Έφυγε από τη ζωή η Κίττυ Αρσένη. Συνέντευξη που είχε δώσει στο Ρεπορταζ Χωρίς Σύνορα η ηθοποιός και αγωνίστρια κατά της δικτατορίας Κίττυ Αρσένη, η οποία έφυγε από τη ζωή μετά από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.*Διαβάστε την πλήρη απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη της Κίττυ Αρσένη:...
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: 21η Απριλίου. Πώς το μαθαίνετε και τι γίνεται εκείνη την στιγμή στην Ελλάδα.Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ήμουνα στην Θεσσαλονίκη με έναν θίασο και είχαμε γυρίσει ξημερώματα στο ξενοδοχείο που μέναμε γύρω στις 5:00 η ώρα, γιατί είχαμε πάει στα μπουζούκια και διασκεδάζαμε, και γύρω στις 6:00, 6:30 μας ξύπνησε όλους ένας κεραυνός μέσα μας, δηλαδή γινήκαμε κομμάτια όλοι. Για μένα ήμουν απ’ αυτούς που επειδή δεν ήθελα δεν πίστευα ότι θα γινότανε δικτατορία. Διάβαζα εξάλλου την «Αυγή», που η Αυγή είχε βγει εκείνη την ημέρα με τον τίτλο «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία». Και πραγματικά αυτό ήταν μία πάρα πολύ μεγάλη ανατροπή μέσα μου. Νόμιζα ότι είχα γίνει πια ένας άλλος άνθρωπος, δεν είχα καμία σχέση με αυτά που έκανα πριν. Εδώ ανοιγότανε κάτι φοβερό άγνωστο μπροστά μας που έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε.
Θυμάμαι ότι κατεβαίνοντας από την Θεσσαλονίκη, γιατί σταματήσανε οι παραστάσεις, για την Αθήνα με ένα αυτοκίνητο, ήταν και συννεφιά και σκοτεινιά, περνάγαμε από διάφορα μέρη που όλα τα σχολεία ήταν γεμάτα στρατώνες. Ο στρατός, άνθρωποι περίεργοι.Γυρίσαμε στην Αθήνα βρήκαμε μία Αθήνα μέσα στις πληγές της, άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί, είχαν φυλακιστεί, οι υπόλοιποι ήταν χαμένοι. Δηλαδή περπατούσες στο δρόμο και νόμιζες ότι οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσωπο.
Κατά τα άλλα νομίζω ότι κάπως έτσι αντέδρασε κι’ όλος ο κόσμος που δεν το περίμενε, ή που και το περίμενε ακόμα. Και αυτοί που το περιμένανε αιφνιδιαστήκανε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι άλλαξε στην Ελλάδα εκείνη την ημέρα, δηλαδή πέρα από το ό,τι την εξουσία την πήραν οι συνταγματάρχες. Πριν υπήρχε μία άνθηση.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Τι άλλαξε στην Ελλάδα μετά την δικτατορία; Τα πάντα. Ναι, ήταν η άνοιξη, ήταν τα πρώτα ανοίγματα που έκανε η Ελλάδα όταν άρχισε να τραγουδάει τα τραγούδια του Μίκη, να περπατάει τις πορείες ειρήνης, να κάνει συγκεντρώσεις με τους πνευματικούς ανθρώπους. Να βγαίνουν περιοδικά πνευματικά, πολιτικά. Και ήτανε αυτή η άνθηση. Μας σταματήσανε επάνω εκεί που περπατούσαμε στους δρόμους και τραγουδούσαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εσείς πως μπλέκεστε στο δίκτυο του Μίκη Θεοδωράκη. Δηλαδή βοηθήσατε να πάνε κάποιες κασέτες με τα τραγούδια του στο εξωτερικό. Θα μας περιγράψετε λίγο πως έγινε η σύνδεση και πως μπλεχτήκατε εσείς σε αυτή την υπόθεση;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Μετά τη δικτατορία, την 21η Απριλίου δηλαδή, όσοι είχαμε απομείνει από εμάς έξω και είμαστε ακόμα φίλοι και είχαμε και εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, γιατί μέσα απ’ αυτά που έσπειρε η διδακτορία ήταν και μία φοβερή δυσπιστία. Ξαφνικά υπήρχαν αυτές ότι οι τοίχοι έχουν αυτιά, ο διπλανός ήταν χαφιές, σε παρακολουθούσε. Η αίσθηση αυτής της φοβερής ασφυξίας και της φοβερής δυσπιστίας που υπήρχε.
Όσοι λοιπόν είχαμε τις φιλίες μας, την εμπιστοσύνη μας, γιατί κόμματα δεν υπήρχαν, οργανώσεις δεν υπήρχαν, ηγέτες δεν υπήρχαν, μαζευόμαστε με μία αυτή να πούμε στον κόσμο ότι κάτι θα κάνουμε, κάτι θα γίνει. Ότι δεν το βάζουμε κάτω, εδώ θα αντισταθούμε.
Εγώ με το που έγινε σχεδόν η δικτατορία βρέθηκα σε μία οργάνωση που μόλις είχε γίνει από τον Μίκη τον Θεοδωράκη και ήταν το «Πατριωτικό Μέτωπο», όπου θα σας έχει μιλήσει και ο Μίκης Θεοδωράκης πως έγινε αυτή η συνάντηση του Πάσχα που λέει τότε, και ανακατευτήκαμε με οτιδήποτε. Δηλαδή άπειρη κιόλας και ενθουσιώδης και λίγο παράτολμη, ή μάλλον αρκετά παράτολμη, και ανακατεύτηκα με τα πάντα. Δηλαδή από το να βρούμε έναν πολύγραφο, από το να κρύψουμε, να βρούμε σπίτια να κρυφτούνε παράνομοι που δεν είχαν προλάβει να τους συλλάβουν. Από το να μαζεύουμε χρήματα, γιατί έπρεπε να στηριχθούνε κάποιοι άνθρωποι και ό,τι μπορούσαμε κάναμε.
Και ξαφνικά κάποιος κάπου κάτι τέτοιο μου έδωσε μία κασέτα να την δώσω σε κάποιον κάπου από το θέατρο που ήμουνα για να πάει στο εξωτερικό. Αυτό ήταν το αδύνατο σημείο, ο αδύνατος κρίκος που λέμε, γιατί αυτός που ήρθε να μου δώσει την κασέτα συνελήφθη και βρέθηκε το όνομά μου επάνω του. Και όταν τον ρωτήσανε τι σημαίνει αυτό το όνομα, είπε αυτός ότι την πήγα την κασέτα σ’ αυτήν για να την στείλει στο εξωτερικό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η κασέτα αυτή τι είχε μέσα; Σας γυρίζω πίσω, ούτως ή άλλως θα τα ξαναπούμε. Θέλω να μου περιγράψετε πως ήταν η πρώτη επαφή με το ΠΑΜ, πως μπήκατε εσείς μέσα στην οργάνωση.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Δεν έγινε καμία μύηση, καμία μυσταγωγία, καμία αυτή. Τα πράγματα ήρθαν λίγο φυσικά. Δηλαδή λες κάτι θα κάνουμε. Τι θα κάνουμε; Θα πάμε και θα ρίξουμε σε μία συγκεκριμένη ώρα με το 14 που λέγαμε τότε από έναν θάλαμο σε όλους τους διανοούμενους κάτω από την πόρτα τους ένα γράμμα που θα λέει «προσέξτε γιατί η δημοκρατία θα είναι τιμωρός εάν συνεργαστείτε με την χούντα». Ένα τώρα που θυμάμαι απ’ αυτά. Να μαζευτούμε, να μαζεύουμε πληροφορίες τι συμβαίνει στα κρυφά στρατόπεδα, τι συμβαίνει στους εξόριστους, τι συμβαίνει εκεί. Δεν υπήρχαν ειδικότητες, ήταν μία διάθεση γενική. Και βέβαια έτσι την πατήσαμε κιόλας, γιατί μας πιάσανε. Μας πιάσανε και πολύ νωρίς.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πάμε στο πώς σας πιάσανε και τι έγινε με την περίφημη κασέτα. Τι ήταν αυτή η κασέτα.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Εγώ δεν ήξερα τι ήταν αυτή η κασέτα, γιατί όπως είπα και προηγούμενα ορισμένα πράγματα, όχι όλα, μακάρι να γινόντουσαν όλα έτσι, ερχότανε κάποιος που δεν ήξερες και σου έδινε κάτι να το δώσεις σε κάποιον που θα περνούσε, που επίσης δεν ήξερε. Αυτά ήταν στοιχειώδη μέτρα της παρανομίας και συνωμοτικών κανόνων, που όπως είπα μακάρι να κρατιόντουσαν. Δεν κρατηθήκανε και γι’ αυτό την πάθαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θέλω να μου πείτε αυτή την ιστορία το ότι ήρθε κάποιος μου είπε να δώσω την κασέτα σε κάποιον, αυτή η κασέτα είχε τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί να στέκει από μόνο του σαν διήγηση.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Συνήθως αυτές οι ανταλλαγές, είτε ήταν τα περίφημα δελτία που τα λέγαμε τότε που τα έβγαζε ο Βότσης μαζί με μία άλλη συντροφιά εκεί, ήταν τα δελτία που έδιναν πληροφορίες, είτε χρήματα, είτε μια πληροφορία γραπτή, είτε κάποια κάτι τέλος πάντων. Συνήθως η διακίνηση γινότανε από το Θέατρο που έπαιζα εγώ, που τα πράγματα ήταν πάρα πολύ άνετα. Κατά σύμπτωση αυτή την περίφημη κασέτα που μου φέρανε μου την φέρανε στο σπίτι, οπότε το σπίτι εντοπίστηκε. Ήρθε κάποιος που δεν τον ήξερα και μου είπε αυτή την κασέτα θα την δώσεις σε κάποιον που υποτίθεται δεν ήξερα. Τον ήξερα. Ήταν οι κανόνες συνωμοτικοί όπως είπαμε και προηγούμενα, όπου τους μαθαίναμε και εμείς, είμαστε μαθητές, μαθητευόμενοι μάγοι δηλαδή. Αυτό βρέθηκε στην Ασφάλεια από τον άνθρωπο που τον πιάσανε. Ο άνθρωπος είπε εγώ πήγα σ’ αυτήν, σ’ αυτήν έδωσα την κασέτα του Μίκη του Θεοδωράκη και ήρθαν αμέσως και με πιάσανε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς έγινε η σύλληψη. Έρχονται στο σπίτι σας ο Λάμπρου.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Λόγω της σπουδαιότητας αυτής της κασέτας, ένα, και λόγω του ό,τι είχε ανακατευτεί ότι αυτός που είχε δώσει την εντολή να ρθει σε μένα η κασέτα ήταν του Φιλίνη, πιστέψανε ότι αν με πιάνανε εμένα θα βρίσκανε τον Κώστα τον Φιλίνη. Εξ’ ου και καταφθάσανε στο σπίτι μου βράδυ, ξυπνήσανε το θυρωρό, ανεβήκανε επάνω και επάνω κτυπήσανε το κουδούνι, δεν κτυπήσανε κάτω το κουδούνι. Είχανε πιάσει όλα τα πόστα, τα μπλόκα, και μπήκανε μέσα μου συστηθήκανε, είπε είμαι ο Λάμπρου, ο Μάγιος, και ο Μπάμπαλης. Μου συστηθήκανε όλοι.
Εγώ ήμουνα πάρα πολύ άνετη έκανα ότι «τι θέλετε, τι θέλετε εδώ». Λέει, που έχεις την κασέτα. Ποια κασέτα, έλεγα εγώ, δεν ξέρω τίποτα και ήμουνα πραγματικά πάρα πολύ άνετη. Αυτοί ήταν αποφασισμένοι να με συλλάβουν εν πάση περιπτώσει. Και μου λέει πάμε. Ήταν και η μητέρα μου, ήτανε η νύφη μου, ήταν ο αδελφός μου ο οποίος ήταν στρατιώτης.
Με το «πάμε» του Λάμπρου είχε κρεμασμένο όπως έχω εδώ πέρα τα διάφορα τζάντζαλα μάντζαλα στον τοίχο ένα ταγάρι και μέσα στο ταγάρι πρόλαβα όταν άκουσα το κουδούνι να ρίξω κάποιες προκηρύξεις μέσα και φεύγοντας από το δωμάτιο ο Μπάμπαλης πέφτει το μάτι του στο ταγάρι, βάζει το χέρι του μέσα στο ταγάρι και βλέπει τις προκηρύξεις. Άρα εγώ δεν ήμουνα και τόσο αθώα που έλεγα δεν ξέρω τίποτα. Είχαν τα πρώτα πειστήρια ότι ήμουν ανακατεμένη. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν πήγανε αμέσως στο Μπουμπουλίνας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πού σας πήγαν;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Με πήγαν στα νταμάρια. Τότε ήταν τα νταμάρια η Κυψέλη ήταν γεμάτη τα νταμάρια της Κυψέλης λεγότανε τότε, ήταν έρημος τόπος εκεί, το αυτοκίνητο σταμάτησε κάπου σε κάτι αυτά, ανεβήκαμε κάποια κατσάβραχα και εκεί έγινε μία πρώτη έτσι επίδειξη δύναμης βασανιστηρίων και εκφοβισμού με εικονικές εκτελέσεις, έγινε και μία φάλαγγα μέσα στο αυτοκίνητο. Πέφτανε και κάτι έτσι αδέσποτες επάνω στο κεφάλι μου. Και μετά από κάποια ώρα επειδή εγώ δεν μιλούσα με πήγαν στην Ασφάλεια.
Φεύγοντας η μητέρα μου μού είχε δώσει μία κουβέρτα, την οποίαν μπαίνοντας στην Ασφάλεια μου κρατήσανε τα πάντα και την κουβέρτα. Ήταν καλοκαίρι φορούσα ένα φουστάνι πάρα πολύ λεπτό και λοιπά και με βάλανε σε ένα κελί.
Από κει και πέρα άρχισε μία περίοδος ανακρίσεων άλλου τύπου, εξοντωτικές, αϋπνίες, αυστηρά απομόνωση, που σήμαινε ότι σε ένα κελί δεν έπινες νερό, δεν έτρωγες, δεν έβγαινες για τις σωματικές σου ανάγκες. Και βεβαίως η επίσκεψη επάνω στην περίφημη ταράτσα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σας πήγανε και εσάς στην ταράτσα;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ναι, βέβαια.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι γινόταν εκεί;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Εκεί ήταν το λεγόμενο πανηγύρι το λέγανε. Το λέγανε το πανηγύρι. Εκεί ήταν πιο συστηματικά τα βασανιστήρια. Δηλαδή ενώ στα Νταμάρια ήτανε κάποιοι άνθρωποι που κτυπούσαν, κλωστάγανε και είχες την αίσθηση ότι μπορείς και να τους αντιμετωπίσεις στην ελεύθερη, εκεί άρχισαν πιο συστηματικά. Ήταν ο πάγκος, ήταν το δέσιμο πάνω στον πάγκο να είσαι ακίνητος. Ήτανε τα νερά που σου ρίχνανε και δεν μπορούσες να αντιδράσεις, και η φάλαγγα η κανονική που είναι αυτό το κτύπημα στα πέλματα με ματσούκια. Φαντάζομαι, δεν τα είδα. Το σκοτάδι, οι πατσαβούρες που ήταν πίσω που σου ρίχνανε. Τέλοσπαντων δεν είμαι διατεθειμένη να περιγράψω αυτή την στιγμή κάποια βασανιστήρια που γινόντουσαν. Νομίζω καταρχήν ότι έχουν ειπωθεί αρκετά και δεν χρειάζεται να τα λέμε και να τα ξαναλέμε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όχι, εάν δεν θέλετε δεν χρειάζεται να τα πούμε. Θέλω να μου πείτε τι νοιώθατε εκείνη την στιγμή. Δηλαδή ήταν ο πρώτος καιρός, δεν ξέρατε για το εάν θα επιζήσετε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Να σου πω κάτι. Βεβαίως ήταν ο πρώτος καιρός και δεν ξέραμε που φθάνανε. Δηλαδή όταν λέω τώρα με απειλήσανε και στα Νταμάρια ότι θα με σκοτώσουνε με μία εικονική εκτέλεση και στην ταράτσα της Μπουμπολίνας ότι θα με ρίχνανε από την ταράτσα, εγώ έλεγα μακάρι να το κάνουν. Μπορούσαν και να το κάνουν, δεν ξέραμε που φθάνανε, ήταν, πιάστηκα τον Αύγουστο, δεν ξέραμε μέχρι που φθάνουνε. Ένα σαν συναίσθημα που θα μπορούσα να σου πω έτσι σαν.. ήταν ο φόβος. Ο φόβος γιατί πιο πολύ ήταν ο φόβος παρά ο πόνος, γιατί δεν καταλάβαινες τα όριά τους, όλος αυτός ο κανιβαλισμός γύρω σου πού πάει, πού φθάνει. Αυτό ήταν ένα πάρα πολύ δυνατό συναίσθημα, πιο πολύ από τον πόνο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στην Ασφάλεια στην Μπουμπουλίνας σας είχαν στην απομόνωση. Μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο πως ήτανε η απομόνωση και πως τελικά μπορέσατε να επιβιώσετε απ’ αυτό το πράγμα με τους ανθρώπους που ήταν γύρω - γύρω.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ναι. Η απομόνωση είχε πάρα πολύ μικρά κελιά, ένα τσιμέντο έτσι όχι λείο αλλά ακανθώδες, ήταν γεμάτη κοριούς, φοβερό βασανιστήριο, γεμάτη κοριούς με μία πόρτα σιδερένια, με τον «Ιούδα» που άνοιγε και σε έβλεπε ο φρουρός τι κάνεις μέσα, κοιμάσαι, δεν κοιμάσαι, σήκω επάνω, κάτσε, μην τραγουδάς, μην αυτά, όλες έτσι οι απαγορεύσεις, ή ο τρόπος συμπεριφοράς που έπρεπε να έχει κάποιος μέσα σε ένα κελί. Ήταν πάρα πολύ μικρό, ο χώρος ήτανε ασφυκτικός πολύ, δεν ανέπνεες, ήταν υπόγεια, και πάρα πολύς κόσμος.
Για ένα μεγάλο διάστημα επειδή οι συλλήψεις ήταν αθρόες δεν φθάνανε τα κελιά και γεμίζανε οι διάδρομοι. Οι διάδρομοι ήταν ή όρθιοι, ή καθιστοί, δεν μπορούσε να ξαπλώσει κανένας δεν υπήρχε χώρος, και γινότανε πολλή φασαρία. Εξ’ ου και διπλασιάσανε την σκοπιά. Δηλαδή βάλανε δύο ασφαλίτες να μας προσέχουν για να μπορούν κάπως να ελέγχουν τι πρόκειται να γίνει εκεί μέσα.
Αυτό όσο φρικιαστικό και αν φαίνεται, όσο και απάνθρωπο, βοήθησε πάρα πολύ όλους τους κρατούμενους, γιατί μπορούσες να ξεφύγεις από τον αστυφύλακα. Μπορούσες να δώσεις σε έναν που ήταν αυστηρά απομόνωση ένα κυπελλάκι νερό. Μπορούσες με το ίδιο κυπελλάκι να τον βοηθήσεις για τις ανάγκες του ώστε να μην λερώνει το κελί και να μην αισθάνεται σαν ζώο μέσα εκεί πέρα. Μπορούσες να στείλεις μηνύματα. Μπορούσες να ειδοποιήσεις κάποιον που θα μπορούσε να στείλει ένα μήνυμα στους δικούς σου, οι οποίοι δεν ξέρανε που βρισκόμαστε.
Η μητέρα μου ερχότανε μου έφερνε φαγητό και έπαιρνε τα ρούχα και γινότανε αυτό κάθε μέρα. Όταν με βάλανε εμένα αυστηρά απομόνωση δεν της είπανε που ήμουνα και λέει δεν ξέρουμε. Μα που είναι; Δεν ξέρουμε. Είχε τρελαθεί δηλαδή η μητέρα μου. Βρέθηκε τρόπος, είναι αυτή η αντίσταση που χαλυβδώνει τον άνθρωπο σε αυτές τις καταστάσεις. Η αντίσταση απέναντι και σε αυτή την αθλιότητα, την ωμότητα, όχι μόνο να υπάρξει, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να αντισταθεί.
Ένα από τα συναισθήματα όταν σε πιάνουν, εμένα όταν με πιάσανε, με πιάσανε και τόσο νωρίς κιόλας, ήταν ένα συναίσθημα ήττας, ότι δεν ήταν καμία ηρωική πράξη να σε πιάσουνε και ότι όλα σταματάγανε. Δηλαδή και αυτό που ξεκίνησες, που το πίστευες, που ήσουν έτοιμος να θυσιαστείς για κάτι παραπάνω, να δώσεις τέλος πάντων, τώρα μπορεί να φαίνονται μεγαλοστομίες τα πάντα γι’ αυτή την υπόθεση, ξαφνικά αυτό σταματούσε. Και αυτό ήταν πολύ - πολύ δυσάρεστη, καταστροφική έτσι κατάσταση.
Μ’ αυτή την αντίσταση μέσα εκεί ότι όχι, παρόλα αυτά, πέρα το ό,τι δεν θα μιλήσω, πέρα του ότι δεν θα προδώσω, πέρα του ό,τι δεν θα αφήσω τις ιδέες μου, μπορώ και να υπάρχω και μέσα από την φυλακή, και μέσα από την απομόνωση. Υπάρχουν πάρα πάρα πολλές τέτοιες ιστορίες, τις οποίες νομίζω για πάρα πολύ καιρό τις κρατήσαμε όλοι και όλες κρυφές. Ήταν τα μικρά μυστικά μας πως μπορείς να ξεγελάσεις έναν φύλακα, πως μπορεί να στείλεις ένα σημείωμα μέσα από την Ασφάλεια ή από την φυλακή, που δεν έπρεπε να το μάθει κανείς άλλος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς επικοινωνούσατε όταν ήσασταν στην απομόνωση;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Με κανέναν. Α, δεν το λέω ακόμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Εντάξει. Μετά από λίγο συλλαμβάνουν το Μίκη Θεοδωράκη.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Όχι, ο Θεοδωράκης είχε συλληφθεί πριν από μένα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είχε συλληφθεί πριν. Αύγουστος μου είπατε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Πριν. Δηλαδή ήταν δυο ή τρεις μέρες πριν από μένα που είχε συλληφθεί ο Θεοδωράκης. Και εκεί περίπου έμαθα ότι η κασέτα αυτή η περίφημη, που την είχα δώσει σε ένα φίλο, ήξερα σε ποιον την είχα δώσει, είχα πει ότι κάποιος πέρασε από το θέατρο και την έδωσα, δεν ξέρω ποιος ήταν. Ήταν τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Το έμαθα στην Ασφάλεια μέσα, δεν το ήξερα όταν εγώ έδινα το πολύτιμο αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πως τον καταλάβατε ότι ήταν εκεί ο Μίκης;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Το ήξερα από πριν ότι είχε συλληφθεί ο Μίκης. Εν τω μεταξύ ήταν δύο ή τρεις μέρες και οι φήμες τότε λέγανε πάρα πολλά. Ότι εκτελέστηκε, ότι τον πήγανε εξορία, ότι τον εξαφανίσανε, ότι, ότι, ότι. Δεν ξέραμε αμέσως ότι τον είχαν πιάσει και ήταν στην Ασφάλεια. Μετά εγώ πολύ αργότερα, γιατί εμένα με κρατήσανε δύο μήνες κάτω στην απομόνωση και το δεύτερο μήνα με ανεβάσανε πια στο τέταρτο πάτωμα. Το τραγούδι του Μίκη στο τέταρτο πάτωμα «η μαμά σου κοιμάται Έλενα» που λέει, για την Έλενα την Ακρίτα. Την Έλενα την Ακρίτα, την μητέρα της.
Στο τέταρτο πάτωμα οι πληροφορίες ήτανε τι να σας πω δηλαδή καταιγιστικές, μαθαίναμε τα πάντα, ότι ο Μίκης είναι απέναντι, ότι έχουν γίνει αυτά και αυτά. Ποιος έχει συλληφθεί, ποιος δεν έχει συλληφθεί, ποιος σώθηκε, ποιος.. Επάνω ήταν πολύ πιο ελεύθερα τα πράγματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τον Μίκη όμως δεν τον βλέπατε ποτέ, την σιλουέτα του βλέπατε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Τη σκιά του. Την σκιά του, το σφύριγμα. Ακούγαμε και το σφύριγμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς ήτανε, πως επικοινωνούσατε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Αυτά ήταν ενέσεις τονωτικές να σε κρατήσουν, όχι για ώρες, για μέρες ζωντανή και ψυχωμένη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα μου το περιγράψετε λίγο;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Το τέταρτο πάτωμα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το τέταρτο πάτωμα, το Μίκη απέναντι, σε σχέση με συγκρατούμενες. Κώδικες επικοινωνίας μεταξύ σας.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Οι κώδικες επικοινωνίας, πάλι αδιάβαστοι πιαστήκαμε, δεν ξέραμε ούτε σήματα μορς, ούτε τίποτα. Μέσα στο τέταρτο, που ήταν ένα δωμάτιο μεγάλο και μέναμε εννιά γυναίκες και αρχίσαμε και κάναμε διάφορα μαθήματα να επικοινωνούμε με κώδικες που θα μπορούσαν ακόμα να χρησιμοποιείς έναν κώδικα με τα μάτια, ανοιγοκλείνοντας μια φορά τα μάτια. Σήματα μορς δηλαδή μία, μία δύο, και να στέλνεις τα γράμματα, τα μηνύματα. Μετά τα κτυπήματα με τους τοίχους. Αρχίζαμε τότε να κάνουμε μαθήματα συνωμοτικής έτσι συμπεριφοράς.
Θέλεις να σου περιγράψω πως ήτανε; Δεν είναι πολύ εύκολο για πολλούς λόγους. Πρώτα - πρώτα ότι έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια, έχουν περάσει πάρα πολλά, αυτά είναι πάντα ζωντανά, είναι πράγματα που σου τυχαίνουν στην ζωή σου και σε σφραγίζουνε. Είναι δύσκολο να το μεταφέρεις αυτό και να είσαι πιστός στα γεγονότα χωρίς να παραχαράξεις τίποτα, χωρίς να αδικήσεις κανέναν, χωρίς να παραλείψεις πράγματα, δεν είναι πολύ εύκολο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με το Μίκη ποια ήταν η πρώτη επαφή σας. Το κελί ήταν γυναικών που καταλαβαίνει πως απέναντι..
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Επαφή δεν είχαμε με το Μίκη, ήταν η σκιά του όπως είπαμε ή σφύριγμα. Μαθαίναμε όμως κάνοντας έναν γύρο, φανταστείτε ας πούμε αυτό το νεοκλασικό σπίτι με τα πολλά δωμάτια, με τα πολλά παράθυρα, με τους διαδρόμους και λοιπά, κάνοντας ένα γύρο έτσι γύρω-γύρω μαθαίναμε πάρα πολλά πράγματα. Υπήρχαν κρατούμενοι οι οποίοι περιμένανε να κάνουν, να μπούνε στο γραφείο ανακρίσεων. Υπήρχαν οι συγγενείς. Εκεί επιτρεπότανε και επισκεπτήριο. Και από το επισκεπτήριο όπου γινότανε. Εγώ ας πούμε η μητέρα μου και ενδιάμεσα ο ασφαλίτης μπορούσαμε ακόμα και τότε να πούμε μερικά πράγματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όταν λέτε το σφύριγμα, τι εννοείτε, τι έκανε;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Το σφύριγμα; Σφύριζε, τραγούδαγε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και εσείς;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Τραγουδάγαμε, αλλά δεν μας επιτρέπανε, αλλά εμείς ξαναρχίζαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γιατί μας έλεγε, αυτό προσπαθώ να σας κάνω να πείτε, γιατί μας έλεγε στην συνέντευξη ότι σας άκουγε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Εμένα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ότι άκουγε τις γυναίκες από το διπλανό κελί να τραγουδάνε και είχε τρελαθεί.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Μέσα στο ένα κελί ήταν η Τόνια η Μαρκετάκη που χάθηκε και αυτή. Η Ρένα η Χατζηδάκη, η Ανθή Δεσποτίδη και τραγουδάγαμε τραγούδια όχι Μίκη Θεοδωράκη, γιατί τότε θα έπρεπε η κατηγορία θα γινότανε μεγαλύτερη, τραγουδάγαμε λατινικά επαναστατικά τραγούδια από το «Μπέλα τσάο», από τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Τέτοια τραγούδια. Αμερικάνικα ... και λοιπά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μας είχε πει και άλλο ένα και θέλω να μου πείτε εάν ισχύει, δεν ξέρω εάν ήτανε το δικό σας το κελί με κάποιο άλλο, ότι δεν έβλεπε ποιοι ήτανε, ήτανε κελί γυναικών πάντως δίπλα, και είχε βγάλει το χέρι του από το παράθυρο και έβγαζε μία - μία το χέρι να του το αγγίξει από το διπλανό.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Δεν ήμουνα μπροστά όταν έγινε αυτό, αλλά το έχω ακούσει, δεν ήμουνα μπροστά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ήσασταν και σε διπλανό κελί με τον Ανδρέα τον Λεντάκη.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ναι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι γινότανε με τον Ανδρέα τον Λεντάκη, γιατί έβγαλε το τραγούδι γι’ αυτόν ο Μίκης.
Κα ΑΡΣΕΝΗ:Γιατί κάθε βράδυ ήτανε αυτός ο εφιάλτης με τα βασανιστήρια που γινότανε επάνω στην ταράτσα και τα ακούγαμε και οι φωνές και αυτών που βασανίζανε και αυτών που βασανιζόντουσαν ήταν ένα πράγμα φοβερό. Βάζανε και μία μηχανή να μαρσάρει σαν μοτοσικλέτα, ήταν για να καλύπτει τις φωνές και κάθε βράδυ ακούγαμε τις κραυγές.
Τι έγινε με τον Ανδρέα. Τον Ανδρέα τον πιάσανε, τον βάλανε στο διπλανό κελί το δικό μας, στο διπλανό δωμάτιο - κελί δικό μας, και από κάποιες χαραμάδες από κάποια αυτά είχαμε μία επικοινωνία μαζί του, ήταν δίπλα και το WC του ορόφου και όταν τον πήραν τον Ανδρέα το είδαμε ότι τον πήρανε και τον είδαμε που τον ανεβάσανε από τον φεγγίτη αυτόν πάνω στην ταράτσα και ακούγαμε τις κραυγές του. Ξέραμε ότι αυτός είναι ο Ανδρέας. Στους άλλους δεν ξέραμε ποιος είναι. Θα μου πείτε έχει σημασία; Είχε σημασία. Με τον Ανδρέα επαληθεύτηκε αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τον Ανδρέα τον πηγαίνανε στην ταράτσα. Ήταν σημαντικό διότι ξέρατε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ξέραμε ότι είναι αυτός. Και εκεί επιβεβαιώθηκε αυτά που λέγαμε, και το γράφει και η Ρένα η Χατζηδάκη, η Μαρίνα τα αινίγματα τι είναι αυτό που ανεβαίνει στην ταράτσα με τα πόδια και το κατεβάζουν με κουβέρτα. Αυτό ήταν με τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας ήτανε ένα κουρέλι μετά. Ήτανε ένα κουρέλι, τον ξαναβάλανε στο κελί.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εκεί του κτυπήσατε, πως καταλάβατε ότι ήτανε.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Του κτυπήσαμε, του ψιθυρίσαμε, του είπαμε αυτά. Μας είπε, το μόνο που μπόρεσε να πει είπε «δεν μίλησα».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα μου πείτε για τα τοκ, τοκ τώρα;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Για το ...
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Για τα τοκ, τοκ. Τα τακ, τακ.
Κα ΑΡΣΕΝΗ:Τα τακ, τακ, ήτανε ακόμα και ασύνδετα και τυχαία, ήτανε μία πολύ μεγάλη επικοινωνία ανάμεσά μας στα κελιά κάτω, στην απομόνωση δηλαδή. Ξέρω εγώ, εγώ με φέρνανε από την ανάκριση το βράδυ αργά και άκουγα, τακ, τακ, τακ, στο κελί. Και απαντούσα και εγώ όσο μπορούσα, γιατί υπήρχε και μία φοβερή εξάντληση, τακ, τακ. Ο άλλος από την άλλη μεριά για να, ευχαριστιότανε, εντάξει ... τακ, τακ, τακ. Ευχαριστώ. Αυτό ήταν ντουκ, ντουκ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πόσο καιρό μείνατε στην Μπουμπουλίνας.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Στην Μουμπουλίνας έμεινα τρεις μήνες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Πότε βγαίνετε, πόσο κάθεστε εσείς εκεί.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Κάθισα περίπου τρεις μήνες, οι δύο μήνες ήταν κάπου στην απομόνωση, ο ένας μήνας ήταν επάνω στο τέταρτο πάτωμα, και μετά μας μεταφέρουν στης Φυλακές Αβέρωφ, όπου εκεί ήταν παράδεισος πια, διότι ξαφνικά αποκτήσαμε δικαιώματα, να έχουμε επισκεπτήριο. Δεν είχαμε από πάνω το φόβο της ανάκρισης. Η ημέρα ήτανε κανονισμένη, αρχίζαμε και οργανωνόμαστε. Είχαμε και τις ελεύθερες ώρες, παίζαμε και μπάλα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πώς οργανώνεστε;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Να κάνουμε μαθήματα το βράδυ, να κάνουμε παραστάσεις το βράδυ, τραγούδια, παρέες, κάποιοι να κάνουν μαθήματα γαλλικά, αγγλικά, ό,τι ήξερε ο καθένας το έβαζε. Όπως είχαμε και κοινόβιο. Ότι επισκεπτήριο ερχότανε το βάζαμε σε ένα τραπέζι και το τρώγαμε όλοι μαζί, έτσι ήταν και ότι ο καθένας είχε. Να εγώ μπορεί να κάνω γαλλικά, αγγλικά, γυμναστική.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εσείς ήσασταν στις παραστάσεις να υποθέσω;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ήταν αυτοσχέδια που γινότανε κάθε βράδυ, είχαμε τότε και πολύ νωπά διάφορα πράγματα που ήταν αστεία, τα κείμενα του Μπόστ. Παίζαμε τα παιχνίδια πάλι αυτά που λέει η Ρένα η Χατζηδάκη, την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου το παίζαμε με τις ώρες, που είναι ένα παιχνίδι που ψάχνεις να βρεις ποια προσωπικότητα είναι όταν μοιάζει με ένα δέντρο, με ένα φυτό, με ένα στοιχείο της φύσης την βρίσκεις την προσωπικότητα. Το παίζαμε με τις ώρες.
Την περιγράφω με την καλύτερα χρώματα την φυλακή, γιατί η φυλακή ήρθε μετά από το κολαστήριο της Μπουμπουλίνας. Όχι ότι και εκεί δεν υπήρχαν άλλες καταστάσεις να αντιμετωπίσεις, πέρα από τις πραγματικές καταστάσεις ξέρω εγώ το κρύο ή την έλλειψη πολλών πραγμάτων. Τότε ήταν και καλόγριες, δεν μας αφήνανε να φοράμε παντελόνια. Κοιμόμασταν με τα γάντια, γιατί παγώναμε. Όπου το φαγητό όταν δεν είχαμε επισκεπτήριο δεν τρωγότανε. Όπου για να πλυθείς ήταν πολύ μεγάλη ιστορία.
Άρχισε να μπαίνει μέσα πια, αυτό ήταν από τα χειρότερα της φυλακής, η πίεση των απέξω. Άρχισαν να έρχονται οι δικηγόροι, οι δικοί μας. Να βλέπεις σε ποια κατάσταση έχεις αφήσει την οικογένειά σου, το σπίτι σου πίσω σου, τι περνάγανε αυτοί οι άνθρωποι έξω. Αυτό ήτανε το επισκεπτήριο το οποίο το περίμενε κανείς με φοβερή λαχτάρα. Και μία από τις ποινές άμα δεν ήσουνα καθώς πρέπει στην φυλακή ήταν να σου κοπεί το επισκεπτήριο. Ήταν αυτή η ψυχολογική πίεση. Θα πρέπει να σου τα έχουν πει και άλλοι αυτά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πόσο καιρό κάθεστε στην φυλακή;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Στη φυλακή κάθισα λίγο κάπου ενάμιση - δυο μήνες, γιατί αμέσως έγινε το δικαστήριο, ήταν το πρώτο Στρατοδικείο που έγινε. Έγινε το Στρατοδικείο και εκεί εγώ πήρα μία φυλάκιση τριών χρόνων με αναστολή. Έτσι βγήκα έξω.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και όταν βγαίνατε πλέον έχουν περάσει έξι μήνες;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Όχι λιγότερο, τέσσερις, πέντε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είναι πολύ διαφορετική η Ελλάδα από έτσι όπως την είχατε αφήσει;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Εκεί ήταν άλλη μια κατάσταση ότι ήσουν ο καμένος, ήμουν καμένη, δεν έπρεπε να έρθω πολύ σε επαφή με τους φίλους που ήταν καθαροί, γιατί η παρακολούθηση ήταν στενή. Έπρεπε να φυλάγομαι εγώ, να φυλαγόντουσαν και οι άλλοι. Και κάπου στο κενό. Δηλαδή έκανες ό,τι έκανες, πέρασες ό,τι πέρασες, τώρα έξω τι γίνεται. Δουλειά δεν μπορούσα να ξαναρχίσω να δουλέψω στο θέατρο, δεν υπήρχε περίπτωση, δεν με έπαιρνε κανένας. Μπορούσα να κάνω όλες τις άλλες δουλειές που κάνανε όλοι οι αριστεροί κατά καιρούς, ξέρω από πλασιέ βιβλίων, αυτό ήταν ένα επάγγελμα πολύ διαδεδομένο σε όλους τους αριστερούς από τον εμφύλιο και εντεύθεν.
Άργησα πάρα πολύ να συνέλθω. Όχι τόσο γι’ αυτά που είχα περάσει, όσο γι’ αυτά που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Και το πρώτο βήμα που έκανα είναι όταν με ειδοποιήσανε ότι είναι στην Ελλάδα, έχει έρθει μία αποστολή από την Άμνιστι Ιντερνάσιοναλ, όπου ψάχνει να βρει μαρτυρίες από ανθρώπους που πραγματικά βασανιστήκανε. Και μου είπανε θέλεις, μπορείς, το αντέχεις να πας; Και το άντεξα και πήγα. Αυτό ήταν στο σπίτι της Αμαλίας της Φλέμιγκ, η οποία και αυτή κυκλωμένη από ασφαλίτες και παρακολουθήσεις. Και ήτανε εκεί δύο της Άμνιστι Ιντερνάσιοναλ, ο Μαρέκο και ο Τζέιμς Μπέκετ, οι οποίοι ζητήσανε να τους κάνω μία κατάθεση ενυπόγραφη, την οποίαν θα παίρνανε, θα φυλάγανε και θα πήγαινε στο εξωτερικό να φυλαχτεί σε ένα ασφαλές μέρος.
Εγώ τους είπα κοιτάξτε να δείτε, αυτά συμβαίνουν σε χώρες που έχουν ομαλό πολίτευμα, θα σας κάνω γραπτή κατάθεση με το όνομά μου για να πάει να φυλαχτεί στην Ευρώπη έξω; Εγώ θα σας πω τι ακριβώς συνέβη στην Ασφάλεια μέσα και στην φυλακή, δεν θα σας πω το όνομά μου. Εκεί είδα ιδίως τον Άγγλο τον Μαρέκο που κατσούφιασε.
Εκεί επενέβη και η Φλέμιγκ, η οποία ήταν και έτσι και αυθόρμητη και χυμώδης τύπος και λοιπά και είπε ότι τι είναι αυτά τα πράγματα που ζητάτε τώρα αυτή την στιγμή. Ξέρετε από που έρχεται και με τι κίνδυνο έχει έρθει εδώ και ζητάτε και υπογραφές και αυτά για να βεβαιωθεί και το γνήσιο της υπογραφής ότι αυτό που λέει είναι αλήθεια. Έγινε μία μικροσύγκρουση εκεί πέρα. Εν πάση περιπτώσει αυτοί δεν επιμένανε, εγώ τα είπα όλα αυτά τα πράγματα και τα είπα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έπρεπε να τους πείσω ότι τα βασανιστήρια τα οποία μέχρι στιγμής απλώς ακουγόντουσαν, δηλαδή κάποιος άκουσε κάποιον ότι έπαθε ή αυτό ή εκείνο ή το άλλο, αυτά συμβήκανε σε μένα και συμβήκανε ακριβώς έτσι. Έπρεπε να πειστούν ότι στην Ελλάδα γίνονται βασανιστήρια.
Αυτό καταγράφτηκε, δεν κρατούσαν σημειώσεις, δεν κάνανε τίποτα, τα ακούγανε αυτά τα πράγματα όπως τα περιγράφει και ο Μπέκετ στο βιβλίο του «Βαρβαρισμός στην Ελλάδα». Και στοιχειώθηκε μέσα σε άλλες μαρτυρίες σαν περίπτωση αριθμός 8 ας πούμε η δική μου περίπτωση.
Τότε αρχίζει και γίνεται μία κινητοποίηση στο εξωτερικό, που ξεκίνησε από τους Σκανδιναβούς, οι οποίοι εγκαλούν την Ελλάδα στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τα ανθρώπινα δικαιώματα για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκεί γίνεται μία συνεργασία με την Διεθνή Αμνηστία. Η Διεθνής Αμνηστία δίνει τις μαρτυρίες που είχε, οι περισσότερες ήταν ανώνυμες. Από κάπου, δεν ήταν από διαρροή, από κάπου μάθανε από μία πηγή έτσι πολύ συγκεκριμένη ότι μία απ’ αυτές που είχε δώσει τις καταθέσεις ήμουνα εγώ, και τότε γίνεται η πρόταση από τον Ανδρέα τον Παπανδρέου και τον αδελφό μου που ήταν στο εξωτερικό να φύγω παράνομα και να πάω να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Γιατί έπρεπε εγώ να φύγω και να πάω εγώ να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ήμουνα η μόνη που είχα βασανιστεί και ήμουνα έξω από την φυλακή, όλοι οι υπόλοιποι είχαν μείνει στην φυλακή και ήμουνα αυτή που θα μπορούσε να πει «ναι, σε μένα γίνανε αυτά», όχι στο διπλανό μου, όχι άκουσα, ούτε είδα.
Όταν έκαναν την προσφυγή οι σκανδιναβικές χώρες στο Συμβούλιο της Ευρώπης την κάνανε για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δηλαδή την ελευθερία του τύπου, την κατάργηση της Βουλής, των κομμάτων, το συνδικαλισμό, όλα αυτά. Δεν είχαν συμπεριλάβει τα βασανιστήρια, τα βασανιστήρια ήρθαν μετά όταν άρχισε να βοά ο κόσμος ότι στην Ελλάδα το βασανιστήριο ήταν μια κοινή πρακτική σε όσους συλλαμβάνανε.
Έπρεπε λοιπόν να δοθεί μία μάχη στο Στρασβούργο, να πειστούν οι άλλες χώρες να βάλουν και τα βασανιστήρια μέσα στην προσφυγή των Σκανδιναβών. Εκεί μπλέκομαι εγώ. Τον Απρίλιο του ’68 φεύγω παράνομα από την Ελλάδα και πάω στην Γαλλία και τον Νοέμβρη του ’68 κρατώντας ακόμα την ανωνυμία μου πάω στο Στρασβούργο. Είχα μιλήσει με όλους τότε, με τον επικεφαλής της αντιπροσωπείας τον Έβενσεν, με τον Δανό τον Έσπερσεν, δεν είχα πει όμως ακόμα το όνομά μου σε αυτούς.
Η ευθύνη μου ήταν τεράστια, έπρεπε να πάω και να τους πείσω ότι πρέπει να εξετάσουν και τα βασανιστήρια. Η Ελλάδα είναι υπόλογη, που αν κανείς μπορούσε να δεχτεί κάτω από δεν ξέρω ποιες συνθήκες ότι μπορεί να απαγορευτεί να κηρυχθεί ένας στρατιωτικός νόμος και να κηρυχθεί η απαγόρευση ξέρω εγώ της κυκλοφορίας του Τύπου, των κομμάτων, των συνδικάτων και λοιπά, σε καμία περίπτωση κανείς και κανείς δεν θα δεχότανε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούνε και βασανιστήρια.
Πέρασα πάρα πολύ έτσι έντονα και ανήσυχα και ήταν από τις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μου όταν πήγα σε αυτό το Συμβούλιο της Ευρώπης, που ήτανε έτσι νομομαθείς της Ευρώπης, ψυχροί, ακριβείς, άκαμπτοι. Κατέθετα κάπου πέντε ώρες νομίζω προσπαθώντας να ανακαλέσω κάθε λεπτομέρεια, να είμαι σαφής και πειστική. Νομίζω ότι έπαιξε κάποιο ρόλο αυτό.
Συγχρόνως όμως με την μοναδική μαρτυρία την δική μου συμβήκανε και διάφορα άλλα ευτράπελα εκεί, τα οποία ήτανε έτσι πολύ ενθαρρυντικά και αναζωογονητικά για εμάς. Η χούντα είχε φέρει τους δικούς της μάρτυρες να πούνε ότι εμείς περάσαμε και από δω και από κει και από την Ασφάλεια και από τα τμήματα και από την Θεσσαλονίκη και από δω και πουθενά δεν γίνανε αυτά τα πράγματα που λένε. Και ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας λεγότανε Μαρκετάκης, και ο άλλος λεγότανε Μελέτης, που αφού τους φέρανε και τους πήγανε στο Στρασβούργο σε ένα άλλο ξενοδοχείο, αυτοί δραπετεύουν από το ξενοδοχείο αυτό και έρχονται, ζητάνε άσυλο στο ξενοδοχείο που μέναμε εκεί για να καταθέσουν την αλήθεια.
Αυτό ήταν ένα γεγονός που έκανε πολύ μεγάλο πάταγο, μεγάλη εντύπωση. Και έτσι αποφασίζουν οι νομομαθείς και οι δικαστές της Ευρώπης να βάλουν και τα βασανιστήρια μέσα στην προσφυγή τους εναντίον της Ελλάδας.
Από κει και πέρα οι μάρτυρες σιγά - σιγά βγήκανε και άλλοι έξω, βγήκε ο Κοροβέσης, βγήκε η Νατάσα η Τσίρκα, Μερτίκα, βγήκε ο Γιάννης ο Λελούδας. Ήρθαν εδώ το Συμβούλιο της Ευρώπης κάποιοι αντιπροσωπείες να διαπιστώνουν εάν αυτά που λέγαμε εμείς, πως να τα διαπιστώσουν, τα κτίρια, για τα κελιά. Το μόνο που δεν βρήκανε νομίζω κοριοί. Είχανε κάνει τότε μία απολύμανση και είχανε φύγει οι κοριοί από την Ασφάλεια.
Και έτσι προχώρησε η ιστορία αυτή του Συμβουλίου της Ευρώπης, που σταμάτησε γύρω στο 1970 νομίζω, όταν ήτανε έτοιμοι να διώχνουν την Ελλάδα από το Συμβούλιο και με μία κίνηση έτσι εντυπωσιασμού η χούντα πριν προλάβει να βγει αυτή η απόφαση αποσύρεται η ίδια από το Συμβούλιο της Ευρώπης και μάλιστα το γιορτάσανε. Εδώ ήταν τα ευτράπελα που έκανε η δικτατορία, γιατί γελούσαμε και πολύ στην δικτατορία, δεν ήταν μονάχα πόνος και θυμός και οργή, γελάγαμε πάρα πολύ. Το γιόρτασε ως το τέταρτο «όχι».
Το πρώτο «όχι» νομίζω ήταν του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, εάν δεν κάνω λάθος γιατί μην ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός ήταν ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Το δεύτερο ήταν το ’40 του Μεταξά. Το τρίτο ήτανε στους κομουνιστοσυμμορίτες στον εμφύλιο πόλεμο. Και το τέταρτο ήταν το «όχι» που είπαμε στους ευρωπαίους, οι οποίοι είναι διεφθαρμένοι και ομοφυλόφιλοι από πάνω είναι και είπαμε το «όχι» στην Ευρώπη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με τον Μανώλη τον Καραπιπέρη τι είχε γίνει;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Δεν θυμάμαι ακριβώς, γιατί τα γεγονότα τότε ήτανε μεταξύ γνωστών και αγνώστων. Ήταν τα παιδιά που κατέβαιναν αυτό που λέω με τις κουβέρτες κάτω και δεν ήξερα τότε ότι λεγότανε Μανώλης Καραπιπέρης, μετά τον συνάντησα έξω. Ήταν και αυτός από τους πάρα πολύ βασανισμένους. Τον κατεβάσανε με την κουβέρτα και τον πετάξανε εκεί σε έναν διάδρομο στην Ασφάλεια, και κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μας είπε πως τον είχατε δει και σας είχε δώσει κιόλας την μαρτυρία του, αν δεν κάνω λάθος, και την είχατε πάει και αυτή στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ναι. Όχι όταν είχα πάει, αφού είχα πάει. Όταν έφυγα δεν το ήξερε κανένας δηλαδή, γι’ αυτό λέω παράνομα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να πάμε λίγο στα πριν. Μου είπατε και τώρα ότι γελάτε πολύ στην δικτατορία και γενικά είχαμε έναν δικτάτορα. Μάλλον όσοι ήταν στην ηγεσία ήτανε..
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Ήταν πολύ φαιδρός. Καλά, μίλαγε με μία ακαταλαβίστικη γλώσσα, με κάτι ελληνικούρες και με κάτι ασύντακτα πράγματα, τα οποία δεν έβγαζες και νόημα πολλές φορές. Αυτό έδωσε τροφή, και όχι μόνο ο Παπαδόπουλος, και όλοι. Ο Πατακός που ήταν θρήσκος. Διάφοροι εκεί πέρα που μοστράρανε και στις τηλεοράσεις. Όχι στην τηλεοράσεις, η τηλεόραση ακόμα δεν ήτανε, στα επίκαιρα. Στα επίκαιρα του σινεμά.
Εγώ είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι ο ελληνικός λαός στο σύνολό του ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την δικτατορία. Το γεγονός ότι αν αριθμήσουμε την αντίσταση σε αυτούς που πιαστήκανε, σε αυτούς που εξοριστήκανε, ο αριθμός μπορεί να φανεί μικρός σχετικά με τον πληθυσμό μας. Δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπο κλίμα ήταν υπέρ των συνταγματαρχών. Ο καθένας έκανε τις μικρές του αντιστάσεις όσο μπορούσε.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανένας σήμερα και ιδίως τα νέα παιδιά ποια ήταν η καθημερινότητα τον καιρό της δικτατορίας. Οι φυλακές, οι απαγορεύσεις, τα βασανιστήρια, αυτά κυριαρχούσανε. Από κει και πέρα όμως αυτή έμπαινε στην ζωή σου, έμπαινε στο σπίτι σου. Δεν ξέρω πόσο εύκολα ένα παιδί μπορεί να καταλάβει ότι εάν ακούσει μία μουσική στο σπίτι του μπορεί να συλληφθεί. Αν άκουγε Θεοδωράκη ιδίως στο σπίτι του μπορούσε να τον συλλάβουν. Και φυσικά δεν συζητάμε για το δρόμο, να τραγουδήσει στο δρόμο, γιατί εκείνο τον καιρό τραγουδάγαμε και στο δρόμο. Ότι δεν μπορούσες να αγοράσεις τα βιβλία που ήθελες. Δεν μπορούσες να διαβάσεις τα βιβλία. Όταν εμένα ήρθαν στο σπίτι μου, μού κατεβάσανε όλη την βιβλιοθήκη και πήγε για πολτοποίηση ή πήγε στα παλιατζίδικα στο μοναστηράκι.
Ο φόβος που μιλήσαμε και λίγο προηγούμενα ότι ο διπλανός σου ήτανε χαφιές, ότι δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει από το τηλέφωνο, τα τηλέφωνα παρακολουθούνται, τι εφημερίδα παίρνεις, με ποιον κάνεις παρέα. Αυτή η καθημερινότητα δηλαδή πως βιώνεις αυτή την καθημερινότητα σε ένα καθεστώς φόβου και τρόμου είναι δύσκολο να το μεταφέρει κανένας, ιδίως στην νέα γενιά που τα πράγματα είναι δεδομένα, και καλώς είναι δεδομένα. Αλίμονο, ουαί και αλίμονο να μην είναι δεδομένα.
Ένα λοιπόν από τις πρώτες αντιστάσεις έτσι του κόσμου που ήταν ομαδική ήτανε τα ανέκδοτα. Τα ανέκδοτα λοιδορηθήκανε από πάρα πολλούς ότι καλά τώρα με αυτά εκτονώνεται ο κόσμος και δεν κάνει σοβαρή αντίσταση και λοιπά. Το χιούμορ είναι καταλυτικό. Είναι καταλυτικό και σε εμψυχώνει, σου δίνει ένα κουράγιο. Το γέλιο είναι δύναμη. Και κυκλοφορούσαν άπειρα ανέκδοτα, τα οποία ξεκινάγανε από το πρωί και φθάνανε το βράδυ να μαζεύονται ένα σωρό. Αυτά που μαζευόμαστε κάπου και τα λέγαμε μυστικά ο ένας στον άλλον και μετά γελάγαμε. Λέω να μην γελάμε και πολύ, γιατί θα μας πιάσουνε. Όποιος γελάει κάποιο ανέκδοτο θυμάται για την χούντα και είναι ύποπτος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θυμάστε κανένα;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Τώρα έτσι που μιλάγαμε για τα ανέκδοτα θυμήθηκα ένα απ’ αυτά που δείχνει αυτό το κοινό αίσθημα που υπήρχε. Ότι αυτοί από πάνω, αυτός ο τρόμος θα πρέπει να σπάσει και όποιος τολμάει να τον σπάσει αυτόν τον τρόμο είναι ήρωας, είναι πολύ σπουδαίος. Ένα από τα ανέκδοτα που έτσι τώρα θυμήθηκα, γιατί ήταν πάρα πολλά και πραγματικά θα άξιζε τον κόπο κάποιος να καθίσει να τα καταγράψει. Δεν νομίζω ότι έχει γίνει αυτή η καταγραφή του χιούμορ.
Είναι δύο παιδιά σε ένα μπαλκόνι το ένα στο ένα απέναντι από το άλλο και βγαίνει ο πρώτος, όπου είναι το παιδί το καλό, το φρόνιμο, το αυτό με τα ωραία ρούχα και αυτά και φωνάζει στον άλλον, «εγώ έχω αυτοκινητάκι, εσύ δεν έχεις». Φεύγει ο άλλος θυμωμένος. Μετά από λίγο «εγώ έχω και τρενάκι, εσύ δεν έχεις». Ξαναβγαίνει πάλι. «Εγώ έχω και πατίνι, εσύ δεν έχεις». Όπου βγαίνει ο μικρός από την άλλη μεριά και του λέει, «και εμείς κρύβουμε το θείο μας, και εμείς κρύβουμε το θείο μας». Μέσα στο σπίτι του είπανε ότι κρύβεται ο θείος και δεν έπρεπε να το πει σε κανέναν, ήταν πολύ σπουδαίο και ηρωικό, αλλά τον έφερε μέχρι εδώ με τα πατίνια και αυτός έπρεπε να ... ότι κρύβουμε το θείο μας. Ένα απ’ αυτά που θυμάμαι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μου θύμισε λίγο το «δεν έχεις μαρμελάδα, δεν έχεις θείο Λένιν».
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Δεν το ξέρω αυτό, δεν το θυμάμαι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτός είναι ο τέταρτος όροφος;
Κα ΑΡΣΕΝΗ: Είναι ο τέταρτος όροφος που κάποια γραφεία είχανε γίνει κρατητήρια, γιατί ήταν το αδιαχώρητο. Εγώ ήμουνα σε αυτό το γραφείο - κελί με άλλες εννιά ή δέκα κρατούμενες. Εδώ ήταν και η οικογένεια Τσούμα στο σπίτι που πιάστηκε ο Μίκης και είχαν φέρει όλη την οικογένεια. Ήταν η Τόνια η Μαρκετάκη, η Ανθή η Δεσποτίδη, η Θάλεια η Βεργοπούλου. Και ξεχνάω αρκετές.
Απ’ αυτό το δωμάτιο που είχε ένα παράθυρο, το οποίο κάτω, αυτός είναι ένας φωταγωγός που έφθανε μέχρι τα υπόγεια και ακούγαμε και από τα υπόγεια φωνές. Εδώ που βλέπετε ανεβαίνει η σκάλα για την ταράτσα και από το παράθυρο το δικό μας βλέπαμε μέσα από το τζάμι να ανεβάζουν επάνω στην ταράτσα για το βασανιστήριο. Και απέναντι, όχι ακριβώς, εδώ πρέπει να ήταν το κελί που έμεινε ο Μίκης με τον Γιώργο τον Κουπαρούσο. Και η συνεννόηση γινότανε τα βράδια συνήθως όταν ηρεμούσαν λίγο τα πράγματα με σφυρίγματα, βλέπαμε και κάποιες σκιές.
Δίπλα στο κελί το δικό μας είναι ένα άλλο μικρότερο κελί, πολύ μικρότερο, που βάλανε μόλις τον πιάσανε τον Ανδρέα τον Λεντάκη.
Από δω που ήταν τα αποχωρητήρια. Και ευτυχώς τα κτίρια ήταν παλιά και ερειπωμένα. Ήταν όλο χαραμάδες, όλο σκισμές. Μπορούσες και να διακρίνεις και να μιλήσεις και να ψιθυρίσεις και να ρίξεις κάτω από την πόρτα κάποιο σημείωμα.
Αυτή ήταν μια πόρτα έτσι παλιά ξύλινη, της συμφοράς και αυτή, που οδηγούσε στην ταράτσα επάνω. Πρέπει παλιά να ήταν πλυσταριά και τα δωματιάκια αυτά είχανε γίνει δωμάτια βασανιστηρίων. Εδώ είμαστε.
Εδώ πάμε στην απομόνωση, είναι υπόγεια χωρίς φως, μέσα στην υγρασία, ήταν γεμάτα κοριούς. Η απομόνωση είναι όπως φαίνεται και εδώ ένα Π. Κελιά πάρα πολύ μικρά με ένα τσιμέντο κάτω μόνο, χωρίς κουβέρτα, χωρίς τίποτα. Εδώ καθότανε ο αστυφύλακας που είχε την επίβλεψη των κελιών να μην παραφέρονται και να μην κάνουν πράγματα εκτός κανονισμού. Και εδώ γύρω - γύρω - γύρω ήτανε διάδρομος.
Όταν οι συλλήψεις ήταν αθρόες και δεν είχανε που αλλού να τους στοιβάξουν φέρνανε αρκετούς κρατούμενους και τους βάζανε στο διάδρομο, που συνήθως σκεκόντουσαν όρθιοι, δεν μπορούσαν να..
Αυτό, ο συνωστισμός που σου έκοβε την ανάσα, όπου δεν μπορούσες δηλαδή όχι να κουνηθείς, δεν μπορούσες να πας στην τουαλέτα, η τουαλέτα δεν έκλεινε. Αυτός ο συνωστισμός ήταν μία πάρα πολύ μεγάλη βοήθεια για τους κρατούμενους που ήταν στα κελιά και να μεταφέρουν μηνύματα και να περάσουν ένα ποτήρι νερό σε αυτούς που ήταν αυστηρά και να δώσουν ο ένας στον άλλον κουράγιο. Ο αστυφύλακας δεν μπορούσε να έχει την επίβλεψη όλων αυτών.
Εδώ ήταν χώρος πάρα πολύ ανοικτός, τουλάχιστον έτσι μου φαινότανε τότε. Ήταν όλος αυτός ο χώρος εκτός απ’ αυτά τα δύο ήτανε ένα ανοικτό τετράγωνο που την λέγαμε η πηγάδα. Εκεί είχαν τους πιο ελαφριά κρατούμενους. Εδώ μιλάγανε, διασκεδάζανε, ήτανε ποινικοί μαζί, ήταν πολιτικοί κρατούμενο μαζί, ήταν όλοι μαζί.
Εδώ είχε πιαστεί και ήτανε ο Διονύσης ο Σαββόπουλος, όπου κάθε βράδυ γινότανε ένα είδος έτσι συναυλίας. Τραγουδάγανε αυτοί, προσπαθούσαμε να τραγουδήσουμε και εμείς από δω.
Πηγη tvxs.gr