Δημήτρης Μπελαντής Υπάρχει, άραγε, ένας ορίζοντας που ξεπερνά σήμερα το ελληνικό έθνος-κράτος και είναι αντικειμενικά προοδευτικός και ριζοσπαστικός; Ένας ορίζοντας όπου οι αξίες της δημοκρατίας (έστω της αστικής) και του κοινωνικού κράτους βρίσκουν πιο γόνιμο έδαφος από ό,τι στην Ελλάδα και όπου οι ιδέες του Διαφωτισμού έχουν αναλάβει έναν καθοδηγητικό ρόλο; Ναι, βεβαίως, απαντάνε οι ευρωπαϊστές αριστερής φυσιογνωμίας και κοπής. Ο ορίζοντας αυτός δεν είναι γενικά και αφηρημένα η «κοσμόπολις». Η Ευ
ρώπη και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το αδιαμφισβήτητο ιστορικό καταφύγιο των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αντιλήψεων, αλλά και ένα διεθνές καθοδηγητικό παράδειγμα για τη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος και τα κοινωνικά δικαιώματα. Ο τελικός στόχος είναι το ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό υπερκράτος. Η τυχόν αποχώρησή μας από αυτήν την ένωση θα σήμαινε μια εθνικιστική και φιλοφασιστική τυχόν εκτροπή, παράλληλα προς τις αρνητικές συνέπειες από την αναγκαστική υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος.
Κοντολογίς, μόνο άσχημα πράγματα θα μας συμβούν αν αποχωρήσουμε από την Ευρωζώνη και ενδεχομένως και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Μας λένε οι «ευρωπαϊστές» την αλήθεια; Μετά το Μάαστριχτ και πιο πρόσφατα μετά την Κύπρο το 2013 και την Ουκρανία το 2014, τι έχει απομείνει από τη δημοκρατικότητα ή το φιλοκοινωνικό προσανατολισμό της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης;
Μύθος πρώτος: Η ιδέα της ενωμένης οικονομικά Ευρώπης είναι μια αντιπροσωπευτική ιδέα της Αριστεράς και έχει γνήσιο διεθνιστικό προσανατολισμό και καταγωγή.
Στην πραγματικότητα, η ιδέα της οικονομικής ευρωπαϊκής ένωσης ανάγεται αρχικά στη στρατηγική της γερμανικής άρχουσας τάξης και του γερμανικού ιμπεριαλισμού σε δύο φάσεις, την πρώτη του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπό τον Κάιζερ μεταξύ 1900 και 1918 και τη δεύτερη του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπό το ναζισμό. Και στις δύο αυτές περιόδους, όπως έχω δείξει και αλλού (βλ. το άρθρο μου «Πεθαίνοντας για την ευρωζώνη» στο www.rednotebook.grτην άνοιξη του 2013) η πολεμική περιπέτεια των παγκοσμίων πολέμων συνδέθηκε με μια στρατηγική ενοποίησης της Ευρώπης (όχι μόνο τελωνειακής, αλλά και νομισματικής και παραγωγικής) υπό τη γερμανική καπιταλιστική ηγεμονία. Ιδίως ο Γερμανός καγκελάριος της έκρηξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Μπέτμαν-Χόλβεκ είχε διακηρύξει ένα σχέδιο ενσωμάτωσης περιοχών στο Ράιχ, δημιουργίας μιας ζώνης οικονομικά και πολιτικά δορυφόρων κρατών που θα καλούνταν «Μεσευρώπη»
(Mitteleuropa) με βασικούς εταίρους την Αυστρουγγαρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και ορισμένες βαλκανικές χώρες και τέλος νομισματικής ενοποίησης όλης της συμμαχικής προς τη Γερμανία Ευρώπης με νόμισμα το ευρωμάρκο (βλ. και το περίφημο βιβλίο του ιστορικού Fritz Fischer «The military aims of Germany at the first world war», 1961). Αντίστοιχο σχέδιο είχαν επεξεργασθεί και οι οικονομολόγοι γύρω από τον Γκέρινγκ και τον Σπέερ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά ακόμη και ομάδες της άρχουσας τάξης που αντιτίθεντο στο ναζισμό (όπως η ομάδα γύρω από τον Στάουφενμπεργκ και τον φον Κανάρις που οργάνωσε το πραξικόπημα κατά του Χίτλερ τον Ιούλιο του 1944) και οι οποίες ήθελαν ένα πιο ευέλικτο και πιο ήπιο καθεστώς ηγεμονίας της Γερμανίας σε μια συμμαχική προς αυτήν Ευρώπη. Όπως επισημαίνει ο Βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, η τυχόν μη παρέμβαση της Βρετανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914 θα οδηγούσε σε μια οικονομική «Ευρωπαϊκή Ένωση» ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα («The Kaiser’s European Union»). Από την αρχή ήταν προφανές ότι αυτή η οικονομική δομή δεν θα συμβάδιζε με την ύπαρξη μιας μαζικής δημοκρατίας, παρά το ότι οι πολιτικοί σύμβουλοι του Κάιζερ ή του Χίτλερ τόνιζαν με ρατσιστικά επιχειρήματα τη διαφορά της πολιτισμένης Ευρώπης από την απολίτιστη Ρωσία και τη βάρβαρη ανατολική Ευρώπη. Ο κοινοβουλευτικός-απολυταρχικός αυταρχισμός ή ο ναζισμός θα ήταν οι πολιτικές όψεις της οικονομικής συσσωμάτωσης μέσα από την οποία η Γερμανία θα καταπολεμούσε τη Βρετανία και τις ΗΠΑ σε διεθνή κλίμακα.
Προφανώς, το αρχικό σχέδιο για την ΕΟΚ και ειδικά για την Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα των Ρομπέρ Σουμάν και Ζαν Μονέ καθώς και του Πολ-Ανρί Σπάακ ήταν ένα σχέδιο -αναπόφευκτα μετά τη συντριβή του ναζισμού-, το οποίο κινούνταν σε μια αστικοδημοκρατική και φιλελεύθερη πολιτικά κατεύθυνση. Όμως, είναι φανερό ότι δεν ήταν τα κίνητρά τους βασικά πολιτικά ή έστω αστικοδημοκρατικά, καθώς κινούνταν γεωπολιτικά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά στην ενίσχυση των βασικών ευρωπαϊκών κρατών (πλην της Βρετανίας) στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση της Κοινής Αγοράς. Επίσης, ήταν ένα σχέδιο το οποίο επιχειρούσε τη μονιμότερη πολιτικοοικονομική ενσωμάτωση της Δυτικής Γερμανίας στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο ώστε και να μην αποτελέσει ξανά κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και να συστήσει ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι στην «κομμουνιστική επιθετικότητα». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό καθόλου δεν αμφισβήτησε την τελευταία εναγώνια προσπάθεια των αποικιοκρατών (Γαλλία, Ολλανδία, Βρετανία, Βέλγιο, Πορτογαλία) να διατηρήσουν τις αποικίες τους και να ματοκυλήσουν τους λαούς για τα συμφέροντά τους. Επίσης, το σχέδιο αυτό ουδόλως αμφισβήτησε την ήδη ύπαρξη ή και εγκατάσταση δικτατορικών καθεστώτων σε χώρες της δυτικής Ευρώπης όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, παρά το ότι στην περίπτωση της Ελλάδας «πάγωσε» η σχέση σύνδεσης. Tέλος, είναι φανερό ότι αυτός ο «οικονομικός κοσμοπολιτισμός» που αφορά τόσο τα αρχικά γερμανικά σχέδια όσο και το σχέδιο για την ΕΟΚ, καθόλου δεν αμφισβητούσε τη σταδιακή κυριαρχία των βασικών οικονομικών και πολιτικών εθνικισμών στο κοινό στερέωμα, αποκλειστικά του γερμανικού εθνικισμού στα αρχικά γερμανικά σχέδια, του γαλλικού και σταδιακά και του γερμανικού στο «σχέδιο ΕΟΚ».
Μήπως, όμως, μπορεί η Ενωμένη Ευρώπη να αναχθεί στο περίφημο αριστερό σύνθημα για τις «Ενωμένες (Σοσιαλιστικές) Πολιτείες της Ευρώπης»; Μήπως η συγκρότηση ενός κοινού ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους έχει υπάρξει και ιστορικά το κατάλληλο έδαφος για τη δημοκρατική και σοσιαλιστική αναγέννηση στον ευρωπαϊκό χώρο; Ήδη από την εποχή του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου (1915) είχε τεθεί μέσα στο καμίνι της εθνικιστικής αλληλοσφαγής από πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας των ευρωπαϊκών χωρών το σύνθημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» ως άμεσος στόχος που θα ήρε τον πόλεμο, θα ενίσχυε τη δημοκρατία και θα άνοιγε το δρόμο προς το σοσιαλισμό. Αυτή η πρόταση αφορούσε κυρίως όχι ένα σχέδιο οικονομικής ενοποίησης, αλλά ένα σχέδιο πολιτικής ενοποίησης με δευτερεύουσα την οικονομική συνιστώσα. Σε αρκετά σημεία θύμιζε, από μια πάντως πιο προοδευτική σκοπιά, τη θεωρία του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό, δηλαδή τη διεθνή ή έστω περιφερειακή ιμπεριαλιστική ενοποίηση και ολοκλήρωση ως προστάδιο και αναγκαστικό μεταβατικό βήμα προς το σοσιαλισμό και φαίνεται ότι αντανακλούσε ένα σχετικά ισχυρό ρεύμα στη διεθνή Αριστερά. Όμως, ήταν ο Λένιν αυτός που αρνήθηκε την έννοια των «Ε.Π.Ε.». Σε μια σημαντική τοποθέτησή του στο εσωτερικό της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας ( βλ. και σε http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=11916:l...) ο Λένιν υποστήριξε ότι σε συνθήκες όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων η υλοποίηση του συνθήματος θα οδηγούσε είτε σε μια αντιδραστική κατεύθυνση είτε θα ήταν απολύτως αδύνατη. Η αντιδραστική κατεύθυνση θα σήμαινε την απεμπόληση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε κάθε μία χώρα, το να τεθεί ως προτεραιότητα ένας στόχος είτε αδύνατος είτε υποκείμενος στον έλεγχο του ταξικού αντιπάλου και να αποδεχτεί το εργατικό κίνημα μια προσωρινή συμφωνία των καπιταλιστών για τον αμοιβαίο έλεγχο των πόρων και των αγορών, δηλαδή μια προσωρινή συμμαχία των καπιταλιστών μεταξύ τους με καθορισμό της σφαίρας επιρροής του καθενός. Ήδη η άρνηση της θεωρίας του «υπερϊμπεριαλισμού» από τον Λένιν φανέρωσε ότι μια συμφωνία τέτοιου τύπου αναγκαστικά θα ήταν προσωρινή και θα ήταν μια παρένθεση έως τον επόμενο οικονομικό ή και πολιτικοστρατιωτικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η Αριστερά δεν υπήρξε ποτέ ο κύριος ή ο έστω ηγεμονικός παράγων του συνθήματος ή του πλαισίου για την Ενωμένη Ευρώπη και ιδίως για την οικονομικά ενωμένη καπιταλιστική Ευρώπη. Το πλαίσιο αυτό προτάθηκε κατά καιρούς από τα επιτελεία των ιμπεριαλιστικών αρχουσών τάξεων των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών (ιδίως από την Γερμανία) ή από διανοούμενους και πολιτικούς των αρχουσών τάξεων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Υπάρχει, όμως, ένα ζήτημα όσον αφορά την πορεία μετασχηματισμού της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1985: η απόφαση του καλοκαιριού 1985 για την πορεία προς μια στενότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την τελική νομισματική ενοποίηση ως το 1992 και η τελική υπογραφή της Ε.Ε.Π. το 1986 έφεραν, μεταξύ άλλων, και το στίγμα/παρέμβαση του Ιταλού πολιτικού Αλτιέρο Σπινέλι, ο οποίος υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, αλλά και ένας πολιτικός πολύ κοντά στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Εδώ φαίνεται όχι μια πρωταγωνιστική αριστερή τάση στη συγκρότηση της οικονομικής Ενωμένης Ευρώπης αλλά, αντίθετα, μια ισχυρή τάση ηγεμόνευσης ενός τμήματος της Αριστεράς (του προσκείμενου στον Ιστορικό Συμβιβασμό) από το σχέδιο των αρχουσών τάξεων στην Ευρώπη. Όπως και ο Ιστορικός Συμβιβασμός γενικότερα, αυτή η τάση ηγεμόνευσης της Αριστεράς από τον ευρωπαϊσμό κατέτεινε στην ταξική συνεργασία και στην αποδοχή ενός σχεδίου με χαρακτηριστικά όχι μόνο καπιταλιστικά με ταυτόχρονη διατήρηση των όποιων δομών του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους αλλά όλο και περισσότερο και όλο και πιο έντονα νεοφιλελεύθερα. Θυμίζουμε εδώ ότι η περίοδος σύναψης της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης ήταν η περίοδος των μεγάλων συγκρούσεων της βρετανικής άρχουσας τάξης με τους ανθρακωρύχους και της γερμανικής άρχουσας τάξης με τους μεταλλωρύχους (I.G. Metall) ενόψει της νεοφιλελεύθερης απαξίωσης κεφαλαίου και καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων από τις δυνάμεις το κεφαλαίου. Προφανώς, η φυγή προς τα εμπρός των καπιταλιστικών ηγεσιών στην Ευρώπη είχε σχέση και με τα προβλήματα της ταξικής πάλης σε κάθε μια χώρα, όπου οι κοινωνικές αντιστάσεις βιώνονταν ως οικονομικές και κοινωνικές δυσκαμψίες.
Μύθος Δεύτερος: Η ΕΟΚ, και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως διάδοχος της ΕΟΚ, αποτέλεσαν και αποτελούν έναν τόπο ανάπτυξης και άνθησης της δημοκρατίας και ισχυρής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υποστηρίζεται ευρέως ότι ο ευρωπαϊκός πολιτικός και κοινωνικός χώρος είναι ο προνομιακός για την ανάπτυξη των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Αυτό είναι ένα διακριτό επιχείρημα από το πασίδηλο γεγονός ότι οι αξίες και οι ιδέες του ρεπουμπλικανισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν πρώτα απ’ όλα (αλλά όχι αποκλειστικά) στην Ευρώπη και στις χώρες που επηρεάσθηκαν άμεσα από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό (όπως οι ΗΠΑ). Όμως, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η ΕΟΚ και η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή τους και μέχρι σήμερα υπήρξαν φιλικές προς τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ, πάντως, υπάρχει και μια αντινομία, η οποία αξίζει να προσεχθεί. Η έννοια της δημοκρατίας δυτικού τύπου περιλαμβάνει δύο διαφορετικά πράγματα:
α) τις πολιτικές κατακτήσεις των εργαζομένων από την αυγή του καπιταλισμού και μέχρι σήμερα (πολιτικά δικαιώματα και ατομικά δικαιώματα με πολιτική χρήση, κοινωνικά δικαιώματα) και β) το καθεστώς ή μορφή κυριαρχίας της αστικής δημοκρατίας ως μορφή κυριαρχίας του κεφαλαίου, η οποία ενσωματώνει αλλά και αποδυναμώνει ταυτόχρονα τις πολιτικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Η δεύτερη διάσταση της δημοκρατίας υπήρξε πραγματικά για πολλά χρόνια η αντιπροσωπευτική μορφή αστικής κυριαρχίας στην Δυτική Ευρώπη και από ένα σημείο και πέρα και στην Ανατολική. Όμως, το πόσο έγιναν σεβαστά τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτόματη συνέπεια του ότι μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ως έναν βαθμό η αστική δημοκρατία: είναι αποτέλεσμα της έκβασης της ταξικής πάλης στην Ευρώπη, καθώς ιδίως μετά το τέλος της δεκαετίας του 1980 η αστική δημοκρατία είναι τόπος συρρίκνωσης των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας αλλά και καθώς τα τελευταία χρόνια η αστική δημοκρατία διεθνώς στο πλαίσιο της δομικής κρίσης του καπιταλισμού μετατρέπεται σε μια μορφή κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού (ιδίως στην Ελλάδα αλλά και αλλού στην Ε.Ε.).
Η ΕΟΚ και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν υπάρξει ιστορικά διακυβερνητικές ενώσεις χωρίς εσωτερική δημοκρατική ζωή. Όλες οι βασικές αποφάσεις των οργάνων τους ήταν αυθαίρετες σε σχέση με την πολιτική νομιμοποίηση του «λαού των εθνών-κρατών» ή του «λαού της Ευρώπης» και στηρίζονταν στη διακυβερνητική ενοποίηση των αστών πολιτικών και των ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων. Πρόκειται για το σεμνά λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» στην Ε.Ε. Τυπικά, η Ε.Ε., πέρα από το ζήτημα της απουσίας της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ίδιας της δομής της, προκρίνει και θέτει ως όρο για την ένταξη σε αυτήν το αστικοδημοκρατικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς για κάθε μια χώρα-μέλος. Άρα, ένα κράτος με αντιδημοκρατική συμπεριφορά θα έπρεπε είτε να μην μπορεί να εντάσσεται σε αυτήν ή να εκπίπτει από τη συμμετοχή της σε αυτήν και να διώκεται από αυτήν. Το γεγονός ότι η σημερινή φιλοφασιστική Ουκρανία θεωρείται πρόσφορη για να ενταχθεί στην Ε.Ε. -και μάλιστα κατά προτεραιότητα- καταδεικνύει ότι η Ε.Ε. είναι βασικά μια ιμπεριαλιστική διακυβερνητική συμμαχία και ένωση, η οποία δεν τρέφει καμία αληθινή πίστη στις αξίες ακόμη και της αστικής δημοκρατίας παραδοσιακού τύπου. Η γεωπολιτική και οικονομική σκοπιμότητα της Ε.Ε. έχουν πλέον απεκδυθεί από κάθε δημοκρατικό και πολιτικά φιλελεύθερο πέπλο και η αντίθεση με τον «αυταρχισμό του Πούτιν» μπορεί να προσλάβει ως σύμμαχο και ακραία ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες.
Επιπλέον, οι αυστηρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβλήθηκαν στην Ε.Ε. ήδη από τις συνθήκες του Μάαστριχτ (1991) και Άμστερνταμ (1997) με αφετηρία τις τέσσερις βασικές ελευθερίες της Ε.Ε.(ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ελευθερία κίνησης εργαζομένων, ελευθερία κίνησης κεφαλαίων) σήμαναν και μέσα από ειδικότερα νομοθετήματα και δράσεις-πλαίσια (Λευκή Βίβλος, Πράσινη Βίβλος) τόσο την καταρράκωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και τη συρρίκνωση της δημόσιας περιουσίας και της κοινωνικής ωφελιμότητας όσο και τη συστολή των δικαιωμάτων πολιτικής συμμετοχής, αφού τα εθνικά Κοινοβούλια και αποστερήθηκαν τη λήψη αυτών των βασικών επιλογών αλλά και υποχρεώθηκαν να αντιστοιχηθούν με αυτές τις επιλογές. Την ίδια στιγμή η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων κατά της ένταξης στην Ε.Ε. ή κατά βασικών επιλογών της Ε.Ε. (όπως το Ευρωσύνταγμα) μετά από διαδοχικές αρνήσεις ορισμένων λαών (Γαλλία, Ιρλανδία, Ολλανδία) κατέληξε σε φιάσκο, αφού οι αποφάσεις αυτές απαξιώθηκαν και αγνοήθηκαν από τις αστικές τάξεις και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Ακόμη πιο πρόσφατα, η εισαγωγή από τα όργανα της Ε.Ε. ρυθμίσεων που επιτείνουν και ενδυναμώνουν τις ρυθμίσεις του Μάαστριχτ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και χρέος, τον πληθωρισμό κ.λπ. όπως το Δημοσιονομικό Σύμφωνο ή το Σύμφωνο Σταθερότητας ή οι ρυθμίσεις για τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών αποδυναμώνει πλήρως τον έλεγχο των εθνικών κρατών πάνω στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική τους και, άρα, αίρει βασικές όψεις της λαϊκής κυριαρχίας στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Έτσι, οι νεοφιλελεύθερες και ιμπεριαλιστικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αντιπαράθεσης και να καταργηθούν από την πάλη των λαών και των εργαζομένων σε κάθε κράτος, ενώ, ακόμη και αν γίνει κατορθωτός ο συντονισμός των εργαζομένων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οι άρχουσες τάξεις θα απαντήσουν με ένα συνεκτικό πλαίσιο καταστροφικών αντιμέτρων για τη μισθωτή εργασία αλλά και θα απειλήσουν με τη διάλυση της Ε.Ε. και την αναδίπλωσή της σε μικρότερη και στενότερη βάση. Η Ε.Ε. δεν μπορεί στο θέμα της δημοκρατίας -όπως και στο θέμα της οικονομίας- να πάψει να είναι αντιδραστική. Τρεις πιθανότητες ανοίγονται ιστορικά: ή η αναδίπλωση της Ε.Ε. σε έναν στενότερο πυρήνα κάτω από την πάλη των λαών ή η συνέχιση και εμβάθυνση/ενοποίησή της προς μια αντιδραστικότερη ακόμη κατεύθυνση ή η σταδιακή ή και ταυτόχρονη διάλυσή της κάτω από την πάλη των λαών και των εργαζομένων και η κατασκευή ενός πραγματικά δημοκρατικού και σοσιαλιστικού κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος που δεν θα αίρει, όμως, την τοπικότητα και τις εθνικές και πολιτιστικές ιδιομορφίες. Η τέταρτη εκδοχή, αυτή του δημοκρατικού μετασχηματισμού της Ε.Ε., προϋποθέτει μια πολιτική και θεσμική ευελιξία και πολιτική «ανοιχτότητα» αυτών των δομών, κάτι που δεν έχει επιβεβαιωθεί από κανένα επεισόδιο της εξέλιξής τους και ιδίως έχει δραματικά διαψευσθεί μετά την πλήρη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην Ε.Ε. (1991).
Μήπως, όμως, η ΕΟΚ και η Ε.Ε. υπήρξαν όντως αποτελεσματικά θεσμικά μετερίζια κατά των αντιδημοκρατικών ή και ανοιχτά αυταρχικών πολιτικών στα κράτη της δυτικής και αργότερα και της ανατολικής Ευρώπης και στηρίγματα της «κοινωνίας των πολιτών»; Ας κάνουμε εδώ ένα μικρό ιστορικό απολογισμό:
Η Γαλλία, όντας μέλος της ΕΟΚ μετά το 1957, πραγματοποίησε έναν αιματοβαμμένο αποικιοκρατικό αγώνα στην Αλγερία μέχρι το 1961. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα και πέρα από τα λουτρά αίματος και τα βασανιστήρια στην ίδια τη μαρτυρική Αλγερία, οι Γάλλοι αποικιοκράτες δολοφόνησαν το 1961 περίπου εκατό Αλγερινούς διαδηλωτές στο Παρίσι και πέταξαν τα πτώματά τους στον Σηκουάνα (βλ. και σε Ντιντιέ Ντενένξ «Έγκλημα και μνήμη»).
Η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία στήριξαν ολόπλευρα τον αγώνα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ (1963-1973).
Η Βρετανία, όντας μέλος της ΕΟΚ από τηνδεκαετία του 1970, άσκησε μια παγκόσμια αποικιοκρατική πολιτική αλλά και ειδικότερα στο βρετανικό και ιρλανδικό έδαφος καταπάτησε ανοιχτά τα ανθρώπινα δικαιώματα, οδήγησε απεργούς πείνας στο θάνατο και επέβαλε μια στρατοκρατική καταπιεστική πολιτική. Επίσης, η θατσερική πολιτική, χωρίς καμία αντίδραση από την ελίτ της ΕΟΚ, κατέστειλε βάρβαρα τις απεργίες με την έφιππη αστυνομία και τα λοκ άουτ κατά των απεργών.
Το Βέλγιο ως μέλος της ΕΟΚ παρενέβη στο Κογκό στις αρχές του ’60 υποκινώντας πραξικοπήματα, αιματηρές επεμβάσεις και δολοφονίες των αριστερών ηγετών της χώρας όπως ο Πατρίς Λουμούμπα.
Η Γαλλία και η Βρετανία μέχρι και σήμερα επεμβαίνουν ανοιχτά στην Αφρική και αλλού (Μάλι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Νέα Καληδονία, Σιέρα Λεόνε κ.ά.) επιβάλλοντας με το αίμα την κλοπή των πρώτων υλών και πνίγοντας την αναπτυξιακή και κοινωνική πορεία αυτών των χωρών. Βεβαίως, κάθε αντίδραση στις πολιτικές αυτές των ευρωπαϊκών πολυεθνικών διαβάζεται ως «εθνικισμός», «φιλοϊσλαμισμός», φονταμενταλισμός και τα λοιπά γνωστά.
Η Γερμανία, όντας μέλος της ΕΟΚ και αργότερα της Ε.Ε., κυνήγησε αλύπητα τους κομμουνιστές και αριστερούς στο εσωτερικό της ως πράκτορες του «ανατολικού μπλοκ» και στη συνέχεια κατέστειλε άγρια το φοιτητικό κίνημα του γερμανικού Μάη 1968 και αντιμετώπισε το φαινόμενο του αριστερού αντάρτικου πάλης με την υστερική τρομοχειραγώγηση των πολιτών, τη βαθιά περιστολή των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και κρατουμένων έως και τη δολοφονία μερικών από αυτούς στα περίφημα «λευκά κελιά»( 1976,1977). Δεν γνωρίζω να υπήρξε κάποια αντίδραση της ελίτ της ΕΟΚ ή της γραφειοκρατίας της κατά των αντιδραστικών και ανελεύθερων αυτών πολιτικών αλλά ούτε, βεβαίως, και κατά της αντεργατικής και αντιαπεργιακής πολιτικής της Βόννης. Ακόμη δε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο δεν υπάγεται στην ΕΟΚ/Ε.Ε. αλλά στο Συμβούλιο της Ευρώπης, δεν δέχθηκε -σε αντίθεση με άλλες φιλελεύθερες πολιτικά παρεμβάσεις του, όπως κατά της ελληνικής δικτατορίας- ότι οι γερμανικές αρχές στο θέμα της αντιτρομοκρατίας υπερέβησαν διεθνή δικαιώματα και ανθρωπιστικές αρχές.
Οι βασικές χώρες της Ε.Ε. όχι μόνο στήριξαν τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και το βομβαρδισμό της από τους Αμερικανούς (1999) αλλά και μετείχαν σε αυτόν το βομβαρδισμό (βεβαίως, και η Ελλάδα) πραγματοποιώντας εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επίσης, οι χώρες αυτές (ιδίως η Γερμανία ως προς την Κροατία) ενίσχυσαν από τη δεκαετία του ’70 ήδη τις αποσχιστικές τάσεις στη Γιουγκοσλαβία και την καταστροφή του ομοσπονδιακού κράτους για να προωθήσουν τα στενά ιμπεριαλιστικά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα, τα οποία συνέκλιναν με εκείνα των Αμερικανών.
Στη συνέχεια, ο γαλλο-γερμανικός άξονας τάχθηκε κατά της επέμβασης των ΗΠΑ στο Ιράκ (2003). Όμως, αυτό έγινε καθαρά λόγω ανταγωνιστικών συμφερόντων στην περιοχή και όχι λόγω κάποιων ανθρωπιστικών ή ειρηνιστικών αρχών. Οι χώρες της Ε.Ε. συνέχισαν να χαρακτηρίζουν «τρομοκράτες» τα μέλη της ιρακινής αντίστασης, να προσφέρουν περιοχές τους ως στρατόπεδα συγκέντρωσης και να συμβάλλουν στην εκπαίδευση και εξοπλισμό των κατοχικών δυνάμεων. Επίσης, τα βασικά μέλη της Ε.Ε. μετά τους Δίδυμους Πύργους εισήγαγαν μια νέα γενιά αντιτρομοκρατικών νόμων, οι οποίοι περιέστειλαν τα δικαιώματα των κρατουμένων και ιδίως ενίσχυσαν την ποινικοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων. Επίσης, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που αποτέλεσαν τη Νέα Ευρώπη του Μπους (θυμίζουμε ότι και οι ναζί χαρακτήριζαν το κατοχικό οικοδόμημά τους «Νέα Ευρώπη») και στήριξαν τις απαγωγές και τα βασανιστήρια κατά «τρομοκρατών», ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα με την ένταξή τους στην Ε.Ε. των «27» το 2004. Δεν θυμάμαι κάτι για καταδίκες του πυρήνα της Ε.Ε. κατά των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης γι’ αυτές τις φιλοπόλεμες και αντιδικαιοκρατικές πρακτικές τους.
Η Ιταλία, μέλος της ΕΟΚ από το 1957, είναι από μόνη της μια «αντιδημοκρατική ήπειρος». Στα τέλη του ’60 και αρχές του ’70 παίχτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο ενός ακροδεξιού στρατιωτικού πραξικοπήματος ενάντια στην εργατική τάξη και το ιταλικό «Θερμό φθινόπωρο». Οι ΗΠΑ και το ιταλικό κεφάλαιο καθώς και οι μυστικές υπηρεσίες της Ιταλίας, των ΗΠΑ και της Ελλάδας θα ήταν οι στυλοβάτες του, αν χρειαζόταν. Η προετοιμασία του εκδηλώθηκε με σειρά δεξιών τρομοκρατικών χτυπημάτων. Δεν γνωρίζω καμία πρωτοβουλία της τότε ΕΟΚ για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο καθώς και καμία πρωτοβουλία της τότε ΕΟΚ για να αποτρέψει τα σχέδια του Ντε Γκολ για στρατιωτικό πραξικόπημα το Μάιο και Ιούνιο του ’68 στη Γαλλία (Π. Σίηλ-Μ. Μακονβίλ «Η γαλλική επανάσταση του Μαΐου 1968», εκδόσεις Θεωρία). Ούτε και πιστεύω ότι, αν είχαν συμβεί αυτές οι μορφές εκτροπής, η Γαλλία ή η Ιταλία θα αποχωρούσαν ή θα εκδιώκονταν από την ΕΟΚ. Επίσης, το 2001 και πάντοτε στους κόλπους της Ε.Ε. οι μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γένοβα αποτέλεσαν στόχο μιας μεγάλης κατασταλτικής επίθεσης του ιταλικού αστικού κράτους.
Οι υπηρεσίες και τα όργανα κρατικής ασφάλειας των χωρών της Ε.Ε. σήμερα θεωρούν ως «τρομοκρατικές» πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις με έντονη αντιιμπεριαλιστική και αντιαμερικανική δραστηριότητα όπως η Χεζμπολά στο Λίβανο, η Χαμάς στην Παλαιστίνη, η DHCP στην Τουρκία, κουρδικές μαχητικές οργανώσεις κ.ά. Είναι προφανές ότι το κριτήριο αξιολόγησης των οργανώσεων αυτών σαν «τρομοκρατικών» είναι αποτέλεσμα αυστηρά σκόπιμης πολιτικής αξιολόγησης σε σύμπνοια με τις πολιτικές των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Οι δυνάμεις ασφαλείας και οι αστυνομίες της Ε.Ε. ή θεσμοί όπως η Frontex αντιμετωπίζουν με τη βία και τον αυταρχισμό τους ανθρώπους των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων, φθάνοντας συχνά στην κρατική δολοφονία (όπως στο Φαρμακονήσι). Η Ευρώπη αυτή μοιάζει άλλοτε με στρατόπεδο συγκέντρωσης (όπως αυτά που στήνονται στην Ελλάδα) άλλοτε με φυλακή και άλλοτε με φρούριο.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ένα γονιδιακό και δομικό αντιδημοκρατικό χαρακτηριστικό των ιμπεριαλιστικών και καπιταλιστικών χωρών που συγκροτούν την ΕΟΚ/Ε.Ε. Το στοιχείο αυτό, το οποίο συνδέεται και με την πορεία προς την αυταρχική αστική δημοκρατία στη Δύση ήδη από τη δεκαετία του 1960, αλλά και με την πορεία προς τον ανοιχτό κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και «εξαίρεση» τα τελευταία χρόνια, έχει ενισχυθεί ιστορικά και πολιτικά μέσα από το μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε Ε.Ε. μετά το 1985 και το 1991. Άλλωστε, η ΕΟΚ είχε υπέρ της τις δομές του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους χάρη στην πάλη των εργαζομένων στη Δύση αλλά και στην ύπαρξη του ανταγωνιστικού παραδείγματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (Έρικ Χομπσμπάουμ). Αυτό επερρώνυε και ενίσχυε κάπως το φιλοευρωπαϊκό επιχείρημα των Ιταλών ευρωκομμουνιστών υπέρ της ΕΟΚ. Ακόμη όμως και αν αυτό το επιχείρημα είχε κάποια βάση ως το 1989, στη συνέχεια απλώς χρησιμοποιούνταν μια πραγματικότητα του παρελθόντος ώστε να νομιμοποιήσει το ζοφερό παρόν. Συνεπώς, η θέση ότι οι θεσμοί της Ε.Ε. αποτελούν πεδίο αγώνα με στόχο τον ταξικό μετασχηματισμό τους και μεταβαλλόμενη σχέση δύναμης δεν αποδεικνύεται ούτε ιστορικά αλλά ούτε και με βάση την κριτική πολιτική θεωρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται μια θετική έκβαση της ταξικής πάλης να αποτυπωθεί συγκυριακά σε ένα σχετικά θετικότερο πλαίσιο επιλογών όμως αυτή δεν θα είναι η κύρια επιλογή/εκδοχή εντός αυτών των δομών σε στρατηγική κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή, η υπάρχουσα εξουσία θα μετατοπισθεί προς μια αυταρχικότερη και αντιδραστικότερη ταξική επιλογή και πιθανόν προς μια άλλη γεωγραφική και πολιτικο-οικονομική ολότητα.
Τρίτος μύθος : H E.E. είναι βασικός πυλώνας και επιτελείο αντίστασης των κοινωνιών στο φασισμό και το ναζισμό.
Παρά τα εγχειρήματα ορισμένων τεχνοκρατών της Ε.Ε. να καταδείξουν τους κινδύνους από την επέκταση του ναζισμού και του φασισμού σε χώρες όπως η Ελλάδα (βλ. Έκθεση του Μούζνιεκς το 2013, η οποία έθετε ενδιαφέροντα ζητήματα ως προς την ασυλία της Χρυσής Αυγής και των ρατσιστικών επιθέσεων στην Ελλάδα), η βασική λογική των κρατών-μελών της Ε.Ε. αλλά και των πολιτικών που προωθούνται στην Ευρώπη από την Ε.Ε. και τα ΔΝΤ ενισχύει καθημερινά την ανάπτυξη του φασισμού και της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Η άνοδος του συντηρητικού ή και ακροδεξιού σκέλους ή συνιστώσας του ευρωσκεπτικισμού είναι το άμεσο αποτέλεσμα της αδυναμίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς (και ιδίως του ΚΕΑ) να απαντήσει στον καθεστωτικό ευρωπαϊσμό και στις ακραία νεοφιλελεύθερες, ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές πολιτικές προτάσεις του. Η αποχώρηση της Αριστεράς από το μαχητικό και αγωνιστικό προσκήνιο και η ωραιοποίηση της Ε.Ε. μέσα από πλαστά κοσμοπολιτικά και δήθεν «διεθνιστικά» ιδεώδη και αξίες, σηκώνει όλο το δυνατό αέρα στα πανιά του δεξιού και ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού, την ίδια στιγμή που η Αριστερά θα έπρεπε να ηγηθεί στο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα και να το μετασχηματίσει σε αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ε.Ε. στην ανατολική Ευρώπη πάει χέρι - χέρι με τις πιο αντιδραστικές και συχνά φασιστικές πολιτικές στις χώρες αυτές. Αναβίωση των Ές Ές στα βαλτικά κράτη, ακραίος καθολικισμός στην Πολωνία, επέκταση των δομών του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή και συμπίεση του ρώσικου καπιταλιστικού άξονα, ενίσχυση του φασισμού στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία (στην τελευταία, ανοιχτά φιλοφασιστική «αλλαγή καθεστώτος»). Ποια πολιτικά φιλελεύθερα ή δημοκρατικά ή πολύ περισσότερο κοινωνιοκεντρικά στοιχεία έχει ενισχύσει η Ε.Ε. στην Ανατολική Ευρώπη; Απολύτως κανένα, τα ακριβώς αντίθετα ιδανικά και αξίες είναι τα credo των φιλο-Ε.Ε. και φιλοαμερικανικών ηγετών στην Ανατολική Ευρώπη. Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και στην Ελλάδα, όπου ακόμη και ανοιχτά πραξικοπήματα όπως αυτό του Ιουνίου 2013 στην ΕΡΤ έτυχαν της επιδοκιμασίας των ηγετών της Ε.Ε. και της ευρωζώνης ως φιλικά προς τον αναγκαίο περιορισμό του δημόσιου τομέα και της δημοσιοϋπαλληλίας...
ρώπη και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το αδιαμφισβήτητο ιστορικό καταφύγιο των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αντιλήψεων, αλλά και ένα διεθνές καθοδηγητικό παράδειγμα για τη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος και τα κοινωνικά δικαιώματα. Ο τελικός στόχος είναι το ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό υπερκράτος. Η τυχόν αποχώρησή μας από αυτήν την ένωση θα σήμαινε μια εθνικιστική και φιλοφασιστική τυχόν εκτροπή, παράλληλα προς τις αρνητικές συνέπειες από την αναγκαστική υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος.
Κοντολογίς, μόνο άσχημα πράγματα θα μας συμβούν αν αποχωρήσουμε από την Ευρωζώνη και ενδεχομένως και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Μας λένε οι «ευρωπαϊστές» την αλήθεια; Μετά το Μάαστριχτ και πιο πρόσφατα μετά την Κύπρο το 2013 και την Ουκρανία το 2014, τι έχει απομείνει από τη δημοκρατικότητα ή το φιλοκοινωνικό προσανατολισμό της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης;
Μύθος πρώτος: Η ιδέα της ενωμένης οικονομικά Ευρώπης είναι μια αντιπροσωπευτική ιδέα της Αριστεράς και έχει γνήσιο διεθνιστικό προσανατολισμό και καταγωγή.
Στην πραγματικότητα, η ιδέα της οικονομικής ευρωπαϊκής ένωσης ανάγεται αρχικά στη στρατηγική της γερμανικής άρχουσας τάξης και του γερμανικού ιμπεριαλισμού σε δύο φάσεις, την πρώτη του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπό τον Κάιζερ μεταξύ 1900 και 1918 και τη δεύτερη του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπό το ναζισμό. Και στις δύο αυτές περιόδους, όπως έχω δείξει και αλλού (βλ. το άρθρο μου «Πεθαίνοντας για την ευρωζώνη» στο www.rednotebook.grτην άνοιξη του 2013) η πολεμική περιπέτεια των παγκοσμίων πολέμων συνδέθηκε με μια στρατηγική ενοποίησης της Ευρώπης (όχι μόνο τελωνειακής, αλλά και νομισματικής και παραγωγικής) υπό τη γερμανική καπιταλιστική ηγεμονία. Ιδίως ο Γερμανός καγκελάριος της έκρηξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Μπέτμαν-Χόλβεκ είχε διακηρύξει ένα σχέδιο ενσωμάτωσης περιοχών στο Ράιχ, δημιουργίας μιας ζώνης οικονομικά και πολιτικά δορυφόρων κρατών που θα καλούνταν «Μεσευρώπη»
(Mitteleuropa) με βασικούς εταίρους την Αυστρουγγαρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και ορισμένες βαλκανικές χώρες και τέλος νομισματικής ενοποίησης όλης της συμμαχικής προς τη Γερμανία Ευρώπης με νόμισμα το ευρωμάρκο (βλ. και το περίφημο βιβλίο του ιστορικού Fritz Fischer «The military aims of Germany at the first world war», 1961). Αντίστοιχο σχέδιο είχαν επεξεργασθεί και οι οικονομολόγοι γύρω από τον Γκέρινγκ και τον Σπέερ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά ακόμη και ομάδες της άρχουσας τάξης που αντιτίθεντο στο ναζισμό (όπως η ομάδα γύρω από τον Στάουφενμπεργκ και τον φον Κανάρις που οργάνωσε το πραξικόπημα κατά του Χίτλερ τον Ιούλιο του 1944) και οι οποίες ήθελαν ένα πιο ευέλικτο και πιο ήπιο καθεστώς ηγεμονίας της Γερμανίας σε μια συμμαχική προς αυτήν Ευρώπη. Όπως επισημαίνει ο Βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, η τυχόν μη παρέμβαση της Βρετανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914 θα οδηγούσε σε μια οικονομική «Ευρωπαϊκή Ένωση» ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα («The Kaiser’s European Union»). Από την αρχή ήταν προφανές ότι αυτή η οικονομική δομή δεν θα συμβάδιζε με την ύπαρξη μιας μαζικής δημοκρατίας, παρά το ότι οι πολιτικοί σύμβουλοι του Κάιζερ ή του Χίτλερ τόνιζαν με ρατσιστικά επιχειρήματα τη διαφορά της πολιτισμένης Ευρώπης από την απολίτιστη Ρωσία και τη βάρβαρη ανατολική Ευρώπη. Ο κοινοβουλευτικός-απολυταρχικός αυταρχισμός ή ο ναζισμός θα ήταν οι πολιτικές όψεις της οικονομικής συσσωμάτωσης μέσα από την οποία η Γερμανία θα καταπολεμούσε τη Βρετανία και τις ΗΠΑ σε διεθνή κλίμακα.
Προφανώς, το αρχικό σχέδιο για την ΕΟΚ και ειδικά για την Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα των Ρομπέρ Σουμάν και Ζαν Μονέ καθώς και του Πολ-Ανρί Σπάακ ήταν ένα σχέδιο -αναπόφευκτα μετά τη συντριβή του ναζισμού-, το οποίο κινούνταν σε μια αστικοδημοκρατική και φιλελεύθερη πολιτικά κατεύθυνση. Όμως, είναι φανερό ότι δεν ήταν τα κίνητρά τους βασικά πολιτικά ή έστω αστικοδημοκρατικά, καθώς κινούνταν γεωπολιτικά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά στην ενίσχυση των βασικών ευρωπαϊκών κρατών (πλην της Βρετανίας) στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση της Κοινής Αγοράς. Επίσης, ήταν ένα σχέδιο το οποίο επιχειρούσε τη μονιμότερη πολιτικοοικονομική ενσωμάτωση της Δυτικής Γερμανίας στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο ώστε και να μην αποτελέσει ξανά κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και να συστήσει ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι στην «κομμουνιστική επιθετικότητα». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό καθόλου δεν αμφισβήτησε την τελευταία εναγώνια προσπάθεια των αποικιοκρατών (Γαλλία, Ολλανδία, Βρετανία, Βέλγιο, Πορτογαλία) να διατηρήσουν τις αποικίες τους και να ματοκυλήσουν τους λαούς για τα συμφέροντά τους. Επίσης, το σχέδιο αυτό ουδόλως αμφισβήτησε την ήδη ύπαρξη ή και εγκατάσταση δικτατορικών καθεστώτων σε χώρες της δυτικής Ευρώπης όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, παρά το ότι στην περίπτωση της Ελλάδας «πάγωσε» η σχέση σύνδεσης. Tέλος, είναι φανερό ότι αυτός ο «οικονομικός κοσμοπολιτισμός» που αφορά τόσο τα αρχικά γερμανικά σχέδια όσο και το σχέδιο για την ΕΟΚ, καθόλου δεν αμφισβητούσε τη σταδιακή κυριαρχία των βασικών οικονομικών και πολιτικών εθνικισμών στο κοινό στερέωμα, αποκλειστικά του γερμανικού εθνικισμού στα αρχικά γερμανικά σχέδια, του γαλλικού και σταδιακά και του γερμανικού στο «σχέδιο ΕΟΚ».
Μήπως, όμως, μπορεί η Ενωμένη Ευρώπη να αναχθεί στο περίφημο αριστερό σύνθημα για τις «Ενωμένες (Σοσιαλιστικές) Πολιτείες της Ευρώπης»; Μήπως η συγκρότηση ενός κοινού ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους έχει υπάρξει και ιστορικά το κατάλληλο έδαφος για τη δημοκρατική και σοσιαλιστική αναγέννηση στον ευρωπαϊκό χώρο; Ήδη από την εποχή του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου (1915) είχε τεθεί μέσα στο καμίνι της εθνικιστικής αλληλοσφαγής από πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας των ευρωπαϊκών χωρών το σύνθημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» ως άμεσος στόχος που θα ήρε τον πόλεμο, θα ενίσχυε τη δημοκρατία και θα άνοιγε το δρόμο προς το σοσιαλισμό. Αυτή η πρόταση αφορούσε κυρίως όχι ένα σχέδιο οικονομικής ενοποίησης, αλλά ένα σχέδιο πολιτικής ενοποίησης με δευτερεύουσα την οικονομική συνιστώσα. Σε αρκετά σημεία θύμιζε, από μια πάντως πιο προοδευτική σκοπιά, τη θεωρία του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό, δηλαδή τη διεθνή ή έστω περιφερειακή ιμπεριαλιστική ενοποίηση και ολοκλήρωση ως προστάδιο και αναγκαστικό μεταβατικό βήμα προς το σοσιαλισμό και φαίνεται ότι αντανακλούσε ένα σχετικά ισχυρό ρεύμα στη διεθνή Αριστερά. Όμως, ήταν ο Λένιν αυτός που αρνήθηκε την έννοια των «Ε.Π.Ε.». Σε μια σημαντική τοποθέτησή του στο εσωτερικό της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας ( βλ. και σε http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=11916:l...) ο Λένιν υποστήριξε ότι σε συνθήκες όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων η υλοποίηση του συνθήματος θα οδηγούσε είτε σε μια αντιδραστική κατεύθυνση είτε θα ήταν απολύτως αδύνατη. Η αντιδραστική κατεύθυνση θα σήμαινε την απεμπόληση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε κάθε μία χώρα, το να τεθεί ως προτεραιότητα ένας στόχος είτε αδύνατος είτε υποκείμενος στον έλεγχο του ταξικού αντιπάλου και να αποδεχτεί το εργατικό κίνημα μια προσωρινή συμφωνία των καπιταλιστών για τον αμοιβαίο έλεγχο των πόρων και των αγορών, δηλαδή μια προσωρινή συμμαχία των καπιταλιστών μεταξύ τους με καθορισμό της σφαίρας επιρροής του καθενός. Ήδη η άρνηση της θεωρίας του «υπερϊμπεριαλισμού» από τον Λένιν φανέρωσε ότι μια συμφωνία τέτοιου τύπου αναγκαστικά θα ήταν προσωρινή και θα ήταν μια παρένθεση έως τον επόμενο οικονομικό ή και πολιτικοστρατιωτικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η Αριστερά δεν υπήρξε ποτέ ο κύριος ή ο έστω ηγεμονικός παράγων του συνθήματος ή του πλαισίου για την Ενωμένη Ευρώπη και ιδίως για την οικονομικά ενωμένη καπιταλιστική Ευρώπη. Το πλαίσιο αυτό προτάθηκε κατά καιρούς από τα επιτελεία των ιμπεριαλιστικών αρχουσών τάξεων των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών (ιδίως από την Γερμανία) ή από διανοούμενους και πολιτικούς των αρχουσών τάξεων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Υπάρχει, όμως, ένα ζήτημα όσον αφορά την πορεία μετασχηματισμού της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1985: η απόφαση του καλοκαιριού 1985 για την πορεία προς μια στενότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την τελική νομισματική ενοποίηση ως το 1992 και η τελική υπογραφή της Ε.Ε.Π. το 1986 έφεραν, μεταξύ άλλων, και το στίγμα/παρέμβαση του Ιταλού πολιτικού Αλτιέρο Σπινέλι, ο οποίος υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, αλλά και ένας πολιτικός πολύ κοντά στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Εδώ φαίνεται όχι μια πρωταγωνιστική αριστερή τάση στη συγκρότηση της οικονομικής Ενωμένης Ευρώπης αλλά, αντίθετα, μια ισχυρή τάση ηγεμόνευσης ενός τμήματος της Αριστεράς (του προσκείμενου στον Ιστορικό Συμβιβασμό) από το σχέδιο των αρχουσών τάξεων στην Ευρώπη. Όπως και ο Ιστορικός Συμβιβασμός γενικότερα, αυτή η τάση ηγεμόνευσης της Αριστεράς από τον ευρωπαϊσμό κατέτεινε στην ταξική συνεργασία και στην αποδοχή ενός σχεδίου με χαρακτηριστικά όχι μόνο καπιταλιστικά με ταυτόχρονη διατήρηση των όποιων δομών του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους αλλά όλο και περισσότερο και όλο και πιο έντονα νεοφιλελεύθερα. Θυμίζουμε εδώ ότι η περίοδος σύναψης της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης ήταν η περίοδος των μεγάλων συγκρούσεων της βρετανικής άρχουσας τάξης με τους ανθρακωρύχους και της γερμανικής άρχουσας τάξης με τους μεταλλωρύχους (I.G. Metall) ενόψει της νεοφιλελεύθερης απαξίωσης κεφαλαίου και καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων από τις δυνάμεις το κεφαλαίου. Προφανώς, η φυγή προς τα εμπρός των καπιταλιστικών ηγεσιών στην Ευρώπη είχε σχέση και με τα προβλήματα της ταξικής πάλης σε κάθε μια χώρα, όπου οι κοινωνικές αντιστάσεις βιώνονταν ως οικονομικές και κοινωνικές δυσκαμψίες.
Μύθος Δεύτερος: Η ΕΟΚ, και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως διάδοχος της ΕΟΚ, αποτέλεσαν και αποτελούν έναν τόπο ανάπτυξης και άνθησης της δημοκρατίας και ισχυρής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υποστηρίζεται ευρέως ότι ο ευρωπαϊκός πολιτικός και κοινωνικός χώρος είναι ο προνομιακός για την ανάπτυξη των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Αυτό είναι ένα διακριτό επιχείρημα από το πασίδηλο γεγονός ότι οι αξίες και οι ιδέες του ρεπουμπλικανισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν πρώτα απ’ όλα (αλλά όχι αποκλειστικά) στην Ευρώπη και στις χώρες που επηρεάσθηκαν άμεσα από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό (όπως οι ΗΠΑ). Όμως, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η ΕΟΚ και η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή τους και μέχρι σήμερα υπήρξαν φιλικές προς τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ, πάντως, υπάρχει και μια αντινομία, η οποία αξίζει να προσεχθεί. Η έννοια της δημοκρατίας δυτικού τύπου περιλαμβάνει δύο διαφορετικά πράγματα:
α) τις πολιτικές κατακτήσεις των εργαζομένων από την αυγή του καπιταλισμού και μέχρι σήμερα (πολιτικά δικαιώματα και ατομικά δικαιώματα με πολιτική χρήση, κοινωνικά δικαιώματα) και β) το καθεστώς ή μορφή κυριαρχίας της αστικής δημοκρατίας ως μορφή κυριαρχίας του κεφαλαίου, η οποία ενσωματώνει αλλά και αποδυναμώνει ταυτόχρονα τις πολιτικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Η δεύτερη διάσταση της δημοκρατίας υπήρξε πραγματικά για πολλά χρόνια η αντιπροσωπευτική μορφή αστικής κυριαρχίας στην Δυτική Ευρώπη και από ένα σημείο και πέρα και στην Ανατολική. Όμως, το πόσο έγιναν σεβαστά τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτόματη συνέπεια του ότι μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ως έναν βαθμό η αστική δημοκρατία: είναι αποτέλεσμα της έκβασης της ταξικής πάλης στην Ευρώπη, καθώς ιδίως μετά το τέλος της δεκαετίας του 1980 η αστική δημοκρατία είναι τόπος συρρίκνωσης των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας αλλά και καθώς τα τελευταία χρόνια η αστική δημοκρατία διεθνώς στο πλαίσιο της δομικής κρίσης του καπιταλισμού μετατρέπεται σε μια μορφή κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού (ιδίως στην Ελλάδα αλλά και αλλού στην Ε.Ε.).
Η ΕΟΚ και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν υπάρξει ιστορικά διακυβερνητικές ενώσεις χωρίς εσωτερική δημοκρατική ζωή. Όλες οι βασικές αποφάσεις των οργάνων τους ήταν αυθαίρετες σε σχέση με την πολιτική νομιμοποίηση του «λαού των εθνών-κρατών» ή του «λαού της Ευρώπης» και στηρίζονταν στη διακυβερνητική ενοποίηση των αστών πολιτικών και των ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων. Πρόκειται για το σεμνά λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» στην Ε.Ε. Τυπικά, η Ε.Ε., πέρα από το ζήτημα της απουσίας της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ίδιας της δομής της, προκρίνει και θέτει ως όρο για την ένταξη σε αυτήν το αστικοδημοκρατικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς για κάθε μια χώρα-μέλος. Άρα, ένα κράτος με αντιδημοκρατική συμπεριφορά θα έπρεπε είτε να μην μπορεί να εντάσσεται σε αυτήν ή να εκπίπτει από τη συμμετοχή της σε αυτήν και να διώκεται από αυτήν. Το γεγονός ότι η σημερινή φιλοφασιστική Ουκρανία θεωρείται πρόσφορη για να ενταχθεί στην Ε.Ε. -και μάλιστα κατά προτεραιότητα- καταδεικνύει ότι η Ε.Ε. είναι βασικά μια ιμπεριαλιστική διακυβερνητική συμμαχία και ένωση, η οποία δεν τρέφει καμία αληθινή πίστη στις αξίες ακόμη και της αστικής δημοκρατίας παραδοσιακού τύπου. Η γεωπολιτική και οικονομική σκοπιμότητα της Ε.Ε. έχουν πλέον απεκδυθεί από κάθε δημοκρατικό και πολιτικά φιλελεύθερο πέπλο και η αντίθεση με τον «αυταρχισμό του Πούτιν» μπορεί να προσλάβει ως σύμμαχο και ακραία ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες.
Επιπλέον, οι αυστηρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβλήθηκαν στην Ε.Ε. ήδη από τις συνθήκες του Μάαστριχτ (1991) και Άμστερνταμ (1997) με αφετηρία τις τέσσερις βασικές ελευθερίες της Ε.Ε.(ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ελευθερία κίνησης εργαζομένων, ελευθερία κίνησης κεφαλαίων) σήμαναν και μέσα από ειδικότερα νομοθετήματα και δράσεις-πλαίσια (Λευκή Βίβλος, Πράσινη Βίβλος) τόσο την καταρράκωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και τη συρρίκνωση της δημόσιας περιουσίας και της κοινωνικής ωφελιμότητας όσο και τη συστολή των δικαιωμάτων πολιτικής συμμετοχής, αφού τα εθνικά Κοινοβούλια και αποστερήθηκαν τη λήψη αυτών των βασικών επιλογών αλλά και υποχρεώθηκαν να αντιστοιχηθούν με αυτές τις επιλογές. Την ίδια στιγμή η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων κατά της ένταξης στην Ε.Ε. ή κατά βασικών επιλογών της Ε.Ε. (όπως το Ευρωσύνταγμα) μετά από διαδοχικές αρνήσεις ορισμένων λαών (Γαλλία, Ιρλανδία, Ολλανδία) κατέληξε σε φιάσκο, αφού οι αποφάσεις αυτές απαξιώθηκαν και αγνοήθηκαν από τις αστικές τάξεις και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Ακόμη πιο πρόσφατα, η εισαγωγή από τα όργανα της Ε.Ε. ρυθμίσεων που επιτείνουν και ενδυναμώνουν τις ρυθμίσεις του Μάαστριχτ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και χρέος, τον πληθωρισμό κ.λπ. όπως το Δημοσιονομικό Σύμφωνο ή το Σύμφωνο Σταθερότητας ή οι ρυθμίσεις για τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών αποδυναμώνει πλήρως τον έλεγχο των εθνικών κρατών πάνω στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική τους και, άρα, αίρει βασικές όψεις της λαϊκής κυριαρχίας στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Έτσι, οι νεοφιλελεύθερες και ιμπεριαλιστικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αντιπαράθεσης και να καταργηθούν από την πάλη των λαών και των εργαζομένων σε κάθε κράτος, ενώ, ακόμη και αν γίνει κατορθωτός ο συντονισμός των εργαζομένων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οι άρχουσες τάξεις θα απαντήσουν με ένα συνεκτικό πλαίσιο καταστροφικών αντιμέτρων για τη μισθωτή εργασία αλλά και θα απειλήσουν με τη διάλυση της Ε.Ε. και την αναδίπλωσή της σε μικρότερη και στενότερη βάση. Η Ε.Ε. δεν μπορεί στο θέμα της δημοκρατίας -όπως και στο θέμα της οικονομίας- να πάψει να είναι αντιδραστική. Τρεις πιθανότητες ανοίγονται ιστορικά: ή η αναδίπλωση της Ε.Ε. σε έναν στενότερο πυρήνα κάτω από την πάλη των λαών ή η συνέχιση και εμβάθυνση/ενοποίησή της προς μια αντιδραστικότερη ακόμη κατεύθυνση ή η σταδιακή ή και ταυτόχρονη διάλυσή της κάτω από την πάλη των λαών και των εργαζομένων και η κατασκευή ενός πραγματικά δημοκρατικού και σοσιαλιστικού κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος που δεν θα αίρει, όμως, την τοπικότητα και τις εθνικές και πολιτιστικές ιδιομορφίες. Η τέταρτη εκδοχή, αυτή του δημοκρατικού μετασχηματισμού της Ε.Ε., προϋποθέτει μια πολιτική και θεσμική ευελιξία και πολιτική «ανοιχτότητα» αυτών των δομών, κάτι που δεν έχει επιβεβαιωθεί από κανένα επεισόδιο της εξέλιξής τους και ιδίως έχει δραματικά διαψευσθεί μετά την πλήρη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην Ε.Ε. (1991).
Μήπως, όμως, η ΕΟΚ και η Ε.Ε. υπήρξαν όντως αποτελεσματικά θεσμικά μετερίζια κατά των αντιδημοκρατικών ή και ανοιχτά αυταρχικών πολιτικών στα κράτη της δυτικής και αργότερα και της ανατολικής Ευρώπης και στηρίγματα της «κοινωνίας των πολιτών»; Ας κάνουμε εδώ ένα μικρό ιστορικό απολογισμό:
Η Γαλλία, όντας μέλος της ΕΟΚ μετά το 1957, πραγματοποίησε έναν αιματοβαμμένο αποικιοκρατικό αγώνα στην Αλγερία μέχρι το 1961. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα και πέρα από τα λουτρά αίματος και τα βασανιστήρια στην ίδια τη μαρτυρική Αλγερία, οι Γάλλοι αποικιοκράτες δολοφόνησαν το 1961 περίπου εκατό Αλγερινούς διαδηλωτές στο Παρίσι και πέταξαν τα πτώματά τους στον Σηκουάνα (βλ. και σε Ντιντιέ Ντενένξ «Έγκλημα και μνήμη»).
Η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία στήριξαν ολόπλευρα τον αγώνα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ (1963-1973).
Η Βρετανία, όντας μέλος της ΕΟΚ από τηνδεκαετία του 1970, άσκησε μια παγκόσμια αποικιοκρατική πολιτική αλλά και ειδικότερα στο βρετανικό και ιρλανδικό έδαφος καταπάτησε ανοιχτά τα ανθρώπινα δικαιώματα, οδήγησε απεργούς πείνας στο θάνατο και επέβαλε μια στρατοκρατική καταπιεστική πολιτική. Επίσης, η θατσερική πολιτική, χωρίς καμία αντίδραση από την ελίτ της ΕΟΚ, κατέστειλε βάρβαρα τις απεργίες με την έφιππη αστυνομία και τα λοκ άουτ κατά των απεργών.
Το Βέλγιο ως μέλος της ΕΟΚ παρενέβη στο Κογκό στις αρχές του ’60 υποκινώντας πραξικοπήματα, αιματηρές επεμβάσεις και δολοφονίες των αριστερών ηγετών της χώρας όπως ο Πατρίς Λουμούμπα.
Η Γαλλία και η Βρετανία μέχρι και σήμερα επεμβαίνουν ανοιχτά στην Αφρική και αλλού (Μάλι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Νέα Καληδονία, Σιέρα Λεόνε κ.ά.) επιβάλλοντας με το αίμα την κλοπή των πρώτων υλών και πνίγοντας την αναπτυξιακή και κοινωνική πορεία αυτών των χωρών. Βεβαίως, κάθε αντίδραση στις πολιτικές αυτές των ευρωπαϊκών πολυεθνικών διαβάζεται ως «εθνικισμός», «φιλοϊσλαμισμός», φονταμενταλισμός και τα λοιπά γνωστά.
Η Γερμανία, όντας μέλος της ΕΟΚ και αργότερα της Ε.Ε., κυνήγησε αλύπητα τους κομμουνιστές και αριστερούς στο εσωτερικό της ως πράκτορες του «ανατολικού μπλοκ» και στη συνέχεια κατέστειλε άγρια το φοιτητικό κίνημα του γερμανικού Μάη 1968 και αντιμετώπισε το φαινόμενο του αριστερού αντάρτικου πάλης με την υστερική τρομοχειραγώγηση των πολιτών, τη βαθιά περιστολή των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και κρατουμένων έως και τη δολοφονία μερικών από αυτούς στα περίφημα «λευκά κελιά»( 1976,1977). Δεν γνωρίζω να υπήρξε κάποια αντίδραση της ελίτ της ΕΟΚ ή της γραφειοκρατίας της κατά των αντιδραστικών και ανελεύθερων αυτών πολιτικών αλλά ούτε, βεβαίως, και κατά της αντεργατικής και αντιαπεργιακής πολιτικής της Βόννης. Ακόμη δε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο δεν υπάγεται στην ΕΟΚ/Ε.Ε. αλλά στο Συμβούλιο της Ευρώπης, δεν δέχθηκε -σε αντίθεση με άλλες φιλελεύθερες πολιτικά παρεμβάσεις του, όπως κατά της ελληνικής δικτατορίας- ότι οι γερμανικές αρχές στο θέμα της αντιτρομοκρατίας υπερέβησαν διεθνή δικαιώματα και ανθρωπιστικές αρχές.
Οι βασικές χώρες της Ε.Ε. όχι μόνο στήριξαν τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και το βομβαρδισμό της από τους Αμερικανούς (1999) αλλά και μετείχαν σε αυτόν το βομβαρδισμό (βεβαίως, και η Ελλάδα) πραγματοποιώντας εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επίσης, οι χώρες αυτές (ιδίως η Γερμανία ως προς την Κροατία) ενίσχυσαν από τη δεκαετία του ’70 ήδη τις αποσχιστικές τάσεις στη Γιουγκοσλαβία και την καταστροφή του ομοσπονδιακού κράτους για να προωθήσουν τα στενά ιμπεριαλιστικά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα, τα οποία συνέκλιναν με εκείνα των Αμερικανών.
Στη συνέχεια, ο γαλλο-γερμανικός άξονας τάχθηκε κατά της επέμβασης των ΗΠΑ στο Ιράκ (2003). Όμως, αυτό έγινε καθαρά λόγω ανταγωνιστικών συμφερόντων στην περιοχή και όχι λόγω κάποιων ανθρωπιστικών ή ειρηνιστικών αρχών. Οι χώρες της Ε.Ε. συνέχισαν να χαρακτηρίζουν «τρομοκράτες» τα μέλη της ιρακινής αντίστασης, να προσφέρουν περιοχές τους ως στρατόπεδα συγκέντρωσης και να συμβάλλουν στην εκπαίδευση και εξοπλισμό των κατοχικών δυνάμεων. Επίσης, τα βασικά μέλη της Ε.Ε. μετά τους Δίδυμους Πύργους εισήγαγαν μια νέα γενιά αντιτρομοκρατικών νόμων, οι οποίοι περιέστειλαν τα δικαιώματα των κρατουμένων και ιδίως ενίσχυσαν την ποινικοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων. Επίσης, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που αποτέλεσαν τη Νέα Ευρώπη του Μπους (θυμίζουμε ότι και οι ναζί χαρακτήριζαν το κατοχικό οικοδόμημά τους «Νέα Ευρώπη») και στήριξαν τις απαγωγές και τα βασανιστήρια κατά «τρομοκρατών», ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα με την ένταξή τους στην Ε.Ε. των «27» το 2004. Δεν θυμάμαι κάτι για καταδίκες του πυρήνα της Ε.Ε. κατά των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης γι’ αυτές τις φιλοπόλεμες και αντιδικαιοκρατικές πρακτικές τους.
Η Ιταλία, μέλος της ΕΟΚ από το 1957, είναι από μόνη της μια «αντιδημοκρατική ήπειρος». Στα τέλη του ’60 και αρχές του ’70 παίχτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο ενός ακροδεξιού στρατιωτικού πραξικοπήματος ενάντια στην εργατική τάξη και το ιταλικό «Θερμό φθινόπωρο». Οι ΗΠΑ και το ιταλικό κεφάλαιο καθώς και οι μυστικές υπηρεσίες της Ιταλίας, των ΗΠΑ και της Ελλάδας θα ήταν οι στυλοβάτες του, αν χρειαζόταν. Η προετοιμασία του εκδηλώθηκε με σειρά δεξιών τρομοκρατικών χτυπημάτων. Δεν γνωρίζω καμία πρωτοβουλία της τότε ΕΟΚ για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο καθώς και καμία πρωτοβουλία της τότε ΕΟΚ για να αποτρέψει τα σχέδια του Ντε Γκολ για στρατιωτικό πραξικόπημα το Μάιο και Ιούνιο του ’68 στη Γαλλία (Π. Σίηλ-Μ. Μακονβίλ «Η γαλλική επανάσταση του Μαΐου 1968», εκδόσεις Θεωρία). Ούτε και πιστεύω ότι, αν είχαν συμβεί αυτές οι μορφές εκτροπής, η Γαλλία ή η Ιταλία θα αποχωρούσαν ή θα εκδιώκονταν από την ΕΟΚ. Επίσης, το 2001 και πάντοτε στους κόλπους της Ε.Ε. οι μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γένοβα αποτέλεσαν στόχο μιας μεγάλης κατασταλτικής επίθεσης του ιταλικού αστικού κράτους.
Οι υπηρεσίες και τα όργανα κρατικής ασφάλειας των χωρών της Ε.Ε. σήμερα θεωρούν ως «τρομοκρατικές» πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις με έντονη αντιιμπεριαλιστική και αντιαμερικανική δραστηριότητα όπως η Χεζμπολά στο Λίβανο, η Χαμάς στην Παλαιστίνη, η DHCP στην Τουρκία, κουρδικές μαχητικές οργανώσεις κ.ά. Είναι προφανές ότι το κριτήριο αξιολόγησης των οργανώσεων αυτών σαν «τρομοκρατικών» είναι αποτέλεσμα αυστηρά σκόπιμης πολιτικής αξιολόγησης σε σύμπνοια με τις πολιτικές των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Οι δυνάμεις ασφαλείας και οι αστυνομίες της Ε.Ε. ή θεσμοί όπως η Frontex αντιμετωπίζουν με τη βία και τον αυταρχισμό τους ανθρώπους των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων, φθάνοντας συχνά στην κρατική δολοφονία (όπως στο Φαρμακονήσι). Η Ευρώπη αυτή μοιάζει άλλοτε με στρατόπεδο συγκέντρωσης (όπως αυτά που στήνονται στην Ελλάδα) άλλοτε με φυλακή και άλλοτε με φρούριο.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ένα γονιδιακό και δομικό αντιδημοκρατικό χαρακτηριστικό των ιμπεριαλιστικών και καπιταλιστικών χωρών που συγκροτούν την ΕΟΚ/Ε.Ε. Το στοιχείο αυτό, το οποίο συνδέεται και με την πορεία προς την αυταρχική αστική δημοκρατία στη Δύση ήδη από τη δεκαετία του 1960, αλλά και με την πορεία προς τον ανοιχτό κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και «εξαίρεση» τα τελευταία χρόνια, έχει ενισχυθεί ιστορικά και πολιτικά μέσα από το μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε Ε.Ε. μετά το 1985 και το 1991. Άλλωστε, η ΕΟΚ είχε υπέρ της τις δομές του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους χάρη στην πάλη των εργαζομένων στη Δύση αλλά και στην ύπαρξη του ανταγωνιστικού παραδείγματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (Έρικ Χομπσμπάουμ). Αυτό επερρώνυε και ενίσχυε κάπως το φιλοευρωπαϊκό επιχείρημα των Ιταλών ευρωκομμουνιστών υπέρ της ΕΟΚ. Ακόμη όμως και αν αυτό το επιχείρημα είχε κάποια βάση ως το 1989, στη συνέχεια απλώς χρησιμοποιούνταν μια πραγματικότητα του παρελθόντος ώστε να νομιμοποιήσει το ζοφερό παρόν. Συνεπώς, η θέση ότι οι θεσμοί της Ε.Ε. αποτελούν πεδίο αγώνα με στόχο τον ταξικό μετασχηματισμό τους και μεταβαλλόμενη σχέση δύναμης δεν αποδεικνύεται ούτε ιστορικά αλλά ούτε και με βάση την κριτική πολιτική θεωρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται μια θετική έκβαση της ταξικής πάλης να αποτυπωθεί συγκυριακά σε ένα σχετικά θετικότερο πλαίσιο επιλογών όμως αυτή δεν θα είναι η κύρια επιλογή/εκδοχή εντός αυτών των δομών σε στρατηγική κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή, η υπάρχουσα εξουσία θα μετατοπισθεί προς μια αυταρχικότερη και αντιδραστικότερη ταξική επιλογή και πιθανόν προς μια άλλη γεωγραφική και πολιτικο-οικονομική ολότητα.
Τρίτος μύθος : H E.E. είναι βασικός πυλώνας και επιτελείο αντίστασης των κοινωνιών στο φασισμό και το ναζισμό.
Παρά τα εγχειρήματα ορισμένων τεχνοκρατών της Ε.Ε. να καταδείξουν τους κινδύνους από την επέκταση του ναζισμού και του φασισμού σε χώρες όπως η Ελλάδα (βλ. Έκθεση του Μούζνιεκς το 2013, η οποία έθετε ενδιαφέροντα ζητήματα ως προς την ασυλία της Χρυσής Αυγής και των ρατσιστικών επιθέσεων στην Ελλάδα), η βασική λογική των κρατών-μελών της Ε.Ε. αλλά και των πολιτικών που προωθούνται στην Ευρώπη από την Ε.Ε. και τα ΔΝΤ ενισχύει καθημερινά την ανάπτυξη του φασισμού και της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Η άνοδος του συντηρητικού ή και ακροδεξιού σκέλους ή συνιστώσας του ευρωσκεπτικισμού είναι το άμεσο αποτέλεσμα της αδυναμίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς (και ιδίως του ΚΕΑ) να απαντήσει στον καθεστωτικό ευρωπαϊσμό και στις ακραία νεοφιλελεύθερες, ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές πολιτικές προτάσεις του. Η αποχώρηση της Αριστεράς από το μαχητικό και αγωνιστικό προσκήνιο και η ωραιοποίηση της Ε.Ε. μέσα από πλαστά κοσμοπολιτικά και δήθεν «διεθνιστικά» ιδεώδη και αξίες, σηκώνει όλο το δυνατό αέρα στα πανιά του δεξιού και ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού, την ίδια στιγμή που η Αριστερά θα έπρεπε να ηγηθεί στο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα και να το μετασχηματίσει σε αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ε.Ε. στην ανατολική Ευρώπη πάει χέρι - χέρι με τις πιο αντιδραστικές και συχνά φασιστικές πολιτικές στις χώρες αυτές. Αναβίωση των Ές Ές στα βαλτικά κράτη, ακραίος καθολικισμός στην Πολωνία, επέκταση των δομών του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή και συμπίεση του ρώσικου καπιταλιστικού άξονα, ενίσχυση του φασισμού στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία (στην τελευταία, ανοιχτά φιλοφασιστική «αλλαγή καθεστώτος»). Ποια πολιτικά φιλελεύθερα ή δημοκρατικά ή πολύ περισσότερο κοινωνιοκεντρικά στοιχεία έχει ενισχύσει η Ε.Ε. στην Ανατολική Ευρώπη; Απολύτως κανένα, τα ακριβώς αντίθετα ιδανικά και αξίες είναι τα credo των φιλο-Ε.Ε. και φιλοαμερικανικών ηγετών στην Ανατολική Ευρώπη. Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και στην Ελλάδα, όπου ακόμη και ανοιχτά πραξικοπήματα όπως αυτό του Ιουνίου 2013 στην ΕΡΤ έτυχαν της επιδοκιμασίας των ηγετών της Ε.Ε. και της ευρωζώνης ως φιλικά προς τον αναγκαίο περιορισμό του δημόσιου τομέα και της δημοσιοϋπαλληλίας...