Ο Τσέχος στην καταγωγή Κάρολος Τσίζεκ, που ζούσε από το 1929 στη Θεσσαλονίκη, πέθανε τα ξημερώματα του Σαββάτου σε ηλικία 91 ετών. Ο μεγάλος ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής και λογοτέχνης υπήρξε μια...από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της καλλιτεχνικής παραγωγής της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. Δημιούργησε και υποστήριξε με την εκδοτική και εκθεσιακή του δραστηριότητα την καλλιτεχνική ζωή της πόλης ως συνεργάτης του περιοδικού Κοχλίας, της αίθουσας τέχνης και του περιοδικού «Διαγώνιος» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. «Ο θάνατος του Κάρολου Τσίζεκ, προσωπικού μου
αγαπημένου φίλου και συνεργάτη επί 60 συνεχή χρόνια με κατατάραξε. Υπήρξε σαφώς ανώτερός μου και αφοσιωμένος φίλος και συνεργάτης. Έχω μόνο καλά και σπουδαία λόγια να πω γι αυτόν» δήλωσε σήμερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε πρόσφατη εκδήλωση με αφορμή έκθεση – αφιέρωμα στο δημιουργό Κάρολο Τσίζεκ στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης εξήρε την πνευματικότητά του, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στην πολυγλωσσία του (μιλούσε Ρώσικα, Τσέχικα, Σλοβακικά, Ιταλικά και άψογα Ελληνικά και μετέφραζε απ’ αυτές τις γλώσσες).
Ο Κάρολος Τσίζεκ γεννήθηκε στην Μπρέσια της Ιταλίας το 1922. Το 1929 η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και ο ίδιος φοίτησε στο ιταλικό λύκειο της πόλης. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία, Ιταλική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΑΠΘ. Από το 1961 έως το 1988 δίδαξε στο τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.
Το Ιταλικό κράτος του απένειμε τις τιμητικές διακρίσεις «Μedaglia di Βenemerenza Culturale» και «Οrdine di Cavaliere al Merito», το 1960 και το 2000 αντίστοιχα.
Το 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ, ενώ το 2007 τιμήθηκε με το «ΕΒΓΕ Συνολικής προσφοράς στη Γραφιστική 2007».
Ως ζωγράφος εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1944. Διοργάνωσε ατομικές εκθέσεις ενώ συμμετείχε και στις ομαδικές εκθέσεις της «Διαγωνίου». Το ζωγραφικό του έργο περιλαμβάνει σχέδια, μονοτυπίες και κολάζ.
Μέρος του έργου βρίσκεται έπειτα από δική του δωρεά στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης.
Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 15:45 στον Ιερό Ναό Αναστάσεως του Κυρίου.
Αναρτήθηκε από nonews-NEWS
Ο σωστός Τσίζεκ
Tο ενδιαφέρον για το έργο του Καρόλου Τσίζεκ, που πέθανε σήμερα τα ξημερώματα, είναι ενδεικτικό ενός επιτακτικού αιτήματος: της αναγνώρισης μιας νέας γενεαλογίας, μιας νέας ιστορίας, μακριά από την κυρίαρχη εθνική, μεταπολεμική αφήγηση…
tsizek.jpg
Oι περισσότεροι από τη γενιά μου, νομίζω, τον μάθαμε από την Περιπέτεια ενός βιβλίου του Νίκου Καχτίτση, ίσως το πρώτο μεταμοντέρνο -avant la lettre- ελληνικό μυθιστόρημα, μόλις το 1965. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο χρονικό, ένα λίβελο που, όπως συμβαίνει με τους λιβέλους, ανάγει τη πραγματικότητα σε μυθοπλασία και την εμμονή σε προσωπική μαρτυρία. Βασικός του στόχος ήταν ο τυπογράφος Κάρολος Τσίζεκ. Αυτός ήταν σύμφωνα με τον Καχτίτση ο υπαίτιος για την απαράδεκτη καθυστέρηση στην έκδοση του Εξώστη, της πρώτης του νουβέλας, ένας χαρακτήρας διπρόσωπος που υπαναχωρούσε στα συμφωνηθέντα, αθετούσε τις υποσχέσεις του και εκμεταλλευόταν την ευπιστία του ξενιτεμένου συγγραφέα. Όποιος όμως διάβαζε την Περιπέτεια για αυτό που ήταν, δηλαδή ένας ύμνος στην αγωνία και την προσμονή του συγγραφέα, ένα εγκώμιο στην τυπογραφία, στον μηχανισμό κατασκευής του βιβλίου δηλαδή, και στη φιλία, καταλάβαινε πως ο Καχτίτσης είχε πλάσει στο πρόσωπο του Τσίζεκ έναν μυθιστορηματικό ήρωα. Δεν έχει σημασία ποιες ήταν οι πραγματικές σχέσεις των δύο αντρών· ο Τσίζεκ της Περιπέτειας ήταν ένας ακόμη αμφιλεγόμενος χαρακτήρας του μοντερνισμού που είχε επιβιώσει μέχρι τη δεκαετία του 60, ολοζώντανος στη Θεσσαλονίκη, σε μια ακόμη δηλαδή παραλλαγή της Γάνδης, της πόλης που είχε επινοήσει ο Καχτίτσης, για να συνοψίσει την ατμόσφαιρα της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας που λάτρευε.
Ο Κάρολος Τσίζεκ, που πέθανε σήμερα τα ξημερώματα, 14 Δεκεμβρίου, σε βαθιά γεράματα, είχε γεννηθεί το 1922 στην Ιταλία από τσέχους γονείς. Η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη το 1929. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και δίδαξε στο τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας έως το 1988. Συγγραφέας, μεταφραστής, εικονογράφος, τυπογράφος, ζωγράφος, εκπροσωπούσε επακριβώς εκείνο το πρότυπο της mitteleuropa, της κεντρικής Ευρώπης, που βρισκόταν στον αντίποδα του αναγεννησιακού ανθρώπου: ένα υποκείμενο ευρυμαθές, κοσμοπολιτικό, πολυτάλαντο αλλά ρευστό και κατασπαραγμένο από την εσωτερική αγωνία και τους πολέμους. Στρατευμένος και διαυγής, συνδέθηκε στενά με τις δύο σημαντικότερες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, συμβάλλοντας καθοριστικά στα σημαίνοντα περιοδικά τους, τον Κοχλία και την Διαγώνιο, αντιστοίχως. Αν και διηγήματα και μεταφράσεις του είχαν δημοσιευτεί στα περιοδικά αυτά, μόνον τα τελευταία χρόνια ψιχία από το έργο του άρχισαν να γίνονται προσβάσιμα στο ευρύτερο κοινό. Από τις εκδόσεις Μπιλιέτο κυκλοφόρησαν το 2005 οι Στίχοι έρωτα κι αγάπης, ενώ φέτος μόλις από τις εκδόσεις Κίχλη η συλλογή αφηγημάτων του Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής, σε επιμέλεια Αλέξη Ζήρα. Το 2012 είχε διοργανωθεί μεγάλη έκθεση με τα έργα του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Η διακριτικότητα η οποία συνόδευε το έργο του είναι ενδεχομένως χαρακτηριστική της τύχης μιας λογοτεχνικής σχολής της οποίας ήταν ένας από τους τελευταίους επιζώντες. Ταυτόχρονα όμως το πρόσφατο ενδιαφέρον για αυτό είναι εξίσου ενδεικτικό ενός επιτακτικού αιτήματος: της αναγνώρισης μιας νέας γενεαλογίας, μιας νέας ιστορίας, μακριά από την κυρίαρχη εθνική, μεταπολεμική αφήγηση. Ο κεντροευρωπαίος, θεσσαλονικιός, σεμνός και στρατευμένος Τσίζεκ είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο της γενεαλογίας αυτής, μεταξύ άλλων γιατί έχουμε κυρίως ανάγκη να αμφισβητήσουμε το σημείο θέασης και το λόγο μας, όχι να ασφαλιστούμε σε νέες βεβαιότητες. Όπως στο ακόλουθο απόσπασμα από το πρωτόλειο διήγημα του νεαρού Τσίζεκ που δημοσιεύτηκε στον Κοχλία το 1946.
«Συνήθως το κρεββάτι μου δεν βρίσκεται εκεί, μ’ απ’ την αντίθετη μεριά, ακουμπώντας στον τοίχο όπου είναι κρεμασμένο ένα χαλί. Δεν είναι φρόνιμο ένα κρεββάτι να βρίσκεται κάτω απόνα παράθυρο, απ’ όπου κάθε στιγμή μπορεί να φυσήξει ένας κρύος άνεμος και να μπει υγρασία· για να μην πούμε για τις δυσκολίες που φέρνει αυτό το πράγμα στην χρήση του παραθυριού. Σ’ ένα ρεαλιστικό διήγημα, αυτό θα ήταν ένα τρωτό σημείο, που θα εξανάγκαζε τον συγγραφέα να δικαιολογήσει, παίρνοντας στην ανάγκη για βοήθημα την επιστήμη ή την ψυχολογία του ήρωα, την θέση του κρεββατιού. Όμως εγώ δεν γράφω ρεαλιστικά διηγήματα. Δεν καυχήθηκα ποτέ ότι μπορώ να γράψω. Εξ άλλου, όπως είπα παραπάνω, συνήθως το κρεββάτι μου, έχει τη θέση του αντίκρυ στο παράθυρο. Έτσι συνήθως κι’ απ’ το άλλο παράθυρο, το βλέμμα δεν πλανιέται ελεύτερα στην πλατειά έκταση ενός δρόμου, μα φράζεται απότομα απ’ τον κίτρινο τοίχο κάποιας αποθήκης».
- Κάρολος Τσίζεκ, «Ένα δωμάτιο έξω απ’ το παράθυρο», Κοχλίας, Τεύχος 2, Ιανουάριος 1946