ΔΥΟ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΠΑ ΤΟΥ Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΥ
«Η πιο σοβαρή και πιο ιερή παράκληση που είχε να κάνει στους συντρόφους του ένας κλέφτης που ξεψυχούσε σε μια μάχη που την έβλεπε χαμένη, ήταν να του κόψουν γρήγορα το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Αυτό το περήφανο συναίσθημα, η ανησυχία για την τιμή πέρα από την ζωή, εκφράζεται μ’ έναν τρόπο συγκινητικό σε πολλά κλέφτικα τραγούδια.» Claude Fauriel, Δημοτικά Τραγούδια.
ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ
Ο Λιάκος Παναρίτης ήταν Θεσσαλός στην καταγωγή και ως καπετάνιος κλέφτικου σώματος λημέριαζε στα Άγραφα και στα βουνά της Αιτωλίας, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τους δερβέναγες του Αλή πασά. Ο γιος του Μήτρος Λιακόπουλος (1790 - 1829) πολέμησε στην Επανάσταση. Το τραγούδι αναφέρεται στην ενέδρα και στο θάνατο του καπετάνιου (1804) από τα ένοπλα σώματα του Αλή. Στους τελευταίους στίχους ο κλέφτης διατάζει τους συντρόφους του να του κόψουν το κεφάλι, για να μην δώσει τη δυνατότητα στους Τούρκους να τον ντροπιάσουν, έστω και μετά το θάνατό τους, σε εχθρούς και φίλους.
- Λιάκο, σε κλαίουν τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα,
σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν’ τα παλληκάρια.
Δε στο πα, Λιάκο, μια φορά, δε στό πα τρεις και πέντε,
προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το βεζίρη;
- Όσο ’ναι ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει.
Πασά ’χει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι.
Κακό καρτέρι τόκαμαν από το μετερίζι.
Διψούσ’ ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι.
Έσκυψε κάτω για να πιει νερό και να δροσίσει.
Τρία ντουφέκια τού ’δωκαν, τα τρία αράδ’ αράδα·
τό ’να τον παίρνει ξώπλατα και τ’ άλλο εις τη μέση,
το τρίτο το φαρμακερό, τον πήρεν εις τ’ αστήθι.
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί και κελαϊδεί και λέγει:
- Που είσθε, παλληκάρια μου, που είσαι, ψυχογιέ μου;
Για πάρτε μου τα φλωριά, πάρτε μου τα τσαπράζια,
πάρτε και το σπαθάκι μου, το πολυξακουσμένο·
κόψετε το κεφάλι μου, να μην το κόψουν οι Τούρκοι
και το πηγαίνουν στου πασά, ψηλά εις το διβάνι,
το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται,
το ιδεί και η μανούλα μου κι απ’ τον καημό πεθάνει.
Cl. Fauriel II, 316
ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΣΑΒΟΥ
«Ο Όλυμπος ήταν ένα είδος παραδείσου των κλεφτών»
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
Η μεγαλοπρεπής εικόνα της έριδας των βουνών έχει πολύ παλιά παράδοση. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο ανάγεται χρονικά στην περίοδο της ακμής της κλεφτουριάς, ο Όλυμπος ανταγωνιζόμενος τον Κίσσαβο υπερηφανεύεται για τους πολυάριθμους αγωνιστές της ελευθερίας που βρίσκουν καταφύγιο στις κορφές του.
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το πιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου.
«Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος ’ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ’ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει·
«Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχή, μον’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;»
Ν. Γ. Πολίτης, 34
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η ανάγκη για τη διατήρηση της τάξης στη χώρα και για τη διαφύλαξη των στενών και των συνοριακών θέσεων ανάγκασε του Τούρκους να καταφύγουν στη βοήθεια των χριστιανών κατοίκων των μερών αυτών, κατά το παράδειγμα των Βυζαντινών και μετέπειτα των Βενετών, να σχηματίσουν ειδικές πολιτοφυλακές αποτελούμενες αποκλειστικά από χριστιανούς, με αρχηγούς κάποτε Τούρκους ήΑλβανούς, δηλαδή τα σώματα των αρματολών (τουρκ. martolos) που τα συναντούμε από το 14ο αιώνα στην Ανατολή κι αργότερα στα Βαλκάνια.
Η Εκκλησία, οι Φαναριώτες, οικοινότητες, αρματολοί αποτελούνμορφές οργάνωσης του ελληνικού Έθνους συνδεόμενες λίγο ή πολύ με την τουρκική διοίκηση κι εκφράζουν το πνεύμα της προσαρμογής στις νέες συνθήκες της κατάκτησης. Στο πνεύμα αυτό αντιτίθενται η αυθόρμητη αντίσταση των αγροτών, κυρίως στις ορεινές περιοχές, που δημιούργησε απ’ την αρχή ακόμα της κατάκτησης ένα κίνημα, όλο και πιο ισχυρό, έξω από την τουρκική διοίκηση, ανάλογο με το κίνημα των χαϊντούκων στους άλλους βαλκανικούς λαούς, τουςκλέφτες. Επρόκειτο για αντάρτες που φεύγοντας από την καταπίεση των Τούρκων ή Ελλήνων κυρίων τους και τις κάθε είδους κακώσεις των τουρκικών αρχών, κατέφευγαν στα βουνά, κι εκεί σχημάτιζαν οπλισμένες ομάδες που ζούσαν με τη λεηλασία σε βάρος των Τούρκων και συχνά των Ελλήνων γαιοκτημόνων, αλλά σέβονταν τον κλήρο και παρουσιάζονταν σαν προστάτες των αγροτών. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμβιβασμό μ’ αυτές τις ομάδες ενσωματώνοντας μερικές στους αρματολούς. Αλλά το πέρασμα από την κατάσταση του κλέφτη στην κατάσταση του αρματολού ή το αντίστροφο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Κλέφτες και αρματολοί δημιούργησαν ένα τρόπο ζωής που θύμιζε με τις ασχολίες του – πόλεμο, αθλητικά παιχνίδια, γιορτές – τον τρόπο ζωής των ομηρικών ηρώων. Παίρνοντας μέρος στους πολέμους εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο πλευρό των χριστιανικών δυνάμεων, ανέπτυσσαν βαθμιαία εθνική συνείδηση κι ενσάρκωναν την ένοπλη αντίσταση του έθνους κατά του κατακτητή. Από το γεγονός αυτό έγιναν οι ευνοούμενοι ήρωες των λαϊκών βαλκανικών εποποιιών. Αυτοί θα δώσουν αργότερα τις ένοπλες δυνάμεις του πολέμου για την Ανεξαρτησία.
Νίκος Γ. Σβορώνος,
Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,
Εκδόσεις Θεμέλιο, σελ 47-48
*Τα αποσπάσματα πήραμε από την Έκδοση «ΚΛΕΦΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ» (Μάρτιος 2014), η οποία έγινε υπό την εποπτεία του ΛΑΟΚΡΑΤΗ ΒΑΣΣΗ, Προέδρου της Εταιρείας Παιδείας και Πολιτισμού «ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ» και τη γενική επιμέλεια του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΙΩΤΗ.
«Η πιο σοβαρή και πιο ιερή παράκληση που είχε να κάνει στους συντρόφους του ένας κλέφτης που ξεψυχούσε σε μια μάχη που την έβλεπε χαμένη, ήταν να του κόψουν γρήγορα το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Αυτό το περήφανο συναίσθημα, η ανησυχία για την τιμή πέρα από την ζωή, εκφράζεται μ’ έναν τρόπο συγκινητικό σε πολλά κλέφτικα τραγούδια.» Claude Fauriel, Δημοτικά Τραγούδια.
ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ
Ο Λιάκος Παναρίτης ήταν Θεσσαλός στην καταγωγή και ως καπετάνιος κλέφτικου σώματος λημέριαζε στα Άγραφα και στα βουνά της Αιτωλίας, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τους δερβέναγες του Αλή πασά. Ο γιος του Μήτρος Λιακόπουλος (1790 - 1829) πολέμησε στην Επανάσταση. Το τραγούδι αναφέρεται στην ενέδρα και στο θάνατο του καπετάνιου (1804) από τα ένοπλα σώματα του Αλή. Στους τελευταίους στίχους ο κλέφτης διατάζει τους συντρόφους του να του κόψουν το κεφάλι, για να μην δώσει τη δυνατότητα στους Τούρκους να τον ντροπιάσουν, έστω και μετά το θάνατό τους, σε εχθρούς και φίλους.
- Λιάκο, σε κλαίουν τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα,
σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν’ τα παλληκάρια.
Δε στο πα, Λιάκο, μια φορά, δε στό πα τρεις και πέντε,
προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το βεζίρη;
- Όσο ’ναι ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει.
Πασά ’χει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι.
Κακό καρτέρι τόκαμαν από το μετερίζι.
Διψούσ’ ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι.
Έσκυψε κάτω για να πιει νερό και να δροσίσει.
Τρία ντουφέκια τού ’δωκαν, τα τρία αράδ’ αράδα·
τό ’να τον παίρνει ξώπλατα και τ’ άλλο εις τη μέση,
το τρίτο το φαρμακερό, τον πήρεν εις τ’ αστήθι.
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί και κελαϊδεί και λέγει:
- Που είσθε, παλληκάρια μου, που είσαι, ψυχογιέ μου;
Για πάρτε μου τα φλωριά, πάρτε μου τα τσαπράζια,
πάρτε και το σπαθάκι μου, το πολυξακουσμένο·
κόψετε το κεφάλι μου, να μην το κόψουν οι Τούρκοι
και το πηγαίνουν στου πασά, ψηλά εις το διβάνι,
το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται,
το ιδεί και η μανούλα μου κι απ’ τον καημό πεθάνει.
Cl. Fauriel II, 316
ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΣΑΒΟΥ
«Ο Όλυμπος ήταν ένα είδος παραδείσου των κλεφτών»
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
Η μεγαλοπρεπής εικόνα της έριδας των βουνών έχει πολύ παλιά παράδοση. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο ανάγεται χρονικά στην περίοδο της ακμής της κλεφτουριάς, ο Όλυμπος ανταγωνιζόμενος τον Κίσσαβο υπερηφανεύεται για τους πολυάριθμους αγωνιστές της ελευθερίας που βρίσκουν καταφύγιο στις κορφές του.
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το πιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου.
«Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος ’ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ’ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει·
«Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχή, μον’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;»
Ν. Γ. Πολίτης, 34
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η ανάγκη για τη διατήρηση της τάξης στη χώρα και για τη διαφύλαξη των στενών και των συνοριακών θέσεων ανάγκασε του Τούρκους να καταφύγουν στη βοήθεια των χριστιανών κατοίκων των μερών αυτών, κατά το παράδειγμα των Βυζαντινών και μετέπειτα των Βενετών, να σχηματίσουν ειδικές πολιτοφυλακές αποτελούμενες αποκλειστικά από χριστιανούς, με αρχηγούς κάποτε Τούρκους ήΑλβανούς, δηλαδή τα σώματα των αρματολών (τουρκ. martolos) που τα συναντούμε από το 14ο αιώνα στην Ανατολή κι αργότερα στα Βαλκάνια.
Η Εκκλησία, οι Φαναριώτες, οικοινότητες, αρματολοί αποτελούνμορφές οργάνωσης του ελληνικού Έθνους συνδεόμενες λίγο ή πολύ με την τουρκική διοίκηση κι εκφράζουν το πνεύμα της προσαρμογής στις νέες συνθήκες της κατάκτησης. Στο πνεύμα αυτό αντιτίθενται η αυθόρμητη αντίσταση των αγροτών, κυρίως στις ορεινές περιοχές, που δημιούργησε απ’ την αρχή ακόμα της κατάκτησης ένα κίνημα, όλο και πιο ισχυρό, έξω από την τουρκική διοίκηση, ανάλογο με το κίνημα των χαϊντούκων στους άλλους βαλκανικούς λαούς, τουςκλέφτες. Επρόκειτο για αντάρτες που φεύγοντας από την καταπίεση των Τούρκων ή Ελλήνων κυρίων τους και τις κάθε είδους κακώσεις των τουρκικών αρχών, κατέφευγαν στα βουνά, κι εκεί σχημάτιζαν οπλισμένες ομάδες που ζούσαν με τη λεηλασία σε βάρος των Τούρκων και συχνά των Ελλήνων γαιοκτημόνων, αλλά σέβονταν τον κλήρο και παρουσιάζονταν σαν προστάτες των αγροτών. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμβιβασμό μ’ αυτές τις ομάδες ενσωματώνοντας μερικές στους αρματολούς. Αλλά το πέρασμα από την κατάσταση του κλέφτη στην κατάσταση του αρματολού ή το αντίστροφο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Κλέφτες και αρματολοί δημιούργησαν ένα τρόπο ζωής που θύμιζε με τις ασχολίες του – πόλεμο, αθλητικά παιχνίδια, γιορτές – τον τρόπο ζωής των ομηρικών ηρώων. Παίρνοντας μέρος στους πολέμους εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο πλευρό των χριστιανικών δυνάμεων, ανέπτυσσαν βαθμιαία εθνική συνείδηση κι ενσάρκωναν την ένοπλη αντίσταση του έθνους κατά του κατακτητή. Από το γεγονός αυτό έγιναν οι ευνοούμενοι ήρωες των λαϊκών βαλκανικών εποποιιών. Αυτοί θα δώσουν αργότερα τις ένοπλες δυνάμεις του πολέμου για την Ανεξαρτησία.
Νίκος Γ. Σβορώνος,
Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,
Εκδόσεις Θεμέλιο, σελ 47-48
*Τα αποσπάσματα πήραμε από την Έκδοση «ΚΛΕΦΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ» (Μάρτιος 2014), η οποία έγινε υπό την εποπτεία του ΛΑΟΚΡΑΤΗ ΒΑΣΣΗ, Προέδρου της Εταιρείας Παιδείας και Πολιτισμού «ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ» και τη γενική επιμέλεια του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΙΩΤΗ.