του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου
Σε ολοσέλιδο άρθρο των Financial Times (30.4.2013), γραμμένο ως χρονικό μιας άμεσα επερχόμενης κοινωνικής καταστροφής, προαναγγέλλονται οι μαζικές εξώσεις χιλιάδων επί χιλιάδων Ιρλανδών, από τα σπίτια τους. Το άρθρο εμπεριέχει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες (διαγράμματα, ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ.,) οι οποίες λειτουργούν δίκην μετεωρολογικού δελτίου που αγγέλλει την αναπόφευκτη έλευση ενός τυφώνα τύπου Κατρίνα. Απουσιάζουν όμως στοιχεία που να καταδεικνύουν την οικονομική αποδοτικότητα –υπέρ της κοινωνίας και της «ανάπτυξης»– αυτών των εξελίξεων. Τέλος, παρά τους δραματικούς τόνους (είναι χαρακτηριστική η μεγάλη συνοδευτική φωτογραφία: ένα νεαρό ζευγάρι με το μωρό στην αγκαλιά στέκεται στην πόρτα του σπιτιού τους, περιμένοντας το «κακό») δεν υπάρχει οποιαδήποτε μνεία σε τυχόν μέτρα, αν όχι προστασίας, έστω ανακούφισης τουκόσμου, όπως στις περιπτώσεις φυσικής καταστροφής. Μόνο ένας φόβος, σε μια υποπαράγραφο, μήπως εκδηλωθεί κάποια «κοινωνική αναταραχή» — μήπως δηλαδή αντιδράσουν τα θύματα της ανθρωπογενούς «θεομηνίας»!
Όχι μόνο στην Ιρλανδία. Ανάλογες εξελίξεις έχουμε σε πολλά σημεία του πλανήτη, αφορώντας ευρέα στρώματα. Στην Ευρώπη των Μνημονίων, η ιδιοκτησία σχεδόν ποινικοποιείται, με την υποχρεωτική καταβολή «χαρατσιού» –όχι φόρου επί των όποιων κερδών από πιθανή ενοικίαση– στους κατόχους ακίνητης περιουσίας, ακόμα και αν πρόκειται για την κατοικία τους.
Διαδικασίες αποστέρησης της ιδιοκτησίας από τους μέχρι τώρα κατόχους της σημειώνονται ήδη και στις μεγάλες πόλεις της φτωχολογιάς στην Ασία. Όπως ανέδειξε πρόσφατα η Monde Diplomatique, η Παγκόσμια Τράπεζα (ο πάλαι ποτέ «καλός μπάτσος» της μεταπολεμικής αμερικανικής οικονομικής κυριαρχίας, σε αντιδιαστολή με το «κακό» ΔΝΤ) δανείζει μικροποσά σε κατοίκους παραγκουπόλεων, θεωρητικά για να ενισχύσει τη μικροεπιχειρηματικότητα (π.χ. να ανοίξουν ένα κουρείο)· αλλά η υποθήκη δεν αφορά μόνο τη (μικρή) ιδιοκτησία του δανειζόμενου, αλλά ολόκληρης της γειτονιάς! Σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής, η κατάσχεση αφορά την ευρύτερη περιοχή. Έτσι, εκτός των άλλων, η αλληλεγγύη μεταξύ των αδύναμων μεταλλάσσεται επαχθώς σε συλλογική ευθύνη.
Συναφείς τάσεις εκδηλώνονται σε επίπεδο ολόκληρων κρατών. Έννοιες όπως η «απεδαφικοποίηση» που χρησιμοποιήθηκαν για να λανσάρουν το πολιτικό πρόγραμμα της παγκοσμιοποίησης, αποκτούν τώρα το σκληρό περιεχόμενό τους. Παρατηρούμε και σε ευρωπαϊκές χώρες καταστάσεις που μέχρι τώρα περιορίζονταν στην Αφρική και σε περιοχές της Ασίας: οι λαοί αποκόπτονται από τα συλλογικά τους δικαιώματα πάνω στα εδάφη όπου κατοικούν αλλά και το υπέδαφος, και ταυτόχρονα τα κράτη χάνουν τη «γεωπολιτική πρόσοδο» — μέχρι πρόσφατα, κάθε κράτος, ακόμα και το πιο αδύναμο, είχε ένα αξιοποιήσιμο όφελος, μόνο και μόνο εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης. Αυτό φαίνεται πως τελειώνει, μαζί με το τέλος της μαζικής δημοκρατίας των καταναλωτών στην Ευρώπη.
Γιατί; Μέχρι πρόσφατα, στον «χρυσό μισό αιώνα» της μεταπολεμικής Ευρώπης του 20ού αιώνα, μπορεί το «σπίτι» να ήταν, από την πλευρά της εξουσίας, το όχημα για την εφαρμογή της βιοπολιτικής εκείνης της εποχής (με σημαία τον καταναλωτισμό, έμπαινε στο σπίτι σου και σε συγκέντρωνε στο σαλόνι για να «πλαστείς» από την τηλεόραση), αλλά από τη μεριά των πολιτών το «ιδιόκτητο σπίτι» μπορούσε να χρησιμεύσει ως καταφύγιο ή και ορμητήριο.
Στην εποχή μας, η βιοπολιτική της εξουσίας έχει ασύγκριτα πιο άγρια χαρακτηριστικά. Με την εργασία και την παραγωγή να έχουν χάσει την κεντρικότητά τους, μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού, ακόμα και στην Ευρώπη, αφού πρώτα μετατραπούν σε «άνεργους», στη συνέχεια με τις κατασχέσεις γίνονται και «άστεγοι», ώστε να σπρωχθούν οριστικά στην κοινωνική χωματερή. Αποστερημένοι από την ιδιοκτησία του χώρου κατοίκησής τους –κατάκτηση των αστικών επαναστάσεων κατά της φεουδαρχίας, κάποιους αιώνες πριν– βρίσκονται εξαιρετικά εκτεθειμένοι στις όποιες ορέξεις της εξουσίας.
Βεβαίως, δεν είναι μόνον η αστική γη που «μαζεύουν» στο πλαίσιο της οικοδόμησης ενός νέου πλανητικού καθεστώτος και της βιοπολιτικής του. Είναι και η αγροτική γη, από την οποία, στη Ινδία λ.χ., αποξενώνονται οι παραγωγοί· στη συνέχεια υπερσυγκεντρώνεται, με όχημα τους πατενταρισμένους σπόρους των μεταλλαγμένων της υπερεθνικής Μονσάντο. Επίσης, το χρήμα (χαρακτηριστικό το όψιμο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για τους φορολογικούς παραδείσους ανά τη Γη), τα πολύτιμα μέταλλα (η τιμή του χρυσού καταρρέει κατά το δοκούν στις αγορές, σε ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα), οι πηγές ενέργειας. Πρόκειται για μια βίαια –πολεμικής φύσης, αλλά χωρίς χρήση συμβατικών όπλων– διαδικασία υπερσυγκέντρωσης πόρων και εξουσίας, η οποία σε επίπεδο διαχείρισης των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε ένα καθεστώς παροξυσματικού ολοκληρωτισμού. Δεν είναι μια συνηθισμένη κρίση, αλλά μια άγρια τομή μετά την οποία τίποτα δεν θα μοιάζει με το «πριν».
Γιατί τα θύματα δεν αντιδρούν μπροστά στην καταστροφή τους; Το αριστούργημα του Λουίς Μπουνιουέλ Εξολοθρευτής άγγελος (1962) μας δίνει σοβαρές άκρες για την προσέγγιση μιας κατάστασης εγκλωβισμού, όπου μια ομάδα ανθρώπων, αντί να κάνει την αυτονόητη κίνηση προς την ελευθερία διαβαίνοντας απλώς μια απαγορευτική γραμμή που υπάρχει μόνο στο μυαλό τους, οδηγείται στην αλληλοεξόντωση και την καταστροφή. Κατ’ αντιστοιχία, μια φανταστική γραμμή εμποδίζει τις πληττόμενες κοινωνίες να αντιδράσουν αποτελεσματικά· η γραμμή αυτή –μαζί με την αμηχανία ή και τον τρόμο από τις συνεχείς ανατροπές– είναι η ψευδαίσθηση ότι ζούμε ακόμα στην «κανονικότητα» των παρελθουσών δεκαετιών ή, έστω, μια μπόρα που θα περάσει. Τερατώδης συνέπεια, ότι εμπιστευόμαστε τις τύχες μας, διεθνώς, στο ίδιο σύστημα που μας έφερε μέχρι εδώ.
Και στην Ελλάδα; Αναρωτιούνται πολλοί, μες στη σκόνη και τα χαλάσματα: «Σε τι μπορεί να φανεί χρήσιμο σε μια τράπεζα ή στο κράτος ένα παλιωμένο διαμέρισμα στην Κυψέλη ή στο Παγκράτι;», «Μήπως θέλουν να αποκτήσουν τα παλιά κτίρια για να κερδοσκοπήσουν, γκρεμίζοντάς τα και ξαναχτίζοντας καινούργιες πολυτελείς πόλεις για “τους δικούς τους”;». Όμως, ακόμα και η πιθανότητα να κατεδαφιστούν οι ελληνικές πόλεις –με πρώτη την Αθήνα– ώστε να ξανακτιστούν με ελκυστικό τρόπο για τους εύπορους του πλανήτη μοιάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας, τουλάχιστον για επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας.
Είναι κρίσιμο να κατανοηθεί ότι η παραγωγή έχει περάσει σε κατώτερη μοίρα την εποχή του «καπιταλισμού του καζίνου». Η παραγωγή –και η παραγωγή κτιρίων– απαιτεί οργάνωση, προγραμματισμό, κάποιου είδους συντεταγμένη συνεννόηση με τους «από κάτω» και πάντως αποδίδει, εάν αποδώσει, μεσοπρόθεσμα, όχι άμεσα. Στην Ελλάδα η λειτουργία της οικοδομικής και κατασκευαστικής βιομηχανίας διακόπηκε βίαια, όχι ως αποτέλεσμα της λειτουργίας των αγορών (όπως με τις φούσκες των ακινήτων στις ΗΠΑ ή την Ιρλανδία), αλλά κυρίως με την επιβολή των «χαρατσιών». Μάλιστα, η ιδιόμορφη ελληνική οικοδομική βιομηχανία διατηρούσε επαφή με την πραγματική οικονομία (γι’ αυτό δεν θα έσκαγε σαν φούσκα), σε αντιδιαστολή με το λεγόμενο real estate.
Οπότε, τι θα κάνουν με τα κατασχεμένα διαμερίσματα της Κυψέλης ή του Παγκρατίου; Μαζί με τις επιδιώξεις της βιοπολιτικής της εξουσίας που προαναφέραμε και συνιστούν τον κύριο παράγοντα, το πιθανότερο είναι να λειτουργήσουν ως το υλικό υπόβαθρο άυλων τίτλων που θα πωλούνται ως «ακίνητα Αθηνών» στα χρηματιστήρια του πλανήτη. Με άλλα λόγια, θα περιφερόμαστε ανάμεσα σε χαλάσματα, τα οποία δεν θα μας ανήκουν!
Οπότε; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρέπει να αντισταθούμε. Υπάρχουν σποραδικά παραδείγματα «ανάσχεσης του οδοστρωτήρα» υπό την πίεση της κοινωνίας: μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης Λέττα ήταν η κατάργηση του χαρατσιού στα ακίνητα (Financial Times, 19.5.2013). Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η δήλωση (H Αυγή, 12.5.2013) της Έλενας Κορτές, υπουργού της Ενωμένης Αριστεράς στην τοπική κυβέρνηση της Ανδαλουσίας, ότι με διάταγμα προβλέπεται η απαλλοτρίωση των κατοικιών που έχουν κατασχέσει οι τράπεζες και η παράδοσή τους στους «νόμιμους» ιδιοκτήτες τους.
Για να παρέμβουμε αποδοτικά είναι απαραίτητο, αλλά όχι αρκετό, να αντιληφθούμε τη φύση των εξελίξεων. Η περιγραφή μιας επερχόμενης καταστροφής, η ανάδειξη του «κακού που μπορεί να σου προκαλέσει το τέρας» και των μεθόδων του δεν αποβαίνει απαραιτήτως υπέρ των υποψήφιων θυμάτων. Κατά τον Χίτσκοκ, είναι μια τεχνική που μπορεί να μεγεθύνει τον τρόμο. Ακόμα και το εξαιρετικά διαφωτιστικό Δόγμα του σοκ της Ναόμι Κλάιν μπορεί να δράσει παραλυτικά σε μια τέτοια συγκυρία. Η γνώση της αλήθειας, λοιπόν, δεν είναι από μόνη της επαναστατική, αν δεν συνδυαστεί με μια αποφασιστική διάθεση ανατροπής των δυσάρεστων εξελίξεων, αλλά και ένα σχέδιο αποδοτικής διαχείρισης της κατάστασης, που να εμπνέεται από έναν καινούριο οραματισμό γι’ αυτό που επιθυμούμε. Τότε, εκείνο που σήμερα εμφανίζεται ως ανερμάτιστο και κατεξοχήν ευάλωτο σύνολο μοναχικών (πρώην) καταναλωτών μπορεί να αναπτύξει μια αδιανόητη δυναμική, στο πλαίσιο της οποίας να προκύψουν απροσδόκητες συμμαχίες, μέσα κι έξω από τη χώρα, με δυνάμεις που έχουν συμφέρον να αντισταθούν.
Ο Γ. Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Τα βιβλία του «Έξοδος», «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;» και «Η Γη τρέμει!» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΑΥΓΗΣ