Άρθρο του Δημήτρη Κοδέλα στην εφημερίδα Εποχήτην Κυριακή 10/02/2013 Μπορεί η κυβέρνηση να μην είχε δυνατότητα επιστράτευσης των αγροτών, επιστράτευσε όμως τις παραδοσιακές μεθόδους του χειρισμού και της κοροϊδίας. Εξήγγειλε 11 προτάσεις ως απάντηση στα αιτήματα των αγροτών οι οποίες δεν αποτελούν ούτε καν σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων τους. Οι περισσότερες μάλιστα από αυτές, αποτελούν υποχρεώσεις της που ούτως ή άλλως όφειλε να υλοποιήσει! Υπάρχουν όμως και δύο
προτάσεις που αφορούν στο κόστος καλλιέργειας και θα είχαν μια αξία αν γίνονταν με σοβαρό και συγκεκριμένο τρόπο. Η μία αφορά στην καθιέρωση αγροτικού νυχτερινού τιμολογίου από την 1η Ιουλίου και η δεύτερη στην πιθανότητα αύξησης της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο πετρέλαιο. Από την ανακοίνωση του υπουργείου προκύπτει ότι και οι δύο αυτές προτάσεις γίνονται με τρόπο που μόνο ως επικοινωνιακό κόλπο ή εμπαιγμός μπορούν να χαρακτηριστούν.
Το μεν φθηνό νυχτερινό τιμολόγιο αποτελεί εξαγγελία με πολλά γκρίζα σημεία καθώς από 1η Ιουλίου, όπως δήλωσε και ο διευθυντής της ΔΕΗ κ. Ζερβός στη Βουλή, ξεκινά η απελευθέρωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος και δεν θα υπάρχει αγροτικό τιμολόγιο, ενώ παρέμβαση στην τιμολόγηση δεν θα μπορεί να κάνει το ΥΠΕΚΑ. Επομένως, μιλάμε για μια πρόταση που, εκτός από ασαφής, έχει πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο θα εφαρμοστεί και αν τελικά θα προκύπτουν οφέλη για τους παραγωγούς. Η δε επιστροφή του ΕΦΚ θα γίνει “εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το πετρέλαιο θέρμανσης και το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες”, που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει στα χαρτιά...
Προτάσεις ελαχίστου οφέλους
Οι προτάσεις του υπουργείου έχουν χαμηλό δημοσιονομικό κόστος και ελάχιστο όφελος για τους παραγωγούς. Η αφαίμαξη των 2 δισ. που γίνεται μέσω των κυβερνητικών επιλογών των τελευταίων μηνών διατηρείται και μόνο ελάχιστα εκατομμύρια ευρώ ίσως να επιστρέψουν στους αγρότες. Η ουσία όμως του ζητήματος δεν βρίσκεται στις επικοινωνιακές προτάσεις της κυβέρνησης, αλλά στο πώς πραγματικά αντιμετωπίζει τον πρωτογενή, και πιο συγκεκριμένα, τον αγροτικό τομέα και τα συσσωρευμένα προβλήματα.
Ο υπουργός ΥΠ.Α.Α.Τ., κ. Τσαυτάρης, σε δήλωσή του ύστερα από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών των συνιστωσών της συγκυβέρνησης Σαμαρά, ανέφερε ότι οι παραγωγοί πρέπει να “πάνε πίσω στην παραγωγή” με στόχο να αυξήσουν την “παραγωγική πίτα” και να “ενισχύσουν το εθνικό εισόδημα”. Σε αυτή την προσπάθεια το υπουργείο θα είναι “ανοιχτό στο μέλλον για να επιλύσει το όποιο πρόβλημα δημιουργηθεί” και να τους υποστηρίξει, “εφόσον τα δημοσιονομικά της χώρας το επιτρέψουν”.
Τα παραπάνω δείχνουν μια λογική “πηγαίνετε στην ευχή του Θεού και κάντε ό, τι σας φωτίσει ο παντοδύναμος”. Αυτή ακριβώς είναι η λογική γύρω από το αγροτικό πρόβλημα. Τη στιγμή που οι αγρότες εκπέμπουν SOS και βγάζουν κραυγή αγωνίας η κυβέρνηση ψύχραιμη και ατάραχη τους λέει “πηγαίνετε στα χωράφια σας”.
Όμως, η κραυγή αγωνίας και επιβίωσης των αγροτών έρχεται να συνδεθεί με την εικόνα της μνημονιακής Ελλάδας, όπου συρρέει κόσμος στη διαμαρτυρία της Ομοσπονδίας Λαϊκών Αγορών και απλώνει τα χέρια του για να αρπάξει μια τσάντα με φρούτα για την οικογένειά του. Η παραπάνω εικόνα που παραπέμπει σε κρίση επισιτισμού και τεκμηριώνεται και από έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ όπου 8 στους 10 έχουν περιορίσει τα βασικά είδη διατροφής δείχνει ότι τα ευχολόγια του υπουργείου δεν απαντούν ούτε στο παραγωγικό πρόβλημα ούτε στο οξύτατο πρόβλημα ανθρωπιστικής και διατροφικής κρίσης.
Το διατροφικό πρόβλημα
Αντίθετα το υπουργείο δρα λες και είμαστε σε μια “κανονική” περίοδο. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι. Αναγκαίο θα ήταν ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης του αγροτικού χώρου στην κατεύθυνση πρωτίστως επίλυσης του διατροφικού προβλήματος. Αυτή η προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης θα είχε ως βασικούς στόχους τη διατροφική αυτοδυναμία, την ανατροπή του αγροτικού εμπορικού ελλείμματος και την κυριαρχία στην εσωτερική αγορά ντόπιων προϊόντων, τη στήριξη των μικρομεσαίων παραγωγών και κτηνοτρόφων για να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς και να παράγουν.
Η κυβέρνηση στο παραπάνω ζητούμενο, που τίθεται από την ίδια τη ζωή και το κατανοεί ως ανάγκη ο καθένας, απαντά μέσω του υπουργού: “Πρέπει να στραφούμε όλοι σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο βασισμένο στην ποιότητα, ένα μοντέλο παραγωγής ανταγωνιστικό με στόχο της εξωστρέφεια, ένα μοντέλο στηριγμένο στη γνώση, τη μόρφωση και την καινοτομία.”. Πράγματι χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό παραγωγικό αλλά και καταναλωτικό μοντέλο.
Αυτό το μοντέλο, όμως, που περιγράφει ο υπουργός είναι αυτό που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και υλοποιείται μέσω του “αγρότη-επιχειρηματία”, της “αγροτικής εκμετάλλευσης-επιχείρησης”, της “τροφής-εμπορεύματος”, της εμπορίας και διακίνησης αγροτικών προϊόντων σε ένα περιβάλλον κυριαρχίας των καρτέλ και των νόμων της ελεύθερης, ασύδοτης και παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Αυτό το μοντέλο μπορεί να προσφέρει επιβίωση μόνο σε ένα μικρό κομμάτι επιχειρηματιών που θα ασχοληθούν με τη γεωργία και στην καλύτερη περίπτωση σε μια μικρή μερίδα αγροτών, συνήθως μεγαλοαγροτών, που θα μπορέσουν να λειτουργήσουν σε αυτό το αγοραίο πλαίσιο. Αγνοεί τη μεγάλη μάζα μικρομεσαίων παραγωγών, των οποίων η θέση γίνεται πιο δύσκολη με την κρίση που διαπερνά το συνεταιριστικό κίνημα.
Αποσυνδέει τη γεωργία από το στόχο της ικανοποίησης των βασικών διατροφικών αναγκών του ελληνικού λαού και τη μετατρέπει σε μια ακόμα επικερδή για κάποιους οικονομική δραστηριότητα. Αυτό το μοντέλο στην εποχή των μνημονίων γίνεται ακόμα πιο επιθετικό με την πλήρη εκποίηση όλων των δημόσιων και συνεταιριστικών εργαλείων (ΑΤΕ, ΔΩΔΩΝΗ, κλπ).
Σύγκρουση με τις μνημονιακές δεσμεύσεις
Για την πλειοψηφία του αγροτικού κόσμου αλλά και για το ΣΥΡΙΖΑ ως μια δύναμη που φιλοδοξεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση οδηγώντας την χώρα σε άλλους δρόμους το αγροτικό πρόβλημα δε μπορεί παρά να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας πορείας μετάβασης προς τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Προϋπόθεση, δηλαδή, επιτυχίας του όποιου σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης αποτελεί η σύγκρουση με τις μνημονιακές δεσμεύσεις αλλά και ρήξεις με τη διαρκώς προς το χειρότερο μεταρρυθμιζόμενη ΚΑΠ. Και αντίστροφα, προϋπόθεση για την έξοδο από τα μνημόνια αποτελεί η ύπαρξη και υλοποίηση ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτό το σχέδιο πρέπει να απαντά στο τι παράγουμε, ποιος το παράγει, για ποιον το παράγει, πώς το παράγει, πώς φτάνει στον καταναλωτή και τελικά ποιοι είναι οι κερδισμένοι από αυτή τη διαδικασία, αυτό είναι το ουσιώδες ζήτημα.
Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλει η ανάπτυξη πρωτοβουλιών, όπως αποφασίστηκε στην πρόσφατη Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, για μια μόνιμη πλατιά διαβούλευση με τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, για τη διατύπωση ενός τέτοιου σχεδίου και τη δημιουργία ενός αντίστοιχου κινήματος, για την παραγωγική ανασυγκρότηση με στόχο την επιβίωση του λαού και τη δυνατότητα ανεξάρτητης υπόστασης της χώρας έξω από τις καταστροφικές τροϊκανές κατευθύνσεις.
Καταλυτικός σταθμός σε αυτήν την προσπάθεια πρέπει να είναι και οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Τόσο για να αποσπαστούν όσα περισσότερα μπορούμε ώστε να μην καταρρεύσει πλήρως η παραγωγική δραστηριότητα όσο και για να ανοίξει με όρους κοινωνίας η παραπάνω αναγκαία συζήτηση.
* Ο Δ. Κοδέλας είναι αγρότης – γεωπόνος και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Αργολίδα.
προτάσεις που αφορούν στο κόστος καλλιέργειας και θα είχαν μια αξία αν γίνονταν με σοβαρό και συγκεκριμένο τρόπο. Η μία αφορά στην καθιέρωση αγροτικού νυχτερινού τιμολογίου από την 1η Ιουλίου και η δεύτερη στην πιθανότητα αύξησης της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο πετρέλαιο. Από την ανακοίνωση του υπουργείου προκύπτει ότι και οι δύο αυτές προτάσεις γίνονται με τρόπο που μόνο ως επικοινωνιακό κόλπο ή εμπαιγμός μπορούν να χαρακτηριστούν.
Το μεν φθηνό νυχτερινό τιμολόγιο αποτελεί εξαγγελία με πολλά γκρίζα σημεία καθώς από 1η Ιουλίου, όπως δήλωσε και ο διευθυντής της ΔΕΗ κ. Ζερβός στη Βουλή, ξεκινά η απελευθέρωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος και δεν θα υπάρχει αγροτικό τιμολόγιο, ενώ παρέμβαση στην τιμολόγηση δεν θα μπορεί να κάνει το ΥΠΕΚΑ. Επομένως, μιλάμε για μια πρόταση που, εκτός από ασαφής, έχει πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο θα εφαρμοστεί και αν τελικά θα προκύπτουν οφέλη για τους παραγωγούς. Η δε επιστροφή του ΕΦΚ θα γίνει “εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το πετρέλαιο θέρμανσης και το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες”, που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει στα χαρτιά...
Προτάσεις ελαχίστου οφέλους
Οι προτάσεις του υπουργείου έχουν χαμηλό δημοσιονομικό κόστος και ελάχιστο όφελος για τους παραγωγούς. Η αφαίμαξη των 2 δισ. που γίνεται μέσω των κυβερνητικών επιλογών των τελευταίων μηνών διατηρείται και μόνο ελάχιστα εκατομμύρια ευρώ ίσως να επιστρέψουν στους αγρότες. Η ουσία όμως του ζητήματος δεν βρίσκεται στις επικοινωνιακές προτάσεις της κυβέρνησης, αλλά στο πώς πραγματικά αντιμετωπίζει τον πρωτογενή, και πιο συγκεκριμένα, τον αγροτικό τομέα και τα συσσωρευμένα προβλήματα.
Ο υπουργός ΥΠ.Α.Α.Τ., κ. Τσαυτάρης, σε δήλωσή του ύστερα από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών των συνιστωσών της συγκυβέρνησης Σαμαρά, ανέφερε ότι οι παραγωγοί πρέπει να “πάνε πίσω στην παραγωγή” με στόχο να αυξήσουν την “παραγωγική πίτα” και να “ενισχύσουν το εθνικό εισόδημα”. Σε αυτή την προσπάθεια το υπουργείο θα είναι “ανοιχτό στο μέλλον για να επιλύσει το όποιο πρόβλημα δημιουργηθεί” και να τους υποστηρίξει, “εφόσον τα δημοσιονομικά της χώρας το επιτρέψουν”.
Τα παραπάνω δείχνουν μια λογική “πηγαίνετε στην ευχή του Θεού και κάντε ό, τι σας φωτίσει ο παντοδύναμος”. Αυτή ακριβώς είναι η λογική γύρω από το αγροτικό πρόβλημα. Τη στιγμή που οι αγρότες εκπέμπουν SOS και βγάζουν κραυγή αγωνίας η κυβέρνηση ψύχραιμη και ατάραχη τους λέει “πηγαίνετε στα χωράφια σας”.
Όμως, η κραυγή αγωνίας και επιβίωσης των αγροτών έρχεται να συνδεθεί με την εικόνα της μνημονιακής Ελλάδας, όπου συρρέει κόσμος στη διαμαρτυρία της Ομοσπονδίας Λαϊκών Αγορών και απλώνει τα χέρια του για να αρπάξει μια τσάντα με φρούτα για την οικογένειά του. Η παραπάνω εικόνα που παραπέμπει σε κρίση επισιτισμού και τεκμηριώνεται και από έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ όπου 8 στους 10 έχουν περιορίσει τα βασικά είδη διατροφής δείχνει ότι τα ευχολόγια του υπουργείου δεν απαντούν ούτε στο παραγωγικό πρόβλημα ούτε στο οξύτατο πρόβλημα ανθρωπιστικής και διατροφικής κρίσης.
Το διατροφικό πρόβλημα
Αντίθετα το υπουργείο δρα λες και είμαστε σε μια “κανονική” περίοδο. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι. Αναγκαίο θα ήταν ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης του αγροτικού χώρου στην κατεύθυνση πρωτίστως επίλυσης του διατροφικού προβλήματος. Αυτή η προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης θα είχε ως βασικούς στόχους τη διατροφική αυτοδυναμία, την ανατροπή του αγροτικού εμπορικού ελλείμματος και την κυριαρχία στην εσωτερική αγορά ντόπιων προϊόντων, τη στήριξη των μικρομεσαίων παραγωγών και κτηνοτρόφων για να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς και να παράγουν.
Η κυβέρνηση στο παραπάνω ζητούμενο, που τίθεται από την ίδια τη ζωή και το κατανοεί ως ανάγκη ο καθένας, απαντά μέσω του υπουργού: “Πρέπει να στραφούμε όλοι σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο βασισμένο στην ποιότητα, ένα μοντέλο παραγωγής ανταγωνιστικό με στόχο της εξωστρέφεια, ένα μοντέλο στηριγμένο στη γνώση, τη μόρφωση και την καινοτομία.”. Πράγματι χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό παραγωγικό αλλά και καταναλωτικό μοντέλο.
Αυτό το μοντέλο, όμως, που περιγράφει ο υπουργός είναι αυτό που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και υλοποιείται μέσω του “αγρότη-επιχειρηματία”, της “αγροτικής εκμετάλλευσης-επιχείρησης”, της “τροφής-εμπορεύματος”, της εμπορίας και διακίνησης αγροτικών προϊόντων σε ένα περιβάλλον κυριαρχίας των καρτέλ και των νόμων της ελεύθερης, ασύδοτης και παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Αυτό το μοντέλο μπορεί να προσφέρει επιβίωση μόνο σε ένα μικρό κομμάτι επιχειρηματιών που θα ασχοληθούν με τη γεωργία και στην καλύτερη περίπτωση σε μια μικρή μερίδα αγροτών, συνήθως μεγαλοαγροτών, που θα μπορέσουν να λειτουργήσουν σε αυτό το αγοραίο πλαίσιο. Αγνοεί τη μεγάλη μάζα μικρομεσαίων παραγωγών, των οποίων η θέση γίνεται πιο δύσκολη με την κρίση που διαπερνά το συνεταιριστικό κίνημα.
Αποσυνδέει τη γεωργία από το στόχο της ικανοποίησης των βασικών διατροφικών αναγκών του ελληνικού λαού και τη μετατρέπει σε μια ακόμα επικερδή για κάποιους οικονομική δραστηριότητα. Αυτό το μοντέλο στην εποχή των μνημονίων γίνεται ακόμα πιο επιθετικό με την πλήρη εκποίηση όλων των δημόσιων και συνεταιριστικών εργαλείων (ΑΤΕ, ΔΩΔΩΝΗ, κλπ).
Σύγκρουση με τις μνημονιακές δεσμεύσεις
Για την πλειοψηφία του αγροτικού κόσμου αλλά και για το ΣΥΡΙΖΑ ως μια δύναμη που φιλοδοξεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση οδηγώντας την χώρα σε άλλους δρόμους το αγροτικό πρόβλημα δε μπορεί παρά να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας πορείας μετάβασης προς τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Προϋπόθεση, δηλαδή, επιτυχίας του όποιου σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης αποτελεί η σύγκρουση με τις μνημονιακές δεσμεύσεις αλλά και ρήξεις με τη διαρκώς προς το χειρότερο μεταρρυθμιζόμενη ΚΑΠ. Και αντίστροφα, προϋπόθεση για την έξοδο από τα μνημόνια αποτελεί η ύπαρξη και υλοποίηση ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτό το σχέδιο πρέπει να απαντά στο τι παράγουμε, ποιος το παράγει, για ποιον το παράγει, πώς το παράγει, πώς φτάνει στον καταναλωτή και τελικά ποιοι είναι οι κερδισμένοι από αυτή τη διαδικασία, αυτό είναι το ουσιώδες ζήτημα.
Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλει η ανάπτυξη πρωτοβουλιών, όπως αποφασίστηκε στην πρόσφατη Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, για μια μόνιμη πλατιά διαβούλευση με τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, για τη διατύπωση ενός τέτοιου σχεδίου και τη δημιουργία ενός αντίστοιχου κινήματος, για την παραγωγική ανασυγκρότηση με στόχο την επιβίωση του λαού και τη δυνατότητα ανεξάρτητης υπόστασης της χώρας έξω από τις καταστροφικές τροϊκανές κατευθύνσεις.
Καταλυτικός σταθμός σε αυτήν την προσπάθεια πρέπει να είναι και οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Τόσο για να αποσπαστούν όσα περισσότερα μπορούμε ώστε να μην καταρρεύσει πλήρως η παραγωγική δραστηριότητα όσο και για να ανοίξει με όρους κοινωνίας η παραπάνω αναγκαία συζήτηση.
* Ο Δ. Κοδέλας είναι αγρότης – γεωπόνος και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Αργολίδα.