Απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμαπου κυκλοφορεί. Η δαιμονοποίηση της Μεταπολίτευσης
«Ήρθε η ώρα η χώρα να κλείσει τους λογαριασμούς που μένουν ανοιχτοί από το 1974-1975 μέχρι σήμερα. Είτε αυτοί λέγονται ανομία, είτε αυτοί λέγονται καταλήψεις, είτε αυτοί λέγονται μεταναστευτικό, είτε μιλάμε για το άγος της Μαρφίν. Όλα αυτά πρέπει να βρουν το δρόμο τους». (Ν. Δένδιας) «Υπάρχει ένα κυρίαρχο -αν και αδιαμόρφωτο ακόμη- ρεύμα που ζητάει ακριβώς αυτό: «Λευτεριά από τη μεταπολίτευση».» (Μ. Χρυσοχοΐδης) Η κατάσταση θα ήταν πολιτικά ακίνδυνη ή απλώς γραφική εάν όλη αυτή η ιδεολογική διαμάχη περιοριζόταν σε ενδοδεξιούς διαξιφισμούς και ανακατατάξεις. Ωστόσο, όπως είδαμε και με την άνοδο της φασίζουσας ακροδεξιάς1, η ευρύτερη δεξιά αντεπίθεση προσπαθεί να επηρεάσει και να αντλήσει κοινό από διάφορα κομμάτια του πολιτικού φάσματος (όπως π.χ. απολίτικους συνωμοσιολόγους, πατριδόπληκτους του μεσαίου χώρου ή ακόμα και απεγνωσμένους φιλελεύθερους) ελέγχοντας την ατζέντα της επικαιρότητας και μετατοπίζοντας την πολιτική τοποθέτηση του ίδιου του «Κέντρου» και γενικότερα του μέσου μη αριστερού (ή αριστεροφοβικού) Νεοέλληνα.
Η νεοδεξιά προπαγάνδα πατάει πάνω στην πρωτοφανή πολιτική ρευστότητα και την κατάρρευση των περισσότερων πολιτικών ταυτοτήτων που εξέθρεψε η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Βασιζόμενη στην τυφλή οργή του κόσμου, στην απονομιμοποίηση του μέχρι πρότινος πολιτικού σκηνικού και στις κοινωνικές συνέπειες του μεταναστευτικού -το μείγμα δηλαδή από το οποίο κατεξοχήν τρέφεται εκλογικά και η συμμορία της ΧΑ-, πλάθει από την πλευρά της μια, πιο κυβερνητικού τύπου βέβαια, εκδικητική αφήγηση. Όλος αυτός ο υφέρπων κοινωνικός λουμπενισμός, που στη σημερινή περίοδο έρπεται και ψάχνει από κάπου να πιαστεί, αποτελεί την καλύτερη λεία για τις κάθε λογής θεωρίες «ολικής αλλαγής» και «εθνικής αναγέννησης2». Υπό αυτήν την έννοια, οι Φαήλοι και οι Λαζαρίδηδες έχουν πιάσει το νόημα και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να διοχετεύσουν το νεομηδενισμό της κρίσης και την τάση για αυτομαστίγωμα που έχει εσωτερικεύσει μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού προς ένα ιδεολογικό ξεπέρασμα του «δυνάστη» της Μεταπολίτευσης, προς ένα ξεκαθάρισμα με το ίδιο μας το πρόσφατο παρελθόν.
Στο πυρήνα αυτής της προπαγάνδας βρίσκεται το περίφημο επιχείρημα περί του τέλους της Μεταπολίτευσης. Εκκινώντας από την ανάγκη να πέσει κάπου το ανάθεμα για την υλική ή πνευματική κατάντια μας, προσδίδεται στην «αριστερίζουσα» Μεταπολίτευση η κατηγορία της ευθύνης για όλα τα δεινά αυτού του τόπου: η ιδεολογική κυριαρχία της μαρξίζουσας Αριστεράς στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, στην τέχνη και την επιστήμη, καταπλάκωνε το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, η ελευθεριότητα και η χαλαρότητα μας οδήγησε στο χάος και την ανομία, οι συντεχνίες και ο συνδικαλισμός έφεραν την κοινωνικοοικονομική καταστροφή κ.λπ. Κατηγορώντας συλλήβδην το «πνεύμα της Μεταπολίτευσης», η ακροδεξιά ρητορική καταλήγει -που αλλού;- στην επιστροφή, μέσω ενός έμμεσου εξαγνισμού, σε προηγούμενες περιόδους (μετεμφυλιακό κράτος Καραμανλή και Χούντα) που παρουσιάζονται τώρα ως αθώες και νοικοκυρεμένες.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός σχηματοποιεί πολύ χυδαία αυτού του είδους την ύπουλη ιδεολογική απλοποίηση όταν σε μία από τις ομιλίες του λέει: «Η ιστορία διδάσκεται στα παιδιά μας χωρίς να καλλιεργεί ούτε την υπερηφάνεια για την πατρίδα μας, ούτε την κριτική τους σκέψη [...] σα να διδάσκεται όχι σε ελληνόπουλα αλλά σε μαθητευόμενους διεθνιστές». Στο παραμύθι της καταραμένης Μεταπολίτευσης, ολόκληρη η Ελλάδα συμπυκνώνεται στους «φωταδιστές του μηδενιστικού διεθνισμού της πλάκας»3, που παρέσυραν το έθνος στην ιδεολογική κατρακύλα και τις νέες γενιές στον εθνομηδενισμό. Είναι προφανές ότι πίσω από τα υπόλοιπα επιχειρήματα που επικαλείται αυτή η νεοδεξιά ρητορική ενάντια στη Μεταπολίτευση, το βασικό της πρόβλημα είναι η κατάρρευση της ελληνορθοδοξίας ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας και το πέρασμα σε μια κρατική ιδεολογία που δεχόταν και στοιχεία του αριστερού εθνικισμού (βλ. παρακάτω).
…ως δεξιό ιδεολογικό άλλοθι…
Τα πράγματα βέβαια, για όποιον στοιχειωδώς σκέφτεται πολιτικά, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Μεταπολίτευση ούτε υπήρξε μια περίοδος ξεκομμένη από την αμέσως προηγούμενή της, ούτε φυσικά αποτέλεσε μια περίοδο ενιαία και αδιαίρετη. Η αρχική τομή με το παρελθόν ήταν κατά βάση πολιτειακή, αφού αποτέλεσε την περίοδο σταθεροποίησης ενός ομαλού κοινοβουλευτισμού και μιας επί ίσοις όροις συμμετοχής των πέρα της Δεξιάς χώρων στο πολιτικό παιχνίδι. Το τέλος της εμφυλιοπολεμικής αφήγησης και των πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης -αυτό που περισσότερο φαίνεται να ενοχλεί και τον νεοδεξιό θίασο- σηματοδότησε μια ηγεμονική φάση για το χώρο της Αριστεράς, το χώρο των «ηττημένων του παρελθόντος». Βέβαια, η νέα αυτή τάση κεφαλαιοποιήθηκε και επεκτάθηκε κοινωνικά μέσω μιας πολιτικής και εκλογικής κυριαρχίας του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς, χτίζοντας το θεμελιώδες οικοδόμημα της κοινωνικής ανόδου του καταναλωτισμού και του «βολέματος», που -βρίσκοντάς το υπό σχηματισμό- επιτάχυνε το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου. Ωστόσο, από κάποια στιγμή και μετά, αυτό που θα μπορούσαμε (και θα άξιζε) να αποκαλέσουμε κατάρα της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η εμφάνιση και επικράτηση του μεταμοντέρνου lifestyle, του γενικευμένου κομφορμισμού και της καταναλωτικής αποχαύνωσης των Νεοελλήνων, μιας κοινωνικής γάγγραινας που φυσικά αντλεί οπαδούς από όλο το φάσμα των ιδεολογιών και των πολιτικών τοποθετήσεων.
Από μια δημοκρατική πολιτική σκοπιά, θα λέγαμε ότι αυτά ακριβώς τα κοινωνικά υποπροϊόντα στάθηκαν κατά βάση το καρκίνωμα για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Οι κωστοπουλικές αφηγήσεις, οι Θεμο-ειδείς εξυψώσεις της νεοελληνικής ασημαντότητας, καθώς και ο υπέρμετρος μικροαστισμός του βολέματος, της μικροδιαφθοράς και του κυνηγιού του κοινωνικού status αποτέλεσαν έκφραση της αποκτήνωσης που λαμβάνει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες (φαινόμενο όχι αποκλειστικά ελληνικό βέβαια). Μάλιστα, όλη αυτή η επελαύνουσα -και διαποτίζουσα τα ιερά κόκκαλα των Νεοελλήνων- μαζική κουλτούρα και αποχαύνωση, βάζοντας από μια άποψη στην άκρη τους κοινωνικούς και ταξικούς φραγμούς, αποτέλεσε τον ανθρωπολογικό εκείνο παράγοντα που συνέβαλε στην οικονομική κρίση, αλλά και καλείται σήμερα να τη διαχειριστεί.
Αντίθετα, τη Μεταπολίτευση χαρακτήρισαν και πολλά στοιχεία που από δημοκρατική άποψη δεν μπορούν παρά να κρίνονται θετικά. Διόλου τυχαία πρόκειται ακριβώς για τα στοιχεία εκείνα που απειλούνται σήμερα από την διαφαινόμενη σκλήρυνση της στάσης του Κράτους, δηλαδή το λεγόμενο «συμμάζεμα της ανομίας». Πρώτο και βασικότερο όλων το πέρασμα στην κοινοβουλευτική ομαλότητα, μετά από δεκαετίες συνταγματικών εκτροπών και γενικότερης καθεστωτικής ανωμαλίας. Δεύτερον και αλληλένδετο με το πρώτο, το τέλος του αυταρχικού κράτους της δεξιάς και ο τερματισμός των θεσμικών διακρίσεων και αποκλεισμών πολιτών βάσει των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την άνοδο του βιωτικού επιπέδου της κοινωνίας.
Στο ιδεολογικό επίπεδο θα πρέπει να σημειώσουμε το τέλος της ελληνορθοδοξίας ως επίσημου κρατικού δόγματος και το πέρασμα σε ένα μείγμα τριτοκοσμισμού και αριστερού εθνικισμού (του οποίου ιδρυτικό κείμενο μπορεί να θεωρηθεί η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη») το οποίο, όπως και να το κάνουμε, είναι πολιτικά προτιμότερο από το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ή τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» του Μεταξά. Ταυτόχρονα, στο πολιτιστικό επίπεδο είχαμε την επικράτηση μιας κουλτούρας που βασίζεται στη λαϊκότητα του χιούμορ, τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα, αλλά και γενικότερα σε μια μη ορθολογικοποιημένη καθημερινή ζωή, στοιχεία κατά κάποιον τρόπο εξωτικά σε σχέση μη την κατάσταση στη Δύση, που ασφαλώς κληρονομήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές των ανθρώπων αυτού του τόπου και που στο μεταπολιτευτικό, αριστερόστροφο, πολιτικό πλαίσιο ευνόησαν και μια πολιτικού είδους αντιαυταρχικότητα.
Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις όπου αυτά τα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται ως απλή αμετροέπεια, ωχαδερφισμός ή ανευθυνότητα στην καθημερινή ζωή των Νεοελλήνων (π.χ. η βυθισμένη στο lifestyle καθημερινή διασκέδαση ή η πλήρης αδιαφορία για τα κοινά), φαινόμενα κοινωνικά απορριπτέα και πολιτικά ετερόνομα. Θεωρούμε σημαντικό να τονίσουμε -και μάλιστα να υπαρασπιστούμε στις δύσκολες μέρες που έρχονται- την πολιτική πραγματικότητα μες στην οποία μεγαλώσαμε: από την ανοχή στην λειτουργία των καταλήψεων, στις αυθόρμητες πορείες ή διαμαρτυρίες, στην ελεύθερη κατασκήνωση μέχρι την επιτρεπτικότητα στην χωρίς όρια σάτιρα και κριτική, στην παρατυπία, στην «παράβαση» μικρονόμων που σου σπάνε χωρίς λόγο τα νεύρα και γενικώς στην πιο εθιμικού τύπου «ευκινησία» των ανθρώπων απέναντι στο «πολιτικώς ορθόν». Εν ολίγοις, όλα αυτά με τα οποία οι νέας κοπής φιλελεύθεροι στην Ελλάδα βγάζουν σπυριά, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου! Θα λέγαμε ότι μέχρι πρότινος απολαμβάναμε τέτοιου τύπου «ανέσεις» και «ελεύθερο χώρο κινήσεων» και δεν το εκτιμούσαμε, ούτε το εκμεταλλευόμασταν ως πολιτικοί χώροι που παλεύουν για μια δημοκρατικοποίηση του δημόσιου χώρου4. Τώρα, φαίνεται να περνάμε σε μια φάση όπου όλα αυτά αν δεν «τακτοποιούνται» νομοθετικά και διοικητικά, σίγουρα λοιδορούνται από τους πολύξερους φιλελεύθερους γκουρού και ποινικοποιούνται κοινωνικά.
Όλος αυτός όμως ο θόρυβος της ακροδεξιάς ρητορικής καθίσταται τριπλά υποκριτικός, όταν μας λέει τόσο χονδροειδώς ότι ζούσαμε για δεκαετίες υπό την κυριαρχία της χαλαρότητας και υπό αριστερή «κατοχή». Πρώτον, διότι προσπαθεί να φορτώσει στην Μεταπολίτευση όλα τα δεινά των «μπουζουκιών», του lifestyle και της μαζικής κουλτούρας, ενώ είναι γνωστό ότι πρόκειται για φαινόμενα που πρωτοδιαδόθηκαν ήδη από τη δεκαετία του ’60 και μάλιστα έχαιραν της εκτίμησης και της ενθάρρυνσης της Χούντας. Τότε ήταν που αρχίσαμε να μυούμαστε σε αυτόν το μαγικό κόσμο με τις ευλογίες του Μαστοράκη, του Λ. Κωνσταντάρα, του ποδοσφαίρου κ.λπ.
Άλλωστε δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το εξής βασικό σημείο: το νεοελληνικό κρατίδιο δεν περίμενε τη Μεταπολίτευση για να «αλωθεί», ούτε το ΠΑΣΟΚ έκανε κάτι διαφορετικό από το σύνολο των ολιγαρχιών που διαχειρίστηκαν τη χώρα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και εξής. Η ελληνική κρατική διοίκηση ήταν ευθύς εξ αρχής διάτρητη και δυσλειτουργική, το πολιτικό σύστημα πελατειακό, η οικονομία προκαπιταλιστικού, ουσιαστικά, τύπου και η νοοτροπία «ραντιέρικη» και προσοδοθηρική. Αυτό που έκανε ο Αντρέας ήταν να γενικεύσει αυτή τη λογική σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, αίροντας τον μετεμφυλιακό διαχωρισμό σε προνομιούχους («εθνικόφρονες») και μη προνομιούχους («αριστερούς») πολίτες. Πλέον οι πόρτες της καθημερινής μικροδιαφθοράς άνοιξαν σε όλους τους πολίτες, μεγεθυμένες μάλιστα από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και τη γενικότερη καταναλωτική ευδαιμονία που στο μεταξύ είχε κυριαρχήσει στη Δύση. Πράγμα που σημαίνει ότι η Δεξιά είναι σε τεράστιο βαθμό υπεύθυνη για την κατάσταση του σημερινού κράτους αλλά και όλων αυτών που κατά τα άλλα καταγγέλλει (αν κι εδώ, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου, πρόκειται για ένα επιχείρημα το οποίο διακινούν κυρίως οι διάφορες ποικιλίες του φιλελεύθερου γένους κι όχι οι ακροδεξιοί).
Δεύτερον, διότι με την αυτο-θυματοποίησή της η Δεξιά αποκρύπτει τη δική της δομική συμμετοχή στο μεταπολιτευτικό «ένοχο» παρελθόν, επιθυμώντας να αυτο-ανακυρηχθεί αθώα και άσπιλη. Μπορεί μεν οι μεταπολιτευτικές συνθήκες να ευνόησαν μια πολιτική ελευθεριότητα και μια αριστερόστροφη ιδεολογική ηγεμονία5, ωστόσο τα δεξιά «τζάκια» και οι κολλητοί των οννεδιτών και των δαπιτών μια χαρά βολεύονταν και συμμετείχαν στα πράγματα∙ απλώς το έκαναν με τον μανδύα ενός πιο κεντρώου ιδεολογικά χώρου.
Τρίτον -και σημαντικότερον- διότι η Δεξιά με θαυμαστή μικροπολιτική μαεστρία επιτίθεται στην αριστεροφροσύνη της Μεταπολίτευσης. Κινδυνολογεί σχετικά με τη δήθεν «αριστεροποίηση» του έθνους, αποσιωπώντας το γεγονός πως ιστορικά η Αριστερά δεν κατάφερε να αλλοιώσει (αφού δε θέλησε να το επιδιώξει) τις κοινωνικοοικονομικές δομές και στην ουσία απλά συμμετείχε σε αυτές αφομοιωμένη από το κομματικό παιχνίδι. Μάλιστα, αν θέλουμε να κάνουμε μια διαυγή ανάγνωση των πραγμάτων, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι κατά βάση η Αριστερά και οι ιδέες και προτάσεις της έχουν «εθνοποιηθεί» παρά το αντίθετο -εξού και οι τεράστιες ευθύνες της6. Οπότε για να ξιφουλκεί η νεοδεξιά με τέτοιο μένος εναντίον της, κατηγορώντας για ρόλο εθνοπροδοτικό και αφελληνιστικό, μπορεί κανείς να φανταστεί από ποιον εθνικιστικό φανατισμό και αντικομουνιστικό ρεβανσισμό εμφορείται -στα όρια της υστερίας. Αν, όπως είδαμε, η «Διακύρηξη της 3ης του Σεπτέμβρη» και γενικότερα ο παπανδρεϊσμός, μπορούν να θεωρηθούν ως τα ιδεολογικά θεμέλια της Μεταπολίτευσης, τότε πρέπει να είναι κανείς παράφρων για να θεωρεί το (λεπενικής έμπνευσης) «Η Ελλάδα στους Έλληνες» ως σύνθημα που εκφράζει κάποιον εθνοκτόνο διεθνισμό.
…και ως στήριγμα της φιλελεύθερης «θεωρίας των δύο άκρων»
Επανανοηματοδοτώντας την ιστορία και τις ίδιες τις λέξεις, η Νεοδεξιά επιχειρεί να πάρει από τα χέρια του Κέντρου και της Αριστεράς την κοινωνική νομιμοποίηση που ως χώροι απολάμβαναν για να ντύσει το υπάρχον πολιτικό σύστημα με το γιλεκάκι του καθαρού και γνήσιου δεξιού λόγου, παντρεύοντας το «νοικοκύρεμα» της μνημονιακής στρατηγικής με μια ωμή αντιαριστερή ψευτο-λαϊκότητα. Οικοδομεί, στην ουσία, τη συνέχιση του ελληνικού πολιτικού συστήματος με άλλα μέσα. Και κυρίως «εγγυάται» στο Νεοέλληνα για την τάξη και την πολιτική σταθεροποίηση.
Υπό αυτήν την έννοια, αίρεται η αντίφαση μεταξύ του ακραίου λόγου της Νεοδεξιάς και της παράλληλης υιοθέτησης της περίφημης «θεωρίας των δύο άκρων». Τώρα που είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ένα στιβαρό οικονομικά Κράτος (με παροχές, κοινωνική πρόνοια ή ακόμα και μαζικά ρουσφέτια), η αποκατάσταση της χαμένης αίγλης του κρατικού μηχανισμού δεν μπορεί παρά να γίνει στο επίπεδο της ασφάλειας, της «ευνομούμενης τάξης» κ.λπ. Αυτός είναι και ο θεραπευτικός ρόλος που διεκδικεί η ΝΔ του Σαμαρά, δεδομένης της πολιτικής ανυπαρξίας της Αριστεράς όπως, βέβαια, και οποιουδήποτε κοινωνικού κινήματος ικανού να ορθώσει το ανάστημά του. Έναν ρόλο που αποδέχονται, ακόμα και στηρίζουν συχνά και απροκάλυπτα, οι άλλοι πολιτικοί εταίροι του άρματος της δεξιόστροφης πορείας αυτής της χώρας, οι ήρωες του εγχώριου φιλελευθερισμού.
II. Οι «νέοι φιλελεύθεροι» κι ο ιδεολογικός τους ρόλος
«Η διανόησι πρέπει να ενεργοποιηθή ώστε να δημιουργηθή στην Ελλάδα ένα γόνιμο ώριμο κλίμα, όπως έγινε με την γενιά του 1930, όπου οι διανοούμενοι αλλά και οι εφημερίδες που την εξέφρασαν […] δημιούργησαν μια νέα προοπτική. Και σήμερα οι εφημερίδες, τα έντυπα, τα ηλεκτρονικά μέσα μπορούν να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο. Να δώσουν ένα νέο περιεχόμενο, να διαμορφώσουν κίνητρα και με αυτά νέες συνειδήσεις». (Στ. Ράμφος – 4/9/2011)
Το «συνταγματικό τόξο»
Εδώ μας δίνεται μοναδική ευκαιρία να εμβαθύνουμε περαιτέρω στο πρόβλημα της συντηρητικής στροφής την οποία βιώνουμε, καθώς αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί προνόμιο του κυβερνητικού σαμαρισμού, αλλά δείχνει να αποκτά κοινωνικές βάσεις και να εδραιώνεται μέσω της καθημερινής και επίμονης -σχεδόν ιεραποστολικής- δουλειάς των χώρων που πρόσκεινται στα ιδεώδη του φιλελευθερισμού. Έτσι, η προσπάθεια ανατροπής της Μεταπολίτευσης βρίσκει τους αντικειμενικούς της συμμάχους σε πλήθος κατά τα άλλα φιλελεύθερων και επουδενί συντηρητικών ή ακροδεξιών φωνών, οι οποίες συγκλίνουν στα ίδια συμπεράσματα, από διαφορετική όμως σκοπιά. Όπως παρατηρεί ο Ιός, «Αν θελήσει να γκουγκλάρει κανείς τη φράση-κλισέ “τέλος της μεταπολίτευσης” […] θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν στο Διαδίκτυο σχεδόν ένα εκατομμύριο σελίδες με αυτήν την αναφορά. […] Προχθές ήταν 993.000 οι ιστοσελίδες με την τόσο χιλιοειπωμένη διατύπωση. Και φυσικά συνοδεύονταν τα κείμενα αυτά με κάθε λογής επιθετικούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτό το “τέλος” που όλοι το θεωρούν δεδομένο, και άλλοι το περιγράφουν “παταγώδες”, άλλοι “άδοξο”, άλλοι “άγριο”»7.
Πρόκειται για τις διάφορες εκδοχές αυτού που -σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων- έχει αποκληθεί συνταγματικό ή κοινοβουλευτικό τόξο: διανοούμενοι, αρθρογράφοι γνώμης, μεγαλοδημοσιογράφοι και σχολιαστές, που έχουν ως βασική τους κοινή πεποίθηση α) την πίστη στον κοινοβουλευτισμό, με τον οποίο ταυτίζουν την πολιτική, χαρακτηρίζοντας, ακολούθως, ως ολοκληρωτική, εθνικολαϊκιστική ή ως «βία» και «άκρο» κάθε πολιτική προσπάθεια που δεν περνά μέσα από τη Βουλή, ασχέτως του περιεχομένου της· β) την ιδέα ότι η Ελλάδα είναι μια καθυστερημένη χώρα, σε σχέση με τη Δύση, και ότι η λύση των προβλημάτων της είναι να μετατραπεί σε μια πλήρως εκδυτικισμένη φιλελεύθερη ολιγαρχία, πράγμα που συνεπάγεται πως τα Μνημόνια, αν δεν είναι απαραιτήτως «ευλογία για τον τόπο» (όπως είχε πει παλιότερα ο Θ. Πάγκαλος), συνιστούν σίγουρα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εκκίνηση μιας διαδικασίας τέτοιου μετασχηματισμού. Υπό αυτήν την έννοια, το «συνταγματικό τόξο» ξαναπιάνει το νήμα των λεγόμενων «εκσυγχρονιστών» της περιόδου Σημίτη, λιβανίζοντάς μας με ένα φιλελεύθερο πρόταγμα, το οποίο, ανάλογα με την περίπτωση, συνδυάζει λιγότερο ή περισσότερο, το κύριο αίτημα οικονομικού και διοικητικού «εκσυγχρονισμού» με μια κριτική των «αρχαϊσμών» της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδο ηθών και κουλτούρας (εθνικισμός, εμπλοκή της εκκλησίας στη δημόσια ζωή, πατριαρχικές αντιλήψεις κ.λπ.).
Πρόσφατα, π.χ., το Athens Review of Books (για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω) εξέδωσε τόμο αφιερωμένο στην κρίση, με γενική επιμέλεια του Μ. Βασιλάκη8. Όπως διαβάζουμε σε μια βιβλιοπαρουσίαση του Θ. Βερέμη στην Καθημερινή (που αλλού!), «Kατά τον Aθ. Παπανδρόπουλο πρέπει να ανατρέξουμε στην πρώτη κιόλας περίοδο του ΠAΣOK όταν “εμπεδώθηκε στην Ελλάδα μια αντιδραστική τριτοκοσμική ιδεολογία…” (σ. 234)»9. Πρόκειται, φυσικά, για το γνωστό συντηρητικό αλλά και φιλοχουντικό επιχείρημα ότι τα πάντα σε αυτή τη χώρα χάλασαν με το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, ουσιαστικά, με τη Μεταπολίτευση. Λες και πρωτύτερα η Ελλάδα ήταν μια δυτικού τύπου χώρα, με καπιταλισμό, σοβαρή αστική τάξη, είχε περάσει από τον Διαφωτισμό και δεν κατατρυχόταν από σύνδρομα τριτοκοσμισμού και θυματικού εθνικισμού.
Ένα μείγμα έλλειψης πολιτικής πληροφόρησης, ιστορικού αναλφαβητισμού, απωθημένων και εμμονών με την Αριστερά (μέλη της οποίας υπήρξαν στα νιάτα τους πολλές απ’ αυτές τις φωνές) αλλά και απλής βλακείας οδηγούν αυτούς τους χώρους να παίζουν το παιχνίδι της ακροδεξιάς. Εκτός από τις περιπτώσεις, που για διάφορους λόγους αναλαμβάνουν εν γνώσει τους και συνειδητά αυτό το ρόλο (π.χ. οι νεοφιλελεύθεροι, οι οικόσιτοι της Καθημερινής κ.λπ.), ένα μεγάλο μέρος των μελών της πανίδας που θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε καταλήγουν τελικά να χρησιμοποιούνται «αντικειμενικά» κι εκ των πραγμάτων από τη συντηρητική επίθεση, ως εκλαϊκευτές των αντιδραστικών της ιδεών σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, που υπερβαίνει και διαφέρει κατά πολύ το παραδοσιακό πεδίο απεύθυνσης της λαϊκής και άκρας δεξιάς.
Έχει σημασία να τονίζουμε ότι αυτός ο «ακροδεξιόστροφος» ρόλος δεν αναλαμβάνεται συνειδητά, στα πλαίσια κάποιου καλοστημένου σχεδίου, κι αυτό για διάφορους λόγους: πρώτον, για να αποφύγουμε μαρξίζουσες κι αναρχικές απλουστεύσεις του τύπου «είναι όλοι τους “Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους”, άρα πληρωμένα παπαγαλάκια του Συστήματος», άρα λογικό είναι να σιγοντάρουν την ακροδεξιά, έστω κι αν κατά τα άλλα το παίζουν φιλελεύθεροι, εφόσον η ακροδεξιά είναι το μακρύ χέρι του Συστήματος10· δεύτερον, για να καταδείξουμε την ιστορικοπολιτική αφέλεια όλων αυτών των κύκλων, τον στενό ιστορικό επαρχιωτισμό που κρύβεται κάτω από το δυτικόφιλο και κοσμοπολίτικο βερνίκι των φανταχτερών τους διατυπώσεων. Στοιχεία που δείχνουν τη γενική διανοητική οπισθοδρόμηση που παρατηρείται στο δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και της οποίας φτωχοί συγγενείς είναι οι φίλοι μας. Με άλλα λόγια: είναι τρομακτικό να έχεις στοιχειώδη δυτική παιδεία και να μην μπορείς να καταλάβεις γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη ΧΑ, στην περίπτωση βεβαίως που υποστηρίζεις κάτι τέτοιο, όχι γιατί σε πληρώνουν αλλά επειδή το πιστεύεις πραγματικά.
Τρίτον και σημαντικότερον: για να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι πολλά από αυτά που στηλιτεύουν οι λιγότερο τσαρλατανικές εκδοχές αυτής της πανίδας, έστω υπό τη γνωστή διεκτραγώδηση και υπερβολή, συνιστούν πραγματικά προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας, τα οποία δεν μπορούμε να αρνούμαστε στο όνομα της απόρριψης των πολιτικών θέσεων αυτών των «νέων φιλελεύθερων». Αυτό ακριβώς κάνει η Αριστερά και εκτίθεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο, εφόσον η μόνη της απάντηση στα καλά μελετημένα χτυπήματα ακροδεξιών-συντηρητικών αλλά και φιλελεύθερων είναι είτε οι γνωστές ρητορικές της κορώνες είτε η απλή άρνηση της ύπαρξης του εκάστοτε υπό συζήτηση προβλήματος (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τάσης τη στάση της για το μεταναστευτικό).
[ ... ]
[1] Βλ. το κείμενό μας «Η άνοδος της φασιστικής ακροδεξιάς και ο δημοκρατικός αντιφασισμός», ό. π.
[2] Όπως σημείωνε πρόσφατα στη ΔΕΘ ο Σαμαράς για να προσδώσει ιδεολογικό περίβλημα στο παραμύθι του πολυθρύλητου «success story» και της εξισορρόπησης της χώρας μέχρι το 2020: «Και την επόμενη χρονιά, το 2021 να γιορτάσουμε όχι απλώς τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την αναγέννηση της χώρας μας! Να γιορτάσουμε μια Ελλάδα πιο Ελεύθερη, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, με ηγετικούς ρόλους στην περιοχή της, με μεγαλύτερη επιρροή στην Ευρώπη και σεβαστή απ’ όλους. Αυτή την Νέα Ελλάδα χτίζουμε από σήμερα».
[3] Σύμφωνα με την αρθρογραφία του Φ. Κρανιδιώτη στο ανεπίσημο κομματικό έντυποΔημοκρατία (sic!)
[4] Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό σημείο, στο οποίο θα επανέλθουμε εκτενέστερα σε επόμενο τεύχος του περιοδικού.
[5] Κυρίως πολιτιστικά και όχι τόσο σε επίπεδο εξουσίας και διοίκησης.
[6] Βλ. την ανάλυση του Α. Γαβριηλίδη και την κριτική της εξέταση στις «Βιβλιοκριτικές» αυτού του τεύχους.
[7] «Η αντιστροφή της Μεταπολίτευσης. Ένα σενάριο φρίκης και οι συγγραφείς του»,Εφημερίδα των συντακτών, 21/7/2013.
[8] Aπρονοησία και νέμεση. Eλληνική κρίση 2001-2011, Αθήνα, The Athens Review of Books, 2012.
[9] Θ. Βερέμης, «Για την αυτογνωσία μας», Καθημερινή της Κυριακής, 26/8/2012.
[10] Π.χ., ο Μ. Βασιλάκης, με τον οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω, έχει συγκρουστεί στο παρελθόν, κατά την περίοδο της υπόθεσης Οτσαλάν, με το Δίκτυο ’21, το οποίο και είχε τότε καταγγείλει δημόσια (το 1999), λαμβάνοντας ως απάντηση καμιά εικοσαριά αγωγές (εικοσιμία για την ακρίβεια) από τον Φαήλο και τους φίλους του, βάσει του περίφημου «τυποκτόνου» νόμου περί αγωγών του Ε. Βενιζέλου (Ν 2328/1995). Στη συνέχεια απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο και τον δικαίωσε, το 2008, καταδικάζοντας το ελληνικό Κράτος.