Γράφει ο Θανάσης Μπαντές (via: Ερανιστής)
Και τι δεν ειπώθηκε για την εργασία. Για την προσφορά της εργασίας στην κοινωνία, αλλά και στον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά. Για την αναγκαιότητα της εργασίας που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Για τον άνθρωπο που δάμασε τη φύση χάρη στην εργασία και μόνο. Για το πόσο οξύνει το πνεύμα και ενεργοποιεί όλες τις ανθρώπινες δεξιότητες. Για το πόσο οργανώνει τη ζωή του ανθρώπου, αφού χωρίς εργασία όλα βουλιάζουν στο χαοτικό πέρασμα του ανεκμετάλλευτου χρόνου, που αδρανοποιεί τον άνθρωπο και τον υποβιβάζει σε ζώο. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». Θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος χωρίς δουλειά, σχεδόν εξ’ ορισμού, ρέπει προς την ακολασία και κάθε είδους αυτοκαταστροφική κι αντικοινωνική συμπεριφορά, ενώ ο εργαζόμενος, κάτω από την ασφαλή στέγη της εργασίας, ξοδεύει το χρόνο του δημιουργικά, αποφεύγοντας όλους αυτούς τους σκοπέλους. Υπό αυτή την έννοια η εργασία αποκτά ακόμη ευεργετικότερες διαστάσεις. Προστατεύει τον άνθρωπο από όλες τις κακοτοπιές της τεμπελιάς και του δίνει ταυτότητα, δηλαδή νόημα ύπαρξης. Το ότι αμέσως μετά το όνομα ακολουθεί η επαγγελματική κατάρτιση σχεδόν σε όλες τις συστάσεις δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το επάγγελμα δεν είναι απλώς ιδιότητα ή δραστηριότητα ή πεδίο προσφοράς ή ενασχόληση ή οτιδήποτε τέτοιο. Είναι η βάση της κοινωνικής αποδοχής, η προσωποποίηση της καταξίωσης. Είναι ο ίδιος ο εαυτός που κατατίθεται ολοκληρωμένα, που προσπαθεί με δυο λόγια να αυτοπροσδιοριστεί και που αδυνατεί να βρει οτιδήποτε πληρέστερο πέραν της επαγγελματικής ταυτότητας. Εξάλλου η επαγγελματική καταξίωση και τα διευθυντηλίκια αποδεικνύουν το μόχθο και την αφοσίωση στην εργασία, τα βασικότερα συστατικά του ευυπολήπτου ανθρώπου. Γι’ αυτό και προηγούνται πάντα. Κι εδώ βέβαια δεν μπορούμε να κρύψουμε και την περηφάνια της μισθολογικής υπεροχής, που όμως ποτέ δεν αναφέρεται αλλά πάντα υπονοείται, γιατί προφανώς είναι ανάρμοστο να μιλάς για οικονομική ανωτερότητα μπροστά στο ηθικό κύρος της άσκησης ενός ανώτερου λειτουργήματος. Γιατί τα βουνά της ηθικής ολοκλήρωσης δεν μετρούνται με το χρήμα. Και κάπως έτσι φτάνουμε στη σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία που έχει την τάση να επιφέρει εργασιακές προαγωγές και επαγγελματικούς τίτλους, δηλαδή ολοκάθαρη αύξηση ευθυνών και ωραρίου, χωρίς όμως χρηματικό αντίκρισμα ή που το χρηματικό αντίκρισμα είναι πενιχρό σε σχέση με τα εργασιακά επακόλουθα. Ακόμη και σήμερα, η πλειοψηφία νιώθει κολακευμένη όταν προάγεται όσο κι αν η προαγωγή τείνει προς την κοροϊδία. Και μόνο η αίσθηση της καριέρας που εξελίσσεται ή της σημαντικής παρουσίας στην εταιρία που τους εκμεταλλεύεται δρα καταλυτικά. Κι εδώ δεν μιλάμε για τον εργασιακό εκβιασμό μπροστά στο φόβο της ανεργίας που έτσι κι αλλιώς λειτουργεί. Μιλάμε για τη μέγιστη εργασιακή αλλοτρίωση που ταυτίζει την εργασία με την ίδια την ύπαρξη και που μόνο ως λανθάνουσα εξουσία μπορεί να ερμηνευτεί.
Παιδιά που δουλέυουν σε εργοστάσιο, 19ος αιώνας
Η εργασιακή προπαγάνδα οργανώνεται και αναπαράγεται σχεδόν από τη βρεφική ηλικία. Τα παιδιά μαθαίνουν για τα επαγγέλματα πριν πάνε σχολείο κι ονειρεύονται ότι θα γίνουν το ένα ή το άλλο. Οι συνήθεις προσχολικές επαγγελματικές επιλογές του γιατρού ή του αστυνόμου κάνουν πάντα τους γονείς περήφανους ακριβώς γιατί νιώθουν ότι το παιδί μαθαίνει, έχει πρότυπα υγιή, με δυο λόγια προσαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα. Εξάλλου η στερεότυπη ερώτηση «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» περιμένει απάντηση και οι συνακόλουθες επευφημίες ανοίγουν τον εργασιακό δρόμο, αφού το παιδί δεν εισπράττει απλώς τη χρησιμότητα του επαγγέλματος που επιλέγει, αλλά τη γενική χρησιμότητα της εργασίας, καθώς, σ’ αυτή την ηλικία τουλάχιστο, κάθε επάγγελμα είναι αποδεκτό. Κι αν τα προσχολικά οικογενειακά χρόνια διατηρούν την αθωότητα της εργασίας το σχολείο αναλαμβάνει την καλλιέργεια των βασικότερων εργασιακών αρχών, της ανταγωνιστικότητας, της αξιολόγησης και κυρίως της προσήλωσης, ως μέγιστο καθήκον, σε δεδομένα που κρίνονται από αδιάφορα έως απεχθή. Η αύξηση των απαιτήσεων της σύγχρονης εκπαίδευσης που ξεκινούν από το δημοτικό δεν λειτουργούν μόνο ως γρήγορος σχολικός αποκλεισμός, αλλά κυρίως ως εντατικοποίηση εργασίας στα μοντέλα του συγχρόνου καπιταλισμού. Το παιδί οφείλει να μάθει ότι ο χρόνος δεν είναι για παιχνίδι και χασομέρι, αλλά για εργασία, δηλαδή για εκπλήρωση απαιτήσεων που δεν είναι επιθυμητές κι ότι το χασομέρι είναι αποδεκτό μόνο αν προηγηθεί σκληρή εργασία. Και κάπως έτσι το καθήκον αποκτά αποθεωτικές διαστάσεις και η εκπαίδευση προσομοιάζει με φάμπρικα οδηγώντας τους μαθητές γυμνασίου σε εξάωρη ή εφτάωρη πρωινή παρακολούθηση στο σχολείο και σε φροντιστηριακές παρακολουθήσεις που ξεκινούν από το μεσημέρι. Τις ελάχιστες ώρες που τους απομένουν οφείλουν να κάνουν τις ασκήσεις και να μάθουν το μάθημα που θα εξεταστούν την άλλη μέρα.
Η εκμάθηση τουλάχιστο δύο ξένων γλωσσών είναι επιβεβλημένη και οι μαθητές γυμνασίου ξέρουν πολύ καλά ότι όλος αυτός ο κόπος καταβάλλεται για ένα καλύτερο εργασιακό μέλλον. Οι καταθλίψεις, ακόμα και αυτοκτονίες, που συναντάμε στο λύκειο είναι η οριστική ματαίωση της σύγχρονης καπιταλιστικής εκπαίδευσης και οι πετυχημένοι όλης αυτής της διαδικασίας είναι αυτοί που θα στελεχώσουν τις εταιρίες και θα δουλεύουν 10 και 12 ώρες ημερησίως, με χυδαίες απολαβές. Γιατί «οι νέοι δεν φοβούνται τη δουλειά» και «η εταιρία είναι η οικογένεια», έτσι τουλάχιστο διαλαλεί η καπιταλιστική προπαγάνδα. Κι όλα είναι τόσο λογικά που ο μαθητής εξοργίζεται περισσότερο με την άδικη ανταμοιβή ενός άλλου, που πήρε μεγάλο βαθμό χωρίς να καταβάλλει τον ανάλογο μόχθο, παρά με την όλη διαστροφή της υπόθεσης. Γιατί ο μαθητής νιώθει την αδικία μόνο μέσα από το πλέγμα της εργασίας που οφείλει να διεκπεραιωθεί. Η υπερεργασία περνά πάντα σε δεύτερο πλάνο, αφού το βασικό ζήτημα είναι να μην αμείβεται όποιος δεν εργάζεται, δηλαδή η έσχατη ανταγωνιστικότητα που μετατρέπεται σε ύψιστη δικαιοσύνη. Κι αυτό είναι το δόγμα της εργασίας.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στον τρομερό Λαφάργκ και στο «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» που από το 1880 κατακεραύνωσε το γαλλικό προλεταριάτο όταν υιοθέτησε το σύνθημα του δικαιώματος της δουλειάς: «Ποιος να φανταζόταν ότι τα παιδιά των ηρώων της επαναστατικής τρομοκρατίας θα είχαν αφήσει να τα εκφυλίσει σε τέτοιο βαθμό η θρησκεία της δουλειάς ώστε να δέχονται, μετά το 1848, σαν επαναστατική κατάκτηση, τον νόμο που περιόριζε σε δώδεκα ώρες τη δουλειά στα εργοστάσια και να προβάλλουν για βασική επαναστατική αρχή το δικαίωμα στη δουλειά! Ντροπή σου γαλλικό προλεταριάτο». (σελ. 15) Και συνεχίζει: «Αυτή τη δουλειά που απαίτησαν με το όπλο στο χέρι οι εργάτες τον Ιούνιο του 1848, την επέβαλαν και στις οικογένειές τους. Ξεπούλησαν στους βαρόνους της βιομηχανίας τις γυναίκες και τα παιδιά τους». (σελ. 15) Η θεοποίηση της εργασίας είναι το μέγιστο καπιταλιστικό δόγμα γιατί εξασφαλίζει υπέρογκα κέρδη και η επικαιρότητα του περιβόητου «δικαιώματος στην εργασία» είναι ο θρίαμβος της καπιταλιστικής προπαγάνδας, που μετατρέπει τον εξαναγκασμό όχι απλώς σε επιλογή, αλλά σε «δικαίωμα». Η υπερεργασία είναι βέβαιο ότι οδηγεί σε υπερπαραγωγή και η υπερπαραγωγή σε κρίση, δηλαδή σε πτώση μισθών και απολύσεις. Η ιστορία του καπιταλισμού το έχει αποδείξει επανειλημμένα κι ακόμα συνεχίζουμε να ζητάμε εργασία, αντί να απαιτούμε την μείωσή της. Η αγορά του δυτικού κόσμου έχει φρακάρει από απούλητα αγαθά και αυτό που διακυβεύεται είναι η σκληρότερη και φθηνότερη εργασία για την παραγωγή κι άλλων. Ο Λαφάργκ βαθύς γνώστης του μαρξισμού και γαμπρός του Μαρξ καταδεικνύει όλο το μεγαλείο του παραλόγου: «Πιστεύοντας τις ψευτιές των οικονομολόγων, οι προλετάριοι παραδίδονται ψυχή τε και σώματι στη διαστροφή της δουλειάς και βυθίζουν την κοινωνία ολόκληρη στις κρίσεις υπερπαραγωγής της βιομηχανίας που σπαράσσουν τον κοινωνικό οργανισμό». (σελ. 20) Η τεχνολογία που εκτοξεύει την παραγωγή σε απίστευτα ύψη λειτουργεί μόνο προς όφελος των καπιταλιστών ιδιοκτητών που απολύουν υπαλλήλους (εξασφαλίζοντας κι άλλα κέρδη) οδηγώντας την κοινωνία στην εξαθλίωση και οι οικονομολόγοι προτείνουν την εργασιακή εντατικοποίηση. Με δυο λόγια κάποιος ή θα είναι άνεργος ή θα δουλεύει 10 και 12 ώρες με εξευτελιστικούς μισθούς, συμβάλλοντας στην ακόμη μεγαλύτερη μελλοντική εξαθλίωσή του.
Τα λόγια του Σερμπυλιέ δεν χρειάζονται επεξηγήσεις: «Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, συντελώντας στη συσσώρευση των παραγωγικών κεφαλαίων, βοηθούν να μειωθεί, αργά ή γρήγορα, ο μισθός τους…».(σελ. 19) Όσο για το ηθικό περιεχόμενο της εργασίας που είναι τιμή και προσφορά και ανάπτυξη δεξιοτήτων και δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο ο Λαφάργκ παραθέτει ένα απόσπασμα κάποιου ανώνυμου φυλλαδίου που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1770 δημιουργώντας σάλο: «ο εργαζόμενος όχλος της Αγγλίας έχει βάλει βαθιά στο μυαλό του την ιδέα ότι, αφού είναι Άγγλοι, όλοι οι παρακατιανοί έχουν από καταγωγή το δικαίωμα να είναι πιο ελεύθεροι και πιο ανεξάρτητοι από τους εργάτες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η ιδέα αυτή μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα για τους στρατιώτες, τονώνει την ανδρεία τους. Αλλά οι βιομηχανικοί εργάτες, όσο λιγότερο την έχουν, τόσο το καλύτερο για τους ίδιους και το κράτος. Οι εργάτες δεν θα έπρεπε ποτέ να θεωρούν πως είναι ανεξάρτητοι από τους ανωτέρους τους……….Η θεραπεία θα έχει ολοκληρωθεί μόνον όταν οι φτωχοί της βιομηχανίας μας θα δέχονται να δουλεύουν έξι μέρες με τα ίδια χρήματα που κερδίζουν τώρα σε τέσσερις». (σελ. 14) Αν ο Λαφάργκ προτείνει το 1880 την τρίωρη εργασία ως αρκετή για την παραγωγή των απαραίτητων αγαθών, το 2012 οικονομολόγοι, πολιτικοί και πολυεθνικές κάνουν τα πάντα για να μας πείσουν ότι η κατάργηση ωραρίων, αργιών κλπ είναι η μόνη λύση. Εξάλλου «arbeit macht frei» (Η δουλειά απελευθερώνει) όπως έγραφαν και οι ναζί έξω από όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πωλ Λαφάργκ «το δικαίωμα στην τεμπελιά» εκδόσεις «ΝΗΣΙΔΕΣ» Σκόπελος
Και τι δεν ειπώθηκε για την εργασία. Για την προσφορά της εργασίας στην κοινωνία, αλλά και στον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά. Για την αναγκαιότητα της εργασίας που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Για τον άνθρωπο που δάμασε τη φύση χάρη στην εργασία και μόνο. Για το πόσο οξύνει το πνεύμα και ενεργοποιεί όλες τις ανθρώπινες δεξιότητες. Για το πόσο οργανώνει τη ζωή του ανθρώπου, αφού χωρίς εργασία όλα βουλιάζουν στο χαοτικό πέρασμα του ανεκμετάλλευτου χρόνου, που αδρανοποιεί τον άνθρωπο και τον υποβιβάζει σε ζώο. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». Θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος χωρίς δουλειά, σχεδόν εξ’ ορισμού, ρέπει προς την ακολασία και κάθε είδους αυτοκαταστροφική κι αντικοινωνική συμπεριφορά, ενώ ο εργαζόμενος, κάτω από την ασφαλή στέγη της εργασίας, ξοδεύει το χρόνο του δημιουργικά, αποφεύγοντας όλους αυτούς τους σκοπέλους. Υπό αυτή την έννοια η εργασία αποκτά ακόμη ευεργετικότερες διαστάσεις. Προστατεύει τον άνθρωπο από όλες τις κακοτοπιές της τεμπελιάς και του δίνει ταυτότητα, δηλαδή νόημα ύπαρξης. Το ότι αμέσως μετά το όνομα ακολουθεί η επαγγελματική κατάρτιση σχεδόν σε όλες τις συστάσεις δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το επάγγελμα δεν είναι απλώς ιδιότητα ή δραστηριότητα ή πεδίο προσφοράς ή ενασχόληση ή οτιδήποτε τέτοιο. Είναι η βάση της κοινωνικής αποδοχής, η προσωποποίηση της καταξίωσης. Είναι ο ίδιος ο εαυτός που κατατίθεται ολοκληρωμένα, που προσπαθεί με δυο λόγια να αυτοπροσδιοριστεί και που αδυνατεί να βρει οτιδήποτε πληρέστερο πέραν της επαγγελματικής ταυτότητας. Εξάλλου η επαγγελματική καταξίωση και τα διευθυντηλίκια αποδεικνύουν το μόχθο και την αφοσίωση στην εργασία, τα βασικότερα συστατικά του ευυπολήπτου ανθρώπου. Γι’ αυτό και προηγούνται πάντα. Κι εδώ βέβαια δεν μπορούμε να κρύψουμε και την περηφάνια της μισθολογικής υπεροχής, που όμως ποτέ δεν αναφέρεται αλλά πάντα υπονοείται, γιατί προφανώς είναι ανάρμοστο να μιλάς για οικονομική ανωτερότητα μπροστά στο ηθικό κύρος της άσκησης ενός ανώτερου λειτουργήματος. Γιατί τα βουνά της ηθικής ολοκλήρωσης δεν μετρούνται με το χρήμα. Και κάπως έτσι φτάνουμε στη σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία που έχει την τάση να επιφέρει εργασιακές προαγωγές και επαγγελματικούς τίτλους, δηλαδή ολοκάθαρη αύξηση ευθυνών και ωραρίου, χωρίς όμως χρηματικό αντίκρισμα ή που το χρηματικό αντίκρισμα είναι πενιχρό σε σχέση με τα εργασιακά επακόλουθα. Ακόμη και σήμερα, η πλειοψηφία νιώθει κολακευμένη όταν προάγεται όσο κι αν η προαγωγή τείνει προς την κοροϊδία. Και μόνο η αίσθηση της καριέρας που εξελίσσεται ή της σημαντικής παρουσίας στην εταιρία που τους εκμεταλλεύεται δρα καταλυτικά. Κι εδώ δεν μιλάμε για τον εργασιακό εκβιασμό μπροστά στο φόβο της ανεργίας που έτσι κι αλλιώς λειτουργεί. Μιλάμε για τη μέγιστη εργασιακή αλλοτρίωση που ταυτίζει την εργασία με την ίδια την ύπαρξη και που μόνο ως λανθάνουσα εξουσία μπορεί να ερμηνευτεί.
Παιδιά που δουλέυουν σε εργοστάσιο, 19ος αιώνας
Η εργασιακή προπαγάνδα οργανώνεται και αναπαράγεται σχεδόν από τη βρεφική ηλικία. Τα παιδιά μαθαίνουν για τα επαγγέλματα πριν πάνε σχολείο κι ονειρεύονται ότι θα γίνουν το ένα ή το άλλο. Οι συνήθεις προσχολικές επαγγελματικές επιλογές του γιατρού ή του αστυνόμου κάνουν πάντα τους γονείς περήφανους ακριβώς γιατί νιώθουν ότι το παιδί μαθαίνει, έχει πρότυπα υγιή, με δυο λόγια προσαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα. Εξάλλου η στερεότυπη ερώτηση «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» περιμένει απάντηση και οι συνακόλουθες επευφημίες ανοίγουν τον εργασιακό δρόμο, αφού το παιδί δεν εισπράττει απλώς τη χρησιμότητα του επαγγέλματος που επιλέγει, αλλά τη γενική χρησιμότητα της εργασίας, καθώς, σ’ αυτή την ηλικία τουλάχιστο, κάθε επάγγελμα είναι αποδεκτό. Κι αν τα προσχολικά οικογενειακά χρόνια διατηρούν την αθωότητα της εργασίας το σχολείο αναλαμβάνει την καλλιέργεια των βασικότερων εργασιακών αρχών, της ανταγωνιστικότητας, της αξιολόγησης και κυρίως της προσήλωσης, ως μέγιστο καθήκον, σε δεδομένα που κρίνονται από αδιάφορα έως απεχθή. Η αύξηση των απαιτήσεων της σύγχρονης εκπαίδευσης που ξεκινούν από το δημοτικό δεν λειτουργούν μόνο ως γρήγορος σχολικός αποκλεισμός, αλλά κυρίως ως εντατικοποίηση εργασίας στα μοντέλα του συγχρόνου καπιταλισμού. Το παιδί οφείλει να μάθει ότι ο χρόνος δεν είναι για παιχνίδι και χασομέρι, αλλά για εργασία, δηλαδή για εκπλήρωση απαιτήσεων που δεν είναι επιθυμητές κι ότι το χασομέρι είναι αποδεκτό μόνο αν προηγηθεί σκληρή εργασία. Και κάπως έτσι το καθήκον αποκτά αποθεωτικές διαστάσεις και η εκπαίδευση προσομοιάζει με φάμπρικα οδηγώντας τους μαθητές γυμνασίου σε εξάωρη ή εφτάωρη πρωινή παρακολούθηση στο σχολείο και σε φροντιστηριακές παρακολουθήσεις που ξεκινούν από το μεσημέρι. Τις ελάχιστες ώρες που τους απομένουν οφείλουν να κάνουν τις ασκήσεις και να μάθουν το μάθημα που θα εξεταστούν την άλλη μέρα.
Η εκμάθηση τουλάχιστο δύο ξένων γλωσσών είναι επιβεβλημένη και οι μαθητές γυμνασίου ξέρουν πολύ καλά ότι όλος αυτός ο κόπος καταβάλλεται για ένα καλύτερο εργασιακό μέλλον. Οι καταθλίψεις, ακόμα και αυτοκτονίες, που συναντάμε στο λύκειο είναι η οριστική ματαίωση της σύγχρονης καπιταλιστικής εκπαίδευσης και οι πετυχημένοι όλης αυτής της διαδικασίας είναι αυτοί που θα στελεχώσουν τις εταιρίες και θα δουλεύουν 10 και 12 ώρες ημερησίως, με χυδαίες απολαβές. Γιατί «οι νέοι δεν φοβούνται τη δουλειά» και «η εταιρία είναι η οικογένεια», έτσι τουλάχιστο διαλαλεί η καπιταλιστική προπαγάνδα. Κι όλα είναι τόσο λογικά που ο μαθητής εξοργίζεται περισσότερο με την άδικη ανταμοιβή ενός άλλου, που πήρε μεγάλο βαθμό χωρίς να καταβάλλει τον ανάλογο μόχθο, παρά με την όλη διαστροφή της υπόθεσης. Γιατί ο μαθητής νιώθει την αδικία μόνο μέσα από το πλέγμα της εργασίας που οφείλει να διεκπεραιωθεί. Η υπερεργασία περνά πάντα σε δεύτερο πλάνο, αφού το βασικό ζήτημα είναι να μην αμείβεται όποιος δεν εργάζεται, δηλαδή η έσχατη ανταγωνιστικότητα που μετατρέπεται σε ύψιστη δικαιοσύνη. Κι αυτό είναι το δόγμα της εργασίας.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στον τρομερό Λαφάργκ και στο «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» που από το 1880 κατακεραύνωσε το γαλλικό προλεταριάτο όταν υιοθέτησε το σύνθημα του δικαιώματος της δουλειάς: «Ποιος να φανταζόταν ότι τα παιδιά των ηρώων της επαναστατικής τρομοκρατίας θα είχαν αφήσει να τα εκφυλίσει σε τέτοιο βαθμό η θρησκεία της δουλειάς ώστε να δέχονται, μετά το 1848, σαν επαναστατική κατάκτηση, τον νόμο που περιόριζε σε δώδεκα ώρες τη δουλειά στα εργοστάσια και να προβάλλουν για βασική επαναστατική αρχή το δικαίωμα στη δουλειά! Ντροπή σου γαλλικό προλεταριάτο». (σελ. 15) Και συνεχίζει: «Αυτή τη δουλειά που απαίτησαν με το όπλο στο χέρι οι εργάτες τον Ιούνιο του 1848, την επέβαλαν και στις οικογένειές τους. Ξεπούλησαν στους βαρόνους της βιομηχανίας τις γυναίκες και τα παιδιά τους». (σελ. 15) Η θεοποίηση της εργασίας είναι το μέγιστο καπιταλιστικό δόγμα γιατί εξασφαλίζει υπέρογκα κέρδη και η επικαιρότητα του περιβόητου «δικαιώματος στην εργασία» είναι ο θρίαμβος της καπιταλιστικής προπαγάνδας, που μετατρέπει τον εξαναγκασμό όχι απλώς σε επιλογή, αλλά σε «δικαίωμα». Η υπερεργασία είναι βέβαιο ότι οδηγεί σε υπερπαραγωγή και η υπερπαραγωγή σε κρίση, δηλαδή σε πτώση μισθών και απολύσεις. Η ιστορία του καπιταλισμού το έχει αποδείξει επανειλημμένα κι ακόμα συνεχίζουμε να ζητάμε εργασία, αντί να απαιτούμε την μείωσή της. Η αγορά του δυτικού κόσμου έχει φρακάρει από απούλητα αγαθά και αυτό που διακυβεύεται είναι η σκληρότερη και φθηνότερη εργασία για την παραγωγή κι άλλων. Ο Λαφάργκ βαθύς γνώστης του μαρξισμού και γαμπρός του Μαρξ καταδεικνύει όλο το μεγαλείο του παραλόγου: «Πιστεύοντας τις ψευτιές των οικονομολόγων, οι προλετάριοι παραδίδονται ψυχή τε και σώματι στη διαστροφή της δουλειάς και βυθίζουν την κοινωνία ολόκληρη στις κρίσεις υπερπαραγωγής της βιομηχανίας που σπαράσσουν τον κοινωνικό οργανισμό». (σελ. 20) Η τεχνολογία που εκτοξεύει την παραγωγή σε απίστευτα ύψη λειτουργεί μόνο προς όφελος των καπιταλιστών ιδιοκτητών που απολύουν υπαλλήλους (εξασφαλίζοντας κι άλλα κέρδη) οδηγώντας την κοινωνία στην εξαθλίωση και οι οικονομολόγοι προτείνουν την εργασιακή εντατικοποίηση. Με δυο λόγια κάποιος ή θα είναι άνεργος ή θα δουλεύει 10 και 12 ώρες με εξευτελιστικούς μισθούς, συμβάλλοντας στην ακόμη μεγαλύτερη μελλοντική εξαθλίωσή του.
Τα λόγια του Σερμπυλιέ δεν χρειάζονται επεξηγήσεις: «Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, συντελώντας στη συσσώρευση των παραγωγικών κεφαλαίων, βοηθούν να μειωθεί, αργά ή γρήγορα, ο μισθός τους…».(σελ. 19) Όσο για το ηθικό περιεχόμενο της εργασίας που είναι τιμή και προσφορά και ανάπτυξη δεξιοτήτων και δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο ο Λαφάργκ παραθέτει ένα απόσπασμα κάποιου ανώνυμου φυλλαδίου που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1770 δημιουργώντας σάλο: «ο εργαζόμενος όχλος της Αγγλίας έχει βάλει βαθιά στο μυαλό του την ιδέα ότι, αφού είναι Άγγλοι, όλοι οι παρακατιανοί έχουν από καταγωγή το δικαίωμα να είναι πιο ελεύθεροι και πιο ανεξάρτητοι από τους εργάτες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η ιδέα αυτή μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα για τους στρατιώτες, τονώνει την ανδρεία τους. Αλλά οι βιομηχανικοί εργάτες, όσο λιγότερο την έχουν, τόσο το καλύτερο για τους ίδιους και το κράτος. Οι εργάτες δεν θα έπρεπε ποτέ να θεωρούν πως είναι ανεξάρτητοι από τους ανωτέρους τους……….Η θεραπεία θα έχει ολοκληρωθεί μόνον όταν οι φτωχοί της βιομηχανίας μας θα δέχονται να δουλεύουν έξι μέρες με τα ίδια χρήματα που κερδίζουν τώρα σε τέσσερις». (σελ. 14) Αν ο Λαφάργκ προτείνει το 1880 την τρίωρη εργασία ως αρκετή για την παραγωγή των απαραίτητων αγαθών, το 2012 οικονομολόγοι, πολιτικοί και πολυεθνικές κάνουν τα πάντα για να μας πείσουν ότι η κατάργηση ωραρίων, αργιών κλπ είναι η μόνη λύση. Εξάλλου «arbeit macht frei» (Η δουλειά απελευθερώνει) όπως έγραφαν και οι ναζί έξω από όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πωλ Λαφάργκ «το δικαίωμα στην τεμπελιά» εκδόσεις «ΝΗΣΙΔΕΣ» Σκόπελος