Ιωάννα Παπαθανασίου,
Μια συμβολική φωτογραφία - στιγμιότυπο από τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1936, θα μπορούσε, δόκιμα ίσως, να λειτουργήσει ως εισαγωγή στο κείμενο αυτό που ασχολείται με την Αριστερά στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Αποτυπώνει το σπαραγμό της μάνας στο δρόμο μπροστά στο πτώμα του νεαρού απεργού αυτοκινητιστή Τάσου Τούση. Υποδηλώνει την ένταση της κοινωνικής σύγκρουσης, εκείνες τις ημέρες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και ταυτόχρονα ορίζει, χωρίς λόγια, την τομή
ανάμεσα στο πριν και στο μετά, ανάμεσα στην επιζητούμενη δημοκρατία και τον εκκολαπτόμενο αυταρχισμό, ανάμεσα στον πάσχοντα κοινοβουλευτισμό και στη δικτατορία που θα τον κατέλυε απροκάλυπτα μερικούς μήνες αργότερα.
Βεβαίως, η φωτογραφία έχει και τη δική της, αυτόνομη, ιστορία. Δημοσιευμένη τις επόμενες ημέρες στον ημερήσιο τύπο μαζί με άλλα στιγμιότυπα από τις συγκρούσεις των διαδηλωτών με τις δυνάμεις της χωροφυλακής, έγινε πηγή έμπνευσης για τον τότε 27χρονο, ανερχόμενο ποιητή, Γ. Ρίτσο. Με τον τίτλο «Μοιρολόι», η εφημερίδα Ριζοσπάστης φιλοξενούσε, στις 12 Μαΐου, τα πρώτα δείγματα της νέα ποιητικής του συλλογής. Ο «Επιτάφιος» γνώρισε εν τη γενέσει, τις διώξεις και τον αποκλεισμό. Παραδόθηκε στην πυρά μαζί με τα άλλα «απαγορευμένα βιβλία» που την καταστροφή τους προέκρινε η δικτατορία του Μεταξά.
Όσα δεν μνημόνευε ο υπότιτλος της φωτογραφίας κατανέμονταν ως συνδηλούμενα στα πρωτοσέλιδα και στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις της εποχής. Έτσι, η δυναμική παρουσία των απεργών καπνεργατών στην Καβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα και στο Βόλο, πλαισιώθηκε από τις εκδηλώσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης των άλλων κλάδων. Οι μαζικές κινητοποιήσεις για τη συλλογική σύμβαση εργασίας των καπνεργατών εύρισκαν υποστήριξη από τις δύο εργατικές συνομοσπονδίες, την Ενωτική και τη ΓΣΕΕ, στην πρώτη κοινή ανακοίνωση τους ύστερα από μακρά περίοδο διάστασης.
Το αίμα, οι 12 νεκροί διαδηλωτές και οι 300 τραυματίες, οι εκτεταμένα συμπλοκές που σημειώθηκαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και η λαϊκή συμμετοχή έδιναν στην καθολική διαμαρτυρία τη μορφή εξέγερσης. Τα γεγονότα επέβαλαν την άφιξη στην πόλη στρατιωτικών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, έδωσαν τον τόνο στη γενική πανελλαδική απεργία, που προκηρύχθηκε για τις 13 Μαΐου. Ωστόσο το επιζητούμενο «ενιαίο μέτωπο πάλης της εργατικής τάξης» ευοδώθηκε μόνον εν μέρει και εντελώς προσωρινά. Μπροστά στην πίεση, η κυβέρνηση και οι καπνέμποροι αποδέχτηκαν τα περισσότερα από τα οικονομικά αιτήματα των απεργών. Το βασικό, όμως, πολιτικό σύνθημα των ημερών για την απομάκρυνση της κυβέρνησης Μεταξά έμεινε στο κενό. Καθώς η ΓΣΕΕ αρνήθηκε να το υιοθετήσει επίσημα, η «παραίτηση του Μεταξά» και ο «σχηματισμός κυβέρνησης από τη δημοκρατική πλειοψηφία της Βουλής» καταγράφηκαν μόνο στην ανακοίνωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου, αφού πρώτα εγκρίθηκαν από την ΚΕ του ΚΚΕ.
Σε κάθε περίπτωση, οι συνάφειες των κομμουνιστών με το απεργιακό κύμα που είχε εκδηλωθεί από τις 29 Απριλίου 1936 στις πόλεις, όπου η επεξεργασία του καπνού προσέδιδε μια ιδιαίτερα ταξική φυσιογνωμία, εδράζονταν σε κοινωνικές πραγματικότητες διαμορφωμένες σε βάθος χρόνου. Όπως αναγνώριζε και ο I. Μεταξάς, το ζήτημα δεν ήταν απλό. «Ο Κομμουνισμός από πολλά έτη, εισέδυσεν εις την εκπαίδευσιν και ήρχισε διαφθείρων την νεότητα. Η δε εργατική τάξις διετέλει υπό την εξουσίαν του». Τα γεγονότα του Μαΐου του 1936, σημείωνε σε άλλο σημείο, «θα συνέβαιναν ακόμη και αν δεν μεσολαβούσε η κομμουνιστική προπαγάνδα». Κρίνοντας πιθανή την επανάληψη «σοβαρών ταραχών», ο Μεταξάς τις συνέδεε με τους χαμηλούς μισθούς και με την έλλειψη κρατικής μέριμνας για την ασφάλιση, την υγεία και την ανεργία. Είχε προφανώς αντιληφθεί ότι, μέσα στην κοινωνική και πολιτική πόλωση, η αριστερά έβγαινε από το πολιτικό περιθώριο.
Έχοντας επιλύσει αρκετά από τα εσωτερικά προβλήματα τους τα τελευταία χρονιά, οι κομμουνιστές δοκίμαζαν μια νέα μετωπική πολιτική που απέδιδε καρπούς σε πολλαπλά επίπεδα. Η Αριστερά διεύρυνε σταθερά το πολιτικό της ακροατήριο, συσπείρωνε την κλιμακούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και συγκροτούσε έναν κυρίαρχο πολιτικό λόγο απέναντι στο φασισμό. Δυνάμει ισχυρός αντίπαλος αντιμετωπίστηκε, με την επιβολή της δικτατορίας, ως βασικός εχθρός του καθεστώτος.
σ. 127-129
Στη διάρκεια της δικτατορίας τουλάχιστον 50.000 άτομα φέρετε ότι υπογράψαν τις περίφημες δηλώσεις μετανοίας, που εφηύρε ως μέθοδο η δικτατορία. Ο ξυλοδαρμός, η μέθοδος του ρετσινόλαδου, οι φυλακίσεις, οι εκτοπισμοί και οι ψυχολογικές πιέσεις συνιστούν κάποιες από τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν για τον «αποχρωματισμό» των κομμουνιστών και τον παραδειγματισμό της κοινωνίας. Αποτέλεσμα βιασμού της πραγματικής θέλησης, οι δηλώσεις μαρτυρούσαν πάντα πραγματική ιδεολογική μεταστροφή. Όπως σημείωνε και ο Ά. Ελεφάντης, «κανείς δεν μπορεί να πάρει τον βασανιστή του για σωτήρα». Παρά τη δημοσιοποίηση στον Τύπο των ονομάτων και των κειμένων αποκήρυξης, οι περισσότεροι δηλωσίες μπορεί να αποστασιοποιήθηκαν προσωρινά, μπορεί να απαξιώθηκαν από το ίδιο τους το κόμμα, αλλά παρέμειναν πιστοί στην ιδεολογία τους. Αν τα βασανιστήρια έκαναν αρκετούς να «λυγίσουν», η επιχείρηση διασυρμού επέφερε, εντέλει, αποτελέσματα αντίθετα από τα επιζητούμενα.
Η ίδρυση του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας, το Φεβρουάριο του 1937, απαντούσε στις ανάγκες του καθεστώτος. Καθώς οι διώξεις και οι εκτοπισμοί, ειδικά μετά την ψήφιση του «Ιδιώνυμου», ήταν μάλλον σύνηθες φαινόμενο, στη νέα κατάσταση, οι φυλακές και τα νησιά της εξορίας συμπληρώνονταν με ένα νέο θεσμό, το «στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης Ακροναυπλίας» όπου συγκεντρώθηκαν οι αμετανόητοι. Από τους πρώτους που μεταφέρθηκαν ήταν ο Δ. Γληνός και οι 70 συνεξόριστοί του στην Ανάφη. Περισσότεροι από 1.000 κομμουνιστές ανέβηκαν, στη διάρκεια της δικτατορίας, τα σκαλοπάτια της Ακροναυπλίας για να γνωρίσουν τις πλέον ιδιάζουσες – μέχρι τότε – συνθήκες εγκλεισμού, πριν παραδοθούν από τις αρχές του στρατοπέδου, όσοι είχαν απομείνει το 1941, στους κατακτητές.
Η κομματική βάση που ασφυκτιά από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας στις εξορίες, ακολουθούσε κοινή πορεία με τον ηγετικό πυρήνα και το κομματικό στελεχικό δυναμικό που αποδυναμώνεται στην Ακροναυπλία και στις φυλακές. Η «αχτίδα Θ'» στις φυλακές Κέρκυρας, δηλαδή η πτέρυγα των πολιτικών κρατουμένων, έγινε ο «εφιαλτικός» τόπος κράτησης της ηγεσίας «Καθεστώς σκληρό κι απάνθρωπο, νηστείες απαγορεύσεις και το πιο φοβερό απ’ όλα: η απομόνωση... Η φήμη και η πραγματικότητα της φυλακής αυτής το δικαιολογούσαν. Ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Μ. Παρτσαλίδης, ο Β. Νεφελούδης, ο Μ. Σινάκος ήταν μερικοί από τους έγκλειστους στην Κέρκυρα ηγέτες του ΚΚΕ. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρ. Μαλτέζος. Εκεί υπέγραψαν δήλωση ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου Στ. Σκλάβαινας και οι βουλευτές Μανωλέας και Τυρίμος. Οι δύο τελευταίοι, μάλιστα, συνεργάστηκαν στη συνέχεια με τη δικτατορία. Μετατρέπονταν σε φανατικούς διώκτες του ΚΚΕ.
Αναποτελεσματικό στην παρανομία, κυρίως μετά το μεγάλο «χτύπημα» της Ασφάλειας στις 5 Μαΐου 1938 και όσα ακολούθησαν σε δυο κύματα το 1939, το ΚΚΕ αναδιπλώνεται στους τόπους όπου κρατούνται οι κομμουνιστές. Αποκομμένοι για χρόνια από τον κοινωνικό ιστό, οι κρατούμενο: καλλιεργούν την αλληλεγγύη και προσωπικούς δεσμούς μεταξύ τους, αυτομορφώνονται και αναπτύσσουν μια εντυπωσιακή αυτάρκεια, που ορίζεται κάθε φορά από το πλαίσιο της ομάδας συμβίωσης. Σ' αυτές τις αυτάρκεις έγκλειστες κομμουνιστικές μικροκοινωνίες οι κομματικές ιεραρχήσεις, αξίες και πρακτικές αναπαράγονται με ζήλο, ενώ η στέρηση και η αντοχή στις κακουχίες και στα βασανιστήρια δημιουργεί μια έπαρση που με τη σειρά της ανέδειξε τον ιδεότυπο του κομμουνιστή. Οι φυλακές και οι εξορίες γίνονται σταδιακά μοναδικοί θύλακες της κομματικής ορθοδοξίας και της «κομματικότητας». Τον εργατισμό του Μεσοπολέμου διαδέχεται ένα νέο πρότυπο. Οι «αλύγιστοι δεσμώτες» ταυτίζονται με το Κόμμα, το οριοθετούν αυστηρά στους χώρους εγκλεισμού και γίνονται μοναδικοί τιμητές του κομματικού συμφέροντος. Στο όνομα του απαξιώνουν τους δηλωσίες αλλά και καταγγέλλουν αυθαίρετα όποιον αναγνωρίζουν ή θεωρούν ως προδότη και εσωτερικό εχθρό.
Λίγο πριν από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, περίπου 2.000 άτομα, το σύνολο σχεδόν του κομματικού στελεχικού δυναμικού και η καθοδήγηση του, κατανέμονται σύμφωνα με στοιχεία που δίνει το ΚΚΕ ως εξής: «Ακροναυπλία 630, Ανάφη 220, Αϊ-Στράτης 230, Αίγινα 170, Φολέγανδρος 130, Τρίπολη κ.ά. φυλακές 500, Κίμωλος 36, Ασβεστοχώρι 17, Ίος, Σίφνος, Αμοργός, Πύλος κλπ περίπου 50».
Φορείς της κομματικής αυθεντίας, θεωρούν εαυτούς επέκταση της ηγετικής ομάδας και μοναδικούς γνήσιους εκπροσώπους της «παγκόσμιας επανάστασης» η οποία εκείνη την εποχή ταυτίζεται με την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Για τους λόγους αυτούς, μέσα από τις απόλυτες ταυτίσεις, συμπαρατάχθηκαν χωρίς αμφισβήτηση με την έγκλειστη ηγεσία, όταν η άρνηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο έβαζε την Ελλάδα στην τροχιά του πολέμου.
Μια συμβολική φωτογραφία - στιγμιότυπο από τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1936, θα μπορούσε, δόκιμα ίσως, να λειτουργήσει ως εισαγωγή στο κείμενο αυτό που ασχολείται με την Αριστερά στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Αποτυπώνει το σπαραγμό της μάνας στο δρόμο μπροστά στο πτώμα του νεαρού απεργού αυτοκινητιστή Τάσου Τούση. Υποδηλώνει την ένταση της κοινωνικής σύγκρουσης, εκείνες τις ημέρες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και ταυτόχρονα ορίζει, χωρίς λόγια, την τομή
ανάμεσα στο πριν και στο μετά, ανάμεσα στην επιζητούμενη δημοκρατία και τον εκκολαπτόμενο αυταρχισμό, ανάμεσα στον πάσχοντα κοινοβουλευτισμό και στη δικτατορία που θα τον κατέλυε απροκάλυπτα μερικούς μήνες αργότερα.
Βεβαίως, η φωτογραφία έχει και τη δική της, αυτόνομη, ιστορία. Δημοσιευμένη τις επόμενες ημέρες στον ημερήσιο τύπο μαζί με άλλα στιγμιότυπα από τις συγκρούσεις των διαδηλωτών με τις δυνάμεις της χωροφυλακής, έγινε πηγή έμπνευσης για τον τότε 27χρονο, ανερχόμενο ποιητή, Γ. Ρίτσο. Με τον τίτλο «Μοιρολόι», η εφημερίδα Ριζοσπάστης φιλοξενούσε, στις 12 Μαΐου, τα πρώτα δείγματα της νέα ποιητικής του συλλογής. Ο «Επιτάφιος» γνώρισε εν τη γενέσει, τις διώξεις και τον αποκλεισμό. Παραδόθηκε στην πυρά μαζί με τα άλλα «απαγορευμένα βιβλία» που την καταστροφή τους προέκρινε η δικτατορία του Μεταξά.
Όσα δεν μνημόνευε ο υπότιτλος της φωτογραφίας κατανέμονταν ως συνδηλούμενα στα πρωτοσέλιδα και στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις της εποχής. Έτσι, η δυναμική παρουσία των απεργών καπνεργατών στην Καβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα και στο Βόλο, πλαισιώθηκε από τις εκδηλώσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης των άλλων κλάδων. Οι μαζικές κινητοποιήσεις για τη συλλογική σύμβαση εργασίας των καπνεργατών εύρισκαν υποστήριξη από τις δύο εργατικές συνομοσπονδίες, την Ενωτική και τη ΓΣΕΕ, στην πρώτη κοινή ανακοίνωση τους ύστερα από μακρά περίοδο διάστασης.
Το αίμα, οι 12 νεκροί διαδηλωτές και οι 300 τραυματίες, οι εκτεταμένα συμπλοκές που σημειώθηκαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και η λαϊκή συμμετοχή έδιναν στην καθολική διαμαρτυρία τη μορφή εξέγερσης. Τα γεγονότα επέβαλαν την άφιξη στην πόλη στρατιωτικών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, έδωσαν τον τόνο στη γενική πανελλαδική απεργία, που προκηρύχθηκε για τις 13 Μαΐου. Ωστόσο το επιζητούμενο «ενιαίο μέτωπο πάλης της εργατικής τάξης» ευοδώθηκε μόνον εν μέρει και εντελώς προσωρινά. Μπροστά στην πίεση, η κυβέρνηση και οι καπνέμποροι αποδέχτηκαν τα περισσότερα από τα οικονομικά αιτήματα των απεργών. Το βασικό, όμως, πολιτικό σύνθημα των ημερών για την απομάκρυνση της κυβέρνησης Μεταξά έμεινε στο κενό. Καθώς η ΓΣΕΕ αρνήθηκε να το υιοθετήσει επίσημα, η «παραίτηση του Μεταξά» και ο «σχηματισμός κυβέρνησης από τη δημοκρατική πλειοψηφία της Βουλής» καταγράφηκαν μόνο στην ανακοίνωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου, αφού πρώτα εγκρίθηκαν από την ΚΕ του ΚΚΕ.
Σε κάθε περίπτωση, οι συνάφειες των κομμουνιστών με το απεργιακό κύμα που είχε εκδηλωθεί από τις 29 Απριλίου 1936 στις πόλεις, όπου η επεξεργασία του καπνού προσέδιδε μια ιδιαίτερα ταξική φυσιογνωμία, εδράζονταν σε κοινωνικές πραγματικότητες διαμορφωμένες σε βάθος χρόνου. Όπως αναγνώριζε και ο I. Μεταξάς, το ζήτημα δεν ήταν απλό. «Ο Κομμουνισμός από πολλά έτη, εισέδυσεν εις την εκπαίδευσιν και ήρχισε διαφθείρων την νεότητα. Η δε εργατική τάξις διετέλει υπό την εξουσίαν του». Τα γεγονότα του Μαΐου του 1936, σημείωνε σε άλλο σημείο, «θα συνέβαιναν ακόμη και αν δεν μεσολαβούσε η κομμουνιστική προπαγάνδα». Κρίνοντας πιθανή την επανάληψη «σοβαρών ταραχών», ο Μεταξάς τις συνέδεε με τους χαμηλούς μισθούς και με την έλλειψη κρατικής μέριμνας για την ασφάλιση, την υγεία και την ανεργία. Είχε προφανώς αντιληφθεί ότι, μέσα στην κοινωνική και πολιτική πόλωση, η αριστερά έβγαινε από το πολιτικό περιθώριο.
Έχοντας επιλύσει αρκετά από τα εσωτερικά προβλήματα τους τα τελευταία χρονιά, οι κομμουνιστές δοκίμαζαν μια νέα μετωπική πολιτική που απέδιδε καρπούς σε πολλαπλά επίπεδα. Η Αριστερά διεύρυνε σταθερά το πολιτικό της ακροατήριο, συσπείρωνε την κλιμακούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και συγκροτούσε έναν κυρίαρχο πολιτικό λόγο απέναντι στο φασισμό. Δυνάμει ισχυρός αντίπαλος αντιμετωπίστηκε, με την επιβολή της δικτατορίας, ως βασικός εχθρός του καθεστώτος.
σ. 127-129
Στη διάρκεια της δικτατορίας τουλάχιστον 50.000 άτομα φέρετε ότι υπογράψαν τις περίφημες δηλώσεις μετανοίας, που εφηύρε ως μέθοδο η δικτατορία. Ο ξυλοδαρμός, η μέθοδος του ρετσινόλαδου, οι φυλακίσεις, οι εκτοπισμοί και οι ψυχολογικές πιέσεις συνιστούν κάποιες από τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν για τον «αποχρωματισμό» των κομμουνιστών και τον παραδειγματισμό της κοινωνίας. Αποτέλεσμα βιασμού της πραγματικής θέλησης, οι δηλώσεις μαρτυρούσαν πάντα πραγματική ιδεολογική μεταστροφή. Όπως σημείωνε και ο Ά. Ελεφάντης, «κανείς δεν μπορεί να πάρει τον βασανιστή του για σωτήρα». Παρά τη δημοσιοποίηση στον Τύπο των ονομάτων και των κειμένων αποκήρυξης, οι περισσότεροι δηλωσίες μπορεί να αποστασιοποιήθηκαν προσωρινά, μπορεί να απαξιώθηκαν από το ίδιο τους το κόμμα, αλλά παρέμειναν πιστοί στην ιδεολογία τους. Αν τα βασανιστήρια έκαναν αρκετούς να «λυγίσουν», η επιχείρηση διασυρμού επέφερε, εντέλει, αποτελέσματα αντίθετα από τα επιζητούμενα.
Η ίδρυση του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας, το Φεβρουάριο του 1937, απαντούσε στις ανάγκες του καθεστώτος. Καθώς οι διώξεις και οι εκτοπισμοί, ειδικά μετά την ψήφιση του «Ιδιώνυμου», ήταν μάλλον σύνηθες φαινόμενο, στη νέα κατάσταση, οι φυλακές και τα νησιά της εξορίας συμπληρώνονταν με ένα νέο θεσμό, το «στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης Ακροναυπλίας» όπου συγκεντρώθηκαν οι αμετανόητοι. Από τους πρώτους που μεταφέρθηκαν ήταν ο Δ. Γληνός και οι 70 συνεξόριστοί του στην Ανάφη. Περισσότεροι από 1.000 κομμουνιστές ανέβηκαν, στη διάρκεια της δικτατορίας, τα σκαλοπάτια της Ακροναυπλίας για να γνωρίσουν τις πλέον ιδιάζουσες – μέχρι τότε – συνθήκες εγκλεισμού, πριν παραδοθούν από τις αρχές του στρατοπέδου, όσοι είχαν απομείνει το 1941, στους κατακτητές.
Η κομματική βάση που ασφυκτιά από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας στις εξορίες, ακολουθούσε κοινή πορεία με τον ηγετικό πυρήνα και το κομματικό στελεχικό δυναμικό που αποδυναμώνεται στην Ακροναυπλία και στις φυλακές. Η «αχτίδα Θ'» στις φυλακές Κέρκυρας, δηλαδή η πτέρυγα των πολιτικών κρατουμένων, έγινε ο «εφιαλτικός» τόπος κράτησης της ηγεσίας «Καθεστώς σκληρό κι απάνθρωπο, νηστείες απαγορεύσεις και το πιο φοβερό απ’ όλα: η απομόνωση... Η φήμη και η πραγματικότητα της φυλακής αυτής το δικαιολογούσαν. Ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Μ. Παρτσαλίδης, ο Β. Νεφελούδης, ο Μ. Σινάκος ήταν μερικοί από τους έγκλειστους στην Κέρκυρα ηγέτες του ΚΚΕ. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρ. Μαλτέζος. Εκεί υπέγραψαν δήλωση ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου Στ. Σκλάβαινας και οι βουλευτές Μανωλέας και Τυρίμος. Οι δύο τελευταίοι, μάλιστα, συνεργάστηκαν στη συνέχεια με τη δικτατορία. Μετατρέπονταν σε φανατικούς διώκτες του ΚΚΕ.
Αναποτελεσματικό στην παρανομία, κυρίως μετά το μεγάλο «χτύπημα» της Ασφάλειας στις 5 Μαΐου 1938 και όσα ακολούθησαν σε δυο κύματα το 1939, το ΚΚΕ αναδιπλώνεται στους τόπους όπου κρατούνται οι κομμουνιστές. Αποκομμένοι για χρόνια από τον κοινωνικό ιστό, οι κρατούμενο: καλλιεργούν την αλληλεγγύη και προσωπικούς δεσμούς μεταξύ τους, αυτομορφώνονται και αναπτύσσουν μια εντυπωσιακή αυτάρκεια, που ορίζεται κάθε φορά από το πλαίσιο της ομάδας συμβίωσης. Σ' αυτές τις αυτάρκεις έγκλειστες κομμουνιστικές μικροκοινωνίες οι κομματικές ιεραρχήσεις, αξίες και πρακτικές αναπαράγονται με ζήλο, ενώ η στέρηση και η αντοχή στις κακουχίες και στα βασανιστήρια δημιουργεί μια έπαρση που με τη σειρά της ανέδειξε τον ιδεότυπο του κομμουνιστή. Οι φυλακές και οι εξορίες γίνονται σταδιακά μοναδικοί θύλακες της κομματικής ορθοδοξίας και της «κομματικότητας». Τον εργατισμό του Μεσοπολέμου διαδέχεται ένα νέο πρότυπο. Οι «αλύγιστοι δεσμώτες» ταυτίζονται με το Κόμμα, το οριοθετούν αυστηρά στους χώρους εγκλεισμού και γίνονται μοναδικοί τιμητές του κομματικού συμφέροντος. Στο όνομα του απαξιώνουν τους δηλωσίες αλλά και καταγγέλλουν αυθαίρετα όποιον αναγνωρίζουν ή θεωρούν ως προδότη και εσωτερικό εχθρό.
Λίγο πριν από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, περίπου 2.000 άτομα, το σύνολο σχεδόν του κομματικού στελεχικού δυναμικού και η καθοδήγηση του, κατανέμονται σύμφωνα με στοιχεία που δίνει το ΚΚΕ ως εξής: «Ακροναυπλία 630, Ανάφη 220, Αϊ-Στράτης 230, Αίγινα 170, Φολέγανδρος 130, Τρίπολη κ.ά. φυλακές 500, Κίμωλος 36, Ασβεστοχώρι 17, Ίος, Σίφνος, Αμοργός, Πύλος κλπ περίπου 50».
Φορείς της κομματικής αυθεντίας, θεωρούν εαυτούς επέκταση της ηγετικής ομάδας και μοναδικούς γνήσιους εκπροσώπους της «παγκόσμιας επανάστασης» η οποία εκείνη την εποχή ταυτίζεται με την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Για τους λόγους αυτούς, μέσα από τις απόλυτες ταυτίσεις, συμπαρατάχθηκαν χωρίς αμφισβήτηση με την έγκλειστη ηγεσία, όταν η άρνηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο έβαζε την Ελλάδα στην τροχιά του πολέμου.