν στο Παρίσι και προσπαθούσαμε να κάνουμε την τελική κόπια και το πρόβλημά μας ήταν ότι δεν είχαμε ήχο και υπήρχε ένας γενικότερος πανικός. Ψάχναμε να βρούμε τον Χατζιδάκι ο οποίος εκείνο το διάστημα ήταν χαμένος, και τελικά τον βρήκαμε στο στούντιο όπου ηχογραφούσε. Μου είπε, “εγώ σκέφτηκα να κάνω μια καλύτερη αλλαγή για το τέλος της ταινίας” και αφήσαμε το ακουστικό ανοιχτό και είχε μια παιδική χορωδία εκεί επί τόπου η οποία τραγουδούσε την καινούργια έκδοση. Φυσικά καταλαβαίνετε ότι εμείς ήμασταν σε κατάσταση πανικού γιατί θέλαμε να τελειώσουμε και δεν είχαμε μουσική. Τότε τον ρώτησα πως θα προλάβει να μου στείλει αυτήν την καινούργια έκδοση; Και μου είπε “θα σου τη στείλω αύριο, μην ανησυχείς καθόλου’. Την επόμενη μέρα και ενώ γινόταν τρομερός πανικός στο στούντιο, έρχεται ένας πιλότος της Ολυμπιακής και τυλιγμένες σε εφημερίδες είχε τις μπομπίνες με τη μουσική που θα βάζαμε στην ταινία. Οπότε καταλαβαίνετε, λύθηκαν όλα τα προβλήματα».
Ελληνικός κινηματογράφος
Για τον ελληνικό κινηματογράφο, ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ομολόγησε πως δεν γνωρίζει πολλά πράγματα, αφού δεν είναι εύκολο να δει κανείς ελληνικές ταινίες στο εξωτερικό. Ο πιο γνωστός Έλληνας σκηνοθέτης είπε, πως είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και όλες του οι ταινίες είναι κάτι που όλοι πρέπει να δουν. Και τελείωσε λέγοντας πως εκτός από τις εκείνες του Αγγελόπουλου, όλα αυτά τα χρόνια είναι ζήτημα αν έχει δει μια- δυο ελληνικές ταινίες.
SWEET MOVIE
Σκηνοθέτης: MAKAVEJEV DUSAN
Συντελεστές :
Carole Laure Ηθοποιός Μις Κόσμος
Pierre Clementi Ηθοποιός ναύτης
Anna Prucnal Ηθοποιός Anna Planeta
Sami Frey Ηθοποιός El Macho
John Vernon Ηθοποιός Κος Kapital
Συντελεστές :
Carole Laure Ηθοποιός Μις Κόσμος
Pierre Clementi Ηθοποιός ναύτης
Anna Prucnal Ηθοποιός Anna Planeta
Sami Frey Ηθοποιός El Macho
John Vernon Ηθοποιός Κος Kapital