Γκεόργκι Μένταροφ*
Χιλιάδες λαού διαδηλώνουν στη Σόφια για εβδομάδες, ζητώντας την παραίτηση της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης – ενός συνασπισμού ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες (Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα / Bulgarian Socialist Party – BSP), την ακροδεξιά (αντιτουρκικό και αντι-Ρομά ακροδεξιό κόμμα Επίθεση – ΑΤΑΚΑ) και ένα φιλελεύθερο κόμμα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων (κόμμα της τουρκικής μειονότητας Κίνημα για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες / Movement for Rights and Liberties – DPS). Η δυσαρέσκεια ξεκίνησε με αφορμή τον διορισμό ενός μεγιστάνα των μήντια ως επικεφαλής της εθνικής υπηρεσίας ασφαλείας. Η αυτοκρατορία του στα μήντια είναι μάλλον υπερβολή, τα περισσότερα ιδιωτικά μήντια υποστηρίζουν ανοιχτά την προηγούμενη κυβέρνηση και τις σημερινές διαδηλώσεις. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι φιλελεύθεροι ακτιβιστές επιμένουν σχετικά με τις «ποιοτικές διαφορές» των σημερινών διαδηλώσεων σε σχέση με τις χειμωνιάτικες, αυτές δηλαδή που έριξαν την δεξιά κυβέρνηση του GERB (κεντροδεξιό κόμμα Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας / Citizens for European Development of Bulgaria –GERB).
To GERB περηφανευόταν για την εξασφάλιση υποδειγματικής φορολογικής σταθερότητας, παρ’ όλα αυτά κατέρρευσε εν μέσω εξέγερσης. Δεκάδες χιλιάδες διαδήλωναν για εβδομάδες σε κάθε πόλη ενάντια στις υψηλές τιμές των βασικών αγαθών (ρεύμα, νερό): 7 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους αυτοπυρπολούμενοι από απελπισία στη διάρκεια των διαδηλώσεων αυτών. Οι φιλελεύθεροι ακτιβιστές, που ρητά υποστηρίζονται από τους μεγάλους επιχειρηματίες, επιβεβαιώνουν με κυνισμό ότι τον Φεβρουάριο διαδήλωσαν οι φτωχοί, ενώ τώρα διαδηλώνει η «μεσαία τάξη», όχι για το κράτος πρόνοιας, αλλά για «αξίες» ενάντια στην «ολιγαρχία»· προσπαθούν έτσι να αναβιώσουν τον αντιδραστικό αντικομμουνισμό της δεκαετίας του ’90 στο πρόσωπο μια φαντασιακής φιγούρας «αντιπαραγωγικού, κομμουνιστή ολιγάρχη» που κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Ένα κυρίαρχο «φιλελεύθερο» θινκ-τανκ δημοσίευσε μια ψευτο-ταξική «ανάλυση», υποστηρίζοντας πως υπάρχει συμμαχία μεταξύ της ολιγαρχίας και των φτωχών. Η «αντιπαραγωγική» ολιγαρχία, διατείνονται, εξασφαλίζει υπηρεσίες πρόνοιας και τις ψήφους των φτωχών, ενώ τώρα η «παραγωγική μπουρζουαζία» (με αυτή ακριβώς την ορολογία) εξεγείρεται αντιστεκόμενη. Η «ερμηνεία» αυτή μεταφράστηκε σε διεθνή δεξιά ΜΜΕ. Ο Economist έγραψε: στις προηγούμενες διαδηλώσεις «φαίνονταν οι φτωχοί που διαμαρτύρονται για τους λογαριασμούς στα βασικά αγαθά, ή για τον ελάχιστο μισθό», αλλά τώρα παρουσιάζονται τα «μέλη των νεώτερων μορφωμένων μεσοαστών που είναι στο facebook».
Αυτό που οι φιλελεύθεροι προτιμούν να αγνοούν είναι ότι ο αντικομμουνισμός έχει νέο περιεχόμενο. Σηματοδοτεί την μετατόπιση της απογοήτευσης από τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, προσφέροντας μια εύκολη ερμηνεία στο γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε τέτοια δυστυχία, αντί στην ευημερία που υποσχόταν η ένταξη στην ΕΕ. Ο αντικομμουνισμός μετατοπίζει τη δυσαρέσκεια μακριά απ’ τον καπιταλισμό και την προβάλλει επάνω στην υποτιθέμενη «διεφθαρμένη» πλευρά του, τις μειονότητες ως εξιλαστήρια θύματα και μια φαντασιακή σκιώδη ελίτ. Οι φιλελεύθεροι ακτιβιστές προσπαθούν να βρουν «βαθύτερο περιεχόμενο» όχι μόνο στο «κόκκινο απόβρασμα» (ένα σλόγκαν από την επανάσταση των συντηρητικών τη δεκαετία του ’90), αλλά επίσης και στην απροσχημάτιστη ομοφοβία, μισογυνία και ρατσισμό των σημερινών διαδηλώσεων, με το «τούρκος», «γκέι» και «πουτάνα» να είναι οι πιο διαδεδομένες κατηγορίες. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως είναι ακριβώς αυτή η ιδεολογία στην οποία κατέφυγε το GERB για να εξασφαλίσει νομιμοποίηση κατά την περίοδο 2009-2013, ξαναζωντανεύοντας τον αντι-κομμουνισμό, μαζί με φιλελεύθερη ρητορική ενάντια στη διαφθορά και ρατσισμό εναντίον των Τούρκων. Προέβησαν επίσης και σε ορισμένες κινήσεις έτσι ώστε να συντονιστούν και με τη διαδεδομένη νοσταλγία για το σοσιαλισμό, αλλά, και πάλι, διαστρεβλώνοντας τη νοσταλγία για τα χαμένα κοινωνικά δικαιώματα και υπερερμηνεύοντάς την ως επιθυμία για αναβίωση του αυταρχικού ρατσισμού που χαρακτήριζε τον κρατικό σοσιαλισμό.
Η επιβεβαίωση του «διαφορετικού ταξικού περιεχομένου» χρησιμοποιήθηκε από το BSP, που υποστήριξε πως πρόκειται για «ταξικό αγώνα» ενάντια στις «προοδευτικές» πολιτικές του. Αυτό δεν είναι ακριβές, το BSP είναι τόσο νεοφιλελεύθερο όσο και η φιλελεύθερη δεξιά. Εισήγαγαν τον ενιαίο φόρο 10% για όλα τα εισοδήματα (χωρίς εξαίρεση των χαμηλών) το 2007, μαζί με μια σειρά αντι-εργασιακές μεταρρυθμίσεις, ενώ ταυτόχρονα κάνουν φορολογικά χατίρια στους επιχειρηματίες φίλους τους (π.χ. στην ιδιοκτήτρια του μονοπωλίου στοιχημάτων) και δεν δείχνουν να έχουν πρόθεση να επανεισάγουν κάποιο είδος προοδευτικής κατά το εισόδημα φορολογίας.
Πράγματι, υπάρχουν κομβικές διαφορές, δεν υπήρχε πιο πριν αντικομμουνισμός και ρατσισμός (υπήρχε ισχυρός και απλοϊκός πολιτικός εθνικισμός, όχι ρατσισμός). Οι διαμαρτυρίες δεν περιορίστηκαν στη Σόφια και χιλιάδες τσιγγάνοι έλαβαν επίσης μέρος. Μια άλλη διαφορά είναι στο πώς τα ιδιωτικά MME και οι μεγάλες επιχειρήσεις προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη δυναμική των διαδηλώσεων ως συμβολή στη δημιουργία ενός κόμματος Νέας Δεξιάς. Οι κινητοποιήσεις όμως, είναι αξιοσημείωτα παρόμοιες: συμμετείχαν εν πολλοίς οι ίδιοι άνθρωποι, και μοιράζονταν παρόμοια βασικά αιτήματα. Παρά τις διαφορετικές άμεσες αιτιάσεις, και οι δύο κινητοποιήσεις βρίσκονται στη σφαίρα της γενικευμένης δυσαρέσκειας έναντι της πολιτικής εκπροσώπησης. Και οι δυο στάθηκαν αδύναμες να σπάσουν την μετα-πολιτική ιδεολογία, που έχει επιβληθεί εδώ και πάνω από 15 χρόνια, και κατέληξαν να ζητούν μια από τα ίδια: μετα-πολιτική τεχνοκρατία ενάντια στη «διαφθορά» και εναντίωση στην πραγματοποίηση της φαντασιακής «κανονικότητας» εντός ΕΕ. Ο Economist έγραψε: «Η καλύτερη ελπίδα για τη Βουλγαρία είναι μια κυβέρνηση τεχνοκρατών» που θα παλέψει ενάντια στη «διαφθορά», παρ’ όλο που είναι ακριβώς οι τεχνοκράτες που βρίσκονται στη ρίζα της όλης κρίσης.
Ανάμεσα στο 1994 και το 1997, το BSP προσπάθησε να ξεκινήσει τη μετάβαση στο νεοφιλελευθερισμό με «ανθρώπινο πρόσωπο». Κατέληξε σε μια δραματική αποτυχία: τραπεζική κρίση, πληθωρισμός και εξεγέρσεις. Μια αντι-κομμουνιστική συμμαχία που ήρθε στην εξουσία το 1997 υποσχέθηκε ευημερία για όλους με αντάλλαγμα μια «βραχυπρόθεσμη» λιτότητα και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, που θα «εκκαθάριζαν τα κομμουνιστικά απομεινάρια», θα κατέστρεφαν το κράτος πρόνοιας, θα προκαλούσαν τεράστια ανεργία και θα εξανάγκαζαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους να δραπετεύσουν ως μετανάστες στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. Ο αντι-κομμουνιστικός συνασπισμός κατέρρευσε το 2001, αλλά από τότε όλα τα κόμματα υποσχέθηκαν περισσότερη «πραγματική» τεχνοκρατική ελπίδα για «πραγματική» οικονομία της αγοράς, που ποτέ δεν επέφερε την υπεσχημένη ευημερία. Μόνο δυστυχία.
Η απελπισία του να ζητούν μια απ’ τα ίδια είναι χαρακτηριστική της σύγχρονης μετα-ιδεολογικής κατάστασης: μπορεί κανείς να αλλάξει τους πολιτικούς, αλλά όχι την πολιτική. Η δραματική έλλειψη φαντασίας δεν είναι ελάττωμα του λαού, αλλά μάλλον έγκειται στην αποτυχία της αριστεράς να δημιουργήσει μια εναλλακτική. Παρ’ όλα αυτά, μόνο στην (ανύπαρκτη ακόμα) ριζοσπαστική Αριστερά αντιστοιχεί το να γιατρέψει τις πληγές της μετα-πολιτικής και να σπάσει τον φαύλο κύκλο αμοιβαιότητας στην εφαρμογή της λιτότητας και των συντηρητικών πολιτικών.
*υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, μέλος της ομάδας πολιτικής επιμόρφωσης «Νέες Αριστερές Προοπτικές». Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Καλαντζοπούλου
Πηγή: «Ενθέματα» Το είδαμε στο Αριστερό Βήμα