Του Κωνσταντίνου Καβουλάκου*
Για την επικαιρότητα ενός «ανεπίκαιρου» στοχαστή
Στη χώρα μας, αλλά και αλλού, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ευτύχησε να συναντήσει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, που συνεχίζει να συζητά με ενδιαφέρον τα κείμενά του. Αυτό οφείλεται, δίχως άλλο, στο έντονο πολιτικό πάθος του, που τροφοδοτεί μια ριζοσπαστική κριτική των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών δομών στο όνομα μιας αληθινής, άμεσης δημοκρατίας.
Ο Καστοριάδης απέφυγε βέβαια να αναγάγει την κοιτίδα των αμεσοδημοκρατικών πρακτικών, την αρχαία ελληνική δημοκρατία, σε αιώνιο πρότυπο ενός τέτοιου πολιτεύματος – προτίμησε να κάνει λόγο γι’ αυτήν ως «δημιουργική πηγή της ιστορίας», από την οποία μπορούμε να εμπνευστούμε για να βρούμε τον δικό μας δρόμο.
Απέναντι σε αυτήν τη δυνατότητα, οι περισσότεροι στοχαστές της συγκαιρινής πολιτικής φιλοσοφίας στάθηκαν και συνεχίζουν να στέκουν εχθρικά. Δεν ήταν μόνο το μέγεθος των μικρών πόλεων-κρατών της αρχαιότητας διαφορετικό σε σύγκριση με τα σύγχρονα κράτη, μας λένε. Είναι επίσης, και κυρίως, εντελώς διαφορετική η «πολυπλοκότητα» των νεωτερικών αγοραίων οικονομιών και των αντίστοιχων γραφειοκρατικών μηχανισμών. Αυτή συμβαδίζει άλλωστε με τον απαραμείωτο νεωτερικό πλουραλισμό των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, ο οποίος βρίσκεται σε έντονη αντίθεση προς τα παραδεδομένα ήθη των σχετικά ομοιογενών αρχαιοελληνικών πόλεων. Συμπέρασμα: η αρχαία ιδέα της άμεσης δημοκρατίας δεν μπορεί να βρει εφαρμογή σήμερα.
Εντούτοις, παρά τη σχεδόν ομόφωνη απόρριψη της άμεσης δημοκρατίας ως οργανωτικού προτύπου για τα σύγχρονα κράτη, ο Καστοριάδης συνέχισε να την υπερασπίζεται και να την επικαλείται ενάντια στις ολιγαρχικές τάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο το γεγονός ότι, με τα μέτρα της κυρίαρχης πολιτικής φιλοσοφίας των τελευταίων σαράντα ετών, ο Καστοριάδης εμφανίζεται ως ένας «ανεπίκαιρος» στοχαστής.
Στην πραγματικότητα, όμως, η πολιτική σκέψη του Καστοριάδη αναπτύχθηκε σε ζωντανή αντιπαράθεση προς τις τρέχουσες πολιτικοφιλοσοφικές θεωρίες. Απέναντι στη συζήτηση που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 γύρω από τα ηθικά θεμέλια του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους δικαίου, ο Καστοριάδης κράτησε κατ’ αρχάς αποστασιοποιημένη στάση. Η ριζικά ιστορική προοπτική της θεωρίας τού κοινωνικού φαντασιακού τον έκανε να απορρίπτει την ιδέα μιας φιλοσοφικής θεμελίωσης με βάση αφηρημένες έννοιες του ανθρώπινου λόγου. Εμμέσως όμως συμμετείχε στη συζήτηση, τοποθετώντας στη θέση της «θεμελίωσης» την κριτική «διαύγαση» των ιστορικά συγκροτημένων «φαντασιακών σημασιών» μας. Ως τέτοιες αντιλαμβανόταν την ελευθερία, την ισότητα και τη δημοκρατία: αποτελούν ανοικτά ιστορικά προτάγματα που αναλαμβάνουμε κατά το δυνατό συνειδητά, για να τα προωθήσουμε περαιτέρω με κριτικό τρόπο.
Αν και η αντιπαράθεση του Καστοριάδη με την πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας δεν αποτυπώθηκε σε ένα συστηματικό έργο, μπορεί κανείς να την ανασυγκροτήσει από τις σκόρπιες αναφορές του. Απέναντι στον φιλελεύθερο ατομικισμό προβάλλει ένα κλασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη διαμάχη φιλελευθερισμού-κοινοτισμού της δεκαετίας του ’80: Οι φιλελεύθεροι στηρίζονται στο πλασματικό επινόημα ενός αφηρημένου, αποδεσμευμένου από το κοινωνικό του πλαίσιο, ατόμου, το οποίο βλέπουν στην υποτιθέμενη αντίθεσή του προς την κοινότητα. Γι’ αυτό επικεντρώνουν την προσοχή τους στα «αρνητικά» δικαιώματα προστασίας του από τις παρεμβάσεις του κράτους. Ο Καστοριάδης θεωρεί αυτήν την αρνητική έννοια ελευθερίας αναγκαία στις συνθήκες της νεωτερικότητας αλλά, εξαιτίας του «αμυντικού» της χαρακτήρα, φανερά ανεπαρκή και περιορισμένη.
Το νεωτερικό πρόταγμα της πραγμάτωσης της ελευθερίας απαιτεί ως εκ τούτου μια ευρύτερη έννοιά της, η οποία περιλαμβάνει τη θετική διάσταση της πολιτικής συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Γιατί χωρίς την ίση συμμετοχή όλων στην εξουσία οδηγούμαστε αναπόδραστα στον δεσποτισμό και την κατάργηση κάθε ελευθερίας. Ετσι, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι, η αρνητική, ατομική ελευθερία βρίσκεται σε σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής με τη θετική, συλλογική ελευθερία των πολιτών – ένα επιχείρημα που δεν διαφέρει ριζικά από τη «διαδικασιακή» θεμελίωση των δικαιωμάτων που μας πρόσφερε ο Χάμπερμας στη δεκαετία του ’90.
Βέβαια, απέναντι στην επικέντρωση του Χάμπερμας στις δημοκρατικές «διαδικασίες», ο Καστοριάδης διατηρούσε την ισχυρή αντίρρηση ότι η δημοκρατία θα πρέπει να νοείται ως ένα ολιστικά συγκροτημένο «καθεστώς» που, αν και περιλαμβάνει προφανώς διαδικασίες διαβούλευσης και συλλογικής απόφασης, δεν εξαντλείται σ’ αυτές. Γιατί οι διαδικασίες εξαρτώνται πάντα από την ύπαρξη ενός ζωντανού δημοκρατικού «πνεύματος», βάσει του οποίου διαμορφώνονται τα κριτικά-δημοκρατικά υποκείμενα που θα τις εφαρμόσουν. Χωρίς την αναγωγή ευρύτερων δημοκρατικών αξιών σε περιεχόμενο του κοινού αγαθού της κοινότητας, αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει αληθινά δημοκρατικά, όσο κι αν εξωτερικά τηρεί κάποιες τυπικές διαδικασίες.
Με αυτόν τον τονισμό της σημασίας των συλλογικών δημοκρατικών ηθών, ο Καστοριάδης πλησιάζει την παράδοση του δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού, όπου η πραγματική συμμετοχή των πολιτών συνδέεται εσωτερικά με το κοινό αγαθό της πολιτικής κοινωνίας. Αλλά και απέναντι σε στοχαστές αυτής της κατεύθυνσης, όπως π.χ. η Χάνα Αρεντ, ο Καστοριάδης ορθώνει τις αντιρρήσεις του: Το αρχαιοπρεπές «αγωνιστικό» μοντέλο της πολιτικής ελευθερίας της Αρεντ στηρίζεται σε έναν λανθασμένο χωρισμό της κοινωνίας από την πολιτική. Χάνονται έτσι από τη ματιά του θεωρητικού τα άπειρα νήματα που συνδέουν την υλοποίηση της πολιτικής ελευθερίας με τις ευρύτερες κοινωνικές της προϋποθέσεις, π.χ. την πολιτική ρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος.
Αν και ο Καστοριάδης συμμερίζεται προφανώς τον θαυμασμό της Αρεντ για την αρχαία ελληνική δημοκρατία, σκέφτεται τη δυνατότητα της σύγχρονης δημοκρατίας με νεωτερικούς όρους, ως τη δυνατότητα ενός πολιτικού και συγχρόνως κοινωνικού ιδεώδους. Συγκροτημένη ολιστικά, η δημοκρατία θα πρέπει να νοηθεί εντέλει ως εκείνη η μορφή ζωής την οποία ο Καστοριάδης συνέδεε με τη δημοκρατική «παιδεία» με τη βαθιά και περιεκτική αρχαιοελληνική έννοια του όρου.
Σήμερα συνειδητοποιούμε ότι η πολυδιάστατη κρίση των δημοκρατικών θεσμών δεν είναι παρά εκδήλωση της εντεινόμενης μετατροπής τους σε τύπους κενούς περιεχομένου. Εάν το πρόβλημα είναι λοιπόν η έκλειψη του αξιακού περιεχομένου της δημοκρατικής ζωής, τότε οι στοχασμοί του Καστοριάδη, που συνεχίζουν για πολλούς να είναι «ανεπίκαιροι», αποκτούν μια απροσδόκητη επικαιρότητα – δεν είναι τυχαίο ότι προσφάτως το όνομα Καστοριάδης ακούστηκε πολλές φορές στις κατειλημμένες πλατείες. Βέβαια, οι ιδέες του θα χρειαστούν μια ιστορική συγκεκριμενοποίηση, για την οποία ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, προτιμώντας να μας αφήσει το μήνυμά του σε ένα μπουκάλι, το οποίο ξεβράζουν τώρα τα κύματα της ιστορίας.
*O Kωνσταντίνος Καβουλάκος είναι αναπληρώτης καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης