Η ευρω-βρετανική συμφωνία, το… μισό Brexit και η διασταύρωση του γερμανικού με τον βρετανικό ευρωσκεπτισμό με στόχο μια ΕΕ πολλών «ταχυτήτων».
Για μερικές ώρες ακόμη ο
Για μερικές ώρες ακόμη ο
καπιταλιστικός κόσμος κρέμεται από το μυαλό των αναποφάσιστων Βρετανών ψηφοφόρων, από τις
προβλέψεις των εταιρειών
στοιχημάτων και από τις υπόγειες κινήσεις επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία «αντασφαλίζουν» τις
τοποθετήσεις τους υπέρ της
παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, με επενδυτικά αντισταθμίσματα υπέρ της εξόδου. Η καμπάνια για το βρετανικό δημοψήφισμα θα καταγραφεί ως ιστορικό παράδοξο από μια κρίσιμη σκοπιά: Εδώ και πολλές δεκαετίες δεν έχει υπάρξει στην Ευρώπη τόσο κρίσιμη αναμέτρηση στην οποία να έχει εκπροσωπηθεί τόσο ελάχιστα έως καθόλου ο λαϊκός παράγοντας, παρότι το δίλημμα που τίθεται αφορά κατεξοχήν αυτόν.
Η αναμέτρηση ξεκίνησε και εξελίσσεται μέχρι τέλους σαν ένας εμφύλιος εντός του νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου. Μια αναμέτρηση εντός της επιχειρηματικής ελίτ της Βρετανίας, που χαρακτηρίζεται από στρατηγική σύγχυση.
Παρότι η δολοφονία της βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Τζο Κοξ έχει αποδυναμώσει τη δυναμική της «εξόδου» και δίνει πόντους στην «παραμονή», υπάρχει κι ένα δεύτερο παράδοξο σ’ αυτή την αναμέτρηση: όποια κι αν είναι η έκβαση του δημοψηφίσματος, θα παράγει περίπου παρόμοια αποτελέσματα ως προς την εταιρική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ. Αυτό που έχει αποκρυβεί συστηματικά στις καμπάνιες των δυο στρατοπέδων είναι ότι η προσφυγή της κυβέρνησης Κάμερον στο δημοψήφισμα έγινε αφού ο Βρετανός πρωθυπουργός εξασφάλισε μια συμφωνία με την υπόλοιπη ηγεσία της ΕΕ, που διασφαλίζει όλα όσα οι οπαδοί του ακροδεξιού-θατσερικού Brexit προβάλλουν σαν πλεονεκτήματα της εξόδου: ένα νέο status quo εξαίρεσης της Βρετανίας από τα περισσότερα πεδία κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η ευρω-βρετανική συμφωνία του Φεβρουαρίου
Είναι απαραίτητο να διαβαστεί προσεκτικά η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18-19 Φεβρουαρίου, ώστε να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της πολιτικής εξαπάτησης. Η Βρετανία, που από το 1973 που εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ, κτίζει τη σχέση της με αυτήν εξασφαλίζοντας εξαιρέσεις από τους κοινούς «κανόνες», μ’ αυτή τη συμφωνία απογειώνει αυτή τη στρατηγική. Εννοείται ότι αποκλείει διά παντός την ένταξη στο κοινό νόμισμα, αλλά μαζί με αυτό αποκτά δικαίωμα να εξαιρεθεί από την τραπεζική ένωση και την ενιαία εποπτεία του τραπεζικού τομέα. Εξαιρείται από οποιαδήποτε προοπτική ενοποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών, αλλά και από οποιαδήποτε συνεισφορά σε κρατικές ή τραπεζικές διασώσεις.
Μπορεί να μη συμμετάσχει στις κοινές πολιτικές της ασφάλειας, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Δεν έχει καμιά δέσμευση έναντι του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην ΕΕ και αποδεσμεύεται πλήρως από τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων, της απαγόρευσης των διακρίσεων και ισότιμης πρόσβασης Ευρωπαίων πολιτών στην κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια. Το τελευταίο, μάλιστα, έσπευσε να το κατοχυρώσει προκαταβολικά με απόφασή του και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που απέρριψε προσφυγή της Κομισιόν εναντίον αποφάσεων της βρετανικής κυβέρνησης να κόψει οικογενειακά επιδόματα σε μετανάστες από άλλες χώρες της ΕΕ και να μην τους χορηγεί άδειες παραμονής, όποτε το κρίνει σκόπιμο για λόγους «δημοσίου συμφέροντος».
Η Βρετανία διατηρεί, επίσης, το δικαίωμα να μείνει εκτός Σένγκεν, να διενεργεί συνοριακούς ελέγχους και κατ’ επέκταση να μη μετέχει στην κοινή μεταναστευτική πολιτική και στην πολιτική ασύλου. Εξαιρείται από κάθε διαδικασία περαιτέρω πολιτικής ολοκλήρωσης και επιβάλλει μια διαδικασία επανεξέτασης, συρρίκνωσης και κατάργησης της «περιττής κοινής νομοθεσίας που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και αυξάνει το φόρτο στις επιχειρήσεις». Περιορίζει δραστικά την αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή τη δυνατότητα θέσπισης κοινής ευρωπαϊκής νομοθεσίας που συμπληρώνει την εθνική σε ορισμένα πεδία, παρακάμπτοντας το Ευρωκοινοβούλιο και μοιράζοντας την αρμοδιότητα απόρριψης μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας στα εθνικά Κοινοβούλια και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή στα κράτη-μέλη.
Επανεθνικοποίηση των κοινών πολιτικών
Όλα όσα περιγράφονται στην ευρω-βρετανική συμφωνία βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίφαση με τον παράλληλο «οδικό χάρτη» εμβάθυνσης της πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, όπως αποτυπώνεται στην πολυδιαφημισμένη «Έκθεση των Πέντε Προέδρων». Ενώ η δεύτερη υποτίθεται ότι επιταχύνει την ομοσπονδοποίηση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, ώστε μέχρι το 2022 να λειτουργεί σαν ενιαία κρατική οντότητα στα περισσότερα πεδία πολιτικής, με δραστικό περιορισμό της κυριαρχίας των κρατών-μελών, η ευρω-βρετανική συμφωνία προχωρεί σε μια αντίρροπη επανεθνικοποίηση των περισσότερων πεδίων άσκησης πολιτικής. Σε πρώτο πλάνο για λογαριασμό της ίδιας της Βρετανίας, αλλά δυνητικά για κάθε χώρα της ΕΕ, ιδίως τις εκτός Ευρωζώνης.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντιφατικό, στα όρια της… διπολικής διαταραχής, η ευρωπαϊκή ηγεσία που δρομολογεί το φεντεραλιστικό της σχέδιο, την ίδια στιγμή να βάζει φρένο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στα περισσότερα πεδία, με εξαίρεση αυτό της ενιαίας αγοράς.
Ωστόσο, πίσω από αυτό το «διπολικό» σχέδιο μπορεί κανείς να δει καθαρά την οπτική της γερμανικής ελίτ και των βόρειων συμμάχων της. Η γερμανική πολιτική και επιχειρηματική ελίτ δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι μια γενικευμένη ομοσπονδοποίηση της ΕΕ. Και όποτε αποφάσιζε να θέσει φραγμούς στη φεντεραλιστική όρεξη της Κομισιόν, της γαλλικής ή της ιταλικής ηγεσίας, έβρισκε πάντα έναν καλό σύμμαχο στη Μ. Βρετανία...
Πολύτιμος εταίρος της Γερμανίας και του Βορρά
Η γερμανική εφημερίδα «Die Welt» προ ημερών συμπύκνωσε με γλαφυρό τρόπο το στρατηγικό βάθος του γερμανικού ευρωσκεπτικισμού, που βλέπει ως ιδεώδες συμπλήρωμά του τον βρετανικό. Επιχειρηματολογώντας πόσο ολέθρια θα ήταν για τη Γερμανία και τους βασικούς συμμάχους της η πλήρης αποδέσμευση της Βρετανίας, η «Die Welt» γράφει: «Το στρατόπεδο αυτών που πιστεύουν στο κράτος, στον προστατευτισμό και στη μεταβιβαστική ένωση, απειλεί να κυριαρχήσει συντριπτικά. Χωρίς τους Βρετανούς, οι Γερμανοί και οι Βορειοευρωπαίοι ομοϊδεάτες τους δεν θα κατάφερναν να επιτύχουν ούτε καν τη μειοψηφία αρνησικυρίας… Επειδή η ίδια η Γαλλία είναι υπερχρεωμένη, επιδιώκει μαζί με τους Ιταλούς την ευρωπαϊκή ασφάλεια ανέργων. Δεν θέλουν τις μεταρρυθμιστικές ιδέες του Βορρά, αλλά μόνο τα λεφτά του… Εάν οι Βρετανοί αποχωρήσουν από την ΕΕ, δεν θα έλθει η συντέλεια του κόσμου, αλλά για το φιλελεύθερο οικονομικό στρατόπεδο θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ… Οι Βρυξέλλες παρεμβαίνουν σε πολλούς τομείς, οι οποίοι θα ήταν καλύτερα να παραμείνουν στην ευθύνη των κρατών... Ο Βορράς δεν μπορεί να είναι ο δάσκαλος της νότιας Ευρώπης, αλλά ούτε και ο χρηματοδότης της».
Στα παραπάνω αποσπάσματα διαπιστώνει κανείς όχι μόνο τις γραμμές άμυνας που χαράσσει η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας απέναντι στην εκ δεξιών πίεση της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), αλλά και τον παλιό γερμανικό σχεδιασμό για μια ΕΕ πολλών «ταχυτήτων». Στο πλαίσιο του οποίου, η προχωρημένη ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση του Βορρά θα έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στον παραπαίοντα Νότο, χωρίς όμως να αναλαμβάνει καμιά υποχρέωση απέναντί του. Διόλου τυχαία, οι μάνατζερ της γερμανικής βιομηχανίας, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Handelsblatt, σε
Η αναμέτρηση ξεκίνησε και εξελίσσεται μέχρι τέλους σαν ένας εμφύλιος εντός του νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου. Μια αναμέτρηση εντός της επιχειρηματικής ελίτ της Βρετανίας, που χαρακτηρίζεται από στρατηγική σύγχυση.
Παρότι η δολοφονία της βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Τζο Κοξ έχει αποδυναμώσει τη δυναμική της «εξόδου» και δίνει πόντους στην «παραμονή», υπάρχει κι ένα δεύτερο παράδοξο σ’ αυτή την αναμέτρηση: όποια κι αν είναι η έκβαση του δημοψηφίσματος, θα παράγει περίπου παρόμοια αποτελέσματα ως προς την εταιρική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ. Αυτό που έχει αποκρυβεί συστηματικά στις καμπάνιες των δυο στρατοπέδων είναι ότι η προσφυγή της κυβέρνησης Κάμερον στο δημοψήφισμα έγινε αφού ο Βρετανός πρωθυπουργός εξασφάλισε μια συμφωνία με την υπόλοιπη ηγεσία της ΕΕ, που διασφαλίζει όλα όσα οι οπαδοί του ακροδεξιού-θατσερικού Brexit προβάλλουν σαν πλεονεκτήματα της εξόδου: ένα νέο status quo εξαίρεσης της Βρετανίας από τα περισσότερα πεδία κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η ευρω-βρετανική συμφωνία του Φεβρουαρίου
Είναι απαραίτητο να διαβαστεί προσεκτικά η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18-19 Φεβρουαρίου, ώστε να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της πολιτικής εξαπάτησης. Η Βρετανία, που από το 1973 που εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ, κτίζει τη σχέση της με αυτήν εξασφαλίζοντας εξαιρέσεις από τους κοινούς «κανόνες», μ’ αυτή τη συμφωνία απογειώνει αυτή τη στρατηγική. Εννοείται ότι αποκλείει διά παντός την ένταξη στο κοινό νόμισμα, αλλά μαζί με αυτό αποκτά δικαίωμα να εξαιρεθεί από την τραπεζική ένωση και την ενιαία εποπτεία του τραπεζικού τομέα. Εξαιρείται από οποιαδήποτε προοπτική ενοποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών, αλλά και από οποιαδήποτε συνεισφορά σε κρατικές ή τραπεζικές διασώσεις.
Μπορεί να μη συμμετάσχει στις κοινές πολιτικές της ασφάλειας, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Δεν έχει καμιά δέσμευση έναντι του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην ΕΕ και αποδεσμεύεται πλήρως από τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων, της απαγόρευσης των διακρίσεων και ισότιμης πρόσβασης Ευρωπαίων πολιτών στην κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια. Το τελευταίο, μάλιστα, έσπευσε να το κατοχυρώσει προκαταβολικά με απόφασή του και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που απέρριψε προσφυγή της Κομισιόν εναντίον αποφάσεων της βρετανικής κυβέρνησης να κόψει οικογενειακά επιδόματα σε μετανάστες από άλλες χώρες της ΕΕ και να μην τους χορηγεί άδειες παραμονής, όποτε το κρίνει σκόπιμο για λόγους «δημοσίου συμφέροντος».
Η Βρετανία διατηρεί, επίσης, το δικαίωμα να μείνει εκτός Σένγκεν, να διενεργεί συνοριακούς ελέγχους και κατ’ επέκταση να μη μετέχει στην κοινή μεταναστευτική πολιτική και στην πολιτική ασύλου. Εξαιρείται από κάθε διαδικασία περαιτέρω πολιτικής ολοκλήρωσης και επιβάλλει μια διαδικασία επανεξέτασης, συρρίκνωσης και κατάργησης της «περιττής κοινής νομοθεσίας που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και αυξάνει το φόρτο στις επιχειρήσεις». Περιορίζει δραστικά την αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή τη δυνατότητα θέσπισης κοινής ευρωπαϊκής νομοθεσίας που συμπληρώνει την εθνική σε ορισμένα πεδία, παρακάμπτοντας το Ευρωκοινοβούλιο και μοιράζοντας την αρμοδιότητα απόρριψης μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας στα εθνικά Κοινοβούλια και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή στα κράτη-μέλη.
Επανεθνικοποίηση των κοινών πολιτικών
Όλα όσα περιγράφονται στην ευρω-βρετανική συμφωνία βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίφαση με τον παράλληλο «οδικό χάρτη» εμβάθυνσης της πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, όπως αποτυπώνεται στην πολυδιαφημισμένη «Έκθεση των Πέντε Προέδρων». Ενώ η δεύτερη υποτίθεται ότι επιταχύνει την ομοσπονδοποίηση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, ώστε μέχρι το 2022 να λειτουργεί σαν ενιαία κρατική οντότητα στα περισσότερα πεδία πολιτικής, με δραστικό περιορισμό της κυριαρχίας των κρατών-μελών, η ευρω-βρετανική συμφωνία προχωρεί σε μια αντίρροπη επανεθνικοποίηση των περισσότερων πεδίων άσκησης πολιτικής. Σε πρώτο πλάνο για λογαριασμό της ίδιας της Βρετανίας, αλλά δυνητικά για κάθε χώρα της ΕΕ, ιδίως τις εκτός Ευρωζώνης.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντιφατικό, στα όρια της… διπολικής διαταραχής, η ευρωπαϊκή ηγεσία που δρομολογεί το φεντεραλιστικό της σχέδιο, την ίδια στιγμή να βάζει φρένο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στα περισσότερα πεδία, με εξαίρεση αυτό της ενιαίας αγοράς.
Ωστόσο, πίσω από αυτό το «διπολικό» σχέδιο μπορεί κανείς να δει καθαρά την οπτική της γερμανικής ελίτ και των βόρειων συμμάχων της. Η γερμανική πολιτική και επιχειρηματική ελίτ δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι μια γενικευμένη ομοσπονδοποίηση της ΕΕ. Και όποτε αποφάσιζε να θέσει φραγμούς στη φεντεραλιστική όρεξη της Κομισιόν, της γαλλικής ή της ιταλικής ηγεσίας, έβρισκε πάντα έναν καλό σύμμαχο στη Μ. Βρετανία...
Πολύτιμος εταίρος της Γερμανίας και του Βορρά
Η γερμανική εφημερίδα «Die Welt» προ ημερών συμπύκνωσε με γλαφυρό τρόπο το στρατηγικό βάθος του γερμανικού ευρωσκεπτικισμού, που βλέπει ως ιδεώδες συμπλήρωμά του τον βρετανικό. Επιχειρηματολογώντας πόσο ολέθρια θα ήταν για τη Γερμανία και τους βασικούς συμμάχους της η πλήρης αποδέσμευση της Βρετανίας, η «Die Welt» γράφει: «Το στρατόπεδο αυτών που πιστεύουν στο κράτος, στον προστατευτισμό και στη μεταβιβαστική ένωση, απειλεί να κυριαρχήσει συντριπτικά. Χωρίς τους Βρετανούς, οι Γερμανοί και οι Βορειοευρωπαίοι ομοϊδεάτες τους δεν θα κατάφερναν να επιτύχουν ούτε καν τη μειοψηφία αρνησικυρίας… Επειδή η ίδια η Γαλλία είναι υπερχρεωμένη, επιδιώκει μαζί με τους Ιταλούς την ευρωπαϊκή ασφάλεια ανέργων. Δεν θέλουν τις μεταρρυθμιστικές ιδέες του Βορρά, αλλά μόνο τα λεφτά του… Εάν οι Βρετανοί αποχωρήσουν από την ΕΕ, δεν θα έλθει η συντέλεια του κόσμου, αλλά για το φιλελεύθερο οικονομικό στρατόπεδο θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ… Οι Βρυξέλλες παρεμβαίνουν σε πολλούς τομείς, οι οποίοι θα ήταν καλύτερα να παραμείνουν στην ευθύνη των κρατών... Ο Βορράς δεν μπορεί να είναι ο δάσκαλος της νότιας Ευρώπης, αλλά ούτε και ο χρηματοδότης της».
Στα παραπάνω αποσπάσματα διαπιστώνει κανείς όχι μόνο τις γραμμές άμυνας που χαράσσει η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας απέναντι στην εκ δεξιών πίεση της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), αλλά και τον παλιό γερμανικό σχεδιασμό για μια ΕΕ πολλών «ταχυτήτων». Στο πλαίσιο του οποίου, η προχωρημένη ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση του Βορρά θα έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στον παραπαίοντα Νότο, χωρίς όμως να αναλαμβάνει καμιά υποχρέωση απέναντί του. Διόλου τυχαία, οι μάνατζερ της γερμανικής βιομηχανίας, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Handelsblatt, σε
ποσοστό 86% υποστηρίζουν ότι ακόμη και σε επικράτηση του Brexit, «η Ε.Ε. πρέπει να βρει τρόπο να επανασυνδέσει τη Βρετανία οικονομικά και πολιτικά με την Ευρώπη».