Του Γιώργου Καλλή via Greeklish
Κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε υποστηρίξει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό». «Και όμως υπάρχει εναλλακτική και είναι ήδη εδώ», υποστηρίζει από την άλλη, ο διάσημος κοινωνιολόγος Manuel Castells, γνωστός για την οξυδέρκεια του όντας ένας από τους πρώτους διανοητές που διέκριναν την μετάβαση από την βιομηχανική κοινωνία στηνδικτυακή κοινωνία της πληροφορίας.
Στη νέα του δουλειά, ο Castells υποστηρίζει ότι εν μέσω κρίσης μια νέα δομική αλλαγή λαμβάνει χώρα στις κοινωνίες της Δύσης. Πλήθος νέων ανθρώπων αυτο-οργανώνεται και παίρνει τις τύχες στα χέρια του, ανακτώντας βασικές παραγωγικές διαδικασίες από την αγορά και συμπληρώνοντας το Κράτος στην εξασφάλιση πρόνοιας. Η εμπειρική έρευνα των Castells, Conill και της ομάδας τους στη Βαρκελώνη, η οποία αποτυπώνεται στο ντοκιμαντέρ «Φόρος Τιμής στην Καταλονία ΙΙ» (αναφορά στο ομώνυμο έργο του Όργουελ για το αναρχικό πείραμα στην Καταλονία κατά την διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου), αναλύει πληθώρα παραγωγικών πειραμάτων στην πόλη όπως συνεταιρισμούς βιολογικών τροφίμων που φέρνουν μαζί παραγωγούς και καταναλωτές, κοοπερατίβες συστέγασης, συνεταιριστικές τράπεζες με κοινωνικές επενδύσεις, τοπικά νομίσματα και ανταλλακτικές αγορές, παιδικούς σταθμούς και σχολεία διαχειριζόμενα από τους γονείς, συνεταιρισμούς πρωτοβάθμιας ιατρικής βοήθειας, καλλιτεχνικές ομάδες, αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα, αστικούς κήπους, ακόμα και συνεταιριστικά γηροκομεία. Εν μέσω ενός καπιταλιστικού συστήματος το οποίο καταρρέει, αδυνατώντας να ικανοποιήσει πια βασικές ανάγκες, οι άνθρωποι αυτοί, υποστηρίζει ο Castells, παράγουν αξίες χρήσης έξω από την αγορά, κτίζοντας μια νέα μη-καπιταλιστική οικονομία αλληλοβοήθειας και συνεργασίας.
Tα συνεταιριστικά εγχειρήματα εκφράζουν και διασπείρουν παραδοσιακές αριστερές αξίες, ενώ παράγουν στην πράξη ένα νέο αριστερό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, εναλλακτικό προς το αποτυχημένο του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Το σημαντικότερο τέτοιο εγχείρημα είναι η Cooperativa Integral Catalana (CIC), η ολοκληρωμένη Κοοπερατίβα της Καταλονίας. Νομικά κατοχυρωμένη, η CIC αριθμεί περί τα 600 μέλη και 2000 συμμετέχοντες, παρέχοντας μια δομή η οποία συνδέει πλήθος άλλων κοοπερατίβων, περιφερειακών δικτύων ανταλλαγής και τοπικών νομισμάτων. Στόχος της είναι η αυτόνομη κάλυψη όλων των βασικών αναγκών των μελών της, από την εργασία και την κατανάλωση τροφής, έως την παιδεία, την υγεία και την σύνταξη. Σε έναν βαθμό το καταφέρνει ήδη, αφού για αυτούς που εργάζονται και ζουν από την CIC, ένα ελάχιστο εισόδημα, γύρω στα 200 με 300 Ευρώ, αρκεί για τα υπόλοιπα. Ένα από τα πολλά πρότζεκτ της CIC είναι η “οικο-βιομηχανική αποικία” του Calafouστην εγκαταλελειμμένη ομώνυμη βιομηχανία στα περίχωρα της Βαρκελώνης, όπου έχουν μετεγκατασταθεί τρίαντα άτομα διαφόρων ηλικιών, απασχολούμενα με την παράγωγη ελεύθερου λογισμικού και χαμηλού κόστους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ένα άλλο σημαντικό εγχείρημα είναι η “Aurea Social”, ένας αυτοδιαχειριζόμενος χώρος περί τα 500 τ.μ., αγορασμένος από τα μέλη της CIC σε παλιό κτήριο στο κέντρο της Βαρκελώνης, ο οποίος στεγάζει κοοπερατίβες γιατρών, δικηγόρων και εκπαιδευτικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Τα εγχειρήματα αυτά συνεπικουρούνται από ένα πυκνό δίκτυο καλλιεργητών και παραγωγών βιολογικών προϊόντων στα περίχωρα της πόλης, περιλαμβανομένων δύο μεγάλων αγροτο-κοινόβιων.
Όπως λέει ο Didac Costa, κοινωνιολόγος και ιδρυτική φυσιογνωμία της Κοοπερατίβας, η CIC αποτελεί εφαρμογή των αρχών της αποανάπτυξης και ενός «αναρχισμού για τον 21οαιώνα», εμπνευσμένου από την παράδοση της Καταλονίας αλλά προσαρμοσμένου στις σύγχρονες επιταγές. “Το όραμα μας», λέει ο Costa, «είναι η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου μη-καπιταλιστικού συστήματος», στις παρυφές του καπιταλισμού, το οποίο όλο και θα γιγαντώνεται αντλώντας νέα μέλη έως ότου αντικαταστήσει τον καπιταλισμό, ο οποίος θα έχει μείνει ένα λείψανο του παρελθόντος όπως κάποιες μοναρχίες σήμερα. Ο Costa και οι σύντροφοι του ευαγγελίζονται έναν ειρηνικό αναρχισμό, ο οποίος δεν θα επιχειρήσει να επιβάλλει τίποτα, αλλά θα επεκταθεί λόγω των μεγαλύτερων δυνατοτήτων του σε σύγκριση με τον καπιταλισμό καθώς ο τελευταίος θα αδυνατεί όλο και περισσότερο να ικανοποιεί βασικές ανθρώπινες ανάγκες στην εργασία, την δημιουργία και την ψυχαγωγία. Μακροπρόθεσμα η αλληλοβοήθεια είναι ανώτερη οικονομικά του ανταγωνισμού, υποστηρίζει ο Costa, και η CIC ήδη παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια στους εργαζόμενους της, απ’ότι ο ιδιωτικός τομέας. «Ζούμε με λίγα, αλλά σίγουρα», λέει, και «είμαστε πλούσιοι όχι γιατί έχουμε πολλά, αλλά γιατί είμαστε ευτυχισμένοι με λίγα». Ο Costa πιστεύει ότι μέσα από δίκτυα επικοινωνίας και ανταλλαγής εμπειριών, τα οποία υποστηρίζει το διαδίκτυο, το μοντέλο θα εξαπλωθεί χωρικά και σε διεθνές επίπεδο. Η CIC ήδη επιχειρεί να συνδεθεί με άλλους “απελευθερωμένους από τον καπιταλισμό χώρους”.
Μια εύλογη αντίρρηση για το μοντέλο της CIC είναι αν, αυτοοργανώνοντας υπηρεσίες οι οποίες είναι υπό την ευθύνη του Κράτους, διευκολύνει και δικαιολογεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας και την εγκατάλειψη του κράτους πρόνοιας. Ο Giacomo D’Alisa, ερευνητής οικολογικών οικονομικών στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και συμμετέχων ως πολίτης σε πολλά συνεταιριστικά εγχειρήματα, διαφωνεί με την αντιδιαστολή μεταξύ κράτους και αυτο-οργάνωσης, στην οποία υποπίπτουν πολλοί από τους ακτιβιστές της CIC. Για τον D’Alisa, τα συνεταιριστικά εγχειρήματα εκφράζουν και διασπείρουν παραδοσιακές αριστερές αξίες, ενώ παράγουν στην πράξη ένα νέο αριστερό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, εναλλακτικό προς το αποτυχημένο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για τον D’Alisa οι πρακτικές αυτές δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το Κράτος, αλλά να παρέχουν φρέσκες ιδέες τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν ριζοσπαστικές αριστερές κυβερνήσεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις της οικονομίας και του Κράτους Πρόνοιας. Εάν η αντίληψη ότι στο μέλλον δεν θα είναι πια εφικτή ούτε και επιθυμητή η διαρκής αύξηση του ΑΕΠ, τότε μια αριστερή κυβέρνηση η οποία δεν θέλει να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας, οφείλει να προτείνει νέες λύσεις για το πως μπορούν να βελτιωθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες με παράλληλη μείωση του κόστος τους.
Όλα αυτά δεν συμβαίνουν φυσικά μόνο στην Καταλονία. Και στην Ελλάδα υπάρχει οργασμός πειραματισμού, όπως αυτός αποτυπώνεται και στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ της ομάδας των Ηλιόσπορων «Ένας άλλος κόσμος». Πολιτικά, ένα κομμάτι της οικολογίας και της αριστεράς έχει υποστηρίξει αυτά τα εγχειρήματα, αν και κατά την ταπεινή και εκ του μακρόθεν γνώμη μου, πολλοί συνεχίζουν να τα βλέπουν περισσότερο ως συμπαθητικά συμπληρώματα αλληλεγγύης σε μια δύσκολη περίοδο, παρά ως κεντρικά συστατικά ενός νέου πολιτικού οράματος για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας και την έξοδο από την κρίση. Αν ερευνητές όπως ο Castells ή ο D’Alisa έχουν δίκιο, τότε ίσως έχει έρθει και η ώρα να τα πάρoυμε όλοι πολύ πιο “στα σοβαρά”.
Κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε υποστηρίξει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό». «Και όμως υπάρχει εναλλακτική και είναι ήδη εδώ», υποστηρίζει από την άλλη, ο διάσημος κοινωνιολόγος Manuel Castells, γνωστός για την οξυδέρκεια του όντας ένας από τους πρώτους διανοητές που διέκριναν την μετάβαση από την βιομηχανική κοινωνία στηνδικτυακή κοινωνία της πληροφορίας.
Στη νέα του δουλειά, ο Castells υποστηρίζει ότι εν μέσω κρίσης μια νέα δομική αλλαγή λαμβάνει χώρα στις κοινωνίες της Δύσης. Πλήθος νέων ανθρώπων αυτο-οργανώνεται και παίρνει τις τύχες στα χέρια του, ανακτώντας βασικές παραγωγικές διαδικασίες από την αγορά και συμπληρώνοντας το Κράτος στην εξασφάλιση πρόνοιας. Η εμπειρική έρευνα των Castells, Conill και της ομάδας τους στη Βαρκελώνη, η οποία αποτυπώνεται στο ντοκιμαντέρ «Φόρος Τιμής στην Καταλονία ΙΙ» (αναφορά στο ομώνυμο έργο του Όργουελ για το αναρχικό πείραμα στην Καταλονία κατά την διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου), αναλύει πληθώρα παραγωγικών πειραμάτων στην πόλη όπως συνεταιρισμούς βιολογικών τροφίμων που φέρνουν μαζί παραγωγούς και καταναλωτές, κοοπερατίβες συστέγασης, συνεταιριστικές τράπεζες με κοινωνικές επενδύσεις, τοπικά νομίσματα και ανταλλακτικές αγορές, παιδικούς σταθμούς και σχολεία διαχειριζόμενα από τους γονείς, συνεταιρισμούς πρωτοβάθμιας ιατρικής βοήθειας, καλλιτεχνικές ομάδες, αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα, αστικούς κήπους, ακόμα και συνεταιριστικά γηροκομεία. Εν μέσω ενός καπιταλιστικού συστήματος το οποίο καταρρέει, αδυνατώντας να ικανοποιήσει πια βασικές ανάγκες, οι άνθρωποι αυτοί, υποστηρίζει ο Castells, παράγουν αξίες χρήσης έξω από την αγορά, κτίζοντας μια νέα μη-καπιταλιστική οικονομία αλληλοβοήθειας και συνεργασίας.
Tα συνεταιριστικά εγχειρήματα εκφράζουν και διασπείρουν παραδοσιακές αριστερές αξίες, ενώ παράγουν στην πράξη ένα νέο αριστερό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, εναλλακτικό προς το αποτυχημένο του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Το σημαντικότερο τέτοιο εγχείρημα είναι η Cooperativa Integral Catalana (CIC), η ολοκληρωμένη Κοοπερατίβα της Καταλονίας. Νομικά κατοχυρωμένη, η CIC αριθμεί περί τα 600 μέλη και 2000 συμμετέχοντες, παρέχοντας μια δομή η οποία συνδέει πλήθος άλλων κοοπερατίβων, περιφερειακών δικτύων ανταλλαγής και τοπικών νομισμάτων. Στόχος της είναι η αυτόνομη κάλυψη όλων των βασικών αναγκών των μελών της, από την εργασία και την κατανάλωση τροφής, έως την παιδεία, την υγεία και την σύνταξη. Σε έναν βαθμό το καταφέρνει ήδη, αφού για αυτούς που εργάζονται και ζουν από την CIC, ένα ελάχιστο εισόδημα, γύρω στα 200 με 300 Ευρώ, αρκεί για τα υπόλοιπα. Ένα από τα πολλά πρότζεκτ της CIC είναι η “οικο-βιομηχανική αποικία” του Calafouστην εγκαταλελειμμένη ομώνυμη βιομηχανία στα περίχωρα της Βαρκελώνης, όπου έχουν μετεγκατασταθεί τρίαντα άτομα διαφόρων ηλικιών, απασχολούμενα με την παράγωγη ελεύθερου λογισμικού και χαμηλού κόστους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ένα άλλο σημαντικό εγχείρημα είναι η “Aurea Social”, ένας αυτοδιαχειριζόμενος χώρος περί τα 500 τ.μ., αγορασμένος από τα μέλη της CIC σε παλιό κτήριο στο κέντρο της Βαρκελώνης, ο οποίος στεγάζει κοοπερατίβες γιατρών, δικηγόρων και εκπαιδευτικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Τα εγχειρήματα αυτά συνεπικουρούνται από ένα πυκνό δίκτυο καλλιεργητών και παραγωγών βιολογικών προϊόντων στα περίχωρα της πόλης, περιλαμβανομένων δύο μεγάλων αγροτο-κοινόβιων.
Όπως λέει ο Didac Costa, κοινωνιολόγος και ιδρυτική φυσιογνωμία της Κοοπερατίβας, η CIC αποτελεί εφαρμογή των αρχών της αποανάπτυξης και ενός «αναρχισμού για τον 21οαιώνα», εμπνευσμένου από την παράδοση της Καταλονίας αλλά προσαρμοσμένου στις σύγχρονες επιταγές. “Το όραμα μας», λέει ο Costa, «είναι η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου μη-καπιταλιστικού συστήματος», στις παρυφές του καπιταλισμού, το οποίο όλο και θα γιγαντώνεται αντλώντας νέα μέλη έως ότου αντικαταστήσει τον καπιταλισμό, ο οποίος θα έχει μείνει ένα λείψανο του παρελθόντος όπως κάποιες μοναρχίες σήμερα. Ο Costa και οι σύντροφοι του ευαγγελίζονται έναν ειρηνικό αναρχισμό, ο οποίος δεν θα επιχειρήσει να επιβάλλει τίποτα, αλλά θα επεκταθεί λόγω των μεγαλύτερων δυνατοτήτων του σε σύγκριση με τον καπιταλισμό καθώς ο τελευταίος θα αδυνατεί όλο και περισσότερο να ικανοποιεί βασικές ανθρώπινες ανάγκες στην εργασία, την δημιουργία και την ψυχαγωγία. Μακροπρόθεσμα η αλληλοβοήθεια είναι ανώτερη οικονομικά του ανταγωνισμού, υποστηρίζει ο Costa, και η CIC ήδη παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια στους εργαζόμενους της, απ’ότι ο ιδιωτικός τομέας. «Ζούμε με λίγα, αλλά σίγουρα», λέει, και «είμαστε πλούσιοι όχι γιατί έχουμε πολλά, αλλά γιατί είμαστε ευτυχισμένοι με λίγα». Ο Costa πιστεύει ότι μέσα από δίκτυα επικοινωνίας και ανταλλαγής εμπειριών, τα οποία υποστηρίζει το διαδίκτυο, το μοντέλο θα εξαπλωθεί χωρικά και σε διεθνές επίπεδο. Η CIC ήδη επιχειρεί να συνδεθεί με άλλους “απελευθερωμένους από τον καπιταλισμό χώρους”.
Μια εύλογη αντίρρηση για το μοντέλο της CIC είναι αν, αυτοοργανώνοντας υπηρεσίες οι οποίες είναι υπό την ευθύνη του Κράτους, διευκολύνει και δικαιολογεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας και την εγκατάλειψη του κράτους πρόνοιας. Ο Giacomo D’Alisa, ερευνητής οικολογικών οικονομικών στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και συμμετέχων ως πολίτης σε πολλά συνεταιριστικά εγχειρήματα, διαφωνεί με την αντιδιαστολή μεταξύ κράτους και αυτο-οργάνωσης, στην οποία υποπίπτουν πολλοί από τους ακτιβιστές της CIC. Για τον D’Alisa, τα συνεταιριστικά εγχειρήματα εκφράζουν και διασπείρουν παραδοσιακές αριστερές αξίες, ενώ παράγουν στην πράξη ένα νέο αριστερό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, εναλλακτικό προς το αποτυχημένο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για τον D’Alisa οι πρακτικές αυτές δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το Κράτος, αλλά να παρέχουν φρέσκες ιδέες τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν ριζοσπαστικές αριστερές κυβερνήσεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις της οικονομίας και του Κράτους Πρόνοιας. Εάν η αντίληψη ότι στο μέλλον δεν θα είναι πια εφικτή ούτε και επιθυμητή η διαρκής αύξηση του ΑΕΠ, τότε μια αριστερή κυβέρνηση η οποία δεν θέλει να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας, οφείλει να προτείνει νέες λύσεις για το πως μπορούν να βελτιωθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες με παράλληλη μείωση του κόστος τους.
Όλα αυτά δεν συμβαίνουν φυσικά μόνο στην Καταλονία. Και στην Ελλάδα υπάρχει οργασμός πειραματισμού, όπως αυτός αποτυπώνεται και στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ της ομάδας των Ηλιόσπορων «Ένας άλλος κόσμος». Πολιτικά, ένα κομμάτι της οικολογίας και της αριστεράς έχει υποστηρίξει αυτά τα εγχειρήματα, αν και κατά την ταπεινή και εκ του μακρόθεν γνώμη μου, πολλοί συνεχίζουν να τα βλέπουν περισσότερο ως συμπαθητικά συμπληρώματα αλληλεγγύης σε μια δύσκολη περίοδο, παρά ως κεντρικά συστατικά ενός νέου πολιτικού οράματος για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας και την έξοδο από την κρίση. Αν ερευνητές όπως ο Castells ή ο D’Alisa έχουν δίκιο, τότε ίσως έχει έρθει και η ώρα να τα πάρoυμε όλοι πολύ πιο “στα σοβαρά”.